Μορφές Τέχνης: Βιογραφικόν

iJohnnyCash

e-steki.gr Founder

Ο Panayotis Yannakas αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Είναι 34 ετών, επαγγέλεται Επιχειρηματίας και μας γράφει απο Αθήνα (Αττική). Έχει γράψει 24,043 μηνύματα.

Δεσμώτης

Περιβόητο μέλος

Ο Δεσμώτης αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Είναι 45 ετών. Έχει γράψει 4,605 μηνύματα.

SidonieGabrielleColette.jpg
Sidonie Gabrielle Colette
(Μία ελεύθερη γυναίκα)
(1873- 3/08/1954)​


* Γεννήθηκε στο Saint-Sauveur-en-Puisaye της Βουργουνδίας, στις 28 Ιανουαρίου 1873. Πέρασε ευτυχισμένα τα παιδικής και εφηβικής ηλικίας, γεγονός που τονίζεται συχνά στα έργα της.
* Εγκατέλειψε την πατρίδα της το 1893 και την ίδια χρονιά παντρεύτηκε το συγγραφέα και κριτικό της μουσικής Henri Gauthier-Villars, τον επονομαζόμενο Willy, δεκατέσσερα χρόνια μεγαλύτερό της, ο οποίος την έφερε στο Παρίσι και έγινε ο μέντοράς της.
*Ο σύζυγός της διέγνωσε το συγγραφικό ταλέντο της και την "ανάγκασε" να γράψει την πετυχημένη σειρά μυθιστορημάτων υπό τον τίτλο "Claudine". Όλα τα μυθιστορήματα κυκλοφόρησαν φέροντας την υπογραφή του και, όταν αποκαλύφθηκε η απάτη, το γεγονός θεωρήθηκε μεγάλο σκάνδαλο.
* Το 1906 η Colette χώρισε τον Willy και για ένα διάστημα έκανε καριέρα ως μίμος και ηθοποιός στο μουσικό θέατρο.
colette.jpg
*Το 1912 παντρεύτηκε τον Henry de Jouvenel , διπλωμάτη καριέρας και δημοσιογράφο, με τον οποίο απέκτησε μία κόρη. Από το 1913, εγκαταλείποντας το θέατρο , ασχολήθηκε αποκλειστικά με τη δημοσιογραφία και τη συγγραφή μυθιστορημάτων σε φυλλάδια.
* Ο γάμος της Colette με τον Jouvenele θα διαλυθεί το 1925, αλλά δέκα χρόνια αργότερα η η δυναμική γυναίκα δε θα διστάσει να πάει κόντρα στις προκαταλήψεις και να παντρευτεί, για τρίτη φορά, τον Maurice Goudeket, κοντά στον οποίο βρήκε , επιτέλους την ευτυχία.
* Η ακαδημαϊκή αναγνώριση θα έρθει μετά τη λήξη του Β΄Παγκόσμιου Πολέμου, όταν θα τιμηθεί με το μετάλλιο της " Λεγεώνος της Τιμής" (1945) και θα γίνει Πρόεδρος της Ακαδημίας Goncourt, με την ψήφο των περισσότερων μεγάλων συγγραφέων της εποχής της (1949).
* Η Colette "κοιμήθηκε" σαν σήμερα στο Παρίσι, το 1954, έχοντας αφήσει πίσω της 50 περίπου μυθιστορήματα, πολλά από τα οποία έγιναν μεγάλες κινηματογραφικές επιτυχίες, ορισμένα μάλιστα από αυτά εξακολουθούν να διαβάζονται με ζωηρό ενδιαφέρον και στις μέρες μας.
1a.jpg


" Αγαπώ το παρελθόν μου. Αγαπώ το παρόν μου.
δεν ντρέπομαι για ό,τι είχα και δε λυπάμαι που δεν το έχω πια.
Colette , " Cheri"


 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Επεξεργάστηκε από συντονιστή:

Neraida

Επιφανές μέλος

Η Bitch... αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 13,073 μηνύματα.
Γιάννης Σκαρίμπας





Γεννήθηκε το 1893 στις 28 Σεπτεμβρίου, στην Αγία Ευθυμία Παρνασσίδος από τον Ευθύμιο Σκαρίμπα και την Ανδρομάχη Σκαρτσίλα.


Το 1984 πεθαίνει σε ηλικία 91 χρόνων, στις 21 Ιανουαρίου, και κηδεύεται με δημοτική δαπάνη στην αγαπημένη του πόλη, τη Χαλκίδα, στο λόφο του Καράμπαμπα.


Χωρίς αμφιβολία ο Γιάννης Σκαρίμπας υπήρξε μια πολυδιάστατη φυσιογνωμία των Ελληνικών Γραμμάτων αφού ασχολήθηκε με όλα σχεδόν τα είδη του γραφτού λόγου (διήγημα, νουβέλα, ποίηση, μυθιστόρημα, ιστορικό δοκίμιο, θέατρο, Καραγκιόζη, σχολιογραφία κ.λ.π.) Και σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του συνόλου των κριτικών και των μελετητών του στη χώρα μας, σφράγισε με την παρουσία του την ελληνική ηθογραφία, για να συνεχίσει αργότερα σε άλλους χώρους που δεν είχαν καμιά σχέση με τον παραδοσιακό τρόπο γραφής.


Προικισμένος με μια υπερτροφική φαντασία και σπάνια λογοτεχνική ενόραση είχε τη δυνατότητα να κινείται με άνεση στους χώρους που προαναφέραμε χρησιμοποιώντας το δικό του τρόπο γραφής που τον καθιέρωσε από την πρώτη του παρουσία στα Ελληνικά Γράμματα.


Η πρώτη του εμφάνιση πραγματοποιήθηκε στα 1929, περίοδο που η Λογοτεχνία μας περνούσε κρίση καθώς οι συγγραφείς εκείνου του καιρού (Καρκαβίτσας, Θεοτόκης, Χατζόπουλος κ.ά.) μέσα από το χώρο της ηθογραφίας, επαναλάμβαναν σχεδόν ο ένας τον άλλο, χωρίς να προσθέτουν τίποτα καινούριο, πράγμα που η κριτική είχε επισημάνει από την αρχή. Τότε ο Σκαρίμπας με το διήγημα του «Καπετάν Σουρμελής ο Στουραϊτης» που παρέδωσε στην κρίση των μελών της Κριτικής Επιτροπής (μεγάλα ονόματα τότε στη Λογ/νία μας: Φώτης Κόντογλου, Λεων. Κουκούλας, Κωστής Μπαστιάς κ.ά.) του περιοδικού «Νεοελληνικά Γράμματα», απέσπασε ομόφωνα το πρώτο βραβείο του Διαγωνισμού για «το πρωτότυπο ύφος του, την εκρηκτική του γλώσσα και τις πλούσιες εικόνες του που μοιάζουν με λαϊκές ζωγραφιές». Έτσι καθιερώθηκε από την πρώτη του κιόλας εμφάνιση σαν συγγραφέας με δικό του προσωπικό ύφος, το περίφημο «α-λα-Σκαρίμπα» ύφος, όπως το αποκάλεσε τότε ο Κόντογλου αλλά και άλλοι μετέπειτα μελετητές του.


Μα ο Σκαρίμπας πνεύμα ανήσυχο και δημιουργικό με φαντασία αχαλίνωτη θα προχωρήσει τρία
(3) χρόνια αργότερα (1932) στην έκδοση ενός καινούριου βιβλίου του («το θείο τραγί») και στα 1935 ενός άλλου βιβλίου του (ο «Μαριάμπας») του ίδιου με το προηγούμενο style. Και στα δυο αυτά βιβλία, όλα έρχονται τα πάνω - κάτω: Το γράψιμο γίνεται πιο άτσαλο, πιο αναρχικό. Το πραγματικό μπλέκεται με το φανταστικό, το κωμικό με το δραματικό. Και για πρώτη φορά το παράλογο θα κάμει την εμφάνισή του στη Λογοτεχνία μας. Αυτό θα φανεί πιο έντονα και στο πρώτο θεατρικό έργο του Σκαρίμπα τον «ήχο του κώδωνος» που παίχτηκε στη Χαλκίδα στα 1942 και πριν ακόμα ο Ιονέσκο -που θεωρείται ο πατέρας του παράλογου θεάτρου- παρουσιάσει (στα1948) το έργο του «Η φαλακρή τραγουδίστρια». Συνεχίζουμε εδώ την απαρίθμηση και άλλων έργων του Σκαρίμπα: Το Βατερλό δυο γελοίων, η Μαθητευόμενη των τακουνιών, σπαζοκεφαλιές στον ουρανό, τυφλοβδομάδα στη Χαλκίδα, όλα γραμμένα στο ίδιο παράλογο ύφος που προαναφέραμε, με την παρουσία ενός νέου κεντρικού προσώπου στα έργα αυτά του Οικτιήρωα, στη θέση του κλασικού ήρωα. Εδώ πλέον οι άνθρωποι που περιγράφονται είναι όλοι αντικοινωνικοί, ζουν μακριά από την κοινωνία και την οικογένεια, άνθρωποι περιθωριακοί θα λέγαμε που στη συμπεριφορά και στη δράση τους καθρεφτίζεται η άσχημη πλευρά της ζωής.


Ο Σκαρίμπας παράλληλα με τον πεζό λόγο ασχολήθηκε και με την ποίηση που παρά τις ακροβασίες που έκανε στο στίχο και στη φόρμα της διατήρησε τη μουσικότητά της. Δεν ήταν κοινωνική ή πολιτική η μορφή της Σκαριμπικής ποίησης. Ήταν απλώς τραγούδι. Ελεγειακό ή ερωτικό είχε αυτό το περίφημο «α-λα-Σκαρίμπα» ύφος. Πολλά από τα ποιήματα του Σκαρίμπα μελοποιήθηκαν από αξιόλογους συνθέτες (Γ. Σπανός, Σαρ. Κασάρας, Χρ. Λεοντής, Ασημος κ.ά.) και κυκλοφόρησαν σε δίσκους.


Ιδιαίτερο πάθος και αγάπη έτρεφε ο Σκαρίμπας για τον Καραγκιόζη που τον θεωρούσε το γνησιότερο είδος λαϊκού θεάτρου αφού μέσα απ' αυτόν εκφράζονταν τα όνειρα κι οι καημοί του λαού κι ακόμα γιατί οι ρίζες του βυζαίνουν στην αρχαία μας παράδοση. Έγραφε σχετικά με το θέμα αυτό σε κάποιο βιβλίο του: «Τούτος ο ξυπόλυτος έρχεται ντρίτα από τα μυστήρια: τα ορφικά, τα ελευσίνια, τα διονύσια, όπως ο άνθρωπος έρχεται ντρίτα από τη μόδα. Ντεμοντέ είναι μόνον οι νεκροί, ενώ και η καρδιά του Έθνους δεν χτυπάει στα νάιτ-κλαμπ ούτε στα σαλονειακά κουκουβαγεία της Αθήνας».
Έπαιζε κι ο ίδιος Καραγκιόζη στο ταρατσάκι του σπιτιού του στον Καράμπαμπα, επιτρέποντας την είσοδο μόνον στις λαϊκές γυναίκες της γειτονιάς με εξαίρεση της έγκυες, γιατί όπως έλεγε «υπήρχε ο κίνδυνος να αποβάλλουν από τα πολλά γέλια». Για τους πιτσιρικάδες το εισιτήριο ήταν ενάμισι! αυγό... Είχε κατασκευάσει και δικής τους έμπνευσης φιγούρες, τον «Κόντε Ρεπανάκια» και «Διαμάντω» που ξεχώριζαν για το ιδιόρρυθμο style της κατασκευής τους.


Αργότερα και στις αρχές της δεκαετίας του 60, όταν τα ρεύματα της μοντέρνας ζωγραφικής (εξπρεσιονισμός κ.ά.) έκαναν δυναμικά την παρουσία τους στη χώρα μας, ο Σκαρίμπας επηρεασμένος ίσως από τη στενή φιλία του με το Φώτη Κόντογλου αλλά και από την ίδια του την έφεση για τα εικαστικά, θα κατασκευάσει από τα πιο ευτελή και άχρηστα υλικά τις περίφημες φιγούρες του Καραγκιόζη, σπουδές πιο πολύ στην εικαστική πρωτοπορία εκείνου του καιρού, παρά εργαλείο για την τελετή παράστασης Καραγκιόζη επάνω στο πανί.
Ο Σκαρίμπας έγραψε και θεατρικά έργα με κορυφαίο τον «Ήχο του κώδωνος» και άλλα στο ίδιο ύφος του παράλογου όπως: το «Σεβαλιέ Σερβάν της κυρίας», την «Κυρία του τραίνου», τον «πάτερ Συνέσιο», τα «Καγκουρώ», το «σημείο του σταυρού» κ.ά.
Σημαντική ήταν η προσφορά του Σκαρίμπα και στην ιστορία που όπως πίστευε δεν έδιδε την πραγματική εικόνα του εθνικού μας βίου κομμένη και ραμμένη όπως ήταν στα μέτρα των εκάστοτε κατεστημένων από τους εκπροσώπους τους, Παπαρηγόπουλο, Κόκκινο, Μαρκεζίνη, «σφουγκοκωλάριους» και «σπαζομεσίτες» όπως τους αποκαλούσε. Έτσι ύστερα από πολύχρονες προσπάθειες και θυσίες κατόρθωσε να συγκεντρώσει πολύτιμα στοιχεία και να γράψει το πολυσυζητημένο τρίτομο έργο του, το «Εικοσιένα και η αλήθεια» που προκάλεσε αληθινό σάλο η έκδοσή του καθώς μέσα από τις σελίδες του ο Σκαρίμπας απομυθοποιεί πρόσωπα και γεγονότα δίνοντας τις αληθινές διαστάσεις στην εποποιία του 21. Δε γράφει βέβαια ιστορία -με τη σωστή έννοια του όρου- στο τρίτομο αυτό έργο του ο Σκαρίμπας. Ανοιξε όμως διαδρόμους μέσα από τους οποίους οι ιστορικοί του μέλλοντος θα πορευτούν για ν' ανακαλύψουν την κρυμμένη στα βαθιά σκοτάδια και τη σκόνη των Κρατικών Αρχείων την αληθινή ιστορία του τόπου μας, που ως τότε ήταν τροφή των ποντικών, της υγρασίας των υπογείων.
Στις αγαπημένες ενασχολήσεις του Σκαρίμπα εντάσσεται κι η Σχολιογραφία. Με το οξύ, ευθύβολο, σαρκαστικό και μαχητικό του πνεύμα θα βάλει προς κάθε ύποπτη κατεύθυνση όπου δειλοί και «κατεστημένοι» της πολιτικής και του πνεύματος, εθνικοί μειοδότες και προσκυνημένοι της εξουσίας και των ξένων «προστατών» μας θα δέχονται συνεχώς τα πυρά του και ο βρώμικος ρόλος τους θα αποκαλύπτεται συνεχώς. Σε μερικές ωστόσο περιπτώσεις το πάντα ανήσυχο, μαχητικό και ετοιμοπόλεμο πνεύμα του θα μεταλλάζει σε καλοκάγαθη σάτυρα φωτίζοντας μερικές πλευρές της καθημερινής ζωής.

Σπουδαία ήταν η συμμετοχή του Σκαρίμπα και στην αντιπολεμική Λογοτεχνία. Με τα περίφημα βιβλία του «Περίπολος Ζ» και «φυγή προς τα εμπρός» (προσωπικές του εμπειρίες από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο) γραμμένα στο γνωστό παράλογο ύφος του εντάσσονται στο πλευρό και των άλλων κορυφαίων της χώρας μας:

  • Του Στρατή Μυριβήλη με τη «Ζωή εν τάφω»
  • Του Ηλία Βενέζη με το «Νούμερο»
    Του Στρατή Δούκα με την «Ιστορία ενός αιχμαλώτου»
  • Του Ζήση Σκάρου με τις «Κλούβες»
Αμείλικτο κατηγορώ εναντίον του πολέμου και ύμνο-θούριο στην ειρήνη θεωρούν οι ειδικοί τα δύο αντιπολεμικά βιβλία του Σκαρίμπα που παραπάνω αναφέραμε. Ο Σκαρίμπας έχει απασχολήσει και αρκετά συχνά απασχολεί τα Μ.Μ.Ε. της χώρας μας και πολλών ξένων χωρών
(Β.Β.C του Λονδίνου, Ντόιτσε Βέλε, Μόσχα, Σουηδία κ.ά.). Ενώ μια σειρά εκδοτικοί οίκοι στη χώρα μας (Ζαχαρόπουλος, Σύγχρονη Εποχή, Κάκτος, Νεφέλη κ.ά.) συχνά εκδίδουν τα έργα του, ενδεικτικό του ενδιαφέροντος ενός μεγάλου αναγνωστικού κοινού.

