Νοερά ηδονικά μου καλλιτεχνήματα
εξορμούν μαζί τους τις νύκτες
ανοίγοντας πληγές απολαυστικές
Ξωθιές τις καταστροφής μου μαρτυρούν
ανείπωτα πλάνα ονειροπόλων επαναστατών
Ψιθυρίζουν πράξεις ανέκδοτες.
Πύρινα κατορθώματα αλώβητων ψυχών
στον όρκο της αέναης συνωμοτικής κίνησης
Των ανασών που καίνε
Των χεριών που αισθάνονται
Των καρδιών που φλέγονται
“Των ματιών που λάμπουν στο σκοτάδι...”
Θανος Γωγος
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 11 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
που οι ώρες να μας πλέξουνε στεφάνι,
και τόσο ηδονικό, που να φιλιόμαστε
κι όλοι να λεν πως έχουμε πεθάνει
κι όταν θ' απαλοσβήνει αυτό το φίλημα,
και δεις να 'χω τα μάτια μου σφαλήσει,
θα με σαλέψεις με τα δυο χεράκια σου,
κι εγώ θα 'χω στ’ αλήθεια ξεψυχήσει
Ν.Λ.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 11 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Η σάρκα έγινε σελίδα
το δέρμα χαρτί
το χάδι έννοια αφηρημένη
το σώμα καινούρια θεωρία του ανύπαρχτου.
Αλήθεια, πώς να περιγράψω
τη φύση όταν μ' έχει εγκαταλείψει
και μόνο στην πρεμιέρα του φθινόπωρου
θυμάται να με προσκαλέσει καμιά φορά;
Ελπίζω να βρω το θάρρος
μια τελευταία επιθυμία να εκφράσω:
γδυτό ένα ωραίο αρσενικό να δω
να θυμηθώ, σαν τελευταία εικόνα
να κουβαλώ το ανδρικό σώμα
που δεν είναι ύλη
αλλά η υπερφυσική ουσία του μέλλοντος.
Γιατί αυτό θα πει ηδονή:
ν' αγγίζεις το φθαρτό
και να παραμερίζεις το θάνατο.
Κ.Α.-Ρ.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 11 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Νὰ σοῦ γλείψω τὰ χέρια, νὰ σοῦ γλείψω τὰ πόδια –
ἡ ἀγάπη κερδίζεται μὲ τὴν ὑποταγή.
Δὲν ξέρω πῶς ἀντιλαμβάνεσαι ἐσὺ τὸν ἔρωτα.
Δὲν εἶναι μόνο μούσκεμα χειλιῶν,
φυτέματα ἀγκαλιασμάτων στὶς μασχάλες,
συσκότιση παραπόνου,
παρηγοριὰ σπασμῶν.
Εἶναι προπάντων ἐπαλήθευση τῆς μοναξιᾶς μας,
ὅταν ἐπιχειροῦμε νὰ κουρνιάσουμε σὲ δυσκολοκατάχτητο κορμί.
N.X.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 11 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 11 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
σαν αισθητής. Όμως, ευτυχισμένος,
θυμήσου πόσα η φαντασία σου σ’ έπλασεν· αυτά
πρώτα· κι έπειτα τ’ άλλα —πιο μικρά— που στην ζωή σου
επέρασες κι απόλαυσες, τ’ αληθινότερα κι απτά.—
Aπό τους τέτοιους έρωτας δεν ήσουν στερημένος.
Κ.Π.Κ.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 11 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 11 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 11 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Στα γέλια λύνομαι σαν βλέπω τους κοιλόκυρτους καθρέφτες
Που βρίσκομαι; Περνά η αλεπού , δίπλα της ο μεσσίας.
Μυτάρες, ράμφη κι ανοιχτά στόματα ως τ’ αυτιά
Σαν βρέθηκα στο καρναβάλι το ετήσιο της Βενετίας.
Ο κύκλος γρήγορα ολόγυρα μου κλείνει
Με παρασύρουν στο χορό με κέρατα οι διάβολοι,
Φαίνεται πως το πρόσωπό μου το αληθινό
Ίσως για προσωπίδα πήραν όλοι.
Κροτίδες , κομφετί... Όμως δε μου αρέσει κάτι,
Οι μάσκες με κοιτάνε με μομφή,
Φωνάζουν πως χωρίς ρυθμό χορεύω,
Και δεν έχω με τους άλλους που χορεύουν επαφή.
Να κάνω τι; Καπνός να γίνω;
Η μήπως να γλεντώ εδώ μαζί τους;
Ελπίζω κάτω απ’ τις μάσκες των θεριών,
Φάτσες ανθρώπινες να υπάρχουν επιτέλους.
Όλοι φοράνε μάσκες και περούκες
Η μία μάσκα του γνωστού παραμυθιού ο μάγκας,
Ο διπλανός μου — λυπημένος αρλεκίνος,
Ο άλλος δήμιος και ο κάθε τρίτος βλάκας.
Ο ένας προσπαθεί τον εαυτό του ν’ αθωώσει,
Άλλος τη φάτσα του να κρύψει κάτω απ’ τη μάσκα που χασκεί
.Και κάποιος πλέον δεν μπορεί να ξεχωρίσει
Τη φάτσα του απο τη μάσκα του φτιαχτή.
Μπαίνω στον κυκλικό χορό γελώντας
Παρ’ όλα αυτά δεν είμαι ήσυχος και νιώθω ζάλη,
Φοβάμαι κάποιον, που η μάσκα του δημίου θα του αρέσει
Και δε θα θέλει να τη βγάλει.
Μήπως ο αρλεκίνος θα θρηνεί για πάντα
Θαυμάζοντας τη μάσκα του τη μελαγχολική;
Μήπως ο βλάκας το βλακώδες ύφος θα κρατήσει
Τη φάτσα του ξεχνώντας την πραγματική;
Πώς να διακρίνω των άνθρωπο τον καλό;
Πώς με την σιγουριά τον έντιμο να ξεχωρίσω;
Έμαθαν όλοι μάσκες να φοράνε
Τα πρόσωπα και τις καρδιές να μην τσακίζουν.
Στο μυστικό των προσωπίδων τελικά διείσδυσα
Και το συμπέρασμά μου είναι ακριβές:
Οι μάσκες της αδιαφορίας για πολλούς
Ασπίδα είναι απο φάπες και φτυσιές.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 11 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 11 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Οι άνθρωποι το πιο συχνά
δεν ξέρουν τι να κάνουνε τα χέρια τους.
Τα δίνουν – τάχα χαιρετώντας – σ” άλλους.
Τ” αφήνουνε να κρέμονται σαν αποφύσεις άνευρες.
Ή – το χειρότερο – τα ρίχνουνε στις τσέπες τους
και τα ξεχνούνε.
Στο μεταξύ ένα σωρό κορμιά μένουν αχάιδευτα.
Ένα σωρό ποιήματα άγραφα.
Αργύρης Χιόνης
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 12 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ
μεγάλα κ' υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.
Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.
Αλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη·
διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.
Α όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω.
Αλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.
Ανεπαισθήτως μ' έκλεισαν από τον κόσμον έξω.
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης (1896)
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 12 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Fernando Pessoa
Είμ ‘ ένας φύλακας κοπαδιών.
Το κοπάδι είν’ οι σκέψεις μου
κι οι σκέψεις μου είν’ όλες αισθήσεις.
Σκέφτομαι με τα μάτια και τ’ αυτιά
και με τα χέρια και τα πόδια
και με τη μύτη και το στόμα.
Να σκέφτεσαι ένα λουλούδι σημαίνει να το βλέπεις και να το μυρίζεις.
Να τρως ένα φρούτο σημαίνει να γνωρίζεις την αίσθησή του.
