Διδακτικές Ιστορίες

Isiliel

Επιφανές μέλος

Η Φεγγάρω αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 52 ετών και μας γράφει απο Θεσσαλονίκη (Θεσσαλονίκη). Έχει γράψει 13,854 μηνύματα.
Ο Κύκλος της Χαράς

Του ΠΑΟΛΟ ΚΟΕΛΟ
Κάποια μέρα ένας χωρικός χτύπησε δυνατά την πόρτα ενός μοναστηριού. Όταν ο αδελφός θυρωρός άνοιξε, εκείνος του έδωσε ένα θαυμάσιο τσαμπί σταφύλια.
- Αγαπητέ αδελφέ, αυτά είναι τα πιο ωραία σταφύλια του αμπελιού μου. Ήρθα εδώ να σου τα χαρίσω.
- Ευχαριστώ! θα τα πάω αυτά στον αβά, θα χαρεί πολύ με τέτοιο δώρο.
- Όχι! Για σένα τα έφερα.
- Για μένα; Ο αδελφός κοκκίνισε, επειδή αισθάνθηκε ότι δεν άξιζε ένα τέτοιο δώρο της φύσης.
- Ναί! επέμενε ο χωρικός. Γιατί πάντα μου άνοιγες την πόρτα, όταν εγώ χτυπούσα. Όταν χρειαζόμουν βοήθεια, επειδή η σοδειά μου είχε καταστραφεί από την ξηρασία, εσύ μου έδινες κάθε μέρα ένα κομμάτι ψωμί κι ένα ποτήρι κρασί, θέλω αυτό το τσαμπί σταφύλια να σου φέρει λίγο από την αγάπη του ήλιου,την ομορφιά της βροχής και το θεϊκό θαύμα που το γέννησε τόσο όμορφο.
Ο αδελφός θυρωρός τοποθέτησε το τσαμπί μπροστά του κι όλο το πρωί το θαύμαζε: Ήταν πραγματικά όμορφο. Γι' αυτό αποφάσισε να παραδώσει το δώρο στον αβά, που πάντα τον ενθάρρυνε με σοφά λόγια.
Ο αβάς χάρηκε πολύ με τα σταφύλια, θυμήθηκε όμως ότι κάποιος αδελφός στο μοναστήρι είχε αρρωστήσει και σκέφτηκε: "θα του δώσω το τσαμπί. Ποιος ξέρει, μπορεί να φέρει κάποια χαρά στη ζωή του".
Έτσι κι έγινε. Τα σταφύλια δεν έμειναν, όμως, πολλή ώρα στο δωμάτιο του άρρωστου αδελφού, γιατί κι εκείνος συλλογίστηκε: "Ο αδελφός μάγειρας μ' έχει φροντίσει τόσο καιρό, ταΐζοντας με με ό,τι καλύτερο. Σίγουρα θα χαρεί".
Όταν το μεσημέρι εμφανίστηκε ο αδελφός μάγειρας με το γεύμα, αυτός του έδωσε τα σταφύλια.
"Είναι για σένα", είπε ο άρρωστος αδελφός. "Επειδή πάντα βρίσκεσαι σ' επαφή με τα προϊόντα που μας προσφέρει η φύση, θα ξέρεις τι να κάνεις μ' αυτό το δημιούργημα του θεού".
Ο αδελφός μάγειρας έμεινε κατάπληκτος από την ομορφιά του τσαμπιού και σχολίασε με τον βοηθό του πόσο τέλεια ήταν τα σταφύλια. Τόσο τέλεια, που κανείς άλλος δεν θα εκτιμούσε τέτοιο θαύμα της φύσης όσο ο αδελφός σκευοφύλακας, καθώς εκείνος ήταν ο υπεύθυνος για τη φύλαξη της Αγίας Μετάληψης και πολλοί στο μοναστήρι τον θεωρούσαν σαν άγιο άνθρωπο.
Ο σκευοφύλακας με τη σειρά του χάρισε τα σταφύλια στον πιο νεαρό δόκιμο, ώστε να καταλάβει εκείνος, ότι το έργο του θεού φανερώνεται στις πιο μικρές λεπτομέρειες της δημιουργίας. Όταν ο δόκιμος τα πήρε, η καρδιά του δόξαζε τον Κύριο, επειδή δεν είχε ξαναδεί τόσο όμορφο τσαμπί. Την ίδια στιγμή θυμήθηκε την πρώτη φορά που είχε φτάσει στο μοναστήρι και τον άνθρωπο που του είχε ανοίξει την πόρτα - αυτή η χειρονομία του είχε επιτρέψει να βρεθεί σήμερα σ' εκείνη την κοινότητα ανθρώπων που ήξεραν να εκτιμούν τα θαύματα.
Κι έτσι, λίγο πρίν νυχτώσει, έφερε το τσαμπί στον αδελφό θυρωρό.
"Να το απολαύσεις", είπε. "Γιατί εσύ περνάς τον περισσότερο χρόνο εδώ ολομόναχος. Αυτά τα σταφύλια θα σε κάνουν να χαρείς".
Ο αδελφός θυρωρός θεώρησε ότι εκείνο το δώρο προοριζόταν πραγματικά για τον ίδιο, απόλαυσε την κάθε ρόγα του τσαμπιού και κοιμήθηκε ευτυχισμένος.
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Isiliel

Επιφανές μέλος

Η Φεγγάρω αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 52 ετών και μας γράφει απο Θεσσαλονίκη (Θεσσαλονίκη). Έχει γράψει 13,854 μηνύματα.
Ανέκδοτα της Αρχαιότητας, από το βιβλίο "Ελληνικά Ανέκδοτα" του Σωκράτη Γκίκα

Ο Διογένης ζητούσε ελεημοσύνη από ένα άγαλμα. Όταν τον ρώτησαν γιατί κάνει κάτι τέτοιο, απάντησε:
“Εξασκούμαι στο να μην απογοητεύομαι από την αναισθησία των ανθρώπων.”

---​

Ένας μοχθηρός άνθρωπος ήθελε να φυλάξει το σπίτι του από κάθε κακό. Έβαλε στην πόρτα μια επιγραφή που έλεγε:
“Κανένα κακό να μη μπει στο σπίτι αυτό”.
Ο Διογένης διάβασε την επιγραφή και απόρησε:
“Μα ο ιδιοκτήτης του σπιτιού από που θα μπει; “

---​

Ο φιλόσοφος Αντισθένης συμβούλευε τους Αθηναίους να ανακηρύξουν με την ψήφο τους τα γαϊδούρια σε άλογα. Και όταν του είπαν ότι κάτι τέτοιο είναι έξω από κάθε λογική, ο Αντισθένης παρατήρησησε:
“Μήπως και στρατηγούς δεν αναδεικνύετε άντρες απλώς με την ψήφο σας και χωρίς να έχουν πάρει καμία απολύτως εκπαίδευση;

---​

Πληροφορήθηκε ο Αριστοτέλης από κάποιον ότι μερικοί τον έβριζαν. Ο φιλόσοφος απάντησε:
“Καθόλου δεν με νοιάζει. Όταν είμαι απών, δέχομαι ακόμα και να με μαστιγώνουν”.

---​

Ένας φτωχός πλησίασε τον Σωκράτη και του είπε:
“Θέλω να γίνω μαθητής σου, αλλά δεν έχω τίποτε, το μόνο που μπορώ να σου προσφέρω είναι ο εαυτός μου”
Ο Σωκράτης του απαντά:
“Δεν καταλαβαίνεις λοιπόν ότι μου δίνεις το πιο σπουδαίο πράγμα;”

---​

Ο Πλάτωνας επέπληξε κάποιον γιατί έπαιζε κύβους. Εκείνος δικαιολογήθηκε:
“Τα ποσά που παίζω στο παιχνίδι είναι ασήμαντα”
Ο Πλάτωνας του παρατήρησε:
“Η συνήθεια όμως να παίζεις δεν είναι καθόλου κάτι ασήμαντο”
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Neraida

Επιφανές μέλος

Η Bitch... αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 13,073 μηνύματα.
H αληθινη ιστορια ενος ατυχηματος...

...εαν ειναι οντως αυθεντικη, ειναι πραγματικα συγκλονιστικη....

 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Neraida

Επιφανές μέλος

Η Bitch... αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 13,073 μηνύματα.
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Neraida

Επιφανές μέλος

Η Bitch... αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 13,073 μηνύματα.
Μία ιστορία από τον Πάολο Κοέλο...
Βεβαιότητα, Επιλογή και Αμφιβολία


Καθώς ο Βούδας βρισκόταν ανάμεσα στους μαθητές του ένα πρωί, ένας άνδρας πλησίασε τη σύναξη των ανδρών.
-"Υπάρχει Θεός;" ρώτησε.
-"Ναι, υπάρχει Θεός" απάντησε ο Βούδας.
Μετά το μεσημεριανό φαγητό, ένας άλλος άνδρας εμφανίστηκε.
-"Υπάρχει Θεός" ρώτησε.
-"Όχι, δεν υπάρχει Θεός" απάντησε ο Βούδας.
Αργά την ίδια ημέρα, ένας τρίτος άνδρας απηύθυνε την ίδια ερώτηση στο Βούδα:
"Πρέπει να αποφασίσεις ο ίδιος για τον εαυτό σου" είπε ο Βούδας.

"Δάσκαλε, αυτό είναι παράλογο" είπε ένας εκ των μαθητών του. "Πώς είναι δυνατόν να δίνεις τρεις διαφορετικές απαντήσεις στο ίδιο ερώτημα;"
"Ήταν διαφορετικές προσωπικότητες" απήντησε ο Φωτισμένος. "Και κάθε πρόσωπο πλησιάζει το Θεό με το δικό του τρόπο: ορισμένοι με βεβαιότητα, άλλοι με άρνηση και μερικοί με αμφιβολία".
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Neraida

Επιφανές μέλος

Η Bitch... αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 13,073 μηνύματα.
Ο μεγάλος μάγος έβαλε ένα αίνιγμα:
Απʼ όλα τα πράγματα του κόσμου, ποιο είναι το πιο μεγάλο και το πιο μικρό, το πιο σύντομο και το πιο μακρύ, το πιο διαιρετό και το πιο εκτεταμένο, το πιο παραμελημένο και το πιο ποθητό, που χωρίς αυτό τίποτα δεν μπορεί να γίνει, που καταβροχθίζει τα ασήμαντα και ζωογονεί τα σημαντικά και μεγάλα;

Άλλοι είπαν ότι ήταν η Τύχη, άλλοι η Γη, άλλοι το Φως.

Ο μεγάλος μάγος απάντησε πως ήταν ο Χρόνος.

Τίποτα δεν είναι πιο μεγάλο, αφού αυτός είναι το μέτρο της αιωνιότητας.
Τίποτα δεν είναι πιο μικρό, αφού δεν μας φτάνει για τα σχέδιά μας.
Τίποτα δεν είναι πιο μακρύ, γιʼ αυτόν που περιμένει.
Τίποτα δεν είναι πιο σύντομο, γιʼ αυτόν που χαίρεται.

Εκτείνεται σιγά σιγά μέχρι το άπειρο.

Όλοι οι άνθρωποι τον παραμελούν και όλοι λυπούνται όταν πάει χαμένος.

Τίποτα δεν γίνεται χωρίς αυτόν.

Μας κάνει να ξεχνάμε τα ανάξια και χαρίζει αθανασία στα μεγάλα πράγματα
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Neraida

Επιφανές μέλος

Η Bitch... αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 13,073 μηνύματα.
Ένας γέρος συμβουλεύει...

Πριν χρόνια έβλεπα τον κόσμο από ψηλά. Πέταγα με τα καινούργια μου φτερά κι ατένιζα περήφανη τον ήλιο.
Έπαιζα με τα σύννεφα και χανόμουν μεσα στα απαλά λευκά τους χρώματα.

Κυνηγούσα το ουράνιο τόξο ψάχνοντας να βρω το τέλος, την αρχή του. Αναζητούσα την πηγή του για να βουτήξω μεσα της και να λουστώ με τα πολύχρωμα νερά της, να αποκτήσω κατι από την λάμψη του, να μείνω για παντα εκεί ψηλά να χαίρομαι το ελαφρύ αεράκι να μου χαϊδεύει το πρόσωπο.

Μα όλα τα όνειρα εχουν ένα τέλος.
Με ζήλεψαν τα αστέρια κι ο άνεμος, με χτύπησε ο Έρωτας κι ένα του βέλος τρύπησε μεμιάς και τα δυο μου φτερά. Έπεσα στροβιλίζοντας και μισοζαλισμένη.

Βρέθηκα να περπατώ ανάμεσα σε ανθρώπους με σκυμμένα κεφάλια και θολό βλέμμα.
"Δεν πειράζει" έλεγα, "τώρα δεν είμαι μόνη μου, δεν πετάω ψηλά ελεύθερη αλλα έχω μια αγκαλιά να με κρατά τα βράδια. Έχω κι εγώ κάποιο να του κρατάω το χέρι, να νιώθουμε μαζι την άμμο στα γυμνά μας πόδια και την δροσιά της θάλασσας τα καλοκαίρια."

Κοίταζα τα σύννεφα, τον ήλιο από χαμηλά και όμως δεν με πείραζε, έβλεπα τα πουλιά να με καλούν να παίξουμε εκεί ψηλά κι έλεγα "όχι, τώρα εδώ θα μείνω, μαζι του για παντα."

Ήρθε όμως η ώρα που όλα χάθηκαν, τα πήρε μαζι του κι έφυγε μια μέρα κι εγώ απέμεινα μόνη μου να τον κοιτάζω να χάνετε, να σβήνει η μορφή του στο βάθος του ορίζοντα. Κοίταξα πάλι εκεί ψηλά.

"Δεν πειράζει",σκεφτηκα, "θα ξαναπάω στα σύννεφα, θα παίξω πάλι με τα αστέρια, θα νιώσω το αεράκι να μου ψιθυρίζει τα μυστικά του ήλιου και τις ζαβολιές του φεγγαριού."

Έκανα να πετάξω μα έμεινα στο χώμα. Ο χρόνος πέρασε και γω δεν γιάτρεψα τα φτερά μου. Τα άνοιξα και είδα τις τρύπες τους. Έτρεξα εδώ, έτρεξα εκεί να βρω, να μάθω να ρωτήσω πώς να τις κλείσω.

Κανείς δεν ήξερε να μου πει. Όλοι με κοίταζαν με λύπη.
-Τώρα είναι αργά, μου έλεγαν, τώρα ο καιρός πέρασε και η τρύπες μεγάλωσαν, σκλήρυνε η σάρκα γύρω τους και δεν θα θρέψουν ξανά. Τρόμαξα πολύ κι έφυγα.

Ανέβηκα σε βουνό ψηλό και κοίταξα από ψηλά τον κόσμο, ήταν όμορφα μα ψεύτικα. Δεν πετούσα, έμενα ψηλά μα ακίνητη. Ήρθε ο άνεμος, τον ρώτησα.
-Τώρα είναι αργά μου είπε κι αυτός.