Ο μπαρμπα-Γιάννης πολιτογραφήθηκε μέσα μας σαν μια συνείδηση, τόσο εθνική όσο και λαϊκή. Ήταν ένας απέραντος ποταμός σοφίας -λαϊκής σοφίας-, γνώσης, σπουδής, πάθους για τη γυμνή αλήθεια και αγωνιστικότητα. Είτε θυμόσοφος, είτε οργισμένος, είτε είρωνας σαρκαστής ο Γιάννης Σκαρίμπας ήταν η φωνή του καθένας μας. Του άγνωστου Έλληνα που δεν είχε ποτέ φωνή, που δεν έμαθε παρά όσα του δίδαξαν και κάποτε το κατάλαβε και εξεγέρθηκε μετρώντας μια-μια τις τύψεις της κυρίαρχης τάξης, της κυρίαρχης ιδεολογίας, της κυρίαρχης «ιστορίας», της κυρίαρχης αρλουλοπολογίας, που ποτέ τους δεν μπόρεσαν να τον κοιτάξουν κατάματα και να τον αντιμετωπίσουν «στα ίσια». Στοχαστής μοναδικός και φύση ανήσυχη δεν μπόρεσε ποτέ του να βολευτεί με τη συμβατικότητα. Έμεινε απροσκύνητος, μέχρι τα στερνά του και πάντα οπλισμένος με το δραστικό λόγο του που δεν «χάριζε κάστανα» χωρίς ποτέ του να θεωρεί ότι είναι σπουδαίος.



Επιμέλεια: Νίκος Χατζηγιάννης

ΧΑΛΚΙΔΑ
(από τη συλλογή ΟΥΛΑΛΟΥΜ)

Νάν' σπασμένοι οι δρόμοι, νά φυσάει ο νότος
κι εγώ καταμονάχος καί νά λέω: τί πόλη!

νά μήν ξέρω άν είμαι –μέσα στήν ασβόλη–
ένας λυπημένος πιερότος!
Φύσαε –είπα– ο νότος κι έλεγα: Η Χαλκίδα,
ώ Χαλκίδα –πόλη (έλεγα) καί φέτος
ήμουν –στ' όνειρό μου είδα– Περικλέτος,
πάλι Περικλέτος ήμουν –είδα…
Έτσι έλεγα! Ήσαν μάταιοι μου οι κόποι
πάν' σέ ξύλο κούφιο, πρόστυχο, ανάρια,
Ως θερία, ως δέντρα –αναγλυμένοι– ως ψάρια
τά όνειρά μου (μούμιες) κι οι ανθρώποι.
Τώρα; Πόλη, τρέμω τά γητέματά σου
κι είμαι ακόμα ωραίος σάν τό Μάη μήνα,
κρίμα, λέω, θλιμμένη νάσαι κολομπίνα
καί νά κλαίω εγώ στά γόνατά σου.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Έτσι νάν' σπασμένοι, νά φυσά απ' τό νότο
καί μέ πίλο κλόουν νά γελάς, Χαλκίδα:
Άχ, νεκρόν στό χώμα –νά φωνάζεις– είδα
έναν μου ακόμη πιερότο! . . .

ΦΑΝΤΑΣΙΑ
(από τή συλλογή ΟΥΛΑΛΟΥΜ)

Νάναι σά νά μάς σπρώχνει ένας αέρας μαζί
πρός έναν δρόμο φιδωτό πού σβεί στά χάη,
καί σένα τού καπέλου σου πλατειά καί φανταιζί
κάποια κορδέλα του, τρελά νά χαιρετάει.
Και νάν' σάν κάτι νά μού λές, κάτι ωραίο κοντά
γι' άστρα, τή ζώνη πού πηδάν των νύχτιων φόντων,
κι αύτός ο άνεμος τρελά-τρελά νά μάς σκουντά
όλο πρός τή γραμμή των οριζόντων.
Κι όλο νά λές, νά λές, στά βάθη τής νυκτός
γιά ένα – μέ γυάλινα πανιά – πλοίο πού πάει
Όλο βαθιά, όλο βαθιά, όσο πού πέφτει εκτός:
έξω απ' τόν κύκλο των νερών – στά χάη.

Κι όλο νά πνέει, νά μάς ωθεί αύτός ο άνεμος μαζί
πέρ' από τόπους καί καιρούς, έως ότου – φως μου –
(καθώς τρελά θά χαιρετάει κείν' η κορδέλα η φανταιζί)
βγούμε απ' τήν τρικυμία αύτού τού κόσμου . . .


ΤΟ ΜΟΝΤΕΛΟ
(από τή συλλογή ΟΥΛΑΛΟΥΜ)

Πού τήν είδα; Συλλογίζομαι άν στούς δρόμους
τήν αντίκρυσα ποτές μου ή στ' αστέρια,
τούς χυτούς της φέρνει η ιδέα μου τούς ώμους
δίχως χέρια!
Δίχως χέρια . . . Τό μάτι της γυαλένιο
άς μή μ' έβλεπε – μ' εθώρει κι ήταν τ' όντι
ρόδο ψεύτικο τό γέλιο της – κερένιο –
καί τό δόντι.
Τήν στοχάζομαι. Η φωνή της, λές, μού εμίλει
ριγηλή σάν μέσ' σέ όνειρο – και τ' όμμα
ήταν σφαίρα. Σπασμός τρίγωνος τά χείλη
καί τό στόμα.
Τ' ήταν; πνεύμα; Μήν φτιαγμένη ήταν, ωϊμένα,
ύποπτεύομαι – καί τρέμω νοερά μου –
απ' τό ίδιο ύλικό πούναι φχιαγμένα
τά όνειρά μου; . . .
Αχ πώς τρέμω! ο νούς μου πάει σ' ιδέες πλήθος,
σέ μπαμπάκια καί καρτόνια – ο νούς μου βάνει
γεμισμένο της μήν ήτανε τό στήθος
μέ ροκάνι!
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Ώ Κυρά μου – Άγγελε – Σύ – των μειρακίων
πόχεις τό γέλιο, ώ χαύνη κόρη των πνευμάτων,
σέ μια βιτρίνα σ' έχουν στήσει γυναικείων
φορεμάτων. . .


ΟΥΛΑΛΟΥΜ . . .
Ήταν σα να σε πρόσμενα Κερά
απόψε που δεν έπνεε έξω ανάσα,
κι έλεγα: Θάρθει απόψε απ' τα νερά
κι από τα δάσα.
Θάρθει, αφού φλετράει μου η ψυχή,
αφού σπαρά το μάτι μου σαν ψάρι
και θα μυρίζει ήλιο και βροχή
και νειό φεγγάρι . . .
Και να, το κάθισμά σου σιγυρνώ,
στολνώ την κάμαρά μας αγριομέντα,
και να, μαζί σου κιόλας αρχινώ
χρυσή κουβέντα:
. . . Πως – να, θα μείνει ο κόσμος με το "μπά"
που μ' έλεγε τρελόν πως είχες γίνει
καπνός και - τάχας - σύγνεφα θαμπά
προς τη Σελήνη . . .
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Νύχτωσε και δεν φάνηκες εσύ·
κίνησα να σε βρω στο δρόμο - ωιμένα -
μα σκούνταφτες (όπου εσκούνταφτα) χρυσή
κι εσύ με μένα.
Τόσο πολύ σ' αγάπησα Κερά,
που άκουγα διπλά τα βήματα μου!
Πάταγα γω - στραβός - μεσ' τα νερά;
κι εσύ κοντά μου . . .

 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Δεσμώτης

Περιβόητο μέλος

Ο Δεσμώτης αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Είναι 45 ετών. Έχει γράψει 4,605 μηνύματα.


Έζρα Πάουντ.

Σπουδαίος ποιητής, από τους σημαντικότερους του εικοστού αιώνα.

Γεννήθηκε σαν σήμερα το 1885, στο Αϊντάχο των ΗΠΑ, και υπήρξε παιδί -θαύμα,
αφού μπήκε στο πανεπιστήμιο στα δεκαπέντε του χρόνια και έγινε φροντιστής-καθηγητής πανεπιστημίου στα είκοσι.

Εγκατέλειψε εντούτοις την ακαδημαϊκή καριέρα, για να ταξιδέψει στην Ευρώπη, όπου έμεινε αρχικά στο Λονδίνο έως το 1920, έπειτα στο Παρίσι έως το 1924 , για να καταλήξει στην Ιταλία , όπου και εγκαταστάθηκε μέχρι τη λήξη του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου.

Μολονότι συνδέθηκε με τις σημαντικότερες προσωπικότητες της πρωτοποριακής τέχνης και λογοτεχνίας της εποχής του (Τόμας Έλιοτ, Ο . Γέιτς, Μαρσέλ Ντισάν, Τριστάν Τζαρά, Φερνάντ Λεζέ κ.α.) , στο χώρο της πολιτικής ακολούθησε διαφορετικό δρόμο.

Απογοητευμένος από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, πίστεψε στο Μουσολίνι και έγινε φανατικός οπαδός του. Βοήθησε με όλες του τις δυνάμεις το φασιστικό καθεστώς και κατά τη διάρκεια του πολέμου έκανε προπαγανδιστικές εκπομπές από το ραδιόφωνο προς τους συμπατριώτες του που πολεμούσαν τον Άξονα, καλώντας τους να πετάξουν τα όπλα.

Μετά τη λήξη του πολέμου οι Αμερικανοί τον συνέλαβαν και τον έκλεισαν αρχικά σε ένα δημόσιο κλουβί και στη συνέχεια σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στην Πϊζα.
Η περιπέτεια αυτή κλόνισε τα νεύρα του , αλλά ήταν και η πηγή έμπνευσης για μια σειρά ποιημάτων υπό τον τίτλο Τα Κάντος της Πίζας.

Ο Πάουντ θα μεταφερθεί από τους συμπατριώτες του στις ΗΠΑ, όπου θα φυλακιστεί ως προδότης και θα εγκλειστεί επί δώδεκα χρόνια σε ψυχιατρείο. Θα αποφυλακιστεί ύστερα από την ενεργή παρέμβαση μεγάλων προσωπικοτήτων και θα αναχωρήσει για την Ιταλία ,
όπου , ακολουθώντας το δρόμο της συνειδητής σιωπής από το 1961,θα πεθάνει το 1972.

Έργα του:

PERSONAE, ΤΟ ΚΑΝΤΟ ΤΗΣ ΠΙΖΑΣ, ΕΚΛΟΓΗ ΑΠΟ ΤΑ ΚΑΝΤΟ
Η ΑΛΦΑΒΗΤΑ ΤΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ
ΚΑΤΑΗ
ΚΑΤΑΗ (ΔΙΓΛΩΣΣΗ ΕΚΔΟΣΗ)
ΣΠΟΥΔΗ ΤΩΝ ΚΑΝΤΟ Ι-ΧΧΧ
ΣΧΕΔΙΑΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ
ΤΑ ΑΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΙΖΑΣ
ΤΑ ΑΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΙΖΑΣ
ΤΑ ΛΟΥΣΤΡΑ
ΧΙΟΥ ΣΕΛΓΟΥΙΝ ΜΩΜΠΕΡΛΥ

Καγίρα,

Αν οι πηγές μου σε ξεδιψούν, ιδού 10. :)

Μήπως θα πρέπει να δηλώσω και τη πηγή της πηγής τώρα;

Λίγο έλεος για γαρνίρισμα. :/:

Χαλάρωσε, δεν είναι ιδιοκτησίας η παράθεση της ζωής κάποιων "μορφών" της τέχνης.

Αν αρχίσω και γράφω κατεβατά από καμιά 50ριά βιβλία θα θες κι εκεί τις 50 διαφορετικές πηγές;
Τόπικ είναι. Δεν κάνεις πτυχιακή εδώ. Αν το βλέπεις έτσι δω πέρα, καλύτερα ας μη ποστάρεις μάτια μου.



edit: Ο Παζολίνι απαγγέλει Πάουντ στον ίδιο τον Πάουντ. :)

 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Δεσμώτης

Περιβόητο μέλος

Ο Δεσμώτης αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Είναι 45 ετών. Έχει γράψει 4,605 μηνύματα.


Γιόζεφ Γκέμπελς.

Η "αγία" οικογένεια. Ο Γιόζεφ και η Μάγδα με τα έξι
παιδιά τους και το γιο της Μάγδας από τον πρώτο γάμο της.
Τα αθώα ανήλικα "φυγαδεύτηκαν" στον άλλο κόσμο
από τους φανατικούς γονείς τους , για να μην πέσουν στα χέρια των συμμάχων.


Γεννήθηκε το 1897.
Σπούδασε γερμανική λογοτεχνία στη Χαϊδελβέργη και αναγορεύτηκε διδάκτωρ σε νεαρή ηλικία. Φιλοδοξούσε να γίνει συγγραφέας , ώσπου γνώρισε το Χίτλερ, γοητεύθηκε από αυτόν και έγινε το δεξί του χέρι σε θέματα επικοινωνίας και προβολής των ναζιστικών ιδεών.

Μετά την ανάληψη της εξουσίας από τους Ναζί δημιούργησε το Υπουργείο Προπαγάνδας και κατάφερε μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα να μετατρέψει έναν ολόκληρο λαό σε αγέλη άγριων θηρίων που διψούσαν για αίμα. Το απόσπασμα από τα γερμανικά επίκαιρα του 1945 δίνει μια εικόνα από την αδιαφιλονίκητη γοητεία που ασκούσε στις μάζες το νευρωτικό ανθρωπάκι με τον παραληρηματικό του λόγο.

Προσέξτε στα πρόσωπα του ακροατηρίου του την προσδοκία της νίκης που φεγγοβολά στα μάτια τους.

Ενώ το σύμπαν έχει καταρρεύσει γύρω τους και οι σύμμαχοι είναι σε απόσταση αναπνοής από το Βερολίνο, αυτοί επιδοκιμάζουν τα παραμύθια του ψυχοπαθούς ρήτορα περί τελικής νίκης της Γερμανίας.
Το τέρας αυτό λίγες βδομάδες αργότερα ( 1 Μαΐου) θα αυτοκτονήσει μαζί με τη γυναίκα του στο καταφύγιο της Καγκελαρίας, αφού δολοφονήσουν πρώτα εν ψυχρώ με δηλητήριο τα έξι παιδιά τους!

Ακούστε τι λέει ο "καλλιτέχνης":


Γιατί Μορφή τέχνης ο Γκέμπελς; (ακούω φωνές διαμαρτυρίας)

Μα θέλει καλλιτεχνικό ταλέντο να κάνεις την προπαγάνδα επιστήμη. ;)
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Δεσμώτης

Περιβόητο μέλος

Ο Δεσμώτης αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Είναι 45 ετών. Έχει γράψει 4,605 μηνύματα.


Σαλβαδόρ Νταλί.

Ο Σαλβαδόρ Νταλί (11 Μαΐου 1904 – 23 Ιανουαρίου 1989) αποτελεί έναν από τους πλέον γνωστούς ζωγράφους του 20ου αίωνα και μια από τις πιο εκκεντρικές φυσιογνωμίες της σύγχρονης τέχνης. Συνδέθηκε με το καλλιτεχνικό κίνημα του υπερρεαλισμού.

Ο Νταλί (πλήρες όνομα Salvador Felip Jacint Dalí Domènech)ασχολήθηκε εκτός από την ζωγραφική, με τον κινηματογράφο, τη γλυπτική, τη φωτογραφία και τη μόδα.


Καταγόταν από ευκατάστατη οικογένεια. Το 1921 έχασε την μητέρα του από καρκίνο, ενώ μετά από το θάνατό της, ο πατέρας του παντρεύτηκε την αδελφή της, κάτι που ο Νταλί δεν αποδέχτηκε ποτέ. Ένα χρόνο αργότερα εγκαταθίσταται στη Μαδρίτη, όπου και ξεκινά τις σπουδές του.



Αυτή την περιόδο, ο Νταλί πειραματίζεται με τον κυβισμό. Επίσης, έρχεται σε επαφή με το κίνημα του ντανταϊσμού το οποίο θα επηρεάσει σημαντικά το έργο του σε όλη τη διάρκεια της ζωής του. Συνδέεται παράλληλα φιλικά με τον ποιητή Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα και με τον σκηνοθέτη Λουίς Μπουνιουέλ. Το 1926 αποβάλεται από την ακαδημία λίγο πριν τις τελικές του εξετάσεις, καθώς δηλώνει πως κανένας από τους καθηγητές του δεν είναι άξιος να τον κρίνει.