Γι αυτό, σαν μια μέρα όλο ζέστη
νιώθω θλιμμένος που την απολαμβάνω τόσο
κι απλώνομαι παράμερα και πάνω στα χορτάρια
και κλείνω τα μάτια ολόζεστα,
νιώθω το κορμί μου ολάκερο να ‘χει αναποδογυρίσει στην πραγματικότητα,
ξέρω την αλήθεια κι είμ’ ευτυχισμένος.
μετάφραση: Φ. Δ. Δρακονταειδής
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 12 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Σπανίως να ιδώ κάποιον δίχως να τον χτυπήσω. Άλλοι προτιμάνε τον εσωτερικό μονόλογο. Εγώ όχι. Μ’ αρέσει να χτυπάω.
Υπάρχουν άνθρωποι που κάθονται απέναντί μου στο εστιατόριο και δε λένε τίποτα, στέκονται εκεί λίγη ώρα, γιατί είναι αποφασισμένοι να φάνε.
Να ένας.
Σου τον αρπάζω, τοκ
Σου τον ξαναρπάζω, τοκ
Τον κρεμάω στο κρεμαστάρι
Τον ξεκρεμάω
Τον ξανακρεμάω
Τον ξαναξεκρεμάω
Τον βάζω στο τραπέζι, τον μαζεύω και
Τον σκάω.
Τον βρωμίζω, τον πνίγω.
Συνέρχεται
Τον ξεπλένω, τον τεντώνω (αυτό αρχίζει να μου δίνει στα νεύρα, πρέπει να τελειώνω) , τον τρίβω, τον σφίγγω, τον συμμαζεύω, τον ρίχνω στο ποτήρι μου και χύνω επιδειχτικά το περιεχόμενο στο πάτωμα, και λέω στο γκαρσόνι: «Φέρε μου λοιπόν ένα ποτήρι καθαρό».
Στο μεταξύ με πιάνει αηδία, πληρώνω το λογαριασμό και φεύγω.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 12 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
A dark unfathomed tide
Of interminable pride -
A mystery, and a dream,
Should my early life seem;
I say that dream was fraught
With a wild and waking thought
Of beings that have been,
Which my spirit hath not seen,
Had I let them pass me by,
With a dreaming eye!
Let none of earth inherit
That vision of my spirit;
Those thoughts I would control,
As a spell upon his soul:
For that bright hope at last
And that light time have past,
And my worldly rest hath gone
With a sigh as it passed on:
I care not though it perish
With a thought I then did cherish
E.A.P.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 12 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Το πουλί που τραγουδάει μες στο κεφάλι μου
Κι όλο μου λέει πως σ’ αγαπώ
Κι όλο μου λέει πως μ’ αγαπάς
Με το ανυπόφορο ρεφρέν του
Θα το σκοτώσω αύριο το πρωί
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 12 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Τι φρίκη, ξανά η μέρα ξανά η ανία η αστάθεια η πίκρα. Θέλω να μπω στη θάλασσα τυφλός φτάνουν πια οι αστραπές τι να σημαίνουν αυτές οι μπόρες οι ατέλειωτες θέλουν να ζω τη ζωή του κεραυνού στη θέση των αυτιών μου έχουν κολλήσει λαμαρίνες κάθε που ανασαίνω εύφλεκτα αέρια βγαίνουν απ’ το στήθος μου οι μιναδόροι μου εκρήγνυνται γίνεται χαμός. Όχι η ημέρα μα ο δυναμίτης. Τρυπούν τα βλέφαρά μου με σπαθιά μπήγουν δάχτυλα στο λαιμό μου μού τρίβουν το δέρμα με εγερτήρια άμμο.
Μη μου βγάζεται τα νύχια που έχουν χωθεί μεσ’ των ονείρων το κοπρόχωμα οι σάρκες μου είναι κολλημένες στη σκιά η νύχτα πλημμύρισε το στόμα μου το αίμα στις φλέβες μου δεν θέλει να κυλήσει. Κοιμάμαι διάολε κοιμάμαι. Ζώα θα φωνάξω φωνάζω ζώα γυιοι γουρούνας κωλογαμημένης με προσκυνητάρια εκτρώματα βρώμικων σωβράκων κατακάθια αποπάτων γαμημένοι κόμποι σε πουτάνων κάλτσες βατράχια σπιτικά έντομα όλο βλέννα και πύο άστε με αρρώστιες που αρπάζουν τα ροδόδεντρα τρίχες στις μασχάλες καφάσια κουρεμένα από ψείρες ποντικίσιες λίγδες ροκανίδια κατάμαυρα απορρίματα άστε θα σας σκοτώσω θα σας διαλύσω θα σας ξεριζώσω τα’ αρχίδια θα σας μασήσω τη μύτη θα σας θα σας λιώσω. Νεκρός νεκρός θα με ξυπνήσουν λοιπόν με ξυπνούν.
Δικοί μου οι καταρράχτες οι σίφουνες οι ανεμοστρόβιλοι οι κυκλώνες. Ο όνυχας οι βυθοί των καθρεφτών η τρύπα στις κόρες των ματιών το πένθος η βρωμιά η φωτογραφία οι ανίες ο φόνος ο έβενος το μπέτελ τα πρόβατα της Αφρικής με ανθρώπινο πρόσωπο το παπαδαριό δικά μου το μελάνι της σουπιάς το τροχάλειμμα ο καπνός για μάσημα τα σάπια δόντια οι βοριάδες η πανούκλα δικά μου τα σκουπίδια και η μελαγχολία ο παχύς ιξός η παράνοια ο φόβος δικά μου από τα ερέβη που σφυρίζουν από τις ιππασίες πυρκαγιών που φλογίζουν τις πόλεις κάρβουνο και τα ανθρακωρυχεία και οι δύσοσμες αναθυμιάσεις των τραίνων στις πόλεις από τούβλο ό,τι μοιάζει με φτιασίδι μιας νύχτας χωρίς φεγγάρι ό,τι σπάει μπροστά στα μάτια σε στίγματα μύγες σπινθηροβόλα καρβουνάκια αντικατοπτρισμούς θανάτου σε κραυγές σ’ απελπισία κατάμαυρα φτύματα κάβουρες από γλυκόριζα θυμοί κατακάθια μαγικά μοσχάτα φώκιες χρυσάφι κολλώδεις ουσίες πηγάδια απύθμενα. Δικό μου το μαύρο. Χεσμένοι κώλοι εμετοί πούστηδες παλιοπούστηδες παλιογουρούνια σπόροι καστανιάς απ’ την Ινδία σαλαμούρα ούρων εκκρίματα φτυσίματα ματωμένα έμμηνα έέέ ιδρώτες κάμπης κόλλα κόρυζα γκάφα εσείς πύα παλιοχύσια απαίσιοι πρησμένο πύο και αίμα μαζί σπασμένες κύστες μουχλιασμένα μουνιά σκατά δυσωδίες σκόρδου. Αν έχετε αγαπήσει έστω και μια φορά στον κόσμο αυτό μη με ξυπνάτε αν έχετε αγαπήσει!
Luis Aragon
*shhhhh το ξερω*
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 12 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Δε θα μείνει στη νύχτα ούτ’ ένα αστέρι.
Δε θα μείνει η νύχτα.
Θα πεθάνω και μαζί μου όλο
τ’ ανυπόφορο σύμπαν.
Θα σβήσω τις πυραμίδες, τα μετάλλια,
τις ηπείρους και τα πρόσωπα.
Θα σβήσω το θησαύρισμα του παρελθόντος.
Θα κάνω σκόνη την ιστορία, σκόνη τη σκόνη.
Κοιτάζω τώρα το στερνό ηλιοβασίλεμα.
Ακούω το στερνό πουλί.
Κληροδοτώ το τίποτα σε κανέναν.
