Neraida
Επιφανές μέλος
Η Bitch... αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 13,073 μηνύματα.
18-05-09
15:34
Ολοι εμεις, που σκαβουμε με τα νυχια μας τον ουρανο...
ωρα μεσανυχτα,για να φωναξουμε στον ηλιο "φτου ξελεφτερια"
ολοι εμεις,που δραπετευουμε απ'το φεγγιτη της οδυνης...
για να φιλησουμε στο στομα τη χαρα...
ολοι εμεις,που μαλωσαμε στη μοιρασια των αστρων...
που δεν συναντησαμε ποτε κανεναν στο δρομο μας για να
μας δωσει πληροφοριες,κατα που πεφτει η σιγουρια...
Ολοι εμεις,που οταν βρεθουμε κατω απο ερειπια...
διωχνουμε με χαμογελα τους διασωστες...
ολοι εμεις,που ψαξαμε στα αζητητα...
να βρουμε τα στολιδια της ψυχης μας...
που καναμε τα μεγαλα ταξιδια μας στις φτερουγες των κυκνων...
Ολοι εμεις,οι σιωπηλοι ακροβατες μιας υποσχεσης ματαιης...
ολοι εμεις,που παραπλανησαμε τους ανεμους...
που ξελογιασαμε τις ελπιδες...
ολοι εμεις,που ερωτευτηκαμε οτι μας αφανιζε...
ολοι εμεις,οι αφρουρητοι,που δεν ειχαμε ποτε αλλοθι για τα λαθη μας...
ολοι εμεις,οι αντιρρησιες της παρηγοριας...
ολοι εμεις,ειμαστε μπασταρδα Του Θεου...
ακομα κι αν φοβηθηκε να μας αναγνωρισει...
ενα ειναι το σιγουρο...
Μας εχει αδυναμια...να το ξερετε...
Αλκυονη Παπαδακη
ωρα μεσανυχτα,για να φωναξουμε στον ηλιο "φτου ξελεφτερια"
ολοι εμεις,που δραπετευουμε απ'το φεγγιτη της οδυνης...
για να φιλησουμε στο στομα τη χαρα...
ολοι εμεις,που μαλωσαμε στη μοιρασια των αστρων...
που δεν συναντησαμε ποτε κανεναν στο δρομο μας για να
μας δωσει πληροφοριες,κατα που πεφτει η σιγουρια...
Ολοι εμεις,που οταν βρεθουμε κατω απο ερειπια...
διωχνουμε με χαμογελα τους διασωστες...
ολοι εμεις,που ψαξαμε στα αζητητα...
να βρουμε τα στολιδια της ψυχης μας...
που καναμε τα μεγαλα ταξιδια μας στις φτερουγες των κυκνων...
Ολοι εμεις,οι σιωπηλοι ακροβατες μιας υποσχεσης ματαιης...
ολοι εμεις,που παραπλανησαμε τους ανεμους...
που ξελογιασαμε τις ελπιδες...
ολοι εμεις,που ερωτευτηκαμε οτι μας αφανιζε...
ολοι εμεις,οι αφρουρητοι,που δεν ειχαμε ποτε αλλοθι για τα λαθη μας...
ολοι εμεις,οι αντιρρησιες της παρηγοριας...
ολοι εμεις,ειμαστε μπασταρδα Του Θεου...
ακομα κι αν φοβηθηκε να μας αναγνωρισει...
ενα ειναι το σιγουρο...
Μας εχει αδυναμια...να το ξερετε...
Αλκυονη Παπαδακη
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Neraida
Επιφανές μέλος
Η Bitch... αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 13,073 μηνύματα.
12-05-09
18:21
Μη λέτε, "Βρήκα την αλήθεια", αλλά να λέτε, "Βρήκα μιαν αλήθεια". **
Μη λέτε, "Βρήκα το μονοπάτι της ψυχής", αλλά να λέτε, "Συνάντησα την ψυχή που περπατούσε στο μονοπάτι μου".
Γιατί η ψυχή περπατά πάνω σ' όλα τα μονοπάτια.
Η ψυχή δεν περπατά πάνω σε μια γραμμή, ούτε μεγαλώνει σαν καλάμι.
Η ψυχή ξεδιπλώνεται, όπως ο λωτός με τα αναρίθμητα πέταλα.
**
Ἡ Ἀγάπη περνάει δίπλα μας, ντυμένη στή γλυκύτητα. Μά ἐμεῖς φεύγουμε φοβισμένοι μακριά της, ἤ κρυβόμαστε στό σκοτάδι. Ἤ ἀλλιῶς τήν καταδιώκουμε, γιά ν' ἁμαρτήσουμε στ' ὄνομά της.
**
Κι ἕνας νέος εἶπε, Μίλησέ μας γιά τή Φιλία. Κι ἐκεῖνος ἀποκρίθηκε λέγοντας: Ὁ φίλος σας εἶναι ἡ ἐκπλήρωση τῶν ἀναγκῶν σας. Εἶναι τό χωράφι σας πού ἐσεῖς σπέρνετε μέ ἀγάπη καί θερίζετε μ' εὐγνωμοσύνη. Καί εἶναι τό τραπέζι σας καί τό παραγώνι σας. Γιατί πηγαίνετε στό φίλο μέ τήν πείνα σας καί τόν ἀναζητᾶτε γιά τή γαλήνη σας...
**
Καί μιά γυναίκα μίλησε καί εἶπε, Μίλησέ μας γιά τόν Πόνο. Κι ἐκεῖνος ἀποκρίθηκε: Ὁ πόνος σας εἶναι τό σπάσιμο τοῦ ὄστρακου πού περικλείει τή γνώση σας. Ὅπως τό τσόφλι τοῦ καρποῦ πρέπει νά σπάσει, γιά νά βγεῖ ἡ καρδιά του στό φῶς τοῦ ἥλιου, ἔτσι κι ἐσεῖς πρέπει νά γνωρίσετε τόν πόνο. Κι ἄν θά μπορούσατε νά κρατᾶτε στήν καρδιά σας τό θαυμασμό γιά τά καθημερινά θαύματα τῆς ζωῆς σας, ὁ πόνος δέν θά σᾶς φαινόταν λιγότερο θαυμαστός ἀπό τη χαρά σας...
**
Καί τότε ἡ Ἀλμήτρα εἶπε, μίλησέ μας γιά τήν Ἀγάπη. Κι ἐκεῖνος... μέ μεγάλη φωνή εἶπε: Ὅταν ἡ ἀγάπη σέ καλεῖ, ἀκολούθησέ την, μ' ὅλο πού τά μονοπάτια της εἶναι τραχειά κι ἀπότομα.
Κι ὅταν τά φτερά της σ' ἀγκαλιάσουν, παραδώσου, μ' ὅλο πού τό σπαθί πού εἶναι κρυμμένο ἀνάμεσα στίς φτεροῦγες της μπορεῖ νά σέ πληγώσει.
Κι ὅταν σοῦ μιλήσει πίστεψέ την, μ' ὅλο πού ἡ φωνή της μπορεῖ νά διασκορπίσει τά ὄνειρά σου σάν τό βορριά πού ἐρημώνει τόν κῆπο.
Γιατί, ὅπως ἡ ἀγάπη σέ στεφανώνει, ἔτσι καί θά σέ σταυρώσει. Κι ὅπως εἶναι γιά τό μεγάλωμά σου, εἶναι καί γιά τό κλάδεμά σου.