Την ίδια χρονιά, επισκέπτεται για πρώτη φορά το Παρίσι όπου συναντά τον Πικάσο, ο οποίος είχε ήδη κάποια γνώση γύρω από το έργο του Νταλί. Τα επόμενα χρόνια, στα έργα του Νταλί αποτυπώνονται ισχυρές επιδράσεις από το έργο του Πικάσο αλλά ταυτόχρονα αρχίζει να διαφαίνεται ένα προσωπικό στυλ.

Το 1929, ο Νταλί συνεργάζεται με τον Λουίς Μπουνιουέλ, για τη δημιουργία της ταινίας μικρού μήκους Ανδαλουσιανός Σκύλος .

Ο Νταλί βοηθά ουσιαστικά στο σενάριο της ταινίας, η οποία αποτελεί έως σήμερα την πιο καθαρή εφαρμογή του υπερρεαλισμού στον κινηματογράφο.



Παράλληλα, ο Νταλί γνωρίζει την μελλοντική σύζυγο του και μούσα του, γνωστή ως Γκαλά.

Σε όλη τη διάρκεια της ζωής του ο Νταλί δεν έπαψε να τονίζει την ευεργετική επίδραση που άσκησε επάνω του η Γκαλά, την οποία συμπεριλάμβανε συχνά στα έργα του, είτε ως πρωταγωνίστρια, είτε ως παρατηρήτρια των διαδραματιζομένων. Μάλιστα, δεν απέφυγε την υπερβολή, θεωρώντας την -κυριολεκτικά- αγία, και την απεικόνισε πολλές φορές ως ενσάρκωση μυθολογικών προσώπων της αρχαιότητας, ή ακόμα και ως Παναγία.



Την ίδια περίοδο, γίνεται και επίσημα μέλος του υπερρεαλιστικού κινήματος. Στις αρχές της δεκατίας του 1930, ο Νταλί επινοεί επιπλέον την Παρανοϊκο-κριτική μέθοδο, όπως ο ίδιος την αποκαλεί, που αποτελεί ένα είδος υπερρεαλιστικής τεχνικής με σκοπό την πρόσβαση στο ασυνείδητο προς όφελος της καλλιτεχνικής δημιουργίας.

Ο Νταλί στηρίζει την μέθοδο αυτή στην ικανότητα του ανθρώπου να λειτουργεί συνειρμικά, συνδέοντας εικόνες ή αντικείμενα που δεν συνδέονται μεταξύ τους κατ' ανάγκη λογικά. Συνδέεται άμεσα με τον υπερρεαλιστικό αυτοματισμό και τις φροϋδικές θεωρίες γύρω από τα όνειρα.



Το ίδιο «δαιμόνιο» που τον οδήγησε στο κύκλο διανοουμένων του Υπερρεαλισμού το 1929, προκάλεσε συγκρούσεις λίγα χρόνια μετά, και την ρήξη των σχέσεών του με τους Υπερρεαλιστές το 1941.

Ο Υπερρεαλισμός ξεκίνησε κυρίως ως πολιτικο-ιδεολογικό κίνημα από τα συντρίμμια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Αίτημα των Υπερρεαλιστών ήταν η αλλαγή των παραδοσιακών κοινωνικών δομών μέσα από τη διανόηση και την τέχνη.

Και όμως ο Σαλβαντόρ Νταλί αδιαφορούσε προκλητικά για το κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι σε μια χώρα που ταλανιζόταν από εμφύλιο πόλεμο και σε μια Ευρώπη που συντασσόταν ή ερχόταν αντιμέτωπη με το Ναζιστικό μηχανισμό.



Η προσήλωση στην προσωπική του πραγματικότητα τον οδήγησε στην «μέγιστη ύβρη», καθώς στην ερώτηση «Τι είναι υπερρεαλισμός;» απαντούσε «Ο Υπερρεαλισμός είμαι εγώ!».

Τότε ο Μπρετόν επινόησε τον περίφημο αναγραμματισμό του ονόματος του Νταλί, ως Avida Dollars (σε ελεύθερη μετάφραση άπληστος για δολάρια) ασκώντας κριτική στο εμπορικό πνεύμα που κατά τη άποψη των υπερρεαλιστών είχε ο Νταλί.



Έτσι ο Σαλβαντόρ Νταλί διεκδίκησε και κατέκτησε μαζί με την προσωπική επιτυχία του, την απόλυτη ανεξαρτησία από ομάδες και τάσεις, βασικό στοιχείο της δημιουργικής του μοναξιάς.

Ίσως ένα από τα πιο ιδιόμορφα στοιχεία για την προσωπικότητα του Νταλί ήταν οι πολιτικές του απόψεις και η προσωπική του ζωή. Αν και αναρχοκομμουνιστής στα νιάτα του, ο σουρεαλιστής δημιουργός έγινε ένας από τους λίγους ανθρώπους του πνεύματος που υποστήριξε το φασιστικό καθεστώς του Φράνκο. Ο ίδιος ο Νταλί ζωγράφισε και ένα πορτραίτο της κόρης του Ισπανού δικτάτορα, ενώ δεν σταμάτησε να ισχυρίζεται ότι παράλληλα παραμένει κομμουνιστής...

Το απόφθεγμα του Όρσον Γουέλς είναι χαρακτηριστικό για τον χαρακτήρα του Νταλί: «Κάποιος πρέπει να συγκρατεί στο μυαλό του δύο πράγματα, ότι ο Νταλί ήταν συγχρόνως ένας πολύ καλός καλλιτέχνης και ένας σιχαμερός άνθρωπος».



Με το ξέσπασμα του πολέμου στην Ευρώπη, ο Νταλί μαζί με την Γκαλά, εγκαθίσταται στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1940, όπου και θα ζήσει για τα επόμενα οκτώ χρόνια. To 1941 εργάζεται για την Walt Disney πάνω στη δημιουργία ενός κινούμενου σχεδίου (το Destino) αλλά μόνο ελάχιστα δευτερόλεπτα παρουσιάζονται ολοκληρωμένα πέντε χρόνια αργότερα. Το 1940 δημοσιεύεται και η αυτοβιογραφία του The Secret Life of Salvador Dali.

Destino (Disney/Dali)



Μετά την παραμονή του στην Αμερική, περνά το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην Ισπανία. Ενώ την περίοδο 1960-1974 εργάστηκε σχεδόν αποκλειστικά για την δημιουργία του Θεάτρου-Μουσείου Γκαλά-Σαλβαντόρ Νταλί στο Φιγέρας.

Το 1982 ο βασιλιάς Χουάν Κάρλος της Ισπανίας του απονέμει τον τίτλο του μαρκήσιου. Την ίδια χρονιά, πεθαίνει η Γκαλά, γεγονός που του προκαλεί θλίψη και αποπειράται να αυτοκτονήσει.

Πεθαίνει στις 23 Ιανουαρίου του 1989 στην πόλη που γεννήθηκε.

Πηγές: Ζωή του Σαλβαδόρ Νταλί

Μια διαδικτυακή βόλτα σε έργα του:

Ίδρυμα Gala - Salvador Dali

Salvador Dalí Art Gallery

Virtual Dali

alvadordalimuseum.org

εβριμποντι χάπι με τας ρεφερανς; :whistle:
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Neraida

Επιφανές μέλος

Η Bitch... αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 13,073 μηνύματα.


εβριμποντι χάπι με τας ρεφερανς; :whistle:

Δε θα το ελεγα, διοτι αυτο οπως και τα προηγουμενα ειναι αυτουσια κειμενα απο συγκεκριμενα blogs.
Δλδ, περι Νταλι ειναι του μπλογκερ "Roadartist": https://roadartist.blogspot.com/2009/01/salvador-dal.html
Και τα 2 πρωτα που παρεθεσες, εαν θυμαμαι καλα, του "gerontakos"...
Απο οσο γνωριζω πρεπει να γινεται ακριβης αναφορα των πηγων, εκτος εαν εσυ εισαι ο gerontakos & ο roadartist...
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Δεσμώτης

Περιβόητο μέλος

Ο Δεσμώτης αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Είναι 45 ετών. Έχει γράψει 4,605 μηνύματα.
Δε θα το ελεγα, διοτι αυτο οπως και τα προηγουμενα ειναι αυτουσια κειμενα απο συγκεκριμενα blogs.
Δλδ, περι Νταλι ειναι του μπλογκερ "Roadartist": https://roadartist.blogspot.com/2009/01/salvador-dal.html
Και τα 2 πρωτα που παρεθεσες, εαν θυμαμαι καλα, του "gerontakos"...
Απο οσο γνωριζω πρεπει να γινεται ακριβης αναφορα των πηγων, εκτος εαν εσυ εισαι ο gerontakos & ο roadartist...

Τι διαφορά έχει να αντιγράφεις μια βιογραφία από ένα απόκομμα εφημερίδας ή από ένα βιβλίο ή από ένα blog ή να κάνεις συρραφή τους;

Η αντιγραφή είναι αντιγραφή...

Για γεγονότα ζωής γράφουμε. Φυσικό κι επόμενο είναι να συμβαίνει αυτό.

Αν συλλέξω μισή γραμμή από 50 blogs για τον ίδιο καλλιτέχνη θα αναφέρω 50 πηγές;


Έτσι το τόπικ θα γίνει η αναφορά των πηγών.

Σκοπός του θέματος αυτού δεν είναι ούτε να μυστικοποιήσουμε καμιά πηγή (όλοι τις χρησιμοποιούμε κι όποιος θέλει τις δηλώνει) ούτε να αναφερθούμε κατ'ανάγκην σε αυτή.

Παραπάνω έχω δηλώσει τις πηγές (εκτός από το ποστ με τη Κλωντίν).
Αυτό που δε δήλωσα είναι τα blogs.

Δε βλέπω το λόγο να διαφημίζονται blogs όταν μάλιστα αυτό αντιβαίνει σε κανονισμό του παρόντος φόρουμ. (μπάϊδεγουέι μόλις έχεις παραβεί κανονισμό περί διαφήμισης άλλων ιστότοπων και μάλιστα παραθέτοντας και το όνομα των βλογκ. Infraction alarm και τα τοιαύτα.)

Σε κάθε περίπτωση, είσαι εκτός θέματος (κι εγώ που μαζί απαντώ)

2. Αν διάβασες παραπάνω, αναφερόμενος στη Καγίρα δήλωσα πως ο λόγος που δεν ανεφέρθη η πηγή είναι διότι και η πηγή έχει αντιγράψει από κάπου. Άρα θα γίνουμε τα φίδια που θα κυνηγούν την αρχή της ουράς τους;

Μπα...don't think so.

Έχεις όμως χάσει την ουσία.

Εδώ δε διεκδικούμε δάφνες για τη καλύτερη ευρεσιτεχνία ούτε την αρτιότερη βιογραφία.

Γράψε ό,τι θες από όπου θες.
Αν θες να ψάχνεις τις πηγές των άλλων, ψάξε. Αν θες εσύ η καγίρα κι άλλοι 300 να αναφέρετε τις πηγές, free to do so.

Απλώς είναι δώρον άδωρον και σου θυμίζω: οι βιογραφίες δεν είναι abstract ούτε πείραμα.
Είναι μια ζωή περασμένη.

Κάποιος την έγραψε πρώτος. Σωστά.
Άντε βρες τον και πες μου τον κι εμένα νωχελικά στ'αυτί.

Στο μεταξύ ας κάνω μια γυροβολιά ιντερνετική να ψαρέψω καμιά "μορφή" κι όταν με το καλό ποστάρω, σου'χω quiz. :D:D:D


Άντε και goodbye!!!!!! (αυτό τώρα από ποιο blog να'ναι, άραγε?:))
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Τελευταία επεξεργασία:

Neraida

Επιφανές μέλος

Η Bitch... αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 13,073 μηνύματα.
Η Διδώ Σωτηρίου ήταν μυθιστοριογράφος και δημοσιογράφος. Γεννήθηκε το 1909 στο Αϊδίνι της Μικράς Ασίας, κόρη του Ευάγγελου Παππά και της Μαριάνθης Παπαδοπούλου. Το 1919 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά της στη Σμύρνη και μετά την καταστροφή του 1922 κατέφυγαν στην Ελλάδα. Στην Αθήνα ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές της με δασκάλους μεταξύ άλλων τους λογοτέχνες Κώστα Παρορίτη και Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη. Φοίτησε στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών και το 1937 παρακολούθησε για λίγους μήνες μαθήματα γαλλικής λογοτεχνίας στο πανεπιστήμιο της Σορβόννης. Από το 1936 στράφηκε επαγγελματικά προς τη δημοσιογραφία.


Συνεργάστηκε με το περιοδικό "Γυναίκα" (ως αρχισυντάκτρια) και τις εφημερίδες "Νέος Κόσμος" και "Ριζοσπάστης" (αρχισυντάκτρια από το 1944), ενώ κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής συνεργάστηκε με τις Μέλπω Αξιώτη, Έλλη Αλεξίου, Έλλη Παππά, Τιτίκα Δαμασκηνού, Ηλέκτρα Αποστόλου, Χρύσα Χατζηβασιλείου και άλλες ελληνίδες της αντίστασης.

Πήρε μέρος στο συνέδριο της Κοινωνίας των Εθνών στη Γενεύη το 1935, όπου γνωρίστηκε με τη σύντροφο του Λένιν Αλεξάνδρα Κολοντάι και στο ιδρυτικό συνέδριο της Δημοκρατικής Ομοσπονδίας Γυναικών το 1945 στο Παρίσι. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1959 με την έκδοση του μυθιστορήματος "Οι νεκροί περιμένουν". Έργα της μεταφράστηκαν σε πολλές ξένες γλώσσες. Ένα κομμάτι του έργου της έχει γνωρίσει επιτυχία στο εξωτερικό, και ιδιαίτερα στην Τουρκία.

Η Διδώ Σωτηρίου ανήκει στους έλληνες πεζογράφους του μεσοπολέμου. Το έργο της κινείται στο πλαίσιο του ρεαλισμού με έντονη την παρουσία του αυτοβιογραφικού στοιχείου και της συναισθηματικής συμμετοχής του συγγραφέως στις περιπέτειες των ηρώων της, και αντλεί τη θεματολογία του από τη μικρασιατική καταστροφή, την περίοδο του εμφυλίου και την μετά τον εμφύλιο περίοδο της ελληνικής ιστορίας. Με τα "Ματωμένα χώματα" η Σωτηρίου εγκαινίασε την πορεία της προς μια γραφή που συνδυάζει τη μυθιστορηματική τεχνική με μια προοπτική εξέτασης των θεμάτων της από ιστορική σκοπιά, πορεία που συνέχισε και στα δύο επόμενα μυθιστορήματά της την "Εντολή", με θέμα την υπόθεση Μπελογιάννη και το "Κατεδαφιζόμεθα".

Τιμήθηκε με το βραβείο ελληνοτουρκικής φιλίας Αμπντί Ιπεκτσί, το 1983, με το Ειδικό Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας, το 1989, με το Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών, το 1990 και με τον Ταξιάρχη του Τάγματος του Φοίνικος, το 1995. Το 2001 η Εταιρεία Συγγραφέων καθιέρωσε προς τιμήν της το βραβείο "Διδώ Σωτηρίου", το οποίο απονέμεται "σε ξένο ή έλληνα συγγραφέα που με τη γραφή του αναδεικνύει την επικοινωνία των λαών και των πολιτισμών μέσα από την πολιτισμική διαφορετικότητα".

Πέθανε στην Αθήνα στις 23 Σεπτεμβρίου του 2004.

 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Δεσμώτης

Περιβόητο μέλος

Ο Δεσμώτης αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Είναι 45 ετών. Έχει γράψει 4,605 μηνύματα.


ΧΕΝΡΙΚ ΙΨΕΝ
. (20/3/1828-1906)

Πασίγνωστος Νορβηγός δραματουργός.

Θεωρείται "πατέρας" του σύγχρονου ρεαλιστικού θεάτρου.
Στηλίτευσε την αναλγησία και τις υποκριτικές σχέσεις των ανώτερων αστικών στρωμάτων, συμβάλλοντας στην απομυθοποίηση ενός τρόπου ζωής που στηρίζεται σε ηθικούς κανόνες άκαμπτους και ξένους προς τις βαθύτερες ανάγκες του ανθρώπου.