Jorge Luis Borges
μτφρ. Αργύρης Χιόνης
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 12 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
O graceful moon, I can remember,
nowthe year has turned, how, filled with anguish,
I came here to this hill to gaze at you,
and you were hanging then above those woodsthe way you do now,
lighting everything.
But your face was cloudy,
swimming in my eyes, due to the tears
that filled them, for my life
was torment, and it is, it doesn’t change,
beloved moon of mine.
And yet it helps me, thinking back, reliving
the time of my unhappiness.
Oh in youth, when hope has a long road ahead
and the way of memory is short,
how sweet it is remembering what happened,
though it was sad, and though the pain endures!
Giacomo Leopardi
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 12 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Because I could not stop for Death,
He kindly stopped for me;
The carriage held but just ourselves
And Immortality.
We slowly drove, he knew no haste,
And I had put away
My labor, and my leisure too,
For his civility.
We passed the school, where children strove
At recess, in the ring;
We passed the fields of gazing grain,
We passed the setting sun.
Or rather, he passed us;
The dews grew quivering and chill,
For only gossamer my gown,
My tippet only tulle.
We paused before a house that seemed
A swelling of the ground;
The roof was scarcely visible,
The cornice but a mound.
Since then 'tis centuries, and yet each
Feels shorter than the day
I first surmised the horses' heads
Were toward eternity.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 12 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Τὸ σούρουπο ἔχει πάντα τὴ θλίψη
ἑνὸς ἀτέλειωτου χωρισμοῦ
Κι ἐγὼ ἔζησα σὲ νοικιασμένα δωμάτια
μὲ τὶς σκοτεινὲς σκάλες τους
ποὺ ὁδηγοῦνε
ἄγνωστο ποῦ…
Μὲ τὶς μεσόκοπες σπιτονοικοκυρὲς
ποὺ ἀρνοῦνται
κλαῖνε λίγο
κι ὕστερα ἐνδίδουν
καὶ τ᾿ ἄλλο πρωί,
ἀερίζουν τὸ σπίτι
ἀπ᾿ τοὺς μεγάλους στεναγμούς…
Στὰ παλαιικὰ κρεβάτια
μὲ τὰ πόμολα στὶς τέσσερις ἄκρες
πλάγιασαν κι ὀνειρεύτηκαν
πολλοὶ περαστικοὶ αὐτοῦ του κόσμου
κι ὕστερα ἀποκοιμήθηκαν
γλυκεῖς κι ἀπληροφόρητοι
σὰν τοὺς νεκροὺς στὰ παλιὰ κοιμητήρια
Ὅμως ἐσὺ σωπαίνεις…
Γιατί δὲ μιλᾷς;
Πές μου!
Γιατί ᾔρθαμε ἐδῶ;
Ἀπὸ ποῦ ἤρθαμε;
Κι αὐτὰ τὰ ἱερογλυφικὰ τῆς βροχῆς πάνω στὸ χῶμα;
Τί θέλουν νὰ ποῦν;
Ὤ, ἂν μποροῦσες νὰ τὰ διαβάσεις!!!
Ὅλα θὰ ἄλλαζαν…
Ὅταν τέλος, ὕστερα ἀπὸ χρόνια ξαναγύρισα…
δὲ βρῆκα παρὰ τοὺς ἴδιους ἔρημους δρόμους,
τὸ ἴδιο καπνοπωλεῖο στὴ γωνιά…
Κι ὁλόκληρο τὸ ἄγνωστο
τὴν ὥρα ποὺ βραδιάζει
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 12 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
"A poison tree"
I was angry with my friend:
I told my wrath, my wrath did end.
I was angry with my foe:
I told it not, my wrath did grow.
And I watered it in fears
Night and morning with my tears,
And I sunned it with smiles
And with soft deceitful wiles.
And it grew both day and night,
Till it bore an apple bright,
And my foe beheld it shine,
And he knew that it was mine -
And into my garden stole
When the night had veiled the pole;
In the morning, glad, I see
My foe outstretched beneath the tree.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 12 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
ΘΑΥΜΑΣΙΑ ΑΠΟΜΟΝΩΜΕΝΗ
Έχτισε μια γέφυρα αναστεναγμών
Πάνω στην ακατοίκητη θάλασσα
Έβγαλε τα ρούχα της από χώμα
Έβαλε τα ρούχα της από άμμο
Μιλά μια γλώσσα φελλού
Εξαντλεί τον χρόνο σε μία εποχή
Χορεύει για παρτέρια από βότσαλα
Κάτω από πολυελαίες δακρύων
Μια μέρα επέστρεψε από ένα παράξενο ταξίδι
Όλες οι αποσκευές της ήταν καλυμμένες με πορτοκαλί
ετικέτες
Οι αχθοφόροι της λιποθυμούσαν ο ένας μετά τον άλλον
Καταβεβλημένοι από την χαραυγή που είχε τυλιχθεί μες στα
στροβιλιζόμενα εσώρουχά της
Επέστρεψε για να ψυχαγωγήσει την φρεσκάδα της φλογερής
ανίας της
Για να μην είναι πλέον μόνη για να καταριέται την φωτιά
Ιδιόρρυθμη
Μπρετόν, Σαρ, Ελυάρ
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 12 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Ὅλοι κοιμοῦνται
κι ἐγὼ ξαγρυπνῶ
περνῶ σὲ χρυσὴ κλωστὴ
ἀσημένια φεγγάρια
καὶ περιμένω νὰ ξημερώσει
γιὰ νὰ γεννηθεῖ
ἕνας νέος ἄνθρωπος
μέσ᾿ στὴν καρδιά μου
τὴν παγωμένη
ἀπὸ ἄγρια φαντάσματα
καὶ τόση μαύρη πίκρα.
Μίλτος Σαχτούρης
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 12 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Κάποια μέρα θα είσαι ξαπλωμενος
εκεί σε μια ωραία έκσταση
και ξαφνικά ένα ζεστό
πινέλο με σαπούνι θα
απλωθεί πάνω στο πρόσωπό σου
-θα είναι απρόσδεκτο
-κάποια μέρα ο
νεκροθάφτης θα σε ξυρίσει
Αυτά τα ποιήματα σχεδόν τα ονομάζω
Μπλουζ του Πορτοφολά
Γιατί είναι η αποστήθιση
από μνήμης
παλαιότερων ποιημάτων
που μου τα έκλεψαν
κ λ ε φ τ ε ς δ ώ δ ε κ α
Jack Kerouac
ps δεσμ λιγα με τη λαμπρινη μη στα κοψω
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 12 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Ο Τυραννικός νηπτήρ
Αγαπημένη μου μαμά,
Στις παχιές φυλλωσιές του κήπου δεν βρίσκω
ούτε καζάνι να καπνίσω.
Σε περιμένω στις λεύκες, καλή μου μαμά
εγώ, το κορίτσι του χειμώνα
με τα δάχτυλα μου τρυπημένα απ’ τις χρυσές βέρες.
Μανούλα! άνθεξες να με κρατάς
και των αιωνίων τα περβόλια να μασάς
για να μπορώ ξανασαίνω τα κούτσουρα
που σταυρώνουν το καύκαλο μου
Σα τον άγιον ένα μάρτη που κλοτσάει την κοιλιά μου
πρωί και βράδυ.
Αγαπημένη μου, σ’ αφήνω τώρα στη γαλήνη του πεύκου.
Μαμά, είμ’ έτοιμη γι’ άλλες κοκκινόχρωμες πρωτεύουσες
-αν θες μπορώ να σε πάρω μαζί μου-
Εσένα και την πράσινη βδέλλα της ελιάς
που στρώνει στον κήπο μας χρόνια τα χρόνια
ένα άνθος για τις δυό μας.
Ω μαμά, η άσπρη πούδρα δε σου ταιριάζει καθόλου
θέλω να σε βαλσαμώσω, να σε αποξηράνω
Με τα κόκκινα γυαλιά μου θυμίζεις το μοντέλο του
ζωγράφου
με το μήλο στο κεφάλι.
