Νωεύς
Τιμώμενο Μέλος
Ο Ιάσων αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Επαγγέλεται Μαθητής/τρια και μας γράφει απο Άγιο Πνεύμα (Σέρρες). Έχει γράψει 5,713 μηνύματα.
29-11-08
17:43
Από την Αία(ή και Αιά), τη «χώρα που γεννούσε χρυσάφι, οίνο και ανθρώπους»
Ανάμεσα στην πολυποίκιλη πανσπερμία ψεύδους, παραμυθιού και λησμονιάς, που εν πολλοίς έφτιαξε το μετά την τελική( καταστροφή του «Γιουνανιστάν»(Ιωνίας-1922) «Νεοελληνικό Κράτος», είναι και όσα απέμειναν «γνωστά», για τους Βαλλ(α)άδες των Γρεβενών. Η επικρατέστερη ετυμολογία του ονόματός τους αναφέρεται στον ανατολικότροπο όρκο «μπαλαχί», τάχα «τουρκικής έμπνευσης». Το μόνο όμως ψήγμα αλήθειας αυτής της ετυμολόγησης έχει να κάνει, με το ότι υπήρξαν από τους πλέον «ορκισμένους» εχθρούς του «τουρκισμού», του «τουρκοαλβανισμού» και των «πάσης φύσεων Οβριών(Εβραίων)», όπως ονόμαζαν οι ίδιοι όλους τους ανά τους (ιστορικούς) αιώνες επίορκους, προδότες και « δειλούς ντονμέδες»(αλλαξόπιστους από δειλία και ιδιοτέλεια). Η τελευταία παρουσία τους στο ιστορικό προσκήνιο, ως συγκροτημένου και ξεχωριστού λαού, περίπου 3500-4000 ψυχών, υπήρξε μέχρι τις αρχές της δεκαετία 1920-30 και τέλειωσε, χάρη στη βίαιη απόσπασή τους από τις βουνοκορφές της Πίνδου, σύμφωνα με το «πνεύμα και γράμμα» της πολιτικής των «πληθυσμιακών ανταλλαγών» που είχαν προωθήσει οι «Μεγάλες Δυνάμεις» και τα τοπικά τσιράκια τους στα Βαλκάνια, για την υποτιθέμενη «οριστική επίλυση του Ανατολικού Ζητήματος».
Για τον βίαιο εξανδραποδισμό τους από την Πίνδο, εκτός από τη «Διεθνή Αρμοστεία», τα μάλλα θα συνέβαλαν και «δυνάμεις του ελληνικού κράτους»(βασικά, μερικές οργανωμένες μονάδες αγράμματων και σχεδόν αγριανθρώπων τσαρουχοφόρων από την Κρήτη και άλλα νησιά). Κατά τη μεταφορά τους όμως, είτε σιδηροδρομικώς είτε ατμοπλοϊκά, για τα βορειοδυτικά ορεινά μέρη της «Νέας Τουρκίας»(βλ. «Νεότουρκοι»), δεν έμειναν στη ζωή, παρά μόνο παιδιά ηλικίας κάτω των εφτά χρονών κι ορισμένες γριές με απωλεσμένα ήδη μυαλά, ήτοι συνολικά περί τα 100 άτομα. Για την σιωπηρή όμως εκτέλεση του ανοσιουργήματος εκείνου, χρειάστηκε δύο τρία χρόνια πιο μπροστά να εκτελεστεί «εν ψυχρώ και παραβύστω» ο μοναδικός αντιδρών τότε Έλληνας Διπλωμάτης Ίων Δραγούμης, πάλι από «Κρητικούς φρουρούς των Αθηνών» υπό τον «Φρούραρχο» Γρυπάρη. Στη δίκη που θα επακολουθούσε, η υπόθεση έκλεισε και μπήκε στο «χρονοντούλαπο της ιστορίας», με την απλή παραδοχή, ότι «ήταν ένα λάθος», η δολοφονία του Ι. Δραγούμη!
Ο πολύπαθος τελικά λαός των Βαλλ(α)άδων, δεν ήταν παρά μία αρκετά σημαντική πληθυσμιακά ομάδα των ορεσίβιων της Πίνδου, που κατάγονταν κατευθείαν από τους αρχαίους Μολοσσούς και κρατούσαν σθεναρά τα νάματα που τους είχαν αφήσει, αφενός οι δόξες του Πύρρου, τελευταίου εχθρού του εκρωμαϊσμού της Ελλάδας και αφετέρου, οι διδαχές των Δωδωναίων ιερέων.
