Μοιραζόμαστε ποιήματα

Δεσμώτης

Περιβόητο μέλος

Ο Δεσμώτης αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Είναι 45 ετών. Έχει γράψει 4,605 μηνύματα.
Χρύσα Τσάκωνα, Ποιήματα


Σπίτι τριάντα χρόνων


Πριν σε γνωρίσω
έλεγα οι καρδιές ζυγίζονται
τα μυαλά κουλουριάζονται.
Η ροή είναι αυτή που είναι.
Τώρα στέκομαι μπροστά σου
αγγίζω τις φλέβες
νιώθω το μόχθο
πάνω σου περπατούν
οι λέξεις που οφείλουν
να γεμίσουν αυτό το σπίτι
που τώρα λέω σπίτι μου.
Σήμερα λέω
θέλω να βρω μια αφή που να γερνάει μαζί μου
χωρίς να σε πληγώνει.


Να φύγει

Αυτή η σιωπή
πρέπει να σπάσει,
πριν να τη συνηθίσουμε.
Σαν τα σταφύλια κρέμεται
από γλώσσες και χάσματα,
την άδεια θήκη του μυαλού
γεμίζοντας
με προσμονή και φόβο.
Έλα, απόψε, να σκεφτούμε
πώς να την κάνουμε να φύγει,
σαν τη φωνή απʼ το ανοιχτό παράθυρο,
και μετά, ας την πενθήσουμε μια μέρα,
μήπως γίνει πιο εύκολος
ο θάνατος.

 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 13 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Devina

Τιμώμενο Μέλος

Η Devina αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 31 ετών. Έχει γράψει 5,968 μηνύματα.
~Κώστας Ουράνης


Ζωή


Κάποιες φορές, σα βράδιαζεν αργά στην κάμαρά μας,
τ΄ωχρό κεφάλι γέρνοντας στην αγκαλιά μου απάνω
και με θλιμμένο ανάβλεμμα στυλά κοιτάζοντάς με,
"θα με ξεχάσεις;" ρώταγες "καλέ μου, σαν πεθάνω;"

Δε σ΄απαντούσα. Τη φωνή την πνίγαν οι λυγμοί μου,
κι΄έσφιγγα με παροξυσμό τ΄αδύνατο κορμί σου,
σα νά΄θελα μες στη ζωή να σε κρατήσω ενάντια
στο Χάρο, για, αν δεν μπόραγα, να πήγαινα μαζί σου.

Γιατ΄ήσουν όλη μου η ζωή,χαρά της και σκοπός της,
κι΄όσο κι΄αν εστρεφόμουνα πίσω στα περασμένα
δεν έβλεπα, δεν ένιωθα κοντά μου άλλη από σένα.

Μου φαίνονταν αδύνατο δίχως εσέ να ζήσω.
Και τώρα που με άφησες, με φρίκη αναλογιέμαι
το θάνατό σου, αγάπη μου, πως πάω να συνηθίσω.
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 13 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

parafernalia

Περιβόητο μέλος

Ο Νίκος αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Επαγγέλεται Προγραμματιστής/τρια και μας γράφει απο Αθήνα (Αττική). Έχει γράψει 4,881 μηνύματα.
Εκδοχή Δημιουργίας - Κική Δημουλά

Είμαι διατηρητέο, είπε το χάος στους εργολάβους
Μέσα, τα πράγματα θα μείνουν όπως είναι.
Μικροαλλαγές μόνο στη πρόσοψη επιτρέπω.

Εν αρχή εγένετο χτές. Τάχιστα,
μόλις η διορατική αίσθηση
πρωτοβλέποντας τη μέρα χτισμένη έκραξε
αλίμονο, τι μικρή που είσαι. Δε φτάνεις
ούτε για ενός ατόμου μοναξιά.

Αναστατώθηκε ο πηλός. Τι συνέβη?
Στα σχέδια η μέρα έδειχνε ατελεύτητη.
Είδα φορτωμένο με πλίνθους και χούν
ένα ύποπτο πορτοκαλί φορτηγάκι.
Βρωμοδουλειά της δύσης?

Άφαντος ο κατασκευαστής.

Εκλήθη τότε επειγόντως η διακοσμήτρια τέρψη
Ειδική να μεγαλώνει το χρόνο
όπως τους μικρούς χώρους τα κάτοπτρα.

Και εγένετο η απατηλότης.
Ντυμένη παράδεισος:

Ύδατα βαθύφωνα, κιθαριστές ρυάκια
ο θόλος επάνω με τη γαλάζια τοπική
ενδυμασία της απόστασης ατσαλάκωτος
χωριουδάκια οικισμοί θέρετρα κελαηδισμών
ψηλά στις κορφές της αιώρησης
κάτω αλσύλλια περιβόλια οπώρες οφιοειδείς
φλογέρες που υπνώτιζαν δηλητηριώδη μήλα
τζιτζίκια διαρκείας καθ' όλες τις τέσσερις
μπορεί και παραπάνω θερμές εποχές - δεν ξέρω
όταν έφτασα εγώ ήταν κρύο -
ισορροπίστριες δροσοσταλίδες πάνω σε φυλλαράκια
φιγούρες κοζάκικου χορού οι παπαρούνες
ο ρεμβασμός μερακλωμένος να ρουφάει
με το καλαμάκι του απανωτά αεριούχα αηδόνια
η αιδώς μ' ένα πολύ σκιστό στο πλάι
κατακόκκινο φύλλο συκής να χορεύει
μ' έναν νοσταλγό μετανάστη λόγο
η δε υπακοή
που ραβόταν στην ίδια μοδίστρα με την απατηλότητα
ντυμένη κι αυτή παράδεισος.

Τα πρώτα καλλιστεία.

Μίς κόσμος εξελέγη η αιωνιότης.
Δεν παρέστη.

Και εγένετο πάλι χτές.
Για να μη χαθεί όπως το προηγούμενο
το συνόδεψαν λίγο παρακάτω
οι φωτογραφίες.

Έπεσε άπνους η διάρκεια.
Νόμιζαν πώς κοιμόταν.
Την μπάτσιζαν της έριχναν κουβάδες φιλιά.
Τίποτα.
Μόνον ατελεύτητος νύχτα.

Κι ακούστηκε ο πρώτος δίποδος λυγμός.
Τον είχε δαγκώσει το μήλο.

Που ήταν οι πρώτες βοήθειες των ονείρων.
Δεν τους είχε δοθεί προτεραιότης?΄
Λάθος. Κάθε μεγαλεπήβολη πήλινη περιπέτεια
εν αρχή πλάθει τους τραυματιοφορείς της.


Άρον άρον εγένετο αύριο.
Αλλά ήταν πλέον πολύ αργά.
:worry:
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 13 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Δεσμώτης

Περιβόητο μέλος

Ο Δεσμώτης αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Είναι 45 ετών. Έχει γράψει 4,605 μηνύματα.
ναγράφωγιασένα, Άλις, χμ


θα 'θελα να μπορώ σαν άντρας να γράφω. Για σένα, μα με λόγια όχι
απλά κοριτσίστικα. Με υπερβολή και συναίσθημα βαρύ κι ύστερα από
μποτίλιες ουίσκι κι αφού μ' έχω σιχαθεί απ' την αδυναμία που σου
δείχνω. Να μπορούσα να 'μαι με το στριφτό μισοκολλημένο ανάμεσα
στα χείλια, να πικρίζει και να τινάζω μ' ένα νεύμα τις στάχτες. Τότε θ'
άξιζαν κάτι όλα αυτά. Τώρα φλυαρώ μόνο. Κλαψιάρικα μουνιά με
διάτρητες καρδιές θέλουν να μοιάζουν οι γυναίκες κι είναι άδικο αφού
δεν είμαστε μόνο αυτό. Κι όσο φαντάζει γοητευτικός ο πεσσιμισμός
άλλο τόσο είναι σίχαμα. Κι ο ρομαντισμός επίσης άμα το παρακάνεις.
Λίγα λόγια σταράτα. Όπως,"σε γουστάρω", ας πούμε. Κι άμα χόρευα
θα το κανα για πάρτι σου. Να με θαυμάσεις. Μ' αναμμένα μάγουλα κι
ανάκατα μαλλιά και φτεροπόδαρα. Θα πέταγα για σένα. Για όσο.


 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 13 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

venividivici

Τιμώμενο Μέλος

Η venividivici αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 23,236 μηνύματα.
(1)

Γυναικείο σώμα, λόφοι λευκοί, πόδια κατάλευκα,
μοιάζεις του κόσμου όπως μου δίνεσαι έτσι.
Σο αργασμένο κορμί μου άγρια σε σκάβει
και σου αναδύει τον υιό και λόγο από της γαίας τα έγκατα.
Ήμουνα μόνος κι έρημος, σαν το τούνελ καληώρα.
Με βλέπαν τα πουλιά και φεύγανε,
και μέσα μου όρμαγε η νύχτα πανίσχυρη και καταλυτική.
Για να μείνω εγώ ζωντανός, έφτιαξα εσένανε όπλο,
σ' έβαλα βέλος στο τόξο μου, στη σφεντόνα μου πέτρα.
Επέστη όμως της πληρωμής ο καιρός, κι εγώ σ' αγαπάω.
Σώμα από χνούδι κι από μούσκλια
κι από άπληστο γάλα και κραταιό.
Ω, τ' αγγεία του στήθους! Ω!, τα μάτια της απουσίας!
Ω, του εφηβαίου τα ρόδα! Ω, η συρτή και θλιμμένη φωνή σου!
Σώμα της δικιά μου γυναίκας,
υπήκοος θα 'μαι πιστός των θέλγητρών σου.
Δίψα μου, πόθε μου ατελεύτητε, αβέβαιε δρόμε μου!
Σκούρες νεροσυρμές, όπου η δίψα αιώνια ακολουθεί,
και ο κάματος ακολουθεί, και ο καημός ο απέραντος.