Φώναξα στα πουλιά για να μου πούνε, παντα η ίδια απάντηση.
-Είναι αργά.
Έζησα τον εφιάλτη, είδα το τέλος κι έφυγα ξανά. Πήγα στο δάσος μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα και χώθηκα σε μια συστάδα δέντρων.

Τα χρόνια πέρναγαν κι εγώ δεν σταμάτησα στιγμή να ανοίγω τα φτερά μου, δεν σταμάτησα ποτέ να προσπαθώ να πετάξω.
Κάποια στιγμή τα κούνησα, τα κοίταξα ετσι μεγάλα αλλα αδύναμα, με τρύπες και λύγισα. "Όχι εγώ θα πετάξω" έλεγα και φώναζα σε όλους.
"Ποτέ δεν είναι αργά αρκεί να το θέλεις."

Βρήκα ένα γερο να με κοιτά απορημένος.
-Θέλεις να πετάξεις; με ρώτησε.
-Ναι του είπα, με όλη την δύναμη της ψυχής μου. Αλλα πως;
-Τι πως; Άνοιξε τα φτερά σου και πέταξε.
-Μα εχουν τρύπες, πληγές παλιές που δεν ξέρω πώς να τις γιατρέψω πια. Άργησα και ο χρόνος πέρασε.

Με κοίταξε στα μάτια και μου είπε:
-Δεν φταίνε οι τρύπες κόρη μου. Ξέχασες πώς να πετάς.
-Μα δες τες, του είπα. Είναι μεγάλες. Με πέτυχαν τα βέλη του έρωτα και έπεσα στην γη.

-Αχ παιδί μου, λαθος έκανες. Ο σωστός έρωτας δεν σε προσγειώνει, αντίθετα σου δίνει φτερά, σε βοηθάει να πετάξεις. Δεν σε κατεβάζει στην γη.

-Εκεί ψηλά που πέταγα ήμουν μόνη μου, δεν είδα άλλον γύρω μου.
Δεν υπήρχε κανείς για να του δώσω την αγάπη μου. Κοίταξα κάτω και είδα ένα πρίγκηπα. Ήταν όμορφος στα μάτια μου, με κάλεσε κοντά του να παίξουμε στην λίμνη του, αλλα εκεί περίμενε ο φτερωτός ο κυνηγός που έστησε το δόκανο στην λίμνη.
Δεν τον είδα.

-Κοίταξες κάτω, είπε ο σοφός γέροντας, γι αυτό. Συμβιβάστηκες. Δεν κοίταξες πιο πάνω. Αν δεν κοιτάς εκεί που θες να πας, θα πας εκεί που κοιτάς. Αυτό μάθε το.
Άντε τώρα είναι ώρα να φύγεις, πέτα λοιπόν και πρόσεχε.

Τον άκουσα, τον πίστεψα και άνοιξα πάλι τα φτερά μου. Τα κούνησα και είδα το έδαφος να απομακρύνετε. "Πετάω και πάλι", σκέφτηκα.

Πέρασα μεσα από τα σύννεφα, είδα ένα αλήτη σπουργιτάκο να με κοιτά σαστισμένος αλλα χαρούμενος.
-Πετάει ξανά, τιτίβισε και ο αντίλαλος της φωνής του γέμισε τον αέρα.

Κοίταξα πάλι προς τα κάτω αλλα θυμήθηκα τα λόγια του γέρου.
Άφησα τις αχτίδες του ήλιου να με ζεστάνουν, άκουσα το αεράκι να μου ψιθυρίζει τις απιστίες της σελήνης, ξάπλωσα στα μαλακά σύννεφα κι ένοιωσα χαρούμενη.

Κάθε φορά που το βλέμμα μου έπεφτε προς τα κάτω άκουγα στ' αυτιά μου την φωνή του γέρου.

-ΠΡΟΣΕΧΕ, ΑΝ ΔΕΝ ΚΟΙΤΑΣ ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΘΕΣ ΝΑ ΠΑΣ, ΘΑ ΠΑΣ ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΚΟΙΤΑΣ.
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Neraida

Επιφανές μέλος

Η Bitch... αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 13,073 μηνύματα.
Ροζ & Γαλάζια Κυκλάμινα

Όλες οι ανθρώπινες οργανώσεις, όλες οι χώρες έχουν έναν άρχοντα και όλοι οι άλλοι είναι υπήκοοι. Υπάρχει όμως μιά χώρα όπου όλοι είναι άρχοντες, και έχουν μόνο έναν υπηρέτη αντί για αυτοκράτορα. Πώς γίνεται αυτό; Θα το καταλάβετε διαβάζοντας αυτήν την ιστορία.

Στη χώρα εκείνη όλοι οι άνθρωποι, γυναίκες και άνδρες, όλοι θέλανε να είναι άρχοντες, όλοι θέλανε να είναι πλούσιοι, όλοι να δείχνουν την παλληκαριάτους. Τί γινόταν εκεί, είναι εύκολο να καταλάβετε: ο καθένας ήθελε να είναι άρχοντας και να διατάζει όλους τους άλλους, και αυτό δέν γινόταν, γιατί όλοι οι άλλοι θέλανε το ίδιο. Ο καθένας ήθελε να είναι πάμπλουτος, γιʼ αυτό ζήλευε όλους τους άλλους για κάθε τί που είχαν. Και ο καθένας για να δείξει την παλληκαριάτου μάλωνε συνεχώς με όλους τους άλλους γύρωτου. Έτσι, πουθενά σε εκείνην τη χώρα δέν υπήρχε ησυχία. Παντού γινόταν καβγάδες, και ο καβγάς ήτανε η μόνητους χαρά, ένιωθαν ευχαρίστηση να μαλώνουνε και με τα λόγια και με τα χέρια και πόδια, και με την ειρωνεία αλλα και με τη γροθιά και κλωτσιά.

Στην πραγματικότητα, κανένας σε εκείνη τη χώρα δέν ήταν πλούσιος, γιατί δέν τον άφηναν οι άλλοι να πλουτίσει. Κανείς δέν ήταν παλληκαράς, γιατί φοβόταν όλους τους άλλους. Και κανείς δέν ήταν άρχοντας, παρα μόνο ένας. Ποιός ήταν άρχοντας σε εκείνη τη χώρα:

Ο πόλεμος! μόνο ο πόλεμος ήταν άρχοντας σε εκείνη τη χώρα, κανένας άνθρωπος! Και η ζωή συνεχιζότανε, ενώ ο καθένας λαχταρούσε να γίνει άρχοντας όλων των άλλων, δυνατότερος και πλουσιότερος απο κάθε άλλον.

Μιά μέρα ένας φτωχός μάγος ήρθε σε εκείνη τη χώρα. Δέν είχε σπίτι, και έμενε στην καρότσα του επαγγελματικού αυτοκινήτουτου, ελπίζοντας να μαζέψει αρκετά χρήματα και να αγοράσει ένα φτωχικό διαμέρισμα. Έβαλε μιά μεγάλη ταμπέλα στο αυτοκίνητοτου με φωτεινά γράμματα σε φωτεινό ρόζ φόντο, και διαλαλούσε πως μπορούσε να δώσει την απάντηση σε κάθε ερώτημα: «Μόνο με 50 ευρώ! Μόνο με 50 ευρώ η απάντηση σε όλασας τα ερωτήματα!».

Κανείς δέν ήταν διατεθειμένος να δώσει τόσα χρήματα για μιά μαντεία, μάλιστα τον έπιασαν και τον φόρτωσαν σφαλιάρες, γιατί φοβήθηκαν πως ήθελε να τους φάει χρήματα, που τα αγαπούσαν πιό πάνω απο κάθε τί, και του είπαν «το καλό που σου θέλουμε, να φύγεις απο τη χώραμας». Τότε ο φτωχός μάγος παρακάλεσε να του πληρώσουν το συνεργείο να επισκευάσει το αυτοκίνητότου, να του γεμίσουν το ρεζερβουάρ και ένα μπιτόνι βενζίνη, και να του δώσουν τρόφιμα για να μπορέσει να ταξιδέψει ώσπου να φύγει απο τη χώρα εκείνη που του έκανε τόσο άσχημη υποδοχή. Αλλα οι φιλάργυροι κάτοικοι δέν του έδωσαν ούτε ένα κέρμα για ελεημοσύνη.

Τότε ο φτωχός μάγος άρχισε να διαλαλεί: «μόνο με 20 ευρώ! η απάντηση σε όλασας τα ερωτήματα! Εδώ η σοφία της Ανατολής! Εδώ η σοφία της Δύσης! Εδώ η σοφία του κέντρου της γής, μεταξύ Ανατολής και Δύσης! μόνο με 20 ευρώ». Μα όποιοι τον άκουσαν του απάντησαν: «να τη βράσουμε τη σοφίασου, και τη σοφία της Ανατολής και της Δύσης! Δέν θέλουμε σοφία! Χρήματα θέλουμε!», Ή «να τη βράσω τη σοφία! Άρχοντας θέλω να γίνω, όλους τους άλλους να κυβερνώ!». Ή «να τη βράσω τη σοφία και σένα μαζί! Δέν θέλω σοφία, θέλω να γίνω γενναίος και δυνατός, πιό δυνατός απο όλους τους άλλους!».

Ακούγοντας έτσι, ο φτωχός μάγος άρχισε να διαλαλεί: «ο καλός ο μάγος! μόνο με 10 ευρώ, σας δείχνει τον δρόμο για να γίνετε πλούσιοι και δυνατοί και άρχοντες! μόνο 10 ευρώ!». Οι φιλάργυροι όμως κάτοικοι δέν ήταν διατεθημένοι να του πληρώσουν ούτε ένα λεπτό, και μερικοί άρχισαν να του πετάνε χαλίκια αναγκάζονταςτον να κλειστεί στο αυτοκίνητότου.

Μιάς και δέν εύρισκε άλλη λύση, ο φτωχός μάγος άρχισε να διαδίδει πως χωρίς καμία πληρωμή μπορούσε να δείξει στον καθένα τον τρόπο να γίνει δυνατός, πλούσιος, και άρχοντας. «Άν η συμβουλήμου πιάσει, πληρώστεμε ό,τι έχετε ευχαρίστηση. Και άν δέν πιάσει, μή μου δίνετε λεπτό».

Πάλι οι περισσότεροι κορόιδευαν το φτωχό μάγο: «υπόσχετε αυτά που ο ίδιος δέν έχει! άν ήξερε τον τρόπο, θα γινόταν πλούσιος ο ίδιος!». Μερικοί όμως σκέφθηκαν: «απο τα παλιά χρόνια λένε πως ό,τι κάνει κάποιος για τους άλλους, το στερείται ο ίδιος. Γιʼ αυτό λένε την παροιμία: «ποδηματάς ξυπόλητος και ράφτης μπαλωμένος», και το ίδιο είναι με όλα τα επαγγέλματα. Αφού δέν έχω να χάσω τίποτε, άς πάω να ρωτήσω κι αυτόν». Έτσι πήγαν μερικοί και ρώτησαν τον φτωχό μάγο: «πώς θα γίνω άρχοντας, και πλούσιος, και δυνατός, να κάνω μεγάλα πράγματα στον κόσμο;». Ο φτωχος μάγος έδωσε στον καθένα την ίδια απάντηση: «να γίνεις σάν το κυκλάμινο». - «Τί σημαίνει αυτό;» - «φέρεμου μιά γλάστρα με κυκλάμινα και θα σου δείξω». Με ξαναμμένη την περιέργεια του έφερναν απο μιά γλαστρίτσα με κυκλάμινα, οπότε ο φτωχός μάγος τους έδειχνε: «βλέπεις πώς είναι το λουλούδι του κυκλάμινου;» - «πώς είναι; ανάποδο είναι!» - «ναί. Ανάποδο είναι. Είναι ανοιχτό προς τα κάτω και όχι προς τα πάνω σάν τα άλλα λουλούδια. Ολονών ο μίσχος λυγίζει, σκύβει κάτω, και επειδή σκύβει, το ανάποδο λουλούδι γίνεται στέμμα. Άν δέν ήταν σκυμμένο προς τα κάτω, τα πέταλα θα κρέμονταν προς τα κάτω. Αλλα επειδή ο μίσχος είναι σκυμμένος κάτω, τα πέταλα υψώνονται προς τα πάνω και σχηματίζουν στέμμα. Έτσι το κυκλάμινο φορά στέμμα, είναι βασιλιάς. Και εσύ βασιλιάς δέν θέλεις να γίνεις; έ, λοιπόν, να κάνεις σάν το κυκλάμινο που σκύβει. Είναι και άκακο, ούτε δηλητήριο έχει ούτε αγκάθια, μυρίζει απαλά, τα φύλλατου τρώγονται, ανθίζει και μέσα στο χειμώνα, μέσα στο κρύο».

Βλέποντας μερικούς απο τους κατοίκους να πηγαίνουν να ρωτούν το μάγο, οι υπόλοιποι κάτοικοι ζήλεψαν και φθόνησαν, και έτσι έτρεξαν όλοι να ρωτήσουν το μάγο, για να μή τυχόν πέσουν παρακάτω απο τους άλλους που ρώτησαν. Έτσι δέν έμεινε κανένας στη χώρα εκείνη που να μή ρωτήσει το μάγο πώς θα γίνει άρχοντας, πλούσιος και γενναιότερος απο όλους τους άλλους. Σε όλους ο μάγος έδωσε την ίδια απάντηση: «γίνε σάν το κυκλάμινο, που επειδή σκύβει φοράει στέμμα». Δέν ήξεραν όμως πως την ίδια απάντηση πήραν όλοι, και ο καθένας νόμιζε πως οι άλλοι πήραν διαφορετική απάντηση. Κανένας δέν έλεγε στον άλλο τί του είπε ο μάγος.