Ήταν οι «άνθρωποι των νερών» (και των χιονιών), για τους πεδινούς της Θεσσαλίας και (πιθανά) στο τοπικό εκείνο γλωσσικό επίθεμα χρωστούσαν το όνομα
«Βαλλαά»(ή και «Γουλαά»). Οι ίδιοι, μέχρι να περάσει το δυτικό «Γιουνανιστάν»(Ελλάδα) στον οθωμανικό ζόφο και την αντίστοιχη κακομοιριά, θεωρούσαν τον λαό τους κληρονόμο της παράδοσης των Αιακίδων, αλλά, όπως πάντα, πέρα και αντίθετα με την μεταελληνική παραμυθία(μυθολογία). Για εκείνους, όπως τους δίδασκε η ζωντανή «παράδοση της Δωδώνης», υπήρχε πάντα ένα ιστορικό αίτημα-χρέος: η επιστροφή τους στην Αία(ή Αιά), στην αρχαία πατρίδα των προγόνων τους , των Μολοσσών, κάπου στη δυτική ενδοχώρα της Κασπίας Θάλασσας. Από εκεί είχαν κατασταλάξει, κατά την περίοδο της «Καθόδου των Δωριέων (1104 π.Χ.), πρώτα στην Αίγινα και, στη συνέχεια, στα υψίπεδα των νοτίων Άλπεων(Πίνδο κλπ) και βορειότερα(μέχρι την κατοπινή Ετρουρία).
Επί χίλια χρόνια περίπου, και μέχρι τα μέσα του 14ου μ.Χ. αιώνα, όταν οι «Ρωμαίοι»
( Χριστιανοί Δύσης και Ανατολής) αλληλοτρώγονταν, για το ποιοι ήταν «περισσότερο Έλληνες»( βλέπε πχ τη διαμάχη μεταξύ σλαβόφωνων «Παλαιολόγων» και λατινιζόντων «Καντακουζηνών»!), διατηρούσαν ένα ιδιότυπο θρησκευτικό τυπικό «χριστιανικής αίρεσης», στο οποίο κυριαρχούσαν δύο άγιες μορφές: της «Παρθένου Μαρίας» και του «Γεώργιου Τροπαιοφόρου» του εκ Καισαρείας. Από τις αρχές τις «μεταρωμαϊκής» (οθωμανικής) εποχής(αυγή του 16ου αιώνα), δέχθηκαν τις νουθεσίες και την προστασία του Τάγματος των Μπεκτακτσήδων, ενσωματώνοντας στα «θρησκευτικά ήθη και έθιμά» τους αρκετές πινελιές Μωαμεθανισμού, όπως είχε συμβεί εξάλλου κατά τους προηγούμενους δύο αιώνες και από τους απελπισμένους φορολογούμενους «Μικρασιάτες»(ανατολικούς «Γιουνάν). Παρά ταύτα, ακόμη και στις αρχές του 20ου αιώνα, κάθε Βαλλ(α)άς άνω των 12 ετών γνώριζε, ότι η τιμή πού απέδιδαν στην «Παρθένο Μαρία» τους είχε περισσεύσει, αφότου η «κόρης» τους Μυρτάλη είχε παντρευτεί τον Μακεδόνα Φίλιππο Β΄ και μετονομάσθηκε «Ολυμπιάς», ενώ στην αγάπη τους για τον «Άγιο Γεώργιο» δεν ήταν μικρή η δόση περηφάνιας τους για τον «Μεγαλέξανδρο».
Αλλά η ιστορία των Βαλλ(α)άδων, είχε πολλές , και άλλες, προεκτάσεις, άγνωστές και δύσβατες, για τους αμύητους και αδιάφορους περί την «ιστορική μνήμη». Επειδή ακριβώς υπήρξε παρεπόμενο του τέλους της εποχής των ιερών Μάγων, της Βαβυλώνας και του Αλέξανδρου του Β΄ της πρώτης «Μακεδονικής Δυναστείας»!
Ανάμεσα στην πολυποίκιλη πανσπερμία ψεύδους, παραμυθιού και λησμονιάς, που εν πολλοίς έφτιαξε το μετά την τελική( καταστροφή του «Γιουνανιστάν»(Ιωνίας-1922) «Νεοελληνικό Κράτος», είναι και όσα απέμειναν «γνωστά», για τους Βαλλ(α)άδες των Γρεβενών. Η επικρατέστερη ετυμολογία του ονόματός τους αναφέρεται στον ανατολικότροπο όρκο «μπαλαχί», τάχα «τουρκικής έμπνευσης». Το μόνο όμως ψήγμα αλήθειας αυτής της ετυμολόγησης έχει να κάνει, με το ότι υπήρξαν από τους πλέον «ορκισμένους» εχθρούς του «τουρκισμού», του «τουρκοαλβανισμού» και των «πάσης φύσεων Οβριών(Εβραίων)», όπως ονόμαζαν οι ίδιοι όλους τους ανά τους (ιστορικούς) αιώνες επίορκους, προδότες και « δειλούς ντονμέδες»(αλλαξόπιστους από δειλία και ιδιοτέλεια). Η τελευταία παρουσία τους στο ιστορικό προσκήνιο, ως συγκροτημένου και ξεχωριστού λαού, περίπου 3500-4000 ψυχών, υπήρξε μέχρι τις αρχές της δεκαετία 1920-30 και τέλειωσε, χάρη στη βίαιη απόσπασή τους από τις βουνοκορφές της Πίνδου, σύμφωνα με το «πνεύμα και γράμμα» της πολιτικής των «πληθυσμιακών ανταλλαγών» που είχαν προωθήσει οι «Μεγάλες Δυνάμεις» και τα τοπικά τσιράκια τους στα Βαλκάνια, για την υποτιθέμενη «οριστική επίλυση του Ανατολικού Ζητήματος».
