Isiliel
Επιφανές μέλος
Η Φεγγάρω αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 52 ετών και μας γράφει απο Θεσσαλονίκη (Θεσσαλονίκη). Έχει γράψει 13,854 μηνύματα.
22-10-10
14:29
Το γέλιο είναι σοβαρή υπόθεση
"Τα γελαστά ζώα" Εκδ. Καστανιώτης (2004)
Στο γέλιο, είναι αφιερωμένο και το βιβλίο του Κωστή Παπαγιώργη, με τίτλο:Τελικά, το γέλιο δεν είναι και τόσο αστεία υπόθεση. Αλλιώς δεν θα συζητούσαν τόσο σοβαρά γι΄ αυτό επί έξι μέρες ψυχολόγοι, κοινωνιολόγοι και γλωσσολόγοι απ΄ όλο τον κόσμο.
Σύμφωνα με τον Δαρβίνο, το γέλιο είναι ένα εργαλείο με το οποίο ο άνθρωπος εξευγενίζει την πανάρχαια ανάγκη του να σκοτώνει. Ο Χέμινγουεϊ, πάλι, έλεγε ότι οι τάφοι των ανθρώπων που έλεγαν πολλά καλαμπούρια στη ζωή τους είναι σκεπασμένοι με καλύτερης ποιότητας χώμα. Το γέλιο είναι αντίδοτο στον πόνο, το γέλιο είναι θεραπευτικό, αλλά εκτός από τη φολκλορική έχει και την επιστημονική του πλευρά. Μια πρόσφατη μελέτη, για παράδειγμα, έδειξε ότι την ικανότητα του γέλιου την έχουν και οι πίθηκοι, πράγμα που σημαίνει ότι αυτή η μορφή έκφρασης έχει ιστορία τουλάχιστον 10 εκατομμυρίων ετών.
Σ΄ αυτή την πλευρά ήταν αφιερωμένο το πρώτο Διεθνές Συμπόσιο για το Χιούμορ και το Γέλιο που διεξήχθη αυτές τις ημέρες [το άρθρο έχει γραφτεί στις9 Ιουλίου 2009, στη Γρανάδα της Ισπανίας. Στην εισήγησή του, ο Ελβετός καθηγητής Βίλιμπαλντ Ρουχ μίλησε για τη γελωτοφοβία, από την οποία πάσχουν όσοι νομίζουν ότι τα ανέκδοτα που λένε οι άλλοι γύρω τους στρέφονται εναντίον τους. Σύμφωνα με μια μελέτη που έγινε σε 74 χώρες, από το σύνδρομο αυτό πάσχει το 2% του πληθυσμού, κυρίως έφηβοι. Ανάμεσα στις συνέπειές του είναι η απομόνωση και η κατάθλιψη. Και ποιος λαός έρχεται πρώτος σε γελωτοφοβία; Οι Βρετανοί, γνωστοί και για το φλέγμα τους. Οι Έλληνες δεν ξέρουμε σε ποια θέση βρίσκονται, στοιχηματίζουμε όμως ότι δεν είναι πολύ ψηλά.
Το αντίθετο της γελωτοφοβίας είναι η γελωτοφιλία, που δεν έχει όμως μελετηθεί ακόμη αρκετά. Ξέρουμε απλώς ότι χαρακτηρίζει εκείνους που τους αρέσει να γελούν οι άλλοι μαζί τους. «Αυτογελοιοποιούνται εθελοντικά», τόνισε ο δρ Ρουχ. Και είναι σε γενικές γραμμές τύποι εξωστρεφείς, που αναζητούν τις συγκινήσεις. Μόνο που καμιά φορά καταλήγουν στον εθισμό, κι αυτό δεν είναι ποτέ καλό. Επίσης έχει αποδειχθεί ότι δεν κάνουν καλό όλα τα είδη χιούμορ. Η καθηγήτρια Μόνικα Ρομέρο παρουσίασε ένα πείραμα όπου σε μια ομάδα ανδρών είπαν μια σειρά από σεξιστικά ανέκδοτα. Στη συνέχεια, τους παρουσίασαν βίντεο με επιθέσεις εναντίον γυναικών. Η ανοχή τους απέναντι στους δράστες ήταν μεγαλύτερη από εκείνη που έδειξαν άνδρες που δεν είχαν ακούσει σεξιστικά ανέκδοτα.
