Βασιλεία και Ιεροσύνη στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία

Νεογέννητος

Πολύ δραστήριο μέλος

Ο Νεογέννητος αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Είναι 35 ετών. Έχει γράψει 848 μηνύματα.


Της Ελένης Γλύκατζη-Αρβελέρ

Από όλα τα στοιχεία που αποτελούν την συνισταμένη του Βυζαντίου μόνο ο χριστιανισμός θεωρείται και είναι η ουκ άνευ βυζαντινή καταβολή. Είναι γνωστό ότι ο χριστιανισμός από την πρώτη του κιόλας εμφάνιση θεωρήθηκε ως ένας βασικός παράγοντας της ρωμαϊκής κοινωνίας. Η αποδοχή του με αυτοκρατορική απόφαση μετά τους διωγμούς σημαίνει στροφή στην πολιτική της Ρώμης, που μεθοδεύτηκε με επιμονή από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο. Έτσι χαρακτηριστικά θα θυμίσω ότι στη Σύνοδο της Νίκαιας (325), που κατά κάποιον τρόπο εγκαινιάζει τα προβλήματα της επίσημης εκκλησίας, παρεβρέθηκε ο ίδιος ο αυτοκράτορας φέροντας μάλιστα τον τίτλο (τον περίεργο τίτλο) «Επίσκοπος των Έξω».
Ο ρόλος δηλαδή του Μεγάλου Κωνσταντίνου στη σύνοδο ήταν να αντιπροσωπεύει τη θέση και τα συμφέροντα αυτών που έμεναν έξω από τη χριστιανική πίστη και Εκκλησία, των πολυάριθμων δηλαδή τότε εθνικών. Θύμισα το γεγονός για να υπογραμμίσω αμέσως τα ακόλουθα: 1) ότι το 325, στα χρόνια της Πρώτης Οικουμενικής Συνόδου (αυτής που επεξεργάστηκε το Πιστεύω, το σύμβολο της πίστης) οι χριστιανοί δεν φαίνεται να ήταν πλειοψηφία του βυζαντινού πληθυσμού. Ήταν όμως η επαναστατική μειονότητα, 2) ότι ο αυτοκράτορας στο Βυζάντιο δεν εμφανίζεται με χαρακτηριστικά ιεροσύνης, παρ’ όλο το ενδιαφέρον και τη μέριμνα για τα εκκλησιαστικά (κυρίως την επισκοπική τάξη). Η ρήση του Αμβροσίου στον Μέγα Θεοδόσιο: «έξελθε (του ιερού) βασιλεύ, η πορφύρα ποιεί βασιλείς και ου ιερείς», μένει βασική αλήθεια στο Βυζάντιο που αγνοεί το πρόβλημα imperium ή sacerdorium και 3) ότι η σύγκλιση της συνόδου από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο, που σίγουρα δεν είχε ακόμη βαπτισθεί χριστιανός (αν αυτό έγινε βέβαια κάποτε), δείχνουν τον πανρωμαϊκό, επίσημο χαρακτήρα των προβλημάτων της εκκλησίας, και αυτό πριν ακόμη κτισθεί η Κωνσταντινούπολη και να ιδρυθεί το πατριαρχείο της.
Γιατί όμως η θέση, τα προβλήματα και η κατάσταση μιας μειονοτικής όπως είπαμε εκκλησίας σαν τη χριστιανική να αποτελέσει μέλημα του επίσημου κράτους; Να θυμίσω για απάντηση στο ερώτημα ότι, αν και τα θρησκευτικά προβλήματα και οι θεολογικές διαμάχες αφορούν μόνο στους χριστιανούς και στην εκκλησία τους, η ειρηνική όμως συμβίωση των πληθυσμών της αυτοκρατορίας, η “pax romana”, είναι καθήκον μόνο αυτοκρατορικό. Καθετί που μπορεί λοιπόν να διαταράξει την τάξη πρέπει να παρακολουθείται άγρυπνα από τους επιφορτισμένους με την ασφάλεια και την πολιτική ειρήνη κρατικούς λειτουργούς, τους αντιπροσώπους του αυτοκράτορα. Είναι γνωστό ότι οι ενδοχριστιανικές διαμάχες δίχαζαν τους πληθυσμούς και απειλούσαν έτσι την καθεστηκυία τάξη και ειρήνη. Δεν ήταν λοιπόν δυνατό να διαφύγουν από την προσοχή, τον έλεγχο του κράτους και του αυτοκράτορα, του μόνου εγγυητή της ευνομίας και ομόνοιας των πολιτών.