Για τον βίαιο εξανδραποδισμό τους από την Πίνδο, εκτός από τη «Διεθνή Αρμοστεία», τα μάλλα θα συνέβαλαν και «δυνάμεις του ελληνικού κράτους»(βασικά, μερικές οργανωμένες μονάδες αγράμματων και σχεδόν αγριανθρώπων τσαρουχοφόρων από την Κρήτη και άλλα νησιά). Κατά τη μεταφορά τους όμως, είτε σιδηροδρομικώς είτε ατμοπλοϊκά, για τα βορειοδυτικά ορεινά μέρη της «Νέας Τουρκίας»(βλ. «Νεότουρκοι»), δεν έμειναν στη ζωή, παρά μόνο παιδιά ηλικίας κάτω των εφτά χρονών κι ορισμένες γριές με απωλεσμένα ήδη μυαλά, ήτοι συνολικά περί τα 100 άτομα. Για την σιωπηρή όμως εκτέλεση του ανοσιουργήματος εκείνου, χρειάστηκε δύο τρία χρόνια πιο μπροστά να εκτελεστεί «εν ψυχρώ και παραβύστω» ο μοναδικός αντιδρών τότε Έλληνας Διπλωμάτης Ίων Δραγούμης, πάλι από «Κρητικούς φρουρούς των Αθηνών» υπό τον «Φρούραρχο» Γρυπάρη. Στη δίκη που θα επακολουθούσε, η υπόθεση έκλεισε και μπήκε στο «χρονοντούλαπο της ιστορίας», με την απλή παραδοχή, ότι «ήταν ένα λάθος», η δολοφονία του Ι. Δραγούμη!
Ο πολύπαθος τελικά λαός των Βαλλ(α)άδων, δεν ήταν παρά μία αρκετά σημαντική πληθυσμιακά ομάδα των ορεσίβιων της Πίνδου, που κατάγονταν κατευθείαν από τους αρχαίους Μολοσσούς και κρατούσαν σθεναρά τα νάματα που τους είχαν αφήσει, αφενός οι δόξες του Πύρρου, τελευταίου εχθρού του εκρωμαϊσμού της Ελλάδας και αφετέρου, οι διδαχές των Δωδωναίων ιερέων.
Ήταν οι «άνθρωποι των νερών» (και των χιονιών), για τους πεδινούς της Θεσσαλίας και (πιθανά) στο τοπικό εκείνο γλωσσικό επίθεμα χρωστούσαν το όνομα
«Βαλλαά»(ή και «Γουλαά»). Οι ίδιοι, μέχρι να περάσει το δυτικό «Γιουνανιστάν»(Ελλάδα) στον οθωμανικό ζόφο και την αντίστοιχη κακομοιριά, θεωρούσαν τον λαό τους κληρονόμο της παράδοσης των Αιακίδων, αλλά, όπως πάντα, πέρα και αντίθετα με την μεταελληνική παραμυθία(μυθολογία). Για εκείνους, όπως τους δίδασκε η ζωντανή «παράδοση της Δωδώνης», υπήρχε πάντα ένα ιστορικό αίτημα-χρέος: η επιστροφή τους στην Αία(ή Αιά), στην αρχαία πατρίδα των προγόνων τους , των Μολοσσών, κάπου στη δυτική ενδοχώρα της Κασπίας Θάλασσας. Από εκεί είχαν κατασταλάξει, κατά την περίοδο της «Καθόδου των Δωριέων (1104 π.Χ.), πρώτα στην Αίγινα και, στη συνέχεια, στα υψίπεδα των νοτίων Άλπεων(Πίνδο κλπ) και βορειότερα(μέχρι την κατοπινή Ετρουρία).