Το συμπέρασμα του συμποσίου είναι μάλλον αναμενόμενο. Το χιούμορ διευκολύνει την επικοινωνία, βοηθά να σπάσει ο πάγος και συμβάλλει στην προσέγγιση των ανθρώπων. Είναι όμως και πολύ ανταγωνιστικό. Όπως διαπίστωσε σε μια έρευνά της η Μπεατρίς Πριεγκό-Βαλβέρντ από το Πανεπιστήμιο της Προβηγκίας, στις παρέες ο ένας προσπαθεί συχνά να πει καλύτερα ανέκδοτα από τον άλλο. Κι όποιος δεν μπορεί να ακολουθήσει, αισθάνεται κάπως απομονωμένος. Ίσως μάλιστα και να φουντώνει μέσα του η πανάρχαια επιθυμία να σκοτώσει...
"Τα γελαστά ζώα" Εκδ. Καστανιώτης (2004)
Ο Κωστής Παπαγιώργης στο βιβλίο – πραγματεία του Τα γελαστά ζώα σημειώνει: «το γέλιο είναι τζάμπα, δεν στοιχίζει τίποτα…Η σοβαρότητα, από το «σοβώ», κρύβει την ορμή του πολεμιστή». Το γέλιο, διαβάζουμε σε λεξικά, «είναι σπασμωδικές συσπάσεις των γελαστήριων μυών του προσώπου, αλλά και των αναπνευστικών, διακοπτόμενες από σύντομες περιόδους μυϊκής χαλάρωσης, ως εκδήλωση εκ γενετής ενστικτώδους συμπεριφοράς του ανθρώπου σε χαρούμενες καταστάσεις ή σε αισθητήρια ερεθίσματα». Δεξιά και αριστερά του γενικού, αρκούντως περιγραφικού, αυτού προσδιορισμού βρίσκονται ακρότητες: το παθολογικό -ασυγκράτητο και διαρκές στο τραγικό της ζωής- και το ανέκφραστο μπροστά στο κωμικό.
Ο Κωστής Παπαγιώργης πραγματεύεται το γέλιο και ερμηνεύει την έκφραση όσο και την απουσία του. Εξετάζει το πηγαίο του ως αναπόδραστου νομοτελειακού συστατικού του ανθρώπου. Το γέλιο είναι μεταδοτικό και εκπέμπεται από το βλέμμα, όπως και η ψυχή. Δεν ενυπάρχει σε κάθε ζωική μορφή, είναι αμιγώς ανθρώπινη συνθήκη. Τα ζώα δεν γελάνε. Κάνουν χίλια δυο άλλα, μα δεν μειδιούν.
Όλα τα δοκίμια του βιβλίου εξετάζουν περιπτώσεις - εκφάνσεις του γέλιου. Χιούμορ, ειρωνεία, κωμικό, σάτιρα, γελοίο, μειδίαμα, τραγικό, συμπάθεια, χαρά έχουν παρανομαστή πάντα το γέλιο. Ωστόσο καθένα από αυτά είναι διαφορετικό: άλλο προσμειδίαμα, άλλο χαρά∙ άλλο σάτιρα, άλλο κακεντρέχεια. Επειδή, λοιπόν, το γέλιο ως ανθρώπινο στοιχείο είναι απρόβλεπτο και ασύμπτωτο με τους κανόνες της ηθικής ζωής –εννοούμενης ως άθροισμα και τήρηση εντολών πίστης και υποταγής σε όρους αιωνιότητας– εν πολλοίς στην ηθική απορρίπτεται και καταδικάζεται. Ο συγγραφέας απέναντι στην παθογένεια ενός αγέλαστου κόσμου αντιτάσσει το αρχαίο θέατρο. Το γέλιο καθαίρει τους θεατές, τους δείχνει, με γκροτέσκο ίσως τρόπο, τον εαυτό τους, τους συνδέει με την πόλιν, τους ήρωες και τα πάθη τους. Γελώντας οι θεατές διδάσκονται, και συνάμα πηδαλιουχούνται πού να στρέψουν το ενδιαφέρον τους. Στην τραγωδία δε γελούν∙ από μέσα τους βγαίνει γόος. Γελάει κανείς μόνον όταν ο ηθοποιός είναι γελοίος ή η παράσταση για γέλια. Κατά τα άλλα, τα πράγματα είναι ξεκαθαρισμένα: πρόκειται για τραγωδία. Η κωμωδία, αντίθετα, βγάζει γέλιο, ζει στο παρόν.
