Νωίς- μία πατρίδα χωρίς σύνορα

Νωεύς

Τιμώμενο Μέλος

Ο Ιάσων αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Επαγγέλεται Μαθητής/τρια και μας γράφει απο Άγιο Πνεύμα (Σέρρες). Έχει γράψει 5,713 μηνύματα.
Κωδικός Απερινόητος :Νωίς, μία πατρίδα χωρίς σύνορα


Αρχίζοντας απʼ το ω

Είναι η πατρίδα μου! Δεν θέλει ούτε διαβατήριο ούτε βίζα, απʼ τους Τουρίστες της. Δική τους η επιλογή, να την επισκεφθούν ή όχι. Πάντως, αν κάνουν τον κόπο, να είναι σίγουροι πως την έχουν ξαναεπισκεφθεί. Μόνον που αν δεν τη θυμούνται καθόλου, πάει να πει πως ήταν, είτε ταξιδιώτες κάποιου ονείρου τους είτε υπνοβάτες, που δεν πρόλαβαν να σηκωθούν από την κλίνη τους. Γιατί η Νωίς είναι ανοιχτή για όλους, μα δε γίνεται να τη χαρείς, αν δεν είσαι ξύπνιος.
Κάποτε κάπου, κάποιος ρώτησε, κάποιον εσχατολόγο σαν του λόγου μου: «Τι είναι τέλος;». Κι εκείνος του απάντησε: «Ένα απροσπέλαστο αδιέξοδο, κάποιου γνωστού μονόδρομου». Έτσι περίπου θεωρώ την «ανοραματική» εποχή μας: αδιέξοδη, να λικνίζεται μπρος πίσω κι αναποφάσιστη, αντίκρυ σʼ ένα απροσπέλαστο «τείχος δακρύων». Κροκοδείλιων, ίσως, αλλά σίγουρα, από κάπου μεταξύ μετάνοιας και συνήθειας.
Η δεύτερη, δικαίως απαιτεί το μεγαλύτερο μερίδιο δακρύων. Γιατί είναι πολύ λίγοι εκείνοι που αποφασίζουν και διανοούνται, να γυρίσουν πίσω. Πώς να ʽρθεις κόντρα με τον ποταμό; Πως, με τόσους δακρυσμένους οδοιπόρους προς το Τείχος;
Σαν απάντηση στο πανάρχαιο, κατά τα φαινόμενα, τούτο ερώτημα, η ελληνική σκέψη-ποίηση-τέχνη, έγραψε το «Ω-μέγα». Έτσι έγραψε μετά, το δίπτυχο «φως», ως πρώτη απάντηση στο δίτροπο «πως». Το «ω» της όμως, η Νωίς το χρωστάει στη δοτική της λέξης «νους», με «ανύψωση υποδιαστολής» και αντικατάσταση περισπωμένης (~) με οξεία ( ΄ ): «τω νωί».
«Ωμέγα», σημαίνει «όλα τα ο του κόσμου μαζί». Είναι, ο μεγάκοσμος όλων των micro-o. Και, γιατί άραγε η ελληνική γλώσσα το έχει τελευταίο γράμμα της αλφαβήτου της;
Η ελληνική γλώσσα έχει δύο γράμματα σχετικά με το τέλος: το σίγμα τελικό ς και το μεγάλο ο ω. Το σίγμα τελικό παραπέμπει στη σιωπή, στη σιγή, είναι το «σουτ!» που σημαίνει «ησυχία!», ακόμη και με τη σύνθεση και τη λαλιά του. Αντίθετα το ωμέγα προϋποθέτει την εκφορά όλων των όμικρον του κόσμου μαζί: όπως «ω-σαννά!» και «ωχ!».
Γραφολογικά (ή συμβολικά;), το ω μοιάζει με το(άπειρο), άλλο όριο κι αυτό των νοημάτων, αριθμών και παρηγορητική υπόνοια του τέλους. Και τα δύο πάντως προκύπτουν από μίτωση(;) του όμικρον. Κι όχι άσχετα μʼ αυτό, το ενεργητικό ρήμα της ελληνικής γλώσσας, στο πρώτο πρόσωπο, τελειώνει σε ωμέγα.
Το ς, με τη σειρά του, σχηματίζεται αρκετά μυστηριακά. Τα Ύ (D/) ενός όμικρον σχηματίζουν ένα λατινικό c. Το υπόλοιπο Ό ( Ι/), χωρίς να χάνει τη «φορά» του, εκπίπτει κατά ένα επίπεδο: ως υποχθόνιο. Από την άλλη, οι Έλληνες, με τος συμβόλιζαν επίσης και τον αριθμό 6 ( ή 3+3 ή και c+с στη «πρωτο-ιαπετική»-"σανσκριτική"). Το ς σιγεί, αλλά «από πάνω προς τα κάτω», όπως κιόλας γράφεται. Αντίθετα το (κεφαλαίο) ωμέγα Ω, είναι ένα άνοιγμα =προς το «όλον όμικρον» Ο, με επιστροφή και συνέχεια9 . To «Ω», είναι όλες μαζί οι οριζόντιες δυνατότητες του Ουρανού, σε ένα γράμμα. Από εκεί, ο Λόγος λέει προς τον Ιωάννη: «Εγώ είμαι το Α και το Ω». Η Ανάστασή Του, έπεται του «ωμέγα»: «Αν όμως εσύ θέλεις αλλιώς, ας γίνει το θέλημά Σου»!
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 16 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Τελευταία επεξεργασία:

Νωεύς

Τιμώμενο Μέλος

Ο Ιάσων αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Επαγγέλεται Μαθητής/τρια και μας γράφει απο Άγιο Πνεύμα (Σέρρες). Έχει γράψει 5,713 μηνύματα.
Ο Δεσμώτης Προμηθέας

Το επεισόδιό του ως Δεσμώτης, ο Προμηθέας, το έζησε σε μία κάποια Ατλαντίδα, ενός κόσμου κατά τα άλλα παντελώς παγωμένου. Εθελοντής- και τούτο τον κάνει πανιερότατο και για την πιο απάνθρωπη ανθρωπινείλα!- για την επιστημονική επαλήθευση της δοξασίας του: Το είναι νοείται και ο νους είναι.
Στο κρυφό μέρος της Φύσης, στο Εργαστήριο, όλοι οι δήμιοί του ήταν εκεί, λευκοντυμένοι, ψυχροί και ψύχραιμοι. Αρχικά του έκοψαν τα πόδια. Περπάτησε απʼ το νου μέχρι την πληγή: αναίσθητη. Συνέχισε παρά κάτω, όπως και πριν και μετά από ένα ιδιαίτερο βήμα πάνω απʼ την πληγή, μέχρι που φθάνει στις πατούσες. Θυμάται, όταν ο Επιμηθέας τις άγγιζε με το φτερό του φασιανού, πόσο ελευθερωνόταν το γέλιο του. Το ίδιο και τώρα, καθώς ο ίδιος πια φθάνει μέχρι τις πατούσες του, ξεσπάει σε γέλιο παιδικής αφέλειας, απʼ το μυρμήγκιασμα που νοιώθει.
Του κόβουν στη συνέχεια τα χέρια. Αισθάνεται σε λίγο φαγούρα στην πλάτη, εκεί όπου ποτέ δεν έφθαναν τα χέρια του. Ο Επιμηθέας αντιλαμβάνεται τη γεμάτη λαχτάρα επιθυμία του απομειναριού, απʼ το χαμόγελο αυτοσαρκασμού στα χείλη του και ένα αδιόρατο ανεβοκατέβασμα των ώμων του.
«Ο καλός ο αδελφός μου!», συλλογιέται ο Δεσμώτης και θέλει να σηκώσει τα χέρια του, να τον αγκαλιάσει, καθώς εκείνος το θωρεί προβληματισμένος. Μα νοιώθει τότε πως είναι κι εκείνα δεμένα μαζί του, πάνω στην κλίνη του Προκρούστη.
Έπειτα, καθώς στα χείλη του κουράστηκε το χαμόγελο κι αποσύρθηκε μέχρι το μήλο του Αδάμ, του έκοψαν και το υπόλοιπο σώμα απʼ το κεφάλι. Το τελευταίο, ύστατο απομεινάρι των δεσμών του με τον κόσμο και το όραμά του γιʼ αυτόν, το πήρε ο Επιμηθέας πάνω σε χρυσό δίσκο κι αποτραβήχτηκε μαζί του στα ενδότερα: του χρόνου και της ιστορίας.
Καθώς διάβαιναν, το κατώφλι μπρος στη στενή και φέρουσα θύρα, ακούγεται καταμεσής του δίσκου:
«Αδελφέ μου, πρόσεχε! Τα πόδια μου είναι μεγάλα…»!