Επί χίλια χρόνια περίπου, και μέχρι τα μέσα του 14ου μ.Χ. αιώνα, όταν οι «Ρωμαίοι»
( Χριστιανοί Δύσης και Ανατολής) αλληλοτρώγονταν, για το ποιοι ήταν «περισσότερο Έλληνες»( βλέπε πχ τη διαμάχη μεταξύ σλαβόφωνων «Παλαιολόγων» και λατινιζόντων «Καντακουζηνών»!), διατηρούσαν ένα ιδιότυπο θρησκευτικό τυπικό «χριστιανικής αίρεσης», στο οποίο κυριαρχούσαν δύο άγιες μορφές: της «Παρθένου Μαρίας» και του «Γεώργιου Τροπαιοφόρου» του εκ Καισαρείας. Από τις αρχές τις «μεταρωμαϊκής» (οθωμανικής) εποχής(αυγή του 16ου αιώνα), δέχθηκαν τις νουθεσίες και την προστασία του Τάγματος των Μπεκτακτσήδων, ενσωματώνοντας στα «θρησκευτικά ήθη και έθιμά» τους αρκετές πινελιές Μωαμεθανισμού, όπως είχε συμβεί εξάλλου κατά τους προηγούμενους δύο αιώνες και από τους απελπισμένους φορολογούμενους «Μικρασιάτες»(ανατολικούς «Γιουνάν). Παρά ταύτα, ακόμη και στις αρχές του 20ου αιώνα, κάθε Βαλλ(α)άς άνω των 12 ετών γνώριζε, ότι η τιμή πού απέδιδαν στην «Παρθένο Μαρία» τους είχε περισσεύσει, αφότου η «κόρης» τους Μυρτάλη είχε παντρευτεί τον Μακεδόνα Φίλιππο Β΄ και μετονομάσθηκε «Ολυμπιάς», ενώ στην αγάπη τους για τον «Άγιο Γεώργιο» δεν ήταν μικρή η δόση περηφάνιας τους για τον «Μεγαλέξανδρο».
Αλλά η ιστορία των Βαλλ(α)άδων, είχε πολλές , και άλλες, προεκτάσεις, άγνωστές και δύσβατες, για τους αμύητους και αδιάφορους περί την «ιστορική μνήμη». Επειδή ακριβώς υπήρξε παρεπόμενο του τέλους της εποχής των ιερών Μάγων, της Βαβυλώνας και του Αλέξανδρου του Β΄ της πρώτης «Μακεδονικής Δυναστείας»!
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Νωεύς
Τιμώμενο Μέλος
Ο Ιάσων αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Επαγγέλεται Μαθητής/τρια και μας γράφει απο Άγιο Πνεύμα (Σέρρες). Έχει γράψει 5,713 μηνύματα.
29-11-08
13:05
Για να καταλάβω, οι Κοσσαίοι ήταν στο Ελάμ ; 'Εχω διαβάσει ότι αυτή ήταν η πατρίδα του Νώε. Είναι σωστό ;
Οι Κοσσαίοι κατέβηκαν στο Ελάμ από τα βορειοδυτικά(Βρετανία, Γιουτλάνδη και Βαλτική), εξαιτίας των μεγάλων καταστροφών και κινδύνων από το λιώσιμο των πολικών πάγων, κατά το διάστημα 2400-2100 π.Χ. Ανήκαν στις προάριες φυλές του Υπερβορρά και σχηματίστηκαν σαν ξεχωριστός λαός, χάρη στην καινοτομία τους, να βγάλουν από τη διατροφική τους αλυσίδα, τα ανθρώπινα πτώματα, αρχής γενομένης να μην τρώνε ζωντανούς ανθρώπους, όπως συνέχιζαν να κάνουν απομεινάρια άλλων πικτογενών φύλων μέχρι και τον 11 μ.Χ. αιώνα.
Όσο για τον Νώε (εννοείται της Βίβλου), το μόνο που θα μπορούσα να καταθέσω εδώ, είναι ότι υπήρξε προϊόν της μυθοπλασίας των ύστερων ελληνικών χρόνων(4ος π.Χ. αιώνα), ενώ το Ελάμ υπήρξε ιστορικά ως γεωγραφική πολιτιστική περιοχή(από Μοχέντζο Ντάρο και μέχρι τις δυτικά όρια της "Μεσοποταμίας".
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Νωεύς
Τιμώμενο Μέλος
Ο Ιάσων αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Επαγγέλεται Μαθητής/τρια και μας γράφει απο Άγιο Πνεύμα (Σέρρες). Έχει γράψει 5,713 μηνύματα.