Ύστερα απο λίγο, άρχισαν να δοκιμάζουν να εφαρμόσουν τη συμβουλή του μάγου. Το τί έγινε τότε, δέν μπορείτε να φανταστείτε! Οι περισσότεροι προσπαθούσαν να εφαρμόσουν τη συμβουλή του μάγου σκύβοντας το κεφάλιτους, με την ελπίδα να φυτρώσει πάνω στο κεφάλιτους ένα στέμμα. Όποιον όμως οι άλλοι έβλεπαν να σκύβει, του έριχναν φάπες. Σε λίγο, όλοι έσκυβαν το κεφάλι, στρέφοντας τα μάτια όσο μπορούσαν ψηλά για να βλέπουν άν κάποιος πάει να τους ρίξει φάπα. Απʼ τη μιά έσκυβαν, απʼ την άλλη κοίταζαν ποιός άλλος σκύβει για να του ρίξουν φάπα. Η φάπα σʼ εκείνη τη χώρα έδινε και έπαιρνε. Άλλοι πάλι, άφηναν μακριά τα μαλλιάτους και τα έβαφαν και τα έστηναν όρθια ωστε να μοιάζουν με τα πέταλα του κυκλάμινου. Ενώ άλλοι προσπαθούσαν να βάλουν φωτιά στα μακριά σηκωμένα και βαμμένα μαλλιά των άλλων. Μερικοί, σκεπτόμενοι οτι τα φύλλα του κυκλάμινου γίνονται σαρμαδάκια, έκοβαν τα μαλλιάτους και τα έδιναν δώρο σε άλλους, αφού δέν είχαν φύλλα να δώσουν. Οι άλλοι όμως που τα έπαιρναν, τα χρησιμοποιούσαν για να κάνουν μάγια εναντίον εκεινών που τα έδιναν, γιατί όλοι σε εκείνη τη χώρα ήταν μαθημένοι να κάνουν κακό στους άλλους για να γίνονται οι ίδιοι ανώτεροι. Μερικοί, με τη σκέψη οτι το κυκλάμινο ανθίζει μές το χειμώνα, βγαίνανε μισόγυμνοι μέσα στο κρύο του χειμώνα, με αποτέλεσμα να τρέμουν και να συναχώνονται. Με λίγα λόγια, σε εκείνη την ήδη φιλοπόλεμη χώρα έγινε τέτοιος πανζουρλισμός που φοβήθηκαν πως θα σκοτωθούν μεταξύτους όλοι.

Τότε έριξαν το φταίξιμο στη συμβουλή του μάγου, και ξέχασαν για λίγο τα μεταξύτους μίση για να ενωθούν εναντίον του μάγου, έφτιαξαν πανώ που έγραφαν «διώξτε τον απατεώνα, νεκρό ή ζωντανό», και κίνησαν σε διαδήλωση προς το αυτοκίνητο στο οποίο έμενε. Ο μάγος βλέπονταςτους να έρχονται εναντίοντου, έβγαλε απο το παράθυρο του αυτοκινήτου μιά άσπρη φανέλα πάνω σε ένα σκουπόξυλο για λευκή σημαία. Βλέποντας αυτήν την αυτοσχέδια λευκή σημαία, συγκρατήθηκαν και του φώναξαν: φύγε ζωντανός, για να μή φύγεις πεθαμένος! Ο μάγος φοβισμένος τους απάντησε με το μεγάφωνο που είχε πάνω στο αυτοκίνητοτου για να διαλαλεί: «θα φύγω! θα φύγω! αλλα αφήστεμε να διορθώσω το κακό που έκανα χωρίς να θέλω! Μίλησα στον καθένασας χωριστά. Ακούστεμε τώρα όλοι μαζί: ενωθήκατε όλοι εναντίονμου, γιατί; τί κακό σας έκανα; άς μου απαντήσει έναςσας, όποιος είναι αρχηγόςσας». Τότε άρχισαν όλοι να μαλώνουν και να χτυπιούνται λέγοντας: «εγώ είμαι αρχηγός, εγώ θα απαντήσω!». Έπεσε τόσο πολύ ξύλο ανάμεσάτους, που σε λίγο όλοι ήταν με μελανιές και καρούμπαλα, εξουθενωμένοι τόσο που δέν μπορούσαν να λυντσάρουν τον μάγο. Κάποιοι πρότειναν: «να μιλήσουμε όλοι με την αλφαβητική σειρά των ονομάτωνμας», αλλα τότε μάλωναν χειρότερα λέγοντας «τί φταίω εγώ άν το όνομάμου είναι ύστερα στην αλφαβητική σειρά;». Άλλοι πρότειναν «να μιλήσουν πρώτα οι πιό ηλικιωμένοι», αλλα ο καβγάς έγινε χειρότερος, καθώς οι νέοι φώναζαν πως γίνεται αδικία εις βάροςτους. Άλλοι πρότειναν να ρίξουν κλήρο να βγεί ένας να εκπροσωπήσει όλη τη χώρα, αλλα οι πολλοί είχαν αντίρρηση λέγοντας «ο κλήρος δέν βασίζεται σε καμιά λογική. Εμείς θέλουμε να βγεί ένας εκπρόσωπος με λογικά κριτήρια». Αλλα, μιά και δέν υπήρχαν εκεί λογικά κριτήρια, και γενικώς δέν υπήρχε λογική, ο καβγάς γινόταν όλο και χειρότερος, ώσπου κατάντησαν όλοι να σέρνονται μπροστά στο αυτοκίνητο του μάγου.

Τότε ο μάγος βρήκε την ευκαιρία να μιλήσει: «είχα μιλήσει στον καθένασας χωριστά και με είπατε απατεώνα. Τώρα μιλώ σε όλους μαζί, και άν βγώ απατεώνας είναι στο χέρισας και να με σκοτώσετε και να με διώξετε. Αλλιώς έπρεπε να εφαρμόσετε τη συμβουλήμου. Δέν εννοούσα να σκύβετε τα κεφάλιασας. εννοούσα να σκύβετε τον εγωισμόσας!».

Όμως, στη χώρα εκείνη κανείς δέν ήξερε αυτήν τη λέξη, και τότε πολλοί φώναξαν με όση δύναμη τους έμενε: «τί σημαίνει εγωισμός;». Ο μάγος απάντησε: «νά, τώρα με ρωτάτε κάτι, που θα πεί: ομολογείτε πως δέν ξέρετε αυτό το πράγμα. Πρώτη φορά ομολογείτε πως ο άλλος ξέρει κάτι καλύτερα απο εσάς. Όταν όμως κάνετε πως ξέρετε πάντα καλύτερα απο τους άλλους, και όταν νομίζετε πως ξέρετε πάντα καλύτερα απο τους άλλους, αυτό λέγεται εγωισμός. Όποιος δέν αγαπά τους άλλους, όποιος θέλει να έχει πιό πολλά αγαθά απʼ όλους, όποιος θέλει να κυβερνάει όλους τους άλλους, αυτός έχει εγωισμό. Όταν έλεγα να μιμηθείτε τα κυκλάμινα, εννοούσα να σκύβετε τον εγωισμόσας. Τότε όλοι θα πετύχετε αυτά που θέλετε. Όλοι θα είστε γενναίοι, δυνατοί, πλούσιοι, και άρχοντες!».

Τότε πολλοί ήρθαν πολύ κοντά στο αυτοκίνητο, και όλοι μαζί ρωτούσαν: «και πώς θα σκύβουμε αυτό το… πώς το είπες;». Ο μάγος πήρε επίσημο ύφος και αργά αργά είπε αυτά τα λόγια: «στον ουρανό απο κάτω, σε όλη τη γή λένε πως ο δικόςμου ο δρόμος είναι μεγάλος, με τίποτε δέν μοιάζει. Ακριβώς επειδή είναι μεγαλειώδης, γιʼ αυτό δέν μοιάζει με τίποτε. Άν με κάτι έμοιαζε, θα είχε βγεί άχρηστος απο παλιά». Και πρόσθεσε: «έχω εδώ ένα χαρτί με τα μαγικά λόγια. Θα τα μάθετε και θα τα λέτε όλοι κάθε μέρα. Ποιός θα πάρει αυτό το χαρτί; να διαβάζει μία μία πρόταση και οι άλλοι να επαναλαμβάνουν». - «Εγώ! εγώ! εγώ θα το διαβάζω!» άρχισαν να φωνάζουν όλοι, θυμήθηκαν τα συνηθισμένατους καμώματα. Και αφού ξανά άρχισαν τις φάπες και να σπρώχνουν με τις παλάμεςτους ο ένας τα μούτρα του αλλουνού ώσπου εξαντλήθηκαν, ο μάγος είπε: «όποιος θέλει να γίνει παλληκαράς, και πλούσιος, και άρχοντας, να επαναμβάνει τώρα μετά απο μένα. Και αύριο φέρτε όλοι απο ένα χαρτί και γράψτετα καθώς θα τα λέω για να τα μάθετε και να τα λέτε κάθε μέρα». Και ο μάγος άρχισε να λέει και όλοι οι άλλοι να επαναλαμβάνουν, έτσι όπως ορκίζονται στο στρατό οι νεοσύλλεκτοι:

- «Τους τρείς θησαυρούς που έχω» - «Τους τρείς θησαυρούς που έχω»

- «καλά τους κρατώ και τους διαφυλάσσω» - «καλά τους κρατώ και τους διαφυλάσσω»

- «ο ένας θησαυρόςμου λέγεται ʽαγαπώ τους άλλους σάν τα δικάμου παιδιάʼ» - «ο ένας θησαυρόςμου λέγεται ʽαγαπώ τους άλλους σάν τα δικάμου παιδιάʼ»

- «ο δεύτερος θησαυρόςμου λέγεται ʽείμαι ευχαριστημένος με λιτά πράγματαʼ» - «ο δεύτερος θησαυρόςμου λέγεται ʽείμαι ευχαριστημένος με λιτά πράγματαʼ»

- «ο τρίτος θησαυρόςμου λέγεται ʽδέν τολμώ να γίνω στον ουρανό απο κάτω αρχηγόςʼ» - «ο τρίτος θησαυρόςμου λέγεται ʽδέν τολμώ να γίνω στον ουρανό απο κάτω αρχηγόςʼ»

- «επειδή αγαπώ τους άλλους σάν δικάμου παιδιά, είμαι απο όλους πιό γενναίος» - «επειδή αγαπώ τους άλλους σάν δικάμου παιδιά, είμαι απο όλους πιό γενναίος»

- «επειδή είμαι ικανοποιημένος στα λιτά πράγματα, οι δυνατότητεςμου είναι ανεξάντλητες» - «επειδή είμαι ικανοποιημένος στα λιτά πράγματα, οι δυνατότητεςμου είναι ανεξάντλητες»

- «επειδή δέν τολμώ να γίνω στον ουρανό απο κάτω αρχηγός, γιʼ αυτό είμαι πραγματικός άρχοντας και κυβερνώ» - «επειδή δέν τολμώ να γίνω στον ουρανό απο κάτω αρχηγός, γιʼ αυτό είμαι πραγματικός άρχοντας και κυβερνώ»

- «τώρα, όποιος αφήνει τη στοργή και κυνηγάει την παλληκαριά,» - «τώρα, όποιος αφήνει τη στοργή και κυνηγάει την παλληκαριά,» - «και αφήνει τη λιτότητα κυνηγώντας τις μεγάλες δυνατότητες,» - «και αφήνει τη λιτότητα κυνηγώντας τις μεγάλες δυνατότητες,» - «και αφήνει την υπηρεσία κυνηγώντας την εξουσία,» - «και αφήνει την υπηρεσία κυνηγώντας την εξουσία,» - «θα πεθάνει!» - «θα πεθάνει!»

- «όποιος έχει αγάπη πολεμώντας νικά», - «όποιος έχει αγάπη πολεμώντας νικά», - «όποιος έχει αγάπη διαφυλάσσοντας κάτι, το κρατά καλά» - «όποιος έχει αγάπη διαφυλάσσοντας κάτι, το κρατά καλά» - «όποιον έχει αγάπη, ο ουρανός τον σώζει» - «όποιον έχει αγάπη, ο ουρανός τον σώζει» - «όποιον έχει αγάπη, ο ουρανός τον κάνει με αγάπη να περιβάλλεται» - «όποιον έχει αγάπη, ο ουρανός τον κάνει με αγάπη να περιβάλλεται».

Αφού είπαν όλοι αυτά τα λόγια, την άλλη μέρα έφεραν ο καθένας ένα χαρτί, ο μάγος τα ξαναείπε και τα έγραψαν, και τα διάβαζαν κάθε μέρα. Όχι οτι τα καταλάβαιναν και πολύ καλά, αλλα αφού ήταν τα λόγια μαγικά, και κάθε μέρα λέγονταςτα και έχοντας πάντα στην τσέπητους το χαρτί που τα είχαν γραμμένα, σιγά σιγά τα καταλάβαιναν, και τα έβαλαν σε εφαρμογή. Τότε όλοι έγιναν κυκλάμινα: οι άντρες έγιναν γαλάζια κυκλάμινα, οι γυναίκες έγιναν ρόζ κυκλάμινα, μόνο για μία μέρα. Την άλλη μέρα ξανάγιναν άνθρωποι, για να μπορούν να ζήσουν σάν άνθρωποι. Αλλα κράτησαν το όνομα, λέγοντας «είμαστε τα ρόζ και τα γαλάζια κυκλάμινα». Όχι πως χάθηκε τελείως η οργή, ακόμη θύμωναν λίγο, και αυτό ήταν για να καταλαβαίνουν ποιό είναι το άδικο. Μόλις έβλεπε κάποιος έναν άλλο να θυμώνει, έλεγε «αυτό που έκανα και θύμωσε, είναι δικόμου άδικο. Το σταματώ αμέσως», και αμέσως το σταματούσε και το διόρθωνε. Τώρα ήξεραν τί θα πεί εγωισμός, που πρώτα δέν ήξεραν. Αφού, να φανταστείτε, πήγαν στο μάγο και του ζήτησαν όλοι συγνώμη που πήγαν να τον λυντσάρουν. Και δέν μάλωναν ποιός θα ζητήσει πρώτος συγνώμη, ούτε κλήρο έριξαν, ούτε αλφαβητική σειρά κοίταξαν. Πήγαν όλοι και του υποκλίθηκαν, καθώς και τα κυκλάμινα λυγίζουν το μίσχοτους, και είπαν όλοι «συγνώμη». Ανάθεσαν σε έναν να μιλήσει στον φτωχό μάγο να του προτείνει να γίνει κυβερνήτηςτους, και όταν εκείνος αρνήθηκε λέγοντας «όχι, δέν είμαι άξιος εγώ να μιλήσω εκ μέρουςσας», είδε τους άλλους να θυμώνουν, και τότε πρόθυμα πήγε και μίλησε στο μάγο προτείνοντάςτου να γίνει αρχηγόςτους. Ο φτωχός μάγος αρνήθηκε λέγοντας «δέν χρειάζεστε κανέναν αρχηγό, κανέναν άρχοντα, κανέναν κυβερνήτη, γιατί τώρα όλοι είστε αρχηγοί, άρχοντες, κυβερνήτες. Μόνο άν θέλετε να μείνω στην πόλησας, για να είμαι υπηρέτης ολονώνσας» - «δέν χρειαζόμαστε κανέναν υπηρέτη! και δέν μπορείς, ένας άνθρωπος να υπηρετείς τον πληθυσμό μιάς ολόκληρης χώρας!» είπε ο εκπρόσωπος των ρόζ και γαλάζιων κυκλαμίνων. «επιτρέψτεμου να σας προσφέρω τις υπηρεσίεςμου» είπε ο μάγος αρχίζοντας να θυμώνει, και βλέποντας αυτό, τον διόρισαν υπηρέτητους, και του έχτισαν ένα σπίτι στο σημείο ακριβώς όπου είχε στημένο το αυτοκίνητοτου τη μέρα εκείνη που πήγαν όλοι να τον λυντσάρουν. Το σπίτι αυτό έχει κήπο απʼ έξω, ένα τζάκι μέσα, και ένα υπόστεγο γκαράζ για το αυτοκίνητο. Εκεί πηγαίνουν πότε πότε πολίτες απο τα γαλάζια και ρόζ κυκλάμινα για να πάρουν τις υπηρεσίες του μάγου, δηλαδή να ρωτήσουν τη γνώμητου άν αυτό που έκαναν ή που θέλουν να κάνουν είναι σωστό, γιατί βρε αδερφέ άνθρωποι είμαστε και μπορεί να κάνουμε λάθη, και μπορεί να χρειαστεί να ρωτήσουμε έναν τρίτο άνθρωπο πώς να διορθώσουμε τα λάθημας, και καλά η οργή των άλλων μας δείχνει το άδικο το δικόμας, αλλα δέν φτάνει να είμαστε προς τους άλλους ανθρώπους δίκαιοι, πρέπει να είμαστε δίκαιοι και προς τη φύση, προς τα φυτά και προς τα ζώα, προς το χώμα, την πέτρα, το νερό, τον αέρα, προς τη γή και προς τον ουρανό, εκείνον τον ουρανό που όταν έχουμε αγάπη κάνει και τους άλλους γύρωμας να μας αγαπούν.
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Neraida

Επιφανές μέλος

Η Bitch... αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 13,073 μηνύματα.