Τονίζω ιδιαίτερα τον ρόλο αυτό του αυτοκράτορα (ο τίτλος του, μεταξύ άλλων ηχηρών, είναι Pasificus, ειρηνοποιός), γιατί θα μας βοηθήσει να καταλάβουμε την σημασία των αυτοκρατορικών επεμβάσεων στα εκκλησιαστικά (και όχι στα θεολογικά και θρησκευτικά ζητήματα), μέσα σ’ έναν κόσμο πολυεθνικό και ποικιλώνυμο, όπως ήταν ο πληθυσμός της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Και ιδιαίτερα σε μια εποχή, όπου με μόνο πρόσχημα τις θρησκευτικές διαφορές μπορούσε ο οποιοσδήποτε θα έλεγα πολίτης και η όποια ομάδα να εκφράσουν τη δυσαρέσκειά τους, να αποστασιοποιηθούν από την επίσημη πολιτική (ακόμη κι αν είχε χαρακτήρα φορολογικό, κοινωνικό ή οικονομικό), και αυτό χωρίς να υποβληθούν στις κυρώσεις του ανηλεούς νόμου των κατά του αυτοκράτορα και της πολιτικής του στασιαζόντων. «Ο λοιδωρών τους καιρούς, λέει ένας νόμος, φαίνεται λοιδωρείν τον βασιλέα». Βαριά τα επακόλουθα αυτής της παράβασης.
Αυτός όμως που βαρυγνωμούσε με πρόσχημα την πίστη, δηλαδή ο ενδιαφερόμενος για την πνευματική υπόσταση (για την ψυχή του), δρούσε στα θεσμικά πλαίσια μια προσωπικής – ατομικής σωτηριολογικής πράξης και ηθικής, άσχετα αν με τα δρώμενά του μπορούσε έμμεσα να διαταράξει την κατεστημένη τάξη. Να πω ότι ο άμβωνας της κάθε εκκλησίας ήταν τότε το βήμα, όχι μόνο του πνευματικού λόγου, αλλά και της μετάδοσης και διάδοσης απόψεων και θέσεων που, με θρησκευτικό πάντα περικάλυμμα, κυκλοφορούσαν αυτοί που ήταν αντίθετοι στην επίσημη πολιτική, ακόμη και σε θέματα και προβλήματα που δεν αφορούσαν στην πίστη. Λογικά το κράτος, το οποίο προσπαθούσε να συσπειρώσει γύρω από τις αποφάσεις της Κωνσταντινούπολης πληθυσμούς με διαφορετικές, συχνά αντικρουόμενες, παραδόσεις και αντικρουόμενα συμφέροντα, δεν μπορούσε να αδιαφορήσει για τα πράγματα της εκκλησίας και των κύκλων της.