(2)

Στη στερνή αναλαμπή του το φως σε τυλίγει.
Χωνεμένη σε άλγη πελιδνά στέκεσαι αντίκρυ εδώ
στους γέρικους έλικες της αμφιλύκης
που σ' εξωθούν με βία σ' ατέρμονες στροβιλισμούς.
Άλαλη, αμίλητη, εσύ φίλη καλή μου,
μονάχη στη μοναξιά αυτής της ώρας των θανάτων
και κατάμεστη από τις ζωές του πυρός,
απ' ευθείας κληρονόμε άπεφθη της αφανιζόμενης μέρας.
Από τ' αμπέλια του ήλιου
πέφτει μια ρώγα στο σκούρο φουστάνι σου.
Σης νύχτας οι πελώριες ρίζες
θρασεύουν απότομα και βγαίνουν από την ψυχή σου,
κι έτσι επιστρέφεις στον έξω κόσμο
ότι είχες μέσα σου κρυμμένο,
κι έρχονται σμάρια εκεί, σμάρια γαλαζωπά,
που εσύ εγέννησες κι εσύ τα τρέφεις.
Παμμέγιστη, ω, εριγόνιμη εσύ σκλάβα σαγηνευτική
των ηλιοδρόμων με τις μελανωσιές και τα χρυσάφια τους:
στητή εκεί, ολόρθη, πολεμάς
και φκιάνεις ένα πλάσμα ολοζώντανο
όπου θα μαραθούνε τ' άνθη του,
κι εσύ θα μείνεις εκεί βουτηγμένη μετά μέσα στο πένθος.


(3)

Ω πευκώνα μου, εσύ, απέραντε, φλοίσβε των παρόχθιων κυμάτων,
σιγανό πηγαινέλα των φώτων,
της εκκλησιάς καμπάνα κατάμονη, στάλα εσπερινή που ραντίζεις τα δικά σου τα μάτια,
παναγιά μου, κουκλί μου πεντάμορφο,
της στεριάς αχιβάδα, μάσα σου εσένα τραγουδάει το χώμα!
Μέσα σου τραγουδάν τα ποτάμια, και η ψυχή μου πλέει μαζί τους
και πάει όπου εσύ θέλεις και όπου εσύ αγαπάς.
Χάραξε μου ένα δρόμο στο τόξο εδώ των προσδοκιών σου,
κι εγώ, μέσα σε παραλήρημα, εξαπολύω των βελών μου τα σμήνη.
Κι εγώ βλέπω εδώ τώρα γύρω μου
να με σφίγγει της ομίχλης σου η ζώνη
και η σιωπή σου να πνίγει τις αλαφιασμένες μου ώρες,
σε ξέρω, είσαι εσύ, με τα πέτρινα χέρια σου, διάφανη
εκεί όπου δένουν οι φελούκες των φιλιών μου
κι όπου φωλιάζουν οι κάθυγροι πόθοι μου.
Ω εκείνη η μυστηριακή φωνή σου
όπου την αβγαταίνει και τη λυγάει στα δυο η αγάπη,
καθώς αντιλαλεί το σούρουπο και σβήνει πέρα!
Έτσι σε μύχιες ώρες έχω ιδεί κι εγώ στον κάμπο τα στάχυα
να λυγάνε απ' το στόμα του ανέμου.


(4)

Είναι θύελλες ζαλωμένο το πρωινό
μες στο κατακαλόκαιρο.
Σαν άσπρα μαντηλάκια αποχαιρετισμών
σαλπάρουν τα σύννεφα,
και, εκεί, τ' αρπάζει ο άνεμος
και τα σηκώνει με τα χέρια του τα ταξιδιάρικα.
Αρίφνητη η καρδιά του ανέμου
που χτυπάει μες στην ερωτοδέσμια σιωπή μας.
Που κοχλάζει ανάμεσα στα δέντρα,
πολυφωνικός και υπερκόσμιος,
γλώσσα κατάφορτη από παιάνες, λες, και θούρια.
Ο άνεμος που λαφυραγωγεί τα φυλλώματα
και βγάνει από τη ρότα τους τα σεινάμενα βέλη των πουλιών.
Ο άνεμος που σε σφεντονίζει εσένα σε πελάγη ακύμαντα,
σε γαίες πανάλαφρες, σε φλόγες γονυκλινείς.
Σπάνε και χύνονται ένα καντάρι φιλιά
συντριμμένα πάνω στις πύλες του καλοκαιριάτικου ανέμου.


(5)

Για ν' ακούς μόνο εμένα
τρυφερεύουν ώρες ώρες
τα λόγια μου
και γίνονται σαν τις πατημασιές των γλάρων
στην άμμο του γιαλού.
Καδενίτσα, έτσι, μικρή ξεκούρντιστη λατέρνα,
στα σαν τρούφες τρυφερά σου χέρια.
Κι έτσι τα λόγια μου τα βλέπω παρασάγγες πέρα.
Μα απείρως πιο μακριά είν' τα δικά σου.
Κι αναρριχούνται σαν τον κισσό απάνω στον παλιό μου πόνο.
Σκαρφαλώνουν εδώ, πάνω στους μουσκεμένους τοίχους.
Και εσύ είσαι η αιτία - να ξέρεις -
της σκληρής και μέχρις αιμάτων αναμέτρησης.
Δραπετεύουν από τα κατασκότεινα,
απ' τα μέσα μου μπουντρούμια.
Γιομίζει ο τόπος με σένα, πληρούνται τα σύμπαντα.
Πριν έρθεις η ίδια, πυκνοκατοικούσαν εκείνα τη μοναξιά μου,
κι είν' πιο δικά μου αυτά, απ' ότι εμένα εσύ,
εδώ στην πίκρα μου.
Κι αυτό που θέλω τώρα να σου λεν εκείνα
είν' εκείνο που θέλω να σου ειπώ εγώ
για να τ' ακούς κι εκείνα
όπως θέλω ν' ακούς μονάχα εμένα.
Ο φόβος τ' αρπάζει και τα σκορπά στους πέντε ανέμους.
Κι έρχοντ' έπειτα τυφώνες και λαίλαπες ονείρων
και μου τα ξανασωριάζουν κάτω εδώ στο χώμα.
Φωνές αλλότριες ξανοίγεις εσύ
μες στη χιλιοβασανισμένη φωνή τη δική μου.
Ολοφυρμούς από παμπάλαια στόματα,
αίμα από αρχαία μαρτύρια.
Να μ' αγαπάς, συντρόφισσα. Να μη μ' αφήνεις μόνο.
Να 'σαι μαζί μου.
Να 'σαι μαζί μου, συντρόφισσα,
σε τούτο 'δω το κύμα του τρόμου.
Και να! που τα λόγια μου έρχεται τώρα
και τα βάφει η αγάπη σου.
Κι είναι δικά σου όλα, όλα δικά σου.
Κι απ' όλα εγώ θέλω να φτιάξω
μια καδενίτσα δίχως τέλος
για τ' άσπρα σου χέρια, τα σαν τρούφες παντρύφερα.


(6)

Θυμάμαι τώρα εδώ πως ήσουν το φθινόπωρο που μας πέρασε.
Ήσουν το γκρίζο μπερεδάκι και η καρδιά η δίχως έννοια.
Ξιφομαχούσανε στα μάτια σου οι φλόγες του δειλινού
και πέφτανε τα φύλλα στα νερά της ψυχής σου.
Συλιγμένη εσύ σαν αναρριχητικό γύρω απ' τα μπράτσα μου,
και τα φυλλώματα έτσι βάζανε σουρντίνα στη φωνή σου
την αργή και ανέμελη.
Σαστίσματα σωρό, πλήθος ξαφνιάσματα,
όπου πυρακτωνόταν η δίψα μου.
Γαλάζιε, γλυκιέ μου υάκινθε, γερμένε απάνω απ' την ψυχή μου!
Βλέπω τα μάτια σου που ταξιδεύουνε,
το φθινόπωρο πλέον είναι μακριά:
μπερεδάκι μου γκρίζο, κελάηδημά μου,
καρδιά μου πυροστιά εσύ,
όπου, πετώντας, απαγκιάζανε οι μυστικές μου σκέψεις
και τα πασίχαρα φιλιά μου ορμίζονταν σαν κάρβουνα αναμμένα.
Ουρανέ πάνω απ' τ' άρμενο. Όαση μετά απ' τον ερημότοπο.
Η θύμησή σου είναι από φως
κι από καπνό κι από στάσιμη λιμνούλα στην αλάνα.
Πέρα απ' τα μάτια σου πυρακτώνονταν τα λυκόφωτα.
Φύλλα ξερά του φθινοπώρου στροβιλίζονταν στην ψυχή σου.


(7)

Σκύβω εκεί κάθε βράδυ
και αμολάω τα παραπονεμένα δίχτυα μου
στα ωκεάνια μάτια σου.
Εκεί απλώνεται και εκεί φουντώνει με φλόγες πανύψηλες
η μοναξιά μου, πέρα δώθε στον αέρα
υψώνοντας τα χέρια της σαν ναυαγός.
Ανάβω κόκκινες φρυκτωρίες
πάνω από τα εξόριστα μάτια σου
που σαν τα κύματα έρχονται της θάλασσας
και σκάνε στην ποδιά του φάρου.
Αγναντεύεις μοναχή τα ερέβη,
γυναίκα εσύ η αλαργινή και η πλησίον.
μες απ' το βλέμμα σου
ώρες ώρες αναδύεται ο μακρύς γιαλός του τρόμου.
Σκύβω εκεί κάθε βράδυ
και μαζεύω τα παραπονεμένα δίχτυα μου
από τη θάλασσα εκείνη
που κλυδωνίζει τα ωκεάνια μάτια σου.
Νυχτερινά πουλιά ραμφίζουνε τα πρώτα αστέρια
που λάμπουν εκεί απάνω
όπως λάμπει η ψυχή μου την ώρα που σ' αγαπάω.
Καλπάζει στη ράχη του μαύρου της κέλητα η νύχτα
και τσαλαπατάει τα στάχια τα γαλαζιανά στον κάμπο.

