roumana
Διάσημο μέλος
Η Εμμα αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 51 ετών, επαγγέλεται Γονιός/Οικοκυρικά και μας γράφει απο Ρόδος (Δωδεκάνησα). Έχει γράψει 3,923 μηνύματα.
21-04-11
12:14
-Ηζούσε, μου λέει ο πατέρας μου, μια γυναίκα, ε θα την ήφτασες εσύ, άσχημη. Που πιο άσχημη εν υπήρχε εκείνα τα χρόνια σ' ούλα τα χωριά μα και σ' ούλο τον κόσμο μου φαίνεται. Άσχημη στη θωριά, στην ομιλία, στο σουλούπι, σ' όλα της.
Ήτονε παντρεμένη με τον τσε Βαγγέλη. Κι αγαπημένοι πολύ. Τον ελέγανε έτσι, γιατί στην αρχή της κάθε φράσης που έλεγε έβαζε κι ένα "τσε".
.....Κείνα τα χρόνια, λοιπόν, παίρνανε το κυπαρίσσι, όσοι ασχολούνταν με την ξυλεία, και το κόβανε με αεροπρίονα. Άκου να μάθεις πως ηγίνουνταν αυτή η δουλειά.
Στεριώνανε τον κορμό στην άκρη του πεζουλιού, έτσι ώστε να εξέχει το μισό μέρος περίπου. Ο ένας στεκότανε στο πάνω πεζούλι και τοποθετούσε το πριόνι, έτσι ώστε να κόψει το ξύλο σε σανίδες και ο άλλος ήτανε στο κάτω πεζούλι και ηζόριζε το πριόνι έτσι ώστε να μπορεί να κόψει.
Μόνο που αυτός που ήτονε από κάτω έτρωγε στα μούτρα όλο το πριονίδι.
Κόβανε λοιπόν μια μέρα έναν κορμό, ο Καπούπουνας, που είχε σταθεί στο πάνω μέρος της πεζούλας και ο τσε Βαγγέλης που βρισκότανε από κάτω. Όπως ηδουλεύανε το πριόνι, ήπεφτε όλο το πριονίδι στο πρόσωπο του κακόμοιρου του τσε Βαγγέλη. Μάλιστα όσο αγωνιζότανε και ίδρωνε τόσο το πριονίδι κόλλαγε εντελώς πάνω του και τον είχε κάμει αγνώριστο.
Κάποια στιγμή ηγανάκτησε, τα βροντάει κάτω και βάζει τις φωνές:
-Τσε, καλά να πάθω, που μου δόθηκε κι εμένα, μια φορά στη ζωή μου η ευκαιρία να ζήσω σαν άνθρωπος και την ηπέταξα....
Το 'λεγε και το ξανάλεγε σχεδόν κλαμένος από την αγανάκτηση.
Ο Καπούπουνας προσπάθησε να τον ηρεμήσει κι όταν ηπέρασε η ώρα και κάπως τα κατάφερε, ανάβουνε ένα τσιγάρο και τον ερωτάει, έτσι για να ξεφύγουν λίγο από την ένταση.
-Και δε μου λες, ποια ήτονε κείνη η ευκαιρία που σου 'χε τύχει παλιά και μας την εκρατάς κρυφή;
Ο τσε Βαγγέλης άλλο που δεν ήθελε. Άρχισε να του διηγείται για μια ιστορία που 'χε σαν ήτανε νεαρός κι είχε πάει να δουλέψει στα κάρβουνα. Του 'χανε κάνει, λέει μια πραξονιά με μια κοπέλα που 'χε μεγάλη προίκα και τον ήθελε πολύ. Θα 'τανε τώρα μέγας και τρανός κι ούτε που θα 'χε ανάγκη να δουλέψει ποτέ του.
- Βρε, και γιατί είπες όχι; Λένε όχι σε τέτοιες προτάσεις; τον ερωτά ο Καπούπουνας με γνήσια απορία.
Ο τσε Βαγγέλης σκύβει συνωμοτικά στο αυτί του Καπούπουνα και του λέει χαμηλόφωνα:
-Τσε, ήτονε λίγο ασκημούτσικη....
Αμάν! έλεγε ο Καπούπουνας αργότερα στους φίλους του, ο οποίος ήξερε πολύ καλά ποια γυναίκα είχε παντρευτεί τελικά ο τσε Βαγγέλης. Έμεινα με το στόμα ανοιχτό. Δεν είπα τίποτα. Εκοίταζα μονάχα γύρω μου να δω αν ήτανε κι άλλος άνθρωπος που 'χε ακούσει αυτή τη κουβέντα , γιατί α τό λεγα και ε θα με πίστευε κανείς.
Ο πατέρας μου, ως γνήσιος Ικάριος γέροντας, σταματά την αφήγηση και στρέφει τα μάτια χάμω. Ύστερα από λίγα δευτερόλεπτα έχει την κατακλείδα έτοιμη.