Ο Παπαγιώργης επισημαίνει ότι στον Μπερξόν το γέλιο έχει ανθρωποκεντρική αρχή και συνδέεται με τη συμπεριφορά του ανθρώπου. Η επανάληψη αλλά και η απόκλιση, η μίμηση αλλά και το απρόβλεπτο ή το ασυνήθιστο γεννούν το γέλιο. Η αντιστροφή καταστάσεων ή ρόλων καταλήγει στη γελοιοποίηση ανθρώπινων τύπων και συμπεριφορών. Στη γλώσσα η μετακίνηση από την κυριολεξία στη συνυποδήλωση, οι λεκτικές ανατροπές και η νοηματική αμφισημία, δημιουργούν το κωμικό, προκαλώντας ενίοτε τη θυμηδία. Στον Σοπενάουερ, κατόπιν, συνυφαίνεται το γέλιο με τη σκέψη. Η ασυμφωνία σκέψης και αντικειμένου, πραγμάτων και ονομάτων, γεννά το γέλιο. Συνεπώς το γέλιο ανήκει στους ανόητους και στα παιδιά! Κιʼ αυτό γιατί η σοβαρότητα ταιριάζει σε ισορροπημένα άτομα, εκεί όπου σκέψη και πράγμα είναι αρμοσμένα και εκλογικευμένα. Κάθε παρέκκλιση από τον κανόνα της σοβαρότητας είναι γνώρισμα του γελοίου.
Στην τραγική ειρωνεία ο άνθρωπος γίνεται θύμα των λόγων του, αφού η μοίρα ξέρει περισσότερα και τον εμπαίζει. Η σωκρατική, από την άλλη πλευρά, ειρωνεία είναι η νηφαλιότητα απέναντι στον αλαζόνα και φλύαρο συνομιλητή. Σύντομες ερωτήσεις, λεπτά σχόλια, αλλάζουν τα δεδομένα και η νηφαλιότητα μετατρέπεται σε επίθεση. Το ίδιο συμβαίνει και με τους Kυνικούς, με τη φαινομενική τους μισανθρωπία. Ο Κίρκεγκωρ, με τη σειρά του, δίνει υπαρξιακό περιεχόμενο στους όρους «ειρωνεία» και «χιούμορ»: θεωρεί την ειρωνεία ως αφέλεια και δέχεται το χιούμορ ως συνείδηση της διαφοράς ανάμεσα στον χρόνο και την αιωνιότητα. Τονίζει πως η απελπισία ταιριάζει στην υπαρξιακή πίστη και το γέλιο εντείνει την τραγωδία του ανθρώπου.
Τα τελευταία δύο δοκίμια του βιβλίου αναφέρονται στον Παπαδιαμάντη και στον Βιζυηνό. Το γέλιο στον πρώτο ισοδυναμεί με μειδίαμα. Τα πρόσωπα στο έργα του δεν γελούν, μειδιούν. Για λίγο ευθυμούν. Περισσεύει ο οίκτος, ο πόνος, η συμπάθεια. Τα αστεία τα ανακαλύπτει ο αναγνώστης, οι ήρωες των έργων δεν αστειεύονται. Κι αν τύχει στο έργο χαραγματιά γέλιου ή αστεϊσμού, γρήγορα προσπερνιέται και δίνει τη θέση του στο φόβο, το φθόνο, την εκδίκηση. Φαιδρότητα και ιλαρότητα υπάρχει μόνο στα πρόσωπα των παιδιών, των μικρών κοριτσιών και των αφελών. Παπαδιαμάντειος κόσμος. Στον Βιζυηνό ο Παπαγιώργης συρράπτει τη ζωή του συγγραφέα με το έργο και το περιβάλλον του. Αναδεικνύει τη σύγκρουση Ανατολής με τη Δύση, δημοτικισμού με τον λογιοτατισμό, λαϊκότητας με τον καθωσπρεπισμό. Προσωπικές ατυχίες, ψυχικές αδυναμίες και το αίσθημα της απόρριψης έφεραν τον Βιζυηνό στο χείλος του γκρεμού, στην τρέλα. Στα έργα του συναντάμε αγέλαστους ήρωες: μόλις που χαμογελούν. Ο αναγνώστης, ίσως, μπορεί να γελάσει με τα παθήματα των ηρώων. Αλλά μήπως και ο Βιζυηνός γελούσε; Μια ζωή μέσα στη δακτυλοδεικτούμενη διαφορετικότητα μπορούσε να καταγράψει ευθυμία; Προφανώς όχι.