Σάν δεμάτια σταριοῦ σέ μαζεύει κοντά της. Σέ ἁλωνίζει γιά νά σέ ξεσταχιάσει. Σέ κοσκινίζει γιά νά σέ λευτερώσει ἀπό τά φλούδια σου. Σέ ἀλέθει γιά νά σέ λευκάνει. Σέ ζυμώνει ὥσπου νά γίνεις ἁπαλός...
Ὅλα αὐτά θά σοῦ τά κάνει ἡ ἀγάπη γιά νά μπορέσεις νά γνωρίσεις τά μυστικά τῆς καρδιᾶς σου, καί μέ τή γνώση αὐτή νά γίνεις κομμάτι τῆς καρδιᾶς τῆς ζωῆς...
Μη λέτε, "Βρήκα το μονοπάτι της ψυχής", αλλά να λέτε, "Συνάντησα την ψυχή που περπατούσε στο μονοπάτι μου".
Γιατί η ψυχή περπατά πάνω σ' όλα τα μονοπάτια.
Η ψυχή δεν περπατά πάνω σε μια γραμμή, ούτε μεγαλώνει σαν καλάμι.
Η ψυχή ξεδιπλώνεται, όπως ο λωτός με τα αναρίθμητα πέταλα.
**
Ἡ Ἀγάπη περνάει δίπλα μας, ντυμένη στή γλυκύτητα. Μά ἐμεῖς φεύγουμε φοβισμένοι μακριά της, ἤ κρυβόμαστε στό σκοτάδι. Ἤ ἀλλιῶς τήν καταδιώκουμε, γιά ν' ἁμαρτήσουμε στ' ὄνομά της.
**
Κι ἕνας νέος εἶπε, Μίλησέ μας γιά τή Φιλία. Κι ἐκεῖνος ἀποκρίθηκε λέγοντας: Ὁ φίλος σας εἶναι ἡ ἐκπλήρωση τῶν ἀναγκῶν σας. Εἶναι τό χωράφι σας πού ἐσεῖς σπέρνετε μέ ἀγάπη καί θερίζετε μ' εὐγνωμοσύνη. Καί εἶναι τό τραπέζι σας καί τό παραγώνι σας. Γιατί πηγαίνετε στό φίλο μέ τήν πείνα σας καί τόν ἀναζητᾶτε γιά τή γαλήνη σας...
**
Καί μιά γυναίκα μίλησε καί εἶπε, Μίλησέ μας γιά τόν Πόνο. Κι ἐκεῖνος ἀποκρίθηκε: Ὁ πόνος σας εἶναι τό σπάσιμο τοῦ ὄστρακου πού περικλείει τή γνώση σας. Ὅπως τό τσόφλι τοῦ καρποῦ πρέπει νά σπάσει, γιά νά βγεῖ ἡ καρδιά του στό φῶς τοῦ ἥλιου, ἔτσι κι ἐσεῖς πρέπει νά γνωρίσετε τόν πόνο. Κι ἄν θά μπορούσατε νά κρατᾶτε στήν καρδιά σας τό θαυμασμό γιά τά καθημερινά θαύματα τῆς ζωῆς σας, ὁ πόνος δέν θά σᾶς φαινόταν λιγότερο θαυμαστός ἀπό τη χαρά σας...
**
Καί τότε ἡ Ἀλμήτρα εἶπε, μίλησέ μας γιά τήν Ἀγάπη. Κι ἐκεῖνος... μέ μεγάλη φωνή εἶπε: Ὅταν ἡ ἀγάπη σέ καλεῖ, ἀκολούθησέ την, μ' ὅλο πού τά μονοπάτια της εἶναι τραχειά κι ἀπότομα.
Κι ὅταν τά φτερά της σ' ἀγκαλιάσουν, παραδώσου, μ' ὅλο πού τό σπαθί πού εἶναι κρυμμένο ἀνάμεσα στίς φτεροῦγες της μπορεῖ νά σέ πληγώσει.
Κι ὅταν σοῦ μιλήσει πίστεψέ την, μ' ὅλο πού ἡ φωνή της μπορεῖ νά διασκορπίσει τά ὄνειρά σου σάν τό βορριά πού ἐρημώνει τόν κῆπο.
Γιατί, ὅπως ἡ ἀγάπη σέ στεφανώνει, ἔτσι καί θά σέ σταυρώσει. Κι ὅπως εἶναι γιά τό μεγάλωμά σου, εἶναι καί γιά τό κλάδεμά σου.
Σάν δεμάτια σταριοῦ σέ μαζεύει κοντά της. Σέ ἁλωνίζει γιά νά σέ ξεσταχιάσει. Σέ κοσκινίζει γιά νά σέ λευτερώσει ἀπό τά φλούδια σου. Σέ ἀλέθει γιά νά σέ λευκάνει. Σέ ζυμώνει ὥσπου νά γίνεις ἁπαλός...
Ὅλα αὐτά θά σοῦ τά κάνει ἡ ἀγάπη γιά νά μπορέσεις νά γνωρίσεις τά μυστικά τῆς καρδιᾶς σου, καί μέ τή γνώση αὐτή νά γίνεις κομμάτι τῆς καρδιᾶς τῆς ζωῆς...
Αποσπασματα απο τον "Κηπο του Προφητη", τον "Προφήτη" και τη "Φωνη του Δασκαλου" του Χαλιλ Γκιμπραν
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Neraida
Επιφανές μέλος
Η Bitch... αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 13,073 μηνύματα.
11-03-09
01:12
Από το μυθιστόρημα Ο Μέγας Ανατολικός (1990-2), Μέρος Α΄ Κεφ. 3
του Ανδρέα Εμπειρίκου
Πράγματι, ο καιρός ήτο θαυμάσιος. Ένας καιρός ηδονικός και, όπως λέγουν, θείος. Ο ήλιος έλαμπε καταυγάζων και θερμαίνων τα πάντα – τον ουρανόν, την θάλασσαν, το υπερωκεάνειον, τους επιβάτας. Όλοι σχεδόν ήσαν χαρούμενοι. Ελάχιστοι μόνον εκ των ταξιδιωτών έμεναν αμέτοχοι της γενικής αγαλλιάσεως. Μεταξύ αυτών, συγκατελέγετο και ο τρίτος εκ των Ελλήνων επιβατών, ένας άνδρας τεσσαράκοντα περίπου ετών, ο Ανδρέας Σπερχής. Ο άνδρας αυτός ίστατο την ώραν εκείνην επί της γεφύρας, και με την κόμην του ανάστατον από τον άνεμον, παρετήρει, μελαγχολικός και σύννους, τον μακρινόν ορίζοντα. Γόνος γνωστής Ελληνικής εν Βλαχία εγκατεστημένης, άλλοτε, οικογενείας πλοιοκτητών και μεγαλεμπόρων, ο Ανδρέας Σπερχής είχε γνωρίσει τον πλοίαρχον Άντερσον εν Λονδίνω, όπου αργότερον εγκατεστάθη η οικογένειά του, και, όπου, επί πολλά έτη, έζησε, σπουδάζων και εργαζόμενος, εις τα εκεί γραφεία του πατρός του, και χάρις εις αυτήν την γνωριμίαν, ευθύς ως την εζήτησε, έλαβε παρά του πλοιάρχου την άδεια να ανέρχεται, οσάκις το επιθυμούσε, εις την γέφυραν του γιγαντιαίου πλοίου.του Ανδρέα Εμπειρίκου
Αλλά, ενώ εις πάσαν άλλην εποχήν, ο Ανδρέας Σπερχής θα ησχολείτο με τας απολαύσεις της ζωής και ιδίως με τας ηδονάς του έρωτος, επιδιώκων να έλθη και ερχόμενος εις αμέσους επαφάς με πολλάς ωραίας νεάνιδας και κυρίας, ο Έλλην αυτός απέφευγε τώρα συστηματικώς τον κόσμον και, παραδόξως, δεν εκοίταζε καμμίαν γυναίκα. Ωρισμέναι σκέψεις έμμονοι και πεπυρακτωμέναι του εφλόγιζαν τον νουν, και ένα όνομα γλυκύτερον παντός άλλου συνετάρασσε την σφαδάζουσαν συναισθηματικότητά του. Το όνομα τούτο ήτο – Βεατρίκη. Αι σκέψεις – παν ό,τι είχε σχέσιν με την φέρουσαν το όνομα αυτό κόρην, και ιδίως, η απόκρουσις εκ μέρους της του έρωτος που της είχε προσφέρει.
