Μοιραζόμαστε ποιήματα

teo

Πολύ δραστήριο μέλος

Ο Θοδωρής αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Είναι 37 ετών και επαγγέλεται Φοιτητής/τρια. Έχει γράψει 1,573 μηνύματα.
Σύννεφο με παντελόνια

Τη σκέψη σας που νείρεται
πάνω στο πλαδαρό μυαλό σας
σάμπως ξιγκόθρεφτος λακές
σ' ένα ντιβάνι λιγδιασμένο,
εγώ θα την τσιγκλάω
επάνω στο ματόβρεχτο κομμάτι της καρδιάς μου.
Φαρμακερός κι αγροίκος πάντα
ως να χορτάσω χλευασμό.

Εγώ δεν έχω ουδέ μιαν άσπρη τρίχα στην ψυχή μου
κι ουδέ σταγόνα γεροντίστικης ευγένειας.
Με την τραχιά κραυγή μου κεραυνώνοντας τον κόσμο,
ωραίος τραβάω, τραβάω
εικοσιδυό χρονώ λεβέντης.

Εσείς οι αβροί!...
Επάνω στα βιολιά ξαπλώνετε τον έρωτα.
Επάνω στα ταμπούρλα ο άξεστος τον έρωτα ξαπλώνει.

Όμως εσείς,
θα το μπορούσατε ποτέ καθώς εγώ,
τον εαυτό σας να γυρίσετε τα μέσα του όξω,
έτσι που να γενείτε ολάκεροι ένα στόμα;
Ελάτε να σας δασκαλέψω,
εσάς τη μπατιστένια απ' το σαλόνι,
εσάς την άψογο υπάλληλο της κοινωνίας των αγγέλων
κι εσάς που ξεφυλλίζετε ήρεμα-ήρεμα τα χείλη σας
σα μια μαγείρισσα που ξεφυλλίζει τις σελίδες του οδηγού μαγειρικής.

Θέλετε
θα 'μαι ακέραιος, όλο κρέας λυσσασμένος
-κι αλλάζοντας απόχρωση σαν ουρανός-
θέλετε-
θα 'μαι η άχραντη ευγένεια
-όχι άντρας πια, μα σύγνεφο με παντελόνια





Βλαδίμηρος Μαγιακοφσκι

Μετάφραση: Γιάννης Ρίτσος
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

diotima

Διάσημο μέλος

Ο diotima αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Έχει γράψει 2,480 μηνύματα.
Προεξοχή

Το βύθισμα του κόρακος στο διάστημα
Συμπαρασύρει τα νερά των ποταμών
Κυλούν οι βράχοι στις φιάλες
Και το κρασί μετουσιώνεται.

Τα σμήνη των βεγγαλικών μέσ'τα μπουκέτα
Παλίρροια των αναμνήσεων σε μια στιγμή
Θέατρον πλήρες κόσμου που αλλάζει
Η κάθε ανάμνηση στην καταχνιά.

Ανδρέας Εμπειρίκος
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

commie

Πολύ δραστήριο μέλος

Η commie αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Μας γράφει απο Κύπρος (Ευρώπη). Έχει γράψει 1,147 μηνύματα.
Επειδή σʼαγαπώ και στην αγάπη ξέρω
να μπαίνω σαν Πανσέληνος,
από παντού,για το μικρό το πόδι σου μες στʼαχανή
σεντόνια.
Να μαδάω γιασεμιά κι έχω τη δύναμη
αποκοιμισμένη,να φυσώ να σε πηγαίνω
μες από φεγγαρά περάσματα και κρυφές τής θάλασσας στοές,
υπνωτισμένα δέντρα μέ αράχνες πού ασημίζουμε.
Ακουστά σʼέχουν τά κύματα
Πώς χαιδεύεις,πώς φιλάς,
πώς λες ψιθυριστά το "τι" καί το "ε"
τριγύρω στο λαιμό στον όρμο,
πάντα εμείς το φως κι η σκιά.
Πάντα εσύ τʼαστεράκι καί πάντα εγώ το σκοτεινό πλεούμενο.
Πάντα εσύ το λιμάνι κι εγώ το φανάρι το δεξιά
Το βρεγμένο μουράγιο και η λάμψη επάνω στα κουπιά
Ψηλά στο σπίτι με τις κληματίδες,
τά δετά τριαντάφυλλα,και το νερό πού κρυώνει.Πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά πού μεγαλώνει.
Το γερτό παντζούρι εσύ,ο αέρας πού το ανοίγει εγώ
Επειδή σʼαγαπώ καί σʼαγαπώ.
Πάντα Εσύ το νόμισμα και εγώ η λατρεία πού το
εξαργυρώνει.