Με αυτή την οπτική πρέπει κυρίως να δούμε τον ρόλο του αυτοκράτορα και των αντιπροσώπων του μέσα στις Οικουμενικές Συνόδους. Μόνο έτσι θα μπορέσουμε οπωσδήποτε ν’ αποφύγουμε τις συχνά ανιστόρητες και κάποτε κακόβουλες θεωρίες για καισαροπαπισμό των ορθοδόξων αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. Μόνο αυτό, τη μέριμνα δηλαδή για την πολιτική ειρήνη του κράτους, πρέπει να έχουμε υπόψη μας, αν θέλουμε να κατανοήσουμε γιατί η εκκλησία του Βυζαντίου, το πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης δηλαδή, πάταξε τους αιρετικούς ή τους αποσχισμένους από τη δικαιοδοσία του ενδοβυζαντινούς βέβαια εχθρούς του, πάντα με τη βοήθεια του αυτοκρατορικού στρατού. Διπλό το πλεονέκτημα για την εκκλησία και τον κλήρο από τη στάση αυτή: 1) Ο κλήρος και η όλη εκκλησία, το πατριαρχείο, εξασφάλισαν έτσι την αμέριστη συνεργασία του κραταιού αυτοκρατορικού θεοδήγητου στρατεύματος. Προστάτιδά του «η Παναγία η οδηγήτρια» στρατηγός του υπέρμαχος και (σύνθημά του είναι το «Ο σταυρός νικά»), όταν ήθελαν να υποτάξουν ατίθασους εχθρούς, σε οποιαδήποτε γωνία της αυτοκρατορίας (και πρέπει εδώ να τονίσω ότι τα αιρετικά κινήματα ήταν πάντα σχεδόν περιφερειακά και μεθοριακά), 2) χάρη στην επέμβαση του στρατού, ο κλήρος της εκκλησίας του Βυζαντίου, της Κωνσταντινούπολης, και κατά το παράδειγμά του, όλος ο ορθόδοξος κλήρος των άλλων εκκλησιών, δεν ήταν αναγκασμένος να στρατεύεται. Μάλιστα δεν είχε καν το δικαίωμα να σηκώνει όπλα, ούτε και για την άμυνα των εστιών του. Θα θυμίσω τον αναθεματισμό του ιερέα της Ηρακλείας, κοντά στο Ικόνιο, όταν αυτοπροσώπως πολέμησε τους Άραβες στην Λυκαονία, καθώς και την ποινή που επέβαλε η εκκλησία στον μοναχό Ιλαρίωνα, όταν αντιμετώπισε νικηφόρα τους Οθωμανούς το 1308 στους Ελεγμούς της Βιθυνίας. Αντίθετα λοιπόν από τους Λατίνους (ο πάπας διατηρεί ιδιαίτερο στρατό) ο ορθόδοξος κλήρος ποτέ δεν μάτωσε τα χέρια του με τα οποία προσφέρει τη Θεία Κοινωνία. Είναι γνψστό ότι αυτό το αιμοσταγές καταλόγησαν οι ορθόδοξοι εναντίον των καθολικών ιερωμένων, κυρίως αυτών που διακρίθηκαν παίρνοντας μέρος στις σταυροφορίες και στα αιματηρά γεγονότα της άλωσης της Κωνσταντινούπολης από τους καθολικούς στρατούς της Δύσης – σφραγίζοντας έτσι το διαζύγιο της χριστιανοσύνης και το Σχίσμα των εκκλησιών.
Διαιτητικός λοιπόν ο ρόλος του αυτοκράτορα και προσηλωμένοι στην πίστη τους χριστιανοί, καθοδηγούμενοι από μοναχούς και κληρικούς, οι βυζαντινοί πολίτες ακούουν αδιάκριτα στο όνομα Ρωμαίος ή Χριστιανός, έννοιες ταυτόσημες πια στο Βυζάντιο, που ο αυτοκράτοράς του Λέων ΣΤ’ ονομάζει χαρακτηριστικά Έθνος Χριστιανών. Η σωτηρία λοιπόν απαιτεί προσήλωση στο Βυζάντιο τόσο στον νόμο όσο και στην ορθή πίστη: εγγυητές και χορηγοί συνθηκών που εξασφαλίζουν τη σωτηρία, ο αυτοκράτορας και ο πατριάρχης. Ο καθένας στη θέση του ασκεί πατρικά προς τους πολίτες καθήκοντα. Η φιλανθρωπία είναι η υπέρτατη αρετή και των δύο, χωρίς αυτό να σημαίνει (όπως μας διδάσκει η ιστορία) ότι θα ήταν πάντα απρόσκοπτη η μεταξύ βασιλέα και πατριάρχη απαραίτητη συνεργασία.