Ηδωνίς χώρα



Το πέρασμα στη Νωίδα, έγινε πολύ μετά από τον διαμελισμό του Προμηθέα, όχι πάντως πολύ πιο αρχαία από το 2500 π.Χ.. Τότε περίπου συντελέστηκε μία απερίγραπτη καταστροφή ολόκληρης της ασιατικής ηπείρου, ώστε αφάνισε ακόμη και τα αληθινά αίτια που την προκάλεσαν. Ήταν όμως περισσότερο από ανθρώπινα αίτια και σε δεύτερο βαθμό, από παρενέργειες στο φυσικό περιβάλλον.
Μετά από δύο εξαιρετικά μεγάλες καταστροφές που συντελέστηκαν από το λιώσιμο των πάγων της 4ης Παγετώδους(50.000-25.000 π.Χ. περίπου) – μία στο νότιο ημισφαίριο(15.000 π.Χ.), με τον αφανισμό του 90% του Γιουκατάν και μία στο βόρειο(11.000-9.000 π.Χ.), με τον αφανισμό της Αιγαίας χώρας και της λεγόμενης Ατλαντίδας- όλοι οι επιζώντες άνθρωποι θα συγκεντρώνονταν στη γεωγραφική ζώνη γύρω από τον Εύξεινο Πόντο και μέχρι τις ανατολικές ακτές της Ασίας απέναντι στα νησιά των «Ανούι»(σημερινή Ιαπωνία).
Βασική αιτία της ανθρωπο-συγκέντρωσης εκείνης υπήρξε η απροσδόκητη ψύξη ολόκληρης της ευρωπαϊκής ηπείρου, από τις ακτές του Ατλαντικού και μέχρι τα βορειοδυτικά σύνορα των σημερινών Βαλκανίων. Αρχικά η ήπειρος, και για 2000 περίπου χρόνια( πιθανά: 10.000-8.000 π.Χ.), είχε καταντήσει έρμαιο πλημμύρων, με σχηματισμό τεράστιων λιμνοθαλασσών, λιμνών και ποταμών. Γύρω στις αρχές της 9ης χιλιετίας π.Χ., έκτακτες γεωλογικές διαταραχές στο Βόρειο πόλο, που θα διαμόρφωναν λίγο πολύ τη σημερινή γεωμορφία της περιοχής Βρετανικών Νήσων-Σκανδιναβία- Βαλτικές Χώρες. Αλλά εκτός αυτού θα προκαλούνταν και τεράστιες αλλαγές των κλιματικών παραμέτρων συνολικά της σημερινής Ευρώπης, με συνέπεια να καλυφθεί από πάγους.
Την ίδια ακριβώς όμως περίοδο, παρόμοια γεωλογικά φαινόμενα, θα πρωτοσχημάτιζαν και τα γνωστά σήμερα μεγάλα σεισμογενή ρήγματα: από την νότια Ρωσία, στη Μικρή Ασία-Αιγαίο και τόξο Αδριατικής. Η ηφαιστειακή συνοδεία των σεισμικών επεισοδίων στο κέντρο των απομειναριών της Αιγαίας, θα δημιουργούσε συγκυριακά, εξαιρετικά θερμά ρεύματα αέρος και νερών, που θα συγκρατούσαν την παγωνιά στο ύψος του σημερινού Βελιγραδίου και νότια του Δούναβη.
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 16 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Νωεύς

Τιμώμενο Μέλος

Ο Ιάσων αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Επαγγέλεται Μαθητής/τρια και μας γράφει απο Άγιο Πνεύμα (Σέρρες). Έχει γράψει 5,713 μηνύματα.
Ο Επιμηθέας

