Μορφές Τέχνης: Βιογραφικόν

Neraida

Επιφανές μέλος

Η Bitch... αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 13,073 μηνύματα.
Φρήντριχ Βίλχελμ Νίτσε (Friedrich Wilhelm Nietzsche) 1844 –1900[SIZE=-1]. [/SIZE]


[SIZE=-1]

Γερμανός φιλόλογος και επιφανής φιλόσοφος του 19ου αιώνα, δριμύτατος επικριτής των κατεστημένων αντιλήψεων, ιδιαιτέρως του Χριστιανισμού, πρόδρομος του Μηδενισμού και του Υπαρξισμού.[/SIZE]
[SIZE=-1]Γεννήθηκε στις 15 Οκτωβρίου 1844 στην πόλη Ραίκεν (Rocken) της Πρωσικής Σαξωνίας, το τρίτο και νεότερο παιδί της θρησκόληπτης οικογένειας του λουθηρανού κληρικού Καρλ Λούντβιχ Νίτσε (Carl Ludwig Nietzsche, 1813 - 1849) και της Φραντσίσκα Έλερ (Franziska Oehler, 1826 - 1897), θυγατέρας κληρικού. Ο πατέρας του πέθανε νωρίς, από κτύπημα στο κεφάλι έπειτα από πτώση το 1849 όταν ο μικρός Φρήντριχ ήταν μόλις 5 ετών, και τον επόμενο χρόνο ακολούθησε ο θάνατος του μόλις 2ετούς αδελφού του Λούντβιχ Ιωσήφ. Μετά από τους δύο αυτούς θανάτους, η μητέρα του μετακόμισε για οικονομικούς και συναισθηματικούς λόγους στο σπίτι της μητέρας της στο Νάουμπουργκ (Naumburg), στις όχθες του ποταμού Ζάαλε.[/SIZE]

[SIZE=-1]Στο Νάουμπουργκ ο μικρός Νίτσε παρακολούθησε από το 1854 μαθήματα σε ιδιωτικό προπαρασκευαστικό σχολείο, το «Ντομγκυμνάζιουμ» («Domgymnasium», όπου αφού εξετάστηκε από τον διευθυντή, εντάχθηκε εξαρχής στην δεύτερη τάξη), ενώ τον Οκτώβριο του 1858 κέρδισε μία υποτροφία για το «Σούλπφορτα» («Schulpforta» ή «Pforta»), ένα από τα σπουδαιότερα οικοτροφεία των προτεσταντών της Γερμανίας. Οι οικείοι του τον προόριζαν να σπουδάσει Θεολογία, ωστόσο ο ίδιος, από την στιγμή που διαμόρφωσε την προσωπικότητά του, στράφηκε συνειδητά προς την Φιλοσοφία, καθώς από το φθινόπωρο του 1862 είχε ήδη απορρίψει μέσα του τον Χριστιανισμό.[/SIZE]

[SIZE=-1]Με την αποφοίτησή του από το «Σούλπφορτα» στις 7 Σεπτεμβρίου 1864 γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο της Βόννης για να σπουδάσει Κλασική Φιλολογία, αλλά και Θεολογία (ενδιαφερόμενος κυρίως για την φιλολογική εξέταση των κατασκευασμένων πηγών της λεγόμενης «Καινής Διαθήκης»), ενώ παράλληλα ασχολήθηκε και με σύνθεση μουσικής, επηρεασμένος κυρίως από τον ρομαντικό Ρόμπερτ Σούμαν. Κατά την σύντομη παραμονή του στην Βόννη, ο Νίτσε μελέτησε καλά το έργο του Ντάβιντ Στράους (David Strauss) για την πραγματική ζωή του ιδρυτή του Χριστιανισμού και επιβεβαίωσε όχι μόνον την πλήρη απόρριψη της συγκεκριμένης θρησκείας μέσα του, αλλά απέρριψε και την θρησκοληψία γενικότερα, ανακηρύσσοντας τον εαυτό του «αναζητητή» της Αλήθειας.[/SIZE]

[SIZE=-1]Το φθινόπωρο του έτους 1865 έκανε μετεγγραφή μαζί με τον καθηγητή του Φρήντριχ Βίλχελμ Ριτσλ (Friedrich Wilhelm Ritschl) στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας, όπου αρίστευσε και παράλληλα ανακάλυψε την σκέψη του Σοπενάουερ (Arthur Schopenhauer), μελέτησε το υλιστικό έργο του Φρήντριχ Άλμπερτ Λάνγκε (Friedrich Albert Lange) «Η Ιστορία του Υλισμού» («Geschichte des Materialismus») και επίσης γνωρίστηκε με τον τότε συμφοιτητή του και μετέπειτα διακεκριμένο κλασικιστή Έρβιν Ρόντε (Erwin Rohde). Το 1867 κατατάχθηκε στο πυροβολικό του Νάουμπουργκ, αλλά τον Μάρτιο του 1868 η στρατιωτική του σταδιοδρομία έληξε άδοξα μετά από σοβαρό τραυματισμό του στον θώρακα και επέστρεψε στην Λειψία, όπου για ένα διάστημα εργάστηκε ως κριτικός όπερας στην εφημερίδα «Deutsche Allgemeine» και ως βιβλιοκριτικός στο περιοδικό «Literarisches Zentralblatt». Το βράδυ της 8ης Νοεμβρίου 1868 συναντήθηκε για πρώτη φορά με τον μουσικό Ρίχαρντ Βάγκνερ (Richard Wagner) και επί μία σχεδόν δεκαετία υπήρξε στενός φίλος τόσο του ιδίου όσο και της συζύγου του Cosima.[/SIZE]

[SIZE=-1]Μετά από τέσσερις δημοσιεύσεις του στο ακαδημαϊκό περιοδικό «Reinisches Museum» του καθηγητή του Ριτσλ και με τις άριστες συστάσεις του τελευταίου, ο οποίος διαβεβαίωνε σε επιστολή του ότι στα 40 χρόνια της πανεπιστημιακής του καριέρας δεν είχε συναντήσει κάποιον τόσο ευφυή σαν τον Νίτσε, διορίστηκε τελικά σε ηλικία μόλις 25 ετών έκτακτος καθηγητής Κλασικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο της Βασιλείας στην Ελβετία, όπου αρχικά παρέδιδε διαλέξεις για την Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Ποίησης και για τις «Χοηφόρες» του Αισχύλου και μετά από λίγο ξεκίνησε το τεράστιο συγγραφικό έργο του. Από την συγκεκριμένη θέση παραιτήθηκε έπειτα από 10 χρόνια, το έτος 1879, για λόγους υγείας, έχοντας εν τω μεταξύ γίνει τακτικός καθηγητής και λάβει την ελβετική υπηκοότητα, ενώ το 1869 το Πανεπιστήμιο της Λειψίας του απένειμε τον τίτλο του διδάκτορα όχι μετά από εξετάσεις ή κατάθεση διατριβής, αλλά με βάση τις δημοσιεύσεις του.[/SIZE]

[SIZE=-1]Υπηρέτησε ως εθελοντής νοσοκόμος στον πρωσικό στρατό κατά τη διάρκεια του Γαλλοπρωσικού πολέμου (1870 - 1871), καθώς η ουδέτερη Ελβετία δεν του επέτρεψε να γίνει μάχιμος στρατιώτης, όπως ο ίδιος επιθυμούσε. Ως νοσοκόμος στο Στρασβούργο ήλθε σε άμεση επαφή με την αγριότητα και φρίκη του πολέμου, ενώ η υγεία του επιδεινώθηκε αρκετά. Τον Οκτώβριο του 1870 επέστρεψε στα διδακτικά του καθήκοντα στο Πανεπιστήμιο της Βασιλείας και από το 1873 έως το 1876 συνέγραψε 4 δοκίμια που εκδόθηκαν αργότερα ως συλλογή υπό τον τίτλο «Ανεπίκαιροι Στοχασμοί» και εξέταζαν τον γερμανικό πολιτισμό του 19ου αιώνα.[/SIZE]

[SIZE=-1]Σε όλο του πρώϊμο έργο του της Βασιλείας διακρίνεται η έντονη επιρροή από τον Βάγκνερ, επιρροή που έγινε εντονότερη στο βιβλίο «Η γέννηση της Τραγωδίας» («Die Geburt der Tragodie», που κυκλοφόρησε το 1872 σε 800 αντίτυπα), στο οποίο ο Νίτσε ερμηνεύει την αρχαία Ελληνική Τραγωδία μέσα από την κατʼ αυτόν αντίθεση μεταξύ «απολλωνίου» και «διονυσιακού» πνεύματος. Το τολμηρό εκείνο έργο όμως, έγινε ελάχιστα αποδεκτό από τους πανεπιστημιακούς κύκλους, κυρίως εξαιτίας μιας αρνητικής κριτικής του σχολαστικού φιλόλογου Ούλριχ φον Βιλαμόβιτς – Μέλεντορφ (Ulrich von Wilamowitz - Moellendorff), που στην 32σέλιδη μπροσούρα του «Zukunftsphilologie!» («Φιλολογία του μέλλοντος!») κατηγόρησε τον Νίτσε για «αμάθεια και παντελή έλλειψη αγάπης για την αλήθεια» και του πρώην φιλόλογου καθηγητή του στο Πανεπιστήμιο της Βόννης Χέρμαν Ούζενερ (Hermann Carl Usener), που, όλος εμπάθεια, δεν δίστασε να χαρακτηρίσει το σύνολο του βιβλίου ως «μία απόλυτη ηλιθιότητα».[/SIZE]

[SIZE=-1]Ενώ ήδη από τις αρχές του 1876 ο Νίτσε είχε για λόγους υγείας αναγκαστεί να σταματήσει να διδάσκει στο Πανεπιστήμιο, το καλοκαίρι του έτους 1878 επήλθε ρήξη ανάμεσα σε αυτόν και τον Βάγκνερ και η φιλία των δύο ανδρών έσπασε διαπαντός. Κύρια αιτία της σύγκρουσης ήταν η συνεχής ερωτοτροπία του Βάγκνερ με χριστιανικά θέματα σε συνδυασμό με έναν έντονο σωβινισμό και αντισημιτισμό, τρία πράγματα που κατʼ εξοχήν αποστρεφόταν ο Νίτσε. Μέσα στο ίδιο έτος (1878 ) εξέδωσε και το αφοριστικό βιβλίο του «Ανθρώπινο, πάρα πολύ ανθρώπινο» («Menschliches, Allzumenschliches», το οποίο δέχθηκε τα μαζικά πυρά αποδοκιμασίας από την κατεστημένη διανόηση της εποχής) και είδε επίσης να πεθαίνει ο αγαπημένος του καθηγητής Ρίτσλ. [/SIZE]

[SIZE=-1]Από τον Μάϊο του 1879, όταν για λόγους υγείας παραιτήθηκε οριστικά από το Πανεπιστήμιο της Βασιλείας έναντι μίας πολύ μικρής σύνταξης, μέχρι το έτος 1888 ο Νίτσε λειτούργησε ως ανεξάρτητος φιλόσοφος, έχοντας επιλέξει να ζει μόνος ή με πολύ σπάνια επικοινωνία με τους ανθρώπους. Διαμένοντας κατά καιρούς στην Ελβετία, την Γαλλική Ριβιέρα και την Ιταλία, παρά την τραγικά άσχημη υγεία του και την ελαττωμένη πια όρασή του (λόγω βλάβης του αμφιβληστροειδούς και στα δύο μάτια του που προκαλούσε συνεχείς πονοκεφάλους), ανέδειξε την τολμηρότερη και ισχυρότερη πλευρά του πνεύματός του.[/SIZE]

