Neraida
Επιφανές μέλος
Η Bitch... αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 13,073 μηνύματα.
28-08-09
23:09
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 14 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Neraida
Επιφανές μέλος
Η Bitch... αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 13,073 μηνύματα.
02-01-09
16:38
Ο ΜΙΚΡΟΥΛΗΣ ΑΪ-ΒΑΣΙΛΗΣ
Anu Stohner – Henrike Wilson
Μετάφραση: Βούλα Αυγουστίνου
Πολύ πολύ μακριά στο βορρά, εκεί όπου τα πρώτα χιόνια πέφτουν, όταν εμείς εδώ έχουμε ακόμη καλοκαίρι, βρίσκεται καλά κρυμμένο το χωριό των Αϊ-Βασίληδων. Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε εκεί ένας μικρούλης Αϊ-Βασίλης που δεν έβλεπε την ώρα να έρθουν τα Χριστούγεννα.
Ήταν πάντα ο πρώτος που έπαιρνε το χριστουγεννιάτικο δέντρο του από το μεγάλο δάσος. Και ήταν πάντα ο πρώτος που γυάλιζε το έλκηθρό του, λούστραρε τις μπότες του και αέριζε το παλτό του.
Όταν οι άλλοι Αϊ-Βασίληδες δεν είχαν αποφασίσει ακόμη τι δώρα θα πήγαιναν στα παιδιά, ο μικρούλης Αϊ-Βασίλης είχε ήδη ετοιμάσει και τυλίξει τα δώρα.
Περισσότερο του άρεσε να δωρίζει πράγματα που είχε φτιάξει με τα ίδια του τα χέρια. Ήξερε να φτιάχνει όλα τα παιχνίδια: πολύχρωμα αυτοκινητάκια και σκυλάκια με βούλες, ξύλινα αλογάκια, κουκλόσπιτα…
Κι έψηνε υπέροχα γλυκά. Ήξερε να φτιάχνει κουλουράκια με κανέλα σε σχήμα αστεριών, μελόπιτες, χρωματιστά μπαστουνάκια… Και τα μελομακάρονά του ήταν τα καλύτερα του κόσμου. Όταν τελείωνε το τύλιγμα των δώρων και το ψήσιμο των γλυκών, περίμενε με περισσότερη λαχτάρα το ταξίδι στα παιδιά από οποιονδήποτε άλλο Αϊ-Βασίλη. Και κάθε χρόνο τα ίδια…
«Όχι, δεν μπορείς να έρθεις μαζί μας» είπε ο αρχηγός Αϊ-Βασίλης, που αποφάσιζε για τα πάντα στο χωριό των Αϊ-Βασίληδων. «Είσαι πολύ μικρός». «Τα παιδιά θα σκάσουν στα γέλια» φώναξε ένας αγενέστατος νεαρός Αϊ-Βασίλης. «Ιδιαίτερα όταν τον δούνε» είπε, γελώντας ένας άλλος. «Πάνω στο μικροσκοπικό του έλκηθρο» φώναξε ένας τρίτος. Ήταν πολύ άσχημο αυτό που έκαναν, και λίγο έλειψε ο αρχηγός να τους αφήσει κι αυτούς στο σπίτι.
Όμως φέτος είχαν να δώσουν τόσο πολλά δώρα, που δεν μπορούσε να αφήσει πίσω κανέναν από τους νεαρούς Αϊ-Βασίληδες. Γιʼ αυτό τους κοίταξε μονάχα πολύ αυστηρά και είπε: «Να φέρεστε καλύτερα!». Και στο μικρούλη Αϊ-Βασίλη είπε:«Του χρόνου ίσως». Αλλά ο μικρούλης Αϊ-Βασίλης δεν μπορούσε να το πιστέψει τόσο εύκολα πια.
Όταν έφυγαν οι υπόλοιποι Αϊ-Βασίληδες, ο μικρούλης Αϊ-Βασίλης δεν ήθελε ούτε να βλέπει ούτε να ακούει τίποτα. Έκλεισε τα παντζούρια κι έκατσε ολομόναχος στο δωμάτιό του. Δεν τον πείραζε που ήταν μικρότερος από τους άλλους. Αλλά τον στεναχωρούσε πολύ που δεν μπορούσε να πάει μαζί τους στο ταξίδι τους για τα παιδιά.
Μόνο όταν έπεσε η νύχτα, και τα πάντα είχαν πια ησυχάσει και ερημώσει, βγήκε από το σπίτι. Αφού δεν μπορούσε να ταξιδέψει, ήθελε τουλάχιστο να ξεμουδιάσει λιγάκι. Τα αστέρια έλαμπαν, ο μικρούλης Αϊ-Βασίλης όμως δε σήκωνε το βλέμμα να τα κοιτάξει. Κάπου εκεί ψηλά βρίσκονταν τώρα οι άλλοι με τα έλκηθρά τους που τα έσερναν τάρανδοι… Και τότε ξαφνικά ακούστηκαν φωνές από το μεγάλο δάσος. Στο μεγάλο δάσος ζούσαν τα ζώα. Τι να συζητούσαν άραγε τόσο αργά το βράδυ;
Τι καλά που ήταν τόσο μικρός! Έτσι μπορούσε να πλησιάσει στα κλεφτά χωρίς να τον δουν τα ζώα. Ήταν όλα τους εκεί: ο σκίουρος και ο λαγός,
η αρκούδα, το ζαρκάδι, τα ποντίκια… κι ήταν όλα τους πολύ κακόκεφα. «Είναι τρομερό» μούγκρισε η αρκούδα. «Οι Αϊ-Βασίληδες επισκέπτονται τους ανθρώπους, αλλά όχι τα ζώα». «Αν και δε θα χρειαζόταν να πάνε και πολύ μακριά» παραπονέθηκε ο λαγός. «Έτσι γινόταν πάντα» είπε η γριά κουκουβάγια. «Φοβάμαι ότι αυτό δε θα αλλάξει ποτέ».