« Η παράσταση του κεφαλιού ενός ανθρώπου δεν χωρίζεται ποτέ στʼ αλήθεια από τον άνθρωπο και, αν φαντασθώ ένα κομμένο και αποκομμένο από το σώμα κεφάλι, μπορεί αυτό να σέρνει ακόμη μαζί του ένα ακαθόριστο σώμα ενός απροσδιόριστου ανθρώπου» Κ. Καστοριάδης[FONT=&quot][1][/FONT]
Η φωτιά έγινε κτήμα των καταπιεσμένων απʼ το Θεό ανθρώπων χάρη στην ελαφρομυαλιά του Επιμηθέα και όχι, φυσικά, κατʼ ευθεία απʼ τον Προμηθέα.
Η ανθρωπότητα, κατά τη φυσική ιστορία του Πλανήτη, βρισκόταν ενώπιον μίας νέας, αλλά για πολλοστή φορά, πρόκλησης του ήλιου. Κοντά για 25.000 χρόνια, το θερμόμετρο στην επιφάνειά του, ανεβοκατέβαινε κατά τις εποχές, μεταξύ –10 και –100 βαθμούς Κελσίου. Η έξοδος του Επιμηθέα, από τον θερμό κόσμο των Εγκέλαδου, στη θεόψυχρη επιφάνεια ισοδυναμούσε με ρίσκο, μεταξύ 0 και 1. Κάτι που η ασφάλεια του θερμού Εγκέλαδου απέρριπτε ακόμη και σαν δίλημμα παρανοϊκού. Προτιμούσαν, σαν να λέμε σήμερα, την αορίστου χρόνου ζωή
( «αιώνια»), παρά … τον θάνατο!
Μα βγήκε! Βγήκε, χωρίς το κεφάλι του πολύτιμου αδελφού του. Βγήκε και δε ξαναγύρισε στους τόπους που έμελλε να χαθούν πίσω του, καθώς το λιώσιμο των πάγων θα ακολουθούσε τη μοίρα του στην ανθρώπινη ιστορία, μέχρι σχετικά πρόσφατα. Το πρώτο που του δίδαξε ο Δεσμώτης- μιλάμε για τα Τάρταρα, για όσους δεν το εννόησαν ακόμη!- ήταν το «μυστικό της λήθης και της αλήθειας». Γιʼ αυτό, σαν είδε πως δεν πάγωσαν τα σωθικά του με το αντίκρισμα του ετοιμοθάτανου, θαρρούσε, Ωχρού, γονάτισε στο τρίτο βήμα της εξόδου του και απευθύνθηκε φωναχτά τρεις φορές, προς τον μεσουρανούντα κατακίτρινο ήλιο : «Έεελ! Εέελ! Εεέλ!».
Κανένας δεν τον άκουσε. Αλλά κι αν τον είχε ακούσει δεν θα νόμιζε τίποτε άλλο, παρά τον θάνατό του, μια κραυγή πριν το εξώτερο σκοτάδι. Μα για την ώρα δεν τον ένοιαζε. Έσκυψε προς το έδαφος κι ακούμπησε τα χείλη του στη κίτρινη γύρη ενός μεγάλου ολάνοικτου ροζ κρόκου. Ρίγη ανερμήνευτα στο είναι του θα τον ορθώσουν στο ύψος του κορμιού του, έτοιμο να πετάξει προς τον βαθύ γαλανό ορίζοντα. Ο ήλιος διέψευδε συθέμελα όλες τις δοξασίες που κρατούσαν τον ανθρώπινο πολιτισμό αδικαιολόγητα, επί δύο χιλιάδες τουλάχιστον χρόνια, στα έγκατα των πάγων.
Μα συγκράτησε τον ενθουσιασμό του! Ο χαμένος χρόνος, μόνον σαν μία νέα αρχή μπορούσε να κατακτηθεί. Και όπως του είχε φανερώσει ο Δεσμώτης, το τέλος κάθε νέας αρχής εξαρτάται από την ταχύτητα μεταξύ δύο συγκρούσεων!
Γιʼ αυτό, χωρίς ποτέ να του περάσει σκέψη να γυρίσει τη ματιά του πίσω, τράβηξε προς τις πανύψηλες λευκόχρυσες βουνοκορφές, σʼ αντίθετη προς τον ήλιο πορεία. Καθώς βάδιζε παραδίπλα της καταπράσινης όχθης ενός μικρού ποταμού, αναθυμάται τις αλήθειες του Προμηθέα.
[FONT=&quot]Ούτε ο ίδιος πια γνώριζε πόσα χρόνια είχαν περάσει, αφότου είχε αφήσει πίσω, το δειλινό του ήλιου. Ίσως δέκα, ίσως όμως και χίλια. Τώρα πάντως γνώριζε, πως όποιος θα έμπαινε από τη δυτική πύλη στη Νωίδα, δε θα είχε ούτε την αιτία ούτε την ευκαιρία, να μετράει τον χρόνο[/FONT]
[FONT=&quot][1][/FONT] Η Φαντασιακή θέσμιση της Κοινωνίας –13η Έκδόση Κέδρος Αθήνα σελ. 454 τ.σ.
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 16 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Νωεύς

Τιμώμενο Μέλος

Ο Ιάσων αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Επαγγέλεται Μαθητής/τρια και μας γράφει απο Άγιο Πνεύμα (Σέρρες). Έχει γράψει 5,713 μηνύματα.
συνέχεια