[SIZE=-1]Τα κείμενά του διακρίνονται για το οξύ και επιθετικό ύφος τους και την εκτεταμένη χρήση αφορισμών, ενώ το όλο φιλοσοφικό έργο του εκτιμήθηκε ιδιαίτερα κατά το πρώτο μισό του 20ου αιώνα, περίοδο κατά την οποία εδραιώθηκε η θέση του και αναγνωρίστηκε ως ένας από τους μεγαλύτερους ευρωπαίους φιλοσόφους. Από το 1881 μέχρι και το 1888 κατόρθωσε να παράγει ένα περίπου έργο ανά έτος και συγκεκριμένα τα «Ροδαυγή» (1881), «Η Χαρούμενη Επιστήμη» (1882), «Τάδε έφη Ζαρατούστρα» (1883 - 1885, ο πρώτος τόμος του οποίου γράφτηκε στο Rapallo μέσα σε μόλις 10 ημέρες. Στο σύνολο του έργου κηρύσσεται ο «θάνατος του Θεού», καταρρακώνεται η δουλική ηθική του Χριστιανισμού –που καταστρέφει την ζωή προσπαθώντας δήθεν να την σώσει- και δείχνεται ο δρόμος προς έναν συγκροτημένο, λογικό και άθραυστο Ανθρωπισμό), «Πέραν του Καλού και του Κακού» (1886, το πρώτο που εξέδωσε μετά την απομάκρυνσή του από τον έως τότε εκδότη του Ernst Schmeitzner, τον οποίο ο Νίτσε κατήγγειλε ως αντισημίτη και ρατσιστή), «Η Γενεαλογία της Ηθικής» (1887, όπου η μνησικακία καταγγέλλεται πολύ σωστά ως η πραγματική ρίζα του δένδρου της σωτηριολογίας και «αγάπης» του Χριστιανισμού και, κατά προέκταση, της κυρίαρχης «ηθικής» του λεγόμενου «δυτικού κόσμου»), «Το Λυκόφως των Ειδώλων» (Αύγουστος - Σεπτέμβριος 1888 , «Ο Αντίχριστος» (Σεπτέμβριος 1888, θα εκδοθεί όμως το 1895), «Ίδε ο Άνθρωπος» (Οκτώβριος - Νοέμβριος 1888, που άρχισε να το συγγράφει στις 15 Οκτωβρίου, ημέρα των γενεθλίων του) και «Νίτσε εναντίον Βάγκνερ» (Δεκέμβριος 1888, θα εκδοθεί και αυτό το 1895).[/SIZE]

[SIZE=-1]Στις 3 Ιανουαρίου 1889 ο Νίτσε εισήχθη σε κλινική του Τορίνο μετά από εκδήλωση νευρικής κατάρρευσης, όταν ενώ περιδιάβαινε την πλατεία Καρόλου Αλμπέρτου (Piazza Carlo Alberto) είδε έναν αμαξά να μαστιγώνει ένα άλογο, προκάλεσε επεισόδιο για να το προστατέψει και συνελήφθη από 2 αστυνομικούς. Μέσα από την κλινική έγραψε και έστειλε προς φίλους και συγγενείς του διάφορες επιστολές (τις λεγόμενες «Wahnbriefe», «Επιστολές παραφροσύνης»), τις οποίες υπέγραφε πότε ως «Εσταυρωμένος» και πότε ως «Διόνυσος». Μία εβδομάδα αργότερα, μεταφέρθηκε με μεσολάβηση των φίλων του Τζ. Μπούρκχαρντ (Jacob Burckhardt, ιστορικού) και Φραντς Όβερμπεκ (Franz Overbeck, καθηγητή Θεολογίας) σε ψυχιατρείο της Βασιλείας και από εκεί σε άλλο ψυχιατρείο στην Ιένα, όπου διαγνώστηκε «παραλυτική ψυχική διαταραχή». Μετά από έναν περίπου χρόνο παραμονής του στο ψυχιατρείο, όπου συχνά ξεσπούσε βίαια υπό αλλεπάλληλες παραισθήσεις μεγαλείου, πήρε τελικά εξιτήριο στις 24 Μαρτίου 1890 και κατέληξε με την μητέρα του πίσω στο Νάουμπουργκ.[/SIZE]

[SIZE=-1]Μέχρι τον θάνατό του, έπειτα από 10 χρόνια, έζησε σε κατάσταση άνοιας μετά από εγκεφαλική παράλυση. Το τραγικό στην όλη ιστορία ήταν ότι την εποχή ακριβώς που κατέρρευσε ο Νίτσε έγινε γνωστό στον πολύ κόσμο το έργο του (κυρίως μέσω του σκανδιναβού βιβλιοκριτικού Georg Brandes) και η ζήτηση για τα βιβλία του αυξήθηκε κατακόρυφα, γεγονός που ο ίδιος όμως δεν ήταν σε θέση να χαρεί. Επιπροσθέτως, το 1893 η αντιδραστική και χριστιανή αδελφή του Ελίζαμπετ (Elisabeth Forster - Nietzsche) επέστρεψε από την Παραγουάη, έπειτα από την αποτυχημένη απόπειρα ίδρυσης της γερμανικής αποικίας «Nueva Germania» από τον ρατσιστή σύζυγό της Φόστερ (Bernhard Forster, που είχε ήδη αυτοκτονήσει), μεθόδευσε το να ναυαγήσουν τα σχέδια για μία έκδοση των απάντων του υπό την επιμέλεια του πρώην μαθητή του και από το 1880 προσωπικού φίλου και γραμματέα του Πέτερ Γκαστ (Peter Gast), «οργάνωσε» το αρχείο χειρογράφων και αλληλογραφίας του αδελφού της, αλλοιώνοντας αρκετά κείμενα και καταστρέφοντας άλλα τα οποία δεν της ήσαν αρεστά, τον δε Δεκέμβριο του 1895 απέκτησε όλα τα δικαιώματα των έργων του Νίτσε.[/SIZE]

[SIZE=-1]Το 1898 και 1899 ο Νίτσε υπέστη δύο εγκεφαλικά επεισόδια που επιδείνωσαν την κατάστασή του, καθιστώντας τον ανήμπορο πια να μιλήσει και να περπατήσει και τελικά πέθανε στις 25 Αυγούστου 1900 από συνδυασμό πνευμονίας και εγκεφαλικού και θάφτηκε στο νεκροταφείο του Ραίκεν, δίπλα στον τάφο του κληρικού πατέρα του. Παρά τον γενναίο αντιχριστιανισμό που επέδειξε σε όλη την υπεύθυνη ζωή του αυτός ο ανένταχτος, μοναχικός και απλησίαστος φιλόσοφος, η αδελφή του δεν τον σεβάστηκε καθόλου και φρόντισε να τον θάψει με το χριστιανικό (λουθηρανικό) τυπικό.[/SIZE]

[SIZE=-1]Σαν να μην έφτανε αυτό, η αντιδραστική και χριστιανή αδελφή του, η οποία αργότερα έγινε μέλος του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος, προχώρησε μετά τον θάνατό του και στην επιλεκτική δημοσίευση «πειραγμένων» κειμένων του υπό τον τίτλο «Η Θέληση για Δύναμη» («Der Wille zur Macht», 1901), ένα βιβλίο το οποίο ο διαπρεπής Ιταλός φιλόλογος Μοντινάρι (Mazzino Montinari) κατήγγειλε ευθέως ότι «δεν είναι βιβλίο του Νίτσε». Στις πρώτες τρεις δεκαετίες του 20ου αιώνα όμως, αυτό το «ανύπαρκτο» βιβλίο έδωσε αφορμή να συνδέσουν απατεωνίστικα κάποιοι καλοθελητές την προηγμένη σκέψη του Νίτσε με την ανάδυση του Ναζισμού και τον αντισημιτισμό, παρά το γεγονός ότι την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα οι ιδέες του είχαν αρκετούς οπαδούς στην Αριστερά και κατά την διετία 1894 – 1895 οι δεξιοί είχαν προτείνει να απαγορευθούν τα βιβλία του ως «ανατρεπτικά».[/SIZE]

[SIZE=-1]Ο Νίτσε, όπως τόσο ο Μοντινάρι αλλά και τα ίδια τα γραπτά του φιλοσόφου αποδεικνύουν, υπήρξε στην πραγματικότητα ένας ιδεολόγος της ελευθερίας, εραστής των Μουσών και, πάνω από όλα, δριμύτατος επικριτής τόσο του εθνικισμού και της πολιτικής αυταρχίας όσο και του αντισημιτισμού. Η υπέρβαση του τωρινού ανθρώπου, την οποία πρότεινε μέσω του «Υπερανθρώπου» («Ubermensch») στο «Τάδε έφη Ζαρατούστρα» στοχεύει στην ολοκλήρωση του ανθρώπινου όντος και όχι στην απανθρωπιά: ο «Υπεράνθρωπος» δεν είναι το μοντέλο ενός κυρίαρχου και αφέντη, αλλʼ απλώς ο πραγματικός άνθρωπος που μπορεί να αποδέχεται την ζωή σε όλη την τραγική της διάσταση, όπως οι αρχαίοι Έλληνες. Ο ίδιος ο Νίτσε πάντως, δεν έθρεφε αυταπάτες για το εάν θα γλίτωνε την παρερμηνεία της προχωρημένης σκέψης του από κακόβουλους ή ανόητους, αφού είχε γράψει: «ποτέ οι άνθρωποι δεν καταλαβαίνουν, απλώς μονάχα επαινούν ή κατηγορούν». [/SIZE]

