akritas
Εκκολαπτόμενο μέλος
Ο akritas αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Έχει γράψει 231 μηνύματα.
31-01-13
23:27
Περι Ιδιωτικοποίησης/Αποκρατικοποίησης.
Στις φαντασιώσεις των μνημονιακών, υπάρχει η νεοφιλελεύθερη ιδέα, ότι μετά από ένα πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων, ο διευρυμένος ιδιωτικός τομέας λειτουργεί όχι μόνο αποτελεσματικά, αλλά κυρίως αυτόνομα, στο μέτρο που κόβεται ο γόρδιος δεσμός με το κράτος. Δυστυχώς, όμως η διεθνής εμπειρία κάθε άλλο παρά επιβεβαιώνει τους θιασώτες των ιδιωτικοποιήσεων. Aς αφήσουμε το κραυγαλέο παράδειγμα των ιδιωτικών τραπεζών και το πως αυτός ο τομεας συνεχίζει να παρουσιάζει κέρδη μέσα στην κρίση σχεδόν αποκλειστικά χάρη στην υποστήριξη του κράτους, το οποίο προσήλθε ως αρωγός κοινωνικοποιώντας τις τεράστιες ζημίες τους.
Το ΔΝΤ υποστηρίζει ότι είναι πολύ πιο σημαντικό να γίνονται γρήγορα οι ιδιωτικοποιήσεις - τα ζητήματα του ανταγωνισμού και της ρύθμισης μπορούν να αντιμετωπιστούν αργότερα. Όμως, ο κίνδυνος εδώ είναι ότι από τη στιγμή που δημιουργείται ένα έννομο συμφέρον, έχει το κίνητρο, και τα χρήματα, για να διατηρήσει τη μονοπωλιακή θέση του, εξουδετερώνοντας τις ρυθμίσεις και τον ανταγωνισμό και διαστρεβλώνοντας την πολιτική διαδικασία στην πορεία.
Πρώτα απ’ όλα, θα πρέπει να θυμόμαστε ότι μεγάλο ποσοστό των ξένων επενδύσεων είναι οι λεγάμενες «επενδύσεις τύπου brown field», δηλαδή: εξαγορά υφιστάμενων εταιρειών από μια ξένη εταιρεία, παρά «επενδύσεις τύπου greenfield», όπου μια ξένη επιχείρηση ιδρύει νέες μονάδες παραγωγής. Όπως λέει ο Ha - Joon Chang() στο προσφατο βιβλίο του, από τη δεκαετία του 1990, οι επενδύσεις τύπου brownfield αντιπροσωπεύουν πάνω από το 50% του παγκόσμιου συνόλου των άμεσων ξένων επενδύσεων, φτάνοντας ακόμα και το 80% το 2001, στο αποκορύφωμα της έξαρσης των διεθνών εξαγορών και συγχωνεύσεων. Αυτό σημαίνει ότι η πλειοψηφία των άμεσων ξένων επενδύσεων έχει να κάνει με την απόκτηση του ελέγχου υφιστάμενων εταιρειών, παρά με τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και την παραγωγή πλούτου.
Είναι σημαντικό να αναδιαρθρώνονται οι κρατικές επιχειρήσεις, και η ιδιωτικοποίηση είναι συχνά ένας αποτελεσματικός τρόπος για να επιτευχθεί αυτό. Αλλά η ώθηση ανθρώπων από δουλειές χαμηλής παραγωγικότητας σε κρατικές επιχειρήσεις προς την ανεργία δεν αυξάνει το εισόδημα μιας χώρας, και σίγουρα δεν αυξάνει την ευημερία των εργαζομένων. Το δίδαγμα είναι απλό και θα επανέλθω πολλές φορές σε αυτό: Η ιδιωτικοποίηση πρέπει να αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου προγράμματος, το οποίο θα συνεπάγεται τη δημιουργία θέσεων εργασίας αλληλοδιαδόχως με την αναπόφευκτη απώλεια θέσεων εργασίας που συχνά συνεπάγεται η ιδιωτικοποίηση. Πρέπει να εφαρμοστούν οι μακροοικονομικές πολιτικές, συμπεριλαμβανόμενος αυτής των χαμηλών επιτοκίων, που βοηθούν τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Η επιλογή του κατάλληλου χρόνου (και ρυθμού) είναι το παν. Αυτά δεν είναι απλώς ζητήματα πρακτικής, ή «υλοποίησης», αλλά ζητήματα αρχής.