Μολονότι λοιπόν ο χώρος και ο τρόπος δράσης, τόσο του αυτοκράτορα όσο και του πατριάρχη στη μεταξύ τους σχέση, ήταν καθορισμένοι (στον αυτοκράτορα η σωτηρία των σωμάτων, στον πατριάρχη η μέριμνα των ψυχών, όπως συνόψισε λακωνικά ο αυτοκράτορας Τσιμισκής, επαναλαμβάνοντας την ακρίβεια του νόμου και του κανονικού λόγου), παρ’ όλο λοιπόν τον κανόνα και την παράδοση, βρέθηκαν αυτοκράτορες που θέλησαν να καταπατήσουν τα πατριαρχικά δικαιώματα επεμβαίνοντας ακόμα και στα θεολογικά προβλήματα με απώτερο πάντα σκοπό να εξασφαλίσουν την τάξη και την ειρήνη. Παράδειγμα ο Ιουστινιανός ή ακόμη και ο Αναστάσιος κατά τη χριστολογική έριδα και πολύ αργότερα, ο Μιχαήλ Παλαιολόγος με την ένωση των εκκλησιών, για να μην αναφερθώ στην εικονομαχία, που οφείλεται σε αυτοκρατορική απόφαση του Λέοντα Γ’ ή στον Ιουλιανό τον λεγόμενο Παραβάτη. Όπως επίσης βρέθηκαν και πατριάρχες που αναμείχθηκαν με αυτοκρατορικό τρόπο στα κοινά. Και εδώ, εκτός από τον Νικόλαο Μυστικό, τον πατριάρχη των αρχών του 10ου αιώνα που εξάσκησε χρέη αντιβασιλέα, θα μνημονεύσω κυρίως τον Μιχαήλ Κηρουλάριο, τον πατριάρχη του μεγάλου σχίσματος μεταξύ Ρώμης και Κωνσταντινούπολης (1054), για τον οποίο οι πηγές λένε (ο Ψελλός κυρίως) ότι του έλειπε μόνο η προρφύρα και τα ερυθρά πέδιλα, και βέβαια θα προσθέσω τον Φώτιο. Ο Φώτιος, από λαϊκός αξιωματούχος (από πρωτοασηκρήτης), σε μια εβδομάδα μόνο φαίνεται πως ανέβηκε στην εκκλησιαστική ιεραρχία, που τον οδήγησε στον πατριαρχικό θρόνο, χωρίς να αποβάλει παλιές συνήθειες οι οποίες του επέτρεψαν, και απέναντι στον αυτοκράτορα ακόμη, να χειρισθεί πράγματα της εκκλησίας με βασιλική αυθεντία και άνεση. Αναφέρομαι τόσο στη διαμάχη με τη Ρώμη, ας θυμηθούμε ότι το πρώτο σημαντικό σχίσμα με τους καθολικούς έχει για πρωτεργάτη τον Φώτιο που αντιτάχθηκε στις διεκδικήσεις της Ρώμης, όσο και στην πολιτική του απέναντι στους νεοφώτιστους Σλάβους των Βαλκανίων, αλλά και σχετικά με την ένταξη των λαών του Εύξεινου Πόντου (μεταξύ των οποίων ,στα χρόνια του Φώτιου, πρέπει να συμπεριλάβουμε και τους Βαράγκους Ρώσους) στη σφαίρα της βυζαντινής επιρροής. Η διάδοση του Χριστιανισμού στους λαούς αυτούς οφείλεται και επέτυχε χάρη ακριβώς στο έργο του Φώτιου και του απεσταλμένου του Κυρίλλου στη Μαιώτιδα λίμνη, στον Κιμμέριο Βόσπορο και στη Χαζαρία.