Απόσπασμα από το ποίημα του Οδυσσέα Ελύτη ( Μονόγραμμα)
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

olibos2008

Εκκολαπτόμενο μέλος

Η Δέσποινα αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Μας γράφει απο Αθήνα (Αττική). Έχει γράψει 285 μηνύματα.
Η αγάπη
ζει τη στιγμή,
δεν χάνεται
στο χθες
ούτε προσβλέπει
στο αύριο.
Η αγάπη
είναι τώρα !

LEO BUSCAGLIA
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Rempeskes

Επιφανές μέλος

Ο Rempeskes αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Επαγγέλεται Hair stylist. Έχει γράψει 8,045 μηνύματα.
...Αφ' ότου ο Νάρκισσος πέθανε, η λιμνούλα της επιθυμίας του μετατράπηκε από κρατήρα γλυκού νερού σε κρατήρα αλμυρού νερού, και οι Νύμφες ήρθαν δακρυσμένες μέσα από το δάσος ώστε να την παρηγορήσουν με το τραγούδι τους.

Και όταν οι Νύμφες είδαν πως η λιμνούλα είχε μετατραπεί από κρατήρα γλυκού νερού σε κρατήρα αλμυρού νερού, τράβηξαν τα πράσσινα στεφάνια από τα μαλλιά τους και έκλαιγαν στη λιμνούλα, λέγοντας της "δεν απορούμε που πενθείς το Νάρκισσο τόσο βαθιά,τόσο όμορφος που ήταν".

"Μα ήταν όμορφος?" Είπε η λιμνούλα.

"Ποιός να γνωρίζει περισσότερο από σένα?" απάντησαν οι Νύμφες. "Εμάς πάντοτε μας προσπερνούσε, μα εσένα σε αποζητούσε, και καθισμένος στις όχθες σου σε κοιτούσε, και στην επιφάνεια του νερού σου καθρεφτιζόταν η δική του ομορφιά".

Και η λιμνούλα ανταπάντησε, "Μα αγαπούσα το Νάρκισσο επειδή, όπως καθόταν στις όχθες μου και με κοιτούσε, στην επιφάνεια των ματιών του έβλεπα πάντοτε τη δική μου ομορφιά να καθρεφτίζεται"





Ο.Γ., "Πεζή Ποίηση"
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Τελευταία επεξεργασία:

diotima

Διάσημο μέλος

Ο diotima αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Έχει γράψει 2,480 μηνύματα.
Sylvia Plath
Dirge for a Joker

Always in the middle of a kiss
Came the profane stimulus to cough;
Always from teh pulpit during service
Leaned the devil prompting you to laugh.
Behind mock-ceremony of your grief
Lurked the burlesque instinct of the ham;
You never altered your amused belief
That life was a mere monumental sham.
From the comic accident of birth
To the final grotesque joke of death
Your malady of sacrilegious mirth
Spread gay contagion with each clever breath.
Now you must play the straight man for a term
And tolerate the humor of the worm.
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

diotima

Διάσημο μέλος

Ο diotima αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Έχει γράψει 2,480 μηνύματα.
Vincent
Tim Burton