Ο Στίγκλιτς από το 2003( Η μεγάλη αυταπάτη) τόνιζε ότι ίσως η πιο σοβαρή ανησυχία σχετικά με την ιδιωτικοποίηση, έτσι όπως έχει τόσο συχνά εφαρμοστεί, είναι εκείνη της διαφθοράς. H ρητορική του φονταμενταλισμού της αγοράς υποστηρίζει ότι η ιδιωτικοποίηση μειώνει αυτό που οι οικονομολόγοι αποκαλούν δραστηριότητα «αναζήτησης προσόδων» από εκείνους τους κυβερνητικούς αξιωματούχους, οι οποίοι είτε «ξαφρίζουν» τα κέρδη των κρατικών επιχειρήσεων είτε κλείνουν συμβόλαια και συνεργασίες με τους φίλους τους. Όμως. σε αντίθεση με αυτό που υποτίθεται ότι κάνει, η ιδιωτικοποίηση επιδείνωσε τόσο πολύ την κατάσταση, ώστε σε πολλές χώρες σήμερα να είναι συνώνυμη της δωροδοκίας. Εάν μια κυβέρνηση είναι διεφθαρμένη, ελάχιστες πιθανότητες υπάρχουν να λυθεί το πρόβλημα με την ιδιωτικοποίηση. Εξάλλου, η ίδια διεφθαρμένη κυβέρνηση που κακοδιαχειρίστηκε την εταιρεία θα χειριστεί και την ιδιωτικοποίηση. Στη μια χώρα μετά την άλλη, οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι συνειδητοποιούσαν ότι η ιδιωτικοποίηση σήμαινε πως δεν θα χρειαζόταν πλέον να περιορίζονται στο ετήσιο «ξάφρισμα» κερδών. Πουλώντας μία κρατική εταιρεία σε τιμή χαμηλότερη από αυτή της αγοράς, μπορούσαν να ιδιοποιηθούν ένα σημαντικό μερίδιο από το ενεργητικό της, αντί να το αφήσουν στους επόμενους κατόχους της εξουσίας. Στην πραγματικότητα, μπορούσαν να κλέψουν σήμερα ένα μεγάλο μέρος από αυτά που θα «ξάφριζαν» στο μέλλον άλλοι πολιτικοί.
Δεν προκαλεί έκπληξη, λοιπόν, ότι η νοθευμένη διαδικασία ιδιωτικοποίησης σχεδιάστηκε για να μεγιστοποιήσει το ποσό που οι υπουργοί της κυβέρνησης μπορούσαν να ιδιοποιηθούν, και όχι το ποσό που θα εισέρρεε στο ταμείο της κυβέρνησης, για να μη μιλήσουμε για τη συνολική αποδοτικότητα της οικονομίας. Και όλοι ξέρουμε το μέγεθος της διαφθοράς της Ελληνικής πολιτικής εξουσίας.
Στις φαντασιώσεις των μνημονιακών, υπάρχει η νεοφιλελεύθερη ιδέα, ότι μετά από ένα πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων, ο διευρυμένος ιδιωτικός τομέας λειτουργεί όχι μόνο αποτελεσματικά, αλλά κυρίως αυτόνομα, στο μέτρο που κόβεται ο γόρδιος δεσμός με το κράτος. Δυστυχώς, όμως η διεθνής εμπειρία κάθε άλλο παρά επιβεβαιώνει τους θιασώτες των ιδιωτικοποιήσεων. Aς αφήσουμε το κραυγαλέο παράδειγμα των ιδιωτικών τραπεζών και το πως αυτός ο τομεας συνεχίζει να παρουσιάζει κέρδη μέσα στην κρίση σχεδόν αποκλειστικά χάρη στην υποστήριξη του κράτους, το οποίο προσήλθε ως αρωγός κοινωνικοποιώντας τις τεράστιες ζημίες τους.