Καλή μου μαμά είσαι σαν τις πασχαλινές λαμπάδες
Αλλάζεις χρώμα σα χαμαιλέοντας
Γύρνα να σε δω πίσω-
Α, είσαι υπέροχη δωσ’ μου το χέρι σου
Γεια σου μαμά
Γεια σου μαμά,
είσαι μια γριά που αναγκάζομαι να παρηγορώ
για να μην κλαίει απάνω στ’ αλαφρά βυζιά μου
είσαι μια κότα που θέλει να τη φορτώνεις χα-
στούκια στον κώλο
για να τρέχει πιο γρήγορα απ’ τ’ άλογα.
Πάντα ήθελες να ’σαι πρώτη μαμά
αλλά τώρα σε χρειάζομαι
σε χρειάζομαι
μαμά
αφού λαχάνιασες κι άχνισαν οι γλυκοπατάτες
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 12 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Πρέπει νά ῾σαι πάντα μεθυσμένος.
Ἐκεῖ εἶναι ὅλη ἡ ἱστορία: εἶναι τὸ μοναδικὸ πρόβλημα.
Γιὰ νὰ μὴ νιώθετε τὸ φριχτὸ φορτίο τοῦ Χρόνου
ποὺ σπάζει τοὺς ὤμους σας καὶ σᾶς γέρνει στὴ γῆ,
πρέπει νὰ μεθᾶτε ἀδιάκοπα. Ἀλλὰ μὲ τί;
Μὲ κρασί, μὲ ποίηση ἢ μὲ ἀρετή, ὅπως σᾶς ἀρέσει.
Ἀλλὰ μεθύστε.
Καὶ ἂν μερικὲς φορές, στὰ σκαλιὰ ἑνὸς παλατιοῦ,
στὸ πράσινο χορτάρι ἑνὸς χαντακιοῦ,
μέσα στὴ σκυθρωπὴ μοναξιὰ τῆς κάμαράς σας,
ξυπνᾶτε, μὲ τὸ μεθύσι κιόλα ἐλαττωμένο ἢ χαμένο,
ρωτῆστε τὸν ἀέρα, τὸ κύμα, τὸ ἄστρο, τὸ πουλί, τὸ ρολόι,
τὸ κάθε τι ποὺ φεύγει, τὸ κάθε τι ποὺ βογκᾶ,
τὸ κάθε τι ποὺ κυλᾶ, τὸ κάθε τι ποὺ τραγουδᾶ,
ρωτῆστε τί ὥρα εἶναι,
καὶ ὁ ἀέρας, τὸ κύμα, τὸ ἄστρο, τὸ πουλί, τὸ ρολόι,
θὰ σᾶς ἀπαντήσουν:
-Εἶναι ἡ ὥρα νὰ μεθύσετε!
Γιὰ νὰ μὴν εἴσαστε οἱ βασανισμένοι σκλάβοι τοῦ Χρόνου,
μεθύστε, μεθύστε χωρὶς διακοπή!
Μὲ κρασί, μὲ ποίηση ἢ μὲ ἀρετή, ὅπως σᾶς ἀρέσει.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 12 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
1
ο μικρός θανατηφόρος κόσμος
προσανατολίζεται προς τον αθώο
του παίρνει το ψωμί από το στόμα
και πυρπολεί το σπίτι του
του παίρνει το σακάκι του και τα παπούτσια
του παίρνει το χρόνο του και τα παιδιά του
ο μικρός θανατηφόρος κόσμος
ανακατώνει τους νεκρούς και ζωντανούς
ασπρίζει το βούρκο συγχωρεί τους προδότες
μεταπλάθει τη λέξη σε κρωγμή
αποτρόπαιο μεσονύχτι δώδεκα πυροβόλα
στρέφουν την ησυχία στον αθώο
και είναι χιλιάδες στην κηδεία του
η σάρκα του αιμόφυρτη και μαύρος ουρανός
και είναι τα πλήθη που καταλαβαίνουν
την αδυναμία των φονιάδων
2
το απίθανο είναι σπρώξιμο ελαφρό στον τοίχο
θα είναι η δύναμη να τινάξει αυτή τη σκόνη
θα είναι να ξέμεινε ακομμάτιαστος
3
του είχαν τα χέρια του πιστάγκωνα
του είχαν ανοίξει μια τρύπα στο κεφάλι του
και όσο να ξεψυχήσει σπαρταρούσε
σε όλα τα κύτταρά του
Paul Eluard
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 12 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Εάν δυσκολεύομαι να σε ακολουθήσω
Βάζω φωτιά στα χείλη
Καίω την σιωπή
Paul Eluard
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 12 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
The Garden of Love
I went to the Garden of Love,
And saw what I never had seen:
A Chapel was built in the midst,
Where I used to play on the green.
And the gates of this Chapel were shut,
And "Thou shalt not" writ over the door;
So I turned to the Garden of Love,
That so many sweet flowers bore;
And I saw it was filled with graves,
And tombstones where flowers should be;
And Priests in black gowns were walking their rounds,
And binding with briers my joys and desires.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 12 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
We shall have beds round which light scents are wafted,
Divans which are as deep and wide as tombs;
Strange flowers that under brighter skies were grafted
Will scent our shelves with rare exotic blooms.
When, burning to the last their mortal ardour,
Our torch-like hearts their bannered flames unroll,
Their double light will kindle all the harder
Within the deep, twinned mirror of our soul.
One evening made of mystic rose and blue,
I will exchange a lightning-flash with you,
Like a long sob that bids a last adieu.
Later, the Angel, opening the door
Faithful and happy, will at last renew
Dulled mirrors, and the flames that leap no more.
ps 1 Δεν είναι φυσικά η μοναδική μετάφραση.
ps 2 Στα γαλλικά την παλέυω καλύτερα να το διαβάσω από αυτές τις εντελώς λέιμ αγγλικές - πόσο ελληνικές - μεταφράσεις
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 12 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Ναὶ ἀγαπημένη μου,
ἐμεῖς γι᾿ αὐτὰ τὰ λίγα κι ἁπλὰ πράγματα πολεμᾶμε
γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ χοῦμε μία πόρτα, ἕν᾿ ἄστρο, ἕνα σκαμνὶ
ἕνα χαρούμενο δρόμο τὸ πρωὶ
ἕνα ἤρεμο ὄνειρο τὸ βράδι.
Γιὰ νά ῾χουμε ἕναν ἔρωτα ποὺ νὰ μὴ μᾶς τὸν λερώνουν
ἕνα τραγούδι ποὺ νὰ μποροῦμε νὰ τραγουδᾶμε
Ὅμως αὐτοὶ σπᾶνε τὶς πόρτες μας
πατᾶνε πάνω στὸν ἔρωτά μας.
Πρὶν ποῦμε τὸ τραγούδι μας
μᾶς σκοτώνουν.
Μᾶς φοβοῦνται καὶ μᾶς σκοτώνουν.
Φοβοῦνται τὸν οὐρανὸ ποὺ κοιτάζουμε
φοβοῦνται τὸ πεζούλι ποὺ ἀκουμπᾶμε
φοβοῦνται τὸ ἀδράχτι τῆς μητέρας μας καὶ τὸ ἀλφαβητάρι τοῦ παιδιοῦ μας
φοβοῦνται τὰ χέρια σου ποὺ ξέρουν νὰ ἀγγαλιάζουν τόσο τρυφερὰ
καὶ νὰ μοχτοῦν τόσο ἀντρίκια
φοβοῦνται τὰ λόγια ποὺ λέμε οἱ δυό μας μὲ φωνὴ χαμηλωμένη
φοβοῦνται τὰ λόγια ποὺ θὰ λέμε αὔριο ὅλοι μαζὶ
μᾶς φοβοῦνται, ἀγάπη μου, καὶ ὅταν μᾶς σκοτώνουν
νεκροὺς μᾶς φοβοῦνται πιὸ πολύ.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 13 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
ανήμπορο ανήμπορο
ατελέσφορο.