Vincent Malloy is seven years old
Heʼs always polite and does what heʼs told
For a boy his age, heʼs considerate and nice
But he wants to be just like Vincent Price
He doesnʼt mind living with his sister, dog and cats
Though heʼd rather share a home with spiders and bats
There he could reflect on the horrors heʼs invented
And wander dark hallways, alone and tormented
Vincent is nice when his aunt comes to see him
But imagines dipping her in wax for his wax museum
He likes to experiment on his dog Abercrombie
In the hopes of creating a horrible zombie
So he and his horrible zombie dog
Could go searching for victims in the London fog
His thoughts, though, arenʼt only of ghoulish crimes
He likes to paint and read to pass some of the times
While other kids read books like Go, Jane, Go!
Vincentʼs favourite author is Edgar Allen Poe
One night, while reading a gruesome tale
He read a passage that made him turn pale
Such horrible news he could not survive
For his beautiful wife had been buried alive!
He dug out her grave to make sure she was dead
Unaware that her grave was his motherʼs flower bed
His mother sent Vincent off to his room
He knew heʼd been banished to the tower of doom
Where he was sentenced to spend the rest of his life
Alone with the portrait of his beautiful wife
While alone and insane encased in his tomb
Vincentʼs mother burst suddenly into the room
She said: “If you want to, you can go out and play
Itʼs sunny outside, and a beautiful day”
Vincent tried to talk, but he just couldnʼt speak
The years of isolation had made him quite weak
So he took out some paper and scrawled with a pen:
“I am possessed by this house, and can never leave it again”
His mother said: “Youʼre not possessed, and youʼre not almost dead
These games that you play are all in your head
Youʼre not Vincent Price, youʼre Vincent Malloy
Youʼre not tormented or insane, youʼre just a young boy
Youʼre seven years old and you are my son
I want you to get outside and have some real fun.
”Her anger now spent, she walked out through the hall
And while Vincent backed slowly against the wall
The room started to swell, to shiver and creak
His horrid insanity had reached its peak
He saw Abercrombie, his zombie slave
And heard his wife call from beyond the grave
She spoke from her coffin and made ghoulish demands
While, through cracking walls, reached skeleton hands
Every horror in his life that had crept through his dreams
Swept his mad laughter to terrified screams!
To escape the madness, he reached for the door
But fell limp and lifeless down on the floor
His voice was soft and very slow
As he quoted The Raven from Edgar Allen Poe:
“and my soul from out that shadow
that lies floating on the floor
shall be lifted?
Nevermore…”
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

commie

Πολύ δραστήριο μέλος

Η commie αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Μας γράφει απο Κύπρος (Ευρώπη). Έχει γράψει 1,147 μηνύματα.
ΣΤΕΡΝΟ ΦΙΛΙ (δεν είναι κάποιου γνωστού αλλά μου άρεσε πολύ)

Και μ' άφησες, αγάπη μου, στα στήθια σου να γείρω.
Ένας χρυσός Παράδεισος μου θάμπωσε τα μάτια,
της βελουδένιας σάρκας σου με μέθυσε το μύρο,
και στο μυαλό μου χτίστηκαν ονείρωνε παλάτια.

Παλάτια που γκρεμίστηκαν. Να, σήμερα πεθαίνεις!
Τα χλωμιασμένα χείλια σου μού δίνεις να φιλήσω
και μου λαλούν τα μάτια σου στη γλώσσα της χαμένης
αγάπης μας: «Πηγαίνω κει, από τον ήλιο πίσω».

Γονάτισα, σε φίλησα. Ω, το στερνό φιλί μου!
Σαν έσμιξαν τα χείλια μας, η θεϊκιά ψυχή σου
πετάχτηκε απ' το στόμα σου κ' εχύθη στο κορμί μου·
και σου 'πα τότε με χαρά: «Αγάπη μου, κοιμήσου».
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

borat

Επιφανές μέλος

Ο Γιάννης.- αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Είναι 40 ετών, επαγγέλεται Μαθηματικός και μας γράφει απο Ηνωμένο Βασίλειο (Ευρώπη). Έχει γράψει 15,323 μηνύματα.