Ο Ανδρέας Σπερχής είχε αγαπήσει εμμανώς την Βεατρίκην εις τας Αθήνας, όπου είχε διαμείνει πλέον των τριών μηνών, κατά την επιστροφήν του εκ μακρυνού ταξιδίου εις την Τουρκίαν, τον Καύκασον και την Ρωσσίαν, πριν επανέλθη εις το Λονδίνον, όπου, από εικοσαετίας ήδη ήτο εγκατεστημένος. Η νεάνις, όμως, ηγάπα άλλον άνδρα, και κληθείσα, εν τέλει, κατόπιν μακράς προσπαθείας του εκ Βλαχίας Έλληνος θαυμαστού της να την κατακτήση, να εκλέξη οριστικώς, μεταξύ αυτού και του άλλου, επροτίμησε να μείνη πιστή εις τον πρώτον της έρωτα. Ο Σπερχής, τρωθείς βαθύτατα εις την καρδίαν, απεφάσισε να εγκαταλείψη την Ελλάδα ενωρίτερα απʼ ό,τι υπελόγιζε αρχικώς, και να ζητήση, εις μακρυνά ταξίδια, μίαν λήθην που εφαίνετο προβληματική, διότι το πάθος του διά την ωραίαν και σεμνήν Αθηναίαν ήτο μέγα και η θλίψις, που προεκάλεσε εις αυτόν ο χωρισμός, αβυσσαλέα.
Και ενώ, άλλοτε, η ισχυρά του ιδιοσυγκρασία και η εντόνως αισθησιακή του φύσις, εγέμιζαν την ψυχήν του Ανδρέου με εξαισίας ηδονάς και με ακαταπόνητον δραστηριότητα, τώρα, μετά την ατυχή έκβασιν του προσφάτου ερωτός του, ο Έλλην αυτός δεν ημπορούσε να αντιδράση λυσιτελώς, και παρέμενε δέσμιος της στυγνής μελαγχολίας που τον κατέτρυχε και αιχμάλωτος, όχι μόνον των θλιβερών του σκέψεων, αλλά και των αγχωδών φαντασιώσεών του , αίτινες έφεραν άπασαι την σφραγίδα της και εν τη θλίψη ακόμη ισχυράς του φαντασίας, ην συνεχώς έτρεφε και υπεδαύλιζε, τόσον εν τη λύπη, όσον και εν τη ψυχική ευφορία, η πλουσιωτάτη συναισθηματικότης του.
Oύτω, και κατά την παρούσαν στιγμήν, συλλογιζόμενος διά πολλοστήν φοράν τα γεγονότα της εν Αθήναις διαμονής του, εν τοιούτον όραμα της φαντασίας εξετόπισε τας ιστορικώς συγκεκριμένας σκέψεις του, και ο Ανδρέας Σπερχής έβλεπε, τώρα, εν τω ερωτικώ του σπαραγμώ, τον εαυτόν του ως Θεόδωρον Κολοκοτρώνην, καθημαγμένον και γεγηρακότα, καθήμενον επί δρυός πεσούσης, με την περικεφαλαίαν του, δίπλα του, επί της γης, να οδύρεται και να θρηνή, ουχί μακράν από την με φλόγας ζωσμένην ηρωικήν Τροπολιτσάν, ενώ η Βεατρίκη εκθύμως υπανδρεύετο τον Ιμπραήμ, και οι πέριξ ιστάμενοι αγωνισταί, περίλυποι, σιωπούσαν.
Αίφνης τα χείλη του Σπερχή εσάλευσαν και ενώ, ακουμβών εις την κουπαστήν, εξύφαινε ακόμη την φαντασίωσίν του, ο Έλλην αυτός, καίτοι κατήγετο εξ Άνδρου των Κυκλάδων, και είδε το φως εν Βλαχία και ουχί εν Πελοποννήσω, ταυτιζόμενος, προς στιγμήν, με τον βαρέως δεινοπαθείσαντα Μωρέαν, εψιθύρισε με τραγικόν καϋμόν:
«Μωρηά! Μωρηά κατακαϋμένε!»
Μόλις ωλοκληρώθη εις τον νουν του αυτή η εικών, και εγεύθη ο Σπερχής την οξυτάτην πικρίαν με την οποία τον εγέμισε το όραμά του, καθώς και η φράσις που είχε εκστομίσει, νέα εικών, εξ ίσου εναργής και αγχοβαρής, κατέλαβε την θέσιν της προηγουμένης. Και ιδού που ο Έλλην έβλεπε τώρα τον εαυτόν του ως Αθανάσιον Διάκον, θνήσκοντα εν μέσω φρικτών αλγηδόνων εις χείρας των Τουρκαλβανών, ουχί κατά διαταγήν του Αλή, αλλά κατά διαταγήν της Βεατρίκης, ήτις, βασιλεύουσα ως μπας-χανούμ εις το σεράϊ των Ιωαννίνων, και περιστοιχιζομένη εις τον εξώστην από Έλληνας και Τούρκους εραστάς και ευνοουμένους, παρετήρει τερπομένη το οικτρόν του τέλος.
Και ενώ η λίμνη εφρικία από τας κραυγάς των απεριγράπτων αλγηδόνων του, και τα πέριξ όρη και αι φάραγγες αντιλαλούσαν τας τρομεράς του οιμωγάς, η Βεατρίκη, μειδιώσα, εφαίνετο να ηδονίζεται ολονέν περισσότερον, και οι χυδαίοι ευνοούμενοι εκάγχαζαν πιο δυνατά, μυκτηρίζοντες και υβρίζοντες τον εν βασάνοις θνήσκοντα μάρτυρα της αγάπης.
Ο Ανδρέας Σπερχής επέρασε εμπρός από τα μάτια του την χείρα του, ωσάν να ήθελε να εκδιώξη το αποτρόπαιον τούτο όραμα. Και ενώ, μετά μικράν ανάπαυλαν, ητένιζε πάλιν τον ορίζοντα, μία άλλη φαντασίωσις εγεννήθη εις τον νουν του. Εις την φαντασίωσιν ταύτην, ωσάν να ήθελε να εκδικηθή την νεάνιδα των Αθηνών, ο Σπερχής έβλεπε τώρα τον εαυτόν του ως Τούρκον γενίτσαρον, να φονεύη διά φασγάνου τον εκλεκτόν της Βεατρίκης και, ακολούθως, να μαστιγώνη την ωραίαν κόρην, την οποίαν έβλεπε γονυπετή, επί παχέος τάπητος, με την κεφαλήν της εγγίζουσαν το δάπεδον, με το φόρεμά της υψωμένον μέχρι της οσφύος, με τον κώλον της γυμνόν και τουρλωμένον, ενώ οι ακάλυπτοι γλουτοί της καθίσταντο ρόδινοι και εν τέλει πορφυροί, υπό τα δηκτικά και συρίζοντα πλήγματα του καμτσικίου του, έως που από την ερυθράν πλέον σφαιρικήν επιφάνειαν των φλεγομένων οπισθίων της, ήρχισε να αναβλύζη το αίμα. Ο Ανδρέας Σπερχής ερρίγησε. Τώρα έβλεπε τον εαυτόν του να ανατρέπη την Αθηναίαν κόρην επί του τάπητος, και ενώ εκείνη εκραύγαζε, ζητούσα βοήθειαν ματαίως, έβλεπε τον εαυτόν του ο Σπερχής να ανέρχεται επʼ αυτής και με πριαπικήν φρενίτιδα θηριώδη να την βιάζη.