Οι νεκροί
δεν ανασταίνονται.
Υπάρχουν.
Γιάννης Ρίτσος
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 13 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑ
Στου θεού την αγκαλιά,
παιδάκι μου, κοιμήσου
κι απ΄τους αγγέλους ζήτησα
να μη σου τραγουδήσουν
από τον ύπνο το γλυκό
να μη σε ξυπνήσουν.
Στου θεού την αγκαλιά,
παιδάκι μου, κοιμήσου
κι απ’ τους αγγέλους ζήτησα
τ’ αστέρια όλα να σβήσουν-
φως να μη δω και θυμηθώ
τ’ αστέρι μου πως ήσουν
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 13 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
και πληιάδες μέσαι δε
νύκτες, παρά δ' έρχεται ώρα,
εγώ δε μόνα καθεύδω.
Σαπφώ
Μεσάνυχτα και δύσανε, Πούλια κι αχνό Φεγγάρι.
Η Νύχτα το κοστούμι της, το μαύρο, μου προβάρει.
Οι Ώρες παιχνιδίζοντας, φεύγουνε μακριά μου
και τ' άδειο το προσκέφαλο η μόνη συντροφιά μου.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 13 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Όταν δάγκωσα τη φλούδα σου
το αινιγματικό πράσινο
εμφάνισε άλλες πόσες…
Γαλάζιο
Ρωγμές στη θάλασσα
Υδάτινα καλλιτεχνήματα
να αναδύονται
λίγο διάφανα
λίγο διάτρητα
ποτέ ξένα
Ποτέ δικιά μου
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 13 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Ah, broken is the golden bowl! the spirit flown forever!
Let the bell toll! -a saintly soul floats on the Stygian river -
And, Guy De Vere, hast thou no tear? -weep now or never more!
See! on yon drear and rigid bier low lies thy love, Lenore!
Come! let the burial rite be read -the funeral song be sung! -
An anthem for the queenliest dead that ever died so young -
A dirge for her, the doubly dead in that she died so young.
"Wretches! ye loved her for her wealth and hated her for her pride,
And when she fell in feeble health, ye blessed her -that she died!
How shall the ritual, then, be read? -the requiem how be sung
By you -by yours, the evil eye, -by yours, the slanderous tongue
That did to death the innocence that died, and died so young?"
Peccavimus; but rave not thus! and let a Sabbath song
Go up to God so solemnly the dead may feel no wrong!
The sweet Lenore hath "gone before," with Hope, that flew beside,
Leaving thee wild for the dear child that should have been thy bride -
For her, the fair and debonnaire, that now so lowly lies,
The life upon her yellow hair but not within her eyes -
The life still there, upon her hair -the death upon her eyes.
Avaunt! tonight my heart is light. No dirge will I upraise,
But waft the angel on her flight with a paean of old days!
Let no bell toll! -lest her sweet soul, amid its hallowed mirth,
Should catch the note, as it doth float up from the damned Earth.
To friends above, from fiends below, the indignant ghost is riven -
From Hell unto a high estate far up within the Heaven -
From grief and groan to a golden throne beside the King of Heaven."
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 13 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Your soul is a chosen landscape
Where charming masked and costumed figures go
Playing the lute and dancing and almost
Sad beneath their fantastic disguises.
All sing in a minor key
Of all-conquering love and careless fortune
They do not seem to believe in their happiness
And their song mingles with the moonlight.
The still moonlight, sad and beautiful,
Which gives the birds to dream in the trees
And makes the fountain sprays sob in ecstasy,
The tall, slender fountain sprays among the marble statues.
Paul Verlaine
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 13 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
I am proud to wear black
So there's no going back
I have discovered the inner me
Now I know my true identity
No more fighting blues and depression
No need for violence or aggression
The darker side of my being
Has revealed other ways of seeing
A community of friends
Whose concern never ends
Enveloped by darkness
And a world of kindness
It seems that the outsiders of society
Have stolen my dark soul in its entirety
So welcome the new day
I have found a different way
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 13 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
by: Charles Baudelaire
HE Moon more indolently dreams to-night
Than a fair woman on her couch at rest,
Caressing, with a hand distraught and light,
Before she sleeps, the contour of her breast.
Upon her silken avalanche of down,
Dying she breathes a long and swooning sigh;
And watches the white visions past her flown,
Which rise like blossoms to the azure sky.
And when, at times, wrapped in her languor deep,
Earthward she lets a furtive tear-drop flow,
Some pious poet, enemy of sleep,
Takes in his hollow hand the tear of snow
Whence gleams of iris and of opal start,
And hides it from the Sun, deep in his heart.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 13 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Toward evening you hear the cry of the bats.
Two black horses bound in the pasture,
The red maple rustles,
The walker along the road sees ahead the small
tavern.
Nuts and young wine taste delicious,
Delicious: to stagger drunk into the darkening woods.
Village bells, painful to hear, echo through the black
fir branches,
Dew forms on the face.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 13 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς.Πειράζει να πω "όχι" και να ρωτήσω "τι";
Ήθελα να επισημανθεί (το είχα ξεχάσει εντελώς) λόγω του ότι θα μπορούσε σε κάποιον από αυτούς που πάτησαν το λάικ να μην ταιριάζει,να μην τον εκφράζει..
Επίσης είναι γραμμένο από φίλο μου.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 13 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Ελπίζω να έχετε καταλάβει τι σημαίνει ο τίτλος του ποιήματος..ΣΠΦ
Νοερά ηδονικά μου καλλιτεχνήματα
εξορμούν μαζί τους τις νύχτες,
ανοίγοντας πληγές..απολαυστικές
Ξωθιές της καταστροφής μου μαρτυρούν
ανύποτα πλάνα ονειροπόλων επαναστατών.
Ψιθυρίζουν πράξεις ανέκδοτες.
Πύρινα κατορθώματα αλώβητων ψυχών
στον όρκο της αέναης συνομωτικής κίνησης
Των ανασών που καίνε
Των χεριών που αισθάνονται
Των καρδιών που φλέγονται
"Των ματιών που λάμπουν στο σκοτάδι..."
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 13 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Νοερά ηδονικά μου καλλιτεχνήματα
εξορμούν μαζί τους τις νύχτες,
ανοίγοντας πληγές..απολαυστικές
Ξωθιές της καταστροφής μου μαρτυρούν
ανύποτα πλάνα ονειροπόλων επαναστατών.
Ψιθυρίζουν πράξεις ανέκδοτες.
Πύρινα κατορθώματα αλώβητων ψυχών
στον όρκο της αέναης συνομωτικής κίνησης
Των ανασών που καίνε
Των χεριών που αισθάνονται
Των καρδιών που φλέγονται
"Των ματιών που λάμπουν στο σκοτάδι..."
Θάνος Γώγου
*Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 13 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
She walks in beauty, like the night
Of cloudless climes and starry skies;
And all that's best of dark and bright
Meet in her aspect and her eyes:
Thus mellowed to that tender light
Which heaven to gaudy day denies.
One shade the more, one ray the less,
Had half impaired the nameless grace
Which waves in every raven tress,
Or softly lightens o'er her face;
Where thoughts serenely sweet express
How pure, how dear their dwelling place.
And on that cheek, and o'er that brow,
So soft, so calm, yet eloquent,
The smiles that win, the tints that glow,
But tell of days in goodness spent,
A mind at peace with all below,
A heart whose love is innocent!
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 13 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Στο ταβάνι βλέπω τους γύψους.
Μαίανδροι στο χορό τους με τραβάνε.