Ας κλείσω την παρατήρηση αυτή για τις σχέσεις πατριάρχης – αυτοκράτορα θυμίζοντας ότι η παράλληλη εξουσία και η αρμονική σύμπραξη των δύο αυτών αρχών που χαρακτηρίζει όλη τη ζωή της ορθόδοξης εκκλησίας και κοινωνίας κατά τη βυζαντινή ιστορική πραγματικότητα, παρά τις μερικές αποκλίσεις, εκφράσθηκε με σαφήνεια από τον ίδιο τον Φώτιο, στην Επαναγωγή, το νομοθετικό έργο έργο του Βασιλείου που συνέταξε ο σοφός αυτός πατριάρχης. Όπως είναι γνωστό, ο δεύτερος τίτλος της Επαναγωγής μετά τον σχετικό με τον Νόμο, καθορίζει τα καθήκοντα και τα δικαιώματα του αυτοκράτορα, που μεταξύ άλλων περιλαμβάνουν την αγόγγυστη υποταγή στις αποφάσεις των έξι πρώτων Οικουμενικών Συνόδων, ενώ αμέσως μετά έρχεται ο τίτλος που αφορά στον πατριάρχη: Ο πατριάρχης είναι επί γης αντιπρόσωπος του Χριστού ως ποιμένας των χριστιανικών ψυχών, όπως ακριβώς ο αυτοκράτορας, με τη διαφορά ότι ο αυτοκράτορας μεριμνά, όχι για τα πνευματικά αγαθά, αλλά για των υπαρχόντων την ασφάλεια και δια των απολλυμένων την ανάκτηση. Η αρμονική συμβίωση των δύο αλληλοσυμπληρούμενων αυτών εξουσιών είναι η υπέρτατη εγγύηση της ρωμαϊκής, της βυζαντινής δηλαδή ευμάρειας και ευδαιμονίας, και της ειρηνικής λειτουργίας της ορθόδοξης εκκλησίας. Ούτε καισαροπαπισμός, ούτε παποκαισαρισμός, στο Βυζάντιο. Αυτός είναι ο ειδοποιός χαρακτήρας της ρωμαϊκής βυζαντινής εξουσίας και της ορθόδοξης εκκλησίας, αυτό εξηγεί τη συγκρότηση δύο παράλληλων ιεραρχιών – του κράτους και της εκκλησίας – που διέπει και στηρίζει τη βυζαντινή κοινωνία. Η πρώτη, η κοσμική, λαϊκή κυριαρχία, πολιτική και στρατιωτική, απορρέει από την αυτοκρατορική εξουσία, η δεύτερη, η πνευματική, καταλήγει στον πατριάρχη.
Και ας μην ξεχνάμε ότι είμαστε μετά τον 5ο αιώνα, δηλαδή ότι πρόκειται για τον αυτοκράτορα της μόνης πια χριστιανικής αυτοκρατορίας, τον αυτοκράτορα της Νέας Ρώμης που έμεινε μόνη ουσιαστικά Ρώμη μετά την παρακμή και πτώση της Παλαιάς (κατασκάφθηκε από τον Αλάριχο το 410), τον αυτοκράτορα δηλαδή της μόνης τότε παγκόσμιας δύναμης, της επιφορτισμένης με την άμυνα και την προστασία της χριστιανοσύνης ολόκληρης. Αμύντωρ Χριστού λέγεται φυσικά ο βυζαντινός αυτοκράτορας.
Η διαμάχη και αντιδικία με τη Ρώμη, που επί αιώνες αποδυνάμωσε και υπέσκαπτε τον χριστιανικό κόσμο, βρήκε δραματική κατακλείδα για την ορθοδοξία, πρώτα με την άλωση της Πόλης από τους Λατίνους, τους σταυροφόρους του πάπα το 1204, και ύστερα με την τελική πτώση της Κωνσταντινούπολης και της αυτοκρατορίας της στα χέρια των Τούρκων το 1453.
Παρά τις ανήκουστες αυτές αντιξοότητες, η κωνσταντινουπολίτικη εκκλησία έμεινε πιστή στο πνεύμα και στο γράμμα του δόγματος, στην ορθή πίστη, στην ορθοδοξία, που είχε μεθοδικά, υπομονετικά και επί αιώνες κεντήσει και επεξεργασθεί το Βυζάντιο. Μετά την πτώση της Πόλης οικειώθηκε η εκκλησία το σύμβολο του δικέφαλου αετού και ο αρχηγός της, ο πατριάρχης, αναδείχθηκε σε ηγέτης της Milet, της χριστιανικής δηλαδή κοινότητας στο σύνολό της.

Δίκτυο Ιδεών & Αναλύσεων
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 10 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Επεξεργάστηκε από συντονιστή:

Χρήστες Βρείτε παρόμοια

  • Τα παρακάτω 0 μέλη και 1 επισκέπτες διαβάζουν μαζί με εσάς αυτό το θέμα:
    Tα παρακάτω 0 μέλη διάβασαν αυτό το θέμα:
  • Φορτώνει...
Top