Επί τινα δευτερόλεπτα η εικών αυτή ανεκούφισε την τρωθείσαν φιλαυτίαν του Έλληνος, αλλά, εντός ολίγου, το γεγονός ότι εστάθη δυνατόν να δοκιμάση τοιαύτα συναισθήματα, και η διαπίστωσις ότι, έστω και εν τη φαντασία του, είχε τηρήσει τόσον ανοικτίρμονα και αγρίαν στάσιν, έναντι του πλάσματος που ελάτρευε, τον έρριψε εις βάραθρον απογνώσεως μεγαλυτέρας. Μετανοών δε και σχεδόν δακρύων, έσφυξε σπασμωδικώς την κουπαστήν της γεφύρας και εψιθύρισε:
«Βεατρίκη!…Βεατρίκη!…Συγχώρησέ με.»
Καίτοι ο Ανδρέας Σπερχής ήτο υιός πλουσιωτάτου εφοπλιστού και μεγαλεμπόρου, εν τούτοις, ουδέποτε ενδιεφέρθη ουσιαστικώς διά τας εργασίας του πατρός του, μολονότι αγαπούσε πολύ τον άνδρα αυτόν και τον εθαύμαζε. Εν τέλει –προ έξη περίπου ετών – παρητήθη από τας επιχειρήσεις της οικογενείας του, και έκτοτε ησχολείτο με την λογοτεχνίαν και ιδίως με την ποίησιν, γράφων ο ίδιος κατά τρόπον πρωτότυπον και εντελώς προσωπικόν.
Τα πράγματα που ο Ανδρέας ηγάπα υπεράνω όλων των άλλων, ήσαν κατά σειράν, αι ηδοναί του έρωτος, η ποίησις και τα μεγάλα ταξίδια – όμως, όχι εκείνα που επιτρέπουν, απλώς, την μουσειακήν, τρόπον τινά, διαπίστωσιν και ταξινόμησιν του λεγομένου «εντοπίου χρώματος», αλλά τα επιτρέποντα την προέκτασιν, την προβολήν και την συμμετοχήν εκάστου «Ενός», εκάστου «Εγώ», εκάστου Ατόμου, διά της βιουμένης προσωπικής κατανοήσεως της ολοκληρωτικής ουσίας και της οικουμενικής εννοίας, εις την καθολικότητα και τον πλήρη ρυθμόν του Κόσμου.
Ούτω, με πρώτον μέλημα τον έρωτα και με σύντροφον την ποίησιν – ήτις, εις την βαθυτέραν της υπόστασιν, δεν διαφέρει πολύ από τον ίμερον – ο Ανδρέας Σπερχής, είχε πραγματοποιήσει πολλά ταξίδια εις την Δύσιν και την Ανατολήν, εξ ων, το ανωτέρω ρηθέν, υπήρξε το μεγαλύτερον. Μετά την ατυχή έκβασιν της ερωτικής του περιπετείας εις τας Αθήνας, επιστρέψας εις το Λονδίνον, απεφάσισε να επιβιβασθή επί του «Μεγάλου Ανατολικού», και άμα τη αφίξει του εις τον Νέον Κόσμον, να διασχίση απʼ άκρου εις άκρον τας Ηνωμένας Πολιτείας, τας οποίας δεν είχε ακόμη επισκεφθεί, και, θέτων άλλην μίαν φοράν εις ενέργειαν την περί ταξιδίων θεωρίαν του, να προσπαθήση να λησμονήση την νεάνιδα που έκαμνε την καρδίαν του να αιμάσση.
Ο Έλλην ποιητής, εξερχόμενος από την τελευταίαν φαντασίωσίν του, ησθάνθη προς στιγμήν, αλλά μόνον προς στιγμήν, μίαν παρόρμησιν να μεταβή πάραυτα εις τον θάλαμόν του, διά να δοκιμάση να συνεχίση εκεί ένα ποιητικόν γραπτόν εις πρόζαν, εν κείμενον εντόνως ερωτικόν, αλλʼ άσχετον με την Βεατρίκην, το οποίον είχε αρχίσει εις τας Αθήνας, προτού γνωρίση την ωραίαν κόρην, και του οποίου την τελείωσιν είχε διακόψει η αποτυχούσα περιπέτειά του.
Υπακούων εις την στιγμιαίαν εσωτερικήν αυτήν παρώθησιν, ο Σπερχής κατηυθύνθη προς την κλίμακα της γέφυρας διά να κατέλθη. Όμως, πριν θέση τον πόδα του εις την πρώτην βαθμίδα, ενθυμηθείς πόσον μάταιαι υπήρξαν πολλαί παρόμοιαι πρόσφατοι απόπειραί του, εγκατέλειψε την κλίμακα και επανερχόμενος εις την γέφυραν, εξηκολούθησε εκεί τας μελαγχολικάς και αλγολαγνικάς του σκέψεις.
Oύτω, και κατά την παρούσαν στιγμήν, συλλογιζόμενος διά πολλοστήν φοράν τα γεγονότα της εν Αθήναις διαμονής του, εν τοιούτον όραμα της φαντασίας εξετόπισε τας ιστορικώς συγκεκριμένας σκέψεις του, και ο Ανδρέας Σπερχής έβλεπε, τώρα, εν τω ερωτικώ του σπαραγμώ, τον εαυτόν του ως Θεόδωρον Κολοκοτρώνην, καθημαγμένον και γεγηρακότα, καθήμενον επί δρυός πεσούσης, με την περικεφαλαίαν του, δίπλα του, επί της γης, να οδύρεται και να θρηνή, ουχί μακράν από την με φλόγας ζωσμένην ηρωικήν Τροπολιτσάν, ενώ η Βεατρίκη εκθύμως υπανδρεύετο τον Ιμπραήμ, και οι πέριξ ιστάμενοι αγωνισταί, περίλυποι, σιωπούσαν.
Αίφνης τα χείλη του Σπερχή εσάλευσαν και ενώ, ακουμβών εις την κουπαστήν, εξύφαινε ακόμη την φαντασίωσίν του, ο Έλλην αυτός, καίτοι κατήγετο εξ Άνδρου των Κυκλάδων, και είδε το φως εν Βλαχία και ουχί εν Πελοποννήσω, ταυτιζόμενος, προς στιγμήν, με τον βαρέως δεινοπαθείσαντα Μωρέαν, εψιθύρισε με τραγικόν καϋμόν:
«Μωρηά! Μωρηά κατακαϋμένε!»