Κι όμως άλλαξε! Γιατί, αμέσως μόλις το άκουσε ο μικρούλης Αϊ-Βασίλης, έφυγε από εκεί πολύ πολύ αθόρυβα, πατώντας στα νύχια των ποδιών του, κι έτρεξε στο σπίτι. Έριξε μια γρήγορη ματιά στον καθρέφτη, στοίβαξε τα δώρα στο έλκηθρο, και αμέσως ξαναπήρε το δρόμο της επιστροφής. Μόνο που δεν του είχαν μείνει καθόλου τάρανδοι, αφού όλοι είχαν φύγει. Αλλά και μόνος του μπορούσε να σύρει το έλκηθρο μέχρι το μεγάλο δάσος.
Εκείνο το βράδυ τα ζώα έστησαν τέτοια γιορτή, που όμοιά της δεν είχε ξαναδεί το μεγάλο δάσος. Ο μικρούλης Αϊ-Βασίλης έδωσε σε όλα τα ζώα από ένα δώρο, περισσότερο από όλα, όμως, χάρηκε η κατσούφα αρκούδα – ποτέ στη ζωή της δεν είχε πάρει δώρο. Και πιο περήφανη από όλα ήταν
η κουκουβάγια – πήρε ένα ολοκαίνουριο πουλόβερ και ήταν σίγουρα το πιο κομψό πουλί του δάσους.
Αμέσως μόλις επέστρεψαν οι υπόλοιποι Αϊ-Βασίληδες, ο μικρούλης Αϊ-Βασίλης παρουσιάστηκε μπροστά στον αρχηγό και του διηγήθηκε τι είχε γίνει στο μεγάλο δάσος. Ο αρχηγός έμεινε έκπληκτος και τον ανακήρυξε
Αϊ-Βασίλη των ζώων. «Μπράβο!» φώναξαν οι άλλοι Αϊ-Βασίληδες και τον ζητωκραύγασαν. Τρεις φορές μάλιστα! Από τότε ο μικρούλης Αϊ-Βασίλης είναι το ίδιο σημαντικός με τους μεγάλους…
Anu Stohner – Henrike Wilson
Μετάφραση: Βούλα Αυγουστίνου
Πολύ πολύ μακριά στο βορρά, εκεί όπου τα πρώτα χιόνια πέφτουν, όταν εμείς εδώ έχουμε ακόμη καλοκαίρι, βρίσκεται καλά κρυμμένο το χωριό των Αϊ-Βασίληδων. Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε εκεί ένας μικρούλης Αϊ-Βασίλης που δεν έβλεπε την ώρα να έρθουν τα Χριστούγεννα.
Ήταν πάντα ο πρώτος που έπαιρνε το χριστουγεννιάτικο δέντρο του από το μεγάλο δάσος. Και ήταν πάντα ο πρώτος που γυάλιζε το έλκηθρό του, λούστραρε τις μπότες του και αέριζε το παλτό του.
Όταν οι άλλοι Αϊ-Βασίληδες δεν είχαν αποφασίσει ακόμη τι δώρα θα πήγαιναν στα παιδιά, ο μικρούλης Αϊ-Βασίλης είχε ήδη ετοιμάσει και τυλίξει τα δώρα.
Περισσότερο του άρεσε να δωρίζει πράγματα που είχε φτιάξει με τα ίδια του τα χέρια. Ήξερε να φτιάχνει όλα τα παιχνίδια: πολύχρωμα αυτοκινητάκια και σκυλάκια με βούλες, ξύλινα αλογάκια, κουκλόσπιτα…
Κι έψηνε υπέροχα γλυκά. Ήξερε να φτιάχνει κουλουράκια με κανέλα σε σχήμα αστεριών, μελόπιτες, χρωματιστά μπαστουνάκια… Και τα μελομακάρονά του ήταν τα καλύτερα του κόσμου. Όταν τελείωνε το τύλιγμα των δώρων και το ψήσιμο των γλυκών, περίμενε με περισσότερη λαχτάρα το ταξίδι στα παιδιά από οποιονδήποτε άλλο Αϊ-Βασίλη. Και κάθε χρόνο τα ίδια…
«Όχι, δεν μπορείς να έρθεις μαζί μας» είπε ο αρχηγός Αϊ-Βασίλης, που αποφάσιζε για τα πάντα στο χωριό των Αϊ-Βασίληδων. «Είσαι πολύ μικρός». «Τα παιδιά θα σκάσουν στα γέλια» φώναξε ένας αγενέστατος νεαρός Αϊ-Βασίλης. «Ιδιαίτερα όταν τον δούνε» είπε, γελώντας ένας άλλος. «Πάνω στο μικροσκοπικό του έλκηθρο» φώναξε ένας τρίτος. Ήταν πολύ άσχημο αυτό που έκαναν, και λίγο έλειψε ο αρχηγός να τους αφήσει κι αυτούς στο σπίτι.