Το ΔΝΤ υποστηρίζει ότι είναι πολύ πιο σημαντικό να γίνονται γρήγορα οι ιδιωτικοποιήσεις - τα ζητήματα του ανταγωνισμού και της ρύθμισης μπορούν να αντιμετωπιστούν αργότερα. Όμως, ο κίνδυνος εδώ είναι ότι από τη στιγμή που δημιουργείται ένα έννομο συμφέρον, έχει το κίνητρο, και τα χρήματα, για να διατηρήσει τη μονοπωλιακή θέση του, εξουδετερώνοντας τις ρυθμίσεις και τον ανταγωνισμό και διαστρεβλώνοντας την πολιτική διαδικασία στην πορεία.
Πρώτα απ’ όλα, θα πρέπει να θυμόμαστε ότι μεγάλο ποσοστό των ξένων επενδύσεων είναι οι λεγάμενες «επενδύσεις τύπου brown field», δηλαδή: εξαγορά υφιστάμενων εταιρειών από μια ξένη εταιρεία, παρά «επενδύσεις τύπου greenfield», όπου μια ξένη επιχείρηση ιδρύει νέες μονάδες παραγωγής. Όπως λέει ο Ha - Joon Chang() στο προσφατο βιβλίο του, από τη δεκαετία του 1990, οι επενδύσεις τύπου brownfield αντιπροσωπεύουν πάνω από το 50% του παγκόσμιου συνόλου των άμεσων ξένων επενδύσεων, φτάνοντας ακόμα και το 80% το 2001, στο αποκορύφωμα της έξαρσης των διεθνών εξαγορών και συγχωνεύσεων. Αυτό σημαίνει ότι η πλειοψηφία των άμεσων ξένων επενδύσεων έχει να κάνει με την απόκτηση του ελέγχου υφιστάμενων εταιρειών, παρά με τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και την παραγωγή πλούτου.
Είναι σημαντικό να αναδιαρθρώνονται οι κρατικές επιχειρήσεις, και η ιδιωτικοποίηση είναι συχνά ένας αποτελεσματικός τρόπος για να επιτευχθεί αυτό. Αλλά η ώθηση ανθρώπων από δουλειές χαμηλής παραγωγικότητας σε κρατικές επιχειρήσεις προς την ανεργία δεν αυξάνει το εισόδημα μιας χώρας, και σίγουρα δεν αυξάνει την ευημερία των εργαζομένων. Το δίδαγμα είναι απλό και θα επανέλθω πολλές φορές σε αυτό: Η ιδιωτικοποίηση πρέπει να αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου προγράμματος, το οποίο θα συνεπάγεται τη δημιουργία θέσεων εργασίας αλληλοδιαδόχως με την αναπόφευκτη απώλεια θέσεων εργασίας που συχνά συνεπάγεται η ιδιωτικοποίηση. Πρέπει να εφαρμοστούν οι μακροοικονομικές πολιτικές, συμπεριλαμβανόμενος αυτής των χαμηλών επιτοκίων, που βοηθούν τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Η επιλογή του κατάλληλου χρόνου (και ρυθμού) είναι το παν. Αυτά δεν είναι απλώς ζητήματα πρακτικής, ή «υλοποίησης», αλλά ζητήματα αρχής.
Ο Στίγκλιτς από το 2003( Η μεγάλη αυταπάτη) τόνιζε ότι ίσως η πιο σοβαρή ανησυχία σχετικά με την ιδιωτικοποίηση, έτσι όπως έχει τόσο συχνά εφαρμοστεί, είναι εκείνη της διαφθοράς. H ρητορική του φονταμενταλισμού της αγοράς υποστηρίζει ότι η ιδιωτικοποίηση μειώνει αυτό που οι οικονομολόγοι αποκαλούν δραστηριότητα «αναζήτησης προσόδων» από εκείνους τους κυβερνητικούς αξιωματούχους, οι οποίοι είτε «ξαφρίζουν» τα κέρδη των κρατικών επιχειρήσεων είτε κλείνουν συμβόλαια και συνεργασίες με τους φίλους τους. Όμως. σε αντίθεση με αυτό που υποτίθεται ότι κάνει, η ιδιωτικοποίηση επιδείνωσε τόσο πολύ την κατάσταση, ώστε σε πολλές χώρες σήμερα να είναι συνώνυμη της δωροδοκίας. Εάν μια κυβέρνηση είναι διεφθαρμένη, ελάχιστες πιθανότητες υπάρχουν να λυθεί το πρόβλημα με την ιδιωτικοποίηση. Εξάλλου, η ίδια διεφθαρμένη κυβέρνηση που κακοδιαχειρίστηκε την εταιρεία θα χειριστεί και την ιδιωτικοποίηση. Στη μια χώρα μετά την άλλη, οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι συνειδητοποιούσαν ότι η ιδιωτικοποίηση σήμαινε πως δεν θα χρειαζόταν πλέον να περιορίζονται στο ετήσιο «ξάφρισμα» κερδών. Πουλώντας μία κρατική εταιρεία σε τιμή χαμηλότερη από αυτή της αγοράς, μπορούσαν να ιδιοποιηθούν ένα σημαντικό μερίδιο από το ενεργητικό της, αντί να το αφήσουν στους επόμενους κατόχους της εξουσίας. Στην πραγματικότητα, μπορούσαν να κλέψουν σήμερα ένα μεγάλο μέρος από αυτά που θα «ξάφριζαν» στο μέλλον άλλοι πολιτικοί.
