Great Chaos
Περιβόητο μέλος
Κατευθύνθηκε προς τα κει, ξεπέζεψε κι έδεσε τον γάιδαρο κοντά στην ξερική βλάστηση για να βοσκήσει. Ο ίδιος ξάπλωσε στη σκιά, έβγαλε το μαχαίρι του, έπιασε το καρπούζι κι άρχισε να το κόβει σε φέτες. Έχοντας μάλιστα ολάκερο καρπούζι στη διάθεσή του, έκοβε την ψίχα κάθε φέτας απάνω απάνω, εκεί που είναι το πιο γλυκό και το πιο νόστιμο, το κατακόκκινο. Πέταξε παράμερα τις καρπουζόφλουδες και σηκώθηκε να συνεχίσει το δρόμο του. Τότε ένιωσε ένα σφίξιμο στη φούσκα του κι είπε να ξαλαφρώσει πριν φύγει. Γύρισε προς τις φλούδες και τις κοίταξε με αηδία, έτσι όπως ήταν σκασμένος στο φαΐ. "Ποτέ δεν θα 'τρωγα τούτες τις αγουρίδες", είπε μέσα του κι άρχισε να τις κατουράει περιφρονητικά, αδειάζοντας έτσι το νερό που 'χε στο παγούρι του σαν ξεκίνησε. Καβάλησε και συνέχισε το δρόμο του.
Όμως η Έρημος είναι ανήμερο στοιχειό κι όσοι την πήραν αψήφιστα, έστω και για μια στιγμή, το πλήρωσαν ακριβά. Πολύ σύντομα ο Χότζας βρέθηκε σε δυσκολία, άρχισε να ξεραίνεται το στόμα και το δέρμα του, τα μάτια του να καίνε. Ακόμα λίγο κι ο γάιδαρος άρχισε να διαμαρτύρεται και να παραπατά από τη δίψα. Οι ερημότοποι της Ανατολίας φαίνονταν να μην έχουν τέλος, λες και δεν είχε ακόμα διανύσει ούτε ρούπι. Ξάφνου άμμος τον χτύπησε στο πρόσωπο. Το Θηρίο της Ερημιάς άρχισε να σφυρίζει και να βουίζει σάμπως προειδοποιητικά, χαμηλόφωνα αλλά μ' ένταση κι οργή, ενώ πέρα στο βάθος ο ουρανός έμοιαζε με μουτζούρα, από την αμμοθύελλα που θρασομανούσε μπροστά και του 'κλεινε το δρόμο. Ο Χότζας τα χρειάστηκε. "Λυπάμαι φίλε μου Μεμέτ Αγά, όμως δεν ήταν το θέλημα του Αλλάχ να έρθω μάρτυρας στη δίκη σου", είπε μόνος του κι έστρεψε το γάιδαρο να γυρίσουν πίσω...
Αποκαμωμένος απ' την πορεία κάτω απ' τον ήλιο και σκασμένος απ' τη δίψα, ένιωθε λες κι έφτανε το τέλος του, ότι δεν θα έβγαινε ποτέ μέσα απ' την Ερημιά. Τότε είδε μπροστά του εκείνο το βράχο τον λαξεμένο, με το φάτνωμα. Θυμήθηκε τις καρπουζόφλουδες. Είχε ήδη μετανοιώσει πολλές φορές που τις κατούρησε, καθώς τώρα θα του χρησίμευαν κουτσά στραβά να βρέξει λιγάκι το στόμα του και να φτάσει με το καλό στο χωριό του και στο σπιτάκι του. Το ξανασκέφτηκε και τράβηξε πάλι προς το βράχο και τη σκιά του. Ακόμα κι αν δεν τις έτρωγε κείνος, μπορούσε να τις δώσει στον γάιδαρο, για να μην τα τινάξει το ζωντανό στο δρόμο και τον αφήσει στη μέση του πουθενά. Έπιασε την πρώτη φλούδα, άκρη άκρη. Κοίταξε τη μισή ψίχα του καρπουζιού, που είχε αφήσει απάνω της κι ασυναίσθητα ξεροκατάπιε. "Τούτη δω τη φλούδα στην άκρη, δεν νομίζω ότι την κατούρησα, απ' την άλλη σημάδευα", είπε στον εαυτό του. Κι εκείνος δεν ήθελε πολύ, με τη δίψα που 'χε. Έγλυψε τη φλούδα μέχρι το βάθος κι ύστερα πέταξε το απομεινάρι στο γάιδαρο. Έπιασε τη δεύτερη φλούδα, βεβαιωμένος πια ότι κι αυτήν δεν την είχε κατουρήσει, κι έκανε πάλι τα ίδια. Έτσι, βήμα το βήμα, λογισμό τον λογισμό, έγλυψε μέχρι και την τελευταία φλούδα καρπουζιού που 'χε μείνει. Μ' αυτόν τον τρόπο τα κατάφερε να γυρίσει στο σπίτι του· ήταν πολύ ανακουφισμένος κι ευχαριστούσε τον Αλλάχ τον Παμμέγιστο γι' αυτό, όμως ποτέ δεν του πέρασε απ' το νου, ότι έστω και μια φορά είχε γευτεί τα ούρα του...
(απόσπασμα από το άρθρο με τίτλο "Οι Φλούδες του Χότζα, η Γνωστική Ασυμφωνία και... οι Μπάτσοι")
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 10 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Great Chaos
Περιβόητο μέλος
Ο γέροντας Παΐσιος και ο γέροντας Πορφύριος όταν τους ρωτούσαν πώς να προσεύχονται, τους έλεγαν να λένε τις προσευχές της Εκκλησίας. Και όταν τους έλεγαν ότι δεν τις καταλαβαίνουν αυτοί τους εξηγούσαν ότι ακόμα και να μην τα καταλαβαίνουν όλα, αυτά όταν τα λες με φόβο Θεού, έχουν αποτέλεσμα γιατί όπως είπα μετρά η πρόθεση της καρδιάς.
Δεν θα κάνω το ατόπημα ν' αμφισβητήσω το λόγο των γερόντων, τους οποίους έχω ξαναπεί ότι ακόμη κι όταν δεν τους κατανοώ απολύτως, ακόμη κι όταν δεν είμαι αντάξιός τους, μελετώ με μεγάλη προσοχή αυτά που λένε. Για να το είπαν αυτοί λοιπόν, κάτι καλό θα έχει!