Ντοκουμέντο.
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

invalid

Πολύ δραστήριο μέλος

Η δεν είναι συνδεδεμένη αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 38 ετών. Έχει γράψει 1,279 μηνύματα.
Eίμαι ψώνιο, το ξέρω, αλλα το παρακάτω είναι δικό μου :redface:

Χαμένες Μέρες


Χαμένες μέρες στο μυαλό σου ξεχασμένες
της αϋπνίας ξεπροβάλλουν οι σκιές
Κι οι αναμνήσεις στα παράθυρα ριγμένες
Από ένα όνειρο που χάθηκε στο χθες

Σαν τις ψυχές μας τώρα λυτρωμένες
Σαν αυταπάτες στην καρδιά μας μυστικές
Μάτια σα θάλασσες βαθιές, φουρτουνιασμένες
Που πάντα ψάχνουν για κρυμμένες ενοχές

Στην αγκαλιά της ευτυχίας αποκοιμήσου
Θέλω να νιώσεις τα φιλιά της σα δικά μου
Απόψε όλη η θάλασσα αν θες είναι δική σου
Και όσα αστέρια θα χωρέσουν στα όνειρά μου

Μα τι κι αν είσαι όσα περίμενα ως τώρα
Ή τα συντρίμμια ενός κρυμμένου μυστικού
Σε μια ψευδαίσθηση το ξέρω ζω ακόμα
Ακροβατώντας μπρος στο χείλος του γκρεμού
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

borat

Επιφανές μέλος

Ο Γιάννης.- αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Είναι 40 ετών, επαγγέλεται Μαθηματικός και μας γράφει απο Ηνωμένο Βασίλειο (Ευρώπη). Έχει γράψει 15,323 μηνύματα.
Γυρίζουν το κλειδί στην πόρτα, παίρνουν
τα παλιά, φυλαγμένα γράμματά τους,
διαβάζουν ήσυχα, κι έπειτα σέρνουν
για τελευταία φορά τα βήματά τους.

Ήταν η ζωή τους, λένε, τραγωδία.
Θεέ μου, το φρικτό γέλιο των ανθρώπων,
τα δάκρυα, ο ίδρως, η νοσταλγία
των ουρανών, η ερημιά των τόπων.

Στέκονται στο παράθυρο, κοιτάνε
τα δέντρα, τα παιδιά, πέρα τη φύση,
τους μαρμαράδες που σφυροκοπάνε,
τον ήλιο που για πάντα θέλει δύσει.

Όλα τελείωσαν. Το σημείωμα να το,
σύντομο, απλό, βαθύ, καθώς ταιριάζει,
αδιαφορία, συγχώρηση γεμάτο
για κείνον που θα κλαίει και θα διαβάζει.

Βλέπουν τον καθρέφτη, βλέπουν την ώρα,
ρωτούν αν είναι τρέλα τάχα ή λάθος,
«όλα τελείωσαν» ψιθυρίζουν «τώρα»,
πως θ' αναβάλουν βέβαιοι κατά βάθος..


Στίχοι: Κώστας Καρυωτάκης
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

diotima

Διάσημο μέλος

Ο diotima αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Έχει γράψει 2,480 μηνύματα.
Jim Morrison

"[FONT=times new roman, times, serif] Moment of Freedom
as the prisoner
blinks in the sun
like a mole
from his hole

a child's 1st trip
away from home

That moment of Freedom"
[/FONT]
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Tetragrammaton

Διάσημο μέλος

Ο Site Bot αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Είναι 35 ετών, επαγγέλεται Συνταξιούχος και μας γράφει απο Πειραιάς (Αττική). Έχει γράψει 2,671 μηνύματα.
I still recall the taste of my tears.
Echoing your voice just like the ringing in my ears.
My favorite dreams of you still wash ashore.
Scraping through my head till I dont want to sleep anymore.

Come on tell me.
Make this all go away.
You make this all go away.
Im down to just one thing.
And Im starting to scare myself.
Make this all go away.
You make this all go way.