Υπήρχε ένα τυφλό κορίτσι που μισούσε τον εαυτό του
ακριβώς επειδή ήταν τυφλή. Μισούσε τους πάντες, εκτός απ' τον αγαπημένο της φίλο. Αυτός ήταν πάντα εκεί για εκείνη.
Είχε πει οτι αν ποτέ μπορούσε να δει τον κόσμο, θα
παντρευόταν το φίλο της.

Μια μέρα, κάποιος της χάρισε ένα ζευγάρι μάτια και τότε εκείνη μπορούσε να δει τα πάντα, μαζί και το αγόρι της. Ο φίλος της τότε τη ρώτησε: «Τώρα που μπορείς να δεις τον κόσμο, θα με παντρευτείς?»
Το κορίτσι σοκαρίστηκε όταν είδε οτι και ο φίλος της ήταν
τυφλός και αρνήθηκε να τον παντρευτεί.

Ο φίλος της έφυγε μακρυά δακρυσμένος και
αργότερα της έγραψε ένα γράμμα λέγοντάς της:
«ΜΟΝΟ ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΟΥ ΣΕ ΠΑΡΑΚΑΛΩ..»

Μόνο λίγοι θυμούνται πως ήταν η ζωή τους πριν και ποιος ήταν πάντα εκεί
για αυτούς στις πιο δύσκολες καταστάσεις..

 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Neraida

Επιφανές μέλος

Η Bitch... αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 13,073 μηνύματα.
“Η τριπλή διύλιση του Σωκράτη”


Μια μέρα εκεί που ο Σωκράτης έκανε τη βόλτα του στην Ακρόπολη, συνάντησε κάποιον γνωστό του, ο οποίος του ανακοίνωσε ότι έχει να του πει κάτι πολύ σημαντικό που άκουσε για κάποιον από τους μαθητές του. Ο Σωκράτης του είπε ότι θα ήθελε, πριν του πει τι είχε ακούσει, να του κάνει το τεστ της “τριπλής διύλισης”.
- “Τριπλή διύλιση;” ρώτησε με απορία.
- Ναι, πριν μου πεις τι άκουσες για το μαθητή μου θα ήθελα να κάτσουμε για ένα λεπτό να φιλτράρουμε αυτό που θέλεις να μου πεις. Το πρώτο φίλτρο είναι αυτό της αλήθειας. Είσαι λοιπόν εντελώς σίγουρος ότι αυτό που πρόκειται να μου πεις είναι αλήθεια;
- Ε….. όχι ακριβώς, απλά το άκουσα όμως και…
- Μάλιστα άρα δεν έχεις ιδέα αν αυτό που θέλεις να μου πεις είναι αλήθεια ή ψέματα. Ας δοκιμάσουμε τώρα το δεύτερο φίλτρο αυτό της καλοσύνης. Αυτό που πρόκειται να μου πεις για το μαθητή μου είναι κάτι καλό;
- Καλό; Όχι το αντίθετο μάλλον…
- Άρα, συνέχισε ο Σωκράτης, θέλεις να πεις κάτι κακό για το μαθητή μου αν και δεν είσαι καθόλου σίγουρος ότι είναι αλήθεια.

Ο τύπος έσκυψε το κεφάλι από ντροπή και αμηχανία.
- Παρόλα αυτά, συνέχισε ο Σωκράτης, μπορεί ακόμα να περάσεις το τεστ γιατί υπάρχει και το τρίτο φίλτρο. Το φίλτρο της χρησιμότητας. Είναι αυτό που θέλεις να μου πεις για το μαθητή μου κάτι που μπορεί να μου φανεί χρήσιμο σε κάτι;
- Όχι δε νομίζω…
- Άρα λοιπόν αφού αυτό που θα μου πεις δεν είναι ούτε αλήθεια, ούτε καλό, ούτε χρήσιμο. Γιατί θα πρέπει να το ακούσω;


Ο τύπος έφυγε ντροπιασμένος, έχοντας πάρει ένα καλό μάθημα…
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Neraida

Επιφανές μέλος

Η Bitch... αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 13,073 μηνύματα.
Θλίψη και Οργή

Σ' ένα μαγεμένο βασίλειο όπου οι άνθρωποι δεν μπορούν ποτέ να φτάσουν, ή ίσως όπου οι άνθρωποι μεταφέρονται αδιάκοπα χωρίς να το καταλαβαίνουν... Σ' ένα βασίλειο μαγεμένο όπου τα αφηρημένα πράγματα γίνονται χειροπιαστά... Ήταν μια φορά κι έναν καιρό... μια πανέμορφη λίμνη.



Ήταν μια λίμνη με νερά κρυστάλλινα και καθαρά όπου κολυμπούσαν ψάρια όλων των χρωμάτων, κι όπου όλες οι αποχρώσεις του πράσινου λαμπύριζαν διαρκώς... Ως εκείνη τη μαγική και διάφανη λίμνη έφτασαν η θλίψη και η οργή για να κάνουν μπάνιο παρέα.
Και οι δύο έβγαλαν τα ρούχα τους και, γυμνές, μπήκαν στη λίμνη.

Η οργή, που βιαζόταν (όπως συμβαίνει πάντα στην οργή χωρίς να ξέρει γιατί), έκανε μπάνιο στα γρήγορα, κι ακόμα πιο γρήγορα βγήκε απ' το νερό... Αλλά η οργή είναι τυφλή — ή, τέλος πάντων, δεν βλέπει ξεκάθαρα την πραγματικότητα. Έτσι, γυμνή και καθαρή, φόρεσε βγαίνοντας απ' το νερό το πρώτο ρούχο που βρήκε... Και συνέβη εκείνο το ρούχο να μην είναι το δικό της αλλά της θλίψης...Κι έτσι, ντυμένη θλίψη, η οργή έφυγε.

Πολύ ήρεμη, πολύ γαλήνια, διατεθειμένη όπως πάντα να παραμείνει σε όποιο μέρος βρίσκεται, η θλίψη τελείωσε το μπάνιο της και —χωρίς καμία βιασύνη— ή, καλύτερα, χωρίς συναίσθηση του χρόνου που περνάει, τεμπέλικα και αργά, βγήκε από τη λίμνη. Στην όχθη συνειδητοποίησε ότι τα ρούχα της δεν ήταν πια εκεί. Όπως όλοι ξέρουμε, αν υπάρχει κάτι που δεν αρέσει καθόλου στη θλίψη, είναι να μένει γυμνή. Έτσι, φόρεσε το μοναδικό ρούχο που υπήρχε δίπλα στη λίμνη: το φόρεμα της οργής


Λένε ότι από τότε, πολλές φορές συναντάμε την οργή τυφλή, σκληρή, τρομερή και θυμωμένη. Αλλά αν σταματήσουμε για λίγο και κοιτάξουμε καλύτερα, καταλαβαίνουμε ότι αυτή η οργή που βλέπουμε είναι μόνο μια μεταμφίεση, κι ότι πίσω από την όψη της οργής, στην πραγματικότητα, κρύβεται η Θλίψη.
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Neraida

Επιφανές μέλος

Η Bitch... αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 13,073 μηνύματα.
"Τα φτερά είναι για να πετάς" (Από το βιβλίο του Jorge Bucay - "Να σου πω μία ιστορία")https://4.bp.blogspot.com/_krhhdTq22LE/SQliys2agdI/AAAAAAAAAPU/Z877UHJVWL0/s1600-h/jorge+Bucay.bmp

Σε ένα μέρος του κόσμου σε κάποια στιγμή της ιστορίας, ζούσαν άνθρωποι που έφεραν φτερά στους ώμους, μικρά ή μεγάλα, όμορφα ή άσχημα, όμως σίγουρα είχαν φτερά.


Ένα αγόρι αναρωτιόταν για τα φτερά του και όταν ήρθε η ώρα και μεγάλωσε του είπε ο πατέρα του:

«Παιδί μου, δε γεννιόμαστε όλοι με φτερά. Μπορεί να μην είσαι υποχρεωμένος να πετάξεις, νομίζω όμως πως είναι κρίμα να μείνεις μόνο στο περπάτημα αφού έχεις τα φτερά που ο καλός Θεός σου έδωσε.»

«Μα δεν ξέρω να πετάω» απάντησε ο γιος.

«Σωστά…» είπε ο πατέρας. Και περπατώντας, τον πήγε ως το χείλος του γκρεμού, στο βουνό.

«Βλέπεις γιε μου; Το κενό. Όταν θελήσεις να πετάξεις, θα έρθεις εδώ θα πάρεις βαθιά ανάσα, θα πηδήσεις στην άβυσσο και απλώνοντας τα φτερά σου θα πετάξεις».

Ο γιος αμφέβαλλε.«Κι αν πέσω;»

«Ακόμα κι αν πέσεις, δε θα σκοτωθείς. Οι λίγες γρατσουνιές θα σε κάνουν πιο δυνατό στην επόμενη προσπάθεια» αποκρίθηκε ο πατέρας.

Το παιδί γύρισε στο χωριό να δει τους φίλους του, τις παρέες του, όλους εκείνους που είχε συντρόφους στην πορεία της ζωής του. Οι πιο στενόμυαλοι του είπαν:

«Είσαι τρελός; Για ποιο λόγο; Ο πατέρας σου είναι μισότρελος… Για ποιο λόγο να πετάξεις; Τι σου χρειάζεται; Γιατί δεν αφήνεις τις ανοησίες; Τι νόημα έχεις να πετάξεις;»

Οι καλύτεροι φίλοι του τον συμβούλεψαν:«Κι αν είναι αλήθεια; Μα σίγουρα δεν είναι επικίνδυνο; Γιατί δεν αρχίζεις σιγά-σιγά; Δοκίμασε να πηδήσεις από μια σκάλα ή από την κορυφή ενός δέντρου. Αλλά από τον γκρεμό, βρε παιδί μου;…»

Ο νεαρός άκουσε τις συμβουλές όσων τον αγαπούσαν. Ανέβηκε στην κορυφή του δέντρου και, με όλο του το θάρρος, πήδηξε. Άνοιξε τα φτερά του, τα κούνησε στον αέρα με όλη του τη δύναμη αλλά, δυστυχώς, έπεσε στο έδαφος. Μʼένα καρούμπαλο στο κεφάλι συνάντησε τον πατέρα του.

«Μου είπες ψέμματα! Δεν μπορώ να πετάξω. Το δοκίμασα και κοίτα πως χτύπησα! Δεν είμαι σαν κι εσένα. Τα φτερά μου είναι μόνο για στολίδι.»

«Παιδί μου» είπε ο πατέρας, «για να πετάξεις, πρέπει να έχεις τον απαραίτητο ελεύθερο χώρο στον αέρα, ώστε τα φτερά σου να ξεδιπλωθούν. Είναι σαν να πέφτεις με αλεξίπτωτο: χρειάζεσαι κάποιο ελάχιστο ύψος για να πηδήσεις Για να πετάξεις πρέπει να αρχίσεις να ριψοκινδυνεύεις. Αν δε θέλεις να το κάνεις, καλύτερα να συμβιβαστείς και να μείνεις για πάντα στο περπάτημα.»
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

cibyllian

Περιβόητο μέλος

Η Μπούι αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 4,205 μηνύματα.
Το παρακάτω άρθρο θεωρώ ότι μάλλον σε αυτό το thread ανήκει. :) Αν νομίζετε ότι ταιριάζει καλύτερα κάπου αλλού, παρακαλώ να το μεταφέρετε, αν και πιστεύω πως έχει διδακτικό χαρακτήρα! :D

To άρθρο που ακολουθεί είναι παράφραση ενός άρθρου («Bar Stool Economics») που έγραψε ο David Kamerschen, Ph.D., Professor of Economics, University of Georgia .


"Δέκα συμμαθητές από το Γυμνάσιο ξαναβρέθηκαν μετά από 30 χρόνια και άρχισαν να κάνουν καθημερινή παρέα. Με διαφορετική οικονομική κατάσταση ο καθένας τους, αποφάσισαν να βρίσκονται στο καφενείο/ουζερί «Το Τηνιακό» όπου έπιναν τις μπυρίτσες τους και έκαναν καθημερινό λογαριασμό 100?.

Οι 10 φίλοι συμφώνησαν επίσης να πληρώνουν τον λογαριασμό με βάση την οικονομική κατάσταση του καθενός, γεγονός που όλοι θεώρησαν δίκαιο. Έτσι πλήρωναν τον λογαριασμό ως κάτωθι (όπως περίπου πληρώνουμε τους φόρους μας):
Όνομα Πληρώνει Εργασία Εισόδημα
1 Αρτέμιο ταμείο ανεργίας 5.000?
2 Βασίλειος ταμείο ανεργίας 5.000?
3 Γεώργιος ταμείο ανεργίας 5.000?
4 Δημήτριος ταμείο ανεργίας 5.000?
5 Ευστάθιος 1? Part time ταμίας 10.000?
6 Ζαφείρης 2? Τεχνικός Η/Υ 15.000?
7 Ηρόδοτος 8? Δημόσιος υπάλληλος 25.000?
8 Θεοφάνης 12? Δικηγόρος 40.000?
9 Ιγνάτιος 22? Γιατρός 70.000?
10 Κωνσταντίνος 55? Επιχειρηματίας 200.000?

ΣΥΝΟΛΟ 100?