Πράγματι, οι ευχές, έτσι όπως είναι διατυπωμένες, στ' Αρχαία Ελληνικά, έχουν συγκεκριμένη δόνηση και βοηθούν στην πόλωση που είναι απαραίτητη για το συντονισμό με το Θείον, εκεί που οι προσευχές βγαίνουν αληθινές.
Πρόσεξε όμως, ότι αυτό που γράφεις, εμπεριέχει την προσευχή της εκκλησίας, υπό την προϋπόθεση να τα λες με φόβο Θεού και με καλή πρόθεση καρδιάς. Όταν απλά τα λες, χωρίς να βάζεις μέσα τους την καρδιά σου, τότε δεν έχουν πια κανένα νόημα. Τότε τα βαριά λόγια είναι φτώχεια.
"Με φόβο Θεού" από την άλλη σημαίνει, να δέχεσαι ότι δεν είναι το σύμπαν υποχρεωμένο ν' αλλάξει την πορεία του για σένα, το ζητάς ταπεινός ικέτης, χωρίς ίχνος εγωισμού. Μόνο αν κριθεί από το Θεό ότι το αξίζεις, τότε ίσως σου κάνει την τιμή να γυρίσει ένα του χαοτικό γραναζάκι για να πραγματοποιηθεί το Θέλημά σου.
Η δική μου γνώμη είναι αυτή που δείχνει η διδακτική ιστορία που δημοσίευσα. Όταν υπάρχει φόβος Θεού και αγνή καρδιά, αθώα ψυχή, τότε και αυτή η προσευχή, με τα γίδια και τα γιαούρτια, μπορεί να κάνει θαύματα, αρκεί να έχει κανείς πίστη, εκεί που οι προσευχές βγαίνουν και πάλι αληθινές.
Τα υπόλοιπα, όσα δεν παρέθεσα, θα ήταν σωστότερο να ειπωθούν στο θέμα των Πολυπολιτισμικών Σχολείων.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 14 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Great Chaos
Περιβόητο μέλος
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 14 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Great Chaos
Περιβόητο μέλος
Ήταν κάποτε ένας βασιλιάς και ταξίδευε με το προσωπικό του σκάφος. Όμως, σε μια κακοκαιρία, το σκάφος βούλιαξε και ο βασιλιάς κινδύνεψε να πνιγεί. Τούτο και θα γινόταν, εάν δεν έβλεπε τη σκηνή ένας ταπεινός ψαράς και με κίνδυνο της ζωής του δεν έσωζε τη ζωή του βασιλιά.
Ο βασιλιάς θέλησε να ευχαριστήσει τον ψαρά και του έταξε το εξής: "Βγες με τη βάρκα σου για ψάρεμα και όσα ψάρια πιάσεις θα σου δώσω το βάρος τους σε χρυσάφι", του είπε.
Χαρούμενος ο ψαράς, φόρτωσε στο καΐκι του το πιο μεγάλο του δίχτυ και ανοίχτηκε για να ψαρέψει. Ωστόσο, η τύχη δεν ήταν με το μέρος του. Όταν τράβηξε τα δίχτυα του, για πρώτη φορά στη ζωή του δεν είχε πιάσει ούτε ένα ψάρι. Μόνο ένα μάτι από ψάρι είχε πιαστεί σε ένα από τα άγκιστρα του διχτυού.
Απογοητευμένος ο ψαράς πήρε τη μηδαμινή ψαριά του και κίνησε για το παλάτι. Εκεί ο βασιλιάς είχε ετοιμάσει την αίθουσα του θρόνου για την τελετή της ανταμοιβής. Στο κέντρο της αίθουσας είχε στηθεί μια μεγάλη ζυγαριά ακριβείας, με δύο τάσια: στο ένα θα έβαζαν την ψαριά και στο άλλο το χρυσάφι. Δίπλα στη ζυγαριά είχε στηθεί ένας σωρός από μικρά τσουβάλια χρυσού.
Όταν ο ψαράς έδειξε το μάτι που του είχε αποφέρει η ψαριά εκείνης της ημέρας, ο βασιλιάς γέλασε. "Είσαι πολύ άτυχος αγαπητέ μου", του είπε, "ωστόσο ας τηρήσουμε τη συμφωνία κι ας ζυγίσουμε την ψαριά σου". Έβαλε λοιπόν το μάτι του ψαριού στο ένα τάσι της ζυγαριάς κι έριξε ένα τσουβαλάκι χρυσού στο άλλο, σκοπεύοντας να φανεί όσο το δυνατόν γενναιόδωρος. Προς μεγάλη έκπληξη όλων των παρευρισκομένων, η ζυγαριά δεν έγειρε προς το μέρος του χρυσού, παρά το γεγονός ότι ένα τσουβάλι χρυσάφι είναι σίγουρα πιο βαρύ από ένα μάτι ψαριού.
Γεμάτος περιέργεια ο βασιλιάς, έριξε κι ένα δεύτερο τσουβαλάκι χρυσάφι στη ζυγαριά, ξανά όμως αυτή δεν κινήθηκε καθόλου και το μάτι έδειχνε να είναι και πάλι πιο βαρύ. Έριξε τρίτο, έριξε τέταρτο και το αποτέλεσμα δεν άλλαζε. Στο τέλος είχε ρίξει όλο το χρυσάφι που υπήρχε στην αίθουσα κι όμως το μάτι ακόμη έδειχνε βαρύτερο.
Γεμάτος απορία ο βασιλιάς, έστειλε τον αγγελιοφόρο του να φωνάξει στο παλάτι το σοφό του βασιλείου, έναν γέροντα ερημίτη που είχε τη σκήτη του στο βουνό. Μετά από αρκετή αναμονή, ο σοφός έφτασε στην αίθουσα του θρόνου. Ο βασιλιάς του εξήγησε το τι ακριβώς είχε συμβεί και του ζήτησε να του δώσει μια εξήγηση για το θαυμαστό αυτό γεγονός.