I just want something.
I just want something I can never have

You always were the one to show me how
Back then I couldnt do the things that I can do now.
This is slowly take me apart.
Grey would be the color if I had a heart.
I just want something I can never have.
In this place it seems like such a same.
Though it all looks different now,
I know its still the same
Everywhere I look youre all I see.
Just a fading fucking reminder of who I used to be.

Come on tell me.
Make this all go away.
You make this all go away.
Im down to just one thing.
And Im starting to scare myself.
Make this all go away.
You make this all go way.

I just want something.
I just want something I can never have
I just want something I can never have
Think I know what you meant.
That night on my bed.
Still picking at this scab
I wish you were dead.
You sweet and perry ellis.
Just stains on my sheets.
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

diotima

Διάσημο μέλος

Ο diotima αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Έχει γράψει 2,480 μηνύματα.
Γιάννης Αγγελάκας
Οι καλύτεροι της ράτσας μας

Οι καλύτεροι της ράτσας μας γίνονται φονιάδες
Ακολουθούν σε απόσταση ασφαλείας
οι ποιητές
οι παραμυθάδες
οι τερατολόγοι γενικώς
Μερικές χιλιάδες έτη φωτός πιο πέρα
Πλατσουρίζουν αγέλαστοι κι ανόρεχτοι
Στα στάσιμα νερά της μετριότητας
Οι όμηροι του φόβου

Από τη συλλογή Πώς τολμάς και νοσταλγείς, τσόγλανε; (1999)
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

diotima

Διάσημο μέλος

Ο diotima αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Έχει γράψει 2,480 μηνύματα.
Gabriel Garcia Marquez

Διαβάστε κάτι αισιόδοξο και ελπιδοφόρο...Το χειρότερο βέβαια είναι ότι γράφτηκε εν καιρώ αρρώστιας..

(Έβαλα την μετάφραση για να μπορούν να το διαβάσουν όλοι..)
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

diotima

Διάσημο μέλος

Ο diotima αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Έχει γράψει 2,480 μηνύματα.
Λορέντζος Μαβίλης


Καλότυχοι οι νεκροί που λησμονάνε
την πίκρια της ζωής. Όντας βυθήση
ο ήλιος και το σούρουπο ακολουθήσει,
μην τους κλαις, ο καημός σου όσος και να 'ναι.

Τέτοιαν ώρα οι ψυχές διψούν και πάνε
στης λησμονιάς την κρουσταλλένια βρύση•
μα βούρκος το νεράκι θα μαυρίσει,
αν στάξει γι' αυτές δάκρυ όθε αγαπάνε.

Κι αν πιούν θολό νερό ξαναθυμούνται,
διαβαίνοντας λιβάδια από ασφοδίλι,
πόνους παλιούς, που μέσα τους κοιμούνται...

Αν δε μπορείς παρά να κλαις το δείλι,
τους ζωντανούς τα μάτια σου ας θρηνήσουν:
θέλουν – μα δε βολεί να λησμονήσουν.
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Tetragrammaton

Διάσημο μέλος

Ο Site Bot αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Είναι 35 ετών, επαγγέλεται Συνταξιούχος και μας γράφει απο Πειραιάς (Αττική). Έχει γράψει 2,671 μηνύματα.
Edgar Allan Poe

The Raven



Once upon a midnight dreary, while I pondered weak and weary,
Over many a quaint and curious volume of forgotten lore,
While I nodded, nearly napping, suddenly there came a tapping,
As of some one gently rapping, rapping at my chamber door.
`'Tis some visitor,' I muttered, `tapping at my chamber door -
Only this, and nothing more.'

Ah, distinctly I remember it was in the bleak December,
And each separate dying ember wrought its ghost upon the floor.
Eagerly I wished the morrow; - vainly I had sought to borrow
From my books surcease of sorrow - sorrow for the lost Lenore -
For the rare and radiant maiden whom the angels named Lenore -
Nameless here for evermore.