Όμως φέτος είχαν να δώσουν τόσο πολλά δώρα, που δεν μπορούσε να αφήσει πίσω κανέναν από τους νεαρούς Αϊ-Βασίληδες. Γιʼ αυτό τους κοίταξε μονάχα πολύ αυστηρά και είπε: «Να φέρεστε καλύτερα!». Και στο μικρούλη Αϊ-Βασίλη είπε:«Του χρόνου ίσως». Αλλά ο μικρούλης Αϊ-Βασίλης δεν μπορούσε να το πιστέψει τόσο εύκολα πια.
Όταν έφυγαν οι υπόλοιποι Αϊ-Βασίληδες, ο μικρούλης Αϊ-Βασίλης δεν ήθελε ούτε να βλέπει ούτε να ακούει τίποτα. Έκλεισε τα παντζούρια κι έκατσε ολομόναχος στο δωμάτιό του. Δεν τον πείραζε που ήταν μικρότερος από τους άλλους. Αλλά τον στεναχωρούσε πολύ που δεν μπορούσε να πάει μαζί τους στο ταξίδι τους για τα παιδιά.
Μόνο όταν έπεσε η νύχτα, και τα πάντα είχαν πια ησυχάσει και ερημώσει, βγήκε από το σπίτι. Αφού δεν μπορούσε να ταξιδέψει, ήθελε τουλάχιστο να ξεμουδιάσει λιγάκι. Τα αστέρια έλαμπαν, ο μικρούλης Αϊ-Βασίλης όμως δε σήκωνε το βλέμμα να τα κοιτάξει. Κάπου εκεί ψηλά βρίσκονταν τώρα οι άλλοι με τα έλκηθρά τους που τα έσερναν τάρανδοι… Και τότε ξαφνικά ακούστηκαν φωνές από το μεγάλο δάσος. Στο μεγάλο δάσος ζούσαν τα ζώα. Τι να συζητούσαν άραγε τόσο αργά το βράδυ;
Τι καλά που ήταν τόσο μικρός! Έτσι μπορούσε να πλησιάσει στα κλεφτά χωρίς να τον δουν τα ζώα. Ήταν όλα τους εκεί: ο σκίουρος και ο λαγός,
η αρκούδα, το ζαρκάδι, τα ποντίκια… κι ήταν όλα τους πολύ κακόκεφα. «Είναι τρομερό» μούγκρισε η αρκούδα. «Οι Αϊ-Βασίληδες επισκέπτονται τους ανθρώπους, αλλά όχι τα ζώα». «Αν και δε θα χρειαζόταν να πάνε και πολύ μακριά» παραπονέθηκε ο λαγός. «Έτσι γινόταν πάντα» είπε η γριά κουκουβάγια. «Φοβάμαι ότι αυτό δε θα αλλάξει ποτέ».
Κι όμως άλλαξε! Γιατί, αμέσως μόλις το άκουσε ο μικρούλης Αϊ-Βασίλης, έφυγε από εκεί πολύ πολύ αθόρυβα, πατώντας στα νύχια των ποδιών του, κι έτρεξε στο σπίτι. Έριξε μια γρήγορη ματιά στον καθρέφτη, στοίβαξε τα δώρα στο έλκηθρο, και αμέσως ξαναπήρε το δρόμο της επιστροφής. Μόνο που δεν του είχαν μείνει καθόλου τάρανδοι, αφού όλοι είχαν φύγει. Αλλά και μόνος του μπορούσε να σύρει το έλκηθρο μέχρι το μεγάλο δάσος.
Εκείνο το βράδυ τα ζώα έστησαν τέτοια γιορτή, που όμοιά της δεν είχε ξαναδεί το μεγάλο δάσος. Ο μικρούλης Αϊ-Βασίλης έδωσε σε όλα τα ζώα από ένα δώρο, περισσότερο από όλα, όμως, χάρηκε η κατσούφα αρκούδα – ποτέ στη ζωή της δεν είχε πάρει δώρο. Και πιο περήφανη από όλα ήταν
η κουκουβάγια – πήρε ένα ολοκαίνουριο πουλόβερ και ήταν σίγουρα το πιο κομψό πουλί του δάσους.
Αμέσως μόλις επέστρεψαν οι υπόλοιποι Αϊ-Βασίληδες, ο μικρούλης Αϊ-Βασίλης παρουσιάστηκε μπροστά στον αρχηγό και του διηγήθηκε τι είχε γίνει στο μεγάλο δάσος. Ο αρχηγός έμεινε έκπληκτος και τον ανακήρυξε
Αϊ-Βασίλη των ζώων. «Μπράβο!» φώναξαν οι άλλοι Αϊ-Βασίληδες και τον ζητωκραύγασαν. Τρεις φορές μάλιστα! Από τότε ο μικρούλης Αϊ-Βασίλης είναι το ίδιο σημαντικός με τους μεγάλους…
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Neraida
Επιφανές μέλος
Η Bitch... αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 13,073 μηνύματα.
04-12-08
14:34
Ενα ομορφο παραμυθι που διαβασα πριν λιγο....
Μετρώντας τ' άστρα
Ήταν κάποτε ένας νέος που κάθε βράδυ που ξάπλωνε, μετρούσε τ' αστέρια και αποκοιμιόταν μετρώντας. Κάθε βράδυ λοιπόν στον ύπνο του έβλεπε μια πολύ όμορφη κοπέλα. Και κάθε πρωί ο νέος την έψαχνε. Έψαχνε να τη βρει ...