Οι φίλοι μας, πλήρως ικανοποιημένοι με την συμφωνία, βρισκόταν καθημερινά για τις μπυρίτσες τους. Ο καφετζής, ο Δήμος, που απέκτησε ξαφνικά 10 νέους πελάτες, σαν επιχειρηματικό μυαλό που ήταν, και για να μην τους χάσει από πελάτες, τους λέει ένα Σαββατόβραδο: «Επειδή είσαστε οι καλύτεροι πελάτες μου, θα σας κάνω έκπτωση 20? στον λογαριασμό σας! Έτσι από εδώ και στο εξής θα μου δίνετε 80? για τις μπύρες σας αντί για 100?!».
Ξαφνικά οι 10 φίλοι μας απέκτησαν ένα πρόβλημα να λύσουν: τι ποσό θα πλήρωνε τώρα ο καθένας τους εάν συνέχιχαν να πληρώνουν τον λογαριασμό όπως πληρώνουμε τους φόρους μας; Πως θα μοίραζαν την μείωση των 20? μεταξύ των;
Ο Αρτέμιος (1ος) είπε στους υπόλοιπους ότι λογικό θα ήταν οι τέσσερις πιο φτωχοί να συνεχίσουν να μην πληρώνουν τίποτε, και οι υπόλοιποι έξι να μοιραστούν την έκπτωση ισόποσα μεταξύ των. Δηλαδή ο καθένας από τους έξι να πληρώνει 3,33? λιγότερα. Εάν γινόταν αυτό, ο Ευστάθιος (5ος), και ο Ζαφείρης (6ος), πίνοντας δωρεάν μπύρες, θα κέρδιζαν και χρήματα καθημερινά! Αυτή η ιδέα απορρίφτηκε πάραυτα από τους υπόλοιπους!
Έτσι οι δέκα (10) φίλοι μας ζήτησαν την βοήθεια του Δήμου του καφετζή που τους πρότεινε την παρακάτω λύση:

Όνομα Πλήρωνε Πληρώνει Διαφορά % μείωσης
1 Αρτέμιος
2 Βασίλειος
3 Γεώργιος
4 Δημήτριος
5 Ευστάθιος 1? 1? 100%
6 Ζαφείρης 2? 1? 1? 50%
7 Ηρόδοτος 8? 5? 3? 38%
8 Θεοφάνης 12? 8? 4? 33%
9 Ιγνάτιος 22? 18? 4? 18%
10 Κωνσταντίνος 55? 48? 7? 13%

ΣΥΝΟΛΑ 100? 80?


Και οι 10 φίλοι μας είχαν κάθε λόγο να είναι ευχαριστημένοι. Οι 4 πιο φτωχοί εξακολουθούν να πίνουν τις μπυρίτσες τους δωρεάν. Ο 5ος της παρέας (Ευστάθιος) δεν πληρώνει πλέον τίποτε. Οι 5 που θα συνεχίζουν να πληρώνουν τον λογαριασμό, τώρα πληρώνουν λιγότερα.
Όμως, όταν βρέθηκαν έξω από το καφενείο, άρχισαν να συγκρίνουν πόσο λιγότερο πλήρωνε ο καθένας και έτσι άρχισαν οι γκρίνιες…
· «Εγώ κέρδισα μόνο 1? από την έκπτωση» είπε ο Ευστάθιος (5ος). «Αλλά ο Κωνσταντίνος κέρδισε 7?!»
· «Σωστά» είπε ο Ζαφείρης (6ος). «Και εγώ κέρδισα 1? αλλά είναι αδικία που ο Κωνσταντίνος κέρδισε 700% περισσότερα!»
· «Αυτό είναι αλήθεια» είπε ο Ηρόδοτος (7ος). «Εγώ κέρδισα 3? και αυτός 7?. Οι πιο πλούσιοι κερδίζουν τα πιο πολλά!» (Σ.Σ: ΑΘΑΝΑΤΗ ΑΡΙΣΤΕΡΑ, ΑΜΕΣΩΣ ΤΟ ΕΝΤΟΠΙΣΕΣ ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ)
· Ταυτόχρονα σχεδόν οι 4 πρώτοι (Αρτέμιος, Βασίλειος, Γεώργιος και Δημήτριος) ούρλιαζαν: «ΜΙΣΟ ΛΕΠΤΟ. Εμείς ΔΕΝ ΚΕΡΔΙΣΑΜΕ ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΤΙΠΟΤΕ. Το σύστημα εκμεταλλεύεται μονίμως τους φτωχούς!»
Οι εννιά φίλοι, όλοι δυσαρεστημένοι με τον Κωνσταντίνο που κέρδισε τα πιο πολλά, το περικύκλωσαν έξω από το καφενείο, τον έκαναν τουλούμι στο ξύλο και τον άφησαν αναίσθητοστο πεζοδρόμιο της Λεωφ. Αλεξάνδρας…
Την επόμενη μέρα, την Κυριακή, όπως ήταν αναμενόμενο, ο δαρμένος της παρέας, ο Κωνσταντίνος, δεν εμφανίστηκε στο καφενείο. Οι υπόλοιποι εννιά έπιναν χαρούμενοι τις μπυρίτσες τους έχοντας ταυτόχρονα βγάλει και το άχτι τους με τον Κωνσταντίνο!
Η χαρά όμως τους κόπηκε απότομα όταν ήλθε η ώρα του λογαριασμού! Τότε ανακάλυψαν ότι τα χρήματα που είχαν όλοι μαζί πάνω τους ήταν μόλις 32?... Ούτε τον μισό λογαριασμό δεν μπορούσαν να πληρώσουν γιατί τους έλειπαν τα 48? του Κωνσταντίνου…
Ο καφετζής αγανακτισμένος γιατί έχασε τα λεφτά του, τους έκοψε την έκπτωση.
Οι φίλοι δεν ξαναβρέθηκαν γιατί οι 4 πρώτοι δεν είχαν λεφτά για μπυρίτσες και ο τελευταίος που έβαζε και τα περισσότερα δεν του άρεσε και πολύ το γεγονός ότι οι άλλοι έπιναν με τα λεφτά του και τον έδερναν κιόλας.
Λοιπόν, φίλοι ,συνεργάτες, συγγενείς ,συνάδελφοι, εργαζόμενοι ,άνεργοι, συμφοιτητές και δημοσιογράφοι: Έτσι ακριβώς δουλεύει και το σύστημα πληρωμής των φόρων.
Οι πιο πλούσιοι πληρώνουν τα πιο πολλά. Όταν όμως γίνεται μείωση φόρων, αυτοί που πλήρωναν τους υψηλότερους φόρους κερδίζουν τα πιο πολλά από την μείωση!
Εάν τους φορολογείς περισσότερο από τους άλλους και τους επιτίθεσαι επειδή έχουν την ευχέρεια που εσύ εκμεταλλεύεσαι, μπορεί να μην ξαναεμφανιστούν ποτέ στο «καφενείο».
Στη πραγματικότητα, μπορεί να αρχίσουν να πίνουν μπύρες σε άλλα «καφενεία», εκτός της χώρας πιθανόν, όπου η ατμόσφαιρα είναι πολύ πιο φιλική και πιθανώς οι μπύρες να κοστίζουν λιγότερο!!!
Για όσους κατάλαβαν, δεν απαιτείται εξήγηση!
Για όσους ΔΕΝ κατάλαβαν, ΔΕΝ υπάρχει εξήγηση!"
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Τελευταία επεξεργασία:

rascal_gd

Περιβόητο μέλος

Ο Call me Joe!! αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Είναι 38 ετών και μας γράφει απο Αφρική. Έχει γράψει 4,194 μηνύματα.
Μπα, αλήθεια;

Ο δάσκαλος Χάκουιν ήταν φημισμένος για την αγνότητα της ζωής του και για την αυστηρότητα των ηθών στη σχολή του. Όλοι τον επαινούσαν.

Μια όμορφη νέα κοπέλα ζούσε με τους γονείς της κοντά στη σχολή. Ξαφνικά έμεινε έγκυος. Οι γονείς της θύμωσαν και ήθελαν να μάθουν ποιος ήταν ο υπαίτιος. Με πολλά παρακάλια και πολλές απειλές τελικά η κοπέλα ομολόγησε πως εραστής της ήταν ο δάσκαλος Χάκουιν.

Εξοργισμένοι οι γονείς πήγαν στο Χάκουιν να του τα ψάλλουν. Εκείνος άκουε.

«Μπα, αλήθεια;» είπε μόνο όταν τέλειωσαν.

Οι γονείς γύρισαν σπίτι. Όταν το παιδί γεννήθηκε το έφεραν στο Χάκουιν και το άφησαν εκεί. Στο μεταξύ ο δάσκαλος δυσφημίστηκε, έχασε την υπόληψή του στην κοινότητα, έχασε και πολλούς μαθητές. Αλλά όποτε κανένας έκανε μνεία για το επεισόδιο εκείνος απαντούσε: «Μπα, αλήθεια;».

Με τη βοήθεια λίγων μαθητών που του έμειναν πιστοί, ο Χάκουιν ανάθρεψε το βρέφος δίνοντάς του όση φροντίδα μπορούσε.

Μετά από λίγους μήνες η κοπέλα δεν μπορούσε να βαστάξει πια. Κλαίγοντας ομολόγησε την αλήθεια: πως ο πατέρας του παιδιού δεν ήταν ο δάσκαλος αλλά ένας νεαρός που δούλευε στην αγορά. Οι γονείς της πήγαν αμέσως στο Χάκουιν, απολογήθηκαν και με πολλές υποκλίσεις ζήτησαν να τους συγχωρέσει. Μετά, φυσικά, ζήτησαν πίσω το παιδί, εκφράζοντας πάλι τη λύπη τους για το σφάλμα που έκαναν.

«Μπα, αλήθεια;» είπε εκείνος κι έδωσε πίσω το βρέφος.

H ποιο ξεχωριστη ιστορια που εχω διαβασει.
Ποσο αγνος πρεπει να εισαι με το να ζεις μ'αυτα που σου ερχονται, χωρις να φωναζεις και να κλεγεσαι;
Ποσα πραγματα χανεις με το να γκρινιαζεις συνεχεια για τα προβληματα που σου παρουσιαζονται;
Οι χωρικοι και η κορη τους φωναζαν και ηταν εξαλοι με την ανεπιθυμιτη γεννα. Πανικοβληθηκαν και αρχιζαν να ψαχνουν για ευθυνες. Να τις μεταφερουν, αν ειναι δυνατον. Επειτα μετα το λαθος τους, φυσικα ενοιωσαν ενοχες και ζητουσαν συγνωμη.
Λεμε οτι αγαπαμε τη ζωη, αλλα καθε φορα εχουμε να θυμωνουμε με κατι. Εχουμε και θα βρισκουμε παντα.
Μεχρι να δεχτουμε και να αγαπησουμε τη ζωη μας, οπως εχει.
Εδω και τωρα.
Και μπασταρδα παιδια θα ερχονται συνεχεια.
Ας τα περιποιηθουμε κι ας τα αφησουμε να φυγουν επειτα.
Αυτο ειναι πραγματικη αγαπη και αποδοχη της ζωης.

Κι αυτα τα γραφω για να τ' ακουω πρωτος εγω.
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Great Chaos

Περιβόητο μέλος

Ο Όττο αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Είναι 56 ετών, επαγγέλεται Συγγραφέας και μας γράφει απο Θεσσαλονίκη (Θεσσαλονίκη). Έχει γράψει 4,911 μηνύματα.
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας ιερωμένος πολύ ευσεβής. Ήταν μάλιστα και πνευματικός κι εξομολογούσε τους πιστούς. Έτσι, έκρινε τα αμαρτήματα των ανθρώπων και τους έβαζε να μετανοούν. Έφτασε να πιστεύει πως ξέρει τι είναι το καλό και το κακό.

Ένα πρωί, του εμφανίστηκε ένας άγγελος. "Ο Θεός με έστειλε για να σου δείξω κάτι", του είπε. Τον πήρε και τον μετέφερε με θαυμαστό τρόπο πίσω από ένα θάμνο. "Πες μου τι βλέπεις;", τον ρώτησε. "Βλέπω έναν πλάτανο με παχύ ίσκιο και μια βρύση με δροσερό νερό να ρέει πλάι του", αποκρίθηκε αυτός. "Τώρα θα πρέπει να μου ορκιστείς ότι δεν θα επέμβεις ή έστω μιλήσεις, ό,τι και να δεις να συμβαίνει", τον πρόσταξε ο άγγελος. Ο ιερέας ορκίστηκε με κατάνυξη.

Μετά από λίγο, εμφανίστηκε ένας πλούσιος με το άλογό του και σταμάτησε να πιει νερό και να ξαποστάσει. Ήπιε νερό και ξάπλωσε για λίγο κάτω από το δροσερό ίσκιο του πλάτανου, όπου πήρε έναν υπνάκο. Ύστερα ξύπνησε, ανέβηκε στο άλογό του και συνέχισε το δρόμο του, αφήνοντας όμως πίσω του ένα πουγγί παραγεμισμένο με χρυσές λίρες.

Μετά από λίγη ακόμη ώρα, ένας δεύτερος άνθρωπος εμφανίστηκε πεζός και σταμάτησε να πιει νερό. Ξαφνικά, είδε το πουγγί με τις λίρες, το σήκωσε και άρχισε να χοροπηδά από χαρά. Έβαλε το πουγγί στην τσέπη του και χωρίς να χάσει καιρό, έτρεξε να εξαφανιστεί.

Λίγο αργότερα, ένας τρίτος άνθρωπος, έφτασε κι αυτός στη βρύση. Την ώρα όμως που έπινε νερό, επέστρεψε ο πλούσιος, ο οποίος είχε στο μεταξύ αντιληφθεί ότι είχε χάσει το πουγγί του και γύρισε να το αναζητήσει. Μόλις λοιπόν είδε τον άλλο άνθρωπο, άρχισε να τον κατηγορεί ότι του έκλεψε το πουγγί με τις λίρες και να του ζητά να του τις επιστρέψει. Άρχισαν να καυγαδίζουν και πάνω στον καυγά, ο πλούσιος έσπρωξε απότομα τον άλλο, εκείνος έπεσε στο έδαφος κι έσπασε το σβέρκο του σε μια απ' τις ρίζες του πλάτανου. Ο πλούσιος πανικόβλητος, ανέβηκε στο άλογό του κι εξαφανίστηκε...

"Πες μου τώρα", είπε ο άγγελος στον ιερέα. "Τι πιστεύεις γι' αυτά που είδες, ήταν καλά ή κακά;"
"Καλέ μου άγγελε", απάντησε εκείνος, "η ψυχή μου είναι βαριά από το κακό που είδα να συμβαίνει μπροστά στα μάτια μου, χωρίς να μπορώ να αντιδράσω. Ο ένας έκλεψε το πουγγί που δεν ήταν δικό του, ο άλλος κατηγόρησε άδικα έναν αθώο άνθρωπο και από πάνω τον σκότωσε, χωρίς μάλιστα να τιμωρηθεί."