And the silken sad uncertain rustling of each purple curtain
Thrilled me - filled me with fantastic terrors never felt before;
So that now, to still the beating of my heart, I stood repeating
`'Tis some visitor entreating entrance at my chamber door -
Some late visitor entreating entrance at my chamber door; -
This it is, and nothing more,'

Presently my soul grew stronger; hesitating then no longer,
`Sir,' said I, `or Madam, truly your forgiveness I implore;
But the fact is I was napping, and so gently you came rapping,
And so faintly you came tapping, tapping at my chamber door,
That I scarce was sure I heard you' - here I opened wide the door; -
Darkness there, and nothing more.

Deep into that darkness peering, long I stood there wondering, fearing,
Doubting, dreaming dreams no mortal ever dared to dream before
But the silence was unbroken, and the darkness gave no token,
And the only word there spoken was the whispered word, `Lenore!'
This I whispered, and an echo murmured back the word, `Lenore!'
Merely this and nothing more.

Back into the chamber turning, all my soul within me burning,
Soon again I heard a tapping somewhat louder than before.
`Surely,' said I, `surely that is something at my window lattice;
Let me see then, what thereat is, and this mystery explore -
Let my heart be still a moment and this mystery explore; -
'Tis the wind and nothing more!'

Open here I flung the shutter, when, with many a flirt and flutter,
In there stepped a stately raven of the saintly days of yore.
Not the least obeisance made he; not a minute stopped or stayed he;
But, with mien of lord or lady, perched above my chamber door -
Perched upon a bust of Pallas just above my chamber door -
Perched, and sat, and nothing more.

Then this ebony bird beguiling my sad fancy into smiling,
By the grave and stern decorum of the countenance it wore,
`Though thy crest be shorn and shaven, thou,' I said, `art sure no craven.
Ghastly grim and ancient raven wandering from the nightly shore -
Tell me what thy lordly name is on the Night's Plutonian shore!'
Quoth the raven, `Nevermore.'

Much I marvelled this ungainly fowl to hear discourse so plainly,
Though its answer little meaning - little relevancy bore;
For we cannot help agreeing that no living human being
Ever yet was blessed with seeing bird above his chamber door -
Bird or beast above the sculptured bust above his chamber door,
With such name as `Nevermore.'

But the raven, sitting lonely on the placid bust, spoke only,
That one word, as if his soul in that one word he did outpour.
Nothing further then he uttered - not a feather then he fluttered -
Till I scarcely more than muttered `Other friends have flown before -
On the morrow he will leave me, as my hopes have flown before.'
Then the bird said, `Nevermore.'

Startled at the stillness broken by reply so aptly spoken,
`Doubtless,' said I, `what it utters is its only stock and store,
Caught from some unhappy master whom unmerciful disaster
Followed fast and followed faster till his songs one burden bore -
Till the dirges of his hope that melancholy burden bore
Of "Never-nevermore."'

But the raven still beguiling all my sad soul into smiling,
Straight I wheeled a cushioned seat in front of bird and bust and door;
Then, upon the velvet sinking, I betook myself to linking
Fancy unto fancy, thinking what this ominous bird of yore -
What this grim, ungainly, ghastly, gaunt, and ominous bird of yore
Meant in croaking `Nevermore.'

This I sat engaged in guessing, but no syllable expressing
To the fowl whose fiery eyes now burned into my bosom's core;
This and more I sat divining, with my head at ease reclining
On the cushion's velvet lining that the lamp-light gloated o'er,
But whose velvet violet lining with the lamp-light gloating o'er,
She shall press, ah, nevermore!

Then, methought, the air grew denser, perfumed from an unseen censer
Swung by Seraphim whose foot-falls tinkled on the tufted floor.
`Wretch,' I cried, `thy God hath lent thee - by these angels he has sent thee
Respite - respite and nepenthe from thy memories of Lenore!
Quaff, oh quaff this kind nepenthe, and forget this lost Lenore!'
Quoth the raven, `Nevermore.'

`Prophet!' said I, `thing of evil! - prophet still, if bird or devil! -
Whether tempter sent, or whether tempest tossed thee here ashore,
Desolate yet all undaunted, on this desert land enchanted -
On this home by horror haunted - tell me truly, I implore -
Is there - is there balm in Gilead? - tell me - tell me, I implore!'
Quoth the raven, `Nevermore.'