Ο Κωστής Παπαγιώργης έχτισε ένα βιβλίο πάνω στο πότε, στο γιατί και στο πώς του γέλιου. Μια πραγματεία διηρημένη σε επιμέρους κεφάλαια – δοκίμια: ʽΤο πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο», «Γελάνε τα ζώα;», «Αριστοφάνης και Οιδίπους», «Οι μεθοδεύσεις του κωμικού», «Ειρωνεία και χιούμορ», «Παπαδιαμαντικά γέλια» και «Βιζυηνά γέλια». Η γραφή του είναι γνωστή στους παλαιότερους αναγνώστες και πρόκληση για τους νεότερους. Θυμίζει βιβλία του όπως «Περί μέθης», «Ίμερος και κλινοπάλη», για να αναφερθούμε στα παλαιότερα. Η γλώσσα είναι σύνθετη, καρπίζουν τύποι αρχαϊκοί, δημοτικοί, καθομιλουμένης. Η εικονοπλασία του συγγραφέα, οι αναλογίες του, τα σχήματα λόγου, οι μεταφορές και τα ευφυολογήματα χαρίζουν στα δοκίμια κίνηση και παραστατικότητα. Ο Παπαγιώργης δεν φείδεται ορισμών και χαρακτηρισμών προσώπων και καταστάσεων, ο λόγος του τείνει να γίνει αφοριστικός. Όσα αναλύει, τα αποδεικνύει είτε μέσα από την εσωτερική του βιβλιοθήκη (τη βιωμένη γνώση και εμπειρία του) είτε με αναφορές σε άλλους συγγραφείς, προσθέτοντας πάντα τα ιδιαίτερα οξυδερκή σχόλιά του. Τόσο η δυσκολία του εγχειρήματος, όσο και η ιδιαίτερη προσέγγιση στο θέμα, απαιτούν την προσοχή του αναγνώστη. Γιατί ούτε τα δοκίμια είναι εύπεπτα ούτε τα επιχειρήματα που προβάλλονται είναι πάντα άμεσα κατανοητά. Αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι το βιβλίο του Κωστή Παπαγιώργη Τα γελαστά ζώα, ευχάριστο, απρόβλεπτο και συχνά ελκυστικό, αποτελεί μια πρόκληση για τον αναγνώστη.
ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΚΑΡΑΧΑΛΙΑΣ
Ο Κωστής Παπαγιώργης πραγματεύεται το γέλιο και ερμηνεύει την έκφραση όσο και την απουσία του. Εξετάζει το πηγαίο του ως αναπόδραστου νομοτελειακού συστατικού του ανθρώπου. Το γέλιο είναι μεταδοτικό και εκπέμπεται από το βλέμμα, όπως και η ψυχή. Δεν ενυπάρχει σε κάθε ζωική μορφή, είναι αμιγώς ανθρώπινη συνθήκη. Τα ζώα δεν γελάνε. Κάνουν χίλια δυο άλλα, μα δεν μειδιούν.