Μόλις ωλοκληρώθη εις τον νουν του αυτή η εικών, και εγεύθη ο Σπερχής την οξυτάτην πικρίαν με την οποία τον εγέμισε το όραμά του, καθώς και η φράσις που είχε εκστομίσει, νέα εικών, εξ ίσου εναργής και αγχοβαρής, κατέλαβε την θέσιν της προηγουμένης. Και ιδού που ο Έλλην έβλεπε τώρα τον εαυτόν του ως Αθανάσιον Διάκον, θνήσκοντα εν μέσω φρικτών αλγηδόνων εις χείρας των Τουρκαλβανών, ουχί κατά διαταγήν του Αλή, αλλά κατά διαταγήν της Βεατρίκης, ήτις, βασιλεύουσα ως μπας-χανούμ εις το σεράϊ των Ιωαννίνων, και περιστοιχιζομένη εις τον εξώστην από Έλληνας και Τούρκους εραστάς και ευνοουμένους, παρετήρει τερπομένη το οικτρόν του τέλος.
Και ενώ η λίμνη εφρικία από τας κραυγάς των απεριγράπτων αλγηδόνων του, και τα πέριξ όρη και αι φάραγγες αντιλαλούσαν τας τρομεράς του οιμωγάς, η Βεατρίκη, μειδιώσα, εφαίνετο να ηδονίζεται ολονέν περισσότερον, και οι χυδαίοι ευνοούμενοι εκάγχαζαν πιο δυνατά, μυκτηρίζοντες και υβρίζοντες τον εν βασάνοις θνήσκοντα μάρτυρα της αγάπης.
Ο Ανδρέας Σπερχής επέρασε εμπρός από τα μάτια του την χείρα του, ωσάν να ήθελε να εκδιώξη το αποτρόπαιον τούτο όραμα. Και ενώ, μετά μικράν ανάπαυλαν, ητένιζε πάλιν τον ορίζοντα, μία άλλη φαντασίωσις εγεννήθη εις τον νουν του. Εις την φαντασίωσιν ταύτην, ωσάν να ήθελε να εκδικηθή την νεάνιδα των Αθηνών, ο Σπερχής έβλεπε τώρα τον εαυτόν του ως Τούρκον γενίτσαρον, να φονεύη διά φασγάνου τον εκλεκτόν της Βεατρίκης και, ακολούθως, να μαστιγώνη την ωραίαν κόρην, την οποίαν έβλεπε γονυπετή, επί παχέος τάπητος, με την κεφαλήν της εγγίζουσαν το δάπεδον, με το φόρεμά της υψωμένον μέχρι της οσφύος, με τον κώλον της γυμνόν και τουρλωμένον, ενώ οι ακάλυπτοι γλουτοί της καθίσταντο ρόδινοι και εν τέλει πορφυροί, υπό τα δηκτικά και συρίζοντα πλήγματα του καμτσικίου του, έως που από την ερυθράν πλέον σφαιρικήν επιφάνειαν των φλεγομένων οπισθίων της, ήρχισε να αναβλύζη το αίμα. Ο Ανδρέας Σπερχής ερρίγησε. Τώρα έβλεπε τον εαυτόν του να ανατρέπη την Αθηναίαν κόρην επί του τάπητος, και ενώ εκείνη εκραύγαζε, ζητούσα βοήθειαν ματαίως, έβλεπε τον εαυτόν του ο Σπερχής να ανέρχεται επʼ αυτής και με πριαπικήν φρενίτιδα θηριώδη να την βιάζη.
Επί τινα δευτερόλεπτα η εικών αυτή ανεκούφισε την τρωθείσαν φιλαυτίαν του Έλληνος, αλλά, εντός ολίγου, το γεγονός ότι εστάθη δυνατόν να δοκιμάση τοιαύτα συναισθήματα, και η διαπίστωσις ότι, έστω και εν τη φαντασία του, είχε τηρήσει τόσον ανοικτίρμονα και αγρίαν στάσιν, έναντι του πλάσματος που ελάτρευε, τον έρριψε εις βάραθρον απογνώσεως μεγαλυτέρας. Μετανοών δε και σχεδόν δακρύων, έσφυξε σπασμωδικώς την κουπαστήν της γεφύρας και εψιθύρισε:
«Βεατρίκη!…Βεατρίκη!…Συγχώρησέ με.»
Καίτοι ο Ανδρέας Σπερχής ήτο υιός πλουσιωτάτου εφοπλιστού και μεγαλεμπόρου, εν τούτοις, ουδέποτε ενδιεφέρθη ουσιαστικώς διά τας εργασίας του πατρός του, μολονότι αγαπούσε πολύ τον άνδρα αυτόν και τον εθαύμαζε. Εν τέλει –προ έξη περίπου ετών – παρητήθη από τας επιχειρήσεις της οικογενείας του, και έκτοτε ησχολείτο με την λογοτεχνίαν και ιδίως με την ποίησιν, γράφων ο ίδιος κατά τρόπον πρωτότυπον και εντελώς προσωπικόν.
Τα πράγματα που ο Ανδρέας ηγάπα υπεράνω όλων των άλλων, ήσαν κατά σειράν, αι ηδοναί του έρωτος, η ποίησις και τα μεγάλα ταξίδια – όμως, όχι εκείνα που επιτρέπουν, απλώς, την μουσειακήν, τρόπον τινά, διαπίστωσιν και ταξινόμησιν του λεγομένου «εντοπίου χρώματος», αλλά τα επιτρέποντα την προέκτασιν, την προβολήν και την συμμετοχήν εκάστου «Ενός», εκάστου «Εγώ», εκάστου Ατόμου, διά της βιουμένης προσωπικής κατανοήσεως της ολοκληρωτικής ουσίας και της οικουμενικής εννοίας, εις την καθολικότητα και τον πλήρη ρυθμόν του Κόσμου.
Ούτω, με πρώτον μέλημα τον έρωτα και με σύντροφον την ποίησιν – ήτις, εις την βαθυτέραν της υπόστασιν, δεν διαφέρει πολύ από τον ίμερον – ο Ανδρέας Σπερχής, είχε πραγματοποιήσει πολλά ταξίδια εις την Δύσιν και την Ανατολήν, εξ ων, το ανωτέρω ρηθέν, υπήρξε το μεγαλύτερον. Μετά την ατυχή έκβασιν της ερωτικής του περιπετείας εις τας Αθήνας, επιστρέψας εις το Λονδίνον, απεφάσισε να επιβιβασθή επί του «Μεγάλου Ανατολικού», και άμα τη αφίξει του εις τον Νέον Κόσμον, να διασχίση απʼ άκρου εις άκρον τας Ηνωμένας Πολιτείας, τας οποίας δεν είχε ακόμη επισκεφθεί, και, θέτων άλλην μίαν φοράν εις ενέργειαν την περί ταξιδίων θεωρίαν του, να προσπαθήση να λησμονήση την νεάνιδα που έκαμνε την καρδίαν του να αιμάσση.
Ο Έλλην ποιητής, εξερχόμενος από την τελευταίαν φαντασίωσίν του, ησθάνθη προς στιγμήν, αλλά μόνον προς στιγμήν, μίαν παρόρμησιν να μεταβή πάραυτα εις τον θάλαμόν του, διά να δοκιμάση να συνεχίση εκεί ένα ποιητικόν γραπτόν εις πρόζαν, εν κείμενον εντόνως ερωτικόν, αλλʼ άσχετον με την Βεατρίκην, το οποίον είχε αρχίσει εις τας Αθήνας, προτού γνωρίση την ωραίαν κόρην, και του οποίου την τελείωσιν είχε διακόψει η αποτυχούσα περιπέτειά του.