Ο σοφός περιεργάστηκε για λίγο τη ζυγαριά με το μάτι και το χρυσάφι, χωρίς να μιλήσει και ξαφνικά πήγε στο τζάκι, πήρε μια χούφτα στάχτη και με αυτήν κάλυψε το μάτι. Άξαφνα η ζυγαριά ανατράπηκε με πάταγο που έκανε όλους τους αυλικούς αλλά και το βασιλιά να τιναχτούν έντρομοι από τη θέση τους. Η ισορροπία και η λογική είχαν επιτέλους αποκατασταθεί.
Ο βασιλιάς ζήτησε εξηγήσεις από το σοφό, για το τι είχε στην πραγματικότητα συμβεί. "Βασιλιά μου", απάντησε ο γέροντας, "το μάτι δεν χορταίνει ποτέ, όσο χρυσάφι και να του δώσεις. Εάν δεν το κάλυπτα με τη στάχτη, θα έχανες όλο σου το βασίλειο και πάλι η ζυγαριά δεν θα είχε γύρει".
Εκείνη την ημέρα υπήρξαν δύο κερδισμένοι στο βασίλειο: Ο βασιλιάς που εκτός από τη σωτηρία της ζωής του είχε κερδίσει ένα γερό μάθημα και ο ψαράς που τελικά δέχτηκε να φύγει από το παλάτι με εκατό τσουβαλάκια χρυσού...
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Great Chaos
Περιβόητο μέλος
Στο δρόμο συνάντησαν μια γυμνή γυναίκα να κλαίει στις όχθες ενός ποταμού.
3 μέρες και 3 νύχτες προσπαθούσε να περάσει απέναντι χωρίς επιτυχία.
Ο Δάσκαλος προσφέρθηκε να τη βοηθήσει. Την πήρε στους ώμους του, και με τη βοήθεια του μαθητή του, την περασαν απέναντι και συνέχισαν το δρόμο τους.
Έπειτα από πολλές ώρες και ενώ πλησίαζαν στον προορισμό τους, ο μαθητής ρώτησε:
-Μα Δάσκαλε, ήταν σωστό να μεταφέρεις μια γυμνή γυναίκα στους ώμους σου?
Και ο Δάσκαλος:
-Έγω την πέρασα απέναντι και την άφησα στις όχθες του ποταμού,
μα φαίνεται πως εσύ την κουβαλάς ακόμα...
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Great Chaos
Περιβόητο μέλος
Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας βασιλιάς, που πίστευε πως ήταν σοφός και δίκαιος κι ονειρευόταν να φέρει την ευημερία και την ευτυχία στους υπηκόους του. Ήθελε, όταν διάβαινε τους δρόμους του βασιλείου του με την αστραφτερή του άμαξα, ο λαός να τον επευφημεί και να εκδηλώνει την αγάπη και την αφοσίωσή του με κάθε τρόπο. Έτσι και συνέβαινε. Τόσο μάλιστα σοφό και δίκαιο θεωρούσε τον εαυτό του, που αποφάσισε να αντικαταστήσει τους δικαστές και να δικάζει μόνος του όλες τις σοβαρές υποθέσεις.
Όμως τελευταία τα πράγματα δεν πήγαιναν και τόσο καλά. Οι χειμώνες άρχισαν να γίνονται δυσκολότεροι, οι φόροι ολοένα και βαρύτεροι, οι νόμοι διαρκώς σκληρότεροι και ο λαός όλο και πιο δυσαρεστημένος. Ο βασιλιάς τελευταία κυβερνούσε δεσποτικά, δίκαζε με αναλγησία και ζούσε μέσα στην πολυτέλεια, μακαρίζοντας τον εαυτό του για τη σοφία με την οποία τον είχε προικίσει ο Θεός, ο οποίος τον είχε επιλέξει για να κυβερνά τους ανθρώπους. Όταν λοιπόν διάβαινε τους δρόμους του βασιλείου του με την αστραφτερή του άμαξα, ο κόσμος τον επευφημούσε κι εκδήλωνε την αγάπη και την αφοσίωσή του με κάθε τρόπο. Ο βασιλιάς έγνεφε από το παράθυρο, όλος μακαριότητα. Δεν γνώριζε όμως πως ανάμεσα στο πλήθος βρίσκονταν εκατοντάδες άντρες της μυστικής του αστυνομίας, οι οποίοι συλλάμβαναν και βασάνιζαν όποιον τολμούσε να μη χειροκροτά μʼ ενθουσιασμό, ή δεν φώναζε αρκετά δυνατά.
Κάποια νύχτα, την ώρα που ο βασιλιάς διοργάνωνε τσιμπούσι για τους πολυαγαπημένους του κόλακες, εμφανίστηκε στην πύλη του παλατιού ένας γέρος τυφλός ζητιάνος. Ήταν καμπουριαστός και στηριζόταν σε ένα μακρύ ραβδί, φορούσε κάπα και κουκούλα, που κρατούσε τα τυφλά του μάτια στη σκιά, μαζί με το μεγαλύτερο μέρος του προσώπου του. Οι φρουροί, μετά από εντολή του βασιλιά, αφού οι οδοιπόροι έφερναν πάντοτε νέα από τον έξω κόσμο, τον οδήγησαν στη μεγάλη αίθουσα όπου διεξαγόταν η γιορτή και τον έβαλαν σε μια γωνιά κοντά στο μεγάλο τζάκι, δίνοντάς του κρέας και ψωμί για να χορτάσει και κρασί για να μεθύσει και να διασκεδάσει. Εκείνος κάθισε ήρεμα στη γωνιά του, δίχως να πει κουβέντα. Φαινόταν να παρακολουθεί αδιάφορα χωρίς να βλέπει, το γλέντι, τα εύθυμα χαχανητά και τα τραγούδια των μεθυσμένων συνδαιτυμόνων, το λάγνο χορό των παλλακίδων, την οργιαστική μουσική των αυλών και των λαούτων.