( 8 )

Μέλισσα μυριόλευκή μου εσύ που ζουζουνίζεις - μεθυσμένη
απ' τα μέλια - γύρω στην ψυχή μου
και όλο στροβιλίζεσαι
με τις νωχελικές μαζί τουλίπες του καπνού.
Είμαι ο δίχως ελπίδα εκείνος, είμαι.
μια λέξη είμαι χωρίς ήχο,
αυτός που όλα τα 'χει χάσει και που όλα τα κατέχει.
Κι εσύ είσαι ο στερνός μου κάβος,
όπου στενάζει μέσα του ο στερνός μου φόβος.
Στην έρημή μου γη είσαι το ρόδο το στερνό.
Αχ, σιγαλινή μου εσύ!
Έλα! κλείσε τα τρίσβαθά σου μάτια. Πεταρίζει η νύχτα εκεί.
Έλα! ξέντυσε το περίτρομο άγαλμα του κορμιού σου.
Έχεις τρίσβαθα μάτια και πεταρίζει η νύχτα εκεί.
Ολόδροσα έχεις άνθινα χέρια και αγκαλιά από τριαντάφυλλα.
Σα στήθη σου μοιάζουν με κατάλευκα όστρακα.
Ήρθε στην κοιλιά σου κι αποκοιμήθηκε ο ήσκιος
μιας πεταλούδας.
Αχ, σιγαλινή μου εσύ!
Και να η μοναξιά εδώ, που λείπεις εσύ.
Βρέχει. Και ο μπάτης έχει στρώσει στο κυνήγι
τους αδέσποτους γλάρους.
Σο νερό πλατσουρίζει ξυπόλυτο στις λάσπες του δρόμου.
Κι εκεινού εκεί του δέντρου βογκούν
σα να 'ν' ανήμπορα, τα φύλλα.
Μέλισσα μυριόλευκή μου εσύ και απόμακρη,
ζουζουνίζεις ακόμα
γύρω στην ψυχή μου. Ζουζουνίζεις.
Ξαναγεννιέσαι με των χρόνων τα γυρίσματα,
περίκομψη και σιγαλινή.
Αχ, σιγαλινή μου εσύ!


(9)

Απ' το ρετσίνι κι από τ' ατέλειωτα φιλιά,
είμαι - κατακαλόκαιρο - και κουμαντέρνω
τη βαρκούλα των ρόδων
και τήνε πάω εκεί όπου το γάρμπος χάνεται της μέρας,
και στη φερέγγυα παραφορά των νερών την ασφαλίζω.
Πελιδνός και δεσμώτης στα λαίμαργα κύματά μου
σκίζω πέρα δώθε τα μπρούσκα χνώτα
του αναπεπταμένου στερεώματος,
φορώντας ακόμα τη φόρμα μου, ντυμένος πικρούς αντίλαλους,
κι έχοντας το κεφάλι τυλιγμένο με κάτι κουρέλια της αφρής.
Πάω, στα πάθη μου μέσα στητός,
καβάλα στη ράχη του μονάκριβου μου κύματος,
φεγγαρίσιος, ηλιοτραφής, πυρίκαυστος και μπουζιασμένος εγώ,
κι αποκοιμιέμαι τον νήδυμο
στο φαράγγι με τα φιλντισένια νησιά
των μακάρων, που είναι γλυκά σα φρέσκα πρωινά καπούλια.
Στη νύχτα μέσα την υγρή
τρεμουλιάζει το ρούχο μου ραμμένο με τα ρίγη
των φιλιών και φορτισμένο ξέφρενα με ηλεκτρικές εκκενώσεις,
με ηρωικά δε εξάμετρα διαμερισμένο σε ενύπνια
και σε μεθυστικά τριαντάφυλλα που ανοίγουν μέσα μου.
Όρτσα στα νερά,
όπου με χτυπούνε κύματα θεόψηλα, πλευρικά,
κι εγώ βαστώ
το παράλληλο σώμα σου στα στιβαρά μου μπράτσα
σαν ψαράκι που όλο το πιάνω και το ξαναπιάνω
στην απόχη της ψυχής μου
(τη μια γοργό την άλλη αργό)
σε τούτον κάτω εδώ τον υποσέληνο κόσμο.


(10)

Το χάσαμε κι αυτό το ηλιοβασίλεμα.
Κανείς δεν μας είδε εμάς χεράκι, χεράκι το βράδυ εκείνο
όπου έπεφτε η γαλάζια η νύχτα και εσκέπαζε τον κόσμο.
Απ' το παράθυρο μου είδα μόνος εγώ
τη φιέστα του ηλιογέρματος ψηλά στ χάη.
Και πότε, πότε σαν πυρακτωμένο κέρμα
κράταγα ένα κομματάκι ήλιο στην παλάμη μου.
Και σε συλλογιζόμουν με τη καρδιά σφιγμένη
από κείνο εκεί το σφίξιμο που ξέρεις πως με κυβερνάει.
Λέγε μου, που ήσουνα?
Με τι κόσμο?
Και τι τους έλεγες?
Και γιατί ακαριαία με κυριεύει ακέριος ο έρωτας εμένα
μόλις νιώσω μοναχός, με σένανε μακριά μου?
Μου 'φυγε το βιβλίο που πάντα ανοίγω το βραδάκι
και σα λαβωμένο κουτάβι γλίστρησε
κι έπεσε στα πόδια μου το παλτό.
Μα όλο φεύγεις εσύ, φεύγεις τα βράδια
με το δειλινό παρέα που πιλαλάει και αφανίζει τ' αγάλματα.


(11)

Οιονεί εκτός στερεώματος, ανάμεσα σε δυο βουνά,
πάει και ρίχνει άγκυρα το μισοφέγγαρο.
Η σβούρα, η γυρίστρω η νύχτα, των ματιών η νεκροθάφτισσα.
Μέτρα μόνο πόσα αστέρια έχουνε γίνει θρύψαλα
μες στα λασπόνερα!
Και μένανε μ' ένα σταυρό
με σημαδεύει η νύχτα στο μεσόφρυδο
κι ανοίγει τα φτερά της και φεύγει.
Κι εκεί έχει φαναρτζίδικο
όπου δουλεύουν τα γαλάζια μέταλλα.
και νύχτες με παλέματα που αποσιωπούνται
και την καρδιά μου
που φέρνει βόλτες ολοένα σαν τσέρκι βουρλισμένο.
Κι ένα κορίτσι που ήρθε από πολύ μακριά,
που το φέρανε από πολύ μακριά,
και που κάθε τόσο φωσφορίζει η ματιά του
κάτω απ' τον τρούλο του ουρανού.
Σο σφύριγμα των αέρηδων, η μπόρα, το κακό, οι άνεμοι
Μαίνονται και ξεσπούν στην καρδιά μου ακατάπαυτα.
Ο δε άνεμος, που έρχεται από τα μνήματα,
αναρπάζει, συντρίβει
και διασκορπίζει παντού τη ρίζα σου και τα όνειρά της.
Ξεριζώνει τα μεγάλα δέντρα και τα πετάει στην άλλη άκρη.
Όμως εσύ στέκεσαι εκεί,
κορίτσι μου αίθριο και ασυννέφιαστο,
ατμών σιντριβάνι, στάχυ μοναχό.
Αλώνι όπου εισέβαλε ο άνεμος
και σου 'δινε μετά σχήμα με φυλλώματα αναμμένα.
Πίσω απ' τους δυο λόφους της νύχτας,
άσπρε φλεγόμενε κρίνε μου,
φευ, δεν μπορώ να ειπώ τίποτα! έχουνε πλάσει
με όλα τα στοιχεία του κόσμου!
Καταδίκη μου εσύ,
που μου σκίζεις με στιλετιές τα στήθη,
ήρθε η ώρα να πάρω δρόμο άλλον
και να πάω εκεί όπου δεν ανθίζουν τα χαμόγελα σου.
Μπόρα μου εσύ δυνατή,
που ήρθες και παράχωσες στη γη τις καμπάνες,
κούφιε ανεμοστρόβιλε των μαρτυρίων μου,
γιατί εγώ να σεκλετίζομαι τώρα,
γιατί εγώ να πικραίνομαι;. . .
Ε, ήρθε η ώρα να πάρω το δρόμο
που σε βγάζει εκεί όπου δεν υπάρχει τίποτα,
εκεί όπου δεν είναι πρόσκομμα
ούτε ο φόβος, ούτε ο θάνατος, ούτε ο χειμώνας,
και να 'χω συνοδεία μου τα μάτια σου
τ' ανοιχτά και άγρυπνα
μες στης πρωινής δροσιάς τα μονοπάτια.


(12)

Για τη καρδιά μου αρκεί το στήθος σου,
για την ελευθερία σου αρκούν τα φτερά μου.
Απ' το δικό σου στόμα φτάνουν ως τον ουρανό
όσα κοιμούνταν στην ψυχή σου μέσα.
Μέσα σου στέκει το ξεγέλασμα της κάθε μέρας
Έρχεσαι σαν τη δροσιά πάνω στα στόματα των λουλουδιών.
Στέλνει στα καταχθόνια τους ορίζοντες η απουσία σου.
Στους αιώνες των αιώνων αλαργεύοντας
σαν της θάλασσας τα κύματα.
Και είπα τότε πως τραγούδαγες στον άνεμο
ωσάν τα πεύκα και ωσάν τα κατάρτια των πλοίων.
Σαν πεύκο είσαι εσύ και σαν κατάρτι πανύψηλη και αμίλητη.
Και ξαφνικά μελαγχολείς, σαν επιβάτης σε μπάρκο.
Φιλόξενη, ανοιχτόκαρδη σα δρόμος παλιός.
Σε κατοικούν φωνές και αντίλαλοι της νοσταλγίας.
Ξυπνάω εγώ, και τότε, κάπου, κάπου, αποδημούνε
τα πουλιά που κοιμούνταν στην ψυχή σου μέσα.


(13)

Με μικρά χι τσεκάριζα πυρπολημένους τόπους
στον γαλατένιο άτλαντα του κορμιού σου επάνω.
Ήταν αράχνη το στόμα μου που έστηνε τον ιστό της χιαστί.
Μέσα σου, επάνω στην πλάτη σου, διψαλέο, περίτρομο.
Σου έλεγα παραμύθια και θρύλους στις όχθες του εσπερινού,
κουκλί μου λυπημένο και γλυκό,
για να σου τήνε πάρω έτσι τη λύπη.
Για 'ναν κύκνο, για 'να δέντρο, για κατιτί αλαργινό κι αλέγρο.
Για την ώρα των σταφυλιών, για τον καιρό της ώριμης οπώρας.
Ζούσα αραγμένος σε λιμάνι ώσπου σ' αγάπησα,
και τη μοναξιά μου την τραβέρσωναν τα όνειρα και η σιωπή.
Δεσμώτης ήμουν ανάμεσα σε θάλασσα και θλίψη.
Βουβός, αλλοπαρμένος,
ανάμεσα σε ασάλευτους βαρκάρηδες του πόρτου.
Από τα χείλια ως τη φωνή κάτι όλο χάνεται.
Κάτι φτεροκοπάει, του τρόμου κάτι και της λησμονιάς.
Έτσι, να, σαν δίχτυα που δεν δύνονται να κρατήσουν το νερό,
μαμούνι μου εσύ, παρά σταγόνες κάποιες μόνο
στους βρόχους τους τρεμουλιαστές.
Κι ωστόσο, πάντα κάτι τραγουδάει
σ' αυτά εδώ τα έπεα πτερόεντα.
Κατιτίς τραγουδάει,
κατιτίς αναθρώσκει ως το άπληστο στόμα μου.
Να ήτανε λέει να σου ψάλλουνε μεγαλυνάρια
μ' όλα τα λόγια της χαράς.
Διθυράμβους ν' ακούσεις, να σ' ανάψουνε και να πετάξεις
σαν καμπαναριό στα χέρια ενός θεότρελου.
Σρυφερή μου εσύ, λυπημένη - τι τρέχει, ξαφνικά? Σι έγινε?
Καλά, καλά δεν πρόλαβα
στην κορφή του ωραίου όρους ν' ανέβω
κι η καρδιά μου έκλεισε σα νυχτολούλουδο.