[SIZE=-1]Έργα του Νίτσε:[/SIZE]
[SIZE=-1]«Από την ζωή μου» («Aus meinem Leben», 1858 ) [/SIZE]
[SIZE=-1]«Πάνω στην μουσική» («Uber Musik», 1858 ) [/SIZE]
[SIZE=-1]«Ο Ναπολέων Γ ως πρόεδρος» («Napoleon III als Praesident», 1862) [/SIZE]
[SIZE=-1]«Πεπρωμένο και Ιστορία» («Fatum und Geschichte», 1862) [/SIZE]
[SIZE=-1]«Ελεύθερη βούληση και πεπρωμένο» («Willensfreiheit und Fatum», 1862)[/SIZE]
[SIZE=-1]«Μπορεί ο ζηλόφθονος στʼ αλήθεια να ευτυχήσει;» («Kann der Neidische je wahrhaft glucklich sein?», 1863)[/SIZE]
[SIZE=-1]«Πάνω στις κλίσεις» («Uber Stimmungen», 1864) [/SIZE]
[SIZE=-1]«Η ζωή μου» («Μein Leben», 1864) [/SIZE]
[SIZE=-1]«Ο Όμηρος και η κλασική Φιλολογία» («Homer und die klassische Philologie», 1868 ) [/SIZE]
[SIZE=-1]«Πέντε πρόλογοι σε πέντε άγραφα βιβλία» («Funf Vorreden zu funf ungeschriebenen Buchern», 1872)[/SIZE]
[SIZE=-1]«Η γέννηση της Τραγωδίας» («Die Geburt der Tragodie», 1872)[/SIZE]
[SIZE=-1]«Πάνω στην αλήθεια και τα ψέματα» («Uber Wahrheit und Luge», 1873) [/SIZE]
[SIZE=-1]«Η Φιλοσοφία στης Τραγικής Εποχής των Ελλήνων» («Die Philosophie im tragischen Zeitalter der Griechen», 1873) [/SIZE]
[SIZE=-1]«Στράους, ο εξομολογητής και ο συγγραφέας» («David Strauss: der Bekenner und der Schriftsteller», 1873) [/SIZE]
[SIZE=-1]«Πάνω στην χρήση και κακοποίηση της Ιστορίας για την ζωή» («Vom Nutzen und Nachtheil der Historie fur das Leben», 1874) [/SIZE]
[SIZE=-1]«Ο Σοπενάουερ ως εκπαιδευτής» («Schopenhauer als Erzieher», 1874) [/SIZE]
[SIZE=-1]« Ο Βάγκνερ στην Βηρυτό» («Richard Wagner in Bayreuth», 1876) [/SIZE]
[SIZE=-1]«Ανθρώπινο, πάρα πολύ ανθρώπινο» («Menschliches, Allzumenschliches», 1878 ) [/SIZE]
[SIZE=-1]«Ανάμεικτες γνώμες και αποφθέγματα» («Vermischte Meinungen und Spruche», 1879)[/SIZE]
[SIZE=-1]«Ο πλάνης και η σκιά του» («Der Wanderer und sein Schatten, 1879) [/SIZE]
[SIZE=-1]«Ροδαυγή» («Morgenrote», 1881)[/SIZE]
[SIZE=-1]«Η Χαρούμενη Επιστήμη» («Die frohliche Wissenschaft», 1882) [/SIZE]
[SIZE=-1]«Τάδε έφη Ζαρατούστρα. Ένα βιβλίο για όλα και για τίποτα» («Also sprach Zarathustra. Ein Buch fur Alle und Keinen », 1883 - 1885) [/SIZE]
[SIZE=-1]«Πάραν του Καλού και του Κακού. Προλόγισμα για μια φιλοσοφία του μέλλοντος» («Jenseits von Gut und Bose. Vorspiel einer Philosophie der Zukunft», 1886) [/SIZE]
[SIZE=-1]«Η Γενεαλογία της Ηθικής» («Zur Genealogie der Moral», 1887) [/SIZE]
[SIZE=-1] «Το Λυκόφως των Ειδώλων» («Gotzen-Dammerung», 1888 ) [/SIZE]
[SIZE=-1]«Ο Αντίχριστος. Κατάρα στον Χριστιανισμό» («Der Antichrist. Fluch auf das Christentum», 1888 ) [/SIZE]
[SIZE=-1]«Ίδε ο Άνθρωπος. Πώς γίνεται κάποιος αυτός που είναι» («Ecce Homo. Wie man wird, was man ist», 1888 ) [/SIZE]
[SIZE=-1]«Η περίπτωση Βάγκνερ» («Der Fall Wagner», 1888 ) [/SIZE]
[SIZE=-1]«Η Θέληση για Δύναμη» («Der Wille zur Macht», 1901, με την αυθαιρεσία της αδελφής του)
[/SIZE]

[SIZE=-1]Έργα για τον Νίτσε:[/SIZE]
[SIZE=-1]Lavrin Janko, «Nietzsche: An Approach», London, 1948 [/SIZE]
[SIZE=-1]Kaufmann Walter, «Nietzsche: Philosopher, Psychologist, Antichrist», Princeton, 1950 [/SIZE]
[SIZE=-1]Stambaugh Joan, «Nietzsche's Thought of Eternal Return», Baltimore, 1972 [/SIZE]
[SIZE=-1]Hollingdale R. J., «Nietzsche», London, 1973 [/SIZE]
[SIZE=-1]Steiner Rudolf, «Friedrich Nietzsche: Fighter for Freedom», New York 1985 [/SIZE]
[SIZE=-1]Schacht Richard, «Nietzsche», London, 1985 [/SIZE]
[SIZE=-1]Tejera V., «Nietzsche and Greek Thought», Dordrecht, 1987 [/SIZE]
[SIZE=-1]Heller Erich, «The Importance of Nietzsche: Ten Essays», Chicago, 1988 [/SIZE]
[SIZE=-1]Aschheim Steven E., «The Nietzsche Legacy in Germany 1800-1990», Berkeley, 1992 [/SIZE]
[SIZE=-1]Stambaugh Joan, «The Other Nietzsche», New York, 1994 [/SIZE]
[SIZE=-1]Lampert Laurence, «Leo Strauss and Nietzsche», Chicago, 1996 [/SIZE]
[SIZE=-1]Klossowski Pierre, «Nietzsche and the Vicious Circle», Chicago, 1997 [/SIZE]
[SIZE=-1]Montinari Mazzino, «Νίτσε: τι πραγματικά είπε», Αθήνα, 1998[/SIZE]
[SIZE=-1]Bataille Georges, «Για τον Νίτσε: Θέληση για Τύχη», Αθήνα, 2002[/SIZE]
[SIZE=-1]Deleuze Jilles, «Ο Νίτσε και η Φιλοσοφία», Αθήνα, 2002[/SIZE]
[SIZE=-1]Leiter Brian, «Nietzsche on Morality», London, 2002 [/SIZE]
[SIZE=-1]Foucault Michel, «Τρία κείμενα για τον Νίτσε», Αθήνα, 2004[/SIZE]
[SIZE=-1]Stack George J., «Nietzsche's Anthropic Circle: Man, Science, and Myth», Rochester, 2005 [/SIZE]
[SIZE=-1]Hayman Ronald, «Νίτσε: Η τραγική ζωή μιας μεγαλοφυίας», Αθήνα, 2005 [/SIZE]
[SIZE=-1]Vattimo Gianni, «Dialogue with Nietzsche», New York, 2006[/SIZE]
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Τελευταία επεξεργασία:

Loupo

Νεοφερμένος

Ο π.Δανιήλ αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Μας γράφει απο Κέρκυρα (Κέρκυρα). Έχει γράψει 109 μηνύματα.
ΔΟΡΑ ΣΤΡΑΤΟΥ






Η Δόρα Στράτου (Δωροθέα Στράτου) υπήρξε ηθοποιός, χορογράφος και θιασάρχης. Ιδρύτρια του ομωνύμου συγκροτήματος Ελληνικών Χορών. Γεννήθηκε στην Αθήνα το Νοέμβριο του 1903. Κόρη του δικηγόρου, πολιτικού και πρωθυπουργού Νικόλαου Στράτου και της Μαρίας Κορομηλά (κόρης του θεατρικού συγγραφέα Δημήτρη Κορομηλά). Σπούδασε πιάνο, τραγούδι χορό και θέατρο. Μεγάλωσε σε μεγαλοαστικό περιβάλλον με πολλές επιρροές από κλασσικά θεατρικά έργα αλλά και από τους μεγάλους χορούς των Ανακτόρων, Πρεσβειών κλπ.
Η θανατική ποινή και εκτέλεση του πατέρα της (πρώην Πρωθυπουργού) το 1922 της δημιούργησε τη μεγαλύτερη τραυματική εμπειρία στη ζωή της. Μετά τη δήμευση της περιουσίας των γονιών της και τον κοινωνικό υποβιβασμό με τη μητέρα της και τον αδελφό της Ανδρέα έφυγε στο εξωτερικό (Βερολίνο, Παρίσι και Νέα Υόρκη) για 10 χρόνια που όμως συνέχισε σπουδές.
Το 1932 επιστρέφει στην Ελλάδα και βοηθάει τον Κάρολο Κουν στη δημιουργία του θεάτρου του. Στη διάρκεια της κατοχής συνεργάσθηκε δραστήρια στο φιλανθρωπικό έργο της Αρχιεπισκοπής Αθηνών και συμμετείχε στον Εθνικό Οργανισμό Χριστιανικής Αλληλεγγύης.
Η πρωτοπορία της όμως στο τομέα της λαϊκής τέχνης άρχισε το 1951 όταν η τότε Βασίλισσα Φρειδερίκη αναζήτησε άξιο λόγου χοροδιδασκαλείο των ελληνικών δημοτικών χορών στην Αθήνα, που όμως δεν υπήρχε. Συνέπεσε τότε να έρθει στη Ελλάδα ένα ξένο πολυμελές φολκλορικό συγκρότημα που αφενός μεν θεωρήθηκε πρωτοφανές και αφετέρου για να υπογραμμισθεί η παντελής έλλειψη παρόμοιου ελληνικού. Ο τότε καθηγητής του Πανεπιστημίου Γ. Μέγας ρίχνει την ιδέα τέτοιας δημιουργίας για την διάσωση αλλά και διάδοση των ελληνικών χορών. Η Δόρα Στράτου αναλαμβάνει την επιμέλεια και ο Σοφοκλής Βενιζέλος (αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης Πλαστήρα) αναλαμβάνει να βοηθήσει. Το 1952 δημιουργείται το συγκρότημα Ελληνικών Λαϊκών Χορών και το 1953 αρχίζουν για πρώτη φορά στην Ελλάδα οι πρώτες τακτικές θεατρικές παραστάσεις ελληνικών λαϊκών χορών και τραγουδιών σε επίπεδο επαγγελματικών αξιώσεων. Τον ίδιο χρόνο η Δ.Σ. δημιουργεί κοινωφελές σωματείο με την επωνυμία «Εταιρία Ελληνικών Λαϊκών Χορών και Τραγουδιού» με περιοδείες του συγκροτήματος πλέον και στο εξωτερικό δίνοντας παραστάσεις σχεδόν σε όλες τις Ηπείρους.
Το 1954 δημιουργείται το υπαίθριο θέατρο Δόρας Στράτου στο αρχαίο θέατρο του Πειραιά, με καθημερινές παραστάσεις σε όλη τη θερινή περίοδο που κράτησε μέχρι το 1964, οπότε και δημιουργήθηκε το Θέατρο Κήπου του Θησείου για ένα όμως χρόνο. Τέλος το 1965 με τη βοήθεια και συνεργασία του σκηνογράφου Σπύρου Βασιλείου δημιουργείται το Θέατρο Δόρας Στράτου στο χώρο του Φιλοπάππου.
Το 1967 συνελήφθηκε με αιτία ότι έκρυβε στην οικία της τον δημοσιογράφο Χρήστο Λαμπράκη, την αποφυλάκιση της οποίας πέτυχε από το εξωτερικό η μετέπειτα Υπουργός Μελίνα Μερκούρη.
Επίσης η Δόρα Στράτου ήταν ιδρύτρια του κοινωφελούς σωματείου «Ελληνικοί Χοροί – Δόρα Στράτου», του σωματείου «Ζωντανό Μουσείο – Δόρα Στράτου» καθώς και ιδρυτικό μέλος του Θεάτρου Τέχνης και του Ελληνικού Κέντρου του Διεθνούς Ινστιτούτου Θεάτρου (Αντιπρόεδρος του κέντρου μέχρι το 1966) και μέλος του Διεθνούς Ινστιτούτου θεάτρου (1951-1966).
Έγραψε τρία βιβλία «Μια παράδοσις, μια περιπέτεια» (1963), «Οι λαϊκοί χοροί – ένας ζωντανός δεσμός με το παρελθόν» (1966) και «Ελληνικοί παραδοσιακοί χοροί» (1970) που μεταφράσθηκαν σε πολλές γλώσσες. Επίσης είχε παρουσιάσει τέσσερις εκθέσεις συγκριτικής φωτογραφίας στην Ελλάδα και εξωτερικό και μια μεγάλη σειρά δημοτικών τραγουδιών.
Το έργο της αναγνωρίσθηκε διεθνώς και επιχορηγήθηκε από το Ίδρυμα Φορντ (1968-1972). Βραβεύθηκε από την Ένωση Αμερικανικού Εκπαιδευτικού Θεάτρου, την Ακαδημία Αθηνών (1974) και Αργυρό Μετάλλιο από τον Όμιλο Ροταριανών (1975).
Για λόγους υγείας αποσύρθηκε από την ενεργό δράση της το 1983. Ήταν μόνιμος κάτοικος Αθηνών (οδού Υπατίας) και μιλούσε Γαλλικά και Αγγλικά. Πέθανε το 1988. Κηδεύτηκε στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών.
(Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια)



(Πιστεύω πως είμαι τυχερός άνθρωπος που υπήρξα χορευτής του Θεάτρου της.)
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Τελευταία επεξεργασία:

Δεσμώτης

Περιβόητο μέλος

Ο Δεσμώτης αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Είναι 45 ετών. Έχει γράψει 4,605 μηνύματα.
"Υπομονή. Θα πήξει το δάκρυ, θα γίνει νησί."