Η ευτυχία μου, σκέπτομαι, θα 'ναι
ζήτημα ύψους.
Σύμβολα ζωής υπερτέρας,
ρόδα αναλλοίωτα, μετουσιωμένα,
λευκές άκανθες ολόγυρα σ' ένα
Αμάλθειο κέρας.
(Ταπεινή τέχνη χωρίς ύφος,
πόσο αργά δέχομαι το δίδαγμα σου!)
Όνειρο ανάγλυφο, θα 'ρθω κοντά σου
κατακορύφως.
Οι ορίζοντες θα μ' έχουν πνίξει.
Σ' όλα τα κλίματα, σ' όλα τα πλάτη,
αγώνες για το ψωμί και το αλάτι,
έρωτες, πλήξη.
Α! πρέπει τώρα να φορέσω
τ' ωραίο εκείνο γύψινο στεφάνι.
Έτσι, με πλαίσιο γύρω το ταβάνι,
πολύ θ' αρέσω.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 13 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
La blanche Ophélia flotte comme un grand lys,
Flotte très lentement, couchée en ses longs voiles...
- On entend dans les bois lointains des hallalis.
Voici plus de mille ans que la triste Ophélie
Passe, fantôme blanc, sur le long fleuve noir
Voici plus de mille ans que sa douce folie
Murmure sa romance à la brise du soir
Le vent baise ses seins et déploie en corolle
Ses grands voiles bercés mollement par les eaux ;
Les saules frissonnants pleurent sur son épaule,
Sur son grand front rêveur s'inclinent les roseaux.
Les nénuphars froissés soupirent autour d'elle ;
Elle éveille parfois, dans un aune qui dort,
Quelque nid, d'où s'échappe un petit frisson d'aile :
- Un chant mystérieux tombe des astres d'or
Oui tu mourus, enfant, par un fleuve emporté !
C'est que les vents tombant des grand monts de Norwège
T'avaient parlé tout bas de l'âpre liberté ;
C'est qu'un souffle, tordant ta grande chevelure,
À ton esprit rêveur portait d'étranges bruits,
Que ton coeur écoutait le chant de la Nature
Dans les plaintes de l'arbre et les soupirs des nuits ;
C'est que la voix des mers folles, immense râle,
Brisait ton sein d'enfant, trop humain et trop doux ;
C'est qu'un matin d'avril, un beau cavalier pâle,
Un pauvre fou, s'assit muet à tes genoux !
Ciel ! Amour ! Liberté ! Quel rêve, ô pauvre Folle !
Tu te fondais à lui comme une neige au feu :
Tes grandes visions étranglaient ta parole
- Et l'Infini terrible éffara ton oeil bleu !
Tu viens chercher, la nuit, les fleurs que tu cueillis ;
Et qu'il a vu sur l'eau, couchée en ses longs voiles,
La blanche Ophélia flotter, comme un grand lys.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 13 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Επέστρεφε συχνά και παίρνε με,
αγαπημένη αίσθησις επέστρεφε και παίρνε με --
όταν ξυπνά του σώματος η μνήμη,
κ' επιθυμία παληά ξαναπερνά στο αίμα·
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται,
κ' αισθάνονται τα χέρια σαν ν' αγγίζουν πάλι.
Επέστρεφε συχνά και παίρνε με την νύχτα,
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται....
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 16 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Τώρα ταξιδεύεις χωρίς φόβο
Δικαιωμένη ως τις άκρες των νυχιών σου
Περιφέροντας την αιθέρια λάσπη σου
Το άρωμα των ζαχαρωμένων σπονδύλων σου
Και τη φωταγωγία της γλώσσας σου
Στο χωρίς τέλος ξεκίνημα
Όλων των πιθανοτήτων
Σε ζηλεύω
Σε λυπάμαι
Σε αγνοώ
Σκύβεις πάνω από το λεκέ της ανυπαρξίας σου
Θρηνώντας που δεν είσαι περισσότερο νεκρή
"Πως τολμάς και νοσταλγείς,τσόγλανε;"
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 16 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Καλότυχοι οι νεκροί που λησμονάνε
την πίκρια της ζωής. Όντας βυθήση
ο ήλιος και το σούρουπο ακολουθήσει,
μην τους κλαις, ο καημός σου όσος και να 'ναι.
στης λησμονιάς την κρουσταλλένια βρύση•
μα βούρκος το νεράκι θα μαυρίσει,
αν στάξει γι' αυτές δάκρυ όθε αγαπάνε.
Κι αν πιούν θολό νερό ξαναθυμούνται,
διαβαίνοντας λιβάδια από ασφοδίλι,
πόνους παλιούς, που μέσα τους κοιμούνται...
Αν δε μπορείς παρά να κλαις το δείλι,
τους ζωντανούς τα μάτια σου ας θρηνήσουν:
θέλουν – μα δε βολεί να λησμονήσουν.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 16 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Διαβάστε κάτι αισιόδοξο και ελπιδοφόρο...Το χειρότερο βέβαια είναι ότι γράφτηκε εν καιρώ αρρώστιας..
(Έβαλα την μετάφραση για να μπορούν να το διαβάσουν όλοι..)
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 16 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Οι καλύτεροι της ράτσας μας
Οι καλύτεροι της ράτσας μας γίνονται φονιάδες
Ακολουθούν σε απόσταση ασφαλείας
οι ποιητές
οι παραμυθάδες
οι τερατολόγοι γενικώς
Μερικές χιλιάδες έτη φωτός πιο πέρα
Πλατσουρίζουν αγέλαστοι κι ανόρεχτοι
Στα στάσιμα νερά της μετριότητας
Οι όμηροι του φόβου
Από τη συλλογή Πώς τολμάς και νοσταλγείς, τσόγλανε; (1999)
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 16 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
"[FONT=times new roman, times, serif] Moment of Freedom
as the prisoner
blinks in the sun
like a mole
from his hole
a child's 1st trip
away from home
That moment of Freedom"[/FONT]
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 16 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Tim Burton
Vincent Malloy is seven years old
Heʼs always polite and does what heʼs told
For a boy his age, heʼs considerate and nice
But he wants to be just like Vincent Price
Though heʼd rather share a home with spiders and bats
There he could reflect on the horrors heʼs invented
And wander dark hallways, alone and tormented
But imagines dipping her in wax for his wax museum
In the hopes of creating a horrible zombie
So he and his horrible zombie dog
Could go searching for victims in the London fog
He likes to paint and read to pass some of the times
While other kids read books like Go, Jane, Go!
Vincentʼs favourite author is Edgar Allen Poe
He read a passage that made him turn pale
For his beautiful wife had been buried alive!
He dug out her grave to make sure she was dead
Unaware that her grave was his motherʼs flower bed
He knew heʼd been banished to the tower of doom
Where he was sentenced to spend the rest of his life
Alone with the portrait of his beautiful wife
Vincentʼs mother burst suddenly into the room
She said: “If you want to, you can go out and play
Itʼs sunny outside, and a beautiful day”
The years of isolation had made him quite weak
So he took out some paper and scrawled with a pen:
“I am possessed by this house, and can never leave it again”
His mother said: “Youʼre not possessed, and youʼre not almost dead
These games that you play are all in your head
Youʼre not Vincent Price, youʼre Vincent Malloy
Youʼre not tormented or insane, youʼre just a young boy
Youʼre seven years old and you are my son
I want you to get outside and have some real fun.
And while Vincent backed slowly against the wall
The room started to swell, to shiver and creak
His horrid insanity had reached its peak
And heard his wife call from beyond the grave
She spoke from her coffin and made ghoulish demands
While, through cracking walls, reached skeleton hands
Swept his mad laughter to terrified screams!
To escape the madness, he reached for the door
But fell limp and lifeless down on the floor
As he quoted The Raven from Edgar Allen Poe:
that lies floating on the floor
shall be lifted?