Δεν προκαλεί έκπληξη, λοιπόν, ότι η νοθευμένη διαδικασία ιδιωτικοποίησης σχεδιάστηκε για να μεγιστοποιήσει το ποσό που οι υπουργοί της κυβέρνησης μπορούσαν να ιδιοποιηθούν, και όχι το ποσό που θα εισέρρεε στο ταμείο της κυβέρνησης, για να μη μιλήσουμε για τη συνολική αποδοτικότητα της οικονομίας. Και όλοι ξέρουμε το μέγεθος της διαφθοράς της Ελληνικής πολιτικής εξουσίας.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 11 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
akritas
Εκκολαπτόμενο μέλος
Ο akritas αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Έχει γράψει 231 μηνύματα.
11-03-12
12:31
Η συνεχής άρνηση της πολιτικής και των παρεμβάσεων στο εθνικό πλαίσιο στο όνομα των αγορών, ιδιαίτερα των υπερεθνικών χρηματοπιστωτικών αγορών, δεν προερχόται μονοδιάστατα από τις αγορές. Αντίθετα, η άρνηση της πολιτικής είναι η πολιτική της ΕΕ. Στηρίζεται από πολιτικούς και από την ευρωπαϊκή γραφειοκρατία. Επιβλήθηκε στη βάση πολιτικών αποφάσεων που έλαβαν κρατικές ηγεσίες, ιδιαίτερα εκείνης της Γερμανίας.
Αυτή είναι και η βάση του γεγονότος ότι ορισμένες αποκρατικοποιήσεις που χαρακτηρίζονται ιδιωτικοποιήσεις δεν είναι στην κυριολεξία ιδιωτικοποιήσεις, όπως ήδη έχει επισημανθεί.
Επί παραδείγματι, όταν η Deutsche Telecom αγόραζε τον ΟΤΕ, η ίδια ήταν σε κρατικά χέρια. Με άλλα λόγια, δεν είχαμε μια μετακίνηση του ΟΤΕ από τον δημόσιο τομέα στον ιδιωτικό, αλλά μια μετακίνηση της δημόσιας υπηρεσίας του ΟΤΕ από το ελληνικό κράτος στο γερμανικό.
Η σημασία αυτής της διαφοράς, πιστεύω, δεν χρειάζεται περαιτέρω εξηγήσεις.
Αυτή είναι και η βάση του γεγονότος ότι ορισμένες αποκρατικοποιήσεις που χαρακτηρίζονται ιδιωτικοποιήσεις δεν είναι στην κυριολεξία ιδιωτικοποιήσεις, όπως ήδη έχει επισημανθεί.
Επί παραδείγματι, όταν η Deutsche Telecom αγόραζε τον ΟΤΕ, η ίδια ήταν σε κρατικά χέρια. Με άλλα λόγια, δεν είχαμε μια μετακίνηση του ΟΤΕ από τον δημόσιο τομέα στον ιδιωτικό, αλλά μια μετακίνηση της δημόσιας υπηρεσίας του ΟΤΕ από το ελληνικό κράτος στο γερμανικό.
Η σημασία αυτής της διαφοράς, πιστεύω, δεν χρειάζεται περαιτέρω εξηγήσεις.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 12 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.