(14)

Όλο παίζεις, εσύ, κάθε μέρα, εσύ,
με το φως του σύμπαντος κόσμου.
Επισκέπτρια συλφίδα των νερών και των κήπων.
Δεν είσαι δε μόνο εκείνη η χρυσή κεφαλή
όπου σαν ανθοδέσμη σφιχτά την κρατάω εγώ
μες στα δυο μου τα χέρια.
Κανενός αλλουνού δεν μοιάζεις εσύ
από τότε που εγώ σε αγάπησα.
Άσε να σε ξαπλώσω σ' ένα στρώμα
από μάηδες κίτρινους κι αγαπανθούς.
Ποιος είν' εκείνος εκεί που γράφει τ' όνομά σου
με ψηφία καπνού στ' αστέρια του Νότου?
Εγώ είμ' εκείνος εκεί που γράφει τ' όνομά σου
με ψηφία καπνού στ' αστέρια το Νότου!
Άσε με. . . άσε με να σε αναπολήσω όπως ήσουν
προτού ν' ανασπασθείς και βγεις στην ύπαρξη.
Κι ευθύς, δες, αλαλάζει ο άνεμος
και δέρνει τα κλειστά μου παράθυρα.
Ο ουρανός είναι μι' απόχη φίσκα ως απάνου
με ψάρια μαύρα, ανήλιαγα.
Κι εδώ, εδωνά, κοπάζουν όλοι οι άνεμοι, όλοι τους εδωνά.
Και τότε η βροχή εγυμνώθη.
Πουλιά πετάνε πετούμενα.
Οι άνεμοι. Οι άνεμοι.
Μόνος μου εγώ και αναμετριέμαι με των άλλων τη δύναμη.
Ο ανεμοστρόβιλος σέρνει μαζί του
και μουρλαίνει τα μπακιρένια φύλλα
και ξελύνει τ' άραγμένα στ' ουρανού το μώλο.
Εσύ είσαι εδώ. Εσύ δε φεύγεις, δεν πετάς.
Κι εσύ ως το τέλος θα είσαι και θα μου απαντάς
στους βόγγους και τα μουγκρητά μου.
Επάνω μου να 'ρθεις να κουλουριαστείς
σα να σ' έχουνε σκιάξει.
Κάπου κάπου αδέσποτοι ξεπόρτιζαν απ' τα μάτια σου ήσκιοι,
ξένοι, παράδοξοι.
Και τώρα, τωραδά, εδώ,
μανούσια μου φέρνεις και δυοσμαρίνια, μωρό μου,
γι' αυτό κι έτσι ευωδιάζουν τα στήθη σου.
Σην ώρα όπου ο άνεμος μελαγχολικός καλπάζει
σφαγιάζοντας πεταλούδες
εγώ σ' αγαπάω,
κι η έξαρση μου δαγκώνει βαθιά
τα δαμάσκηνα του στόματός σου.
Πόσο έχεις στ' αλήθεια πονέσει,
ώσπου να 'βρεις τα χούγια μου,
ώσπου να βρεις την ψυχή μου τη μονάτη κι ανήμερη
και τ' όνομά μου που όλους τους κάνει και τρέμουν . . .
Πόσες και πόσες φορές δεν είδαμε το φως του αυγερινού
να μας φιλάει τα μάτια
και πάνω απ' τα κεφάλια μας το χάραμα κυκλοδίωκτο
ν' ανοίγει ωσάν ριπίδιο.
Σα λόγια μου σε μούσκεψαν θωπεύοντάς σε.
Καιρός πάει πολύς που αγάπησα
το ηλιόλουστο σώμα σου, το μαργαριταρένιο.
Και πιστεύω έτσι πως εγώ είμαι ο κύριος
του σύμπαντος όλου.
Θα σου φέρω απ' τα βουνά λουλούδια εξαίσια,
κλέλιες, ζουμπούλια
και βελανίδια γεράνια, κι ένα κοφίνι φιλιά.
Θέλω να κάνω μαζί σου
αυτό που κάνει κι η άνοιξη στις κερασιές.



(15)

Μ' αρέσει άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν απουσία
κι ενώ μεν απ' τα πέρατα με ακούς,
η φωνή μου εμένα δε σε φτάνει.
Μου φαίνεται ακόμα ότι τα μάτια μου σε σκεπάζουν πετώντας
κι ότι ένα φιλί, μου φαίνεται,
στα χείλη σου τη σφραγίδα του βάνει.
Κι όπως τα πράγματα όλα ποτισμένα είναι από την ψυχή μου,
έτσι αναδύεσαι κι εσύ μες απ' τα πράγματα,
ποτισμένη απ' τη δική μου ψυχή.
Σου ονείρου πεταλούδα, της ψυχής μου εσύ της μοιάζεις έτσι,
σαν όπως μοιάζεις και στη λέξη μελαγχολία, καθώς ηχεί.
Μ' αρέσεις άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν ξενιτιά.
Κι άμα κλαις μου αρέσεις,
απ' την κούνια σου πεταλούδα μικρή μου εσύ.
Κι ενώ μεν απ' τα πέρατα με ακούς,
η φωνή μου εμένα δεν μπορεί να σ' αγγίξει:
Άσε με τώρα να βυθιστώ κι εγώ σωπαίνοντας
μες στη δική σου σιωπή.
Άσε με τώρα να σου μιλήσω κι εγώ με τη σιωπή
τη δικιά σου
που είναι απέριττη σα δαχτυλίδι αρραβώνων
και που λάμπει σαν αστραπή.
Είσαι όμοια η νύχτα, αγάπη μου,
η νύχτα που κατηφορίζει έναστρη.
Απόμακρη και τόση δα κι απ' αστέρια φτιαγμένη
είναι η δικιά σου σιωπή.
Μ' αρέσεις άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν απουσία.
Μακρινή κι απαρηγόρητη, σα να σε σκέπασε χώμα.
Μια λέξη μόνο αν πεις, ένα χαμόγελο - μου αρκεί
για να πανηγυρίσω που είσαι εδώ κοντά μου ακόμα.



(16)

Στον βραδιάτικο ουρανό μου επάνω είσαι σαν σύννεφο,
το δε χρώμα σου και το σχήμα είναι
όπως ακριβώς μου αρέσουν.
Είσαι δικιά μου, είσαι δικιά μου,
γυναίκα με τα γλυκά χείλια,
και στη ζωή σου μέσα ζουν τα ασύνορα όνειρά μου.
Ο λύχνος της ψυχής μου σου γλυκοροδίζει τα πόδια,
το στυφό μου κρασί γλυκαίνει στα χείλη σου,
ω η μακελάρισσα εσύ
που πριονίζεις το τραγούδι μου τα βράδια,
ω πόσο σε νιώθουνε δικιά μου τα μοναχικά μου όνειρα!
Είσαι δικιά μου, είσαι δικιά μου,
το φωνάζω στο μπάτη του βραδιού
και τ' αεράκι παίρνει μετά τη φωνή μου
και τη σκορπάει τριγύρω.
Κυνηγέτις εσύ που σαϊτεύεις λαγούς
στα βάθη των ματιών μου,
των ματιών μου που λιμνάζουν σα βρόχινο νερό
μες στο νυχτερινό σου βλέμμα.
Σ' έπιασα αιχμάλωτη στα δίχτυα της μουσικής μου,
αγάπη μου,
και τα δίχτυα αυτά της μουσικής είναι ψηλά, επάνω,
στον ουρανό.
Γεννιέται η ψυχή μου κι ανασταίνεται
στις όχθες των μαύρων ματιών σου
τα δε μαύρα μάτια σου είναι φυλάκιο
στη μεθόριο της χώρας των ονείρων.


(17)