Ε. Χ. ΓΟΝΑΤΑΣ
(Αθήνα, 1924 – Αθήνα, 2006)

Γόνος εκλεκτής οικογένειας από το Αϊβαλί, διακεκριμένος δικηγόρος.
Ιδιότυπος ποιητής και διηγηματογράφος.
Χαρακτηρίστηκε ως «λογοτέχνης του παράδοξου».

Ολιγογράφος και αδιάφορος για τη δημοσιότητα, έγινε ευρύτερα γνωστός χάρη στο Νίκο Εγγονόπουλο, που τον "ανακάλυψε" τη δεκαετία του Εβδομήντα.
Μολονότι αποκομμένος από το ευρύτερο λογοτεχνικό περιβάλλον των Αθηνών, υπήρξε στενός φίλος με τους ποιητές Μίλτο Σαχτούρη και Δημήτρη Παπαδίτσα και τους στιλίστες πεζογράφους Ηλία Χ. Παπαδημητρακόπουλο και Νίκο Καχτίτση.

Εργογραφία:

1.Ποίηση

1959 : " Η κρύπτη"

2. Διηγήματα-Αφηγήματα

1963: "Το βάραθρο"
1963: "Οι αγελάδες"
1986: " Ο φιλόξενος καρδινάλιος"
1991: "Η προετοιμασία"
2006: "Τρεις δεκάρες"

Χαρακτηριστικό των κειμένων του Γονατά είναι η λακωνικότητα του λόγου και ο συνδυασμός στοιχείων που εκ πρώτης όψεως φαίνονται ασυμβίβαστα μεταξύ τους.
Αυτή όμως η "παραδοξότητα" δεν είναι τίποτε άλλο παρά η έκφραση της ίδιας της ζωής, που κατά τον ποιητή μπορεί να είναι ταυτόχρονα λογική και παράλογη .«Δεν κατασκευάζω όνειρα. Δεν είμαι "ονειροποιός". Ό,τι γράφω, είναι βιωμένο. Και το φανταστικό στοιχείο που βλέπουν στο έργο μου είναι στην ουσία το παράλογο, έχει σχέση με τον διχασμό της πραγματικότητας.», είπε ο χαρακτηριστικά σε μια συνέντευξή του στην εφημ. Τα Νέα ( 4 Ιουνίου 1994).