Μέχρι που μια μέρα αποφάσισε ότι δεν του έφτανε η μέρα για να ψάχνει, αλλά χρειαζόταν και τη νύχτα. Άρχισε λοιπόν να ψάχνει όλη μέρα, όλη νύχτα, όλες τις μέρες. Οι μέρες έγιναν μήνες και οι μήνες χρόνια. Ο νέος όμως, αφού δεν ξάπλωνε μετρώντας τ' άστρα δεν τη θυμόταν και δεν ήξερε που να ρωτήσει. Ρωτούσε απλώς για την πιο όμορφη γυναίκα σε κάθε μέρος που πήγαινε και ο κόσμος του έδειχνε την όμορφη της περιοχής Καμιά όμως δεν του θύμιζε τη δικιά του.
Συνέχιζε ωστόσο να περπατάει και να ψάχνει ...Πέρασε χώρες και χωριά και πολιτείες και δάση, μέχρι που έφτασε σε μια χώρα όπου οι άνθρωποι έφτιαχναν τα σπίτια τους με γυάλινη στέγη κι έτσι ο νέος κοιμήθηκε μετρώντας τ' άστρα και την είδε ξανά στον ύπνο του. .Συνάμα συνειδητοποίησε πως τόσο καιρό Την έψαχνε χωρίς αποτέλεσμα. Πείστηκε πως ήταν καιρός να σταματήσει. Έτσι αποφάσισε να μη ξαναμετρήσει τ' άστρα.
Το άλλο πρωί ψάχνοντας για φαΐ και όχι για την Πεντάμορφη των ονείρων του ο νέος γνώρισε μια υπηρέτρια, όμορφη και πολύ ευγενική μαζί του. Σκέφτηκε ότι Της έμοιαζε. .Κι έτσι παντρεύτηκαν ...
Πέρασε ο καιρός και τα χρόνια. Ο νέος είχε κάνει οικογένεια κοντά στην αγαπημένη του και είχε ξεχάσει την όμορφη άγνωστη. Κάτι όμως είχε αρχίσει να τον βασανίζει τον τελευταίο καιρό. Σκέφτηκε να ξαναμετρήσει τ' άστρα και το έκανε. Όμως, επειδή ήταν με άλλη γυναίκα, δεν Την είδε. .Εγκατέλειψε λοιπόν την ίδια νύχτα γυναίκα και παιδιά και συνέχισε το ταξίδι που είχε αφήσει για χρόνια, αρχίζοντας το ψάξιμο για μια ακόμη φορά..
Εκείνη. .Τη Νεράιδά του..
Που ήταν όμορφη σαν γοργόνα και γλυκιά σαν άγγελος..
Έφτασε λοιπόν σε μιαν άλλη χώρα, όπου και γινόταν ένας διαγωνισμός .Επειδή η πριγκίπισσα ήταν εγωίστρια και κακιά, ο πολυχρονεμένος βασιλιάς πατέρας της, έψαχνε κάποιον που θα την έκανε καλή και πονόψυχη. Πολλά βασιλόπουλα είχαν πάει και πολλοί ευγενείς και άρχοντες είχαν προσπαθήσει να την αλλάξουν, χωρίς επιτυχία.
Ο νέος, όταν ήταν η σειρά του να προσπαθήσει, μην έχοντας τι να κάνει, της είπε την ιστορία του. Απ' το ότι κάθε βράδυ αποκοιμιόταν βλέποντας τ' αστέρια και μαζί τους μια κοπέλα και κάθε πρωί την έψαχνε, αλλά ποτέ δεν τη βρήκε, μέχρι που έφτασε στη χώρα της πριγκίπισσας. .Αυτή συγκινήθηκε και μαλάκωσε η ψυχή της. Είπε στο νέο λοιπόν να κοιμάται μαζί της για να μετρούν μαζί τ' άστρα. Ο νέος, σταμάτησε για άλλη μια φορά να βλέπει την αγγελική μορφή Της. Ξυπνώντας, είδε την πριγκιποπούλα να κοιμάται. Κι ήταν όμορφη, πανέμορφη. Για μια στιγμή του πέρασε απ' το μυαλό ότι ήταν Αυτή..
Την παντρεύτηκε λοιπόν. Οι γάμοι τους κράτησαν μέρες πολλές, βδομάδες. Ο νέος έγινε βασιλιάς της χώρας και η πριγκίπισσα στέφθηκε βασίλισσα. Πέρασαν έτσι πολλά χρόνια. Μέχρι που ο νέος, έφυγε για μια εκστρατεία της χώρας του. Κοιμισμένος ένα βράδυ, στο μέρος που είχαν κατασκηνώσει, κάτω απ τον έναστρο ουρανό, Την είδε. Και την είδε να τον φωνάζει, να τον ζητά απεγνωσμένα. Δεν άντεξε άλλο. Τράβηξε το σπαθί του και αυτοκτόνησε.
Κανείς δεν κατάλαβε πως πέθανε ο βασιλιάς εκείνο το βράδυ. Η τελετή της κηδείας έγινε γρήγορα και μετά από λίγο το θέμα έληξε. Η βασίλισσα παντρεύτηκε άλλον και ο παλιός βασιλιάς ξεχάστηκε.
Κι όμως στο κοιμητήριο, μια κοπέλα τριγύριζε για μέρες τον τάφο. .Και καθόταν εκεί το βράδυ. Ήταν όμορφη σαν γοργόνα και γλυκιά σαν άγγελος. Μέχρι που ένα πρωί τη βρήκαν νεκρή δίπλα στον τάφο του, μ' ένα μαχαίρι μπηγμένο στο στέρνο. Ήταν Εκείνη.. Είχε πάει να τον συναντήσει σε μια άλλη ζωή..