«Απʼ την Ανατολή κανείς φθάνει πιο γρήγορα στη Δύση…», του είχε υποδείξει το ασώματο κεφάλι του Δεσμώτη, καθώς είχε έρθει ο καιρός του αποχωρισμού τους και του επόμενου χρέους. Ήταν αρχαίο χρέος του ίδιου του Προμηθέα. Μα έπρεπε κανείς πρώτα να φθάσει στη Νωίδα και έπειτα να περάσει, στʼ ανατολικά της. Εκεί, όπου μέχρι τότε καμία ύπαρξη επί Γης δεν το είχε διανοηθεί να ταξιδέψει.
Μόνον για τους θεούς φαντάζονταν τον τόπο, όπου άρχιζε η Ανατολή και τέλειωνε η Δύση. Κι αν δεν ήταν η τόλμη και η αγάπη του φιλάνθρωπου αδελφού του, για «τις απαντήσεις που δεν είχαν ερωτήσεις», δεν θα είχε φθάσει ο ίδιος μόνος, ούτε να διαβεί καν τη δυτική πύλη της Νωίδας.
«Για να πάει κανείς ίσια, που πρέπει να στρίψει;», ήταν η τελευταία του ερώτηση προς το αδέσποτο κεφάλι του αδελφού του. Κι εκείνος, με τον τρόπο του, του είχε δείξει τη χαμηλή και θεόστενη πύλη, στο ανατολικό άκρο της άυπνης πολιτείας.
Φάω- φαίνω- φάος- φως: φαντάζομαι! Φαντάζομαι να βρω τη φαντασία μου, μα δε τη βρίσκω. Ποτέ, κανείς δεν θα βρει τη φαντασία του αν ψάξει να τη βρει: «ούτε με τη φαντασία του»!
Όλοι οι Μύστες, όλοι οι Ιερείς, Μάγοι, Αποκρυφιστές, Άγγελοι κι Απόστολοι, Ιεροεξεταστές και Αιρετικοί, Βραχμάνοι, Σούφι και Αλχημιστές, Κομμουνιστές, Σοσιαλιστές και λοιποί Επιστήμονες, Καταναλωτές, Αποταμιευτές και Δανειζόμενοι, όλοι αυτοί, όπως και όλα τα νήπια μαζί του κόσμου μπροστά σε μοιραίους ή περαστικούς παραμυθατζήδες, γνωρίζουν πως το λιγοστό φως της μονοφθαλμίας τους, το έχουν απʼ το νου τους και το χρωστάνε στη φαντασία τους.
Αν η συνείδηση πλέον, για σημαντική μερίδα της σύγχρονης ακαδημαϊκής κοινότητας, είναι φυσικό φαινόμενο, τότε θα έλεγα, ότι η φαντασία είναι η βασική της φυσική προϋπόθεση. Είναι φαινόμενο τόσο φαντασμαγορικό- όσο και ένα οποιοδήποτε πυροτέχνημα, πολλές φορές!- που θα ήταν ίσως πια προτιμότερο να το αναλάβουν κι αυτό, η νευροφυσιολογία, η κυβερνητική, η κβαντική μηχανική και η «Βιοηθική»: ως ειδικοί κλάδοι των «φυσικών επιστημών». Όπως κι αν έχει πάντως, η φαντασία αποτελεί σύνορο όμορων τόπων: Υποκείμενου και Αντικείμενου. Είναι μία πύλη χωρίς αμπάρα, μα αμόλυντη σαν άβατη, ανάμεσα στο σκοτάδι (μου) και στο φως (σου).
Δεν είναι ο λόγος. Αλλά χωρίς αυτή ο λόγος (σου), ποτέ δεν θα ερχόταν, απʼ το «επέκεινά» του. Γιʼ αυτό η φαντασία, κατά μία εντελώς «φυσιολογική συνέπεια», για τον κόσμο μας, δεν είναι παρά η πηγή του. Η φαντασία, ως φυσικό φαινόμενο, είναι δομημένη από δομές μη φανταστικές, τις δομές του κόσμου μας. Τίποτε που θα μπορούσε να θεωρηθεί αποκλειστικά ανθρώπινο στο κόσμο μας, δεν υπήρξε, δεν υπάρχει και δεν θα υπάρξει, πριν περάσει από το Π κεφαλαίο της φαντασίας. Κι όμως, από τότε που υπάρχουν οι «λαϊκές θρησκείες», δεν υπάρχει πιο γελοίο και αναξιόπιστο «ανθρώπινο χαρακτηριστικό» στη λαϊκή ηθική και «συνείδηση», από της φαντασίας τα πρωτότοκα.