Η υποδειγματική τεχνική, η βαθιά ψυχολογική ανάλυση των χαρακτήρων,η διεισδυτική ματιά στην άβυσσο των αντικρουόμενων αισθημάτων, των λογικών αμφιβολιών και των παραισθήσεων των ηρώων του αλλά και η ποιητική ατμόσφαιρα που αναδύεταιμέσα από τα έργα του, του δίνουν περίοπτη θέση στο Πάνθεον της παγκόσμιας δραματουργίας.

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ HENRIK IBSEN
( πηγή : WIKIPEDIA)


Το παρακάτω τραγούδι στηρίζεται στο θεατρικό έργο του Ibsen
"Peer Gynt" και είναι γραμμένο από το φίλο του συνθέτη Edvard Grieg (1843-1907).

Οι στίχοι του ανήκουν στον Ibsen. Αναγράφεται στον κατάλογο των έργων του Edvard Grieg ως Σουίτα Νο 2. (op. 23 Νο 19).
Ηχογραφήθηκε το 1982 με την Ορχήστρα της Ακαδημίας του Αγίου Μαρτίνου των Αγρών.
Διευθυντής Ορχήστρας ο Σερ Neville Marriner.
Τραγουδά η Lucia Popp.



ΟΙ ΣΤΙΧΟΙ ΤΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ
( μετάφραση στα Αγγλικά)

The winter may pass
and the spring disappear, the spring disappear;
The summer too will vanish and then the year,
and then the year.
But this I know for certain: you'll come back again,
you'll come back again.
And even as I promised you'll find me waiting then,
you'll find me waiting then.
Oh-oh-oh ....
God help you when wand'ring your way all alone,
your way all alone.
God grant to you his strength as you'll kneel at his throne,
as you'll kneel at his throne.
If you are in heaven now waiting for me,
in heaven for me.
And we shall meet again love and never parted be,
and never parted be!

Oh-oh-oh ....
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Τελευταία επεξεργασία:

fantasmenos

Τιμώμενο Μέλος

Η Διαταραγμένη Προσωπικότητα αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Επαγγέλεται Θεολόγος και μας γράφει απο Μαυροβούνιο (Ευρώπη). Έχει γράψει 4,026 μηνύματα.
Ουίλιαμ Σέξπιρ
ο επονομαζόμενος και ντροπή των καλλιτεχνών

Shakespeare.jpg


Γεννήθηκε στο Στάντφορντ της Αγγλίας περίπου στα 1564 και πέθανε στα 1616 πάλι στο Στάντφορντ αφού προηγουμένως είχε μετακομίσει στο Λονδίνο εξαιτίας του κόμπλεξ του να αποδείξει στους συντοπίτες του την αξία του. Ενώ δεκάδες κολοσσοί της τέχνης κατέστρεψαν τη ζωή τους λόγω των εξαρτήσεων και των παθών τους, ο Σέξπιρ για ένα ανεξήγητο λόγο έζησε χωρίς να δοκιμάσει της μεγάλες συγκινήσεις της ζωής (γυναίκες, όπιο, αλκοόλ κτλ) οι οποίες ήταν οι αγαπημένες ασχολίες των περισσότερων κατοπινών τεράτων της τέχνης. Η βαρετή του ζωή προξένησε τόσο εντύπωση στους μελετητές του, έτσι ώστε ακόμη και ο μέγας Φρόυντ οδηγήθηκε στην θεωρία του κλέφτη αφού εξέτασε ψυχαναλυτικά τα έργα του. Πως ήταν δυνατόν αυτός ο βαρεμένος φοροφυγάς να καταφέρει να δημιουργήσει χαρακτήρες σαν τον Άμλετ, τον Βασιλιά Λίρ και τον Έντμοντ οι οποίοι χαρακτηρίζονται από την πολυπλοκότητα τους και την βαθιά γνώση του συγγραφέα για τον άνθρωπο ενώ ο Σέξπιρ ήταν ένας τόσο μονοδιάστατος άνθρωπος; Πως γίνεται η περίφημη μεταστροφή που παρουσιάζουν οι χαρακτήρες στα σημαντικότερα έργα του να είναι το αποτέλεσμα ενός δικομανή wannabe μεγαλογαιοκτήμονα; Έτσι ο Φρόυντ και άλλοι κατέληξαν ότι ο Σέξπιρ έκλεψε τα κείμενα από κάποιον άλλο ο οποίος πληροί τα χαρακτηριστικά του μεγάλου καλλιτέχνη, μια πραγματική μεγαλοφυία εν ονόματι Francis Bacon. Σήμερα η άποψη αυτή θεωρείται απλώς γραφική.

Η συζυγική του ζωή ήταν το ίδιο βαρετή. Παντρεύτηκε την Ανν Χάθαγουέι και έκανε μαζί της μερικά κουτσούβελα. Αυτό και τίποτε άλλο. Η αγαπημένη του ασχολία ήταν να παίζει τους ρόλους των έργων του στο σανίδι. Δυστυχώς δεν γνωρίζουμε αν είχε ταλέντο ή ήταν ο προπομπός όλων των ατάλαντων που ανεβάζουν Σέξπιρ κατά καιρούς τα τελευταία 300 χρόνια.

Οι άνθρωποι τους οποίους επηρέασε, άλλους περισσότερο άλλους λιγότερο, αποτελούν πράγματι ένα γαλαξία διασημοτήτων. Τζόυς, Προυστ, Έλιοτ, Κάφκα, Ίψεν και άλλα παλικάρια ιδιού μεγέθους με τους προαναφερόμενους έχουν άμεσες επιρροές σε σημείο ανταγωνισμού πατέρα και υιού με τον Βρετανό ξενέρωτο δραματουργό.

Μερικά από τα σημαντικότερα έργα του:

Βασιλιάς Λιρ
Άμλετ
Οθέλλος
Τρικυμία
Ρωμαίος και Ιουλιέτα
Κοριολανός
κτλ
κτλ

Πηγές:

Η αφεντιά μου, μερικά βιβλία του Σέξπιρ και η διαστρέβλωση των λόγων του Χάρολντ Μπλούμ...
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Δεσμώτης

Περιβόητο μέλος

Ο Δεσμώτης αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Είναι 45 ετών. Έχει γράψει 4,605 μηνύματα.
Paul Newman ( 26 Ιανουαρίου 1925 – 26 Σεπτεμβρίου 2008 )



"Το να είσαι ηθοποιός σημαίνει να είσαι παιδί!"
*
"Αν δεν έχεις εχθρούς , δεν έχεις χαρακτήρα!"



" Με ρωτάτε αν απάτησα ποτέ τη γυναίκα μου. Σας απαντώ:
Όταν έχεις φιλέτο στο σπίτι σου, δε βγαίνεις έξω για να φας χάμπουργκερ!"
*
" Οι άνθρωποι μένουν παντρεμένοι επειδή το θέλουν, όχι επειδή οι πόρτες είναι κλειδωμένες!"



" Σκέφτομαι το επιτάφιο επίγραμμά μου:
Ενθάδε κείται ο Πολ Νιούμαν,
που πέθανε επειδή τα μάτια του έγιναν καφέ!"
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Neraida

Επιφανές μέλος

Η Bitch... αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 13,073 μηνύματα.
Άλμπρεχτ Ντύρερ, 1471-1528 (Dyrer Albrecht)


Ο Άλμπρεχτ Ντύρερ ( Albrecht Durer 1471 - 1528 ), γερμανός ζωγράφος και χαράκτης, είναι η σημαντικότερη προσωπικότητα της Γερμανίας του 16ου αιώνα, και με την πολύπλευρη δραστηριότητά του εγκαινιάζει την Αναγέννηση στη Βόρειο Ευρώπη. Η γνωριμία του με τις αντιλήψεις του κλασικού κόσμου και της ιταλικής Αναγέννησης και ο βαθύς επηρεασμός του από αυτές, σε συνδυασμό με τη γοτθική παράδοση της χώρας του, τον κάνουν πρωτεργάτη της γερμανικής Αναγέννησης. Γνωρίζουμε πολλά για τη ζωή του, όχι μόνο από τις πολυάριθμες βιογραφικές πληροφορίες που έχουμε γι΄ αυτόν, αλλά και από τα γράμματα και το ημερολόγιό του.
Ο Άλμπρεχτ ήταν το τρίτο από τα δεκαοκτώ παιδιά της οικογένειάς του και γεννήθηκε στη Νυρεμβέργη. Ο πατέρας του - ουγγρικής καταγωγής - ήταν χρυσοχόος και, όταν ο Ντύρερ ήταν μικρός, διδάχτηκε από αυτόν την τέχνη της χρυσοχοΐας και τα πρώτα στοιχεία του σχεδίου και της χαρακτικής. Ήδη 13 χρονών ζωγράφισε την αυτοπροσωπογραφία του. Ήταν η πρώτη από μια σειρά αυτοπροσωπογραφιών που φιλοτέχνησε στη διάρκεια της ζωής του.

Στα 16 του μαθήτευσε για 4 χρόνια δίπλα στον ΜίχαελΒόλγκεμουτ, από τον οποίο έμαθε τη χαρακτική σε ξύλο και χαλκό, την υδατογραφία και την ελαιογραφία.

Ταξίδεψε πρώτα στο Nordlingen, όπου συνάντησε νεαρούς καλλιτέχνες επηρεασμένους από το ολλανδικό σχέδιο και μετά πήγε στο Κολμάρ και το Στρασβούργο. Δεν έμεινε όμως ικανοποιημένος και θέλησε να επισκεφθεί την κοιτίδα της Αναγέννησης και των νέων ιδεών σε όλους τους τομείς, την Ιταλία. Έκανε το πρώτο του ταξίδι εκεί λίγο μετά το γάμο του με την Άγκνες Φρέυ - κόρη πλούσιου και μορφωμένου εμπόρου - στην οποία αφιέρωσε έναν από τους πρώτους πίνακές του, το Νέο με το άνθος.

Έμεινε για μεγάλο διάστημα στη Βενετία, όπου γνωρίστηκε και επηρεάστηκε κυρίως από τον Τζιοβάννι Μπελλίνι και τον Αντρέα Μαντένια. Σε ένα γράμμα του γράφει: «Ο Τζιοβάννι Μπελλίνι μου έκανε ένα σωρό φιλοφρονήσεις μπροστά σε ευπατρίδες. Ήθελε οπωσδήποτε να αποκτήσει ένα έργο μου και ήρθε προσωπικά να με παρακαλέσει να του ζωγραφίσω ο,τιδήποτε. "Όλοι με ζήλεψαν για την εύνοια που μου έδειξε ο άνθρωπος αυτός, που παρά την προχωρημένη ηλικία του, παραμένει ο αδιαφιλονίκητος δάσκαλος όλων των ζωγράφων». Και λίγο παρακάτω προσθέτει: «Εδώ είμαι άρχοντας, στον τόπο μου, παράσιτο».

Στην Ιταλία το ενδιαφέρον του δεν επικεντρώθηκε μόνο στην τέχνη του αλλά και στα μαθηματικά. Σε μια επιστολή του γράφει: «η νέα τέχνη πρέπει να βασίζεται στην επιστήμη και κυρίως στα μαθηματικά, που είναι η πιο θετική και λογική επιστήμη». Στις πρώτες μελέτες του πάνω στην προοπτική και τις αναλογίες είχε τη βοήθεια του Γιάκοπο ντε Μπάρμπαρι, ο οποίος του σύστησε το έργο του Πατσιόλι για το συσχετισμό μαθηματικών και τέχνης. Η πραγματεία του Πατσιόλι πάνω στις αναλογίες είχε προκαλέσει και το ενδιαφέρον του Λεονάρντο ντα Βίντσι, ο οποίος την εικονογράφησε. Ο Ντύρερ δε συνάντησε τον Λεονάρντο, αλλά τον θαύμαζε και εντυπωσιάστηκε από τις μελέτες του για τις ανθρώπινες αναλογίες, τις οποίες και εφάρμοσε στα έργα του.

Σ΄ αυτό το ταξίδι ή στο επόμενο ήρθε σε επαφή με τις φιλοσοφικές αντιλήψεις της Πλατωνικής Ακαδημίας της Φλωρεντίας και εκεί οφείλεται το ιδιαίτερο ενδιαφέρον που ανέπτυξε αργότερα για τα πλατωνικά στερεά, τα οποία μελέτησε διεξοδικά στο τετράτομο έργο του για τα μαθηματικά. Στην πρώτη ιταλική περίοδο ανήκουν πολλά σχέδια με μυθολογικά θέματα, όπως η Αρπαγή της Ευρώπης, Ο θάνατος του Ορφέα, η Μάχη των Τριτώνων, κ.α., όλα εμπνευσμένα από την αρχαιοελληνική μυθολογία.

Όταν επέστρεψε στη Νυρεμβέργη, ίδρυσε εργαστήριο σχεδίου, ξυλογραφίας και χαλκογραφίας. Έγινε γρήγορα γνωστός και άρχισε να δέχεται πολλές παραγγελίες. Αυτή την περίοδο ασχολήθηκε τόσο με τη ζωγραφική (πορτραίτα ή εικόνες για Άγιες Τράπεζες) όσο και με τη χαρακτική. Το 1496 φιλοτέχνησε την προσωπογραφία του Φρειδερίκου του Σοφού, Εκλέκτορα της Σαξονίας, αρνήθηκε όμως να τον ακολουθήσει στη Βαϊμάρη και να γίνει ζωγράφος της Αυλής του.

Οι τεχνικές που του εξασφάλισαν τη μεγαλύτερη φήμη ήταν πρώτα η ξυλογραφία και αργότερα η χαλκογραφία. Το 1498 δημοσιεύει την πρώτη σημαντική σειρά χαρακτικών του με τον γενικό τίτλο Αποκάλυψη. Αποτελείται από δεκαπέντε ξυλογραφίες, οι πιο γνωστές από τις οποίες είναι Οι τέσσερις ιππότες της Αποκαλύψεως, Η πάλη του Αρχαγγέλου Μιχαήλ με το δράκοντα, Το άνοιγμα της έκτης σφραγίδας. Έγιναν μέσα στο κλίμα του μυστικισμού και της μεταρρυθμιστικής τάσης που κατέκλυζε τη Γερμανία εκείνη την εποχή και έχουν αλληγορικό περιεχόμενο.

Από το 1500 και μετά συγκεντρώνεται όλο και περισσότερο στην απεικόνιση του ανθρώπου, ακολουθώντας τις αριθμητικές και γεωμετρικές μεθόδους της ιταλικής Αναγέννησης. Άρχισε επίσης να μελετά συστηματικά μαθηματικά. Διάβασε τα «Στοιχεία» του Ευκλείδη, το «Περί Αρχιτεκτονικής» του Βιτρούβιου (1ος αι. π.Χ.) καθώς και τα έργα των Αλμπέρτι και Πατσιόλι για τις σχέσεις μαθηματικών και τέχνης. Την ίδια εποχή δεν ήταν μόνο η μαθηματική θεωρία των αναλογιών που επηρέασε την τέχνη του Ντύρερ, αλλά και η τέλεια γνώση της προοπτικής την οποία απέκτησε μέσα από τη μελέτη της Γεωμετρίας. Χαρακτηριστικό δείγμα αυτών των αναζητήσεων αποτελεί η ξυλογραφία Η ζωή της Παρθένου.

Το 1505 - ήδη διάσημος - επιστρέφει στην Ιταλία, όπου παραμένει για δύο χρόνια. Επισκέφθηκε διάφορες πόλεις, αλλά το μεγαλύτερο μέρος της παραμονής του το πέρασε στη Βενετία. Όπως λέει ο ίδιος, στην Ιταλία συνάντησε μεγαλύτερη αναγνώριση απ΄ ό,τι στην πατρίδα του. Ξεκίνησε αυτό το ταξίδι γιατί οι Γερμανοί έμποροι της Βενετίας του είχαν παραγγείλει την εικόνα της Εορτής των Ρόδινων Στεφανιών για την Αγία Τράπεζα της ενοριακής τους εκκλησίας. Αυτή η εικόνα βωμού, που προετοιμάστηκε με πολυάριθμα σχέδια, προκάλεσε μεγάλο θαυμασμό και είναι το αντιπροσωπευτικότερο έργο της δεύτερης παραμονής του στη Βενετία.

Χάρη στη νέα επαφή του με τους Μπελλίνι και Τζιορτζιόνε, η παλέτα του αποκτά καινούργια λεπτότητα αποχρώσεων και χρωματικούς τόνους με μεγάλη πλαστική απαλότητα. Καρποί αυτής της εποχής είναι η Νεαρή Βενετσιάνα, ο Άγνωστος και το Πορτραίτο Αγνώστου, κ.α.