Όλα τα δοκίμια του βιβλίου εξετάζουν περιπτώσεις - εκφάνσεις του γέλιου. Χιούμορ, ειρωνεία, κωμικό, σάτιρα, γελοίο, μειδίαμα, τραγικό, συμπάθεια, χαρά έχουν παρανομαστή πάντα το γέλιο. Ωστόσο καθένα από αυτά είναι διαφορετικό: άλλο προσμειδίαμα, άλλο χαρά∙ άλλο σάτιρα, άλλο κακεντρέχεια. Επειδή, λοιπόν, το γέλιο ως ανθρώπινο στοιχείο είναι απρόβλεπτο και ασύμπτωτο με τους κανόνες της ηθικής ζωής –εννοούμενης ως άθροισμα και τήρηση εντολών πίστης και υποταγής σε όρους αιωνιότητας– εν πολλοίς στην ηθική απορρίπτεται και καταδικάζεται. Ο συγγραφέας απέναντι στην παθογένεια ενός αγέλαστου κόσμου αντιτάσσει το αρχαίο θέατρο. Το γέλιο καθαίρει τους θεατές, τους δείχνει, με γκροτέσκο ίσως τρόπο, τον εαυτό τους, τους συνδέει με την πόλιν, τους ήρωες και τα πάθη τους. Γελώντας οι θεατές διδάσκονται, και συνάμα πηδαλιουχούνται πού να στρέψουν το ενδιαφέρον τους. Στην τραγωδία δε γελούν∙ από μέσα τους βγαίνει γόος. Γελάει κανείς μόνον όταν ο ηθοποιός είναι γελοίος ή η παράσταση για γέλια. Κατά τα άλλα, τα πράγματα είναι ξεκαθαρισμένα: πρόκειται για τραγωδία. Η κωμωδία, αντίθετα, βγάζει γέλιο, ζει στο παρόν.
Ο Παπαγιώργης επισημαίνει ότι στον Μπερξόν το γέλιο έχει ανθρωποκεντρική αρχή και συνδέεται με τη συμπεριφορά του ανθρώπου. Η επανάληψη αλλά και η απόκλιση, η μίμηση αλλά και το απρόβλεπτο ή το ασυνήθιστο γεννούν το γέλιο. Η αντιστροφή καταστάσεων ή ρόλων καταλήγει στη γελοιοποίηση ανθρώπινων τύπων και συμπεριφορών. Στη γλώσσα η μετακίνηση από την κυριολεξία στη συνυποδήλωση, οι λεκτικές ανατροπές και η νοηματική αμφισημία, δημιουργούν το κωμικό, προκαλώντας ενίοτε τη θυμηδία. Στον Σοπενάουερ, κατόπιν, συνυφαίνεται το γέλιο με τη σκέψη. Η ασυμφωνία σκέψης και αντικειμένου, πραγμάτων και ονομάτων, γεννά το γέλιο. Συνεπώς το γέλιο ανήκει στους ανόητους και στα παιδιά! Κιʼ αυτό γιατί η σοβαρότητα ταιριάζει σε ισορροπημένα άτομα, εκεί όπου σκέψη και πράγμα είναι αρμοσμένα και εκλογικευμένα. Κάθε παρέκκλιση από τον κανόνα της σοβαρότητας είναι γνώρισμα του γελοίου.
Στην τραγική ειρωνεία ο άνθρωπος γίνεται θύμα των λόγων του, αφού η μοίρα ξέρει περισσότερα και τον εμπαίζει. Η σωκρατική, από την άλλη πλευρά, ειρωνεία είναι η νηφαλιότητα απέναντι στον αλαζόνα και φλύαρο συνομιλητή. Σύντομες ερωτήσεις, λεπτά σχόλια, αλλάζουν τα δεδομένα και η νηφαλιότητα μετατρέπεται σε επίθεση. Το ίδιο συμβαίνει και με τους Kυνικούς, με τη φαινομενική τους μισανθρωπία. Ο Κίρκεγκωρ, με τη σειρά του, δίνει υπαρξιακό περιεχόμενο στους όρους «ειρωνεία» και «χιούμορ»: θεωρεί την ειρωνεία ως αφέλεια και δέχεται το χιούμορ ως συνείδηση της διαφοράς ανάμεσα στον χρόνο και την αιωνιότητα. Τονίζει πως η απελπισία ταιριάζει στην υπαρξιακή πίστη και το γέλιο εντείνει την τραγωδία του ανθρώπου.