Υπακούων εις την στιγμιαίαν εσωτερικήν αυτήν παρώθησιν, ο Σπερχής κατηυθύνθη προς την κλίμακα της γέφυρας διά να κατέλθη. Όμως, πριν θέση τον πόδα του εις την πρώτην βαθμίδα, ενθυμηθείς πόσον μάταιαι υπήρξαν πολλαί παρόμοιαι πρόσφατοι απόπειραί του, εγκατέλειψε την κλίμακα και επανερχόμενος εις την γέφυραν, εξηκολούθησε εκεί τας μελαγχολικάς και αλγολαγνικάς του σκέψεις.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Neraida
Επιφανές μέλος
Η Bitch... αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 13,073 μηνύματα.
20-02-09
21:41
Απόσπασμα απο το βιβλιο "ΣΙΩΠΗΛΕΣ ΚΡΑΥΓΕΣ"
...του Γιωργου Πολυράκη
"Σήμερα έφυγε. Την κοίταζα που έφευγε και είχα την αίσθηση πως τα βήματά της έμοιαζαν με κομμάτια απο στιγμές που φεύγουν. Απομακρύνθηκε απο κοντά μου σιωπηλή, σαν να μου αρνιόταν την ελεημοσύνη της σκέψης της.
Όταν την έχασα απο τα μάτια μου, ήρθα και κλείστικα στην κάμαρά μου. Έξω ήταν μια όμορφη μέρα, μα μέσα μου υπήρχε σκοτάδι, που θα εξακολουθήσει να διαιωνίζεται ακόμη και αν τούτη η νύχτα θα έχει τέλειώσει...
Κάθομαι στο κρεβάτι μου και συλλογίζομαι ταραγμένος το μέλλον χωρίς την παρουσία της. Η σκέψη μου είναι μπερδεμένη, σε σημείο που κάποιες στιγμές αναρωτιέμαι ποιος είμαι:
Με την φαντασία μου μπαίνω ανεμπόδιστα στο χώρο όπου ζούσε μέχρι πριν λίγες ώρες και έχω την αίσθηση ότι τον κατέχω κυριαρχικά. Σφίγγω ασυναίσθητα το σίδερο του κρεβατιού μου, με την καρδιά αγκαλιασμένη απο μιαν εντύπωση υπερφυσικού, ότι εκείνη βρίσκεται εκεί μέσα. Ότι είναι μαζί μου.
Ύστερα νοιώθω την εντύπωση να σβήνει, σαν φλόγα που τελειώνει και εγώ μένω ακίνητος, κοιτάζοντας μέσα απο το άνοιγμα του παραθύρου, την μαύρη απεραντοσύνη που μ' αγγίζει...
Νοιώθω μόνος ... Πολύ πιο μόνος απο πριν...!!! "
...του Γιωργου Πολυράκη
"Σήμερα έφυγε. Την κοίταζα που έφευγε και είχα την αίσθηση πως τα βήματά της έμοιαζαν με κομμάτια απο στιγμές που φεύγουν. Απομακρύνθηκε απο κοντά μου σιωπηλή, σαν να μου αρνιόταν την ελεημοσύνη της σκέψης της.
Όταν την έχασα απο τα μάτια μου, ήρθα και κλείστικα στην κάμαρά μου. Έξω ήταν μια όμορφη μέρα, μα μέσα μου υπήρχε σκοτάδι, που θα εξακολουθήσει να διαιωνίζεται ακόμη και αν τούτη η νύχτα θα έχει τέλειώσει...
Κάθομαι στο κρεβάτι μου και συλλογίζομαι ταραγμένος το μέλλον χωρίς την παρουσία της. Η σκέψη μου είναι μπερδεμένη, σε σημείο που κάποιες στιγμές αναρωτιέμαι ποιος είμαι:
Με την φαντασία μου μπαίνω ανεμπόδιστα στο χώρο όπου ζούσε μέχρι πριν λίγες ώρες και έχω την αίσθηση ότι τον κατέχω κυριαρχικά. Σφίγγω ασυναίσθητα το σίδερο του κρεβατιού μου, με την καρδιά αγκαλιασμένη απο μιαν εντύπωση υπερφυσικού, ότι εκείνη βρίσκεται εκεί μέσα. Ότι είναι μαζί μου.
Ύστερα νοιώθω την εντύπωση να σβήνει, σαν φλόγα που τελειώνει και εγώ μένω ακίνητος, κοιτάζοντας μέσα απο το άνοιγμα του παραθύρου, την μαύρη απεραντοσύνη που μ' αγγίζει...
Νοιώθω μόνος ... Πολύ πιο μόνος απο πριν...!!! "
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Neraida
Επιφανές μέλος
Η Bitch... αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 13,073 μηνύματα.
16-02-09
00:51
"Ο Θεός φωνάζει στην καρδιά μου: Σώσε με!
Ο Θεός φωνάζει στους ανθρώπους, στα ζώα, στα φυτά, στην ύλη: Σώσε με!
Ακου την καρδιά σου κι ακλούθα τον. Σύντριψε το σώμα σου κι ανάβλεψε: Όλοι είμαστε ένα!
Αγάπα τον άνθρωπο, γιατί είσαι συ.
Αγάπα τα ζώα και τα φυτά, γιατι ήσουνα συ, και τώρα σε ακλουθούν πιστοί συνεργάτες και δούλοι.
Αγάπα το σώμα σου· μονάχα με αυτο στη γης ετούτη μπορείς να παλέψεις και να πνεματώσεις την ύλη.
Αγάπα την ύλη· απάνω της πιάνεται ο Θεός και πολεμάει. Πολέμα μαζί του.
Να πεθαίνεις κάθε μέρα. Να γεννιέσαι κάθε μέρα. Ν΄ αρνιέσαι ό,τι έχεις κάθε μέρα. Η ανώτατη αρετή δεν εϊναι να
΄σαι ελεύτερος, παρά να μάχεσαι για ελευτερία.
Μην καταδέχεσαι να ρωτάς: "Θα νικήσουμε; Θα νικηθούμε;" Πολέμα!
Η επιχείρηση του Σύμπαντου, για μιαν εφήμερη στιγμή, όσο ζεις, να γίνει επιχείρηση δική σου.
Τούτος είναι, σύντροφοι, ο καινούριος Δεκάλογος μας!"
Ν. Καζαντζάκη " Η ασκητική" - σχέση ανθρώπου με άνθρωπο.(1923)Ο Θεός φωνάζει στους ανθρώπους, στα ζώα, στα φυτά, στην ύλη: Σώσε με!
Ακου την καρδιά σου κι ακλούθα τον. Σύντριψε το σώμα σου κι ανάβλεψε: Όλοι είμαστε ένα!
Αγάπα τον άνθρωπο, γιατί είσαι συ.
Αγάπα τα ζώα και τα φυτά, γιατι ήσουνα συ, και τώρα σε ακλουθούν πιστοί συνεργάτες και δούλοι.
Αγάπα το σώμα σου· μονάχα με αυτο στη γης ετούτη μπορείς να παλέψεις και να πνεματώσεις την ύλη.
Αγάπα την ύλη· απάνω της πιάνεται ο Θεός και πολεμάει. Πολέμα μαζί του.
Να πεθαίνεις κάθε μέρα. Να γεννιέσαι κάθε μέρα. Ν΄ αρνιέσαι ό,τι έχεις κάθε μέρα. Η ανώτατη αρετή δεν εϊναι να
΄σαι ελεύτερος, παρά να μάχεσαι για ελευτερία.