Στρέφει για άλλη μια φορά την προσοχή του στα έργα του Λεονάρντο ντα Βίντσι και εμπνέεται από τις καρικατούρες του που ήταν πασίγνωστες σ΄ όλη την Ιταλία.

Αυτή τη φορά το ενδιαφέρον του για τα μαθηματικά έγινε ακόμη μεγαλύτερο. Πήγε στο Μπολόνια για να συναντήσει τον Λούκα Πατσιόλι, που θεωρούσε ότι κατείχε τα μαθηματικά μυστικά της τέχνης, και να διδαχθεί από αυτόν τις αρχές της «μυστικής» προοπτικής. Συνάντησε και πάλι τον Γιάκοπο ντε Μπάρμπαρι και έμαθε περισσότερα για τις αναλογίες του ανθρώπινου σώματος.

Οι σημαντικότερες μαρτυρίες για τις νέες γνώσεις που απέκτησε φαίνονται στους δύο πίνακες Αδάμ και Εύα που ζωγράφισε αμέσως μετά την επιστροφή του στη γενέτειρά του. Είναι τα πρώτα σε φυσικό μέγεθος γυμνά της γερμανικής ζωγραφικής και τους δίνει την αξία ενός κανόνα τέλειων αναλογιών του ανθρώπινου σώματος.

Ανάμεσα στα έργα αυτής της περιόδου είναι μεγάλοι πίνακες για ιερά εκκλησιών, όπως το Μαρτύριο των δέκα χιλιάδων Χριστιανών, η Στέψη της Παρθένου, κ,α. Η Προσκύνηση της Αγίας Τριάδος με την αυστηρή συμμετρική της οργάνωση, το διαχωρισμό των πλάνων και τη σταθερή προοπτική στο κάτω μέρος του πίνακα, είναι το σημαντικότερο από τα ζωγραφικά έργα του και θεωρείται από πολλούς η υψηλότερη έκφραση της γερμανικής Αναγέννησης.

Από το 1512 άρχισε να εργάζεται για τον αυτοκράτορα Μαξιμιλιανό Α΄. Φιλοτεχνεί πορτραίτα και χαρακτικά με αλληγορικό χαρακτήρα που εξυμνούν τους Αψβούργους. Όταν πέθανε ο αυτοκράτορας, ο Ντύρερ ταξίδεψε στις Κάτω Χώρες. Κράτησε ημερολόγιο με άφθονα σκίτσα, τοπία και πορτραίτα των σημαντικότερων ανθρώπων που συνάντησε, ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο Έρασμος. Ζωγράφισε επίσης πολλά πορτραίτα Ολλανδών και Φλαμανδών αστών.

Στα τελευταία έργα της ζωής του συγκαταλέγονται οι δύο πίνακές του: Οι Τέσσερις Απόστολοι, που προορίζονταν για πλαϊνά φύλλα ενός τριπτύχου που δεν τελείωσε ποτέ. Αντιπροσωπεύουν το αποκορύφωμα της τέχνης του Ντύρερ, «τους καλύτερους καρπούς της αναζήτησής του για ένα νέο κόσμο».

Όσο περνούν τα χρόνια, αφιερώνεται όλο και περισσότερο στη χαρακτική, και οι συνθέσεις του προκαλούν το θαυμασμό και την έκπληξη σ΄ όλη την Ευρώπη. Τα σημαντικότερα χαρακτικά αυτής της εποχής είναι: ο Ιππότης, ο Θάνατος και ο Διάβολος, ο Άγιος Ιερώνυμος στο σπουδαστήριό του και η Μελαγχολία. Αυτά τα τρία αποτελούν μέρη ενός αλληγορικού τριπτύχου στο οποίο έχουν καταταχθεί τρεις ομάδες ανθρώπινων αρετών, σύμφωνα με τη μεσαιωνική ιεράρχηση. Είναι αντίστοιχα: η απόφαση και η δράση, η θεολογία και ο στοχασμός, η επιστήμη και η φαντασία.

Η Μελαγχολία είναι από τα πιο πολυσυζητημένα έργα του. Μια μελαγχολική φιγούρα, που βρίσκεται σε πρώτο πλάνο, δεξιά, κάθεται δίπλα σε ένα μη κανονικό πολύεδρο που κατέχει δεσπόζουσα θέση και σε άλλα συμβολικά στοιχεία, όπως ένα μαγικό τετράγωνο, το πρώτο στην ευρωπαϊκή τέχνη, κ. α. Πολλές υποθέσεις έχουν γίνει για το συμβολισμό αυτού του χαρακτικού και για κάθε στοιχείο του χωριστά, πάνω απ΄ όλα όμως για το πολύεδρο.

Το ενδιαφέρον του Ντύρερ για τα Μαθηματικά, τη Γεωμετρία και πιο συγκεκριμένα για τα πολύεδρα είχε αρχίσει από την πρώτη του επίσκεψη στην Ιταλία και συνεχίστηκε σε όλη τη διάρκεια της ζωής του.

Καρπός όλων αυτών των ερευνών και των αναζητήσεων υπήρξαν πολλές πραγματείες, συγκεντρωμένες σε τέσσερις τόμους, με το γενικό τίτλο: «Unterweisung der Messung». Αυτό το έργο, που είναι το πρώτο βιβλίο μαθηματικών που εκδόθηκε στη Γερμανία, ήταν σε μεγάλη εκτίμηση το 16ο αιώνα και τοποθετεί τον Ντύρερ ανάμεσα στους σημαντικότερους μαθηματικούς της Αναγέννησης.

Στον πρώτο τόμο περιγράφει την κατασκευή ενός μεγάλου αριθμού καμπυλών. Στο δεύτερο δίνει ακριβείς και κατά προσέγγιση μεθόδους κατασκευής κανονικών πολυγώνων καθώς και κατά προσέγγιση μεθόδους τετραγωνισμού του κύκλου. Στο τρίτο, αναφέρεται σε πυραμίδες, κυλίνδρους και άλλα στερεά σώματα. Στο δεύτερο μέρος αυτού του τόμου μελετά τα ηλιακά ρολόγια και διάφορα αστρονομικά όργανα. Τέλος, στον τέταρτο τόμο μελετά τα πέντε πλατωνικά στερεά καθώς και τα ημικανονικά στερεά του Αρχιμήδη. Στον ίδιο τόμο υπάρχει επίσης η θεωρία του για τις σκιές και μια εισαγωγή για τη θεωρία της προοπτικής.

Πέθανε τον Απρίλιο του 1528, εξασθενημένος - κατά μια εκδοχή - από την ελονοσία που έπαθε μάλλον στην Ολλανδία, όταν μια φορά τριγυρνούσε ώρες ολόκληρες μέσα στα νερά για να μελετήσει επί τόπου έναν καρχαρία που μόλις είχε πιαστεί!

Στον αιώνα μας αναγνωρίστηκε όχι μόνο ως ο μεγαλύτερος ζωγράφος και χαράκτης της γερμανικής Αναγέννησης αλλά και ως μεγάλος επιστήμονας για τη συμβολή του στα μαθηματικά. Οι επιστήμονες της NASA τον τίμησαν, δίνοντας το όνομά του σ΄ έναν κρατήρα του πλανήτη Ερμή. Ακολουθώντας τη συμβουλή του δασκάλου του, άρχισε από τα 19 του χρόνια τα ταξίδια για να εμπλουτίσει τις γνώσεις του, να διευρύνει το πνεύμα του και να γνωρίσει και άλλους καλλιτέχνες. Άρχισε έτσι μια σειρά από ταξίδια που τον οδήγησαν σε διάφορες γερμανικές πόλεις, δύο φορές στην Ιταλία και στις Κάτω Χώρες.
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Neraida

Επιφανές μέλος

Η Bitch... αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 13,073 μηνύματα.



O μεγάλος μας διηγηματογράφος Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης γεννήθηκε στις 4 Μαρτίου του 1851 και πέθανε στις 3 Ιανουαρίου του 1911, στη Σκιάθο. Ο πατέρας του, Αδαμάντιος Εμμανουήλ, ήταν ιερέας και καταγόταν από ναυτική οικογένεια, ενώ η μητέρα του προερχόταν από πλούσια οικογένεια της εποχής.


H φτώχεια και η στέρηση ήταν μόνιμη κατάσταση στην οικογένεια του πατέρα Αδαμάντιου, παρ' όλ' αυτά όμως, ονειρεύεται να δει το γιο του καθηγητή, φροντίζοντας γι' αυτό με κάθε τρόπο, ενώ παράλληλα τον μυεί και στα εκκλησιαστικά. Όλα αυτά τα παιδικά βιώματα, θα χαραχτούν βαθιά στην ψυχή του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και θα αποτελέσουν τη βάση για τη διαμόρφωση του χαρακτήρα και του πνευματικού του κόσμου.
Το 1872, θα φύγει για το Αγιον Ορος μαζί με τον φίλο του Νικόλαο Διανέλο, αργότερα μοναχό Νήφωνα. Ο Παπαδιαμάντης μετά λίγους μήνες θα επιστρέψει στον κόσμο: δεν θεώρησε τον εαυτό του άξιο για το Σχήμα. Τελείωσε το δημοτικό και τις δύο πρώτες τάξεις του ελληνικού σχολείου στη Σκιάθο. Φοίτησε σε σχολείο της Σκοπέλου, του Πειραιά και τελικά πήρε απολυτήριο Γυμνασίου από το Βαρβάκειο το 1874.


Οι σπουδές του στο Σχολαρχείο, διακόπτονται αρκετές φορές, λόγω της μεγάλης φτώχειας, όμως στο τέλος καταφέρνει να τις ολοκληρώσει με επιτυχία. Τελειώνοντας το Γυμνάσιο, γράφεται στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, από την οποία δεν παίρνει ποτέ πτυχίο, και παράλληλα εργάζεται ως προγυμναστής. Μελετά πολύ αρχαία ελληνική λογοτεχνία, μαθαίνει μόνος του αγγλικά και γαλλικά, και παρακολουθεί συνεχώς τη σύγχρονη ευρωπαϊκή λογοτεχνία.
H μεγάλη του μόρφωση εκπλήσσει τους πάντες, και έχει επαφές με τους γνωστούς δημοσιογράφους και λογοτέχνες της εποχής. Η επιθυμία του να γίνει συγγραφέας φουντώνει όλο και περισσότερο, σε αντίθεση με τα όνειρα του πατέρα του που θέλει να τον δει καθηγητή.


Φίλος και σύντροφός του σ' αυτά τα χρόνια ο λογοτέχνης εξάδελφός του Αλέξανδρος Μωραϊτίδης, αργότερα μοναχός. Ο Μωραϊτίδης θα τον φέρει σε επαφή με λογοτεχνικούς και δημοσιογραφικούς κύκλους της εποχής, κι ο Παπαδιαμάντης θ' αρχίσει να βλέπει τα έργα του να δημοσιεύονται στον ''Ραμπαγά'', στον ''Νεολόγο'' της Κωνσταντινούπολης, στο ''Μη Χάνεσαι'' και στις εφημερίδες ''Εφημερίς'' και ''Ακρόπολις'' .

O Παπαδιαμάντης δημοσιεύει στη σειρά τέσσερα μυθιστορήματα και εκατόν ογδόντα ένα διηγήματα, το πρώτο του μυθιστόρημα, Η Μετανάστις, δημοσιεύεται στον Νεολόγο της Πόλης.

Για να υποστηρίξει τα οικονομικά του, δουλεύει ως διορθωτής στα τυπογραφεία και μεταφραστής σε εφημερίδες και περιοδικά. Η κατάσταση στο σπίτι του και οι ανύπαντρες αδελφές του τον απασχολούν πάντα, ενώ ο θάνατος του αδελφού του θα τον οδηγήσει στον αλκοολισμό.


Οι προοπτικές φαίνονται μεγάλες για μια επιτυχή δημοσιογραφική και λογοτεχνική πορεία στην Πρωτεύουσα, όμως αυτό δεν συγκινεί τον ''κοσμοκαλόγερο'', τον μοναχικό και ταπεινό Παπαδιαμάντη. Οι μόνες ώρες που φαίνεται να χαίρεται στην Αθήνα είναι εκείνες που περνάει με τους απλούς καθημερινούς λαϊκούς ανθρώπους, κι εκείνες που ψάλλει στον Αγιο Ελισσαίο στο Μοναστηράκι. Δεξιός ψάλτης ο Παπαδιαμάντης, αριστερός ο Μωραϊτίδης, κι ιερέας ο προσφάτως αγιοποιηθείς Αγ. Νικόλαος Πλανάς, ο βιώσας την Ταπείνωση. Πέρα από την δυσκολία του να προσαρμοστεί στην πρωτεύουσα, παθαίνει και ρευματισμούς στα χέρια , με αποτέλεσμα να μην μπορεί να συνεχίσει τη δημοσιογραφική του εργασία. Παρά τη μεγάλη πνευματική προσφορά του, δεν υποστηρίχτηκε ποτέ από το κράτος, τα διάφορα ιδρύματα και τους οργανισμούς, αντιμετωπίζοντας έτσι οξύτατο βιοποριστικό πρόβλημα. Οι απλοί όμως ανθρώποι, που τον αγαπούσαν, του παραστέκονταν.


Tο Μάρτιο του 1908, φανερά ταλαιπωρημένος, επιστρέφει στο αγαπημένο του νησί, τη Σκιάθο, για να βρει ηρεμία, πράγμα που κατάφερε για δύο χρόνια. Στις αρχές του Δεκεμβρίου του 1910, αρρώστησε βαριά και έκτοτε δεν κατάφερε να ξανασταθεί στα πόδια του. Θα προειδεί τον θάνατό του, και την δυσκαταποσία των τελευταίων ωρών του, και θα ζητήσει να τον κοινωνήσει ο ιερέας της ενορίας του δύο μέρες πριν. Πέθανε στις 3 Ιανουαρίου του 1911 από πνευμονία, ενώ λίγο νωρίτερα, το κράτος, αναγνωρίζοντας το πνευματικό του έργο, τον είχε παρασημοφορήσει. Η κηδεία του έγινε την ίδια μέρα και τον επικήδειο εκφώνησε ο Γ. Ρήγας. Στις 22 Νοεμβρίου 1912 τον τάφο του επισκέφτηκε η Μαρία Βοναπάρτη και το 1925 στήθηκε η προτομή του, έργο του Θ. Θωμόπουλου. Η πνευματική κληρονομιά του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη είναι αναμφισβήτητα τεράστια και διαχρονική.
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Επεξεργάστηκε από συντονιστή:

Δεσμώτης

Περιβόητο μέλος

Ο Δεσμώτης αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Είναι 45 ετών. Έχει γράψει 4,605 μηνύματα.


ΜΑΡΓΚΑΡΕΤ ΜΙΝΤ
( 1901-15 Νοεμβρίου 1978 )

Ταξίδεψε στα νιάτα της σε περιοχές όπου ζούσαν πρωτόγονοι άνθρωποι και έζησε πολλά χρόνια ανάμεσά τους, μελετώντας τον πολιτισμό τους.

Τα βιβλία της Coming of Age in Samoa: A Psychological Study of Primitive Youth for Western Civilization ( 1928 ) και Sex and Temperament in Three Primitive Societies (1935) έκαναν πάταγο στο χώρο της κοινωνικής ανθρωπολογίας, τινάζοντας πολλά από τα στερεότυπα του "πολιτισμένου" δυτικού ανθρώπου.

Η αναλυτική σκέψη της, μέσω της σχολαστικής καταγραφής και ταξινόμησης της καθημερινότητας και των ηθών και εθίμων των πρωτογόνων του Τροπικού στα νησιά του Ειρηνικού και της Ασίας, αποκρυσταλλώθηκε σε ένα προκλητικό συμπέρασμα για την εποχή της.

Οι πρωτόγονες αυτές κοινωνίες, είπε η Μιντ, σε αντίθεση με ό,τι πιστεύουμε, είναι κοινωνίες της μη-βίας και αυτό τους επιτρέπει να ζουν μια ζωή πιο ευτυχισμένη από τη ζωή των Δυτικών.

Βεβαίως, σήμερα, η θεωρία αυτή έχει καταρριφθεί από τους νεότερους κοινωνικούς ανθρωπολόγους, που απέδειξαν ότι και αυτές οι κοινωνίες είναι εξίσου βίαιες με τις κοινωνίες των "πολιτισμένων" ανθρώπων.
Η ρηξικέλευθη όμως αμερικανίδα ανθρωπολόγος και ψυχολόγος θα μείνει στην ιστορία ως η πρωτοπόρα επιστήμων που δίδαξε γενεές ανθρώπων σχετικά με την αξία του να κοιτούν προσεκτικά και με ανοιχτό μυαλό τους άλλους πολιτισμούς, για να κατανοούν καλύτερα τον σύνθετο χαρακτήρα της ανθρώπινης φύσης.