Να συλλογιέμαι εγώ και ήσκιους να καταπίνω
μέσα στην άπατη μοναξιά.
Μα εσύ να είσαι μακριά κάπου,
κι απ' ότι ζωντανό πιο πέρα ακόμα.
Να συλλογιέμαι, να λευτερώνω πουλιά, να εκπορεύω εικόνες,
να καταχωνιάζω φανούς και λαμπάδες στα έγκατα.
Καμπαναριό μου με τη καταχνιά και τις αντάρες,
εκειδά πέρα, εκειδά πέρα, αλάργα!
Να φορτώνω εγώ δίφρους με θρηνωδίες,
ν' αλέθω εδώ ελπίδες σκυθρωπές,
ο αμίλητος εγώ μυλωνάς,
και σένα να σε κουκουλώνει η νύχτα,
έξω μακριά απ' τη πόλη.
Η παρουσία σου είν' απόμακρη, αλλόκοτη για μένα,
σαν και τι!. . .
Αναλογίζομαι πως ήταν η ζωή μου προτού να 'ρθεις εσύ.
Η ζωή μου προ πάσης ελεύσεως, η στυφή η ζωή μου.
Σο σκούξιμο εκείνο εκεί καταντικρύ στη θάλασσα,
ανάμεσα στα βράχια,
να πιλαλάει ελεύθερο, λωλό, ίσα με την ούγια της θάλασσας.
Η μάνητα του παράπονου, το σκούξιμο εκείνο εκεί,
η μοναξιά της θάλασσας.
Να ξεμπουκάρουνε ώσπερ βιαίας πνοής
και ν' ανέρχονται στους ουρανούς.
Γυναίκα, εσύ, που ήσουν εδώ,
σαν τις χάσες και σαν τι καλαμόξυλο
να ήσουνα από τούτην εδώ τη πελώρια βεντάλια?
Μακριά ήσουνα και τότε όπως και τούτην εδώ την ώρα.
Στο δάσος πυρκαγιά! Και καίει
με μικρά του σταυρού σχήματα γαλάζια!
Καίει και καίει και κατελεί ανάσβολα δέντρα!
Σα ρίχνει κάτω και τριζοβολάει ο τόπος!
Πυρκαγιά!. . . Πυρκαγιά! . . .
Και η ψυχή μου, καψαλισμένη αυλήτριδα,
πάνω στις σχίζες και στα πελεκούδια τ' αναμμένα χορεύει!
Ποιος σκούζει εδώ? Ποια σιωπή
κατοικημένη από φωνές και αντίλαλους?
Ώρα της νοσταλγίας, ώρα της ευφροσύνης, ώρα της μοναξιάς,
ώρα δικιά μου ανάμεσα σ' όλες τις άλλες ώρες!
Αχιβάδα, απ' όπου μέσα κει διαβαίνει τραγουδώντας ο άνεμος!
Πάθος μέγα της ελεγείας, όλο λυγμούς,
ξεγυμνωμένο στο κορμί μου απάνω!
Εσύ να σείεσαι απ' τις ρίζες σου όλες
και να χιμάω εγώ απ' τις χαίτες των κυμάτων μου όλων!
Σσέρκι πανηγυριώτικο και λυπημένο κι ασταμάτητο
η ψυχή μου και κύλαγε. . .
Nα συλλογιέμαι τώρα εγώ και να καταχωνιάζω
φανούς και λαμπάδες στην άπατη μέσα τη μοναξιά.
Ποια είσαι 'συ? Σις ει?


( 18 )

Εδώ σε αγαπάω.
Στα σκοτεινόχρωμα πεύκα χτενίζει τα μαλλιά του ο άνεμος.
Φωσφορίζει η σελήνη πάνω στ' αλήτικα νερά της θάλασσας.
Περνάνε μέρες, μέρες απαράλλαχτες,
αποπέμποντας η μια την άλλη.
Σα τούλια της ομίχλης σκίζονται
σε φιγούρες λεπτές ορχουμένων.
Ασημόχρυσος γλάρος πετιέται
μες απ' το δίσκο του ήλιου που βασιλεύει.
Εδώ κι εκεί ένα άλμπουρο. Και πάνω, στα ύψη, αστέρια.
Ω εκείνο εκεί το μαύρο σταυρωτό τουρκέτο της βαρκούλας!
Κατάμονο.
Πετιέμαι κάπου - κάπου από το λήθαργο
κι είμαι μούσκεμα ως το μεδούλι.
Βουίζει κι αντιβουίζει το πέλαγος.
Κι εδώ είν' το λιμάνι.
Εδώ σ' αγαπάω.
Εδώ σ' αγαπάω εγώ!
Δεν πα' να σε κρύβει όσο θέλει ο ορίζοντας - ματαιοπονεί!
Εσένα σ' αγαπάω εγώ. επιμένω.
ακόμα και μέσα στην ψύχρα των γύρω πραγμάτων.
Κάθε τόσο φεύγουν τα φιλιά μου
και πάνε μαζί με τα καράβια εκείνα,
τα ποντοπόρα, και φτάνουν πέρ' απ' το τέρμα, στα εκείθε.
Κάθομαι εδώ παρατημένος σαν τις γέρικες άγκυρες.
Μαραζώνουν οι μόλοι βαρύτερα
μόλις έρχεται να δέσει εκεί το βράδυ.
Χαραμίζεται η ζωή μου μέσα στην πείνα
που με τρώει αδίκως.
Αγαπώ αυτό που δεν έχω. Είσαι μακριά εσύ, τόσο μακριά.
Ο καημός μου πιάνεται στα χέρια με τ' ανελέητα δειλινά.
Έρχεται όμως μετά η νύχτα και με καλοπιάνει με τραγούδια.
Και το φεγγάρι βάνει το γαϊτανάκι των ονείρων να γυρνάει.
Με κοιτάν με τα μάτια σου από πάνω
τα πιο μεγάλα αστέρια.
Κι εκεί που, αγάπη μου, σε αγαπώ,
τα πεύκα μες στον άνεμο
λαχταράνε να τραγουδήσουν τ' όνομά σου
με τις πευκοβελόνες τους.



(19)

Κορίτσι μου σαρακηνό και σβέλτο,
ο ήλιος που δένει τους καρπούς,
που σφίγγει το στάρι μες στα στάχια,
που ακονίζει τον αθέρα του σίδερου,
έπλασε και το έκπαγλο κορμί σου και τα πάμφωτα μάτια σου,
έπλασε και το στόμα σου με το νερένιο χαμόγελο.
Σκοτεινός, νυχτερινός ο ήλιος νανουρίζεται στους βοστρύχους
της αράπικης χαίτης σου, όταν ανοίγεις εσύ την αγκάλη σου.
Παίζεις με τον ήλιο σα να είναι ρυάκι που κυλάει
κι εκείνος σου αφήνει στα μάτια σου δυο σκούρους νερόλακκους.
Κορίτσι μου σαρακηνό και σβέλτο,
τίποτα εδώ δεν με οδηγεί κοντά σου.
Σα πάντα σου με διώχνουνε μακριά, σαν σε καταμεσήμερο.
Είσαι η αλλοπαρμένη νιότη της μέλισσας.
η μέθη των κυμάτων, η ρώμη του καρπισμένου σταχιού.
Η έρημη καρδιά μου σ' αναζητάει, χωρίς βαρκούλα και πανί.
το αγαπάω εγώ το έκπαγλο σώμα σου,
τη γλυκιά, την απαλή φωνή σου.
Σαρακηνή μου πεταλούδα εσύ, θωπευτική και άτρεπτη
σαν τα γεννήματα και σαν τον ήλιο, σαν παπαρούνα και σα νερό.


(20)

Απόψε μου πάει να γράψω τα πιο πικρά στιχάκια.
Να γράψω, ας πούμε: «έχει μι' αστροφεγγιά απόψε
και τα μενεξεδιά αστεράκια λαμπυρίζουνε στα χάη».
Σης νύχτας ο άνεμος διαβαίνει στους ουρανούς και τραγουδάει.
Απόψε μου πάει να γράψω τα πιο πικρά στιχάκια.
Σην αγαπούσα εγώ, και κάπου κάπου μ' αγάπαγε κι εκείνη.
Χιλιάδες βράδια, όπως και τώρα, την έσφιγγα στην αγκαλιά μου.
Αμέτρητα φιλιά της έδινα κάτω απ' τον άσωτο ουρανό.
Μ' αγάπαγε κι εκείνη, και κάπου κάπου την αγάπαγα κι εγώ.
Πώς να μην τ' αγαπήσεις τα μεγάλα, τα ήμερα μάτια της.
Απόψε μου πάει να γράψω τα πιο πικρά στιχάκια.
Θα σκέφτομαι πως δεν την έχω εγώ.
Θα νιώθω ότι την έχω χάσει.
Θ' ακούω την απέραντη νύχτα,
την πέντε φορές απέραντη χωρίς εκείνην.
Και τους στίχους να πέφτουν στην ψυχή μου
όπως πέφτει η δροσιά στο λιβάδι.
Σι έχει να κάνει που η δικιά μου αγάπη
εκείνηνε δεν την αγγίζει. . .
Έχει μι' αστροφεγγιά απόψε, μα εκείνη δεν είναι μαζί μου.
Αυτά λοιπόν. Πέρα, μακριά, άνθρωποι τραγουδάνε.
Μακριά, πέρα.
Πώς να χαρεί η ψυχή μου, αφού εκείνη χάθηκε. . .
Σην αναζητάει η ματιά μου, τη γυρεύει παντού.
Σην αναζητάει η καρδιά μου, μα εκείνη δεν είναι μαζί μου.
Απαράλλαχτη η νύχτα ασημώνει τ' απαράλλαχτα δέντρα.
Μα από τότε όμως εμείς ως τώρα έχουμε αλλάξει.
Σώρα πια δεν την αγαπάω, σίγουρα. . .
Πόσο όμως, Θε μου, την αγάπαγα τότε.
Πολέμαγε η φωνή μου να βρει τη ριπή του ανέμου
που θαν της άγγιζε το αφτί.
Με άλλον. Με κάποιον άλλον θα είναι.
Όπως και πριν τηνε πάρει το φιλί μου.
Η φωνή της, τ' αστραφτερό της σώμα.
Σ' ατέλειωτα μάτια της.
Σώρα πια δεν την αγαπάω, σίγουρα. . .
Μπορεί όμως και να την αγαπάω.
Βιάζεται ο έρωτας να λείψει κι αργεί να φύγει η λησμονιά.
Χιλιάδες βράδια αφού, όπως και τώρα,
την έσφιγγα στην αγκαλιά μου -
πώς να χαρεί η ψυχή μου, αφού εκείνη χάθηκε. . .
Μπορεί να 'ναι αυτός ο τελευταίος καημός
που μου ανάβει εκείνη,
κι αυτοί εδώ οι τελευταίοι στίχοι που γράφω για κείνην εγώ.

Πάμπλο Νερούδα
20 ποιήματα αγάπης
πηγή
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 13 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Δεσμώτης

Περιβόητο μέλος

Ο Δεσμώτης αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Είναι 45 ετών. Έχει γράψει 4,605 μηνύματα.
Ελένη Νανοπούλου, Ποιήματα



1

Πιο μέσα η νύχτα σημαίνει εκατομμύριου διακλαδώσεις σε καθρέφτες,
ξίφη και κλεψύδρες. Με απρόοπτο συμπληρώνεται,
σε προέκταση έχει ακροβασίες και γελαστά νερά.