Μην καταδέχεσαι να ρωτάς: "Θα νικήσουμε; Θα νικηθούμε;" Πολέμα!
Η επιχείρηση του Σύμπαντου, για μιαν εφήμερη στιγμή, όσο ζεις, να γίνει επιχείρηση δική σου.
Τούτος είναι, σύντροφοι, ο καινούριος Δεκάλογος μας!"
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Neraida
Επιφανές μέλος
Η Bitch... αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 13,073 μηνύματα.
08-02-09
17:40
ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΗΣ ΑΞΟΔΕΥΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ
Μάρω Βαμβουνάκη
[FONT=book antiqua,palatino]Αν στέρηση είναι να μην έχεις αυτό που επιθυμείς, ανικανοποίητο είναι να έχεις μεν αυτό που επιθυμείς, αλλά να μη σου προσφέρει τη γεύση που περίμενες να σου προσφέρει. Η απόκτησή του να αποδεικνύεται απογοητευτική.[/FONT]Μάρω Βαμβουνάκη
[FONT=book antiqua,palatino]O άνθρωπος σήμερα μαραίνεται μέσα στην εποχή του ανικανοποίητου. Κι αν, όταν στερείσαι, μπορείς να ονειρεύεσαι και να προσδοκάς, μέσα στην ανικανοποίητη καθημερινότητα και τις απανωτές απογοητεύσεις -όχι απ' αυτά που δεν έχεις αλλά απ' αυτά που έχεις-, δεν ξέρεις πια τι ακριβώς να επιθυμήσεις. Από παντού ακούς χείλη πικρά να συμπεραίνουν πως δεν υπάρχει συναίσθημα, δεν υπάρχει φιλία, δεν υπάρχει εμπιστοσύνη, αξίες, φιλότιμο.[/FONT]
[FONT=book antiqua,palatino]Οι άνθρωποι παραπονιούνται πως δεν τους αγαπούν. Είναι εξάρτηση να περιμένεις από τους άλλους να σου χαρίσουν την αγάπη. Η αγάπη όντως είναι η μεγάλη πλήρωση της ύπαρξης, αλλά μόνο όταν πρόκειται για αγάπη που δίνεις. Όσο κι αν αγαπιέσαι, το ανικανοποίητο θα επιμένει ζοφώδες στην καρδιά, αν αυτή η καρδιά δεν μπορεί να αγαπήσει. Γεμίζουμε μονάχα απ' την αγάπη που εμείς δίνουμε, από την πίστη που ασκούμε, από όσα δικά μας χαρίζουμε. Ακόμη κι η ψυχή διά της απωλείας της κερδίζεται.[/FONT]
[FONT=book antiqua,palatino]Είναι μοίρα ή ελεύθερη επιλογή η ικανότητά μας στο συναίσθημα; Πρέπει να είναι ελεύθερη επιλογή, γι' αυτό και η καρδιά είναι διαρκώς θυμωμένη με τον μίζερο εαυτό μας που τη στενεύει.[/FONT]
[FONT=book antiqua,palatino]Κι αν είναι δύσκολο να βρίσκουμε αγάπες, είναι πολύ πιο δύσκολο να αγαπάμε· προϋποθέτει μεταστροφή της εγωιστικά εκπαιδευμένης προσωπικότητάς μας κάτι τέτοιο. Όσο την αρνούμαστε τη μεταμόρφωση, η επιδημία της ανίας και της κατάθλιψης εξαπλώνεται, σαν φάντασμα στοιχειώνει τη ζωή μας.[/FONT]
[FONT=book antiqua,palatino]
[/FONT]
[FONT=book antiqua,palatino]Λέγεται πως: "Μελαγχολία είναι η αξόδευτη αγάπη ...;"[/FONT]
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Neraida
Επιφανές μέλος
Η Bitch... αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 13,073 μηνύματα.
21-10-08
17:14
Θέλω να μου χαρίσεις κάτι...
"Θελω να μου χαρισεις κατι" απο Δοξιαδη - Τριπ Ανθη
- Ό,τι θες.
- Ό,τι θέλω;Τ' ορκίζεσαι;
- Στ' όρκίζομαι.
- Είναι δύσκολο.
- Δεν πειράζει.
- Είναι ακριβό.
- Δεν με νοιάζει.
- Είναι σπάνιο.
- Τόσο το καλύτερο.
- Είναι επικίνδυνο.
- Δεν φοβάμαι.
- Μπορεί να καείς άμα το πιάσεις.
- Θα γίνω νερό να σβήσω την φωτιά.
- Μπορεί να σου γλιστρήσει απ' τα χέρια και να φύγει.
- Θα το ξαναπιάσω.
- Μπορεί να πάει πολύ μακριά.
- Θα το κυνηγήσω.
- Μπορεί να χαθεί στον ουρανό.
- Θα γίνω πουλί να το ψάξω.
- Μπορεί να βυθιστεί στη θάλασσα.
- Θα γίνω αγκίστρι να το πιάσω.
- Μπορεί να πνιγεί στο σκοτάδι.
- Θα περιμένω τα χαράματα.
- Μα μπορεί να διαλυθεί ως τότε.
- Θα φέρω τ' άστρα να φωτίσουν πιο νωρίς.
- Είναι τόσο μικρό, δεν θα μπορέσεις να το πιάσεις.
- Θα ζητήσω σ' ένα μυρμήγκι να με βοηθήσει.
- Κι αν είναι μεγάλο σαν σπίτι;
- Θα φέρω γερανό.
- Κι αν είναι μεγάλο σαν βουνό;
- Θα φέρω ένα γερανό πιο μεγάλο από βουνό.
- Υπάρχει;
- Θα τον φτιάξω.
- Που ξέρεις να φτιάχνεις γερανούς;
- Δεν ξέρω.
- Τότε;
- Τότε θα μάθω.
- Από που;
- Από τα βιβλία.
- Κι αν δεν το λένε τα βιβλία;
- Θα βρω τον γέροντα που φτιάχνει γερανούς.
- Κι αν έχει πεθάνει;
- Θα βρω τον άλλον γέροντα.
- Ποιον άλλον γέροντα;
- Εκείνον που ξέρει όλα τα βότανα.
- Όλα τα βότανα;
- Όλα τα χόρτα και τα μικρά άνθη του αγρού. Ξέρει τι μάγια κρύβουν.
- Και πως θα φέρει εκείνος το βουνό;
- Όχι εκείνος, εγώ. Θα μου δώσει βότανα να πιω, να γίνω τόσο δυνατός, που θα μπορέσω να το σηκώσω το βουνό.
- Εμένα θα μπορείς να με πάρεις αγκαλιά;
- Πάντα.
- Τώρα.
- Τώρα. Έλα, τι θέλεις;
- Θέλω να μου χαρίσεις κάτι.
- Ό,τι θέλεις.
- Ό,τι, ό,τι θέλω, τ' ορκίζεσαι;
- Στ' ορκίζομαι.
- Θέλω ... θέλω κάτι που δεν υπάρχει πουθενά.
- Να το φτιάξουμε.
- Με τι;
- Με τι θέλεις;
- Δεν ξέρω.
- Να το φτιάξουμε με ξύλο καρυδιάς και χρυσά καρφιά.
- Όχι, όχι δεν είναι έτσι.
- Να το φτιάξουμε με πούπουλα και ψίχουλα, με σταγόνες και γαργαλήματα και να του βάλουμε ένα κλειδί να το κουρδίζεις.