Ξάφνου, σηκώθηκε και χτύπησε τρεις φορές το ραβδί του στο μωσαϊκό του πατώματος, τόσο δυνατά, που κάθε άλλος ήχος της γιορτής σταμάτησε απότομα. Μέσα στη μεγάλη αίθουσα έπεσε σιωπή και αμηχανία. «Είμαι τυφλός κι όμως βλέπω καλύτερα από εσένα», αντήχησε στεντόρεια η φωνή του γέροντα, «είμαι φτωχός κι όμως εσύ έχεις λιγότερα από μένα, είμαι αμόρφωτος και πάλι εσύ γνωρίζεις πιο λίγα από του λόγου μου, είμαι άκληρος μα το βασίλειό σου είναι πιο μικρό απʼ το δικό μου, βασιλιά μου.» Όλοι έμειναν άναυδοι να κοιτάν τον ξένο, μην μπορώντας να πιστέψουν το παράτολμο θράσος του. Η σαστιμάρα τους έγινε ακόμη μεγαλύτερη, αφού ο γέρος έδειχνε τώρα ψηλός κι ευθυτενής και ανέδιδε έναν αέρα ανυπέρβλητης δύναμης και φυσικής εξουσίας, ενώ τα τυφλά του μάτια γυάλιζαν σαν πυρωμένα κάρβουνα, μέσα απʼ τη σκιά της κουκούλας του. Αγανακτισμένος ο βασιλιάς έδωσε εντολή στους φρουρούς του να συλλάβουν τον ασεβή γέροντα, όμως πριν προφτάσει κάποιος να κινηθεί, εκείνος χτύπησε για μία ακόμη φορά τη ράβδο του στο πάτωμα και τότε όλοι μέσα στην αίθουσα έπεσαν σʼ έναν βαθύ λήθαργο, βαρύ σαν μολύβι...
...Ο βασιλιάς, βρέθηκε να στέκεται όρθιος μέσα σε μια μεγάλη αίθουσα, γεμάτη με καθρέπτες. Παραζαλισμένος ακόμη από την βαθιά, μαγική του νάρκη, παρατήρησε πως η αίθουσα ήταν αχανής κι ολόκληρη ασφυκτικά γεμάτη από το είδωλό του. Εκατομμύρια αντανακλάσεις του εαυτού του γέμιζαν το χώρο, που έδειχνε να εκτείνεται ως το άπειρο, και τίποτε άλλο δεν μπορούσε να δει εκτός από την αφεντιά του, προφίλ, ανφάς, από την πλάτη, από πάνω ή από κάτω. Κάθε του κίνηση δημιουργούσε ένα πολύχρωμο και βιαστικό πλήθος, που έτρεχε προς όλες τις κατευθύνσεις. Κάποιες αντανακλάσεις έδειχναν χαρούμενες, άλλες θλιμμένες, μερικές γεμάτες οργή κι άλλες εντυπωσιασμένες, σε περίσκεψη ή σε παροξυσμό, ανάλογα με τη γωνία που κάθε φορά κοιτούσε. Η ακουστική του χώρου ήταν τέτοια που με κάθε ήχο που έβγαζε, το πλήθος των ειδώλων του αποκτούσε λαλιά, πολύβουο, πολυάσχολο και ταραχώδες.
«Σου αρέσει ο κόσμος σου βασιλιά;» ακούστηκε περιπαικτική η φωνή του γέρου.
«Σε διατάζω να με αφήσεις να φύγω τώρα, ειδάλλως η εκδίκησή μου θα είναι τρομερή!!» έκανε ο βασιλιάς με την συνήθεια που είχε να προστάζει. Το πλήθος των ειδώλων άρχισε να βρυχάται απειλητικά.
«Δεν ανήκω στον κόσμο σου βασιλιά, ούτε υπόκειμαι στους νόμους σου, οπότε άδικα προσπαθείς να με προστάξεις» ανταπάντησε ο γέρος, όμως η φωνή του έμεινε ξεκάθαρη και χωρίς αντίλαλο. «Το είδωλό μου δεν ανακλάται απʼ τους καθρέπτες, και δεν έχω ηχώ. Δεν μπορείς να με δεις κι αν και ακούς τη φωνή μου, δεν είσαι ικανός να με ακούσεις.»
Ο βασιλιάς γύρισε απότομα να κοιτάξει, δημιουργώντας ένα γιγάντιο κύμα από περιστροφικές κινήσεις κεφαλιών που σάρωσαν το χώρο, αλλά μάταια. Ο γέρος δεν φαινόταν πουθενά. «Είμαι τυφλός και γιʼ αυτό μπορώ να βγω όποτε θέλω απʼ την αίθουσα. Σου εύχομαι καλή τύχη βασιλιά», ακούστηκε για τελευταία φορά η φωνή του.
Εξοργισμένος ο βασιλιάς, άρχισε να βρίζει, νʼ απειλεί και να μαίνεται, προκαλώντας μια τέτοια θηριώδη αναμπουμπούλα, που φοβήθηκε κι αυτός ο ίδιος. Ήταν φανερό πως ο γέρος είχε φύγει από την αίθουσα. Μετά ο βασιλιάς γέλασε με αυταρέσκεια. Ήταν τόσο σοφός, που θα έβρισκε τη λύση στο γρίφο και το σωστό δρόμο που οδηγούσε έξω από το λαβύρινθο. Ήταν απλά θέμα χρόνου και λογικής. Θα αποδείκνυε στον απαίσιο γέρο γητευτή ότι τα έβαλε με λάθος άνθρωπο. Θα έβρισκε την έξοδο και μετά θα γκρέμιζε αυτό το αρρωστημένο κατασκεύασμα και δεν θα ησύχαζε εάν δεν παρέδιδε το μάγο στον πιο μοχθηρό του δήμιο. Κανείς δεν μπορούσε να παίζει έτσι μʼ έναν βασιλιά, όπως του λόγου του. Άρχισε να κινείται προσεκτικά και ψηλαφώντας, ανάμεσα στους επενδυμένους με καθρέπτες διαδρόμους. Μεθοδικά, με προσοχή και με σύστημα, σίγουρος ότι με κάθε βήμα του πλησίαζε την έξοδο. Περιπλανήθηκε, περιπλανήθηκε, ώσπου έχασε την αίσθηση του χώρου και του χρόνου και του φαινόταν πως περπατούσε για χρόνια. Η αίθουσα δεν τελείωνε ποτέ και η έξοδος δεν βρισκόταν πουθενά. Πεινούσε, διψούσε κι ήταν αποκαμωμένος.