2

Ποια ώρα θεραπεύει
των τυφλών το άδειο;
σαν πεταλούδας ζωή
μιας 'μέρας
ίσα που πρόλαβε το χνώτο

''πρόσεχα πάντα να θυμάμαι πως δολοφονούν τα μυστικά''

3
Καιρό πλέω μʼ ένα πλευρό
άσπρισαν και τα λόγια
πόσα νυχτέρια νʼ αντέξουν
κανένας θάνατος δεν πάει χαμένος

4
Γράφεις
βήματα
σʼ ολάκερους δρόμους
χύθηκε βροχή
λίγο βουβή
το ξέρεις
σε είδα
που έπεφτε απʼ το
σώμα σου
ένα ποίημα
σε είδα
σαν φώναξες χρώματα
εκκωφαντικά εγώ
ξεκόλλησα
από ατσάλι κραυγή
σε είδα
που πέταγες
γεμάτος στόματα


6

''Κανείς ίδιος
κανείς κύματα''

...Σαν να μπαίναμε στο όνειρο και στις γειτονιές των παιδιών
ύστερα σταθήκαμε απέναντι στα σύννεφα
στάχια λυγισμένα...


8

Άτιμα λόγια κι όχι καθωσπρέπει
δεν ήξεραν ηλικία μήτε μάτια
οξύθυμα σε σοφία και φήμη

σώπαινε επιδέξια το σημάδι του ανθρώπου
να σκέφτεται πως είναι αναιδής
όχι από συμφέρον αλλά από φύση
πως δεν γεννήθηκε σοφός

ʽʼεπιδέξιο ον να φυλάγεσαι
από χαρακτήρες και αυτοτελή αρετήʼʼ




9

Κράτησα τυχαία λέξεις εξείχαν σαν βροχή,
ακυβέρνητες χωρίς σχήμα μα απαραίτητα ωραίες.
Όπως στις φωτογραφίες που φανταζόμαστε ότι μιλούν.
Ζήσαμε τόσο την μελλοντική απουσία μας
σαν τους ανθρώπους που ψάχνουν θάλασσα με χρυσόψαρα,
μα φθάνουν πάντα την άμπωτη ώρα.
Κάτι βαρκούλες κρέμονται αιωρούνται κι αγναντεύουν.

πόσο το μέγεθος του ελάχιστου!





10

Κοιτάζω την ξένη μακρινή θάλασσα
κρύο
γεύση ρωγμή
σʼ άλλη πλαγιά κοιμάσαι
μόνο εσύ ρίξε έναν ήλιο στους ώμους
έρχεται χιόνι

αθόρυβα αναχωρώ
σαν να μην πέρασα ποτέ
σαν ξένη​
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 13 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

diotima

Διάσημο μέλος

Ο diotima αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Έχει γράψει 2,480 μηνύματα.
Ophelie

I
Sur l'onde calme et noire où dorment les étoiles
La blanche Ophélia flotte comme un grand lys,
Flotte très lentement, couchée en ses longs voiles...
- On entend dans les bois lointains des hallalis.
Voici plus de mille ans que la triste Ophélie
Passe, fantôme blanc, sur le long fleuve noir
Voici plus de mille ans que sa douce folie
Murmure sa romance à la brise du soir
Le vent baise ses seins et déploie en corolle
Ses grands voiles bercés mollement par les eaux ;
Les saules frissonnants pleurent sur son épaule,
Sur son grand front rêveur s'inclinent les roseaux.
Les nénuphars froissés soupirent autour d'elle ;
Elle éveille parfois, dans un aune qui dort,
Quelque nid, d'où s'échappe un petit frisson d'aile :
- Un chant mystérieux tombe des astres d'or
II
O pâle Ophélia ! belle comme la neige !
Oui tu mourus, enfant, par un fleuve emporté !
C'est que les vents tombant des grand monts de Norwège
T'avaient parlé tout bas de l'âpre liberté ;
C'est qu'un souffle, tordant ta grande chevelure,
À ton esprit rêveur portait d'étranges bruits,
Que ton coeur écoutait le chant de la Nature
Dans les plaintes de l'arbre et les soupirs des nuits ;
C'est que la voix des mers folles, immense râle,
Brisait ton sein d'enfant, trop humain et trop doux ;
C'est qu'un matin d'avril, un beau cavalier pâle,
Un pauvre fou, s'assit muet à tes genoux !
Ciel ! Amour ! Liberté ! Quel rêve, ô pauvre Folle !
Tu te fondais à lui comme une neige au feu :
Tes grandes visions étranglaient ta parole
- Et l'Infini terrible éffara ton oeil bleu !
III
- Et le Poète dit qu'aux rayons des étoiles
Tu viens chercher, la nuit, les fleurs que tu cueillis ;
Et qu'il a vu sur l'eau, couchée en ses longs voiles,
La blanche Ophélia flotter, comme un grand lys.
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 13 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Isiliel

Επιφανές μέλος

Η Φεγγάρω αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 52 ετών και μας γράφει απο Θεσσαλονίκη (Θεσσαλονίκη). Έχει γράψει 13,854 μηνύματα.
Ο Χαρταετός

Κι όμως ήμουν πλασμένη για χαρταετός.
Τα ύψη μου άρεσαν ακόμη και όταν
έμενα στο προσκέφαλο μου μπρούμυτα
τιμωρημένη ώρες και ώρες.​

Ένιωθα το δωμάτιο μου ανέβαινε
δεν ονειρευόμουν ανέβαινε
φοβόμουνα και μου άρεσε.
Ήταν εκείνο που έβλεπα πως να το πω
κάτι σαν την "ανάμνηση τον μέλλοντος"
όλο δέντρα που έφευγαν βουνά πού άλλαζαν όψη
χωράφια γεωμετρικά με δασάκια σγουρά
σαν εφηβαία φοβόμουνα και μου άρεσε
ν' αγγίζω μόλις τα καμπαναριά
να τους χαϊδεύω τις καμπάνες σαν όρχεις και να χάνομαι. . .
Άνθρωποι μ' ελαφρές ομπρέλες περνούσανε λοξά
και μου χαμογελουσανε·
κάποτε μου χτυπούσανε στο τζάμι: "δεσποινίς"
φοβόμουνα και μου άρεσε.
Ήταν οι "πάνω άνθρωποι" έτσι τους έλεγα
δεν ήταν σαν τους "κάτω"·
είχανε γενειάδες και πολλοί κρατούσανε στο χέρι μια γαρδένια"
μερικοί μισάνοιγαν την μπαλκονόπορτα
και μου 'βαζαν αλλόκοτους δίσκους στο πικ-άπ.
Ήταν θυμάμαι " Ή Άννέτα με τα σάνταλα"
" Ό Γκέυζερ της Σπιτσβέργης"
το "Φρούτο δεν εδαγκώσαμε Μάης δεν θα μας έρθει"
(ναι θυμάμαι και αλλά)
το ξαναλέω δεν ονειρευόμουν
αίφνης εκείνο το "Μισάνοιξε το ρούχο σου κι έχω πουλί
για σένα".
Μου το 'χε φέρει ο Ίππότης-ποδηλάτης
μια μέρα πού καθόμουνα κι έκανα πώς εδιάβαζα
το ποδήλατο του με άκρα προσοχή
το 'χε ακουμπήσει πλάι στο κρεβάτι μου·
υστέρα τράβηξε τον σπάγκο κι εγώ κολπώνομουν μες στον
αέρα
φέγγανε τα χρωματιστά μου εσώρουχα
κοίταζα πόσο διάφανοι γίνονται κείνοι πού αγαπούνε
τροπικά φρούτα και μαντίλια μακρινής ηπείρου·
φοβόμουνα και μου άρεσε
το δωμάτιο μου ανέβαινε
ή εγώ δεν το κατάλαβα ποτέ μου.
Είμαι από πορσελάνη καί μαγνόλια​

το χέρι μου κατάγεται από τους πανάρχαιους Ίνκας
ξεγλιστράω ανάμεσα στις πόρτες όπως
ένας απειροελάχιστος σεισμός
που τον νιώθουν μονάχα οι σκύλοι καί τα νήπια·
δεοντολογικά θα πρέπει να είμαι τέρας
και όμως η εναντίωση
αείποτε μ' έθρεψε και αυτό εναπόκειται
σ' εκείνους με το μυτερό καπέλο
που συνομιλούν κρυφά με τη μητέρα μου
τις νύχτες να το κρίνουν.
Κάποτε
η φωνή της σάλπιγγας από τους μακρινούς στρατώνες
με ξετύλιγε σαν σερπαντίνα και όλοι γύρω μου
χειροκροτούσαν απίστευτων χρόνων θραύσματα
μετέωρα όλα.
Στο λουτρό από δίπλα οι βρύσες ανοιχτές
μπρούμυτα στο προσκέφαλο μου
θωρούσα τις πηγές με το άσπιλο λευκό πού με πιτσίλιζαν·
τι ωραία Θεέ μου τι ωραία
χάμου στο χώμα ποδοπατημένη
να κρατάω ακόμη μες στα μάτια μου
ένα τέτοιο μακρινό του παρελθόντος πένθος.


Κι από την ανάποδη φοριέται η φαντασία
και σ' όλα τα μεγέθη της.


~Οδ. Ελύτης
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 13 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

grotesque_mask

Πολύ δραστήριο μέλος

Η in bianco e nero αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Επαγγέλεται Φοιτητής/τρια και μας γράφει απο Ηνωμένο Βασίλειο (Ευρώπη). Έχει γράψει 1,193 μηνύματα.
The Man Who Tortures Himself


To J. G. F.


I shall strike you without anger
And without hate, like a butcher,
As Moses struck the rock!
And from your eyelids I shall make


The waters of suffering gush forth
To inundate my Sahara.
My desire swollen with hope
Will float upon your salty tears


Like a vessel which puts to sea,
And in my heart that they'll make drunk
Your beloved sobs will resound
Like a drum beating the charge!


Am I not a discord
In the heavenly symphony,
Thanks to voracious Irony
Who shakes me and who bites me?


She's in my voice, the termagant!
All my blood is her black poison!
I am the sinister mirror
In which the vixen looks.


I am the wound and the dagger!
I am the blow and the cheek!
I am the members and the wheel,
Victim and executioner!