Nevermore…”
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 16 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Dirge for a Joker
Always in the middle of a kiss
Came the profane stimulus to cough;
Always from teh pulpit during service
Leaned the devil prompting you to laugh.
Behind mock-ceremony of your grief
Lurked the burlesque instinct of the ham;
You never altered your amused belief
That life was a mere monumental sham.
From the comic accident of birth
To the final grotesque joke of death
Your malady of sacrilegious mirth
Spread gay contagion with each clever breath.
Now you must play the straight man for a term
And tolerate the humor of the worm.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 16 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Το βύθισμα του κόρακος στο διάστημα
Συμπαρασύρει τα νερά των ποταμών
Κυλούν οι βράχοι στις φιάλες
Και το κρασί μετουσιώνεται.
Τα σμήνη των βεγγαλικών μέσ'τα μπουκέτα
Παλίρροια των αναμνήσεων σε μια στιγμή
Θέατρον πλήρες κόσμου που αλλάζει
Η κάθε ανάμνηση στην καταχνιά.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 16 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Άκουσα πως τίποτα δε θέλετε να μάθετε.
Απ' αυτό βγάζω το συμπέρασμα πως είσαστε εκατομμυριούχοι.
Το μέλλον σας είναι σιγουρεμένο - το βλέπετε
μπροστά σας σ' άπλετο φως. Φρόντισαν
οι γονείς σας για να μη σκοντάψουνε τα πόδια σας
σε πέτρα. Γι' αυτό τίποτα δε χρειάζεται
να μάθεις. Έτσι όπως είσαι
εσύ μπορείς να μείνεις.
Κι έτσι κι υπάρχουνε ακόμα δυσκολίες, μιας κι οι καιροί
όπως έχω ακούσει είναι ανασφαλείς,
τους ηγέτες σου έχεις, που σου λένε ακριβώς
τι έχεις να κάνεις για να πας καλά.
Έχουνε μαθητέψει πλάι σε κείνους
που ξέρουν τις αλήθειες που ισχύουνε
για όλους τους καιρούς
μα και τις συνταγές που πάντα βοηθάνε.
Μιας και για σένα γίνονται τόσο πολλά
δε χρειάζεται ούτε δαχτυλάκι να κουνήσεις.
Βέβαια, αν τα πράματα ήταν διαφορετικά
Η μάθηση θα 'τανε υποχρέωσή σου.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 16 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Ah Vastness of Pines
Ah vastness of pines, murmur of waves breaking,
slow play of lights, solitary bell,
twilight falling in your eyes, toy doll,
earth-shell, in whom the earth sings!
In you the rivers sing and my soul flees in them
as you desire, and you send it where you will.
Aim my road on your bow of hope
and in a frenzy I will flee my flock of arrows.
On all sides I see your waist of fog,
and your silence hunts down my afflicted hours;
my kisses anchor, and my moist desire nests
in your arms of transparent stone.
Ah your mysterious voice that love tolls and darkens
in the resonant and dying evening!
Thus in the deep hours I have seen, over the fields,
the ears of wheat tolling in the mouth of the wind.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 16 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
I am the escaped one,
After I was born
They locked me up inside me
But I left.
My soul seeks me,
Through hills and valley,
I hope my soul
Never finds me.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 16 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Νίκος Εγγονόπουλος
[/FONT]
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 16 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Η μοναξιά...
δεν έχει το θλιμένο χρώμα στα μάτια
της συννεφένιας γκόμενας.
Δεν περιφέρεται νωχελικά κι αόριστα
κουνώντας τα γοφιά της στις αίθουσες συναυλιών
και στα παγωμένα μουσεία.
Δεν είναι κίτρινα κάδρα παλαιών "καλών" καιρών
και ναφθαλίνη στα μπαούλα της γιαγιάς
μενεξελιές κορδέλες και ψάθινα πλατύγυρα.
Δεν ανοίγει τα πόδια της με πνιχτά γελάκια
βοιδίσο βλέμα κοφτούς αναστεναγμούς
κι ασορτί εσώρουχα.
Η μοναξιά.
Έχει το χρώμα των Πακιστανών η μοναξιά
και μετριέται πιάτο-πιάτο
μαζί με τα κομμάτια τους
στον πάτο του φωταγωγού.
Στέκεται υπομονετικά όρθια στην ουρά
Μπουρνάζι - Αγ. Βαρβάρα - Κοκκινιά
Τούμπα - Σταυρούπολη - Καλαμαριά
Κάτω από όλους τους καιρούς
με ιδρωμένο κεφάλι.
Εκσπερματώνει ουρλιάζοντας κατεβάζει μ΄αλυσίδες τα τζάμια
κάνει κατάληψη στα μέσα παραγωγής
βάζει μπουρλότο στην ιδιοχτησία
είναι επισκεπτήριο τις Κυριακές στις φυλακές
ίδιο βήμα στο προαύλιο ποινικοί κι επαναστάτες
πουλιέται κι αγοράζεται λεφτό λεφτό ανάσα ανάσα
στα σκλαβοπάζαρα της γης - εδώ κοντά είναι η Κοτζιά-
ξυπνήστε πρωί.
Ξυπνήστε να τη δείτε.
Είναι πουτάνα στα παλιόσπιτα
το γερμανικό νούμερο στους φαντάρους
και τα τελευταία
ατελείωτα χιλιόμετρα ΕΘΝΙΚΗ ΟΔΟΣ-ΚΕΝΤΡΟΝ
στα γατζωμένα κρέατα από τη Βουλγαρία.
Κι όταν σφίγγει το αίμα της και δεν κρατάει άλλο
που ξεπουλάν τη φάρα της
χορεύει στα τραπέζια ξυπόλυτη ζεμπέκικο
κρατώντας στα μπλαβιασμένα χέρια της
ένα καλά ακονισμένο τσεκούρι.
Η μοναξιά
η μοναξιά μας λέω. Για τη δική μας λέω
είναι τσεκούρι στα χέρια μας
που πάνω από τα κεφάλια σας γυρίζει γυρίζει γυρίζει γυρίζει
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 16 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Πάει. Αυτό είταν.
Χάθηκε η ζωή μου φίλε
μέσα σε κίτρινους ανθρώπους
βρώμικα τζάμια
κι ανιστόρητους συμβιβασμούς.
'Αρχισα να γέρνω
σαν εκείνη την ιτιούλα
που σούχα δείξει στη στροφή του δρόμου.
Και δεν είναι που θέλω να ζήσω.
Είναι το γαμώτο που δεν έζησα
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 16 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Edgar Allan Poe
The Raven
Once upon a midnight dreary, while I pondered weak and weary,
Over many a quaint and curious volume of forgotten lore,
While I nodded, nearly napping, suddenly there came a tapping,
As of some one gently rapping, rapping at my chamber door.
`'Tis some visitor,' I muttered, `tapping at my chamber door -
Only this, and nothing more.'
Ah, distinctly I remember it was in the bleak December,
And each separate dying ember wrought its ghost upon the floor.
Eagerly I wished the morrow; - vainly I had sought to borrow
From my books surcease of sorrow - sorrow for the lost Lenore -
For the rare and radiant maiden whom the angels named Lenore -
Nameless here for evermore.
And the silken sad uncertain rustling of each purple curtain
Thrilled me - filled me with fantastic terrors never felt before;
So that now, to still the beating of my heart, I stood repeating
`'Tis some visitor entreating entrance at my chamber door -
Some late visitor entreating entrance at my chamber door; -
This it is, and nothing more,'
Presently my soul grew stronger; hesitating then no longer,
`Sir,' said I, `or Madam, truly your forgiveness I implore;
But the fact is I was napping, and so gently you came rapping,
And so faintly you came tapping, tapping at my chamber door,
That I scarce was sure I heard you' - here I opened wide the door; -
Darkness there, and nothing more.