Ο Γονατάς , εκτός από δημιουργικός λογοτέχνης, υπήρξε και λαμπρός μεταφραστής. Μας έδωσε μιαν "Επιλογή από τις Voces του Αντόνιο Πόρτσια" (Κρατικό Βραβείο Μετάφρασης για το 1994) καθώς και κείμενα των Γκέοργκ Kρίστοφ Λίχτενμπεργκ, Ιβάν Γκολ, Γκιστάβ Φλομπέρ, κ.ά.

~~~~~~~~~~~~~~ ~~~~~~~~~~~~~ ~~~~~~~~~~~~~~~

To δάσος

Ανεβαίνοντας το λόφο αντίκρισα στον ορίζοντα τις ατέλειωτες πλούσιες φυλλωσιές του δάσους, που τις λίκνιζε ο άνεμος. Δεν ένιωσα όμως καμιά δροσιά στην ψυχή μου. Φτάνοντας στην κορφή παρατήρησα πως ο λόφος κι από την άλλη μεριά ήταν ολότελα γυμνός.

Σ' όλη την έκταση γύρω ούτε ένας κορμός δέντρου. Μόνο στον ουρανό πλέανε αθόρυβα τα φύλλα, τα αμέτρητα πράσινα φύλλα πού είχα δει από μακριά, σα δίχτυα κρεμασμένα πάνω απ' τα κεφάλια μας. Τρέμανε όλα μαζί στον αέρα, μα δε σκόρπιζαν, όπως τ' αστέρια, μ' όλο πού κανένα κλαδί, κανένα κοτσάνι δεν τα βαστούσε.

Δεν κρατήθηκα. "Και πώς ξεκουράζονται εκεί τα πουλιά;", είπα.
"Σ' αυτά τα δέντρα έρχονται μόνο οι σκιές των πουλιών να καθίσουν", μου εξήγησαν ήσυχα με μια φωνή οι δύο άγνωστοι που με συντροφεύαν.

"Ναί. Βλέπω", φώναξα. "Κοπάδια πουλιά κουρνιάζουν στα φυλλώματα χωρίς τα κορμιά τους".
Οι σύντροφοι μου κοιτάχτηκαν μ' απορία.

"Εσύ ποιός είσαι που μπορείς και τα βλέπεις;", γυρίζει και μου λέει ανήσυχος ο ένας. Πριν προλάβω ν' απαντήσω, σκύβει στον διπλανό του και τους ακούω που ψιθυρίζουν:
"Πώς βρέθηκε αυτός μαζί μας; Για δώσ' μου τον κατάλογο να ρίξω μιά ματιά".
"Δεν τον έχω απάνω μου. Μα τι τον ρωτάς; Αφού είδε, δικός μας θα 'ναι κι αυτός. Σ' τό 'χω ξαναπεί, να κλείνεις καλά όταν βγαίνεις".

Για πρώτη φορά τους πρόσεξα καλύτερα, τυλιγμένους στο λεπτό μενεξεδί φως του δειλινού. Φορούσαν τα ίδια ρούχα, τα ίδια πουκάμισα, τις ίδιες άσπρες γραβάτες και τα χλωμά τους πρόσωπα με το μικρό μαύρο μουστάκι ήταν ολόιδια.

"Είσαστε δίδυμοι;", τους ρώτησα.

Δε μ' απάντησαν. Έστησαν μπρος μου έναν μεγάλο καθρέφτη. Κοιτάχτηκα κι είδα πως φορούσα κι εγώ τα ίδια ρούχα, την ίδια γραβάτα και πως το πρόσωπο μου, αγνώριστο, κατακίτρινο, ήταν ίδιο κι απαράλλαχτο με το δικό τους.

Η καμπάνα σήμανε μακριά. Με πήραν απ' το χέρι κι αρχίσαμε να κατεβαίνουμε αμίλητοι τη χωματένια σκάλα. Ψηλά από πάνω μας φαινότανε ο ουρανός σκούρος γαλάζιος, στολισμένος με τα πρώτα αστέρια. Άνοιξαν τη φαρδιά καγκελόπορτα και μ' έσπρωξαν σ' έναν απέραντο κήπο, γεμάτον άσπρους στρογγυλούς βράχους. Πουθενά δε φαίνονταν λουλούδια. Μονάχα πρασινάδες. Όμως μιά γνώριμη άχνα ανέβαινε μέσα απ' τη γη, μεθυστική σα λιβάνι.

Εκδόσεις "Στιγμή", Αθήνα 1992




Απρίλιος 1986.
Τυπογραφείο των εκδόσεων "Στιγμή".
Ο Ε. Γονατάς απαθανατίζεται φουμάροντας το τσιγάρο του
δίπλα στο Μ. Αναγνωστάκη.
Κοντά τους η Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου και ο Σπύρος Τσακνιάς.
Η φωτογραφία από το περιοδ. Αντί, τ. 527-528, 1993
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Εδάδ

Διάσημο μέλος

Η Εδάδ αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 2,958 μηνύματα.
Δεν τον ξέρω αλλά μοιάζει πολύ με το φιντέλ κάστρο
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Δεσμώτης

Περιβόητο μέλος

Ο Δεσμώτης αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Είναι 45 ετών. Έχει γράψει 4,605 μηνύματα.
Πάντα έπιανα την πένα με την απόφαση να γράψω κάτι μεγάλο, "που να τα λέει όλα"! Μια πρώτη φλόγα έδινα, έν' άνοιγμα - κι αυτό ήταν! Γιόμισα έτσι "ανοίγματα", προς Κάτι που θάταν το "όλο"- μα πού "το όλο"!.. "Αυτά είναι - τι να κάνω; Αυτός είμαι! Και σιγά-σιγά, το πήρα απόφαση..." ["Η άλλη ιστορία", σελ. 116]

Ρένος Αποστολίδης

(2 Μαρτίου 1924 - 10 Μαρτίου 2004)



Κ'εγώ, από την πλευρά μου, πιστεύω πως ό,τι λέω πάει στο βάθος των συνειδήσεων -κάποιων συνειδήσεων- και δημιουργεί κριτήρια, στα οποία δεν αντέχει η πολιτική ανουσιότητα και κενότητα των φορέων και των κομμάτων και των παρατάξεων και των σχημάτων του ΚΟΝΦΟΡΜ! Πιστεύω, εντέλει, πως λίγο ακόμα, όχι πολύ, θα χορεύουν στον Τόπο μας τις γελοίες πολιτικές τους οι κενοί, γιατί θα ξυπνήση, θα ξυπνήση φοβερά -μην πλανιέστε- ο Λαός αυτός... Eγώ πάντως και θα πεθάνω ακόμα, αλλά θα κάνω το παν για να τον ξυπνήσω, να τον ξεσηκώσω!

Ρένου Αποστολίδη, "Το Κατηγορώ", 1965


....τα βιβλία είν' άνθη ή κάκτοι θανατηφόροι., όχι σκευωρήματα, πολλές φορές θα βρέθηκε ίσως πολύ απορημένος με το δικό μου, πώς πορεύεται στην ανάπτυξη του...Άλλο αν κακώς το πήρε για βιβλίο, ενώ για πράξη πρόκειται...["Κατηγορώ", σελ. 185]

Ο Ρένος Αποστολίδης είχε κάνει με το μολύβι, το στυλό, τη γραφομηχανή, 10000 χιλιόμετρα, όσο κι αν φαίνεται απίστευτο, κι όμως είναι μετρημένα, το τέταρτο της περιμέτρου της γης. Σαράντα τόμοι λογοτεχνία, κριτική σκέψη, δοκίμια, μελέτες φιλολογικές πάνω στον Ηράκλειτο κι άλλα αρχαιοελληνικά κείμενα, μαζί με την εφτάτομη Ανθολογία νεοελληνικής Ποίησης και Διηγήματος(κάπου 4000 σελίδες της αυστηρότερης ως γνωστόν κριτικής επιλογής).
Απ' τους νεώτερους θεωρείται "μοντέρνος", "παράλληλος του Μπόρχες".

Για τους παλιότερους είν' ο κυριώτερος εκπρόσωπος της "Γενιάς του Μεταπολέμου", με την πιο καυτή προσωπική μαρτυρία του Εμφυλίου '47-'49, κι ο πιο οξύς κριτικός της νεοελληνικής λογοτεχνίας, πνεύματος γενικώτερα και "πολιτικής" στον Τόπο μας. Υπήρξε και καθηγητής φιλόλογος, και δημοσιογράφος, και βραβευμένος μ' "έγκυρα" υποτίθεται βραβεία, που απαξιούσε ν' άναφέρει ποτέ.


Μεταφρασμένος ελάχιστα σε ξένες γλώσσες, έξω απ' όλα τα πολιτικά κυκλώματα, κ' ενάντιος κάθε πολιτικής παράταξης (εξίσου άθλιες τις θεωρούσε όλες), αντιμαζικός κ' εγωτικός. Από νέον τον προσδιώρισαν οι μεγάλοι ρώσοι μυθιστοριογράφοι, κυριώτατα ο Ντοστογιέβσκι, κι απ' τους βασικούς στοχαστές: ο Ηράκλειτος κι άλλοι προσωκρατικοί, οι Αγνωστικοί και νεώτεροι Αναρχικοί, ο Νίτσε φυσικά κι ο Στίρνερ, ο Μπέρξον, ο Κρισναμούρτι κ.α.




Με τους γιούς του Στάντη & Ήρκο, την εποχή που δουλεύουν για την έκδοση των Διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου, στο σπίτι τους στου Παπάγου. Εδώ θα δουν το φως οι αξιόλογες επιστημονικές μελέτες / εκδόσεις τους - προϊον μιάς σπάνιας, δημιουργικής και ζωντανής συνεργασίας που συνεχίζει τη λόγια παράδοση τριών γενεών που ξεκίνησε ο Ηρακλής Αποστολίδης.

Το ύφος του δεν προκύπτει απ' τη νεοελληνική λογοτεχνία, παρά την ειδική γνώση του των κειμένων της, κι ούτε από άλλον κανένα. Ο πολύς κόσμος, τον γνώρισε σαν κατεξοχήν ασυμβίβαστο κριτή, από τις φλογερές εκπομπές του στην τηλεόραση ("Ανθολογία", "Ο Εμφύλιος μέσα μας") και το ραδιόφωνο.

Γιός του γεννημένου στον Πύργο της Βουλγαρίας δημοσιογράφου και ανθολόγου Ηρακλή Ν. Αποστολίδη (1893-1970), γνωστού αναρχικού και λόγιου με στέρεη φιλοσοφική παιδεία.

Σκεπτικιστής κι αγνωστικιστής, ο Ηρακλής κατέληξε στην Αθήνα στις αρχές του αιώνα, τσακωμένος με τον πάμπλουτο πατέρα του, λόγω της επαναστατικής του δράσης. Τελειώνοντας το Γυμνάσιο μπήκε στη δημοσιογραφία, κʼ έφτασε πολύ σύντομα νʼ αρχισυντακτεύη στο «ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ» (1917-1919), πριν μετατραπή σε όργανο του Κ.Κ.Ε., να διευθύνη την αναρχική εφημερίδα «ΑΜΥΝΑ» (1920). Ιδρυτικό μέλος της Ε.Σ.Η.Ε.Α., ήταν η ψυχή του κορυφαίου επιστημονικού έργου της νεώτερης Ελλάδας, της «ΜΕΓΑΛΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑΣ» (του «ΠΥΡΣΟΥ»).

Εντελώς διαφορετικός χαρακτήρας απʼ το μικρό του γιό, το Ρένο, τον έμπασε στο διάβασμα της κορυφαίας ξένης λογοτεχνίας, των Αρχαίων (Πλάτων, Θουκυδίδης, Δημοσθένης, Ευριπίδης), της νεώτερης ευρωπαϊκής φιλοσοφίας (Καντ, Σπινόζα, Σοπενάουερ, Νίτσε, Μπέρξον, Κρισναμούρτι κ.ά.), και γενικά των πρώτων ποιοτήτων (Ντοστογιέφσκι, Τολστόϊ, Ίψεν) μα κυριότερα των αμφισβητητικών, δείχνοντάς του ταυτόχρονα και τους δρόμους γιά την προσπέλαση των μεγάλων θεωρητικών αναρχικών και μηδενιστών του 19ου αιώνα, των Ρώσων (Κροπότκιν, Μπακούνιν), των Γερμανών (κυρίως Στίρνερ) και των Γάλλων.



Ο Ρένος Αποστολίδης με τον πατέρα του Ηρακλή, στο γραφείο της Μηθύμνης, 1968

Στα χρόνια της κατοχής, μαθητής του Βαρβακείου ο Ρένος, και φοιτητής της Φιλοσοφικής μετά, μένει στη «μπλε πολυκατοικία» των Εξαρχείων κʼ είναι το κέντρο παρεών με τους Κ. Αξελό, Ι. Καμπανέλλη, Α. Σχινά, Π. Σπηλιωτόπουλο, Λ. Κύρκο, Κ. Παπαϊωάννου και αρκετούς άλλους, όπως τις ιστορεί ο ίδιος στην «Αλλη Ιστορία» (Αθήνα 1972 και βʼ έκδ. 2004).

Ανένταχτο κʼ επαναστατικό, πάντα, πνεύμα, μετέχει σʼ αντιγερμανικές διαδηλώσεις, και μετά το τέλος της Κατοχής και του Δεκέβρη του '44 δημοσιεύει το πρωτόλειό του: «Τρεις σταθμοί μιάς πορείας» (1945), εκφράζοντας τη βασική θέση του «όλως τρίτου» - από την οποία δεν απομακρύνθηκε κατʼ ουσίαν ποτέ.