29-11-08
05:06
Οι Μάγοι και οι Βασιλείς
Μέχρις ότου θυμόντουσαν στη Βαβυλώνα, εκείνα που είχαν κληρονομήσει από τη «Βασιλεία του Χαμουραμπί»(μεθερμηνευόμενο ως «ευτυχία του λαού»), ένας ήταν ο Ιερέας του Ναού κι όλοι οι υπόλοιποι άνδρες που τον επικουρούσαν στο έργο του, ήταν οι Μάγοι (του).
Ιερέας και Βασιλιάς ήταν το αυτό πρόσωπο, πρόσωπο που τον εξέλεγε η παραδεδεγμένη Σύναξη των Παρθενίδων του Ναού, δηλαδή της Βαβυλώνας. Εγγυητές δε της αποδεδειγμένης παρθενίας των εκλεκτόρων του εκάστοτε Βασιλιά ήταν πάντα, οι Μάγοι του προηγούμενου Ιερέα, οι οποίοι ήταν απαραίτητα ευνούχοι και (φυσικά) άγαμοι.
Οι Μάγοι, εκτός από τη διαχείριση της παρθενικότητας της εκλεκτορικής Σύναξης, ήταν ταυτόχρονα και διαχειριστές του συνόλου της γνώσης, που είχε συγκεντρωθεί από την ιστορία όλης της ανθρωπότητας ως παρακαταθήκη, εκεί στη Βαβυλώνα. Ήταν δηλαδή, οι «Θησαυροφύλακες του Βασιλιά».
Μία από τις ελάσσονος σημασίας γνώσεις ήταν και το «χρήμα» (ή «νόμισμα»), ως απλού μέσου δίκαιης διανομής της «ευτυχίας», που μπορούσε εκάστοτε ο Βασιλιάς να προσφέρει στο λαό της Βαβυλώνας. Το «χρήμα» ποτέ δεν μπορούσε να αποτελέσει, εκεί στη Βαβυλώνα, ως μέσο αποθησαυρισμού και αποταμίευσης εκτός Ναού. Τότε γινόταν «κρίμα, προς οδύνη του λαού». Γιʼ αυτό οι παραβάτες εξορίζονταν από τη Βαβυλώνα και για εφτά τουλάχιστον χρόνια. Το χρήμα έπρεπε να κυκλοφορεί στην Αγορά, ανεμπόδιστο από τους «παραχαράκτες» (της ευτυχίας του λαού), μέχρι να επιστρέψει τα μεσάνυχτα πάλι στο Ναό. Το καθήκον δε μεταφοράς του χρήματος, από την Αγορά στο Ναό, το είχαν πάντα οι Παρθένες της Βαβυλώνας.
Έτσι λίγο πολύ πρόκοβε η Βαβυλώνα, σε περαιτέρω γνώση, ευνομία, δικαιοσύνη και λαϊκή ευτυχία, μέχρι τα μέσα του 21ου π.Χ. αιώνα. Τότε ήταν που κατέβηκε από τον ξεπαγωμένο πρόσφατα (μάλλον εξαιτίας κάποιου «κατακλυσμού» )Βορρά λαός βάρβαρος, ύπουλος και μισάνθρωπος , οι Κοσσαίοι (ή Κασσίτες), ανήκοντες σε προηγμένο παρακλάδι των ανθρωποφάγων Πικτών, του σημερινού βρετανικού νησιωτικού συμπλέγματος.
Οι Βαβυλώνιοι, κέλτικης κυρίως προέλευσης και καταγωγής, αναγνωρίζοντας την ηθική και πολιτιστική εξέλιξη των Κοσσαίων και προκειμένου να τους αποσπάσουν παντελώς από τις επιρροές των άλλων πικτογενών φύλων, τους φιλοξένησαν και τους εγκατέστησαν στο χώρο μεταξύ Βαβυλώνας και Ουρ, παραχωρώντας τους ταυτόχρονα τη δυνατότητα να συναλλάσσονται στην Αγορά της πόλης τους, για την προμήθεια οικιακών αγαθών(τρόφιμα, ένδυση, φάρμακα κ.π.), έναντι τιμαριθμημένης αξίας χρυσού και «πολύτιμων πετραδιών». Κάθε δε επτά χρόνια, ο Ναός επέστρεφε όλο τον όγκο χρυσού και πετραδιών που συγκεντρωνόταν σʼ αυτόν, παρακρατώντας τη «Δεκάτη»(10%). Τούτο δε οι Άρχοντες των Κοσσαίων βρήκαν «φρόνιμο και δίκαιο», όχι τόσο για το δικαίωμα της Βαβυλώνας, αλλά μάλλον, για να μην περιπέσει σε οκνηρία ο λαός τους και πάψει να εργάζεται, τόσο στους αγρούς και τα εργαστήρια, όσο και στα ορυχεία.