Κάθισε κάτω νιώθοντας για πρώτη φορά ανήμπορος. Εδώ και κάμποση ώρα είχε χάσει εντελώς την πίστη του στις ικανότητές του. Έβλεπε με τρόμο το θάνατο από πείνα και δίψα να πλησιάζει όλο και πιο κοντά. Άρχισε να λυπάται για τον εαυτό του. Ήταν το αθώο θύμα ενός καταραμένου μαύρου μάγου, που ζήλεψε την ευημερία του βασιλείου του και την ευτυχία των υπηκόων του και τον καταράστηκε σκληρά. Ο Θεός τού ανταπέδωσε με κακό, τα καλά και τις αγαθοεργίες που είχε κάνει, με αδικία τη δικαιοσύνη του. Δεν αξίζει να πιστεύει κανείς σε έναν τέτοιο άδικο και κακό Θεό. Εάν έβγαινε από εδώ, θα γκρέμιζε όλους τους ναούς στο βασίλειο. Ακόμη καλύτερα, θα τους έκανε στάβλους για τα άλογά του, ή πορνεία, ή φυλακές.
Άρχισε να κλαίει από οργή και απόγνωση, ενώ τα είδωλά του έβγαζαν φρικιαστικούς θρήνους και οιμωγές. Μαζί με τα δάκρυα ξεχείλισε και η απελπισία, αντάμα και η βία. Σήκωσε το σκήπτρο του και άρχισε να χτυπάει τους καθρέπτες, ελπίζοντας πως αν τους έσπαζε όλους, θα έβρισκε την έξοδο· του κάκου όμως! Οι μαγεμένοι καθρέπτες δεν έδειξαν να υπολογίζουν τα χτυπήματά του. Ένα αλαλλάζον πανδαιμόνιο γεννιόταν με κάθε του προσπάθεια, ώσπου στο τέλος δεν άντεξε άλλο και σωριάστηκε στα γόνατα, με τα χέρια στʼ αυτιά του και τα μάτια του ερμητικά κλειστά.
Ξαφνικά όλα ηρέμησαν. Οι ήχοι καταλάγιασαν, οι αντανακλάσεις εξαφανίστηκαν. Ήταν η πρώτη φορά, εδώ και -κανείς δεν ξέρει πόσον- καιρό, που δεν έβλεπε πια τον εαυτό του. Ήταν η πρώτη φορά, από τότε που ξεκίνησε τούτο το κακό, που ένιωσε ένα ανθρώπινο συναίσθημα ανακούφισης. Πόσο όμορφα αισθανόταν, χωρίς τον όχλο των ειδώλων του, που παραληρούσε!
Παραδόθηκε σʼ έναν λυτρωτικό ύπνο, για πολλές ώρες και ξύπνησε νιώθοντας άλλος άνθρωπος. Δεν βιάστηκε όμως νʼ ανοίξει τα μάτια. Δεν άντεχε να δει ξανά το ίδιο του το βλέμμα, να τον κοιτά πεινασμένο μέσα από κάθε δυνατή κατεύθυνση, πίσω από κάθε πιθανή γωνία. «Κάθε πιθανή γωνία;» αναρωτήθηκε άξαφνα. «Κάθε πιθανή γωνία... Και ο τυφλός μπορεί να βγει όποτε θέλει από δω, χωρίς δυσκολία;» άρχισε να δουλεύει το μυαλό του. Τότε, άξαφνα, όπως ένας αρχαίος σοφός που πετάχτηκε γυμνός απʼ το μπάνιο του, κατάλαβε τι έπρεπε να κάνει. Άνοιξε με προσοχή τα μάτια, προσπαθώντας να βλέπει όσο το δυνατόν λιγότερο γύρω του. Κοιτούσε χαμηλά, κρατώντας τα δυο του χέρια σε μικρή απόσταση μπροστά στα μάτια του, ώστε να βλέπει μόνο στο πλάι, με τις άκρες των ματιών. Περπατώντας στα τέσσερα, άρχισε νʼ ανιχνεύει το χώρο, ώσπου τελικά βρήκε μια οπτική γωνία, στην οποία δεν φαινόταν καμμία του αντανάκλαση. Όταν δεν έβλεπε πια τον εαυτό του, είδε πολύ απλά την έξοδο. Βρισκόταν ακριβώς μπροστά στο σημείο που στεκόταν αρχικά, όταν άκουσε το γέρο να του εύχεται «καλή τύχη». Όταν βγήκε έξω απʼ την αίθουσα, πρόσεξε ότι δεν ήταν μεγαλύτερη από τα ιδιαίτερα διαμερίσματά του στο παλάτι, όπου περνούσε τον περισσότερο χρόνο του. Κούνησε το κεφάλι του χαμογελώντας πικρόχολα.
«Αυτός ήταν μέχρι σήμερα ο κόσμος σου βασιλιά» ακούστηκε και πάλι η γνώριμη φωνή. Ο βασιλιάς γύρισε και τον είδε να σαλεύει, μια σκιά μέσα στις σκιές. «Το βασίλειό σου, ποτέ δεν ήταν μεγαλύτερο από ένα δωμάτιο κι ο απέραντος κόσμος σου, έβρισκε διαρκώς πάνω σε τοίχους. Ποτέ σου δεν αντίκρισες κανέναν, εκτός απʼ τον εαυτό σου. Όλοι γύρω σου, ο λαός, οι στρατιώτες, οι κόλακες, οι υπουργοί σου, ήταν αντανακλάσεις του ειδώλου σου, καθρέπτης μέσα σε καθρέπτη, αναπαραστάσεις του Εγώ σου. Ήσουν πάντοτε μόνος, ανάμεσα στο συρφετό των πολλαπλών σου ειδώλων. Γιʼ αυτά ήταν η σοφία, γιʼ αυτά κι η δικαιοσύνη σου, γιʼ αυτά η ευημερία κι η ευτυχία. Γιʼ αυτά η ματαιότητα, γιʼ αυτά κι οι εκδηλώσεις αγάπης κι αφοσίωσης…» Έκανε μια παύση, σαν κάτι να στοχάζονταν. «Χαίρομαι ειλικρινά, που βρήκες την έξοδο προς τον πραγματικό κόσμο βασιλιά» συνέχισε.