Τα τελευταία δύο δοκίμια του βιβλίου αναφέρονται στον Παπαδιαμάντη και στον Βιζυηνό. Το γέλιο στον πρώτο ισοδυναμεί με μειδίαμα. Τα πρόσωπα στο έργα του δεν γελούν, μειδιούν. Για λίγο ευθυμούν. Περισσεύει ο οίκτος, ο πόνος, η συμπάθεια. Τα αστεία τα ανακαλύπτει ο αναγνώστης, οι ήρωες των έργων δεν αστειεύονται. Κι αν τύχει στο έργο χαραγματιά γέλιου ή αστεϊσμού, γρήγορα προσπερνιέται και δίνει τη θέση του στο φόβο, το φθόνο, την εκδίκηση. Φαιδρότητα και ιλαρότητα υπάρχει μόνο στα πρόσωπα των παιδιών, των μικρών κοριτσιών και των αφελών. Παπαδιαμάντειος κόσμος. Στον Βιζυηνό ο Παπαγιώργης συρράπτει τη ζωή του συγγραφέα με το έργο και το περιβάλλον του. Αναδεικνύει τη σύγκρουση Ανατολής με τη Δύση, δημοτικισμού με τον λογιοτατισμό, λαϊκότητας με τον καθωσπρεπισμό. Προσωπικές ατυχίες, ψυχικές αδυναμίες και το αίσθημα της απόρριψης έφεραν τον Βιζυηνό στο χείλος του γκρεμού, στην τρέλα. Στα έργα του συναντάμε αγέλαστους ήρωες: μόλις που χαμογελούν. Ο αναγνώστης, ίσως, μπορεί να γελάσει με τα παθήματα των ηρώων. Αλλά μήπως και ο Βιζυηνός γελούσε; Μια ζωή μέσα στη δακτυλοδεικτούμενη διαφορετικότητα μπορούσε να καταγράψει ευθυμία; Προφανώς όχι.
Ο Κωστής Παπαγιώργης έχτισε ένα βιβλίο πάνω στο πότε, στο γιατί και στο πώς του γέλιου. Μια πραγματεία διηρημένη σε επιμέρους κεφάλαια – δοκίμια: ʽΤο πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο», «Γελάνε τα ζώα;», «Αριστοφάνης και Οιδίπους», «Οι μεθοδεύσεις του κωμικού», «Ειρωνεία και χιούμορ», «Παπαδιαμαντικά γέλια» και «Βιζυηνά γέλια». Η γραφή του είναι γνωστή στους παλαιότερους αναγνώστες και πρόκληση για τους νεότερους. Θυμίζει βιβλία του όπως «Περί μέθης», «Ίμερος και κλινοπάλη», για να αναφερθούμε στα παλαιότερα. Η γλώσσα είναι σύνθετη, καρπίζουν τύποι αρχαϊκοί, δημοτικοί, καθομιλουμένης. Η εικονοπλασία του συγγραφέα, οι αναλογίες του, τα σχήματα λόγου, οι μεταφορές και τα ευφυολογήματα χαρίζουν στα δοκίμια κίνηση και παραστατικότητα. Ο Παπαγιώργης δεν φείδεται ορισμών και χαρακτηρισμών προσώπων και καταστάσεων, ο λόγος του τείνει να γίνει αφοριστικός. Όσα αναλύει, τα αποδεικνύει είτε μέσα από την εσωτερική του βιβλιοθήκη (τη βιωμένη γνώση και εμπειρία του) είτε με αναφορές σε άλλους συγγραφείς, προσθέτοντας πάντα τα ιδιαίτερα οξυδερκή σχόλιά του. Τόσο η δυσκολία του εγχειρήματος, όσο και η ιδιαίτερη προσέγγιση στο θέμα, απαιτούν την προσοχή του αναγνώστη. Γιατί ούτε τα δοκίμια είναι εύπεπτα ούτε τα επιχειρήματα που προβάλλονται είναι πάντα άμεσα κατανοητά. Αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι το βιβλίο του Κωστή Παπαγιώργη Τα γελαστά ζώα, ευχάριστο, απρόβλεπτο και συχνά ελκυστικό, αποτελεί μια πρόκληση για τον αναγνώστη.
ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΚΑΡΑΧΑΛΙΑΣ
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 13 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.