Έτσι κυλούσαν ειρηνικά τα χρόνια, μεταξύ Κελτών και Κοσσαίων, ώσπου έφθασαν μάλιστα στο σημείο οι Βαβυλώνιοι, να αποδεχθούν στο Ναό τους, παρθένες και ευνούχους, από τους νέους των Κοσσαίων. Μόνον που την επιλογή των απεσταλμένων την έκαναν οι Άρχοντές τους, που φυσικά διάλεγαν κατά προτίμηση τα «δικά» τους παιδιά. Μέχρι το 1750 (πΧ) οι παρθένες και ευνούχοι του Ναού από τους Κοσσαίους είχαν φθάσει στο ένα τρίτο των σχετικών Συνάξεων.
Το 1746 όμως, ένα μέρος των Μάγων κι άλλο τόσο των παρθενίδων κέλτικης καταγωγής, και δοθείσης σχετικής ιστορικής ευκαιρίας, πρότειναν ως νέο Ιερέα (τους) έναν έφηβο εκ των Κοσσαίων, με παράστημα ανδρείο, όμορφο, αλλά και «ολιγόν τι θηλυπρεπή, κατά τους τρόπους». Αρκούσε όμως εκείνο το «ολίγον τι», ώστε ο συγκεκριμένος έφηβος να μην δικαιούται να φορέσει, και το στέμμα της Βασιλείας, κατά τα ήθη των Κελτών.
Δημιουργήθηκε σχετικός σάλος. Οι άρχοντες των Κοσσαίων διαμαρτυρήθηκαν και άρχισαν οι συνέπειες των πρώτων φανατισμών. Σποραδικές ταραχές και βίαιες εχθροπραξίες, με διάφορες αφορμές, είτε μέσα στη πόλη της Βαβυλώνας, είτε εκτός αυτής, γρήγορα πύκνωσαν τα μαύρα σύννεφα της ιστορίας, πάνω από την ιερή πόλη. Ώσπου το βράδυ της 24 Δεκεμβρίου 1976(μετρώντας πάντα το χρόνο με το γρηγοριανό ημερολόγιο!), ο νεοεκλεγείς Ιερέας, συνεπικουρούμενος από τη δική του μερίδα παρθενίδων και Μάγων, έσφαξε τους «ορθόδοξους» και κατέλαβε πραξικοπηματικά τον χηρεύοντα θρόνο της Βαβυλώνας.
Η «εκ του Ναού» εκείνη κατάληψη της ιερής πόλης από τους πικτογενείς Κοσσαίους, έφερε «παγκόσμιο σεισμό» στα ανθρώπινα πράγματα, εντεύθεν του σημερινού σινικού τείχους. Όλα τα κελτικογενή φύλα, από τις ακτές τη σημερινή Ελλάδα, τα Βαλκάνια, και την υπερκαυκασία ενδοχώρα, μαζί με τους Κρονίδες της Αιγύπτου και της ευρύτερης Αφρικής, ξεκίνησαν έναν παρατεταμένο πόλεμο, εναντίον των αχάριστων Κοσσαίων και των λοιπών πικτογενών «Υπερβόρειων», που θα διαρκούσε μέχρι το 1175 και θα οδηγούσε στον ιστορικό αφανισμό του «Άριου Οίκου», το διασκορπισμό και έκπτωση της κέλτικής φυλής, και προπάντων, στη διχοτόμηση και διανομή της Εξουσίας, μεταξύ «Ιερέως» και «Βασιλέα».
Έκτοτε, και μέχρι σήμερα, η Μονοκρατορία είναι εφικτή, μόνον «εν ουρανοίς». Επί γης, άλλους Μάγους έχει ο Ιερέας κι άλλους, ο Βασιλιάς. Όλοι μαζί βέβαια οι Μάγοι, αποτελούν το εκάστοτε «ιερατείο», αλλά πάντα «δικομματικά». Μία απόπειρα αναβίωσης της αρχαίας και ιερής βαβυλωνιακής παράδοσης ξεκίνησε χίλια χρόνια περίπου μετά, από τον Δηιόκη των Εκβατάνων(710 πΧ), αλλά έληξε άδοξα η προσπάθεια, μετά από συνεργασία των Μάγων της Περσίας και την πραξικοπηματική κατάληψη του θρόνου από τη μιλιταριστική οικογένεια του Δαρείου του Α΄. Το τελευταίο εγχείρημα «αποκατάστασης των πατρώων» θα γινόταν από τους Έλληνες, αλλά θα την πλήρωνε ακριβά ο Μεγαλέξανδρος, μόλις στα 33 του. Και η ιστορία πορεύεται προς «άγνωστη κατεύθυνση», ώσπου τα πράγματα να γίνουν «επί γης, ως εν ουρανώ»!