Ο βασιλιάς δεν ένιωθε πια οργή, ούτε και φόβο για το γέρο. Μέσα του άρχισε να σαλεύει ένα πρωτόγνωρο συναίσθημα σεβασμού. «Κι αν δεν έβρισκα την έξοδο; Θα με άφηνες να πεθάνω;» ρώτησε με κάποιο παράπονο στη φωνή του.
«Κανείς δεν μπαίνει στην Αίθουσα με τους Καθρέπτες εάν δεν είναι ήδη ικανός να βρει την έξοδο. Άλλωστε, ήμουν πίσω σου σε όλη τη διάρκεια της δοκιμασίας σου, αλλά εσύ ήσουν τόσο απασχολημένος με το να χαζεύεις το είδωλό σου και να σχεδιάζεις τι θα μού ʽκανες εάν μʼ έβρισκες, που φυσικά δεν μπορούσες να με δεις» απάντησε σοβαρά ο γέροντας. «Γύρισε στο παλάτι σου τώρα και να γίνεις καλύτερος κυβερνήτης.»
Ο βασιλιάς δεν βρήκε τίποτε να πει, ίσως από ντροπή, ίσως από επίγνωση και γύρισε να φύγει. Όταν είχε κάνει τρία βήματα, κοντοστάθηκε και γύρισε ξανά προς τα πίσω. «Ποιος είσαι;» ρώτησε το γέρο.
«Είμαι ο οδηγός σου» αποκρίθηκε αυτός. Τότε, μέσα απʼ τις σκιές, ο βασιλιάς είδε εμβρόντητος να προβάλει, ένα δεκάχρονο αγόρι, λουσμένο στο φεγγαρόφωτο. «Εγώ δεν έχω μορφή. Είναι τα δικά σου μάτια που άλλαξαν και με βλέπουν διαφορετικό» του είπε, σαν να διάβασε τη σκέψη του. «Είθε με τα μάτια αυτά να κυβερνήσεις…»
Εκείνη τη στιγμή, η πρώτη ακτίνα της αυγής, αχνοφώτισε τον ουρανό. Πίσω της γοργά ο ήλιος καβαλάρης ροβόλησε τις ράχες των βουνών∙ κι ο βασιλιάς αντίκρυσε για πρώτη φορά το βασίλειό του.
by Otto...
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Great Chaos
Περιβόητο μέλος
Ένα πρωί, του εμφανίστηκε ένας άγγελος. "Ο Θεός με έστειλε για να σου δείξω κάτι", του είπε. Τον πήρε και τον μετέφερε με θαυμαστό τρόπο πίσω από ένα θάμνο. "Πες μου τι βλέπεις;", τον ρώτησε. "Βλέπω έναν πλάτανο με παχύ ίσκιο και μια βρύση με δροσερό νερό να ρέει πλάι του", αποκρίθηκε αυτός. "Τώρα θα πρέπει να μου ορκιστείς ότι δεν θα επέμβεις ή έστω μιλήσεις, ό,τι και να δεις να συμβαίνει", τον πρόσταξε ο άγγελος. Ο ιερέας ορκίστηκε με κατάνυξη.
Μετά από λίγο, εμφανίστηκε ένας πλούσιος με το άλογό του και σταμάτησε να πιει νερό και να ξαποστάσει. Ήπιε νερό και ξάπλωσε για λίγο κάτω από το δροσερό ίσκιο του πλάτανου, όπου πήρε έναν υπνάκο. Ύστερα ξύπνησε, ανέβηκε στο άλογό του και συνέχισε το δρόμο του, αφήνοντας όμως πίσω του ένα πουγγί παραγεμισμένο με χρυσές λίρες.
Μετά από λίγη ακόμη ώρα, ένας δεύτερος άνθρωπος εμφανίστηκε πεζός και σταμάτησε να πιει νερό. Ξαφνικά, είδε το πουγγί με τις λίρες, το σήκωσε και άρχισε να χοροπηδά από χαρά. Έβαλε το πουγγί στην τσέπη του και χωρίς να χάσει καιρό, έτρεξε να εξαφανιστεί.
Λίγο αργότερα, ένας τρίτος άνθρωπος, έφτασε κι αυτός στη βρύση. Την ώρα όμως που έπινε νερό, επέστρεψε ο πλούσιος, ο οποίος είχε στο μεταξύ αντιληφθεί ότι είχε χάσει το πουγγί του και γύρισε να το αναζητήσει. Μόλις λοιπόν είδε τον άλλο άνθρωπο, άρχισε να τον κατηγορεί ότι του έκλεψε το πουγγί με τις λίρες και να του ζητά να του τις επιστρέψει. Άρχισαν να καυγαδίζουν και πάνω στον καυγά, ο πλούσιος έσπρωξε απότομα τον άλλο, εκείνος έπεσε στο έδαφος κι έσπασε το σβέρκο του σε μια απ' τις ρίζες του πλάτανου. Ο πλούσιος πανικόβλητος, ανέβηκε στο άλογό του κι εξαφανίστηκε...
"Πες μου τώρα", είπε ο άγγελος στον ιερέα. "Τι πιστεύεις γι' αυτά που είδες, ήταν καλά ή κακά;"
"Καλέ μου άγγελε", απάντησε εκείνος, "η ψυχή μου είναι βαριά από το κακό που είδα να συμβαίνει μπροστά στα μάτια μου, χωρίς να μπορώ να αντιδράσω. Ο ένας έκλεψε το πουγγί που δεν ήταν δικό του, ο άλλος κατηγόρησε άδικα έναν αθώο άνθρωπο και από πάνω τον σκότωσε, χωρίς μάλιστα να τιμωρηθεί."
"Δεν γνωρίζεις όμως ακριβώς την ιστορία", αποκρίθηκε ο άγγελος. "Ο πλούσιος που ήρθε πρώτος στη βρύση, είχε καταπατήσει τα χωράφια του δεύτερου και τα δικαστήρια τον είχαν δικαιώσει, όπως κάνει πάντοτε η ανθρώπινη δικαιοσύνη, ν' αδικεί τους φτωχούς και να αθωώνει τους πλούσιους. Η θεία δικαιοσύνη όμως απαιτούσε ο πλούσιος να πληρώσει το χρέος του και αυτός ήταν ο τρόπος που επέλεξε ο Θεός για να συμβεί αυτό.