Οι θεοί όμως τους λυπήθηκαν και τους έκαναν δυο αστέρια. Δυο αστέρια που είναι πολύ κοντά το ένα στο άλλο, αλλά το ένα δε φτάνει ποτέ το άλλο.. Προσπαθούν και τα δύο, αλλά ποτέ δεν τα καταφέρνουν. Έτσι έμειναν αθάνατοι ,για να θυμάται ο κόσμος την ιστορία τους. Τα βράδια κοιτιούνται και δε χορταίνει ο ένας τον άλλο..
Έτσι ο επόμενος που θα μετρά τ' αστέρια κάθε βράδυ θα τους βλέπει και θα μετρά δυο αστέρια παραπάνω..
Μετρώντας τ' άστρα
Ήταν κάποτε ένας νέος που κάθε βράδυ που ξάπλωνε, μετρούσε τ' αστέρια και αποκοιμιόταν μετρώντας. Κάθε βράδυ λοιπόν στον ύπνο του έβλεπε μια πολύ όμορφη κοπέλα. Και κάθε πρωί ο νέος την έψαχνε. Έψαχνε να τη βρει ...
Μέχρι που μια μέρα αποφάσισε ότι δεν του έφτανε η μέρα για να ψάχνει, αλλά χρειαζόταν και τη νύχτα. Άρχισε λοιπόν να ψάχνει όλη μέρα, όλη νύχτα, όλες τις μέρες. Οι μέρες έγιναν μήνες και οι μήνες χρόνια. Ο νέος όμως, αφού δεν ξάπλωνε μετρώντας τ' άστρα δεν τη θυμόταν και δεν ήξερε που να ρωτήσει. Ρωτούσε απλώς για την πιο όμορφη γυναίκα σε κάθε μέρος που πήγαινε και ο κόσμος του έδειχνε την όμορφη της περιοχής Καμιά όμως δεν του θύμιζε τη δικιά του.
Συνέχιζε ωστόσο να περπατάει και να ψάχνει ...Πέρασε χώρες και χωριά και πολιτείες και δάση, μέχρι που έφτασε σε μια χώρα όπου οι άνθρωποι έφτιαχναν τα σπίτια τους με γυάλινη στέγη κι έτσι ο νέος κοιμήθηκε μετρώντας τ' άστρα και την είδε ξανά στον ύπνο του. .Συνάμα συνειδητοποίησε πως τόσο καιρό Την έψαχνε χωρίς αποτέλεσμα. Πείστηκε πως ήταν καιρός να σταματήσει. Έτσι αποφάσισε να μη ξαναμετρήσει τ' άστρα.
Το άλλο πρωί ψάχνοντας για φαΐ και όχι για την Πεντάμορφη των ονείρων του ο νέος γνώρισε μια υπηρέτρια, όμορφη και πολύ ευγενική μαζί του. Σκέφτηκε ότι Της έμοιαζε. .Κι έτσι παντρεύτηκαν ...
Πέρασε ο καιρός και τα χρόνια. Ο νέος είχε κάνει οικογένεια κοντά στην αγαπημένη του και είχε ξεχάσει την όμορφη άγνωστη. Κάτι όμως είχε αρχίσει να τον βασανίζει τον τελευταίο καιρό. Σκέφτηκε να ξαναμετρήσει τ' άστρα και το έκανε. Όμως, επειδή ήταν με άλλη γυναίκα, δεν Την είδε. .Εγκατέλειψε λοιπόν την ίδια νύχτα γυναίκα και παιδιά και συνέχισε το ταξίδι που είχε αφήσει για χρόνια, αρχίζοντας το ψάξιμο για μια ακόμη φορά..
Εκείνη. .Τη Νεράιδά του..
Που ήταν όμορφη σαν γοργόνα και γλυκιά σαν άγγελος..
Έφτασε λοιπόν σε μιαν άλλη χώρα, όπου και γινόταν ένας διαγωνισμός .Επειδή η πριγκίπισσα ήταν εγωίστρια και κακιά, ο πολυχρονεμένος βασιλιάς πατέρας της, έψαχνε κάποιον που θα την έκανε καλή και πονόψυχη. Πολλά βασιλόπουλα είχαν πάει και πολλοί ευγενείς και άρχοντες είχαν προσπαθήσει να την αλλάξουν, χωρίς επιτυχία.
Ο νέος, όταν ήταν η σειρά του να προσπαθήσει, μην έχοντας τι να κάνει, της είπε την ιστορία του. Απ' το ότι κάθε βράδυ αποκοιμιόταν βλέποντας τ' αστέρια και μαζί τους μια κοπέλα και κάθε πρωί την έψαχνε, αλλά ποτέ δεν τη βρήκε, μέχρι που έφτασε στη χώρα της πριγκίπισσας. .Αυτή συγκινήθηκε και μαλάκωσε η ψυχή της. Είπε στο νέο λοιπόν να κοιμάται μαζί της για να μετρούν μαζί τ' άστρα. Ο νέος, σταμάτησε για άλλη μια φορά να βλέπει την αγγελική μορφή Της. Ξυπνώντας, είδε την πριγκιποπούλα να κοιμάται. Κι ήταν όμορφη, πανέμορφη. Για μια στιγμή του πέρασε απ' το μυαλό ότι ήταν Αυτή..