Μέχρις ότου θυμόντουσαν στη Βαβυλώνα, εκείνα που είχαν κληρονομήσει από τη «Βασιλεία του Χαμουραμπί»(μεθερμηνευόμενο ως «ευτυχία του λαού»), ένας ήταν ο Ιερέας του Ναού κι όλοι οι υπόλοιποι άνδρες που τον επικουρούσαν στο έργο του, ήταν οι Μάγοι (του).
Ιερέας και Βασιλιάς ήταν το αυτό πρόσωπο, πρόσωπο που τον εξέλεγε η παραδεδεγμένη Σύναξη των Παρθενίδων του Ναού, δηλαδή της Βαβυλώνας. Εγγυητές δε της αποδεδειγμένης παρθενίας των εκλεκτόρων του εκάστοτε Βασιλιά ήταν πάντα, οι Μάγοι του προηγούμενου Ιερέα, οι οποίοι ήταν απαραίτητα ευνούχοι και (φυσικά) άγαμοι.
Οι Μάγοι, εκτός από τη διαχείριση της παρθενικότητας της εκλεκτορικής Σύναξης, ήταν ταυτόχρονα και διαχειριστές του συνόλου της γνώσης, που είχε συγκεντρωθεί από την ιστορία όλης της ανθρωπότητας ως παρακαταθήκη, εκεί στη Βαβυλώνα. Ήταν δηλαδή, οι «Θησαυροφύλακες του Βασιλιά».
Μία από τις ελάσσονος σημασίας γνώσεις ήταν και το «χρήμα» (ή «νόμισμα»), ως απλού μέσου δίκαιης διανομής της «ευτυχίας», που μπορούσε εκάστοτε ο Βασιλιάς να προσφέρει στο λαό της Βαβυλώνας. Το «χρήμα» ποτέ δεν μπορούσε να αποτελέσει, εκεί στη Βαβυλώνα, ως μέσο αποθησαυρισμού και αποταμίευσης εκτός Ναού. Τότε γινόταν «κρίμα, προς οδύνη του λαού». Γιʼ αυτό οι παραβάτες εξορίζονταν από τη Βαβυλώνα και για εφτά τουλάχιστον χρόνια. Το χρήμα έπρεπε να κυκλοφορεί στην Αγορά, ανεμπόδιστο από τους «παραχαράκτες» (της ευτυχίας του λαού), μέχρι να επιστρέψει τα μεσάνυχτα πάλι στο Ναό. Το καθήκον δε μεταφοράς του χρήματος, από την Αγορά στο Ναό, το είχαν πάντα οι Παρθένες της Βαβυλώνας.
Έτσι λίγο πολύ πρόκοβε η Βαβυλώνα, σε περαιτέρω γνώση, ευνομία, δικαιοσύνη και λαϊκή ευτυχία, μέχρι τα μέσα του 21ου π.Χ. αιώνα. Τότε ήταν που κατέβηκε από τον ξεπαγωμένο πρόσφατα (μάλλον εξαιτίας κάποιου «κατακλυσμού» )Βορρά λαός βάρβαρος, ύπουλος και μισάνθρωπος , οι Κοσσαίοι (ή Κασσίτες), ανήκοντες σε προηγμένο παρακλάδι των ανθρωποφάγων Πικτών, του σημερινού βρετανικού νησιωτικού συμπλέγματος.
Οι Βαβυλώνιοι, κέλτικης κυρίως προέλευσης και καταγωγής, αναγνωρίζοντας την ηθική και πολιτιστική εξέλιξη των Κοσσαίων και προκειμένου να τους αποσπάσουν παντελώς από τις επιρροές των άλλων πικτογενών φύλων, τους φιλοξένησαν και τους εγκατέστησαν στο χώρο μεταξύ Βαβυλώνας και Ουρ, παραχωρώντας τους ταυτόχρονα τη δυνατότητα να συναλλάσσονται στην Αγορά της πόλης τους, για την προμήθεια οικιακών αγαθών(τρόφιμα, ένδυση, φάρμακα κ.π.), έναντι τιμαριθμημένης αξίας χρυσού και «πολύτιμων πετραδιών». Κάθε δε επτά χρόνια, ο Ναός επέστρεφε όλο τον όγκο χρυσού και πετραδιών που συγκεντρωνόταν σʼ αυτόν, παρακρατώντας τη «Δεκάτη»(10%). Τούτο δε οι Άρχοντες των Κοσσαίων βρήκαν «φρόνιμο και δίκαιο», όχι τόσο για το δικαίωμα της Βαβυλώνας, αλλά μάλλον, για να μην περιπέσει σε οκνηρία ο λαός τους και πάψει να εργάζεται, τόσο στους αγρούς και τα εργαστήρια, όσο και στα ορυχεία.