Ο τρίτος άνθρωπος, αυτός που σκοτώθηκε, είχε δολοφονήσει τον αδελφό του, χωρίς να το υποψιαστεί κανείς, ούτε και να τον κατηγορήσει. Οι τύψεις του όμως ήταν τέτοιες, που γονατιστός παρακάλεσε το Θεό να τον απαλλάξει απ' το βάρος που κουβαλούσε. Αυτός ήταν ο τρόπος που βρήκε ο Θεός για ν' ανταποκριθεί στην προσευχή του.
Όσο για τον ίδιο τον πλούσιο, μετά από αυτό που έκανε, χάρισε την περιουσία του στους φτωχούς και πήγε να γίνει ιεραπόστολος, προσφέροντας τεράστιο ανθρωπιστικό έργο στην Αφρική και σώζοντας πολλές ζωές."
Ο ιερέας κοίταξε τον άγγελο εμβρόντητος, μην ξέροντας τι να πει. "Πήγαινε λοιπόν εν ειρήνη", τον αποχαιρέτησε ο άγγελος "και να θυμάσαι πόσο λίγα γνωρίζεις, ώστε να μπορείς ν' αποφασίσεις τι είναι καλό και τι κακό."
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Great Chaos
Περιβόητο μέλος
Αρχική Δημοσίευση από ss198621:γιατι πραγματικα ολλα τα ηθικα διδαγματα και ολλες οι σοφες φρασεις και προτασεις
κρυβονται μεσα στην καρδια ολλον μας.
Δε θα μπορούσα να συμφωνώ περισσότερο με αυτό το τελευταίο. Πράγματι η ψυχή των μύθων βρίσκεται εγχαραγμένη στην καρδιά όλων μας.
Αλήθεια, θυμάσαι με βάση ποια δεδομένα έφτασες τόσο γρήγορα σε αυτό το συμπέρασμα;
Μήπως ακούγοντας μικρός τέτοιες διδακτικές ιστορίες;
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 16 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Great Chaos
Περιβόητο μέλος
Αυτο μου θυμισε ενα ρητο ''καποτε στεναχωριομουν που δεν ειχα παπουτσια εως οτου ειδα καποιον στο δρομο που δεν ειχε ποδια"
δεν εχω να πω κατι παραπανω εκτος του οτι εμεις οι ανθρωποι δεν συμφιλιωνομαστε με το γεγονος οτι πρπει να αρκουμαστε στα αγαθα που εχουμε ως τωρα και θα πρπει να ειμαστε περηφανοι για οσα εχουμε αποκτησει!Υπαρχουν ανθρωποι που δεν εχουνε αυτα που εμεις ειτε απλωχερα αποκτησαμε ειτε προσπαθησαμε για αυτα!
Είναι εξαιρετικό το γεγονός ότι κάθε αναγνώστης έχει και κάτι διαφορετικό να δει από μια τέτοια σοφή ιστορία. Έτσι είναι το σωστό. Κανείς δεν κατέχει από μόνος του το κλειδί της απάντησης. Το συλλογικό υποσυνείδητο έχει πολλούς τρόπους να δει και να κατανοήσει τα σύμβολα. Η δύναμη του συνειρμού ενώνει ομοειδείς έννοιες. Αυτό είναι και το απόσταγμα της Σοφίας, που από τις γνώσεις, γεννάει τη Γνώση. Να μπορεί να κωδικοποιηθεί μέσα σε μια τόσο απλή ιστορία, που να μπορεί να την καταλάβει ο καθένας. Ακόμη κι ένα παιδί...
Ήταν κάποτε ένα δράκος. Ζούσε μοναχός σε χαμένες στα βουνά σπηλιές. Περνούσε τη μέρα του τριγυρνώντας από εδώ από εκεί.. αν και τον περισσότερο χρόνο καθόταν και συλλογιζότανε.
Τι να κάνει ένας φτερωτός δράκος σε αυτά τα μέρη; Γιατί δεν βρίσκει άλλους δράκους να συναντήσει ;
.............................................
Άπλωσε τα χέρια του αλλά τα νύχια μπήκαν βαθειά στη σάρκα της .
Άνοιξε το στόμα του αλλά έβγαλε φωτιές και τα φτερά της νεράιδας κάηκαν.
Έβγαλε δάκρυα από τα μάτια του αλλά αυτά την έπνιξαν.
Η νεράιδα κάθισε και πέθανε στην αγκαλιά του.. ο δράκος ήταν και πάλι μόνος.
....!???!!!!
Ηθικό δίδαγμα :
Δεν αρκεί να το θέλεις.. πρέπει και να μπορείς..
.. να αγαπήσεις τον άλλον.
Η πολύ συγκινητική ιστορία που μας χάρισε η Νεράιδα, έχει και άλλο τρόπο ανάγνωσης, ο οποίος δεν έρχεται αναγκαστικά σε αντίθεση με το παραπάνω ηθικόν δίδαγμα:
Είναι ένα σχόλιο, πάνω στη σκληρή μοίρα όσων διαφέρουν τόσο πολύ από τους άλλους, ώστε ακόμη κι αν αγαπήσουν κάποιον, αυτό να δημιουργεί τον κίνδυνο να καταστρέψουν αυτό που αγαπάνε. Υπάρχει ολόκληρη φιλολογία γύρω απ' τα "freaks" αυτού του κόσμου. Η αέναη μοναξιά (Solitude Aeturnus) τους επιφυλάσσεται ως μητριά.
Υπάρχει και μια άλλη θέαση: Ο Δράκος συμβολίζει το βαθύ ασυνείδητο. Η Νεράιδα την ψυχή.
Ο συμβολισμός είναι προφανής. Εδώ απεικονίζεται ο φόβος για απώλεια της ψυχής, σε περίπτωση που αυτή αφεθεί στην αγκαλιά του βαθύτερου "Θέλω" μας, του Θελήματός μας. Φυσικά, έχει και τη "λιμπιντική" πλευρά του το θέμα.