Φανταστείτε τους ανθρώπους ενός λαού, που θα ξυπνούσαν ένα πρωινό και θα κατανοούσαν, ότι όλα εκείνα που πίστευαν ως πραγματικά δεν ήταν, παρά η απουσία της φαντασίας τους. Γιατί όταν οι άνθρωποι ενός οποιουδήποτε λαού μπερδεύουν την πραγματικότητα με τις φαντασίες των εν γένει θρησκειών τους, την πατάνε απλά, από την αλήθεια. Αφού φαντασία και πραγματικότητα, συνυπάρχουν το ίδιο στην αλήθεια. Ίσως μάλιστα χωρίς φαντασία, δύσκολα θα μπορούσε να γίνουν διακριτά μεταξύ τους, το ψέμα με την αλήθεια, το κακό με το καλό. Χωρίς φαντασία, δεν θα υπήρχαν ούτε καν αυτές ακόμη οι πιο θεμελιώδεις( ως «αυτονόητες») αντιθέσεις. Αφού χωρίς αλήθεια, φαντασία δεν υπάρχει. Η φαντασία μόνον αληθινή μπορεί να υπάρξει. Ποτέ δε δέχεται, στην πραγματικότητά της, να διαψευστεί, από ακροατές.
Ως όριο, η φαντασία εύκολα αναγνωρίζει, πως μοίρα της είναι να περιπαίζεται. Πότε, από τους «οικιακούς»[FONT=&quot][1][/FONT] της και πότε, από τους αρνητές της. Αλλά χωρίς τη φαντασία, θα μπερδεύονταν μεταξύ τους, ακόμη και η έλξη με την άπωση. Για φανταστείτε έναν Θεό, χωρίς φαντασία; Κι όμως, πιο πολύ από όλους, την κατατρέχουν και την κατακρίνουν προς το λαό, όλοι οι επί Γης εκπρόσωποί Του!
Η απουσία φαντασίας στα «λαϊκά», στα «μαζικά μυαλά», είναι πρώτιστη ευχή και μέριμνα της αποτελεσματικής διοίκησης και εξουσίας. Γιʼ αυτό μεριμνάει πάντα να τα γεμίζει με δικά της φαντάσματα. Η εξουσία γνωρίζει, ότι η δύναμή της εκπορεύεται από τη φαντασιακή βαρύτητα των συμβόλων της. Η εξουσία, πολλές φορές, γίνεται τόσο πειστική για το αξιοσέβαστο των συμβόλων της, που φθάνει μέχρι το σημείο να τα «πιστέψει» και η ίδια. Κανονικά όμως, η φαντασία ποτέ δεν είναι πιστή: ως φυσικό φαινόμενο, είναι ρεαλιστική. Τι άλλο ήθελε να εννοήσει ο Ιωάννης στην αρχή του ευαγγελίου του, όταν γράφει, «και ο λόγος είναι το φως»; Ή μήπως το φως δεν είναι «ρεαλιστικό»; Μη γένοιτο και …μη χειρότερα!
Δεν θα ήταν ορθό και ακέραιο να φανταστεί κανείς τη φαντασία, σαν το φανάρι κάθε «φωτισμένου νου». Ούτε ο Γκοτάμα Βούδας χρειάστηκε λαμπτήρα στο μυαλό του, για να φωτιστεί, αλλά ούτε και ο Ιησούς Χριστός στολίστηκε με χριστουγεννιάτικα φωτάκια («made China»), για να μεταμορφωθεί. Γιατί η φαντασία, μπορεί και μένει αμετακίνητη στο μυαλό του ανθρώπου, αλλά έχει κίνηση και είναι εκτατική, έως και επεκτατική. Πάντα παραμένει η πύλη, ανάμεσα στο σκοτάδι και το φως. Απλά το βάθος της, πάντα επεκτείνεται αμφίδρομα. Εξ ου και η γνωστή («θρησκευτική»;) απόσταση «μεταξύ ανθρώπου και Θεού»: ένα τούνελ μόλις, με μερικά ζικ ζακ!.
Ίσως ο πλέον αποτελεσματικός εχθρός, αντίπαλος της φαντασίας, από καταβολής ανθρώπου, αναδειχθεί η οθόνη. Ίσως αυτή να είναι το «όριό» της. Η οριακότητα όμως αυτή συνεπάγεται ταυτόχρονα και μία κάποια «οριοθέτηση» της «ιστορικής ανθρωπινότητας» ή, καλύτερα του «ανθρώπου», όπως τον εννοούν οι πιο ευφάνταστοι Παρελθοντολόγοι.