Την παντρεύτηκε λοιπόν. Οι γάμοι τους κράτησαν μέρες πολλές, βδομάδες. Ο νέος έγινε βασιλιάς της χώρας και η πριγκίπισσα στέφθηκε βασίλισσα. Πέρασαν έτσι πολλά χρόνια. Μέχρι που ο νέος, έφυγε για μια εκστρατεία της χώρας του. Κοιμισμένος ένα βράδυ, στο μέρος που είχαν κατασκηνώσει, κάτω απ τον έναστρο ουρανό, Την είδε. Και την είδε να τον φωνάζει, να τον ζητά απεγνωσμένα. Δεν άντεξε άλλο. Τράβηξε το σπαθί του και αυτοκτόνησε.
Κανείς δεν κατάλαβε πως πέθανε ο βασιλιάς εκείνο το βράδυ. Η τελετή της κηδείας έγινε γρήγορα και μετά από λίγο το θέμα έληξε. Η βασίλισσα παντρεύτηκε άλλον και ο παλιός βασιλιάς ξεχάστηκε.
Κι όμως στο κοιμητήριο, μια κοπέλα τριγύριζε για μέρες τον τάφο. .Και καθόταν εκεί το βράδυ. Ήταν όμορφη σαν γοργόνα και γλυκιά σαν άγγελος. Μέχρι που ένα πρωί τη βρήκαν νεκρή δίπλα στον τάφο του, μ' ένα μαχαίρι μπηγμένο στο στέρνο. Ήταν Εκείνη.. Είχε πάει να τον συναντήσει σε μια άλλη ζωή..
Οι θεοί όμως τους λυπήθηκαν και τους έκαναν δυο αστέρια. Δυο αστέρια που είναι πολύ κοντά το ένα στο άλλο, αλλά το ένα δε φτάνει ποτέ το άλλο.. Προσπαθούν και τα δύο, αλλά ποτέ δεν τα καταφέρνουν. Έτσι έμειναν αθάνατοι ,για να θυμάται ο κόσμος την ιστορία τους. Τα βράδια κοιτιούνται και δε χορταίνει ο ένας τον άλλο..
Έτσι ο επόμενος που θα μετρά τ' αστέρια κάθε βράδυ θα τους βλέπει και θα μετρά δυο αστέρια παραπάνω..
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Neraida
Επιφανές μέλος
Η Bitch... αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 13,073 μηνύματα.
22-11-08
16:24
Η Αναμελλα, Νεραιδα της ψυχης...
Το σπίτι της Αναμέλλας είναι σε ένα δάσος με αμέτρητα δέντρα, λουλούδια, θάμνους, ποτάμια, ρυάκια και λίμνες. Σε αυτό το δάσος ζουν και άλλες νεράιδες που η καθεμιά χρησιμοποιεί το μαγικό ραβδάκι της και για άλλο σκοπό. Ζουν πολλά πουλιά που κάθε μέρα, την ώρα που οι στάλες της πρωινής δροσιάς λαμπυρίζουν σαν διαμαντάκια όταν τις χτυπούν οι ακτίνες του ήλιου, το πλημμυρίζουν με το μελωδικό του τραγούδι. Ζουν ζωάκια που χαρούμενα παίζουν με τα κουκουνάρια που έχουν πέσει από τα πεύκα, πλατσουρίζουν στα ρυάκια, ψάχνουν το φαγητό τους. Ζουν όμως και κακιές μάγισσες και μάγοι που χρησιμοποιούν το δάσος για να κρύψουν τα υποχθόνια σχέδιά τους, που φτιάχνουν τα μαγικά τους φίλτρα. Ζουν και άγρια θηρία που είναι έτοιμα να κατασπαράξουν όποιο αθώο πλάσμα βρεθεί στο δρόμο τους μόνο και μόνο για να ικανοποιήσουν τη λαιμαργία τους. Σε κάθε δάσος ζει και ένας ξυλοκόπος. Ο ξυλοκόπος αυτού του δάσους είχε δυο παιδάκια. Ένα αγοράκι κι ένα κοριτσάκι. Ζούσαν οι τρεις τους, αφού η γυναίκα του ξυλοκόπου είχε πεθάνει, σε μια ξύλινη καλύβα στην άκρη του δάσους. Τα παιδάκια ήταν μικρά ακόμη για να πάνε σχολείο έτσι περνούσαν τη μέρα τους παίζοντας ξέγνοιαστα στο ξέφωτο που ήταν κοντά στην καλύβα τους ενώ ο πατέρας τους λίγο πιο βαθιά στο δάσος δούλευε σκληρά.
Μια μέρα τα δυο αδελφάκια ενώ έπαιζαν είδαν ένα λαγό και αποφάσισαν να τον κυνηγήσουν. Ο άμοιρος ο λαγός όμως τρόμαξε και έτρεξε να κρυφτεί. Τα παιδιά δεν το έβαλαν κάτω και συνέχισαν να τον κυνηγούν. Όχι πως είχαν κάποιο σκοπό. Απλά για παιγνίδι. Το παιγνίδι όμως αυτό έμελλε να τα οδηγήσει βαθιά στο δάσος. Κάποια στιγμή αποκαμωμένα από το τρέξιμο και απογοητευμένα που έχασαν το λαγό σταμάτησαν. Τότε κατάλαβαν πως είχαν απομακρυνθεί πάρα πολύ από το σπίτι τους. Δεν άκουγαν το τσεκούρι του πατέρα τους. Γύρω τους ήταν θεόρατα δέντρα, το ένα δίπλα στο άλλο σα να σχημάτιζαν έναν πανύψηλο φράχτη. Δεν ήξεραν ποια κατεύθυνση να πάρουν για να γυρίσουν στο σπίτι τους. Η κούραση και ο φόβος για το τι θα γίνει έκαναν τα παιδικά ματάκια να πλημμυρίσουν από δάκρυα. Οι λυγμοί τους ήταν ένα μελαγχολικό τραγούδι που όμως ξένισε τα πουλιά και τα έκανε να σταματήσουν το δικό τους χαρούμενο σκοπό.