Οι δύο παραπάνω ερμηνείες συσχετίζονται εννοιολογικά. Αυτός ο φόβος είναι που κάνει κάποιους ανθρώπους να νιώθουν ως freaks και να επιλέγουν ασυναίσθητα τη μοναξιά, προκαλώντας άθελά τους τη σκληρή μοίρα που φαινομενικά τους κατατρέχει...
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 16 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Great Chaos
Περιβόητο μέλος
Επίσης μου αρέσουν οι ιστορίες του Χότζα, θα παραθέσω κι εγώ μερικές παρακάτω. Ευχαριστώ τη Μάνια που μου τις θύμισε. Θα πρέπει να έχουμε υπόψιν μας, ότι οι ιστορίες του Χότζα προέρχονται από τη Σουφική παράδοση και αποτελούν αποστάγματα σοφίας, μιας από τις σημαντικότερες εσωτερικές αδελφότητες της Πρόσω Ανατολής. Η ιστορία που μας παρέθεσε, έχει κι ένα ακόμη δίδαγμα, εκτός από αυτό που βρήκε η Νεράιδα: Η εξουσία έχει τον τρόπο να επιβάλει δυσάρεστα μέτρα, εκφοβίζοντας αρχικά μέσω της προπαγάνδας της ότι θα πάρει πολύ χειρότερα μέτρα και τελικά να παίρνει τα μέτρα που είχε αρχικά σκοπό, παρουσιάζοντάς τα όμως ως "υποχώρηση" από αυτά που δήθεν θα έπαιρνε. Ο θείος Γιόζεφ έχει γράψει γι' αυτήν την τεχνική. Ο Όργουελ περιγράφει κάτι παρόμοιο στο 1984. Οι ιστορίες του Χότζα, έχουν και στοιχεία "κυβερνητικής" και σχολιάζουν την εξουσία, όπως αυτή που θα παραθέσω παρακάτω...
Ήταν κάποτε ένας πρύτανης πανεπιστήμιου και πήγε στο Θιβέτ θέλοντας να μάθει τα μυστικά τον μονάχων .τελικά έφτασε και συνάντησε τον μέγα δάσκαλο και του είπε ο καθηγητής για τον λόγο που ήρθε ο μέγας δάσκαλος του πρόσφερε ένα τσάι και άρχισε να το γεμίζει σε λίγη ώρα το ποτήρι ξεχείλισε αλλά ο μέγας δάσκαλος συνέχιζε να το γεμίζει τότε ο πρύτανης του είπε φτάνει δεν βλέπεις πως ξεχείλισε? Και του απάντησε εσύ είσαι σαν το ποτήρι με το τσάι πως θέλεις να σου μάθω τα μυστικά μας όταν έρχεσαι ήδη γεμάτος από τον δικό σας κόσμο…και ο καθηγητής έφυγε χωρίς να πει τπτ
Πολύ ωραία ιστορία επίσης. Το δίδαγμα που παίρνω εγώ, είναι πως δεν μπορείς ν' αναζητείς τη Γνώση, όταν νομίζεις ήδη ότι γνωρίζεις. Ας θυμηθούμε το Σωκρατικό "Εν οίδα, ότι ουδέν οίδα". Μόνο η αγνή καρδιά ενός παιδιού, ή ενός τρελού μπορεί να χωρέσει τη Γνώση, ακριβώς όπως ο Ιησούς είπε "Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι, ότι αυτοίς εστί η Βασιλεία των Ουρανών" και "Αν δεν γίνετε σαν τα παιδιά, δεν σας ανήκει η Βασιλεία των Ουρανών". Στην αναζήτηση προσερχόμαστε με το μυαλό κενό και την καρδιά καθαρή. Το ποίημα του Άλιστερ Κρόουλυ "Αχυράνθρωποι" σχετίζεται με αυτά που προαναφέρω. Δεν είναι τυχαίο ότι ο "Επίσημος Τρελός του Ταξιδιού" των Ταρώ επέλεξε αυτήν την ιστορία για να μας πει κάτι. Σύντομα στις Ταρώ θα δημοσιευτεί ένα κείμενο περί των Διδασκάλων Ζεν...
Και η πρώτη δική μου ιστορία:
Ο Χότζας καθόταν ακίνητος στον ήλιο, με το πρόσωπό του καλυμμένο από μύγες, οι οποίες τον απομυζούσαν. Αυτός όμως καθόταν ατάραχος και τις ανεχόταν, χωρίς ν' αντιδρά καθόλου. Ξαφνικά, βγαίνει έξω η γυναίκα του και βλέπει την όλη κατάσταση. Παίρνει λοιπόν ένα πανί και διώχνει τις μύγες από το πρόσωπο του Χότζα. Αυτός έγινε έξω φρενών και άρχισε να τη βρίζει και να τη μαλώνει. "Μα γιατί άντρα μου με μαλώνεις, αφού έδιωξα τις μύγες που σου ρουφούσαν το αίμα", άρχισε αυτή να κλαίει. "Ανόητη, ανόητη", φώναζε ο Χότζας, "αυτές οι μύγες ήταν χορτάτες. Τώρα που τις έδιωξες θα έρθουν άλλες κι αυτή τη φορά θα είναι πεινασμένες"...
Αυτήν την ιστορία τη θυμάμαι κάθε φορά που έρχονται εκλογές, αυτός είναι και ο κύριος λόγος που δεν ψηφίζω. Αποτελεί σχόλιο για την εξουσία, έμμεσο βέβαια και συγκαλυμμένο...
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 16 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Great Chaos
Περιβόητο μέλος
Για τη δεύτερη ιστορία της Isi, εγώ προσωπικά έβγαλα το εξής συμπέρασμα:
Οι άνθρωποι ψάχνουμε για την αλήθεια, όχι εκεί που αυτή βρίσκεται στην πραγματικότητα, αλλά εκεί που μας βολεύει, ή που μπορούν να κατανοήσουν το μυαλό ή οι αισθήσεις μας. Φυσικά, εκεί δεν πρόκειται να βρούμε τίποτε...
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 16 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Great Chaos
Περιβόητο μέλος
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 16 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
-
Το forum μας χρησιμοποιεί cookies για να βελτιστοποιήσει την εμπειρία σας.
Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, συναινείτε στη χρήση cookies στον περιηγητή σας.