`Prophet!' said I, `thing of evil! - prophet still, if bird or devil!
By that Heaven that bends above us - by that God we both adore -
Tell this soul with sorrow laden if, within the distant Aidenn,
It shall clasp a sainted maiden whom the angels named Lenore -
Clasp a rare and radiant maiden, whom the angels named Lenore?'
Quoth the raven, `Nevermore.'

`Be that word our sign of parting, bird or fiend!' I shrieked upstarting -
`Get thee back into the tempest and the Night's Plutonian shore!
Leave no black plume as a token of that lie thy soul hath spoken!
Leave my loneliness unbroken! - quit the bust above my door!
Take thy beak from out my heart, and take thy form from off my door!'
Quoth the raven, `Nevermore.'

And the raven, never flitting, still is sitting, still is sitting
On the pallid bust of Pallas just above my chamber door;
And his eyes have all the seeming of a demon's that is dreaming,
And the lamp-light o'er him streaming throws his shadow on the floor;
And my soul from out that shadow that lies floating on the floor
Shall be lifted - nevermore!
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Nininaou

Διάσημο μέλος

Η Ρηνούλα αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 32 ετών και μας γράφει απο Πειραιάς (Αττική). Έχει γράψει 2,455 μηνύματα.
Η ΕΦΗΒΕΙΑ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣ
[Kική Δημουλά]


Περιμένω λίγο
νὰ σκουρήνουν οἱ διαφορὲς καί τ᾿ ἀδιάφορα
κι ἀνοίγω τὰ παράθυρα. Δἐν ἐπείγει
ἀλλὰ τὸ κάνω ἔτσι γιὰ νὰ μὴ σκεβρώσει ἡ κίνηση,
Δανείζομαι τὸ κεφάλι τῆς πρώην περιέργειάς μου
καί τὸ περιστρἐφω. ῎Οχι ἀκριβῶς περιστρέφω.
Καλησπερίζω δουλικὰ ὅλους αὐτοὺς τοὺς κόλακες
τῶν φόβων, τὰ ἀστέρια.῎Οχι ἀκριβῶς καλησπερίζω.
Στερεώνω μὲ βλεμμάτινη κλωστὴ
τ᾿ ἀσημένια κουμπάκια τῆς ἀπόστασης
κάποια ποὺ ἔχουν ξηλωθεῖ τρέμουνε καὶ θὰ πέσουν.
Δὲν ἐπείγει. Τὸ κάνω μόνο γιὰ νὰ δείξω στὴν ἀπόσταση
πόσο εὐγνωμονῶ τὴν προσφορά της.


Ἂν δὲν ὑπῆρχε ἡ ἀπόσταση
θὰ μαραζώνανε τὰ μακρινὰ ταξίδια
μὲ μηχανάκι θὰ μᾶς ἔφερναν στὰ σπίτια
σὰν πίτσες τὴν ὑφήλιο ποὺ ὀρέχτηκε ἡ φυγή μας.
Θὰ ἤτανε σὰν βδέλλες κολλημένα
πάνω στὰ νιάτα τὰ γεράματα
καί θὰ μὲ φώναζαν γιαγιὰ ἀπ᾽ τὰ χαράματά μου
ἐγγόνια μου καὶ ἔρως ἀδιακρίτως.
Καί τί θὰ ἦταν τ᾿ ἄστρα
δίχως τὴν ὑποστήριξη ποὺ τοὺς παρέχει ἡ ἀπόσταση,
Ἐπίγεια ἀσημικά, τίποτα κηροπήγια τασάκια
νὰ ρίχνει ἐκεῖ τίς στάχτες του ὁ ἀρειμάνιος πλοῦτος
νὰ ἐπενδύει ὁ θαυμασμὸς τὴν ὑπερτίμησή του.