Deep into that darkness peering, long I stood there wondering, fearing,
Doubting, dreaming dreams no mortal ever dared to dream before
But the silence was unbroken, and the darkness gave no token,
And the only word there spoken was the whispered word, `Lenore!'
This I whispered, and an echo murmured back the word, `Lenore!'
Merely this and nothing more.
Back into the chamber turning, all my soul within me burning,
Soon again I heard a tapping somewhat louder than before.
`Surely,' said I, `surely that is something at my window lattice;
Let me see then, what thereat is, and this mystery explore -
Let my heart be still a moment and this mystery explore; -
'Tis the wind and nothing more!'
Open here I flung the shutter, when, with many a flirt and flutter,
In there stepped a stately raven of the saintly days of yore.
Not the least obeisance made he; not a minute stopped or stayed he;
But, with mien of lord or lady, perched above my chamber door -
Perched upon a bust of Pallas just above my chamber door -
Perched, and sat, and nothing more.
Then this ebony bird beguiling my sad fancy into smiling,
By the grave and stern decorum of the countenance it wore,
`Though thy crest be shorn and shaven, thou,' I said, `art sure no craven.
Ghastly grim and ancient raven wandering from the nightly shore -
Tell me what thy lordly name is on the Night's Plutonian shore!'
Quoth the raven, `Nevermore.'
Much I marvelled this ungainly fowl to hear discourse so plainly,
Though its answer little meaning - little relevancy bore;
For we cannot help agreeing that no living human being
Ever yet was blessed with seeing bird above his chamber door -
Bird or beast above the sculptured bust above his chamber door,
With such name as `Nevermore.'
But the raven, sitting lonely on the placid bust, spoke only,
That one word, as if his soul in that one word he did outpour.
Nothing further then he uttered - not a feather then he fluttered -
Till I scarcely more than muttered `Other friends have flown before -
On the morrow he will leave me, as my hopes have flown before.'
Then the bird said, `Nevermore.'
Startled at the stillness broken by reply so aptly spoken,
`Doubtless,' said I, `what it utters is its only stock and store,
Caught from some unhappy master whom unmerciful disaster
Followed fast and followed faster till his songs one burden bore -
Till the dirges of his hope that melancholy burden bore
Of "Never-nevermore."'
But the raven still beguiling all my sad soul into smiling,
Straight I wheeled a cushioned seat in front of bird and bust and door;
Then, upon the velvet sinking, I betook myself to linking
Fancy unto fancy, thinking what this ominous bird of yore -
What this grim, ungainly, ghastly, gaunt, and ominous bird of yore
Meant in croaking `Nevermore.'
This I sat engaged in guessing, but no syllable expressing
To the fowl whose fiery eyes now burned into my bosom's core;
This and more I sat divining, with my head at ease reclining
On the cushion's velvet lining that the lamp-light gloated o'er,
But whose velvet violet lining with the lamp-light gloating o'er,
She shall press, ah, nevermore!
Then, methought, the air grew denser, perfumed from an unseen censer
Swung by Seraphim whose foot-falls tinkled on the tufted floor.
`Wretch,' I cried, `thy God hath lent thee - by these angels he has sent thee
Respite - respite and nepenthe from thy memories of Lenore!
Quaff, oh quaff this kind nepenthe, and forget this lost Lenore!'
Quoth the raven, `Nevermore.'
`Prophet!' said I, `thing of evil! - prophet still, if bird or devil! -
Whether tempter sent, or whether tempest tossed thee here ashore,
Desolate yet all undaunted, on this desert land enchanted -
On this home by horror haunted - tell me truly, I implore -
Is there - is there balm in Gilead? - tell me - tell me, I implore!'
Quoth the raven, `Nevermore.'
`Prophet!' said I, `thing of evil! - prophet still, if bird or devil!
By that Heaven that bends above us - by that God we both adore -
Tell this soul with sorrow laden if, within the distant Aidenn,
It shall clasp a sainted maiden whom the angels named Lenore -
Clasp a rare and radiant maiden, whom the angels named Lenore?'
Quoth the raven, `Nevermore.'
`Be that word our sign of parting, bird or fiend!' I shrieked upstarting -
`Get thee back into the tempest and the Night's Plutonian shore!
Leave no black plume as a token of that lie thy soul hath spoken!
Leave my loneliness unbroken! - quit the bust above my door!
Take thy beak from out my heart, and take thy form from off my door!'
Quoth the raven, `Nevermore.'
And the raven, never flitting, still is sitting, still is sitting
On the pallid bust of Pallas just above my chamber door;
And his eyes have all the seeming of a demon's that is dreaming,
And the lamp-light o'er him streaming throws his shadow on the floor;
And my soul from out that shadow that lies floating on the floor
Shall be lifted - nevermore!
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 16 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 16 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Επέστρεφε συχνά και παίρνε με,
αγαπημένη αίσθησις επέστρεφε και παίρνε με --
όταν ξυπνά του σώματος η μνήμη,
κ' επιθυμία παληά ξαναπερνά στο αίμα·
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται,
κ' αισθάνονται τα χέρια σαν ν' αγγίζουν πάλι.
Επέστρεφε συχνά και παίρνε με την νύχτα,
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται....
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 16 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Και αν μερικές φορές, στα σκαλιά ενός παλατιού, στο πράσινο χορτάρι ενός χαντακιού, μέσα στη σκυθρωπή μοναξιά της κάμαράς σας, ξυπνάτε, με το μεθύσι κιόλα ελαττωμένο ή χαμένο, ρωτήστε τον αέρα, το κύμα, το άστρο, το πουλί, το ρολόι, το κάθε τι που φεύγει, το κάθε τι που βογκά, το κάθε τι που κυλά, το κάθε τι που τραγουδά, ρωτήστε τι ώρα είναι, και ο αέρας, το κύμα, το άστρο, το πουλί, το ρολόι, θα σας απαντήσουν:
-Είναι η ώρα να μεθύσετε!
Για να μην είσαστε οι βασανισμένοι σκλάβοι του Χρόνου, μεθύστε, μεθύστε χωρίς διακοπή!
Με κρασί, με ποίηση ή με αρετή, όπως σας αρέσει.
Πεζό ποίημα του Charles Baudelaire
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 16 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Ιδανικοί Αυτόχειρες
Γυρίζουν το κλειδί στην πόρτα, παίρνουν
τα παλιά, φυλαγμένα γράμματά τους,
διαβάζουν ήσυχα, κι έπειτα σέρνουν
για τελευταία φορά τα βήματά τους.
Ήταν η ζωή τους, λένε, τραγωδία.
Θεέ μου, το φρικτό γέλιο των ανθρώπων,
τα δάκρυα, ο ίδρως, η νοσταλγία
των ουρανών, η ερημιά των τόπων.
Στέκονται στο παράθυρο, κοιτάνε
τα δέντρα, τα παιδιά, πέρα τη φύση,
τους μαρμαράδες που σφυροκοπάνε,
τον ήλιο που για πάντα θέλει δύσει.
Όλα τελείωσαν. Το σημείωμα να το,
σύντομο, απλό, βαθύ, καθώς ταιριάζει,
αδιαφορία, συγχώρηση γεμάτο
για κείνον που θα κλαίει και θα διαβάζει.
Βλέπουν τον καθρέφτη, βλέπουν την ώρα,
ρωτούν αν είναι τρέλα τάχα ή λάθος,
«όλα τελείωσαν» ψιθυρίζουν «τώρα»,
πως θ' αναβάλουν βέβαιοι κατά βάθος..
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 16 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
-
Το forum μας χρησιμοποιεί cookies για να βελτιστοποιήσει την εμπειρία σας.
Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, συναινείτε στη χρήση cookies στον περιηγητή σας.