-Σκέψου, παιδί μου, πόσο όμορφη θα φαίνονταν στα μάτια του τσε Βαγγέλη η γυναίκα του, που για χάρη της αρνήθηκε την άνετη ζωή για να ζει στερημένος και ταλαίπωρος, αλλά κι ευτυχισμένος πλάι στη γυναίκα που αγάπησε. Κι ας ήτονε για μας η ασχημότερη που υπήρχε.
Ήτονε παντρεμένη με τον τσε Βαγγέλη. Κι αγαπημένοι πολύ. Τον ελέγανε έτσι, γιατί στην αρχή της κάθε φράσης που έλεγε έβαζε κι ένα "τσε".
.....Κείνα τα χρόνια, λοιπόν, παίρνανε το κυπαρίσσι, όσοι ασχολούνταν με την ξυλεία, και το κόβανε με αεροπρίονα. Άκου να μάθεις πως ηγίνουνταν αυτή η δουλειά.
Στεριώνανε τον κορμό στην άκρη του πεζουλιού, έτσι ώστε να εξέχει το μισό μέρος περίπου. Ο ένας στεκότανε στο πάνω πεζούλι και τοποθετούσε το πριόνι, έτσι ώστε να κόψει το ξύλο σε σανίδες και ο άλλος ήτανε στο κάτω πεζούλι και ηζόριζε το πριόνι έτσι ώστε να μπορεί να κόψει.
Μόνο που αυτός που ήτονε από κάτω έτρωγε στα μούτρα όλο το πριονίδι.
Κόβανε λοιπόν μια μέρα έναν κορμό, ο Καπούπουνας, που είχε σταθεί στο πάνω μέρος της πεζούλας και ο τσε Βαγγέλης που βρισκότανε από κάτω. Όπως ηδουλεύανε το πριόνι, ήπεφτε όλο το πριονίδι στο πρόσωπο του κακόμοιρου του τσε Βαγγέλη. Μάλιστα όσο αγωνιζότανε και ίδρωνε τόσο το πριονίδι κόλλαγε εντελώς πάνω του και τον είχε κάμει αγνώριστο.
Κάποια στιγμή ηγανάκτησε, τα βροντάει κάτω και βάζει τις φωνές:
-Τσε, καλά να πάθω, που μου δόθηκε κι εμένα, μια φορά στη ζωή μου η ευκαιρία να ζήσω σαν άνθρωπος και την ηπέταξα....
Το 'λεγε και το ξανάλεγε σχεδόν κλαμένος από την αγανάκτηση.
Ο Καπούπουνας προσπάθησε να τον ηρεμήσει κι όταν ηπέρασε η ώρα και κάπως τα κατάφερε, ανάβουνε ένα τσιγάρο και τον ερωτάει, έτσι για να ξεφύγουν λίγο από την ένταση.
-Και δε μου λες, ποια ήτονε κείνη η ευκαιρία που σου 'χε τύχει παλιά και μας την εκρατάς κρυφή;
Ο τσε Βαγγέλης άλλο που δεν ήθελε. Άρχισε να του διηγείται για μια ιστορία που 'χε σαν ήτανε νεαρός κι είχε πάει να δουλέψει στα κάρβουνα. Του 'χανε κάνει, λέει μια πραξονιά με μια κοπέλα που 'χε μεγάλη προίκα και τον ήθελε πολύ. Θα 'τανε τώρα μέγας και τρανός κι ούτε που θα 'χε ανάγκη να δουλέψει ποτέ του.
- Βρε, και γιατί είπες όχι; Λένε όχι σε τέτοιες προτάσεις; τον ερωτά ο Καπούπουνας με γνήσια απορία.
Ο τσε Βαγγέλης σκύβει συνωμοτικά στο αυτί του Καπούπουνα και του λέει χαμηλόφωνα:
-Τσε, ήτονε λίγο ασκημούτσικη....
Αμάν! έλεγε ο Καπούπουνας αργότερα στους φίλους του, ο οποίος ήξερε πολύ καλά ποια γυναίκα είχε παντρευτεί τελικά ο τσε Βαγγέλης. Έμεινα με το στόμα ανοιχτό. Δεν είπα τίποτα. Εκοίταζα μονάχα γύρω μου να δω αν ήτανε κι άλλος άνθρωπος που 'χε ακούσει αυτή τη κουβέντα , γιατί α τό λεγα και ε θα με πίστευε κανείς.
Ο πατέρας μου, ως γνήσιος Ικάριος γέροντας, σταματά την αφήγηση και στρέφει τα μάτια χάμω. Ύστερα από λίγα δευτερόλεπτα έχει την κατακλείδα έτοιμη.
-Σκέψου, παιδί μου, πόσο όμορφη θα φαίνονταν στα μάτια του τσε Βαγγέλη η γυναίκα του, που για χάρη της αρνήθηκε την άνετη ζωή για να ζει στερημένος και ταλαίπωρος, αλλά κι ευτυχισμένος πλάι στη γυναίκα που αγάπησε. Κι ας ήτονε για μας η ασχημότερη που υπήρχε.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 13 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.