I'm the vampire of my own heart
— One of those utter derelicts
Condemned to eternal laughter,
But who can no longer smile!
Charles Baudelaire,Flowers Of Evil

(ελληνική μετάφραση: Ο Αυτοτιμωρούμενος)
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 13 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

diotima

Διάσημο μέλος

Ο diotima αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Έχει γράψει 2,480 μηνύματα.
Εμβατήριο πένθιμο και κατακόρυφο

Στο ταβάνι βλέπω τους γύψους.
Μαίανδροι στο χορό τους με τραβάνε.
Η ευτυχία μου, σκέπτομαι, θα 'ναι
ζήτημα ύψους.
Σύμβολα ζωής υπερτέρας,
ρόδα αναλλοίωτα, μετουσιωμένα,
λευκές άκανθες ολόγυρα σ' ένα
Αμάλθειο κέρας.
(Ταπεινή τέχνη χωρίς ύφος,
πόσο αργά δέχομαι το δίδαγμα σου!)
Όνειρο ανάγλυφο, θα 'ρθω κοντά σου
κατακορύφως.
Οι ορίζοντες θα μ' έχουν πνίξει.
Σ' όλα τα κλίματα, σ' όλα τα πλάτη,
αγώνες για το ψωμί και το αλάτι,
έρωτες, πλήξη.
Α! πρέπει τώρα να φορέσω
τ' ωραίο εκείνο γύψινο στεφάνι.
Έτσι, με πλαίσιο γύρω το ταβάνι,
πολύ θ' αρέσω.

Κώστας Καρυωτάκης
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 13 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

grotesque_mask

Πολύ δραστήριο μέλος

Η in bianco e nero αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Επαγγέλεται Φοιτητής/τρια και μας γράφει απο Ηνωμένο Βασίλειο (Ευρώπη). Έχει γράψει 1,193 μηνύματα.
Ηθοποιός σημαίνει φως.
Είναι καημός πολύ πικρός
και στεναγμός πολύ μικρός.

Μίλησε,κλαίς;
Όχι δε λες.
Μήπως πεινάς;
Και τι να φάς!
Όλο γυρνάς,πες μου πού πας;

Σ' αναζητώ στο χώρο αυτό,
γιατί είμ' εγώ πολύ μικρός
και θλιβερός ηθοποιός.
Θα παίξεις μια, θα παίξω δυο.
Θα κλάψεις μια, θα κλάψω δυο.

Σαν καλαμιά θα σ'αρνηθώ,
θα σκεπαστώ, θα τυλιχτώ
μ' άσπρο πανί κι ένα πουλί,
άσπρο πουλί που θα καλεί τ' άλλο πουλί,
το μαύρο πουλί.

Παρηγοριά στη λυγαριά, υπομονή!
Αχ πώς πονεί!
Κι ύστερα λες για δυο τρελλές
που μ' αγαπούν γιατί σιωπούν,
γιατί σιωπούν......

Έλα στο φως, παίζω θα δεις.
Είμαι σοφός μην απορείς,
έλα στο φως, παίζω θα δεις.

Ηθοποιός, ό,τι κι αν πείς
είναι καημός πολύ πικρός
και στεναγμός πολύ βαθύς.

Ηθοποιός, είτε μωρός, είτε σοφός
είμαι κι εγώ, καθώς κι εσύ είσαι παιδί,
που καρτερεί κάτι να δεί.
Πιες το κρασί, στάλα χρυσή
απ' τη ψυχή, ως την ψυχή.

Μάνος Χατζιδάκις.
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 13 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

diotima

Διάσημο μέλος

Ο diotima αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Έχει γράψει 2,480 μηνύματα.
She walks in beauty like the night

She walks in beauty, like the night
Of cloudless climes and starry skies;
And all that's best of dark and bright
Meet in her aspect and her eyes:
Thus mellowed to that tender light
Which heaven to gaudy day denies.

One shade the more, one ray the less,
Had half impaired the nameless grace
Which waves in every raven tress,
Or softly lightens o'er her face;
Where thoughts serenely sweet express
How pure, how dear their dwelling place.

And on that cheek, and o'er that brow,
So soft, so calm, yet eloquent,
The smiles that win, the tints that glow,
But tell of days in goodness spent,
A mind at peace with all below,
A heart whose love is innocent!

~ Lord Byron ~
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 13 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Δεσμώτης

Περιβόητο μέλος

Ο Δεσμώτης αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Είναι 45 ετών. Έχει γράψει 4,605 μηνύματα.
Καμπάνα "Τσοπλέα" , του Νότη Γέροντα


Δεν είμαι τίποτα κύριε, τίποτα
Είμαι ένα κορίτσι από το Πρόντεαλ
Που το λένε Λουτσίκα
Λουτσίκα κι άλλο τίποτα
Μια Λουτσίκα που διαβάζει ποιήματα
Όπως η γιαγιά της κεντούσε μαξιλάρια
( Ωραίο θα 'ταν ένα μαξιλάρι
Κεντημένο με ποιήματα)

Όχι, κύριε, σας το ξαναλέω
Δεν είμαι τίποτα, αλήθεια τίποτα
Είμαι μόνο η Λουτσίκα
Η Λουτσίκα απ' το Πρόντεαλ
που τριγύριζε με το κεφάλι γεμάτο όνειρα
και κανένα απ' αυτά δεν κατάφερε
να το κάνει ποίημα.
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 13 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

grotesque_mask

Πολύ δραστήριο μέλος

Η in bianco e nero αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Επαγγέλεται Φοιτητής/τρια και μας γράφει απο Ηνωμένο Βασίλειο (Ευρώπη). Έχει γράψει 1,193 μηνύματα.

Tears,Idle Tears...

Tears, idle tears, I know not what they mean,
Tears from the depth of some divine despair
Rise in the heart, and gather to the eyes,
In looking on the happy Autumn-fields,
And thinking of the days that are no more.

Fresh as the first beam glittering on a sail,
That brings our friends up from the underworld,
Sad as the last which reddens over one
That sinks with all we love below the verge;
So sad, so fresh, the days that are no more.

Ah, sad and strange as in dark summer dawns
The earliest pipe of half-awakened birds
To dying ears, when unto dying eyes
The casement slowly grows a glimmering square;
So sad, so strange, the days that are no more.

Dear as remembered kisses after death,
And sweet as those by hopeless fancy feigned
On lips that are for others; deep as love,
Deep as first love, and wild with all regret;
O Death in Life, the days that are no more.
-Lord Alfred Tennyson
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 13 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

grotesque_mask

Πολύ δραστήριο μέλος

Η in bianco e nero αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Επαγγέλεται Φοιτητής/τρια και μας γράφει απο Ηνωμένο Βασίλειο (Ευρώπη). Έχει γράψει 1,193 μηνύματα.
Η μοναξιά

Η μοναξιά…
δεν έχει το θλιμένο χρώμα στα μάτια
της συννεφένιας γκόμενας.
Δεν περιφέρεται νωχελικά κι αόριστα
κουνώντας τα γοφιά της στις αίθουσες συναυλιών
και στα παγωμένα μουσεία.
Δεν είναι κίτρινα κάδρα παλαιών «καλών» καιρών
και ναφθαλίνη στα μπαούλα της γιαγιάς
μενεξελιές κορδέλες και ψάθινα πλατύγυρα.
Δεν ανοίγει τα πόδια της με πνιχτά γελάκια
βοϊδίσο βλέμα κοφτούς αναστεναγμούς
κι ασορτί εσώρουχα.
Η μοναξιά.
Έχει το χρώμα των Πακιστανών η μοναξιά
και μετριέται πιάτο-πιάτο
μαζί με τα κομμάτια τους
στον πάτο του φωταγωγού.
Στέκεται υπομονετικά όρθια στην ουρά
Μπουρνάζι – Αγ. Βαρβάρα – Κοκκινιά
Τούμπα – Σταυρούπολη – Καλαμαριά
Κάτω από όλους τους καιρούς
με ιδρωμένο κεφάλι.
Εκσπερματώνει ουρλιάζοντας κατεβάζει μʼ αλυσίδες τα τζάμια
κάνει κατάληψη στα μέσα παραγωγής
βάζει μπουρλότο στην ιδιοχτησία
είναι επισκεπτήριο τις Κυριακές στις φυλακές
ίδιο βήμα στο προαύλιο ποινικοί κι επαναστάτες
πουλιέται κι αγοράζεται λεφτό λεφτό ανάσα ανάσα
στα σκλαβοπάζαρα της γης – εδώ κοντά είναι η Κοτζιά
ξυπνήστε πρωί.
Ξυπνήστε να τη δείτε.
Είναι πουτάνα στα παλιόσπιτα
το γερμανικό νούμερο στους φαντάρους
και τα τελευταία
ατελείωτα χιλιόμετρα ΕΘΝΙΚΗ ΟΔΟΣ-ΚΕΝΤΡΟΝ
στα γατζωμένα κρέατα από τη Βουλγαρία.
Κι όταν σφίγγει το αίμα της και δεν κρατάει άλλο
που ξεπουλάν τη φάρα της
χορεύει στα τραπέζια ξυπόλυτη ζεμπέκικο
κρατώντας στα μπλαβιασμένα χέρια της
ένα καλά ακονισμένο τσεκούρι.
Η μοναξιά
η μοναξιά μας λέω. Για τη δική μας λέω
είναι τσεκούρι στα χέρια μας
που πάνω από τα κεφάλια σας γυρίζει γυρίζει γυρίζει γυρίζει.
-Κατερίνα Γώγου
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 13 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Δεσμώτης

Περιβόητο μέλος

Ο Δεσμώτης αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Είναι 45 ετών. Έχει γράψει 4,605 μηνύματα.
Μόνος μου την πάλεψα, Νίκος Γρίτσης

Πήγα να πετάξω, όνειρα να ψάξω
που δεν ακουμπάνε στη γη
Άπλωσα το χέρι σε ένα νταραβέρι
και μου πήραν τη ψυχή
Έκανα κουμάντα και έχασα τα πάντα
δίπλα μου δε μένει κανείς
Έκανα παζάρια νύχτες και φεγγάρια
για μια ώρα επαφής

Μόνος μου την πάλεψα τη ζωή μου διάλεξα
Ο,τι μου αξίζει όσο κι αν κοστίζει το διεκδικώ
Μόνος μου το πλήρωσα ό,τι δεν εκπλήρωσα
ό,τι αγαπούσα και το αγνοούσα μες τον πανικό

Πήγα να πετάξω για να συνυπάρξω
μ΄όλους τους ανέμους μαζί
Έπιανα δυο φράγκα κι έκανα το μάγκα
που΄ξερε καλά να ζει
Έπιανα τη σφαίρα πάνω στον αέρα
ρίσκαρα παντού σαν τρελός
Μάτωσα να μάθω και στο υπογράφω
πως την έχω δει αλλιώς

Μόνος μου την πάλεψα τη ζωή μου διάλεξα
Ο,τι μου αξίζει όσο κι αν κοστίζει το διεκδικώ
Μόνος μου το πλήρωσα ό,τι δεν εκπλήρωσα
ό,τι αγαπούσα και το αγνοούσα μες τον πανικό.