Έτσι κυλούσαν ειρηνικά τα χρόνια, μεταξύ Κελτών και Κοσσαίων, ώσπου έφθασαν μάλιστα στο σημείο οι Βαβυλώνιοι, να αποδεχθούν στο Ναό τους, παρθένες και ευνούχους, από τους νέους των Κοσσαίων. Μόνον που την επιλογή των απεσταλμένων την έκαναν οι Άρχοντές τους, που φυσικά διάλεγαν κατά προτίμηση τα «δικά» τους παιδιά. Μέχρι το 1750 (πΧ) οι παρθένες και ευνούχοι του Ναού από τους Κοσσαίους είχαν φθάσει στο ένα τρίτο των σχετικών Συνάξεων.
Το 1746 όμως, ένα μέρος των Μάγων κι άλλο τόσο των παρθενίδων κέλτικης καταγωγής, και δοθείσης σχετικής ιστορικής ευκαιρίας, πρότειναν ως νέο Ιερέα (τους) έναν έφηβο εκ των Κοσσαίων, με παράστημα ανδρείο, όμορφο, αλλά και «ολιγόν τι θηλυπρεπή, κατά τους τρόπους». Αρκούσε όμως εκείνο το «ολίγον τι», ώστε ο συγκεκριμένος έφηβος να μην δικαιούται να φορέσει, και το στέμμα της Βασιλείας, κατά τα ήθη των Κελτών.
Δημιουργήθηκε σχετικός σάλος. Οι άρχοντες των Κοσσαίων διαμαρτυρήθηκαν και άρχισαν οι συνέπειες των πρώτων φανατισμών. Σποραδικές ταραχές και βίαιες εχθροπραξίες, με διάφορες αφορμές, είτε μέσα στη πόλη της Βαβυλώνας, είτε εκτός αυτής, γρήγορα πύκνωσαν τα μαύρα σύννεφα της ιστορίας, πάνω από την ιερή πόλη. Ώσπου το βράδυ της 24 Δεκεμβρίου 1976(μετρώντας πάντα το χρόνο με το γρηγοριανό ημερολόγιο!), ο νεοεκλεγείς Ιερέας, συνεπικουρούμενος από τη δική του μερίδα παρθενίδων και Μάγων, έσφαξε τους «ορθόδοξους» και κατέλαβε πραξικοπηματικά τον χηρεύοντα θρόνο της Βαβυλώνας.
Η «εκ του Ναού» εκείνη κατάληψη της ιερής πόλης από τους πικτογενείς Κοσσαίους, έφερε «παγκόσμιο σεισμό» στα ανθρώπινα πράγματα, εντεύθεν του σημερινού σινικού τείχους. Όλα τα κελτικογενή φύλα, από τις ακτές τη σημερινή Ελλάδα, τα Βαλκάνια, και την υπερκαυκασία ενδοχώρα, μαζί με τους Κρονίδες της Αιγύπτου και της ευρύτερης Αφρικής, ξεκίνησαν έναν παρατεταμένο πόλεμο, εναντίον των αχάριστων Κοσσαίων και των λοιπών πικτογενών «Υπερβόρειων», που θα διαρκούσε μέχρι το 1175 και θα οδηγούσε στον ιστορικό αφανισμό του «Άριου Οίκου», το διασκορπισμό και έκπτωση της κέλτικής φυλής, και προπάντων, στη διχοτόμηση και διανομή της Εξουσίας, μεταξύ «Ιερέως» και «Βασιλέα».
Έκτοτε, και μέχρι σήμερα, η Μονοκρατορία είναι εφικτή, μόνον «εν ουρανοίς». Επί γης, άλλους Μάγους έχει ο Ιερέας κι άλλους, ο Βασιλιάς. Όλοι μαζί βέβαια οι Μάγοι, αποτελούν το εκάστοτε «ιερατείο», αλλά πάντα «δικομματικά». Μία απόπειρα αναβίωσης της αρχαίας και ιερής βαβυλωνιακής παράδοσης ξεκίνησε χίλια χρόνια περίπου μετά, από τον Δηιόκη των Εκβατάνων(710 πΧ), αλλά έληξε άδοξα η προσπάθεια, μετά από συνεργασία των Μάγων της Περσίας και την πραξικοπηματική κατάληψη του θρόνου από τη μιλιταριστική οικογένεια του Δαρείου του Α΄. Το τελευταίο εγχείρημα «αποκατάστασης των πατρώων» θα γινόταν από τους Έλληνες, αλλά θα την πλήρωνε ακριβά ο Μεγαλέξανδρος, μόλις στα 33 του. Και η ιστορία πορεύεται προς «άγνωστη κατεύθυνση», ώσπου τα πράγματα να γίνουν «επί γης, ως εν ουρανώ»!
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.