"Δεν γνωρίζεις όμως ακριβώς την ιστορία", αποκρίθηκε ο άγγελος. "Ο πλούσιος που ήρθε πρώτος στη βρύση, είχε καταπατήσει τα χωράφια του δεύτερου και τα δικαστήρια τον είχαν δικαιώσει, όπως κάνει πάντοτε η ανθρώπινη δικαιοσύνη, ν' αδικεί τους φτωχούς και να αθωώνει τους πλούσιους. Η θεία δικαιοσύνη όμως απαιτούσε ο πλούσιος να πληρώσει το χρέος του και αυτός ήταν ο τρόπος που επέλεξε ο Θεός για να συμβεί αυτό.
Ο τρίτος άνθρωπος, αυτός που σκοτώθηκε, είχε δολοφονήσει τον αδελφό του, χωρίς να το υποψιαστεί κανείς, ούτε και να τον κατηγορήσει. Οι τύψεις του όμως ήταν τέτοιες, που γονατιστός παρακάλεσε το Θεό να τον απαλλάξει απ' το βάρος που κουβαλούσε. Αυτός ήταν ο τρόπος που βρήκε ο Θεός για ν' ανταποκριθεί στην προσευχή του.
Όσο για τον ίδιο τον πλούσιο, μετά από αυτό που έκανε, χάρισε την περιουσία του στους φτωχούς και πήγε να γίνει ιεραπόστολος, προσφέροντας τεράστιο ανθρωπιστικό έργο στην Αφρική και σώζοντας πολλές ζωές."
Ο ιερέας κοίταξε τον άγγελο εμβρόντητος, μην ξέροντας τι να πει. "Πήγαινε λοιπόν εν ειρήνη", τον αποχαιρέτησε ο άγγελος "και να θυμάσαι πόσο λίγα γνωρίζεις, ώστε να μπορείς ν' αποφασίσεις τι είναι καλό και τι κακό."
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Great Chaos

Περιβόητο μέλος

Ο Όττο αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Είναι 56 ετών, επαγγέλεται Συγγραφέας και μας γράφει απο Θεσσαλονίκη (Θεσσαλονίκη). Έχει γράψει 4,911 μηνύματα.
Η αίθουσα με τους καθρέπτες​

Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας βασιλιάς, που πίστευε πως ήταν σοφός και δίκαιος κι ονειρευόταν να φέρει την ευημερία και την ευτυχία στους υπηκόους του. Ήθελε, όταν διάβαινε τους δρόμους του βασιλείου του με την αστραφτερή του άμαξα, ο λαός να τον επευφημεί και να εκδηλώνει την αγάπη και την αφοσίωσή του με κάθε τρόπο. Έτσι και συνέβαινε. Τόσο μάλιστα σοφό και δίκαιο θεωρούσε τον εαυτό του, που αποφάσισε να αντικαταστήσει τους δικαστές και να δικάζει μόνος του όλες τις σοβαρές υποθέσεις.

Όμως τελευταία τα πράγματα δεν πήγαιναν και τόσο καλά. Οι χειμώνες άρχισαν να γίνονται δυσκολότεροι, οι φόροι ολοένα και βαρύτεροι, οι νόμοι διαρκώς σκληρότεροι και ο λαός όλο και πιο δυσαρεστημένος. Ο βασιλιάς τελευταία κυβερνούσε δεσποτικά, δίκαζε με αναλγησία και ζούσε μέσα στην πολυτέλεια, μακαρίζοντας τον εαυτό του για τη σοφία με την οποία τον είχε προικίσει ο Θεός, ο οποίος τον είχε επιλέξει για να κυβερνά τους ανθρώπους. Όταν λοιπόν διάβαινε τους δρόμους του βασιλείου του με την αστραφτερή του άμαξα, ο κόσμος τον επευφημούσε κι εκδήλωνε την αγάπη και την αφοσίωσή του με κάθε τρόπο. Ο βασιλιάς έγνεφε από το παράθυρο, όλος μακαριότητα. Δεν γνώριζε όμως πως ανάμεσα στο πλήθος βρίσκονταν εκατοντάδες άντρες της μυστικής του αστυνομίας, οι οποίοι συλλάμβαναν και βασάνιζαν όποιον τολμούσε να μη χειροκροτά μʼ ενθουσιασμό, ή δεν φώναζε αρκετά δυνατά.

Κάποια νύχτα, την ώρα που ο βασιλιάς διοργάνωνε τσιμπούσι για τους πολυαγαπημένους του κόλακες, εμφανίστηκε στην πύλη του παλατιού ένας γέρος τυφλός ζητιάνος. Ήταν καμπουριαστός και στηριζόταν σε ένα μακρύ ραβδί, φορούσε κάπα και κουκούλα, που κρατούσε τα τυφλά του μάτια στη σκιά, μαζί με το μεγαλύτερο μέρος του προσώπου του. Οι φρουροί, μετά από εντολή του βασιλιά, αφού οι οδοιπόροι έφερναν πάντοτε νέα από τον έξω κόσμο, τον οδήγησαν στη μεγάλη αίθουσα όπου διεξαγόταν η γιορτή και τον έβαλαν σε μια γωνιά κοντά στο μεγάλο τζάκι, δίνοντάς του κρέας και ψωμί για να χορτάσει και κρασί για να μεθύσει και να διασκεδάσει. Εκείνος κάθισε ήρεμα στη γωνιά του, δίχως να πει κουβέντα. Φαινόταν να παρακολουθεί αδιάφορα χωρίς να βλέπει, το γλέντι, τα εύθυμα χαχανητά και τα τραγούδια των μεθυσμένων συνδαιτυμόνων, το λάγνο χορό των παλλακίδων, την οργιαστική μουσική των αυλών και των λαούτων.

Ξάφνου, σηκώθηκε και χτύπησε τρεις φορές το ραβδί του στο μωσαϊκό του πατώματος, τόσο δυνατά, που κάθε άλλος ήχος της γιορτής σταμάτησε απότομα. Μέσα στη μεγάλη αίθουσα έπεσε σιωπή και αμηχανία. «Είμαι τυφλός κι όμως βλέπω καλύτερα από εσένα», αντήχησε στεντόρεια η φωνή του γέροντα, «είμαι φτωχός κι όμως εσύ έχεις λιγότερα από μένα, είμαι αμόρφωτος και πάλι εσύ γνωρίζεις πιο λίγα από του λόγου μου, είμαι άκληρος μα το βασίλειό σου είναι πιο μικρό απʼ το δικό μου, βασιλιά μου.» Όλοι έμειναν άναυδοι να κοιτάν τον ξένο, μην μπορώντας να πιστέψουν το παράτολμο θράσος του. Η σαστιμάρα τους έγινε ακόμη μεγαλύτερη, αφού ο γέρος έδειχνε τώρα ψηλός κι ευθυτενής και ανέδιδε έναν αέρα ανυπέρβλητης δύναμης και φυσικής εξουσίας, ενώ τα τυφλά του μάτια γυάλιζαν σαν πυρωμένα κάρβουνα, μέσα απʼ τη σκιά της κουκούλας του. Αγανακτισμένος ο βασιλιάς έδωσε εντολή στους φρουρούς του να συλλάβουν τον ασεβή γέροντα, όμως πριν προφτάσει κάποιος να κινηθεί, εκείνος χτύπησε για μία ακόμη φορά τη ράβδο του στο πάτωμα και τότε όλοι μέσα στην αίθουσα έπεσαν σʼ έναν βαθύ λήθαργο, βαρύ σαν μολύβι...

...Ο βασιλιάς, βρέθηκε να στέκεται όρθιος μέσα σε μια μεγάλη αίθουσα, γεμάτη με καθρέπτες. Παραζαλισμένος ακόμη από την βαθιά, μαγική του νάρκη, παρατήρησε πως η αίθουσα ήταν αχανής κι ολόκληρη ασφυκτικά γεμάτη από το είδωλό του. Εκατομμύρια αντανακλάσεις του εαυτού του γέμιζαν το χώρο, που έδειχνε να εκτείνεται ως το άπειρο, και τίποτε άλλο δεν μπορούσε να δει εκτός από την αφεντιά του, προφίλ, ανφάς, από την πλάτη, από πάνω ή από κάτω. Κάθε του κίνηση δημιουργούσε ένα πολύχρωμο και βιαστικό πλήθος, που έτρεχε προς όλες τις κατευθύνσεις. Κάποιες αντανακλάσεις έδειχναν χαρούμενες, άλλες θλιμμένες, μερικές γεμάτες οργή κι άλλες εντυπωσιασμένες, σε περίσκεψη ή σε παροξυσμό, ανάλογα με τη γωνία που κάθε φορά κοιτούσε. Η ακουστική του χώρου ήταν τέτοια που με κάθε ήχο που έβγαζε, το πλήθος των ειδώλων του αποκτούσε λαλιά, πολύβουο, πολυάσχολο και ταραχώδες.

«Σου αρέσει ο κόσμος σου βασιλιά;» ακούστηκε περιπαικτική η φωνή του γέρου.
«Σε διατάζω να με αφήσεις να φύγω τώρα, ειδάλλως η εκδίκησή μου θα είναι τρομερή!!» έκανε ο βασιλιάς με την συνήθεια που είχε να προστάζει. Το πλήθος των ειδώλων άρχισε να βρυχάται απειλητικά.
«Δεν ανήκω στον κόσμο σου βασιλιά, ούτε υπόκειμαι στους νόμους σου, οπότε άδικα προσπαθείς να με προστάξεις» ανταπάντησε ο γέρος, όμως η φωνή του έμεινε ξεκάθαρη και χωρίς αντίλαλο. «Το είδωλό μου δεν ανακλάται απʼ τους καθρέπτες, και δεν έχω ηχώ. Δεν μπορείς να με δεις κι αν και ακούς τη φωνή μου, δεν είσαι ικανός να με ακούσεις.»
Ο βασιλιάς γύρισε απότομα να κοιτάξει, δημιουργώντας ένα γιγάντιο κύμα από περιστροφικές κινήσεις κεφαλιών που σάρωσαν το χώρο, αλλά μάταια. Ο γέρος δεν φαινόταν πουθενά. «Είμαι τυφλός και γιʼ αυτό μπορώ να βγω όποτε θέλω απʼ την αίθουσα. Σου εύχομαι καλή τύχη βασιλιά», ακούστηκε για τελευταία φορά η φωνή του.

Εξοργισμένος ο βασιλιάς, άρχισε να βρίζει, νʼ απειλεί και να μαίνεται, προκαλώντας μια τέτοια θηριώδη αναμπουμπούλα, που φοβήθηκε κι αυτός ο ίδιος. Ήταν φανερό πως ο γέρος είχε φύγει από την αίθουσα. Μετά ο βασιλιάς γέλασε με αυταρέσκεια. Ήταν τόσο σοφός, που θα έβρισκε τη λύση στο γρίφο και το σωστό δρόμο που οδηγούσε έξω από το λαβύρινθο. Ήταν απλά θέμα χρόνου και λογικής. Θα αποδείκνυε στον απαίσιο γέρο γητευτή ότι τα έβαλε με λάθος άνθρωπο. Θα έβρισκε την έξοδο και μετά θα γκρέμιζε αυτό το αρρωστημένο κατασκεύασμα και δεν θα ησύχαζε εάν δεν παρέδιδε το μάγο στον πιο μοχθηρό του δήμιο. Κανείς δεν μπορούσε να παίζει έτσι μʼ έναν βασιλιά, όπως του λόγου του. Άρχισε να κινείται προσεκτικά και ψηλαφώντας, ανάμεσα στους επενδυμένους με καθρέπτες διαδρόμους. Μεθοδικά, με προσοχή και με σύστημα, σίγουρος ότι με κάθε βήμα του πλησίαζε την έξοδο. Περιπλανήθηκε, περιπλανήθηκε, ώσπου έχασε την αίσθηση του χώρου και του χρόνου και του φαινόταν πως περπατούσε για χρόνια. Η αίθουσα δεν τελείωνε ποτέ και η έξοδος δεν βρισκόταν πουθενά. Πεινούσε, διψούσε κι ήταν αποκαμωμένος.

Κάθισε κάτω νιώθοντας για πρώτη φορά ανήμπορος. Εδώ και κάμποση ώρα είχε χάσει εντελώς την πίστη του στις ικανότητές του. Έβλεπε με τρόμο το θάνατο από πείνα και δίψα να πλησιάζει όλο και πιο κοντά. Άρχισε να λυπάται για τον εαυτό του. Ήταν το αθώο θύμα ενός καταραμένου μαύρου μάγου, που ζήλεψε την ευημερία του βασιλείου του και την ευτυχία των υπηκόων του και τον καταράστηκε σκληρά. Ο Θεός τού ανταπέδωσε με κακό, τα καλά και τις αγαθοεργίες που είχε κάνει, με αδικία τη δικαιοσύνη του. Δεν αξίζει να πιστεύει κανείς σε έναν τέτοιο άδικο και κακό Θεό. Εάν έβγαινε από εδώ, θα γκρέμιζε όλους τους ναούς στο βασίλειο. Ακόμη καλύτερα, θα τους έκανε στάβλους για τα άλογά του, ή πορνεία, ή φυλακές.

Άρχισε να κλαίει από οργή και απόγνωση, ενώ τα είδωλά του έβγαζαν φρικιαστικούς θρήνους και οιμωγές. Μαζί με τα δάκρυα ξεχείλισε και η απελπισία, αντάμα και η βία. Σήκωσε το σκήπτρο του και άρχισε να χτυπάει τους καθρέπτες, ελπίζοντας πως αν τους έσπαζε όλους, θα έβρισκε την έξοδο· του κάκου όμως! Οι μαγεμένοι καθρέπτες δεν έδειξαν να υπολογίζουν τα χτυπήματά του. Ένα αλαλλάζον πανδαιμόνιο γεννιόταν με κάθε του προσπάθεια, ώσπου στο τέλος δεν άντεξε άλλο και σωριάστηκε στα γόνατα, με τα χέρια στʼ αυτιά του και τα μάτια του ερμητικά κλειστά.