Παράλληλα, οι αγώνες της για τα δικαιώματα της γυναίκας την κατατάσσουν ανάμεσα στις πιο σπουδαίες γυναίκες όλων των εποχών.


 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Neraida

Επιφανές μέλος

Η Bitch... αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 13,073 μηνύματα.




Ο Κάρολος Κουν γεννήθηκε στη Προύσα της Μικράς Ασίας στις 13 Σεπτεμβρίου 1908. Όταν ήταν 6 μηνών οι γονείς του μετακόμισαν στην Πόλη, στην οποία παρέμεινε ως τα 20 του χρόνια.
«Αν και γεννήθηκα στην Προύσα, την Προύσα δεν τη γνώρισα. Από μικρός βρέθηκα στην Πόλη και κει μεγάλωσα. Από κει αρχίζουν οι αναμνήσεις, εκεί δημιουργήθηκαν οι πρώτοι ερεθισμοί, τα πρώτα συναισθήματα, η πρώτη επαφή με την έξω από μένα πραγματικότητα. Μεγάλωσα σα Ρωμιός, μέσα σε ένα ρωμέικο αστικό σπίτι».

Κανένας από τους προγονούς του δεν είχε σχέση με την τέχνη, οι περισσότεροι είχαν ασχοληθεί με το εμπόριο και τις επιχειρήσεις. Το 1920 ξεκινάει σπουδές στη Ροβέρτειο Σχολή.
«Εσωτερικός στη Ροβέρτειο, ένα αμερικάνικο κολλέγιο που ιδρύθηκε από ιεραποστόλους, με αμερικάνικα τραγούδια και ψαλμούς, με γήπεδα μπάσκετ και αθλητικά αγωνίσματα…Όταν απεφοίτησα το 1928, μακριά από τους συμμαθητές μου και τους συγγενείς που σχεδόν όλοι είχαν έρθει στην Ελλάδα, τίποτα δε με συνέδεε πια με την Πόλη. Έφυγα στον ίδιο χρόνο με στόχο σπουδές στο Παρίσι.»

Για ένα χρόνο σπουδάζει Αισθητική στη Σορβόνη. Το 1929 εγκαθίσταται στην Αθήνα, όπου και εργάζεται ως καθηγητής της Αγγλικής Φιλολογίας και Γλώσσας στο Κολλέγιο Αθηνών από το 1930 ως το 1939. Με μαθητές του Κολλεγίου, παρουσιάζει τις πρώτες του σκηνοθεσίες σε έργα όπως «Όρνιθες», «Τρικυμία», «Πλούτος».

Το 1934 ιδρύει μαζί με τους Γιάννη Τσαρούχη και Διονύσιο Δεβάρη την ημι-επαγγελματική «Λαϊκή Σκηνή» . Βασική επιδίωξη της «Λαϊκής Σκηνής» ήταν η αναβίωση του ελληνικού λαϊκού εξπρεσσιονισμού. Οι ασθητικές αρχές της ήταν οι εξής:
«Πιστεύουμε ότι κάθε λαός μπορεί να δημιουργήσει και να αποδώσει μόνο όταν νιώθει τον εαυτό του ριζωμένο στη παράδοση. Θα δώσουμε κάτι που μπορεί να φανεί φτωχό στο εξωτερικό του, γιατί αποβλέψαμε στον μέσα πλούτο των έργων και με τι τρόπο ο πλούτος θα μπορούσε να εκφραστεί πιο καλά, με μέσα απλά και να αγγίξει την ψυχή μας, που την έχουν παραστρατήσει κακές ξένες απομιμήσεις. Το θέατρο είναι μια τέχνη, με αυτοτέλεια, που κρίνεται σύμφωνα με τους νόμους της τέχνης κι όχι κατά πόσο μιμείται τη ζωή πετυχημένα ή όχι»

Τα έργα που ανέβηκαν από τη Λαϊκή Σκηνή, σε διάφορες σκηνές, ήταν τα εξής: «Ερωφίλη», «Άλκηστις», «Κατά φαντασίαν ασθενής», «Πλούτος», «Παντρολογήματα». Η «Λαϊκή Σκηνή» λειτούργησε ως τα μέσα του 1936, οπότε και διαλύθηκε για οικονομικούς λόγους.

Μετά τη διάλυση της «Λαϊκής Σκηνής» και την αποχώρηση από το Κολλέγιο Αθηνών, ο Κάρολος Κουν συνεργάστηκε πρώτα με το θίασο Κατερίνας (1939) σκηνοθετώντας την «Έντα Γκάμπλερ» και ύστερα και μονιμότερα, με τον θίασο Κοτοπούλη (1939-1940), με τον οποίο ανέβασε 12 έργα, από τα οποία η Κοτοπούλη έπαιξε μόνο σε ένα, στην «Ηλέκτρα» του Ευριπίδη. Έπειτα, στην περίοδο 1941-1942, ξαναγύρισε στο θίασο Κατερίνας και σκηνοθέτησε άλλα τρία έργα.

Η πρώτη περίοδος (1942-1950)

Το 1942, μέσα στην καρδία της Γερμανικής κατοχής, ο Κάρολος Κουν ιδρύει το Θέατρο Τέχνης. Η πρώτη παράσταση δόθηκε στις 7 Οκτωβρρίου 1942 στο Θέατρο «Αλίκης», με το έργο «Αγριόπαπια» του Ίψεν.

«Το «Θέατρο Τέχνης» ιδρύθηκε το 1942 στην αρχή της Γερμανικής κατοχής. Η ανάγκη για ένα τέτοιο νέο θέατρο, ένα θέατρο συνόλου, είχε ωριμάσει μέσα μου πολύ πριν, τον καιρό που ιδρύθηκε η ημι-επαγγελματική «Λαϊκή Σκηνή». Η εποχή της κατοχής ήταν μια συναισθηματικά, πλούσια εποχή. Έπαιρνες και έδινες πολλά. Μας ζώνανε κίνδυνοι, στερήσεις, βία και τρομοκρατία. Γιʼαυτό σαν άνθρωποι αισθανόμασταν την ανάγκη πίστης, εμπιστοσύνης, συναδέλφωσης, έξαρσης και θυσίας.»


«Από το ʼ38 ως το ʼ41 είχα αρχίσει την προετοιμασία μιας σχολής από πού πήρα το βασικό υλικό. Από κει βγήκαν ο Διαμαντόπουλος, η Χατζηαργύρη, ο Καλλέργης, ο Ζερβός, η Κατσέλη, η Μεταξά, η Γιαννακοπούλου, η Λαμπροπούλου, ο Βασταρδής, και ήρθα σε επαφή με μερικούς βασικούς συνεργάτες, τον Σεβαστίκογλου, τον Πλωρίτη, τον Στεφανέλλη, τον Νομικό, και προς το τέλος της κατοχής με τον Χατζιδάκι. Δούλευα με αυτό το υλικό σε μια αίθουσα που μας είχε παραχωρήσει στο Ωδείο, 10-12 ώρες την ημέρα. Εκεί που προετοιμαζόμαστε, ήρθε ένας παλιός φίλος ο Κ.Χατζηαργύρης, ο οποίος μας είπε ότι βάζει τα λεφτά, κι έτσι πήραμε το θέατρο «Αλίκης»… . Πεινούσαμε αγρίως, ήμασταν σε κατάσταση τρομακτική. Αλλά υπήρχε πίστη που σήμερα δεν την βρίσκεις εύκολα»


Το 1943 ιδρύεται ο Όμιλος Φίλων του Θεάτρου Τέχνης με σκοπό την επικοινωνία και την ανάπτυξη ενός ισχυρού δεσμού μεταξύ των θεατών και του Θεάτρου, καθώς και την οικονομική ενίσχυση του Θεάτρου Τέχνης.

Την «Αγριόπαπια» σύντομα ακολούθησε το δραματοποιημένο παραμύθι του Στρίνμπεργκ, «Κύκνος». Στη συνέχεια παρουσιάζονται έργα όπως: «Ρόσμερσχόλμ» του Ίψεν , «Έτσι είναι αν έτσι νομίζεται» του Πιραντέλλο, «Κωνσταντίνου και Ελένης» του Γ.Σεβαστίκογλου, «Βρικόλακες» του Ίψεν, «Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα» του Πιραντέλλο, «Στέλλα Βιολάντη» του Ξενόπουλου.

«Το 1945 το «Θέατρο Τέχνης» αναγκάστηκε να διακόψει την λειτουργία του. Αλλά περιμέναμε κι άλλα μας βρήκανε. Χτυπήθηκαν και χάθηκαν ιδανικά και όνειρα και προοπτικές και πάνω απʼ όλα έλλειψε η πίστη. Η πίστη και η μεταξύ μας συνεννόηση και επαφή».
Την περίοδο 1945-1946, ο Κουν επιστρέφει στον θίασο της Κατερίνας, όπου σκηνοθετεί πέντε έργα.

«Το 1946, με λίγο κρύα καρδιά, προσπάθησα να συμμαζέψω και να συναρμολογήσω ότι μπόρεσε να απομείνει. Με λίγο μαζεμένα τα φτερά λειτουργήσαμε άλλα τρία χρόνια.»


Η περίοδος αυτή ήταν ιδιαίτερα γόνιμη. Από το 1946 έως το 1949 οι παραστάσεις δίνονται στο Θέατρο Μουσούρη. Ο Κουν συνεργάζεται μεταξύ άλλων με την Έλλη Λαμπέτη και τη Μελίνα Μερκούρη και παρουσιάζει έργα όπως: «Γυάλινος Κόσμος» και «Λεωφορείο ο Πόθος» του Τ.Ουίλλιαμς, «Πόθοι κάτω από τις λεύκες» του ΟʼΝιλ, «Ήταν όλοι τους παιδιά μου» και «Ο θάνατος του εμποράκου» του Μίλερ, «Το φιόρο του λεβάντε» του Ξενόπουλου, «Αχ, αυτά τα φαντάσματα» του ντε Φιλίππο.

«Τότε πια, αναγκαστήκαμε να διακόψουμε οριστικά για λόγους οικονομικό-πολιτικούς και εσωτερικής συνοχής. Θα έπρεπε να σταματήσω και να διαμορφώσω από την αρχή πάλι ένα πυρήνα. Αυτό και έγινε. Εργάστηκα στο «Εθνικό Θέατρο» για δύο χρόνια, ξεπλήρωσα τα χρέη του «Θεάτρου Τέχνης». Παράλληλα συνέχισα τη Σχολή με νέα παιδιά.»

Η δεύτερη περίοδος (1954-1987)

«Μαζεύοντας συνδρομές, διαμορφώσαμε το χώρο στο Υπόγειο του Ορφέα. Το 1954 ανάψαμε πρόχειρους προβολείς για να φωτίσουμε μπρος σε καμιά εκατοστή θεατές τη «Μικρή μας Πόλη» του Θόρντον Ουάιλντερ. Έτσι λειτούργησε πάλι το «Θέατρο Τέχνης» σχεδόν αποκλειστικά με νέους αδειούχους μαθητές.

Περάσαμε πολλές φάσεις αλλά πάντα κρατούσαμε στοιχεία από τις προηγούμενες, μολονότι τα έργα που παίξαμε κατόπιν ήταν εντελώς διαφορετικά. Στη δεύτερη περίοδο παίξαμε πολύ Τσέχωφ, Πιραντέλλο, Ουάιλντερ, Ουίλλιαμς και Μίλλερ. Μέσω του Πιραντέλλο ξανοιχτήκαμε στη φάση του θεάτρου του παραλόγου, στο οποίο «πέσαμε με τα μούτρα». Στο θέατρο του παραλόγου και στο επικό θέατρο του Μπρεχτ . Δουλέψαμε συγχρόνως αυτές τις δύο τάσεις, που είναι οι δύο πόλοι του σύγχρονου θεάτρου».


Ο Κουν γνωρίζει στο ελληνικό κοινό τον Ινγκ, τον Άλμπυ, τον Βαν Ίταλυ και άλλους αμερικάνους συγγραφείς. Με την αρχή της δεκαετίας του ʼ60, ο Κουν και το Θέατρο Τέχνης ανοίγουν αποφασιστικά τους δρόμους του παράλογου θεάτρου με πρώτες παραστάσεις Μπέκετ, Ιονέσκο, Ζενέ, Πίντερ, Αρραμπάλ, Γκομπρόβιτς, Βιτράκ κ.α και διευρύνει το μοντέρνο θέατρο με Βάις, Φρις, Φο, Μποντ, Έρντμαν, Στράους, Ρουσέβιτς κ.α.

«Συγχρόνως, αρχίσαμε την προεργασία για μια επιστροφή στο αρχαίο δράμα. Αλλά αυτή τη φορά το αρχαίο δράμα ή το κλασσικό θέατρο ειδομένα με περισσότερη υπογράμμιση της ζωντάνιας τους της σημερινής. Το 1957 ξανανέβασα τον «Πλούτο»... Το 1962 έγινε η πρώτη μας επαφή με το εξωτερικό όπου στο Παρίσι παρουσιάσαμε τους «Όρνιθες» και αποσπάσαμε το Βραβείο των Εθνών».


Έτσι ξεκινά μια μακρά σημαντική πορεία στο χώρο του αρχαίου δράματος, που συνοδεύεται από μεγάλες περιοδείες στο εξωτερικό και από μια σειρά συμμετοχών στα μεγαλύτερα φεστιβάλ του κόσμου.

«Το 1957 η «Αυλή των Θαυμάτων» του Ιάκωβου Καμπανέλλη στάθηκε ένα ορόσημο για το θέατρο μας και άνοιξε το δρόμο στους νεώτερους συγγραφείς με επικεφαλής το Δημήτρη Κεχαΐδη, τη Λούλα Αναγνωστάκη κι αργότερα το Γιώργο Σκούρτη, το Μήτσο Ευθυμιάδη και άλλους πολλούς. Συγχρόνως πραγματοποιήσαμε μια αναδρομή στο ξεκίνημα του μετεπαναστατικού Ελληνικού Θεάτρου, με τους Βυζάντιο, Κορομηλά, Καπετανάκη, κι από τους νεώτερους ο Ξενόπουλος».


Το 1967, ο Κουν σκηνοθετεί «Ρωμαίο και Ιουλιέττα» στο Statford με ηθοποιούς του Royal Shakespeare Company. Είναι ο μόνος ξένος που σκηνοθετεί στο Statford τα τελευταία 45 χρόνια.

Στα χρόνια της δικτατορίας, χρόνια κλειστής δουλειάς και άρνησης συμμετοχής σε κρατικές εκδηλώσεις ή φεστιβάλ, το Θέατρο Τέχνης ανεβάζει έργα όπως τον «Βόυτσεκ» του Μπύχνερ, το «Παιχνίδι της Σφαγής του Ιονέσκο», την «Οπερέτα του Γκομπρόβιτς», το «Τέλος του Παιχνιδιού» και το «Περιμένοντας τον Γκοντό» του Μπέκετ.

Το 1975 το Θέατρο Τέχνης παρουσιάζει στην Επίδαυρο την ιστορική παράσταση των «Ορνίθων» κι έτσι γίνεται το πρώτο θέατρο μετά το Εθνικό που συμμετέχει στο Φεστιβάλ Επιδαύρου.

Το τελευταίο έργο που σκηνοθέτησε ο Κάρολος Κουν ήταν το 1987 ο «Ήχος του όπλου» της Λούλας Αναγνωστάκη.

Ο Κάρολος Κουν πέθανε στις 14 Φεβρουαρίου 1987.

«Όσο μπορούσαμε όλα αυτά τα χρόνια θέλαμε να είμαστε τίμιοι απέναντι στην Τέχνη που υπηρετούμε. Εκείνο που προσπαθούσαμε ήταν να δημιουργηθεί ένα θέατρο συνόλου-όχι βέβαια χωρίς πρωταγωνιστές, αλλά μια ομάδα που θα έδινε τις ίδιες δυνατότητες σε όλους να εξελιχθούν, να ανθίσουν μέσα στο θέατρο. Κι όπου όλο το βάρος της δουλειάς θα ήταν η παράσταση του έργου… Σήμερα δεν ξέρω ποια ακριβώς ήταν τα όνειρά μου. Όνειρό μου ήταν το θέατρο…Εκείνο που θέλω είναι να συνεχίσει το «Θέατρο Τέχνης» όταν εγώ αποτραβηχτώ. Υπάρχουν στοιχεία, παλιοί μου συνεργάτες που μπορούν να το κρατήσουν. Υπάρχουν άλλοι που έφυγαν από κοντά μας, δεν τους κρατά κακία, κάνουν αυτό που νομίζουν σωστό…Εκείνο που μπορώ να πω είναι ότι θα νιώσω ότι κάτι έγινε, ότι δεν πήγε χαμένη η προσπάθεια, μόνο όταν αυτή η δουλειά μείνει. Είναι το μόνο κριτήριο αν έχω πετύχει το στόχο ή όχι».