 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 13 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Δεσμώτης

Περιβόητο μέλος

Ο Δεσμώτης αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Είναι 45 ετών. Έχει γράψει 4,605 μηνύματα.
Between the devil and the deep blue sea (1995) - click


... Στάθηκε μπροστά μου πατώντας ανάλαφρα στα δάχτυλα των
ποδιών για να δείξει ψηλότερη.
-Λοιπόν θα με πάρεις;
-Ναι. Πώς σε λένε;
Μού'πε κάτι που θά'ταν αδύνατο να το θυμηθώ και να το ξαναπώ.
-Θα σε λέω Λι, της είπα.
Συμφώνησε.
-Πόσο χρονών είσαι;
Σήκωσε τα δάχτυλα και με μούντζωσε και με τα δέκα δάχτυλα.
Κατάλαβα.

****

Μπήκαμε στο Καρρέ. Πήρα ένα αυγό ωμό και της τό'δωσα. Τό'σπασε
και τό'δωσε του αδερφού της. Το κατάπιε σα φίδι.
-Φάε ό,τι θέλεις, της είπα.
-Δώσε μου, αποκρίθηκε.
-Διάλεξε μόνη σου.
Δίστασε. Πήρε λίγο απ'όλα και τα τύλιξε σ'ένα χαρτί. Κίνησε να φύγει.
Την κάθισα δίπλα μου με το ζόρι. Πήρα ένα μπισκότο και το πλησίασα
στο στόμα της. Έσφιξε τα χείλα της.
-Γιατί δεν τρως;
-Πρέπει να το πάω στο σπίτι.
-Φάε αυτό, θα σου δώσω κι άλλο.
-Και το άλλο θα το πάω.
-Ποιός σ' έμαθε έτσι;
-Κανείς.
-Τότε;
Τσιμουδιά. Το πήρε, έκοψε λίγο και το μάσησε ανόρεχτα. Έδωσε το
περισσότερο στον αδελφό της που το κατάπιε σα γλάρος.

***

Το απόγευμα ανέβηκα στον Ασύρματο. Έλαμπε από την πάστρα. Το
ίδιο κι η κάμαρά μου. Η μικρή καθόταν σ'ένα πεζούλι, το μωρό
κοιμόταν στα γόνατά της. Σηκώθηκε και τό'βαλε στην πλάτη.
-Πολλά βιβλία, είπε, είναι δικά σου;
-Ναι.
-Και τά'χεις διαβάσει;
-Όλα.
-Θα ξέρεις πολλά.
-Όχι περισσότερα από σένα, συλλογίστηκα, κι ό,τι δεν ξέρω το
μαθαίνω τώρα από σένα, στα σαράντα μου.

***

Είμαι ένας ατζαμής - ο μεγαλύτερος που ξέρω- στις κρίσιμες ώρες.
Λέω κάτι κουβέντες, που δεν έχουν καμιά θέση κείνη την ώρα και που
τις θυμούνται οι άλλοι και περισσότερο απ'όλους εγώ όταν έρχονται
στο νου μου, την ώρα που πάω να κοιμηθώ, και με βασανίζουν. Είναι
κάτι παγίδες που στήνω σ'εμένα τον ίδιο.
-Θα με θυμάσαι όταν φύγω; τη ρώτησα. Θα με θυμάσαι;
Δεν αποκρίθηκε. Γιατί τό'πα; Για να μου απαντήσει μ'ευχαριστίες; Να
μου δείξει τί μου χρωστούσε; Ποιός δαίμονας ξέρει; Και με γαργαλάει
με την ουρά του, καταστρέφει την ευτυχισμένη στιγμή και κάνει τους
άλλους να τραβιούνται από μένα.

***

-Πάρε όσα αυγά περίσσεψαν, είπε, και μια ντουζίνα κονσέρβες
σολομό. Δώσε τα στην ψυχοκόρη σου να μην πάνε χαμένα. Κάθε πρωί
ερχόταν και μου γέμιζε το θερμός νερό.
Της το 'πα.
-Τώρα είμαι πλούσια, είπε. Καμιά σ'όλα τα Σαμπάν δεν έχει το βιος μου.
Κατέβασε το κεφάλι της.
-Το ευχαριστώ είναι πρόστυχη πληρωμή. Όταν δυο άνθρωποι ζούνε ο
ένας με την ανάσα του άλλου δε χωράει πληρωμη.
-Θα ξαναγυρίσω, της είπα.
-Κανείς δεν ξαναγυρίζει. Ο καλός Δράκος κατεβαίνει στα σπίτια μας
μονάχα μια φορά. Πολλοί δεν τον έχουν ούτε συναντήσει. Εγώ τον είδα.
-Τότε γιατί δεν τον δένεις με σκοινί της Μανίλα, να μη σου φύγει.
-Όσοι τον αγγίσανε μίκρυνε. Έγινε ένα σκουλήκι ίσαμε το νύχι μου.
Σκλαβωμένος δε μπορεί πια να κάνει καλό.
-Πώς είναι;
-... είναι κεντημένος με χρυσές κλωστές σε μεταξωτό του Σαντούνγκ.
-Και πώς βοηθάει;
-Δε βοηθάει. Προλαβαίνει. Όταν κάποιος πέσει στο ποτάμι, κανείς
δικός του δεν τον βοηθάει. Δεν πρέπει. Το σωστό είναι να τον
προλαβαίνουν πριν πέσει.
Είναι νάνος, σκέφτηκα. Δεν είναι φυσικό να μιλάει έτσι.
-Την αλήθεια, πες μου την αλήθεια, της είπα. Πόσο χρονών είσαι;
-Όσο και προχτές που με ρώτησες. Δέκα. Μα γιατί ρωτάς;

***

Στο τελωνείο του Πειραιά, ένας ελεγκτής, ψάχνοντας τις αποσκευές
μου, βρήκε στον πάτο ενός σάκου που δεν είχε ανοίξει από την ημέρα
που αφήσαμε το καράβι ένα μικρό δέμα από στρατσόχαρτο. Το
άνοιξε. Ξετύλιξε με προσοχή μια μικρή παλιά παντιέρα πού'χε στο
μάκρος της ένα Δράκοντα κεντημένο με χρυσοκλωνά ξεφτισμένη.
Τη χαρακτήρισε "αντικείμενο άνευ αξίας" και την ξανάβαλε στη θέση της."

Πηγή: Φιρίκι


 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 13 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

diotima

Διάσημο μέλος

Ο diotima αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Έχει γράψει 2,480 μηνύματα.
ΣΠΦ*

Νοερά ηδονικά μου καλλιτεχνήματα
εξορμούν μαζί τους τις νύχτες,
ανοίγοντας πληγές..απολαυστικές

Ξωθιές της καταστροφής μου μαρτυρούν
ανύποτα πλάνα ονειροπόλων επαναστατών.
Ψιθυρίζουν πράξεις ανέκδοτες.
Πύρινα κατορθώματα αλώβητων ψυχών
στον όρκο της αέναης συνομωτικής κίνησης

Των ανασών που καίνε
Των χεριών που αισθάνονται
Των καρδιών που φλέγονται

"Των ματιών που λάμπουν στο σκοτάδι..."


Θάνος Γώγου

*Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 13 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Επεξεργάστηκε από συντονιστή:

grotesque_mask

Πολύ δραστήριο μέλος

Η in bianco e nero αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Επαγγέλεται Φοιτητής/τρια και μας γράφει απο Ηνωμένο Βασίλειο (Ευρώπη). Έχει γράψει 1,193 μηνύματα.
Ποτέ δεν σε είχα αγαπήσει τόσο πολύ - Μπέρτολτ Μπρεχτ




Ποτέ δε σε είχα αγαπήσει τόσο πολύ,

όπως εκείνο το δέιλι που σε άφησα

με κατάπιε το βαθυγάλαζο δάσος,

ψυχή μου,

που πάνω του, στα δυτικά,

κρέμονταν κιόλας

χλωμά τα άστρα.



Γέλασα αρκετά,

καρδιά μου,

γιατί συγκρούστηκα παίζοντας

με το σκυθρωπό πεπρωμένο

την ίδια ώρα

μέσα στο γαλανό δείλι του δάσους

αργοσβήναν κιόλας πίσω μου τα πρόσωπα.



Εκείνο το μοναδικό σούρουπο

όλα ήταν τόσο γλυκά

όσο δεν ήταν ποτέ ξανά να γίνουν

αλλά αυτό που μου απόμεινε είναι

μόνο πουλιά μεγάλα

που το δείλι

πετούν πεινασμένα στον

σκοτεινιασμένο ουρανό



 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 13 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Ερωφίλη

Πολύ δραστήριο μέλος

Η Κομπάρσα βου αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Μας γράφει απο Νότιος Αμερική (Αμερική). Έχει γράψει 1,648 μηνύματα.
Πάει και το φεγγάρι


Το φεγγάρι, το φεγγάρι
τόσο προσκολλημένο ήταν στο στήθος μου
στην κοιλιά, γιʼαυτό δεν το κοιτάζω πια
το αποφεύγω, όπως και τον καθρέφτη.

Το φεγγάρι βγάζει τώρα
ένα χλωμό, υποτονικό φως
που μονότονα λούζει και θυμίζει
άλλες στιγμές όταν νύχτα με τη νύχτα
μεγάλωνε το δρεπάνι
μαζί με τον πόθο
μαζί με την ιδέα της πληρότητας.

Πανσέληνος, το σύμπαν εκσπερμάτωνε
και συ στα βότσαλα υγρή
θαρρούσες πως είχες συλλάβει
το νόημα της δημιουργίας.

Κι ονειρευόσουν μια εποχή μεταφυσική
όπου κανένας ήλιος κοφτερός
δε θα διέκοπτε το ποίημα
αφού του φεγγαριού το φως
φως ασημένιο
πιο ερωτικά σε άγγιζε
απʼτο χρυσό της μέρας.

Νόμιζες, ανόητο θηλυκό,
πως στο φεγγάρι θα λικνιζόσουνα
για πάντα…Αλλά,
Πάει κι αυτό, πάει και το φεγγάρι

της Κατερίνας Αγγελάκη - Ρουκ
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 13 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Χρήστες Βρείτε παρόμοια

Top