Ξαφνικά όλα ηρέμησαν. Οι ήχοι καταλάγιασαν, οι αντανακλάσεις εξαφανίστηκαν. Ήταν η πρώτη φορά, εδώ και -κανείς δεν ξέρει πόσον- καιρό, που δεν έβλεπε πια τον εαυτό του. Ήταν η πρώτη φορά, από τότε που ξεκίνησε τούτο το κακό, που ένιωσε ένα ανθρώπινο συναίσθημα ανακούφισης. Πόσο όμορφα αισθανόταν, χωρίς τον όχλο των ειδώλων του, που παραληρούσε!
Παραδόθηκε σʼ έναν λυτρωτικό ύπνο, για πολλές ώρες και ξύπνησε νιώθοντας άλλος άνθρωπος. Δεν βιάστηκε όμως νʼ ανοίξει τα μάτια. Δεν άντεχε να δει ξανά το ίδιο του το βλέμμα, να τον κοιτά πεινασμένο μέσα από κάθε δυνατή κατεύθυνση, πίσω από κάθε πιθανή γωνία. «Κάθε πιθανή γωνία;» αναρωτήθηκε άξαφνα. «Κάθε πιθανή γωνία... Και ο τυφλός μπορεί να βγει όποτε θέλει από δω, χωρίς δυσκολία;» άρχισε να δουλεύει το μυαλό του. Τότε, άξαφνα, όπως ένας αρχαίος σοφός που πετάχτηκε γυμνός απʼ το μπάνιο του, κατάλαβε τι έπρεπε να κάνει. Άνοιξε με προσοχή τα μάτια, προσπαθώντας να βλέπει όσο το δυνατόν λιγότερο γύρω του. Κοιτούσε χαμηλά, κρατώντας τα δυο του χέρια σε μικρή απόσταση μπροστά στα μάτια του, ώστε να βλέπει μόνο στο πλάι, με τις άκρες των ματιών. Περπατώντας στα τέσσερα, άρχισε νʼ ανιχνεύει το χώρο, ώσπου τελικά βρήκε μια οπτική γωνία, στην οποία δεν φαινόταν καμμία του αντανάκλαση. Όταν δεν έβλεπε πια τον εαυτό του, είδε πολύ απλά την έξοδο. Βρισκόταν ακριβώς μπροστά στο σημείο που στεκόταν αρχικά, όταν άκουσε το γέρο να του εύχεται «καλή τύχη». Όταν βγήκε έξω απʼ την αίθουσα, πρόσεξε ότι δεν ήταν μεγαλύτερη από τα ιδιαίτερα διαμερίσματά του στο παλάτι, όπου περνούσε τον περισσότερο χρόνο του. Κούνησε το κεφάλι του χαμογελώντας πικρόχολα.

«Αυτός ήταν μέχρι σήμερα ο κόσμος σου βασιλιά» ακούστηκε και πάλι η γνώριμη φωνή. Ο βασιλιάς γύρισε και τον είδε να σαλεύει, μια σκιά μέσα στις σκιές. «Το βασίλειό σου, ποτέ δεν ήταν μεγαλύτερο από ένα δωμάτιο κι ο απέραντος κόσμος σου, έβρισκε διαρκώς πάνω σε τοίχους. Ποτέ σου δεν αντίκρισες κανέναν, εκτός απʼ τον εαυτό σου. Όλοι γύρω σου, ο λαός, οι στρατιώτες, οι κόλακες, οι υπουργοί σου, ήταν αντανακλάσεις του ειδώλου σου, καθρέπτης μέσα σε καθρέπτη, αναπαραστάσεις του Εγώ σου. Ήσουν πάντοτε μόνος, ανάμεσα στο συρφετό των πολλαπλών σου ειδώλων. Γιʼ αυτά ήταν η σοφία, γιʼ αυτά κι η δικαιοσύνη σου, γιʼ αυτά η ευημερία κι η ευτυχία. Γιʼ αυτά η ματαιότητα, γιʼ αυτά κι οι εκδηλώσεις αγάπης κι αφοσίωσης…» Έκανε μια παύση, σαν κάτι να στοχάζονταν. «Χαίρομαι ειλικρινά, που βρήκες την έξοδο προς τον πραγματικό κόσμο βασιλιά» συνέχισε.

Ο βασιλιάς δεν ένιωθε πια οργή, ούτε και φόβο για το γέρο. Μέσα του άρχισε να σαλεύει ένα πρωτόγνωρο συναίσθημα σεβασμού. «Κι αν δεν έβρισκα την έξοδο; Θα με άφηνες να πεθάνω;» ρώτησε με κάποιο παράπονο στη φωνή του.
«Κανείς δεν μπαίνει στην Αίθουσα με τους Καθρέπτες εάν δεν είναι ήδη ικανός να βρει την έξοδο. Άλλωστε, ήμουν πίσω σου σε όλη τη διάρκεια της δοκιμασίας σου, αλλά εσύ ήσουν τόσο απασχολημένος με το να χαζεύεις το είδωλό σου και να σχεδιάζεις τι θα μού ʽκανες εάν μʼ έβρισκες, που φυσικά δεν μπορούσες να με δεις» απάντησε σοβαρά ο γέροντας. «Γύρισε στο παλάτι σου τώρα και να γίνεις καλύτερος κυβερνήτης.»
Ο βασιλιάς δεν βρήκε τίποτε να πει, ίσως από ντροπή, ίσως από επίγνωση και γύρισε να φύγει. Όταν είχε κάνει τρία βήματα, κοντοστάθηκε και γύρισε ξανά προς τα πίσω. «Ποιος είσαι;» ρώτησε το γέρο.
«Είμαι ο οδηγός σου» αποκρίθηκε αυτός. Τότε, μέσα απʼ τις σκιές, ο βασιλιάς είδε εμβρόντητος να προβάλει, ένα δεκάχρονο αγόρι, λουσμένο στο φεγγαρόφωτο. «Εγώ δεν έχω μορφή. Είναι τα δικά σου μάτια που άλλαξαν και με βλέπουν διαφορετικό» του είπε, σαν να διάβασε τη σκέψη του. «Είθε με τα μάτια αυτά να κυβερνήσεις…»

Εκείνη τη στιγμή, η πρώτη ακτίνα της αυγής, αχνοφώτισε τον ουρανό. Πίσω της γοργά ο ήλιος καβαλάρης ροβόλησε τις ράχες των βουνών∙ κι ο βασιλιάς αντίκρυσε για πρώτη φορά το βασίλειό του.





by Otto...
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Τελευταία επεξεργασία:

Neraida

Επιφανές μέλος

Η Bitch... αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 13,073 μηνύματα.
Ο Άνθρωπος και η Μοίρα


[FONT=book antiqua,palatino]Πριν πολλά-πολλά χρόνια, στις αρχές των πρώτων Εποχών του Κόσμου, οι Άνθρωποι ζούσαν ελεύθεροι χωρίς το βάρος της Σκιάς μοίρας. Κάποια σκοτεινή στιγμή, οι Δυνάμεις του Ουρανού αποφάσισαν πως ο κάθε άνθρωπος θα έπρεπε να έχει μια άϋλη οντότητα που θα τον συνοδεύει σε κάθε του βήμα και που θα καθορίζει την ζωή του από την γέννηση ως τον θάνατο. Αυτές οι αόρατες οντότητες ονομάστηκαν Μοίρες οι οποίες καθόριζαν πλέον την κάθε στιγμή των Ανθρώπων. Κι έτσι οι Άνθρωποι έχασαν την ελευθερία τους και ήρθαν χρόνια σκοτεινά και άβουλα.
[/FONT]


[FONT=book antiqua,palatino]Ώσπου, ένας Άνθρωπος αποφάσισε να τα βάλει με την Μοίρα του...[/FONT]



[FONT=book antiqua,palatino]Καθισμένος σε έναν βράχο να ατενίζει τον μακρινό ορίζοντα, δεν μπορούσε να βρεί ηρεμία στην ψυχή του. Ήταν ο πρώτος από τους Ανθρώπους που προβληματίστηκε για την τύχη της πορείας της ζωής του. Δεν μπορούσε να ησυχάσει στην γνώση ότι κάτι άλλο καθόριζε την τύχη του και τα βήματα του πάνω σε αυτόν τον κόσμο. Έτσι λοιπόν αποφάσισε να τα βάλει με τις Δυνάμεις του Ουρανού αλλάζοντας την Μοίρα του.[/FONT]

[FONT=book antiqua,palatino]Ο καιρός μετά την απόφαση του πέρασε με σκέψεις και σχέδια που θα τον βοηθούσαν να φτάσει στο κατόρθωμα που επιζητούσε. Κι έτσι, μια μέρα, έπλασε το καλύτερο σχέδιο που θα μπορούσε να σκεφτεί θνητός. Να ξεγελάσει την Μοίρα...[/FONT]

[FONT=book antiqua,palatino]Μια όμορφη νύχτα ξάπλωσε δίπλα σε μια λίμνη κι έκλεισε τα μάτια μένοντας ακίνητος σα να κοιμάται. Ήρθε ο ήλιος, ήρθε ξανά το φεγγάρι, ξαναήρθε ο ήλιος ξανά μανά το φεγγάρι... Ήταν ζωντανός αλλά δεν έκανε καμιά κίνηση. Έμενε ακίνητος κι έτσι η Μοίρα δεν μπορούσε να ελέγξει τα βήματα και τις κινήσεις στην ζωή του. Έκανε υπομονή... Έφτασε στα όρια του θανάτου από την πείνα και το κρύο αλλά το πείσμα του και το πάθος του στόχου του υπερνικούσαν κάθε εμπόδιο και απειλή. Έτσι... δύο φεγγάρια μετά, εμφανίστηκε δίπλα του μια πανέμορφη κοπέλα. Γονάτισε δίπλα του και τον κοίταξε καλά. Τα μάτια της καθρέφτιζαν τον έναστρο ουρανό και οι κόρες της το φεγγάρι. Τα μαλλιά της ήταν η νύχτα... Άπλωσε τα χέρια της και άγγιξε το πρόσωπο του ανθρώπου. Προσπαθούσε να καταλάβει τους σκοπούς της ακινησίας που επέβαλε στον εαυτό του. Δεν μιλούσε, δεν μπορούσε να μιλήσει, απλά τον κοίταζε και προσπαθούσε να καταλάβει.[/FONT]

[FONT=book antiqua,palatino]Τότε ο άνθρωπος άνοιξε τα μάτια του και την κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια. Έμοιαζε πραγματικά σα να κατέβηκε ο νυχτερινός ουρανός στην γη με μορφή θνητής γυναίκας. Της κράτησε απαλά το χέρι και την στιγμή που προσπάθησε να της πει κάτι, έχασε τις αισθήσεις του από την εξάντληση.[/FONT]

[FONT=book antiqua,palatino]Πέρασαν μέρες πολλές και ο άνθρωπος ζούσε μέσα στο σκοτάδι ενός μεγάλου ύπνου. Όταν συνήλθε ο καιρός είχε περάσει μα για εκείνον ήταν σα να πέρασε μονάχα μια στιγμή της μέρας. Με έκπληξη είδε την κοπέλα να στέκεται δίπλα του και να του χαμογελά. Τον φρόντισε έτσι ώστε να γεμίσει ξανά με δυνάμεις και υγεία. Πέρασαν μέρες μαζί εκεί κοντά στην λίμνη και πολλές ήταν εκείνες οι νύχτες που ο άνθρωπος σαν μαγεμένος την κοιτούσε μέσα στα αστροφωτισμένα μάτια της. Της έπλεξε τραγούδια αγάπης και ομορφιάς κι εκείνη τα δεχόταν σαν ουράνιο δώρο.
Όλα κυλούσαν όμορφα και μοναδικά για τους δυο νέους, μέχρι που ο άνθρωπος θυμήθηκε τον σκοπό του...
[/FONT]


[FONT=book antiqua,palatino]Τότε θέλησε να τον αποκαλύψει στην κοπέλα που τον συντρόφευε και αυτό έκανε...
[/FONT]


[FONT=book antiqua,palatino]Εκείνη δάκρυσε και μελαγχόλισε... Άκουσε τους λόγους που τον έφεραν να πάρει τέτοια απόφαση και αναστέναξε με κατανόηση. Δεν ήξερε ότι οι Μοίρες στην ουσία σκλάβωναν την ελευθερία των Ανθρώπων. Πήρε στα χέρια της τα χέρια του νέου και κοιτόντας τον στα μάτια του μίλησε μέσα στις σκέψεις του.[/FONT]

[FONT=book antiqua,palatino]" Είμαι η Μοίρα σου, σταλμένη από τον Ουρανό. Τα βήματα σου καθόριζα όπως μου πρόσταξαν οι Άρχοντες μου. Δεν ένοιωθα για σένα τίποτα, μόνο κοιτούσα να κάνω καλά το έργο που μου ανέθεσαν. Όπως και η κάθε Μοίρα, έτσι κι εγώ, δεν γνώριζα πόσο πολύτιμη είναι η ελευθερία στα βήματα της ζωής σας. Αυτή είναι η μορφή μου κι εσύ με ανάγκασες να της δώσω ύλη. Μένοντας ακίνητος για τόσες μέρες, δεν μπορούσα να καθορίσω την συνέχεια της ζωής σου, των στιγμών σου. Μα τώρα έμαθα και τα λόγια σου κρύβουν μόνο αλήθειες. Άϋλη δεν θα ξαναγίνω και Μοίρα της ζωής σου δεν θα ξανασταθώ. Όμως... αν δίπλα σου με θέλεις σαν γυναίκα της καρδιάς με χαρά μου θα σταθώ... Γιατί κοντά σου έμαθα να αγαπώ και να ακούω..."[/FONT]



[FONT=book antiqua,palatino]Ο νέος έκπληκτος, έμεινε σιωπηλός... Θυμός και Αγάπη μέσα του συγκρούονταν αλλά επικράτησε η σκέψη της γαλήνιας νύχτας. Διπλά κερδιζμένος ήταν. Και την Μοίρα νίκησε αλλά και ελεύθερος πλέον είναι, μα και την αγάπησε και με την σειρά του την ελευθέρωσε από τα δικά της δεσμά. Και μάλιστα την αγάπησε πολύ...
[/FONT]


[FONT=book antiqua,palatino]Κι έτσι... έζησαν μαζί για πολύ καιρό. Τα χρόνια πέρασαν από πάνω τους και άγγιξαν τα σώματα τους, μα όχι την αγάπη τους. Πολλές Μοίρες παρακολουθούσαν, αόρατες, την περίεργη αυτή αγάπη και άλλες την καταλάβαιναν άλλες πάλι όχι. Μα καμιά δεν θέλησε από όσες ποθούσαν μια τέτοια αγάπη να φανερωθούν στους Ανθρώπους που καθόριζαν τις τύχες τους.[/FONT]

[FONT=book antiqua,palatino]Η ζωή συνεχίστηκε... Οι Μοίρες συνέχισαν να καθορίζουν τους Ανθρώπους και μερικές από αυτές άφηναν κάποιες χαραμάδες ελευθερίας στος Ανθρώπους που ονομάστηκαν " Ελπίδες ".[/FONT]

[FONT=book antiqua,palatino]Κι έτσι επικράτησε μέχρι σήμερα στις Νέες Εποχές του Κόσμου που ζούμε.[/FONT]

[FONT=book antiqua,palatino]Ο Άνθρωπος και η Μοίρα που ένωσαν τις ζωές του με την αγάπη τους, άϋλοι πλέον, ζούνε σε έναν Κόσμο μακρινό που αναπνέει σε έναστρο νυχτερινό ουρανό.[/FONT]

[FONT=book antiqua,palatino]Ήταν ο Πρώτος Άνθρωπος μετά τις σκοτεινές εποχές που κατάφερε να κερδίσει την ελευθερία του και να αλλάξει την Μοίρα του, έχοντας την στην αγκαλιά του για πάντα...[/FONT]

[FONT=book antiqua,palatino]Ο επόμενος δεν έχει έρθει ακόμη. Και ελπίζουμε ο Πρώτος να μην είναι και ο Τελευταίος...[/FONT]

[FONT=book antiqua,palatino]Ίσως στον καιρό μας να υπάρξει ο Δεύτερος...[/FONT]

[FONT=book antiqua,palatino]Ελπίζουμε σε αυτό. Ελπίζουμε γιατί κάποιες Μοίρες μα χάρισαν κάποιες μικρές χαραμάδες ελευθερίας...[/FONT]

[FONT=book antiqua,palatino]Όπως ένα αστέρι καταφέρνει να ξεπροβάλει μέσα από μια μικρή χαραμάδα ενός σκοντεινά συννεφαισμένου ουρανού...[/FONT]
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Neraida

Επιφανές μέλος

Η Bitch... αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 13,073 μηνύματα.
Η Αλήθεια & το Ψέμα

Μια φορά και έναν καιρό ήταν κάποτε η Αλήθεια ,ήταν μια πανέμορφη γυναίκα.Όλος ο κόσμος την αγαπούσε και την έβαζε στο σιτίτι του. Από την άλλη μεριά, ένα κακάσχημο τέρας,που μόνο στην όψη του τρόμαζε τους ανθρώπους,αναγκαζόταν να ζει κρυμμένο στις σπηλιές,πάντα έβρισκε τις πόρτες του κόσμου κλειστές για αυτό...