 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Neraida

Επιφανές μέλος

Η Bitch... αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 13,073 μηνύματα.


"Νομίζω ότι μπορώ να καυχηθώ, με όση ματαιοδοξία διαθέτω, πως είμαι η πιο αμόρφωτη κι απληροφόρητη γυναίκα που τόλμησε ποτέ να γίνει συγγραφέας."


Η Jane Austen για τον εαυτό της, 1815


Θα ήταν ενδιαφέρον να γνώριζε κανείς την αντίδραση της Τζέιν Όστιν για την μεταθανάτια αξιολόγηση αυτής της "αμόρφωτης κι απληροφόρητης γυναίκας".

Έχει χαρακτηριστεί "Σαίξπηρ της πρόζας".

Ο σύγχρονός της, σερ Γουόλτερ Σκότ, ο μεγάλος συγγραφέας θρηνούσε κάποτε ότι:
"Το εξαίσιο άγγιγμά της που μεταμορφώνει τα συνηθισμένα, τα κοινότοπα πράγματα και χαρακτήρες σε ενδιαφέροντα μέσα από την αλήθεια των περιγραφών και του συναισθήματος, είναι κάτι που εγώ στερούμαι".

Σήμερα η Όστιν θεωρείται μια από τις μεγαλύτερες μυθιστοριογράφους όλων των εποχών. Μερικοί κριτικοί θεωρούν μάλιστα ότι είναι η πρώτη μεγάλη μυθιστοριογράφος.

Υπάρχουν Ενώσεις και Λέσχες Οστιν, ενώ η περίοδος της Αντιβασιλείας που περιγράφει στα μυθιστορήματά της (1811-1820) έχει γίνει το αγαπημένο σκηνικό για αναρίθμητες ιστορικές νουβέλες - οι περισσότερες υπερβολικές σε πάθος και συναίσθημα - μιμήσεις των έργων της.

Η Οστιν ήταν τόσο σεμνή όσο ζούσε, που το όνομά της δεν εμφανίστηκε ποτέ κάτω από τον τίτλο των βιβλίων της,

Εν τούτοις, παρά την ταπεινοφροσύνη της στην "επίγνωση" των δυνατοτήτων της, παραμένει το ιδεώδες παράδειγμα του αξιώματος: "Ένας συγγραφέας, άντρας ή γυναίκα, θα έπρεπε να γράφει μόνο για τα θέματα που γνωρίζει καλύτερα. Οι κοινές καθημερινές εμπειρίες μπορουν να γίνουν πηγή σπουδαίας και ανέγγιχτης - από τον χρόνο - τέχνης".


Η Ζωή της

Η Τζέιν ήταν η νεότερη από τα εφτά παιδιά του Τζορτζ Όστιν, εφημέριου του στο Χάμσαϊρ της Αγγλίας και της Κασσάνδρας Λι Όστιν.
Ο πατέρας της, ο οποίος παρέδιδε ιδιαίτερα μαθήματα στους γόνους των αριστοκρατικών οικογενειών για να τους προετοιμάσει για την Οξφόρδη και το Κέιμπριτζ, αισθανόταν πως δεν διέθετε τα απαράίτητα εφόδια για να διδάξει τις κόρες του.
Τις παρότρυνε όμως να μορφωθούν.

Η Τζέιν και η μεγαλύτερη αδελφή της Κασσάνδρα μορφώθηκαν ιδιωτικά σε σχολεία της Οξφόρδης, του Σαουθαμπτον και του Ρέντιγκ.

Η Τζέιν μεγαλώνοντας γνώριζε καλά τους άγγλους κλασικούς, πρόζα και ποίηση. Μιλούσε ξένες γλώσσες και παράλληλα είχε διδαχθεί τις παραδοσιακές γυναικείες ενασχολήσεις, όπως η μουσική και το κέντημα.

Στην εφηβεία άρχισε να γράφει θεατρικά έργα, σάτιρες και ιστορίες μόνο και μόνο για να διασκεδάσει την οικογένειά της.

Το 1801 ο πατέρας της συνοδευόμενος από την οικογένειά του αποσύρεται στην πόλη Μπαθ.
Μετά τον θάνατό του το 1805, η οικογένεια μετακομίζει στο Σάουθαμπτον για να βρίσκεται πιο κοντά στους δυο νεότερους από τους πέντε γιους που υπηρετούσαν στον Ναύσταθμο.

Το 1809 επιστρέφουν στο Χάμσαϊρ κι εγκαθίστανται στο χωριό Τσάτον, όπου η Τζέιν παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής της.

Επειδή η Τζέιν δεν παντρεύτηκε ποτέ υπάρχει μια τάση να την αντιμετωπίζουν σαν μια σοφή γεροντοκόρη θεία, η οποία γράφει με ανάλαφρα ειρωνική διάθεση μόνο για την περίοδο του φλερτ και το γάμο, χωρίς να τα γνωρίζει από πρώτο χέρι.

Η αλήθεια είναι πως δεν έζησε ποτέ απομονωμένη από τον κόσμο: Της είχαν δοθεί άπειρες ευκαιρίες να παντρευτεί και της είχαν γίνει πολλές προτάσεις γάμου.
Μάλιστα, μία από τις γειτόνισσες της την περιέγραφε ως "την πιο χαριτωμένη, επιπόλαιη, παρορμητική πεταλουδίτσα" απ' όσες θυμόταν.

Αλλωστε είναι γνωστοί οι ερωτικοί δεσμοί της τόσο με τον εκδότη της (που πέθανε πριν προλάβουν να παντρευτούν) όσο και με έναν δικηγόρο αργότερα.

Η Τζειν Οστιν πέθανε σε ηλικία μόλις 42 χρονών από τη νόσο Άντισον.


Το έργο της

Η συγγραφική της σταδιοδρομία χωρίζεται σε δύο περιόδους: Τα "πρωίμια" είχαν γραφτεί στο Στίβεντον του Χάμσαϊρ.
Ακολουθεί ένα κενό 12 ετών.
Όταν πηγαίνει στο χωριό Τσάτον ξαναγράφει τα πρώτα της μυθιστορήματα:

Περηφάνεια και Προκατάληψη (Pride and Prejudice)

Λογική και Ευαισθησία (Sense and Sensibility)

Το Αβαείο του Νόρθανγκερ (The Northanger Abbey)

Πάρκο Μάνσφιλντ (Mansfield Park)

Έμμα (Emma)

Πειθώ (Persuasion)


Έγραφε πάντα σε ένα μικρό τραπέζι του σαλονιού, στο χρόνο που της άφηναν ελεύθερο τα οικιακά της καθήκοντα.
Επέλεξε ως θέμα των έργων της τον κόσμο που ήξερε καλύτερα. Είπε κάποτε σε μια ανηψιά της:

"Τρεις ή τέσσερις οικογένειες σε ένα χωριό είναι το καλύτερο θέμα πάνω στο οποίο μπορείς να δουλέψεις".


Το ύφος

Τα έργα της ευφυείς κοινωνικές, δηκτικές ερμηνείες κωμωδίας ηθών, περιγράφονται από την ίδια ως ένα "κομματάκι ελεφαντόδοντου στο οποίο δουλέύω με ένα τόσο λεπτό πινέλο που, ύστερα από τεράστια προσπάθεια, παράγει ένα τόσο μικρό αποτέλεσμα".

Με μινιμαλιστικές διαθέσεις από πρόθεση, η Όστιν αναγνώριζε τα στοιχεία που της ήταν οικεία - οι καθημερινές εμπειρίες των οικογενειών της επαρχιακής αριστοκρατίας - και αποτέλεσαν το μέσον για να εξερευνήσει την ανθρώπινη φύση και την αγγλική κοινωνία στα πρώτα χρόνια του 19ου αιώνα.

Τα μεγάλα γεγονότα εκείνων των χρόνων - ο πόλεμος με τον Ναπολέοντα και η Βιομηχανική Επανάσταση - σε γενικές γραμμές, παραλείπονται από τα βιβλία της.

Στο κέντρο του κάθε έργου της κυριαρχεί το βασικό ζήτημα του γάμου και οι περίτεχνες διαπραγματεύσεις της περιόδου του φλερτ.

Σε μια εποχή, όπου οι γυναίκες είχαν μηδαμινές επαγγελματικές επιλογές και ήταν απόλυτα εξαρτημένες από τον γάμο για την όποια κοινωνική τους αποκατάσταση αλλά και την οικονομική τους επιβίωση, η γυναίκα είναι υποχρεωμένη να αγωνιστεί, με όλες της τις δυνάμεις, στον αγώνα για την αναζήτηση του κατάλληλου συζύγου.

Μέσα και πέρα από τις συμβατικές αυτές διεργασίες, η Τζέιν Οστιν οδηγεί τις ηρωίδες της να πορευτούν, να συμβιβαστούν και αντιπαρατεθούν, ενίοτε με τους νόμους της κοινωνικής τάξης και των παγιωμένων αντιλήψεων.

Πεισματάρες και ισχυρογνώμονες ηρωίδες όπως η Ελίζαμπεθ Μπένετ και η Έμμα Γουντχάουζ εμφανίζονται να προχωρούν μέσα απο μια διαδικασία ωριμότητας στη βαθύτερη κατανόηση των κανόνων και των στοιχείων που καθορίζουν τις ζωές τους.

Η αντίληψη του κόσμου και ο τρόπος με τον οποίο έβλεπε τις λεπταίσθητες αποχρώσεις συμπεριφορών, περιορίζονταν από την απροθυμία της να φανταστεί ή να εξερευνήσει πέρα απ' αυτά που παρατηρούσε.
Για παράδειγμα σε όλα τα μυθιστορήματά της δεν υπάρχει ποτέ και πουθενά, ούτε μια σκηνή με δύο άντρες μόνους μαζί.


Η υστεροφημία

Ο περιορισμός της θεματολογίας στο έργο της υπήρξαν τα βασικά αρνητικά στοιχεία που της προσπάπτουν οι επικριτές της.
Ο Έμερσον χαρακτήρισε τα μυθιστορήματά της "χυδαία σε ύφος, στείρα σε καλλιτεχνική ευρηματικότητα, φυλακισμένα στις άθλιες συμβατικότητες της αγγλικής κοινωνίας."

Η Σαρλοτ Μπροντέ υπερθεμάτιζε: "Η Όστιν δεν ταράζει τους αναγνώστες της με κάτι παθιασμένο. Δεν τον αναστατώνει με κάτι βαθυστόχαστο."

Παρ' όλα αυτά μέσα από τα χρόνια, η Τζέιν Όστιν αναγνωρίζεται πολύ σωστά, ως μια γνήσια επαναστατική λογοτέχνις.

Εκείνη "ξεχέρσωσε" το νέο χωράφι και το πρόσφερε για καλλιέργεια στους μεταγενέστερους μυθιστοριογράφους.

Με τον τρόπο της, απαίτησε ο αναγνώστης της να αποδεχτεί τον γνώριμο, "συνηθισμένο" μεσοαστό ως αντικείμενο των πλέον έντονων ηθικών και ψυχολογικών διερευνήσεων του συγγραφέα και θεώρησε την καθημερινότητά του ως το αιχμηρότερο εργαλείο για αποκάλυψη του εσωτερικού του κόσμου.

Κλείνοντας ας υπενθυμίσουμε αυτό που είπε ο Σόμερσετ Μομ για την Τζέιν Όστιν:

"Τίποτα σημαντικό δεν συμβαίνει στα βιβλία της. Κι όμως, όταν φτάνεις στο τέλος της σελίδας, γυρίζεις ανυπόμονα στην επόμενη για να μάθεις τι θα συμβεί στη συνέχεια. Η συγγραφέας που καταφέρνει κάτι τόσο σημαντικό, διαθέτει το πιο πολύτιμο δώρο που θα μπορούσε να κατέχει ένας λογοτέχνης".
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Δεσμώτης

Περιβόητο μέλος

Ο Δεσμώτης αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Είναι 45 ετών. Έχει γράψει 4,605 μηνύματα.


Tristan Tzara (1896-1963)

Διανοούμενος, ποιητής και θεωρητικός της τέχνης στον εικοστό αιώνα, ιδρυτής (μαζί με τους Χανς Αρπ και Ούγκο Μπαλ) του εικονοκλαστικού κινήματος του Ντανταϊσμού.

Οι ντανταϊστές, προκλητικοί και χλευαστικοί απέναντι στον αρρωστημένο καθωσπρεπισμό της αστικής τάξης, είχαν ως αρχικό στέκι το θρυλικό "Καφέ Βολταίρος" της Ζυρίχης , αλλά απλώθηκαν γρήγορα στη Δυτική Ευρώπη και κάλυψαν όλα τα πεδία της τέχνης.

Από τους κόλπους τους ξεπετάχτηκε ο υπερρεαλισμός, στον οποίο προσχώρησε και ο Τζαρά.

Ο Τζαρά, όπως ο Μπρετόν και πολλοί άλλοι σουρεαλιστές, ερωτοτρόπησε πολλές φορές με το Κομμουνιστικό Κόμμα της Γαλλίας, από το οποίο αποχώρησε το 1956, διαμαρτυρόμενος για τη στάση του κατά την εξέγερση της Ουγγαρίας και το πνίξιμο της επανάστασης από τα Σοβιετικά στρατεύματα.



VI [.......]
το μεταξύ δύο αντίθετων ειδήσεων σφηνωμένο στόμα κολλά
απροσδόκητα όπως ο κόσμος ανάμεσα στις μασέλες του
και ο πενιχρός φθόγγος θρυμματίζεται στο τζάμι
διότι ποτέ μία λέξη δε δρασκέλισε το κατώφλι
του σώματος [......]

Τριστάν Τζαρά: Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΤΑ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ
(L'Homme approximatif), 1931.




Παρίσι 1930. Ιστορική φωτογραφία από μία σύναξη επιφανών σουρεαλιστών.
(Από αριστερά προς τα δεξιά)
Τριστάν Τζαρά, Πολ Ελυάρ, Αντρέ Μπρετόν, Χανς Αρπ,
Σαλβατόρ Νταλί, Υβ Τανγκί , Μαξ Ερνστ, Ρενέ Κρεβέ, Μαν Ρέι.
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Δεσμώτης

Περιβόητο μέλος

Ο Δεσμώτης αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Είναι 45 ετών. Έχει γράψει 4,605 μηνύματα.


Max Schreck (11/6/1879-1936)

Οι ειδικοί περί τον κινηματογράφο είναι ομόφωνοι:
κανείς ηθοποιός, από καταβολής 7ης Τέχνης, δεν έπαιξε καλύτερα
το ρόλο του αιμοδιψούς Δράκουλα από τον Γερμανό Max Schreck.
Ο άνθρωπος αυτός υπήρξε σπουδαίος θεατράνθρωπος,
πριν γίνει παγκοσμίως γνωστός από την ταινία του Μουρνάου Nosferatu (1922).

Η τύχη μάλιστα παίζει διασκεδαστικά παιχνίδια, αφού,
κατά σύμπτωση, το τέρας που γέννησε η φαντασία του Άγγλου
Μπραμ Στόκερ, το 1897, και επέπρωτο να γίνει συνώνυμο του τρόμου,
βρήκε την ιδανική του ενσάρκωση στο πρόσωπο ενός
καλλιτέχνη, το επώνυμο του οποίου σημαίνει...τρόμος!


 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Corpse Bride

Διακεκριμένο μέλος

Η Corpse Bride αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 6,595 μηνύματα.