[FONT=&quot][1][/FONT] Ματθ. Ι΄, 36 τ.σ.
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 16 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Νωεύς

Τιμώμενο Μέλος

Ο Ιάσων αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Επαγγέλεται Μαθητής/τρια και μας γράφει απο Άγιο Πνεύμα (Σέρρες). Έχει γράψει 5,713 μηνύματα.
Απʼ όλα όσα αναγνωρίζει η ανθρώπινη ύπαρξη στον κόσμο, δύο μόνον έχουν εμφανή υπεροχή πάνω στο χρόνο. Είναι η αθανασία και ο νους. Αθανασία και νους, έδωσαν μαζί στην ανθρώπινη σκέψη, το μέτρο του χρόνου και τα νοήματά του.
Νους και αθανασία γέννησαν τον λόγο. Αν δεν τον γεννούσαν, ούτε η αιωνιότητα θα γεννούσε τον χρόνο.
Από πού όμως ήρθαν σε τούτο τον πλανήτη του θανατικού, τα δύο αυτά παράταιρα δεδομένα του κόσμου; Αμέτρητοι είναι πια εκείνοι, που μες στην ανθρώπινη ιστορία διακρίθηκαν για τον αγώνα τους, είτε να βρουν είτε να φανερώσουν τον τόπο, όπου γεννήθηκαν τα δύο αυτά κειμήλια της ανθρώπινης κληρονομιάς. Γιατί, αθανασία και νους, μέχρι πρόσφατα, γνωρίζαμε, ότι ήταν δύο παραξενιές του ανθρώπου που, κάπου-κάπου, μόνο σε κάποιο θεό θα μπορούσαν νʼ αναγνωρίσουν την κατοχή τους.
Πολύ πρόσφατα, και μετά από υπερπενηντάχρονη «ουφοφιλολογία», βγήκε ο παρακοιμώμενος Αστρονόμος του Αλάθητου της Ρώμης και σχεδόν αποκάλυψε το «Μεγάλο Μυστικό» του Βατικανού (και όχι μόνο): μπορεί, είπε, η μόνη μας διαφορά από τους Εξωγήινους να έγκειται …στο «προπατορικό αμάρτημα»!
Κοντά δύο χιλιάδες χρόνια, ο «δυτικός άνθρωπος», ο Ευρωπαίος και ο Αμερικάνος, πλαθόταν, με το (και από) «προπατορικό αμάρτημα». Πολλά γράφτηκαν και ειπώθηκαν περί αυτού, όλʼ αυτά τα χρόνια. Κι απʼ όλα αυτά τα πολλά δεν προκύπτει, παρά ένα νοερό τρίγωνο: ανθρώπου, διαβόλου και θεού. Έτσι έγινε και έμεινε μνημειώδες, ότι ο άνθρωπος πάντα θα πρέπει να διαλέγει ανάμεσα σε «δύο δρόμους», «δύο φωνές».
Πράγματι, δύο τρόπους, δύο σχολές σκέψεις φανέρωσε η ιστορία, καθώς φαίνεται, στους ανθρώπους, για να μάθουν την αλήθεια. Ο ένας πρότεινε πορεία, κόντρα προς την αλήθεια και με ευθεία πορεία προς την ιστορική λήθη. Είναι αυτό που λέμε με μία λέξη: «πρόοδος». Βασίζεται στους μύθους και στις «απεριόριστες επιθυμίες». Όπως είναι π.χ., οι τρεις βασικές θρησκείες της Δύσης και οι διάφορες σύγχρονες πολιτικές τους αιρέσεις- καπιταλισμός, σοσιαλισμός, σιωνισμός, ισλαμισμός και παρόμοια. Η άλλη πορεία ανήκε ιστορικά …στους «Έλληνες».
Ποιοι ήταν λοιπόν αυτοί οι «Έλληνες»; Όχι βέβαια εκείνοι που βαφτίστηκαν έτσι στα κατοπινά, μεταελληνικά χρόνια, αλλά εκείνοι που χάθηκαν μέσα στους μύθους των «ελληνικών φύλων», εκείνοι που άφησαν κληρονομιά μνήμης στους Ίωνες αοιδούς σαν τον Όμηρο, στους ποιητές σαν τον Ησίοδο και προκλήσεις σοφίας, σε επιστήμονες, όπως ο Πυθαγόρας, ο Αριστοτέλης κι ο Ιπποκράτης κι άλλοι πολλοί.
Το «ελληνίζειν», ακόμη και για τους ύστερους Έλληνες της ιστορίας, ήταν ένας στόχος, σκοπός, ένα ιδανικό υπαρκτό στους μύθους και συνειδητή επιλογή, στη ζωή και στην ιστορία.. Εκείνο που έμεινε στον κόσμο σήμερα ως «Ελληνικός Πολιτισμός», ήταν απλά μία τελευταία κατάφαση του ύστερου Ελληνισμού, προς την ιστορία και τις αλήθειες της. Εκεί έγκειται ακριβώς και η οικουμενική πνοή του, αφού, η ιστορία και οι αλήθειες της, είναι πανανθρώπινες.
Η ανθρώπινη ιστορία είναι ταυτόχρονα και ιστορικό της πιο απάνθρωπης ασθένειας του ανθρώπινου εγκεφάλου, της λήθης. Τη λένε «άνοια», μα στην πραγματικότητα είναι «άγνοια», άγνοια, της ιστορίας!