Ἂν δὲν ὑπῆρχε ἡ ἀπόσταση
στὸν ἑνικὸ θὰ μᾶς μιλοῦσε ἡ νοσταλγία.
Οἱ σπάνιες τώρα ντροπαλές της συναντήσεις
μὲ τὴν πληθυντικὴ ἀνάγκη μας
μοιραῖα τότε θ᾿ ἀφομοίωναν
τὴν ἀλανιάρα γλώσσα τῆς συχνότητας.


Βέβαια, ἂν δὲν ὑπῆρχε ἡ ἀπόσταση
δὲν θά ῾τανε σὰν ἄστρο μακρινὸ ἐκεῖνος ὁ πλησίον
θὰ ῾ρχόταν στὴν πρωτεύουσα προσέγγιση
μόνο δυὸ βήματα θ᾿ ἀπέχανε τὰ ὄνειρα
ἀπὸ τὴ σκιαγράφησή του,
῞Οπως κοντά μας θὰ παρέμενε
ἡ ὕστατη φευγάλα τῆς ψυχῆς,
Πρὸς τί ἡ τόση περιπλάνηση. Χῶρος
κενὸς ὑπάρχει. Ἐμεῖς θὰ κατεβαίναμε
νὰ ζήσουμε στὸ ὑπόγειο κορμί μας
κι ἐκείνη μὲ τὸν μύθο της καὶ τὰ συμπράγκαλά του
θὰ μετεμψυχωνότανε σὶ σῶμα.


Ἂν δἐν ὑπῆρχες ἐσὺ ἀπόσταση
θὰ πέρναγε πολὺ εὐκολότερα
πιὸ γρήγορα ἑν μιᾷ νυκτὶ ἡ λήθη
τὴ δυσκολη παρατεταμενη ἐφηβεία της
αὐτὸ ποὺ χάριν εὐφωνίας ὀνομάζουμε μνήμη.


Ὄχι ἀκριβῶς μνήμη. Στερεώνω
μὲ βλεμμάτινη κλωστὴ ὁμοιώσεις
ἔχουν ξηλωθεῖ τρέμουνε καὶ θὰ πέσουν.
Ὄχι ἀκριβῶς στερεώνω. Δουλικὰ περιστρέφομαι
γύρω ἀπ᾿ αὐτοὺς τοὺς κόλακες τοῦ χρόνου ποὺ
χάριν συντομίας τοὺς όνόμασα μνήμη.
῎Οχι ἀκριβῶς μνήμη. Ἀνεφοδιάζω διάττοντες
μὲ παρατεταμένη ἐκμηδένιση. ᾽Επείγει.
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

fairytale

Πολύ δραστήριο μέλος

Η fairytale αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Επαγγέλεται Φιλόλογος. Έχει γράψει 881 μηνύματα.
Ο ΠΡΑΣΙΝΟΣ ΚΗΠΟΣ Νικηφόρος Βρεττάκος

'Eχω τρεις κόσμους. Μια θάλασσα, έναν
ουρανό κι έναν πράσινο κήπο: τα μάτια σου.
Θα μπορούσα αν τους διάβαινα και τους τρεις, να σας έλεγα
πού φτάνει ο καθένας τους. Η θάλασσα, ξέρω.
Ο ουρανός, υποψιάζομαι. Για τον πράσινο κήπο μου,
μη με ρωτήσετε.
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Rempeskes

Επιφανές μέλος

Ο Rempeskes αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Επαγγέλεται Hair stylist. Έχει γράψει 8,045 μηνύματα.
Gabriel Garcia Marquez

Διαβάστε κάτι αισιόδοξο και ελπιδοφόρο...Το χειρότερο βέβαια είναι ότι γράφτηκε εν καιρώ αρρώστιας..

(Έβαλα την μετάφραση για να μπορούν να το διαβάσουν όλοι..)


Φάρσα που κυκλοφορεί τουλάχιστον έξι χρόνια... :sly:

Έπρεπε να το καταλαβουν, ειδικά οι αναγνώστες του Μάρκες:
Αυτός που έγραψε το γράμμα έχει ταλέντο.
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Χρήστες Βρείτε παρόμοια

Top