Εκεί κοντά ήταν μια λιμνούλα που η νεράιδα μας η Αναμέλλα συνήθιζε να λούζει τα χρυσαφένια της μαλλιά. Η Αναμέλλα, άκουσε το τραγούδι των λυγμών και η ψυχή της σκίρτησε από αγωνία. Έτρεξε γρήγορα και όταν έφτασε στα δυο αδέλφια τα είδε αγκαλιασμένα και τρομαγμένα. Πλησίαζε αργά και με την κρυστάλλινη φωνή της τα ρώτησε πως βρέθηκαν εκεί. Όταν τα παιδιά της εξήγησαν τα αγκάλιασε τρυφερά, κατόπιν τους έδωσε να φάνε λίγους βολβούς από γλυκοπατάτα και να πιούνε νέκταρ λουλουδιών. Για να ηρεμήσει την ψυχούλα τους τους είπε παραμύθια και τραγούδησε το πιο όμορφο νανούρισμα...
Ο ξυλοκόπος όταν πήγε στο ξέφωτο να δει αν είναι καλά τα παιδιά και αντιλήφθηκε πως τα παιδιά έλειπαν κόντεψε να τρελαθεί από την αγωνία του. Έψαξε έψαξε αλλά τίποτα. Συντετριμμένος, γύρισε στην καλύβα του όταν νύχτωσε και δε μπορούσε πια να δει και κάθησε στο τραπέζι. Στήριξε το κεφάλι με τα χέρια του και άρχισε να κλαίει ώσπου αποκοιμήθηκε.
Η καλή νεράιδα, μόλις άρχισε να χαράζει η νέα μέρα, πήρε τα δυο αδελφάκια, αποκοιμισμένα, στην αγκαλιά της και τα πήγε σε ένα μαλακό θάμνο λίγα μέτρα πιο πέρα από το σπίτι τους. Ήταν καλοκαίρι και δεν είχε κρύο έτσι δεν υπήρχε κίνδυνος να αρρωστήσουν. Όταν ο ήλιος άρχισε να ανεβαίνει το αγοράκι ξύπνησε. Είδε πως ήταν δίπλα από το σπίτι τους και γρήγορα γρήγορα φώναξε στην αδελφούλα του να ξυπνήσει. Τα δυο παιδιά δεν κατάλαβαν τι έγινε αλλά ήταν τόσο ευτυχισμένα που άρχισαν να τρέχουν, να χορεύουν και να τραγουδούν. Οι χαρούμενες φωνές ξύπνησαν τον αποκαμωμένο πατέρα τους. Πετάχτηκε ευθύς και έτρεξε να αγκαλιάσει τα παιδιά του...
Η Αναμέλλα πίσω από ένα δέντρο παρακολουθούσε την ευτυχισμένη οικογένεια και ικανοποιημένη επέστρεψε στη λιμνούλα της. Αυτή ήταν η πρώτη της επαφή με τους ανθρώπους και από τότε ανέλαβε να προστατεύει τα δυο αδελφάκια αλλά και όλα τα παιδιά που τύχαινε να βρεθούν στο δάσος. Άλλοτε εμφανιζόταν σαν χαρούμενο συννεφάκι, άλλοτε τα λόγια της γινόντουσαν τραγούδι των πουλιών όμως τα παιδιά πάντα την ένιωθαν κοντά τους και την αγαπούσαν παρόλο που δεν ήξεραν ούτε το όνομά της ούτε καν την ύπαρξή της....
Το σπίτι της Αναμέλλας είναι σε ένα δάσος με αμέτρητα δέντρα, λουλούδια, θάμνους, ποτάμια, ρυάκια και λίμνες. Σε αυτό το δάσος ζουν και άλλες νεράιδες που η καθεμιά χρησιμοποιεί το μαγικό ραβδάκι της και για άλλο σκοπό. Ζουν πολλά πουλιά που κάθε μέρα, την ώρα που οι στάλες της πρωινής δροσιάς λαμπυρίζουν σαν διαμαντάκια όταν τις χτυπούν οι ακτίνες του ήλιου, το πλημμυρίζουν με το μελωδικό του τραγούδι. Ζουν ζωάκια που χαρούμενα παίζουν με τα κουκουνάρια που έχουν πέσει από τα πεύκα, πλατσουρίζουν στα ρυάκια, ψάχνουν το φαγητό τους. Ζουν όμως και κακιές μάγισσες και μάγοι που χρησιμοποιούν το δάσος για να κρύψουν τα υποχθόνια σχέδιά τους, που φτιάχνουν τα μαγικά τους φίλτρα. Ζουν και άγρια θηρία που είναι έτοιμα να κατασπαράξουν όποιο αθώο πλάσμα βρεθεί στο δρόμο τους μόνο και μόνο για να ικανοποιήσουν τη λαιμαργία τους. Σε κάθε δάσος ζει και ένας ξυλοκόπος. Ο ξυλοκόπος αυτού του δάσους είχε δυο παιδάκια. Ένα αγοράκι κι ένα κοριτσάκι. Ζούσαν οι τρεις τους, αφού η γυναίκα του ξυλοκόπου είχε πεθάνει, σε μια ξύλινη καλύβα στην άκρη του δάσους. Τα παιδάκια ήταν μικρά ακόμη για να πάνε σχολείο έτσι περνούσαν τη μέρα τους παίζοντας ξέγνοιαστα στο ξέφωτο που ήταν κοντά στην καλύβα τους ενώ ο πατέρας τους λίγο πιο βαθιά στο δάσος δούλευε σκληρά.