- Όχι, όχι, δεν θέλω κλειδί.
- Γιατί;
- Μπορεί να το χάσω.
- Θα στο κρεμάσω στον λαιμό.
- Μπορεί να χαθώ κι εγώ.
- Θα έρθω να σε βρω.
- Κι αν δεν μπορείς να με βρεις;
- Θα μπορέσω.
- Κι αν είναι σκοτάδι;
- Θ' ανάψω κερί.
- Κι αν λιώσει το κερί;
- Ως τότε θα σ' έχω βρει.
- Κι αν όχι;
- Θα ψάχνω ώσπου να σε βρω.
- Πόσο θα ψάχνεις;
- ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ!
- Τι θα πει για πάντα;
- Ότι Σ' ΑΓΑΠΩ!
- Κι εγώ τι θα κάνω ώσπου να με βρεις;
- Μπορείς να κοιμηθείς.
- Που;
- Κάτω από μια μυρσινιά.
- Που έχει μυρσινιές;
- Παντού.
- Έχει και λιοντάρια παντού;
- Όχι.
- Που έχει λιοντάρια;
- Στην ζούγκλα.
- Είναι κοντά η ζούγκλα;
- Πολύ μακριά. Στην άλλη άκρη του κόσμου...
- Δεν μπορούν να έρθουν εδώ ποτέ;
- Ποτέ.
- Τ' ορκίζεσαι;
- Στ' ορκίζομαι.
- Ξέχασα τι θα πει για πάντα.
- Θα πει ότι σ' αγαπώ.
- Πόσο;
- Ως τον ουρανό.
- Ναι, ναι. Να κοιμηθώ τώρα;
- Ναι.
- Θα με πάρεις αγκαλιά;
- Ναι.
- Θέλω να μου χαρίσεις κάτι.
- Ό,τι θέλεις.
- Ό,τι, ό,τι θέλω, τ' ορκίζεσαι;
- Ναι.
- Ό,τι θέλω;Τ' ορκίζεσαι;
- Στ' όρκίζομαι.
- Είναι δύσκολο.
- Δεν πειράζει.
- Είναι ακριβό.
- Δεν με νοιάζει.
- Είναι σπάνιο.
- Τόσο το καλύτερο.
- Είναι επικίνδυνο.
- Δεν φοβάμαι.
- Μπορεί να καείς άμα το πιάσεις.
- Θα γίνω νερό να σβήσω την φωτιά.
- Μπορεί να σου γλιστρήσει απ' τα χέρια και να φύγει.
- Θα το ξαναπιάσω.
- Μπορεί να πάει πολύ μακριά.
- Θα το κυνηγήσω.
- Μπορεί να χαθεί στον ουρανό.
- Θα γίνω πουλί να το ψάξω.
- Μπορεί να βυθιστεί στη θάλασσα.
- Θα γίνω αγκίστρι να το πιάσω.
- Μπορεί να πνιγεί στο σκοτάδι.
- Θα περιμένω τα χαράματα.
- Μα μπορεί να διαλυθεί ως τότε.
- Θα φέρω τ' άστρα να φωτίσουν πιο νωρίς.
- Είναι τόσο μικρό, δεν θα μπορέσεις να το πιάσεις.
- Θα ζητήσω σ' ένα μυρμήγκι να με βοηθήσει.
- Κι αν είναι μεγάλο σαν σπίτι;
- Θα φέρω γερανό.
- Κι αν είναι μεγάλο σαν βουνό;
- Θα φέρω ένα γερανό πιο μεγάλο από βουνό.
- Υπάρχει;
- Θα τον φτιάξω.
- Που ξέρεις να φτιάχνεις γερανούς;
- Δεν ξέρω.
- Τότε;
- Τότε θα μάθω.
- Από που;
- Από τα βιβλία.
- Κι αν δεν το λένε τα βιβλία;
- Θα βρω τον γέροντα που φτιάχνει γερανούς.
- Κι αν έχει πεθάνει;
- Θα βρω τον άλλον γέροντα.
- Ποιον άλλον γέροντα;
- Εκείνον που ξέρει όλα τα βότανα.
- Όλα τα βότανα;
- Όλα τα χόρτα και τα μικρά άνθη του αγρού. Ξέρει τι μάγια κρύβουν.
- Και πως θα φέρει εκείνος το βουνό;
- Όχι εκείνος, εγώ. Θα μου δώσει βότανα να πιω, να γίνω τόσο δυνατός, που θα μπορέσω να το σηκώσω το βουνό.
- Εμένα θα μπορείς να με πάρεις αγκαλιά;
- Πάντα.
- Τώρα.
- Τώρα. Έλα, τι θέλεις;
- Θέλω να μου χαρίσεις κάτι.
- Ό,τι θέλεις.
- Ό,τι, ό,τι θέλω, τ' ορκίζεσαι;
- Στ' ορκίζομαι.
- Θέλω ... θέλω κάτι που δεν υπάρχει πουθενά.
- Να το φτιάξουμε.
- Με τι;
- Με τι θέλεις;
- Δεν ξέρω.
- Να το φτιάξουμε με ξύλο καρυδιάς και χρυσά καρφιά.
- Όχι, όχι δεν είναι έτσι.
- Να το φτιάξουμε με πούπουλα και ψίχουλα, με σταγόνες και γαργαλήματα και να του βάλουμε ένα κλειδί να το κουρδίζεις.
- Όχι, όχι, δεν θέλω κλειδί.
- Γιατί;
- Μπορεί να το χάσω.
- Θα στο κρεμάσω στον λαιμό.
- Μπορεί να χαθώ κι εγώ.
- Θα έρθω να σε βρω.
- Κι αν δεν μπορείς να με βρεις;
- Θα μπορέσω.
- Κι αν είναι σκοτάδι;
- Θ' ανάψω κερί.
- Κι αν λιώσει το κερί;
- Ως τότε θα σ' έχω βρει.
- Κι αν όχι;
- Θα ψάχνω ώσπου να σε βρω.
- Πόσο θα ψάχνεις;
- ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ!
- Τι θα πει για πάντα;
- Ότι Σ' ΑΓΑΠΩ!
- Κι εγώ τι θα κάνω ώσπου να με βρεις;
- Μπορείς να κοιμηθείς.
- Που;
- Κάτω από μια μυρσινιά.
- Που έχει μυρσινιές;
- Παντού.
- Έχει και λιοντάρια παντού;
- Όχι.
- Που έχει λιοντάρια;
- Στην ζούγκλα.
- Είναι κοντά η ζούγκλα;
- Πολύ μακριά. Στην άλλη άκρη του κόσμου...
- Δεν μπορούν να έρθουν εδώ ποτέ;
- Ποτέ.
- Τ' ορκίζεσαι;
- Στ' ορκίζομαι.
- Ξέχασα τι θα πει για πάντα.
- Θα πει ότι σ' αγαπώ.
- Πόσο;
- Ως τον ουρανό.
- Ναι, ναι. Να κοιμηθώ τώρα;
- Ναι.
- Θα με πάρεις αγκαλιά;
- Ναι.
- Θέλω να μου χαρίσεις κάτι.
- Ό,τι θέλεις.
- Ό,τι, ό,τι θέλω, τ' ορκίζεσαι;
- Ναι.
"Θελω να μου χαρισεις κατι" απο Δοξιαδη - Τριπ Ανθη
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
-
Το forum μας χρησιμοποιεί cookies για να βελτιστοποιήσει την εμπειρία σας.
Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, συναινείτε στη χρήση cookies στον περιηγητή σας.