Γενικά:
Ο Τζόρτζιο ντε Κίρικο (10 Ιουλίου 1888 - 20 Νοεμβρίου 1978) ήταν Ιταλός ζωγράφος, συγγραφέας και γλύπτης, γνωστός ως ένας από τους καλλιτέχνες που διαμόρφωσαν το ιδίωμα της Μεταφυσικής Ζωγραφικής (Pittura metafisica) αλλά και για την επιρροή που άσκησε σε καλλιτεχνικά ρεύματα του 20ού αιώνα, όπως ο υπερρεαλισμός και η Νέα Αντικειμενικότητα (Neue Sachlichkeit).
Οι πίνακες του διέπονται από οραματικά και ποιητικά στοιχεία, ενώ χαρακτηρίζονται από την ιδιαίτερη έμφαση τού ντε Κίρικο σε αινιγματικές συνθέσεις και στην αμφισημία των αντικειμένων. Το νεοκλασικό ύφος που υιοθέτησε μετά το 1919, όπως και σχεδόν το σύνολο των έργων του μετά την περίοδο της Μεταφυσικής Ζωγραφικής του, θεωρήθηκε από πολλούς κριτικούς υποδεέστερο, ωστόσο η παραγωγή του κατά την περίοδο 1911-19 αναγνωρίζεται από την πλειοψηφία τους ως σημαντική και ξεχωριστή στην ιστορία της μοντέρνας τέχνης.

Βιογραφία:
Ο ντε Κίρικο γεννήθηκε στο Βόλο και ήταν ο πρωτότοκος γιος του Εβαρίστο και της Τζέμα ντε Κίρικο. Οι πρόγονοί του ήταν ιταλικής καταγωγής που εγκαταστάθηκαν και κατοικούσαν στην ανατολική Μεσόγειο αρκετές γενιές πριν. Ο πατέρας του εργαζόταν ως μηχανικός και επέβλεπε την κατασκευή του θεσσαλικού σιδηροδρομικού δικτύου το 1881, ενώ η μητέρα του ήταν πρώην τραγουδίστρια της όπερας. Η οικογένειά του εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Ελλάδα το 1897, εννέα χρόνια μετά τη γέννηση του. Ο αδελφός του, Αντρέα Αλμπέρτο, ακολούθησε επίσης σταδιοδρομία στη ζωγραφική και τη λογοτεχνία, χρησιμοποιώντας από το 1914 το ψευδώνυμο Αλμπέρτο Σαβίνιο. Το ελληνικό περιβάλλον και ο ελληνικός πολιτισμός, μέσα στον οποίο μεγάλωσε ο ντε Κίρικο, υπήρξε πηγή έμπνευσης για εκείνον. Σε ένα αυτοβιογραφικό του κείμενο, περιέγραψε τα παιδικά του χρόνια με αναφορά στην αρχαία ελληνική μυθολογία και ειδικότερα στο μύθο της Αργοναυτικής εκστρατείας με αφετηρία το Βόλο, γράφοντας: «[...] πέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωής του στη γη του Κλασικισμού, έπαιξε στις ακτές που είδαν την Αργώ να ξεκινάει το ταξίδι της, στους πρόποδες του βουνού που ήταν μάρτυρας στη γέννηση του γοργοπόδαρου Αχιλλέα και στις σοφές νουθεσίες τού δασκάλου του, του κένταυρου»[2]. Ο Εβαρίστο ντε Κίρικο επιθυμούσε να ακολουθήσει ο γιος του το επάγγελμα του μηχανικού, ωστόσο ενθάρρυνε τελικά τα καλλιτεχνικά ενδιαφέροντα των παιδιών του και ανέθεσε σε ιδιωτικούς δασκάλους τη μόρφωσή τους. Πρώτος δάσκαλος του ντε Κίρικο υπήρξε ένας νέος Έλληνας ζωγράφος από την Τεργέστη, ονόματι Μαυρουδής[3]. Αργότερα, την περίοδο 1903-5, φοίτησε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, με δασκάλους τους Γεώργιο Ροϊλό, Κωνσταντίνο Βολονάκη και Γιώργο Ιακωβίδη. Το Μάιο του 1905 σημειώθηκε ο θάνατος τού πατέρα του, γεγονός που πιθανώς συνδέεται με την αποτυχία του, την ίδια χρονιά, στις τελικές εξετάσεις της σχολής.
Το φθινόπωρο του 1906, εγκαταστάθηκε μαζί με τη μητέρα και τον αδελφό του στο Μόναχο, όπου ξεκίνησε σπουδές στη Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών, παρακολουθώντας μαθήματα σχεδίου και ζωγραφικής. Αποχώρησε από την Ακαδημία πριν ολοκληρώσει τις σπουδές του και το καλοκαίρι του 1909 εγκαταστάθηκε στο Μιλάνο. Την ίδια περίπου περίοδο ήρθε σε στενή επαφή με το έργο του Φρήντριχ Νίτσε, το οποίο επέδρασε καταλυτικά στην εξέλιξή του και στη διαμόρφωση της τεχνοτροπίας του. Το 1910 φιλοτέχνησε Το αίνιγμα ενός φθινοπωρινού απογεύματος (π. 1910, Ιδιωτική συλλογή), πίνακας που συχνά χαρακτηρίζεται ως το πρώτο δείγμα τής Μεταφυσικής Ζωγραφικής. Διακρίνεται για την έντονα αινιγματική ατμόσφαιρά του, ενσωματώνοντας παράλληλα ποιητικά στοιχεία και μεταφέροντας αναγνωρίσιμα αντικείμενα ή καθημερινές σκηνές, στη σφαίρα του ανεξήγητου.
Το 1911 μετακόμισε στο Παρίσι, έχοντας προηγουμένως επισκεφτεί για λίγες ημέρες το Τορίνο, το οποίο απεικόνισε αργότερα σε μία σειρά πινάκων του. Εκμεταλλευόμενος τις διασυνδέσεις τού αδελφού του, στους καλλιτεχνικούς κύκλους του Παρισιού, ο ντε Κίρικο έγινα θερμά δεκτός και το 1912 παρουσιάστηκαν τρία έργα του στη Φθινοπωρινή Έκθεση (Salon), μία Αυτοπροσωπογραφία και οι συνθέσεις Το αίνιγμα ενός φθινοπωρινού απογεύματος και Το αίνιγμα του χρησμού. Τον επόμενο χρόνο συμμετείχε επίσης στην Έκθεση των Ανεξάρτητων, με τα έργα Η μελαγχολία της αναχώρησης, Το αίνιγμα της ώρας και Το αίνιγμα της άφιξης και το δειλινό. Ο Γκιγιώμ Απολλιναίρ, σημαίνουσα μορφή της καλλιτεχνικής σκηνής του Παρισιού, υπήρξε από τους πρώτους ένθερμους υποστηρικτές του έργου του και σύντομα ο ντε Κίρικο εντάχθηκε μαζί με τον αδελφό του σε έναν ευρύτερο κύκλο καλλιτεχνών που περιλάμβανε διάσημους ζωγράφους όπως τον Πάμπλο Πικάσο και τον Φράνσις Πικαμπιά. Κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, η παραγωγικότητά του περιορίστηκε σημαντικά. Ο ντε Κίρικο ήταν λιποτάκτης από το Μάρτιο του 1912 και είχε καταδικαστεί σε ποινή φυλάκισης. Όταν το 1915 η Ιταλία κήρυξε τον πόλεμο στην Αυστρία, δόθηκε αμνηστία σε όλους τους λιποτάκτες που θα παρουσιάζονταν άμεσα, γεγονός το οποίο εκμεταλλεύτηκε ο ντε Κίρικο, που παρουσιάστηκε τελικά το Μάιο του 1915 στη Φλωρεντία. Τον επόμενο μήνα τοποθετήθηκε στη Φεράρα, όπου συνέχισε να ζωγραφίζει με μειωμένους ρυθμούς, προσπαθώντας παράλληλα να διατηρεί τις επαφές του στο Παρίσι, ειδικότερα με τον Πωλ Γκιγιώμ που αποτελούσε τον αποκλειστικό πωλητή των έργων του. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, κατάφερε επίσης να διατηρήσει την επικοινωνία του με τον Απολλιναίρ και τον Τριστάν Τζαρά, συνεισφέροντας σε περιοδικές εκδόσεις των ντανταϊστών. Στη Φεράρα, συνδέθηκε με το ζωγράφο Αρντένγκο Σοφίτσι και το συγγραφέα Τζοβάνι Παπίνι, επιδιώκοντας τη διάδοση της Μεταφυσικής Ζωγραφικής στην Ιταλία, προσπάθεια στην οποία συνέβαλε επίσης ο Σαβίνιο. Το 1917, ο ζωγράφος Κάρλο Καρά μετατέθηκε στην ίδια πόλη και συνδέθηκε φιλικά με τον ντε Κίρικο, αφομοιώνοντας πολλά στοιχεία της Μεταφυσικής Ζωγραφικής. Αργότερα, ο Καρά διεκδίκησε την πατρότητά της, γεγονός που οδήγησε στη διαμάχη του με τον ντε Κίρικο.
Στα τέλη του 1918, εγκατέλειψε τη Φεράρα και εγκαταστάθηκε μαζί με τη μητέρα του στη Ρώμη. Λίγους μήνες αργότερα οργανώθηκε η πρώτη μεγάλη ατομική του έκθεση, στη γκαλερί Bragaglia (Casa d'Arte Bragaglia), η οποία όμως δε στέφθηκε με επιτυχία. Πωλήθηκε μόνο ένας πίνακάς του, ενώ ο κριτικός τέχνης Ρομπέρτο Λόνγκι – με σημαντική επιρροή στην ιταλική καλλιτεχνική σκηνή εκείνης της εποχής – σχολίασε αρνητικά την Μεταφυσική Ζωγραφική του. Την περίοδο αυτή, ο ντε Κίρικο συνέχισε να δημοσιεύει δοκίμια, κυρίως στο ιταλικό περιοδικό Valori Plastici, το οποίο φιλοξένησε πληθώρα θεωρητικών κειμένων για τη Μεταφυσική Ζωγραφική. Ο εκδότης του, Μάριο Μπρόλιο (1891-1948), υπήρξε επίσης ο κυριότερος έμπορος έργων του ντε Κίρικο στην Ιταλία, καθώς και ο πρώτος που εξέδωσε μία μονογραφία αφιερωμένη σε εκείνον (Giorgio de Chirico. 12 tavole in fototipia precedute da giudizi critici), η οποία περιλάμβανε μία σειρά δοκιμίων, μεταξύ άλλων των Απολλιναίρ, Σοφίτσι, Παπίνι, Καρά και Λουί Βοσέλ. Στη Ρώμη, ο ντε Κίρικο υπήρξε μέλος του θεατρικού κύκλου με επίκεντρο τον Ιταλό συνθέτη Αλφρέντο Καζέλα και το συγγραφέα Λουίτζι Πιραντέλο.

Τον Ιούνιο του 1919, ο ντε Κίρικο βίωσε μία «αποκάλυψη», όπως ο ίδιος την αποκάλεσε αργότερα, πιθανότατα στη θέα ενός έργου του Τιτσιάνο στην Πινακοθήκη Μποργκέζε της Ρώμης, σηματοδοτώντας μία μεταβατική φάση στις αρχές της δεκαετίας τού 1920. Στα πλαίσια μίας βαθιάς αλλαγής, ξεκίνησε να αντιγράφει έργα των Δασκάλων της Ιταλικής Αναγέννησης, μιμούμενος το ύφος τους και αναπτύσσοντας ένα νεοκλασικό ύφος, σημαντικά διαφοροποιημένο από τις προγενέστερες δημιουργίες του. Την ίδια περίπου εποχή, τα «μεταφυσικά» έργα του ήταν αντικείμενα θαυμασμού από τους υπερρεαλιστές, οι οποίοι όμως αργότερα τον αποκήρυξαν εξαιτίας της στροφής του στο νεοκλασικό και νεορομαντικό ύφος. Το Μάιο του 1925 πραγματοποιήθηκε μία μεγάλη ατομική έκθεση στη Galerie de l' Effort Moderne του Λεόνς Ρόζενμπεργκ, και στα τέλη του ίδιου έτους εγκαταστάθηκε εκ νέου στο Παρίσι, όπου ακολούθησε μία ιδιαίτερα παραγωγική περίοδος κατά την οποία απέκτησε σημαντική φήμη, τόσο στη γαλλική πρωτεύουσα όσο και σε άλλες χώρες της Ευρώπης. Η δεύτερη παραμονή του στο Παρίσι διήρκεσε μέχρι το 1929, χρονιά κατά την οποία ολοκλήρωσε μία παραγγελία για τη διακόσμηση του σπιτιού τού Λεόνς Ρόζενμπεργκ, με σκηνές μάχης μεταξύ Ρωμαίων μονομάχων. Την ίδια περίοδο εκδόθηκε το μυθιστόρημά του, με τίτλο Εβδόμερος (Hebdomeros), ενώ φιλοτέχνησε επίσης μία σειρά λιθογραφιών για μία επανέκδοση της ποιητικής συλλογής Caligrammes του Απολλιναίρ. Στις αρχές της δεκαετίας του 1930 μετακόμισε αρκετές φορές, αναζητώντας κατάλληλες συνθήκες για την έκθεση των έργων του. Έζησε για ένα διάστημα στην Ιταλία, συμμετέχοντας στη Μπιενάλε της Βενετίας και επέστρεψε στο Παρίσι το 1934, όπου ξεκίνησε να φιλοτεχνεί μία νέα σειρά έργων, γνωστά ως Τα μυστηριώδη λουτρά (Bagni misteriosi), τα οποία προορίζονταν για την εικονογράφηση του ποιήματος Μυθολογία (Mythologie) του Ζαν Κοκτώ. Τον Αύγουστο του 1935 εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη, όπου έζησε για τα επόμενα δύο χρόνια και οργάνωσε συνολικά πέντε εκθέσεις έργων του. Παρά την επιτυχία τους, επέστρεψε στην Ιταλία, τον Ιανουάριο του 1938.
Για ένα σύντομο διάστημα, πριν το ξέσπασμα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, έζησε στο Παρίσι πριν επιστρέψει και πάλι στο Μιλάνο. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1940, το έργο του παρουσιαζόταν τακτικά στην Ιταλία, ενώ ο ίδιος συνέχισε να αναλαμβάνει δημόσιες παραγγελίες, έχοντας υιοθετήσει ένα νέο ύφος, με στοιχεία νεομπαρόκ, αλλά και μία πολεμική ενάντια στη μοντέρνα τέχνη. Το 1942 συμμετείχε στην 23η Μπιενάλε της Βενετίας, παρουσιάζοντας τα έργα του σε δική του αίθουσα, χωρίς ωστόσο να δεχθεί θετικές κριτικές. To ύστερο έργο του αντιμετωπίστηκε με έντονη διάθεση αμφισβήτησης από τους κριτικούς, ενώ από την πλευρά του ο ντε Κίρικο θεωρούσε τον εαυτό του αδικημένο, με βάση την συνολική προσφορά του στο μοντερνισμό. Μέσα από μία πληθώρα δοκιμίων, εξέφρασε την αντίθεσή του σε αυτό που ο ίδιος αντιλαμβανόταν ως «δικτατορία» του μοντερνισμού, ενώ την περίοδο 1950-3 οργάνωσε «αντι-Μπιενάλε», παρουσιάζοντας έργα «αντι-μοντέρνων» καλλιτεχνών. Τα επόμενα χρόνια σημειώθηκε μία σειρά από σκάνδαλα και δίκες που σχετίζονταν με πλαστογραφήσεις έργων του. Ο ίδιος ο ντε Κίρικο συνήθιζε να πραγματοποιεί αντίγραφα ή πολλαπλές εκδοχές των πιο γνωστών πινάκων του, γεγονός που ευνόησε σε ένα βαθμό τέτοιου είδους φαινόμενα πλαστογράφησής τους σε μεγάλη κλίμακα. Συνέχισε να εργάζεται μέχρι τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Ασχολήθηκε συστηματικά με το θέατρο, ενώ ξεχωρίζουν επίσης τα «νεομεταφυσικά» έργα του, που εκτέθηκαν για πρώτη φορά στο Μιλάνο, το 1968. Το 1974 τιμήθηκε από την Ακαδημία Καλών Τεχνών, ενώ τον επόμενο χρόνο διορίστηκε μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας. Ο ντε Κίρικο πέθανε στις 20 Νοεμβρίου του 1978 στη Ρώμη. Το 1986 ιδρύθηκε το Ίδρυμα Τζόρτζιο και Ίζα ντε Κίρικο με σκοπό τη διαφύλαξη του έργου του.


Υπολοιπα στοιχεια για το εργο του δεν τα κοπιαρω κι εδω για να μη σας παρακουρασω , μπορειτε να τα διαβασετε απο την πηγη και της βιογραφιας, δηλαδη εδω.

 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Χρήστες Βρείτε παρόμοια

  • Τα παρακάτω 0 μέλη και 2 επισκέπτες διαβάζουν μαζί με εσάς αυτό το θέμα:
    Tα παρακάτω 1 μέλη διάβασαν αυτό το θέμα:
  • Φορτώνει...
Top