Έτσι λοιπόν αποφάσισε να κυρήξει πόλεμο στην αλήθεια...

Βρέθηκαν σε ένα ξέφωτο έτοιμοι για Μάχη .. Δέκα μέρες και δέκα νύχτες πάλευαν ασταμάτητα,τα σπαθιά τους έβγαζαν φλόγες,τίποτα δεν σταμάταγε το Ψέμα μέχρι να υπάρξει κάποιος νικητής. Η Αλήθεια πάλευε με όλη της την δύναμη.Η κούραση ήταν χαραγμένη στα πρόσωπα τους , αλλά κανείς νικητής κανείς νικημένος ακόμα.

Για μια στιγμή βρήκαν το κουράγιο να σηκώσουν και οι δυο τα σπαθιά τους,η ένταση ήταν στο ζενίθ της,ο στόχος ήταν το κεφάλι του αλλουνού.. Τι σύμπτωση όμως...Η Αλήθεια κατάφερε να κόψει το κεφάλι του Ψέματος και το Ψεμα να κόψει το κεφάλι της Αλήθειας...

Για μια στιγμή σιγή... Άρχισαν να ψάχνουν στα τυφλά τα κεφάλια τους. Δυστυχώς όμως η Αλήθεια πήρε το κεφάλι του Ψέματος και το Ψέμα το κεφάλι της Αλήθειας.....

Και απο τότε ο κόσμος δυσκολεύετε να τους αναγνωρίσει..Το ψέμα γίνεται αλήθεια και η αλήθεια ψέμα.....
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Neraida

Επιφανές μέλος

Η Bitch... αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 13,073 μηνύματα.
Η ψυχη και ο έρωτας

Μια φορά κι εναν καιρό, ο βασιλιάς και η βασίλισσα απέκτησαν τρεις όμορφες κόρες. Η πιο όμορφη ήταν η Ψυχή, η νεότερη απο τις τρεις. Άνθρωποι από όλα τα μέρη της γης μαζεύτηκαν για να θαυμάσουν την ομορφιά αυτής της νέας γυναίκας. Κάποιοι είπαν οτι ήταν η Αφροδίτη, η θεά του ερωτα, ενώ άλλοι υποστήριζαν ότ η Ψυχή την είχε αντικαταστήσει και ότι τώρα εκείνη ήταν η θεά του έρωτα. Όπως ήταν φυσικο, η Αφροδίτη εξοργίστηκε από την προσοχή που έδιναν τώρα στην Ψυχή-μια απλή,θνητή γυναίκα- και όχι πλεον σε εκείνη. Έτσι αποφάσισε να δηλητηριάσει τις καρδιές των μνηστήρων της Ψυχής, με αποτέλεσμα ολοι ο ανδρες να την απορρίπτουν. Ο πατέρας της Ψυχης προβληματίστηκε από την ελλειψη μνηστήρων για την όμορφη κόρη του και άρχισε να υποπτεύεται ότι κάποια ανάμειξη ειχαν οι θεοι.

Αναζητώντας να μάθει τι είχε συμβεί, ο βασιλιάς συμβουλεύτηκε ένα μαντειο απ΄όπου η Αφροδίτη του έδωσε την απάντηση. Του ειπε οτι η κόρη του ήταν προορισμενη ν παντρευτεί ένα τέρας, ενα φτερωτό ερπετό που προξενούσε φόβο ακόμη και στον Δία. Έπειτα διέταξε το βασιλιά να ντύσει την κόρη του με ρούχα του πενθους και να την οδηγήσει σε μια απομακρυσμένη βουνοκορφή, όπου θα γινόταν ο καταραμένος γάμος της.

Η Ψυχή, ντυμένη με νεκρικά ρούχα και συνοδευόμενη απο πένθινη μουσική και απο τους γονείς της που θρηνουσαν, οδήγηθηκαν στην κορυφή του βουνού για την παράξενη γαμήλια τελετή. Όταν πια έφτασαν εκεί, οι γονεις της υπακούοντας στην εντολη της θεάς έφυγαν και την αφησαν μονη.

Μόνη και τρομαγμένη, η Ψυχη περίμενε. Ξαφνικά ένας απαλός άνεμος την ανασήκωσε και αφού τη μετέφερε στην πλαγιά του βουνου, την άφησε μέσα σ΄ένα ευωδιαστό λιβάδι. Ένα παλάτι απο χρυσό και πολυτιμους λιθους, απίστευτα όμορφο και γεμάτο θησαυρούς, ορθωνόταν μπροστά της. Σκεπτόμενη ότι είχε πεθάνει και πως αυτο ήταν το σπίτι κάποιας θεότητας, η Ψυχή μπηκε μέσα και αθόρυβα άρχισε να περιπλανιέται απο δωμάτιο σε δωμάτιο. Σε ια πολυτελη κάμαρα αόρατα χέρια την πλησιάσαν και, αφου την έλουσαν και την έντυσαν, της πρόσφεραν υπέροχα φαγητά και όλων των ειδών τις ανέσεις.

Στολισμένη με υπέροχα υφάσματα και νιώθοντας άνετα μέσα στο πολυτελές περιβάλλον του παλατιού, η Ψυχή ΄επεσε σε βαθύ ύπνο, αλλά κατα τα μεσάνυχτα της ξύπνησε ενας απαλός ψιθυρος. Επειδή γνώριζε πως θα μπορούσε να συμβεί οτιδήποτε μέσα σ΄αυτό το απέραντο και ακατοίκητο μέρος, η Ψυχή φοβήθηκε για τη ζωή και την αγνοτητα της. Όμως η ψθυριστή ανδική φωνή, που ξαφνικά άκουσε καθαρά, της υποσχέθηκε ότ δεν θα της επιβαλλόταν ούτε θα την έβλαπτε. Ο αόρατος επισκέπτης αγκάλιασε την Ψυχή με απίστευτη τρυφερότητα και της έκανε έρωτα με τον πιο διεγερτικό και ευγενή τρόπο. Οι σεξουαλικές της επιθυμίες αφυπνίστηκαν, αλλα και ικανοποιήθηκαν απο το αγκάλιασμά του.

Όταν η νύχτα του πάθους τους τέλειωσε, ο επισκέπτης της είπε οτι ηταν ο σύζυγος της και οτι δεν θα μπορούσε πότε να τον δει. Της είπε ακόμη πως όλες οι ανάγκες της μέσα στο παλάτι θα ικανοποιούνταν απο αόρατα χέρια και ότι, αν δεν προσπαθουσε να ανακαλύψει ποιος ηταν, θα συνεχιζαν να χαίρονται ο ένας τον άλλον κάθε βραδυ.

Στην αρχή η Ψυχη δέχτηκε προθυμα αυτους τους όρους. Έκπληκτη απο τη μεγαλοπρέπει και τα πλούτη του παλατιού της, περνουσε τις μερες της με ευχάριστες ενασχολήσεις και τις νύχτες της έχοντας συντροφιά τον αόρατο συζυγό της. Σύντομα όμως η Ψυχή άρχισε να επιθυμεί τους γονείς και τις αδερφές τις. Ήθελε να τους συναντησει και να τους πει ότι δεν είχε πεθάνει, αλλά ότι ευημερούσε στο νέο της σπιτι. Η Ψυχή ικέτευσε το σύζυγο της να την αφήσει να επιστρέψει στους δικούς της, για να τους διαβεβαιώσει για την ασφάλεια και την καλή της τύχη. Εκείνος συμφώνησε απρόθυμα. Της υπενθύμισε όμως τους όρους του γάμου τους: δεν έπρεπε να γνωρίζει ή να αποκαλυψει της ταυτότητα του, αλλιώς όλα θα τέλειωναν.

Η Ψυχή επέστρεψε στην οικογένεια της και με περηφάνεια τους περιέγραψε της περιπέτεια της- το ταξίδι της πάνω από την πλαγιά του βουνού, το ένδοξο παλάτι και τον ευγνεή σύζυγο της. Ομως οι αδερφές της Ψυχής, επειδή ζηλεψαν την καλή της τύχη, αρχισαν να τη μαλώνουν και να μιλούν για τους κινδυνους στους οποίους είχε εκθεσει τον εαυτό της. Στο τέλος της ειπαν ότι σύζυγος της θα μπορούσε να είναι ένα φτερωτό ερπετό, ένα τέρας, που εκεινη του παραδόθηκε, χωρίς να γνωρίζει την ταυτότητα του.

Όταν η Ψυχή επέστρεψε στο παλάτι, είχε καταστρώσει μαζί με τις αδερφές της ένα σχέδιο, για να αποκαλυψει την αληθινή φύση του συζυγου της. Ετοιμάστηκε λοιπόν να αντιμετωπίσει το σύζυγο της, οπλισμένη μ΄ενα μαχαίρι και ένα κερί. Αφού εκανα έρωτα και εκείνος αποκοιμήθηκε, η Ψυχή άναψε το κερί και το υψωσε πάνω στο σωμα του. Μπροστά της αποκαλύφθηκε ο θεός Έρωτας- ο γιος της Αφροδίτης- σ΄ολη του τη λαμπρότητα. Έκπληκτη απο την ομορφιά του, η Ψυχη έκανε μια αποτομη κίνηση και έριξε το καυτό κερί στο γυμνο του στηθος. Ο Έρωτας, αφού ξύπνησε αιφνιδιασμένος, την καταράστηκε και τράπηκε σε φυγή. Από την κορ΄θφη ενός κυπαρισσιού, κατηγόρησε τη γυναικα του για την απερισκεψία της και χάθηκε στους ουρανούς. Απο τη στιγμή που η ταυτότητα του ειχε αποκαλυφθεί σε μια θνητή, ηταν υποχρεωμένος να επιστρέψει στη μητέρα του και να μην αναμιχθεί ποτέ ξανά στη ζωή ενός ανθρώπινου πλάσματος.

Η Ψυχη το μετανιωσε βαθιά και άρχισε να περιπλανιέται στη γη, αναζητώντας τον αγαπημένο της σύζυγο. Εξαντλημένη και απελπισμενη, έφτασε σ΄ένα ναό της Αφροδίτης όπου μπήκε μέσα και εκλιπαρησε τη θεά του έρωτα να την βοηθήσει να ξαναβρεί τον Έρωτα. Επειδη όμως η Αφροδιτη ειχε εξοργιστει με τη συμμαχία της Ψυχης και του Έρωτα, έθεσε διάφορες επίπονες δοκιμασίες στη νύφη της. Αφου επελεξε άθλους που κανενας θνητός δεν θα μπορούσε να αντιμετωπίσει, η Αφροδίτη υποσχέθηκε στην Ψυχη ότι θα εσμιγε ξανά με τον Έρωτα, αν τους έφερνε σε πέρας.

Έχοντας πιστη στη μεγάλη της αγάπη για τον Έρωτα, η Ψυχή ξεκίνησε την ηρωική της περιπετεια. Σε καθε προσπάθεια της οι δυνάμεις του φυσικού κόσμου υποστήριζαν το κουράγιο και την αγάπη της. Ο τελευταίος και πιο δύσκολος άθλος της όριζε να πάρει απο τη Περσεφόνη, που βρισκόταν στον κάτω κόσμο, το κουτι της "ομορφιάς", ετσι ώστε η Αφροδιτη να μπορέσει να αποκτήσει παλι την νεανικη της εμφανιση που είχε αλλοιωθεί, καθως προσπαθουσε να αναθρέψει το γιό της.

Με τη βοηθεια ενός πέτρινου πυργου που μιλούσε, η Ψυχή πηρε οδηγίες για τα ακριβή βήματα που έπρεπε να ακολουθήσει για να μπει και να βγει απο τον κάτω κόσμο. Αφού επέστρεψε και έχοντας πλέον ολοκληρώσει τον τελευταίο της άθλο, η Ψυχή απέρισκεπτα αποφάσισε να κρατήσει για τον εαυτο της λιγη ομορφιά απο το κουτί της Περσεφόνης. Όμως η Περσεφόνη είχε τοποθετησει το θάνατο και όχι την ομορφιά στο κουτι που προοριζόταν για την Αφροδίτη. Όταν λοιπόν η Ψυχή ανοιξε το κουτί, επεσε σ΄ένα θανάσιμο ύπνο.

Οταν ο Έρωτας ανακάλυψε τη μοίρα της συζύγου του, αρχισε να ικετευει τη μητέρα του να επιστρέψει στην Ψυχή να γινει μια αθάνατη θεά. Τελικα η Αφροδίτη αποδεχτηκε την επιθυμία του γιού της και έτσι ο Έρωτας έσωσε τη γυναίκα του από το θανατηφόρο ύπνο της και την οδηγησε στον ΄Ολυμπο ως αιώνια συντροφο του.

 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Subject to change

e-steki.gr Founder

Η Λία αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 37 ετών και επαγγέλεται Web developer. Έχει γράψει 15,891 μηνύματα.
Η ψυχη και ο έρωτας

[...]
Οταν ο Έρωτας ανακάλυψε τη μοίρα της συζύγου του, αρχισε να ικετευει τη μητέρα του να επιστρέψει στην Ψυχή να γινει μια αθάνατη θεά. Τελικα η Αφροδίτη αποδεχτηκε την επιθυμία του γιού της και έτσι ο Έρωτας έσωσε τη γυναίκα του από το θανατηφόρο ύπνο της και την οδηγησε στον ΄Ολυμπο ως αιώνια συντροφο του.

Ηθικό δίδαγμα: "Τις ελληνίδες μάνες τις κάνουν οι γιοί τους ο,τι θέλουν"?
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Χρήστες Βρείτε παρόμοια

Top