Μια μέρα τα δυο αδελφάκια ενώ έπαιζαν είδαν ένα λαγό και αποφάσισαν να τον κυνηγήσουν. Ο άμοιρος ο λαγός όμως τρόμαξε και έτρεξε να κρυφτεί. Τα παιδιά δεν το έβαλαν κάτω και συνέχισαν να τον κυνηγούν. Όχι πως είχαν κάποιο σκοπό. Απλά για παιγνίδι. Το παιγνίδι όμως αυτό έμελλε να τα οδηγήσει βαθιά στο δάσος. Κάποια στιγμή αποκαμωμένα από το τρέξιμο και απογοητευμένα που έχασαν το λαγό σταμάτησαν. Τότε κατάλαβαν πως είχαν απομακρυνθεί πάρα πολύ από το σπίτι τους. Δεν άκουγαν το τσεκούρι του πατέρα τους. Γύρω τους ήταν θεόρατα δέντρα, το ένα δίπλα στο άλλο σα να σχημάτιζαν έναν πανύψηλο φράχτη. Δεν ήξεραν ποια κατεύθυνση να πάρουν για να γυρίσουν στο σπίτι τους. Η κούραση και ο φόβος για το τι θα γίνει έκαναν τα παιδικά ματάκια να πλημμυρίσουν από δάκρυα. Οι λυγμοί τους ήταν ένα μελαγχολικό τραγούδι που όμως ξένισε τα πουλιά και τα έκανε να σταματήσουν το δικό τους χαρούμενο σκοπό.
Εκεί κοντά ήταν μια λιμνούλα που η νεράιδα μας η Αναμέλλα συνήθιζε να λούζει τα χρυσαφένια της μαλλιά. Η Αναμέλλα, άκουσε το τραγούδι των λυγμών και η ψυχή της σκίρτησε από αγωνία. Έτρεξε γρήγορα και όταν έφτασε στα δυο αδέλφια τα είδε αγκαλιασμένα και τρομαγμένα. Πλησίαζε αργά και με την κρυστάλλινη φωνή της τα ρώτησε πως βρέθηκαν εκεί. Όταν τα παιδιά της εξήγησαν τα αγκάλιασε τρυφερά, κατόπιν τους έδωσε να φάνε λίγους βολβούς από γλυκοπατάτα και να πιούνε νέκταρ λουλουδιών. Για να ηρεμήσει την ψυχούλα τους τους είπε παραμύθια και τραγούδησε το πιο όμορφο νανούρισμα...
Ο ξυλοκόπος όταν πήγε στο ξέφωτο να δει αν είναι καλά τα παιδιά και αντιλήφθηκε πως τα παιδιά έλειπαν κόντεψε να τρελαθεί από την αγωνία του. Έψαξε έψαξε αλλά τίποτα. Συντετριμμένος, γύρισε στην καλύβα του όταν νύχτωσε και δε μπορούσε πια να δει και κάθησε στο τραπέζι. Στήριξε το κεφάλι με τα χέρια του και άρχισε να κλαίει ώσπου αποκοιμήθηκε.
Η καλή νεράιδα, μόλις άρχισε να χαράζει η νέα μέρα, πήρε τα δυο αδελφάκια, αποκοιμισμένα, στην αγκαλιά της και τα πήγε σε ένα μαλακό θάμνο λίγα μέτρα πιο πέρα από το σπίτι τους. Ήταν καλοκαίρι και δεν είχε κρύο έτσι δεν υπήρχε κίνδυνος να αρρωστήσουν. Όταν ο ήλιος άρχισε να ανεβαίνει το αγοράκι ξύπνησε. Είδε πως ήταν δίπλα από το σπίτι τους και γρήγορα γρήγορα φώναξε στην αδελφούλα του να ξυπνήσει. Τα δυο παιδιά δεν κατάλαβαν τι έγινε αλλά ήταν τόσο ευτυχισμένα που άρχισαν να τρέχουν, να χορεύουν και να τραγουδούν. Οι χαρούμενες φωνές ξύπνησαν τον αποκαμωμένο πατέρα τους. Πετάχτηκε ευθύς και έτρεξε να αγκαλιάσει τα παιδιά του...
Η Αναμέλλα πίσω από ένα δέντρο παρακολουθούσε την ευτυχισμένη οικογένεια και ικανοποιημένη επέστρεψε στη λιμνούλα της. Αυτή ήταν η πρώτη της επαφή με τους ανθρώπους και από τότε ανέλαβε να προστατεύει τα δυο αδελφάκια αλλά και όλα τα παιδιά που τύχαινε να βρεθούν στο δάσος. Άλλοτε εμφανιζόταν σαν χαρούμενο συννεφάκι, άλλοτε τα λόγια της γινόντουσαν τραγούδι των πουλιών όμως τα παιδιά πάντα την ένιωθαν κοντά τους και την αγαπούσαν παρόλο που δεν ήξεραν ούτε το όνομά της ούτε καν την ύπαρξή της....
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.