Πίσω από τα πέπλα της σημερινής φάσης άγνοιας, κλείνει μία περίοδο οκτώ χιλιάδων και παραπάνω ετών, κατά την οποία το ανθρώπινο γένος ήταν υποταγμένο στις ανάγκες που γεννούσε η λήθη και η θυγατέρα της, η άγνοια. Ήταν στα τέλη της έβδομης «π.Χ.» χιλιετίας, όταν, μετά από τρεις χιλιάδες και περισσότερα χρόνια κλιματικών και γεωλογικών αναστατώσεων του πλανήτη(10.000-6500 π.Χ. περίπου), τα απομεινάρια των ανθρώπινων πληθυσμών συγκεντρώθηκαν στη θέση των πολύ κατοπινών Εκβατάνων, στην ασιατική ήπειρο.
Δεν ήταν όλοι κι όλοι, περισσότεροι από τριακόσιες χιλιάδες. Τους ένωσε και τους συγκέντρωσε εκεί, η διχόνοια γύρω από ένα κοινό όσο και κρίσιμο πρόβλημα: τους πάγους. Οι πάγοι, που για περισσότερα από δέκα χιλιάδες χρόνια με το λιώσιμό τους όριζαν το ρυθμό και τους τρόπους της ανθρώπινης προκοπής, αμέσως μετά την καταστροφή της χώρας των κρονίδων Ατλάντων, όχι μόνον έπαψαν να λιώνουν, αλλά μέχρι τα μέσα της 7ης π.Χ. χιλιετίας είχαν ξανασκεπάσει σχεδόν ολόκληρη τη σημερινή Ευρώπη( την «Εσπερία» των Ελλήνων). Παρόμοια, την ίδια περίοδο σταμάτησε και το λιώσιμο των πάγων στην κεντρική και ανατολική πλευρά της ασιατικής ηπείρου.
Ενόψει του ενδεχόμενου να σκεπαστεί πάλι ολόκληρο το αστέρι από τους πάγους μίας νέας Παγετώδους, της πέμπτης κατά τα 500.000 τελευταία χρόνια, οι ασιατικοί πληθυσμοί στράφηκαν με πάθος και φανατισμό σε έργα που συντηρούσαν και ενίσχυαν το πανανθρώπινο έργο του ήλιου. Ήταν πιστοί στο Σύμβουλό τους Ιαπετό: οι Ιαπετιονίδες.
Αντίθετα, Κρόνος και Κρονίδες, άνθρωποι της αφρικανικής ηπείρου και νοτιοκεντρικής Ευρώπης, επέμεναν, ότι κάθε προσδοκία για νίκη του ήλιου, απέναντι στη νέα ορμή των πάγων, ήταν μάταιη και επικίνδυνα χρονοβόρα. Εξάλλου ήδη ήταν γνωστό σε όλους τους ανθρώπους, ότι «Γιουκάταν» και «Ατλαντίδα» είχαν χαθεί μες στα νερά των λιωμένων πάγων, κι εξαιτίας των ανθρώπινων έργων- θυσιών, προς τον Ήλιο.
Αρχικά, τη συνύπαρξη Κρονίδων και Ιαπετιονίδων, εκτός από τους πάγους, δυσκόλευαν και οι διαφορές μεταξύ τους, στους τρόπους επικοινωνίας. Οι μεν Ιαπετιονίδες παρέμεναν πιστοί στην αρχαία και πανανθρώπινη συνήθεια, να συνεννοούνται οι άνθρωποι μεταξύ τους με το σφύριγμα και το βλέμμα. Οι δε Κρονίδες, εκτός από το βλέμμα και το σφύριγμα, χρησιμοποιούσαν πια και την παντομίμα, για τη μεταξύ τους συνεννόηση.
Έγκαιρα, και πριν η ένταση των παρεξηγήσεων και παρανοήσεων μεταξύ των ετερόγλωσσων φθάσει σε συγκρούσεις και αλληλοσκοτωμούς, εμφανίστηκε μία ημέρα στο κοινό Συμβούλιο των ανθρώπων ένας πανύψηλος ανώνυμος άνδρας και ζήτησε να συναντηθεί, με τους Κρόνο και Ιαπετό.
Οι δύο ηγέτες των ανθρώπων, καθώς αντίκρισαν τον ανώνυμο εκείνον άνδρα, φάνηκαν να γίνονται στήλη άλατος από το ξάφνιασμα. Ο πανύψηλος επισκέπτης ήταν γνώριμός τους, αλλά από καιρούς σχεδόν ξεχασμένους. Είχαν περάσει κοντά είκοσι χιλιάδες χρόνια, αφότου είχε θεωρηθεί, ότι είχε χαθεί μαζί με την πανανθρώπινη πολιτεία των Ανάριων, τη Νωίδα, στα έγκατα των πάγων. Ήταν ο Ζην!
Γρήγορα μαθεύτηκε από όλους τους ανθρώπους, η αναπάντεχη εμφάνιση του Ζήνα, ομογάλακτου και συνομήλικου των ηγετών τους, από τις σκοτεινές πια εποχές. Χάρη στον ερχομό του, θα άκουγαν οι περισσότεροι για πρώτη φορά, την ιστορία των Ανάριων, προγόνων τους, από τις εποχές ακόμη πολύ πριν πρωτοεμφανιστούν οι πάγοι(500.000 π.Χ. περίπου).
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Χρήστες Βρείτε παρόμοια

  • Τα παρακάτω 0 μέλη και 1 επισκέπτες διαβάζουν μαζί με εσάς αυτό το θέμα:
    Tα παρακάτω 1 μέλη διάβασαν αυτό το θέμα:
  • Φορτώνει...
Top