Έγραφα συνέχεια. Κάθε στιγμή που στεκόμουν και δεν περπάταγα, δεν έτρωγα ή δεν κοιμόμουν. Συνέχεια! Και πάνω σ' όλες τις μάχες, για όλες τις σφαίρες και τα βλήματα που σφύριζαν... Με μια μανία τρελλή: Να ζήσω γράφοντας! (Μπορεί αυτό καταβάθος νάταν.). ["Πυραμίδα 67", Πρόλογος Ρένου Αποστολίδη στην 3η Έκδοση, 16. 11. 1995]

Στρατεύεται υποχρεωτικά στο στρατό της Δεξιάς με το χαρακτηρισμό «επικίνδυνος αριστερός ιδεολόγος, ιδιαιτέρως εύγλωττος», κʼ ενώ τον έχουν γιά τη Μακρόνησο, μετά από βίαιη αντίδρασή του, παίρνει τη χειρότερη μετάθεση: «λιπός» οπλίτης, στην πρώτη γραμμή του πυρός στην 9η Μεραρχία, 524 Τ/Π. Ο πατέρας του, στενός φίλος μεταξύ άλλων του Π. Κανελλόπουλου, τότε Υπουργού Εθνικής Αμύνης, συνεπής στις ιδεολογικές του αρχές, δεν χρησιμοποιεί κανένα μέσο γιά μετάθεση του γιού του.

Εκεί συμμετέσχε σε 35 μάχες, καθώς περιγράφει στην «Πυραμίδα 67» και σʼ άλλα κείμενά του, αρνούμενος να ρίξει έστω και μιά σφαίρα, με τη βασική θέση ότι καμμιά ιδέα δεν δικαιολογεί τον ανθρώπινο θάνατο. Απʼ την αντιμιλιταριστική του ιδεολογία κινδυνεύει να βρεθεί στο στρατοδικείο, αλλά τον σώζει δυό-τρεις φορές ο Α2 του τάγματος, ο Κ. Κουκούλης, ο ήρωας της ομώνυμης νουβέλας (ο Α2), την οποία εκδίδει ο Ρένος το 1968 εν μέσω Δικτατορίας, μη στέλνοντάς την στην λογοκρισία, όπως και κανένα άλλωστε βιβλίο του.



Εμφύλιος. Αριστερά, Τρίκαλα, 1947, μπροστά από το στρατιωτικό νοσοκομείο 407. Δεξιά, Κιάτο, 1949.

Μοναδικό ενδιαφέρον του στα δυόμιση χρόνια της θητείας του: να κρατάει σημειώσεις απʼ ό,τι συνέβαινε γύρω του στα περίφημα «μπλόκ» του. Ακόμα και τις ώρες των μαχών έβρισκε κάποια σημεία νʼ ακουμπήσει, έβγαζε το στυλογράφο του κʼ έγραφε ασταμάτητα.

Με την απόλυσή του, τελειώνει με άριστα τη Φιλοσοφική Αθηνών κ' εκδίδει την «Πυραμίδα 67», ενώ ακόμα λειτουργούσαν τα στρατοδικεία (λόγος γιά τον οποίο δεν αναφέρει ρητά την άρνησή του να χρησιμοποιήσει όπλο). Η Πυραμίδα είναι το βιωματικώτερο βιβλίο του Ρένου και προέκυψε από υλικό 5.500 σελίδων γραμμάτων σταλμένων στους δικούς του. Υμνήθηκε από κριτικούς όλων των παρατάξεων και χτυπηθηκε αμείλικτα (και διά της σιωπής) από τα επίσημα κόμματα Δεξιάς κι Αριστεράς. Σήμερα, μετά από μισόν αιώνα απʼ την 1η του έκδοση, θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε σαν το σημαντικώτερο βιβλίο γιά τον Εμφύλιο.




Με τον γάτο του, Κεραυνό. Θα του αφιερώσει το ομώνυμο βιβλίο...


Tο 1952, ξεκινάει, μαζί με τον πατέρα του, το λογοτεχνικό-κριτικό περιοδικό «Τα Νέα Ελληνικά» απʼ το οποίο καταφέρεται κατά της υπερεκτιμημένης Γενιάς του ʼ30. Παρά την τερατώδη κυκλοφοριακή επιτυχία του εντύπου ο Ηρακλής Αποστολίδης, μετά την προσφυγή του Καραγάτση και άλλων εκπροσώπων της «Γενιάς» στα δικαστήρια αποφασίζει νʼ αναστείλει την κυκλοφορία του στο 7ο τεύχος. «Τα Νέα Ελληνικά» αφʼ ενός νεκρανασταίνουν και συσπειρώνουν την προπολεμική Γενιά και αφʼ ετέρου αναδεικνύουν τη μεταπολεμική αμφισβήτηση, το "νέο λόγο". Το περιοδικό βγάζει άλλα δύο τεύχη το ʼ57, και στην τρίτη του περίοδο επανεκδίδεται το ʼ66, ώσπου κλείνει οριστικά (στο 17ο τεύχος) στις 21-4-67.

Στη συνέχεια, μετά την πρώτη φάση των «Νέων Ελληνικών» ο Ρένος εκδίδει τις «Ιστορίες από τις Νότιες Ακτές» (Κρατικό βραβείο Διηγήματος, 1959), και έπονται το ταυτοτικό του «Ο Γρασαδόρος και τα χειρόγραφα του Max Tod», όπου εκφράζει καιριότατα τη λατρεία του στη μηχανή, στο μέταλλο, στην «τίμια δούλη ύλη». Κεντρικό πρόσωπο είναι ο γρασαδόρος ενός ιδανικού υπεροχήματος, αφοσιωμένος απόλυτα στη «θεραπεία της ύλης». Στο πρόσωπο αυτό ο συγγραφέας δοξάζει τη μορφή του ίδιου του πατέρα του, που, αν και δεν είχε καμμιά σχέση με το μηχανικό κόσμο, υπήρξε υπόδειγμα ευσυνείδητου ανώνυμου πνευματικού εργάτη.




Αριστερά, με το Γιάννη Σκαρίμπα. Δεξιά, με τον Ιάκωβο Καμπανέλλη.

Ακολουθεί η «Κριτική του Μεταπολέμου» (1962), με σελίδες σκληρής κριτικής της νεοελληνικής πραγματικότητας. Επόμενη συλλογή διηγημάτων του είναι η «Βορά στο θηρίο» (1963), που βγαίνει σε 2η έκδοση το 1973, συμπληρωμένη με 7 ακόμα κομμάτια υπό τον τίτλο «Από τον κόσμο ΡΑ» (όπου ΡΑ, δεν είναι παρά τα αρχικά του ίδιου του συγγραφέα).

Μετά την πολυθρύλητη εισβολή στη Βουλή, το καλοκαίρι του 1964, βγάζει την επόμενη χρονιά «Το Κατηγορώ» (1965): ο ανυποχώρητος αναρχικός εξηγεί ότι όλη αυτή η πράξη έγινε απʼ τον ίδιο γιά να υπογραμμίσει στον εύπιστο κόσμο ότι δεν έφερε στην εξουσία παρά «το χασάπη Παπατζή του ʼ44, τον άνθρωπο των Αγγλοαμερικάνων που εγκατέστησε τη Δεξιά στην Ελλάδα». Το νόημα της κίνησής του αυτής βέβαια, όπως ήταν φυσικό, διαστρεβλώθηκε από τις κυβερνητικές εφημερίδες και κυρίως από γνωστό συγκρότημα Τύπου, δυσφημίζοντας σε μεγάλο μέρος του λαού την επαναστατική αυτή ενέργεια.

Η ιστορία που θα διαβάσετε είν' οι μάταιες προσπάθειες ενός απ' τους ήρωές της να γράψη - άλλη φράση δε βρήκα πιο αληθινή απ' αυτήν... ["Στη γέμιση του φεγγαριού", σελ. 160 ]

Στη διάρκεια της Δικτατορίας, αντίθετα με τη γραμμή της πλειονότητας των λογοτεχνών, ο Ρένος απέδειξε πως αντίσταση γίνεται γράφοντας κι όχι σιωπώντας. Ετσι, αγνοώντας τη λογοκρισία της Δικτατορίας και γράφοντάς το μάλιστα πάντα στα εσώφυλλα, εκδίδει σειρά νέων βιβλίων του: «Στη γέμιση του φεγγαριού», 1967 (διηγήματα), «Κλειδιά» 1968 (μονογραφίες), «Η άλλη ιστορία» 1972 (μυθιστορία), «Ανθύλη» 1973 (νουβέλα), επανεκδίδοντας ταυτόχρονα όλα τα εξαντλημένα του βιβλία με πρώτη-πρώτη την αντιπολεμική «Πυραμίδα 67».

Το 1974 στήνει το περιοδικό «Τετράμηνα» απʼ όπου, ως το τεύχος 18, δημοσιεύει όλα τα γραφτά του: κριτικές διηγήματα μα κυριώτατα, σε συνέχειες, την πρωτότυπη μελέτη του για τον Ηράκλειτο και τους Προσωκρατικούς -θέμα το οποίο τον απασχολέι επί χρόνια και μένει εν πολλοίς ανέκδοτο, εγκατεσπαρμένο στο περιβόητο, καθώς ορθά χαρακτηρίστηκε, προσωπικό Αρχείο του.



Με δημοσιογράφους στην Αίγυπτο, 1995. Διακρίνονται από αριστερά, ο Ρένος με τους γιούς του και δίπλα στην κάμερα ο Θοδωρής Ρουσσόπουλος.


Είναι αξιοσημείωτο ότι ο Ρένος, απ' το 1950 ως το 1968, γράφει μόνο διηγήματα και κριτικές, έχοντας απομακρυνθεί απʼ τη θεματολογία του Εμφυλίου. Αλλʼ απʼ το 1968 ως το τέλος της ζωής του ξαναγυρνάει ολοένα και συχνότερα πίσω. Ο Ρένος στην ουσία, αν συγκέντρωνε κανείς τα σχετικά γραφτά, θα μπορούσε νάμενε μεταξύ άλλων και σαν ο καθαυτό ι σ τ ο ρ η τ ή ς του Εμφυλίου.

Πολλά θα μπορούσαν να γραφτούν και θα γράφονται, και μάλιστα με αφορμή τις επερχόμενες τα προσεχή χρόνια δημοσιεύσεις του ογκώδους ανέκδοτου υλικού που έχει αφήσει στο πρωτοφανές γιά τα ελληνικά δεδομένα Αρχείο του, το οποίο περιλαμβάνει υλικό απ' τα νεανικά χρόνια του Ηρακλή (περί το 1910) έως έξι ημέρες προ του θανάτου του, σε σύνολο 40.022 σελίδων, γραμμένων είτε με το χέρι του, είτε με τη θρυλική γραφομηχανή του. Εκεί μέσα, βρίσκονται σχετικά καταταγμένες χιλιάδες επιστολές, απ' τον Τέλλο Αγρα, το Ρίτσο, τον Ελύτη, το Βρεττάκο, ως την Κική Δημουλά, ανέκδοτα διηγήματα, δοκίμια, κριτικές, σκέψεις, σχόλια γιά βασικές μονάδες της νεοελληνικής λογοτεχνίας (κυριότατα γιά Σολωμό), όπου όταν δημοσιευθούν θʼ ανατρέψουν πολλά από τα κρατούντα.




Πυραμίδες 1995. Στάντης, Ήρκος & Ρένος Αποστολίδης.




Με το αξέχαστο χρώμα της φωνής του, διαβάζει ατελείωτες ώρες: αποσπάσματα από το προσωπικό του αρχείο, δικά του ποίηματα και πεζά, σελίδες απ' την Ανθολογία... Στιγμές μοναδικές, ανεπανάληπτες για τους τυχερούς φιλους.

Έγραφα Και κάγχαζε ο ανατιναχτής, ο φορέας του Ανάποδου, του αντίστροφου όλων των καλοϋπολογισμένων βρομολογαριασμών...["Ουλάν Μπατόρ", σελ. 586 ]

Εξ άλλου έχει αφήσει 19 μεγάλα κλασέρ κατʼ αρχάς ανθολογουμένων ποιημάτων και άλλων κειμένων, καθώς και καμμιά τρακοσαριά κασσέτες. Ανάμεσά τους σώζονται κʼ οι παλιές μαγνητοταινίες της «Μάχης του Max Tod», καθώς την ονόμαζε ο ίδιος, σχετικές με την υπόθεση της δημοσίευσης διηγημάτων της Ανθολογίας στον ημερήσιο Τύπο (1969). Εκεί ακούγονται ακόμα οι χυδαίες ύβρεις του Λαδά, οι απειλές φανατικών αξιωματικών του στρατιωτικού καθεστώτος κατά της ζωής του Ρένου και της οικογενείας του κι, απʼ την άλλη, η φωνή λ.χ. του Κ. Βάρναλη και άλλων, που τον παροτρύνει να συνεχίσει υπερθεματίζοντας γιά την ανατινακτική της Χούντας κίνηση, με τʼ αξιώτατα κείμενα της Γραμματείας μας.

Στη διάρκεια της τελευταίας εικοσαετίας ο Ρένος πραγματοποίησε ένα παλιό του όνειρο - από την εποχή που ήταν καθηγητής:

Μετέφρασε και σχολίασε ένα κορυφαίο έργο της νεώτερης ευρωπαϊκής Ιστοριογραφίας, την «Ιστορία του Ελληνισμού» του J.G.Droysen, σε 6 ογκώδεις τόμους (ο τελευταίος τόμος αναμένεται να εκδοθεί το 2009).

Το εγχείρημα πραγματοποιήθηκε σε διαρκή συνεργασία με τους δύο φιλολόγους-ιστορικούς γιούς του, Ηρκο και Στάντη, που ανέλαβαν το αυστηρά επιστημονικό μέρος. Στη μετάφρασή του ο Ρένος εισάγει ένα πρωτότυπο ιστοριογραφικό λόγο: η γλώσσα είναι Δημοτική αλλά μιά Δημοτική εμπλουτισμένη απʼ την ορολογία της όλης Ελληνικής σε μιά σύνταξη σφιχτή, χωρίς χαλαρότητες και παρατακτικές προτάσεις μʼ ευκρίνεια που μας πάει στον Αρχαίο Λόγo.




Επιστροφή στα μέρη του Εμφύλιου. Χαράδρα Ρεκά.


Αποκορύφωμα της δημιουργικής κριτικής του είν' ο σχολιασμένος τόμος των Απάντων του Καβάφη (2003), σε συνεργασία, πάλι, με τους γιούς του. Το έργο αποτελεί στην ουσία γέφυρα μεταξύ της Ανθολογίας και της πολυετούς εργασίας των τριών στην Ελληνιστική Ιστορία. Κανείς άλλος δεν ήταν τόσο αρμόδιος γιά την ερμηνεία του Καβαφικού ιστορικού υποβάθρου. Κʼ εδώ πρέπει να θυμίσουμε ότι τον μεγάλο Αλεξανδρινό, στη δεκαετία του ʼ30, τον επέβαλε, μέσω της Ανθολογίας του, ο Ηρακλής, ερχόμενος σε σύγκρουση τόσο με τον ίδιο τον Παλαμά, όσο και με τον σολωμιστή φίλο του, Γ. Αποστολάκη.

Τέλος, στα χρόνια τούτα, παρά την απορρόφησή του στην Ιστορία και τη Φιλολογία έβγαλε νέους τόμους πεζών, με αποκορύφωμα την αυτοβιογραφική «Ουλαν Μπατόρ» (1999), και το κύκνειο άσμα του «Το μαύρο καράβι» (2003), έτσι που τα βιβλία του να φτάνουν τους 26 τόμους, στα οποία προστίθενται 7 τόμοι της Ανθολογίας, 1 του Καβάφη, και 4 εκδεδομένοι τόμοι της Ιστορίας του Ελληνισμού, δηλαδή σύνολο 38, μαζί με 43 τεύχη περιοδικών, και επί πλέον τα προαναφερθέντα ανέκδοτα, κι όλο το Αρχείο του.

Ο λόγος του είναι κατʼ εξοχήν βιωματικός, συχνά μακροπερίοδος κʼ εκ των πραγμάτων «δύσκολος». Ωστόσο είναι άμεσος και προεχόντως προφορικός, φωνητικός θα λέγαμε, με ιδιαιτέρως προσεγμένη επεξηγηματική στίξη, που απʼ τη μιά υπηρετεί απόλυτα τον πυρακτωμένο λόγο του φλεγόμενου συγγραφέα κι απʼ την άλλη φωτίζει με απίστευτη ευκρίνεια και την παραμικρή λεπτομέρεια οποιουδήποτε νοήματος, φράσης, λέξης, υποψίας. Φυσικά κʼ είναι πυκνός, πυκνότατος.

Είναι χαρακτηριστικό του ότι τα βιβλία, ακόμα κʼ η Ανθολογία του, είναι κατεξοχήν πυκνοτυπωμένα, χωρίς διάστιχα, μʼ ελάχιστα περιθώρια. Δεν του άρεσαν, έλεγε συχνά, τα κενά, οι σιωπές, οι διαστάσεις. Αλλά κʼ οι επιστολές του προς διαφόρους, είτε χειρόγραφες, είτε με τη γραφομηχανή, δεν άφηναν περιθώριο, ούτε αμφισβήτησης και αλλοίωσης του ακριβούς λόγου του, ούτε και το ελάχιστο του χαρτιού επιτέλους! Εγραφε απʼ τη μιά ως την άλλη άκρη, κʼ είχε καταφέρει και τη γλώσσα και την περίφημη γραφομηχανή του να τον υπηρετούν. Είχε κάνει ακόμη και μετατροπές, προσθέτοντας και βαρεία στα πλήκτρα, γιά να μπορεί να οξυτονίζει, παρά τον κανόνα, ό,τι ήθελε, να υπογραμμίζει, και ποτέ δεν του έφταναν τα «μπολντ», τα «Λειψίας», τα εισαγωγικά, τα κόμματα, οι τελείες κ.λ.π.




Με τον Γιάννη Σταύρου, 2003-2004. Στο εργαστήριο του ζωγράφου, στο γραφείο του Ρένου.

Καθόταν πάντα στο γραφείο του. Ολες τις ώρες, είτε δουλειάς είτε σχόλης, που άλλωστε δεν υπήρχε ποτέ, αφού όλες οι ώρες της δουλειάς ήσαν ένα απερίγραπτο πανηγύρι, μιά άνευ προηγουμένου σχόλη κʼ οι ώρες της σχόλης μιά αδιάκοπη εργασία γέννησης ή αναστύλωσης συνειδήσεων. Δεν υπήρχε γιʼ αυτόν «σαλόνι», «καναπές». Ολοι όσοι έφθαναν σπίτι του γύρω απʼ το γραφείο του συγκεντρώνονταν και πολλές φορές στριμώχνονταν ή και, κρυφά του, εποφθαλμιούσαν ανταγωνιζόμενοι τις πιό κοντινές του θέσεις γιά να κάτσουν.

Εβλεπε τους πάντες. Ως μέσα τους βαθειά, ως το έσχατο κύτταρό τους, ως την τελευταία λεπτομέρεια. Δεν του ξέφευγε τίποτα ποτέ. Ηταν η συνείδηση, η κατʼ εξοχήν συνείδηση όλων και του καθενός χωριστά. Απʼ τον εαυτό του κανείς μπορούσε να ξεφύγει. Απʼ το Ρένο ποτέ! Έλεγε γελώντας: "Τα κρανία σας είναι κρυστάλλινα".

Ώρα που δε θα προκαλής.. - ώρα που δεν μπορούσες, θάρθουν!..Θα προλάβης τότε να δης και τα κίτρινα φώτα μπρος σου." ["Από τον κόσμο Ρα", σελ. 30 ]

Μπροστά του η γραφομηχανή ή κάποιο πρωτόγραφό του που διάβαζε και διόρθωνε ταυτόχρονα, διακόπτοντας και μη διακόπτοντας την ανάγνωση. Που δεν ήταν ανάγνωση, ήταν απαγγελία, παράσταση, εξαγγελία, θούριος, τραγούδι, φωτιά που σε συνέπαιρνε κʼ έφευγες στον κόσμο Ρ.Α...

Ατσάλινος και μαζί τρυφερός τρυφερώτατος, τόσο που ο γάτος του, ο Κεραυνός, σουλατσάριζε άνετα πλάϊ του, πάνω του, πάνω στο γραφείο του, στα γραφτά του και τις πιό κρίσιμες στιγμές. Θυμωμένος σαν παιδάκι μʼ όλους και μʼ όλα. Ακόμα και με τους πιό δικούς του. Αλλʼ εγκάρδια θυμωμένος πάντα, ανίκανος να «κρατήσει» όποιο θυμό του εναντίον όποιου και του εχθίστου του, αν τον έβλεπε σε κατάσταση αδυναμίας.

Αδυνατώντας να γράψει μυθιστόρημα λόγω του αψίκορου χαρακτήρα του, παρά που το επιποθούσε και το ζήλευε, και γενικά μεγάλο κείμενο που απαιτεί μακρά περίοδο υπομονής και δίοδο από δρόμους αναγκαστικής νηφαλιότητας, κατάφερε ωστόσο να «συρράψει» πολλά μικρότερα στην «Ουλάν Μπατόρ» κι άλλα του, αλλά κʼ επέβαλε στον εαυτό του τη συνέχιση της Ανθολογίας του πατέρα του και τη μετάφραση του Droysen, παρά ταύτα.




Ο Ρένος, όπως θέλουν να τον θυμούνται οι φίλοι του από τη νέα γενιά - κ' είναι πολλοί...


Πηγές:

 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Neraida

Επιφανές μέλος

Η Bitch... αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 13,073 μηνύματα.
Ορέστης Μακρής
(1889-1975)

Γεννήθηκε στη Χαλκίδα το 1899 και πέθανε στην Αθήνα το 1975. Υπήρξε ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Στη αρχή της καριέρας του, ευδοκίμησε ως τενόρος της ελληνικής οπερέτας, μετά την παρακμή της όμως, μετεπήδησε στην επιθεώρηση.
Διαθέτοντας μια θαυμάσια φωνή, έπλασε τον τύπο του μεθύστακα που στα νούμερά του κατέληγε να τραγουδάει καντάδες. Ο τύπος του μεθύστακα, του λαϊκού ανθρώπου που πίνει για να ξεχνά τους καημούς και τα βάσανα του κόσμου, προϋπήρχε ως παράδοση στο είδος αλλά ο Μακρής του έδωσε βάθος και κοινωνική καταγωγή.

Τον εμπλούτισε με τα σημαντικά χαρακτηρολογικά μοτίβα του γκρινιάρη, του πικραμένου, του αγανακτισμένου λαϊκού ανθρώπου, που με το κρασί ισορροπεί μέσα στον ανισόρροπο κόσμο μας. Ως το θάνατό του έντυσε τον τύπο αυτό με ποικίλματα και τον κωδικοποίησε στον κινηματογράφο στην ταινία του Γ. Τζαβέλλα «Ο μεθύστακας».
Στον κινηματογράφο διέπλασε και έναν αμέθυστο τύπο αλλά κοινωνικά και ψυχολογικά παράλληλο, το συντηρητικό πατέρα, το φιλάργυρο γρουσούζη και «ανάποδο» γέροντα, που όμως στο βάθος είναι αγαθός και ευαίσθητος και βρίσκει το προσωπείο του γκρινιάρη και του απρόσιτου ως άμυνα για να επιβιώσει. Οι σημαντικότερες ταινίες του Μακρή είναι «Ο μεθύστακας», «Το αμαξάκι», «Ο γρουσούζης», «Η Χιονάτη και τα επτά γεροντοπαλλήκαρα», «Η θεία από το Σικάγο», «Η κάλπικη λίρα». Ηθοποιός σπάνιου ήθους και υψηλής επαγελματικής συνείδησης, ο Μακρής σφράγισε με την υποκριτική του λιτότητα την επιθεώρηση και με τη στερεότητά του το σινεμά.

Πηγή
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Δεσμώτης

Περιβόητο μέλος

Ο Δεσμώτης αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Είναι 45 ετών. Έχει γράψει 4,605 μηνύματα.



Charles Bukowski
(16 Αυγ. 1920 - 9 Μαρτ. 1994)

"Η ποίηση λειτουργώντας εν πλήρη ελευθερία μάς οδηγεί στην συνείδηση πως δεν είμαστε και τόσο ελεύθεροι. Η ποίηση υμνώντας τον πραγματικό έρωτα, μάς δείχνει πόσο λίγο έχουμε ερωτευθεί. Η ποίηση διακρίνοντας τον Θάνατο μάς θυμίζει πως εκείνος μάς περιμένει. Η ποίηση μπορεί να μας ξεχωρίσει, όταν εμείς γινόμαστε πολτός περιωπής. Τα πράγματα είναι απλά: η ποίηση κάνει όλη την βρώμικη δουλειά".

Ο Τσαρλς Μπουκόβσκι γεννήθηκε στις 16 Αυγούστου του 1920, στο Άντερναχ της Γερμανίας. Ο πατέρας του υπηρετούσε τότε σε βάσεις του Αμερικάνικου στρατού και η μητέρα του ήταν Γερμανίδα.
Το ζευγάρι παντρεύτηκε και εγκαταστάθηκε οριστικά το 1923, στο Λος Άντζελες. Ο πατέρας του μικρού Τσαρλς τον έδερνε από πολύ μικρή ηλικία χρησιμοποιώντας το δερμάτινο λουρί με το οποίο ακόνιζε το ξυράφι του.





Μεγαλώνοντας, ο Τσαρλς συνήθισε τον πόνο, έπαψε να κλαίει και μετέτρεψε όλη του την οδύνη σε μίσος και απέχθεια προς τον πατέρα του - και ευρύτερα, ενάντια σε οτιδήποτε συμβόλιζε την εξουσία. Στα δεκάξι του, αποφάσισε να βάλει ένα τέλος σʼ αυτή την βάναυση συμπεριφορά: χτύπησε τον πατέρα του στο πρόσωπο με μία γροθιά και τον έριξε σχεδόν αναίσθητο στο πάτωμα. Έκτοτε ο πατέρας του δεν ασχολήθηκε ποτέ ξανά μαζί του. Ο ίδιος είχε δηλώσει σε μία συνέντευξή του στο περιοδικό High Times:

«Όταν σε δέρνουν τόσο πολύ βάναυσα και για τόσο μεγάλο διάστημα, αποκτάς την τάση να λες τα πράγματα με το όνομά τους – μ' άλλα λόγια, η κατάσταση αυτή εξαφανίζει κάθε προσχηματική διάθεση από μέσα σου. Αν επιζήσει κάτι μέσα σου, συνήθως αυτό θα είναι κάτι αυθεντικό. Οποιοσδήποτε δέχεται τόση βία και τιμωρία στην παιδική του ηλικία, μπορεί να γίνει δυνατός, σωστός άνθρωπος, ή να γίνει βιαστής, φονιάς, να καταλήξει σε κάποιο τρελάδικο, ή να χαθεί μέσα στους αμέτρητους δρόμους της ζωής. Καταλαβαίνετε λοιπόν, πως ο πατέρας μου αποδείχτηκε σπουδαίος λογοτεχνικός δάσκαλος: με δίδαξε το νόημα του πόνου, του πόνου δίχως αιτία».

Ο νεαρός Τσαρλς αντιμετώπιζε επίσης πολύ σοβαρό πρόβλημα με έναν τύπο εξανθήματος, το οποίο είχε σχεδόν παραμορφώσει την επιδερμίδα του προσώπου του. Η κατάσταση αυτή συνετέλεσε δραματικά στην απομόνωση και την άρνηση κοινωνικοποίησης που ήδη χαρακτήριζε τον ποιητή στην εφηβεία του.

Ο νεαρός Μπουκόβσκι παρόλα του τα προβλήματα, είχε κερδίσει το πλεονέκτημα να βρεθεί σε μία οπτική γωνία, απʼ όπου, με την βοήθεια του ταλέντου του, κατάφερε σε πρώτη φάση, να παρατηρεί με ειλικρίνεια τον κόσμο, και τέλος, να τον καταδικάσει οριστικά ως μάζα ζωντανών νεκρών.
Όλες αυτές οι συγκυρίες χάρισαν στον Τσαρλς Μπουκόβσκι ευθύτητα και τόλμη. Μία οξύμωρη πολυτέλεια. Ουδέποτε φοβήθηκε πως ξεστομίζοντας τις πεποιθήσεις του, θα χάσει τη δουλειά του ή θα εκτοπιστεί από κάποια πολιτική ή ιδεολογική κλίκα.

Ο Μπουκόβσκι δεν θα μπορούσε ποτέ να αντιληφθεί την κοινωνία σαν κάποιος κοινωνικά ενταγμένος. Το πρόβλημα - ή απλώς ζήτημα, (ό,τι προτιμάτε), αυτής της ιδιοσυγκρασίας δεν προσδιόρισε μόνο την αποξένωση του από τους λογοτεχνικούς κύκλους. Η παραμόρφωση του προσώπου του και η προσβλητική συμπεριφορά απέναντί του, βρήκαν αντίκρισμα και εκφράστηκαν μεταφορικά στον ποίηση του, μια ποίηση στα όρια της αισχύνης, της προσβολής - την ποίηση μιας χαμένης ζωής.

Ο Τσαρλς Μπουκόβσκι ξεκίνησε από πολύ νωρίς να ζει μια μοναχική και ανεξάρτητη ζωή. Έκανε αμέτρητες διαφορετικές δουλειές για να επιβιώσει, οι οποίες όμως δεν κρατούσαν παραπάνω από μερικές εβδομάδες ή μήνες.
Μόνη εξαίρεση αποτέλεσε η εντεκάχρονη θητεία του στην ταχυδρομική υπηρεσία του Λος Άντζελες. Το 1969 έχοντας γευθεί μια ελάχιστη επιτυχία σαν συγγραφέας σε μικρά περιοδικά και εκδόσεις πολύ περιορισμένου αριθμού αντιτύπων, πήρε την δύσκολη απόφαση να αφήσει την δουλειά του και να προσπαθήσει να ζήσει σαν συγγραφέας.

Ήταν πια 49 χρονών, και βρισκόταν στο χείλος της συναισθηματικής κατάρρευσης. Τα πρακτικά προβλήματα της ζωής του δεν ήταν λίγα. Σε κάποια αδημοσίευτη επιστολή του προς τον Καρλ Βάισνερ, με ημερομηνία «κάποια μέρα του Νοεμ. 1969», ο Μπουκόβσκι εξηγεί «έχω μία ή δύο επιλογές - να παραμείνω στο ταχυδρομείο και να τρελαθώ … ή να ζήσω σαν ποιητής και να πεθάνω της πείνας. Αποφάσισα το δεύτερο».

Ο Τσαρλς Μπουκόβσκι βρέθηκε αντιμέτωπος στη ζωή του με αμέτρητες προκλήσεις και κινδύνους: διαταραγμένους γονείς, βία, σοβαρό εξάνθημα στο πρόσωπο, νταήδες του δρόμου, αλκοολισμό, επικίνδυνο έλκος, κακοποιούς, παράνοια, παρανοϊκές συντρόφους, ηπατίτιδα, καρκίνο του δέρματος, ζωή στα πιο ξεπεσμένα ξενοδοχεία, αρουραίους, απόπειρες αυτοκτονίας, αστυνομικούς, ύπνο στα πάρκα, παράσιτα, αφόρητη πείνα, τρεμώδες παραλήρημα, και πολλά άλλα.

Σταδιακά, από τα τέλη της δεκαετίας του ʽ60, άρχισε να κερδίζει φήμη, να γράφει συστηματικά και να εκδίδει τα βιβλία του με περισσότερη ευκολία. Σε αντίθεση με τους περισσότερους λογοτέχνες της εποχής του, ο Μπουκόβσκι δεν ενδιαφέρθηκε να εξερευνήσει και να εκμεταλλευτεί την δυτική παράδοση της γραφής.

Κάποιες από τις πολλές αρετές του Μπουκόβσκι ήταν, η διάκριση της μουσικότητας της απλής, καθημερινής γλώσσας, η ικανότητά του να προσδίδει νόημα και σπουδαιότητα στις πιο απελπιστικές, και φρικτές στιγμές της ίδιας του της ζωής, ή της ζωής άλλων ανθρώπων, χωρίς μάλιστα να καταφεύγει σε συναισθηματισμούς ή να χάνει σε ύφος.

Η απίστευτη ευκολία του να αντιπαραθέτει λεπτομέρειες της καθημερινής ζωής με αφηρημένες έννοιες, είτε για να δημιουργήσει ένα πεδίο δράσης, είτε για να δώσει ζωή σε κάποιο ασήμαντο φαινομενικά σκηνικό. Επίσης μία σπάνια συγγραφική αποστασιοποίηση από τα θέματα του, διατηρώντας ψύχραιμη και οικονομική γλώσσα - στοιχεία που του επέτρεψαν να αναδεικνύει σοφία και χιούμορ ακόμη και στις πιο ασήμαντες υποθέσεις.

Η αμεσότητα και η ευστοχία του άφησαν εποχή. Ο Μπουκόβσκι ήταν από τους λίγους ποιητές ανά τον κόσμο, που κατάφεραν να «μιλήσουν» και όχι να «δείξουν». Ο Μπουκόβσκι εμφανίστηκε στα γράμματα, ως ένας ποιητής απογοητευμένος με το status quo της γραφής - τα πρότυπα και τις συμβάσεις. Ολότελα μόνος στο νεότερο λογοτεχνικό στερέωμα συγκλόνισε το λογοτεχνικό κατεστημένο (και όχι μόνο), με το «μη-λογοτεχνικό» του ύφος, μα και με την δίψα του να δημιουργήσει κάτι νέο, την διάσταση του «make it new», όπως θα έλεγε και ο Έζρα Πάουντ.

Κατάφερε να εντάξει την, φαινομενικά αδέξια, καθημερινή ή και ελλιπή γλώσσα, στο σώμα της ποίησης. Επίτευγμα αποτελεί σαφώς, η δυνατότητα που δόθηκε στον απλό, μέσο αναγνώστη, να ευφρανθεί με την παραδειγματικά περιεκτική ποίηση. Μα και στον πιο ενήμερο και ικανό αναγνώστη να διαφύγει από το αντισηπτικό περιεχόμενο και την ηθικολογία.

Από τις αρχές της δεκαετίας του 1970, ο ποιητής άρχισε ξαφνικά να ζει με μία σχετική οικονομική άνεση, και ως εκ τούτου, να ασχολείται ακόμη πιο συστηματικά με την γραφή. Στο σύνολο, εξέδωσε σχεδόν εκατό βιβλία ποίησης και πεζογραφίας, και μεταφράστηκε στις περισσότερες ευρωπαϊκές γλώσσες, στα ινδικά, τα κινέζικα και τα ιαπωνικά.

Τα βιβλία του έφτασαν σε πωλήσεις στις Η.Π.Α. το 1.000.000 αντίτυπα. Το 1984 τρία από τα βιβλία του έγιναν best sellers στην Βραζιλία, και στην Γερμανία τα βιβλία του έχουν πουλήσει στο σύνολό τους, πάνω από τρία εκατομμύρια αντίτυπα. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε μέσα σε ένα κλίμα τεράστιας φήμης και ευφορίας, συνεχίζοντας, ακόμη και τις τελευταίες μέρες της ζωής του, να γράφει με πρόγραμμα. Τελικά πέθανε στις 9 Μαρτίου του 1994, σε ηλικία 73 ετών, σε ένα νοσοκομείο του Σαν Πέδρο στην Καλιφόρνια - ύστερα από δωδεκάμηνη μάχη με την λευχαιμία.

Παρόλη την αδιαφορία και την αποστροφή που έδειξαν για το έργο του, οι καθιερωμένοι μελετητές και λόγιοι της λογοτεχνίας ως τα μέσα της δεκαετίας του ʽ80, ο Μπουκόβσκι κατάφερε εν τέλει «αναίμακτα» και από την μπροστινή μάλιστα πόρτα, να εισχωρήσει και να καταχωρηθεί στην αφρόκρεμα της Αμερικάνικης και της παγκόσμιας ποίησης, ενάντια στο πείσμα ουκ ολίγων κατηγόρων του.

Λογοτεχνικές επιθεωρήσεις έχουν αφιερώσει αμέτρητες σελίδες στην μελέτη του έργου του. Αποκορύφωμα στάθηκε η εμφάνιση του ποιητή στις σύγχρονες, διαβόητες και εγκυρότερες ανθολογίες αμερικάνικης ποίησης. Τα τελευταία χρόνια, το ποιητικό του κυρίως έργο, άρχισε να διδάσκεται σε ορισμένα πανεπιστήμια, στο μάθημα της δημιουργικής γραφής και της αγγλικής φιλολογίας.



Για τον ποιητή γράφτηκαν και ειπώθηκαν πολλά. Κατά καιρούς διάφοροι μπήκαν στον κόπο να μεταφράσουν ποιήματά του, να γράψουν σημειώματα και προλόγους για το έργο του. Ανά περίπτωση, κάποια πράγματα σώθηκαν και κάποια χάθηκαν. Ορισμένοι τον υπερασπίστηκαν, και άλλοι τον πολέμησαν. Όντας στην πραγματικότητα τραγικός, ο Μπουκόβσκι, έπεσε (όπως ήταν αναμενόμενο για τα ελληνικά δεδομένα), για πολλοστή φορά, «θύμα» φιλολογικών και ιδεολογικών παρεξηγήσεων.
Οι καλοπροαίρετοι μεν, μα ανυποψίαστοι, έσπευσαν να τον κατατάξουν και να τον ερμηνεύσουν, έχοντας πέσει οι ίδιοι στην προφανή παγίδα του συστήματος της λογοτεχνικής ταξινόμησης. Οι πολέμιοί του, τον κατέταξαν σιωπηλά και έμμεσα στα απολειφάδια της λογοτεχνίας.

Σαν κατάληξη έχουμε σήμερα, από τη μία πλευρά, την τεράστια εμπορικότητα του ποιητή, - κυρίως από ανθρώπους που δεν διαβάζουν ποίηση και ευφραίνονται απλώς με την ευθύτητα και την ωμότητά του. Κι από την άλλη, την σιωπή εκείνων που εκ θέσεως θα έπρεπε να φροντίσουν για την παρουσίαση και την όσο δυνατή, αντικειμενική εκτίμηση του. Μοιάζει λες και κονταροχτυπιούνται δύο γνώριμα σε όλους μας «κατεστημένα», το ένα, του γνωστού και μίζερου «περιθωρίου», και το άλλο, του διαβόητου και ευνουχισμένου «ακαδημαϊσμού».

Αμφότερα τα συστήματα αυτά φαίνεται πως δεν έχουν συνειδητοποιήσει την, προ πολλού, οριστική τους κατάρρευση. Και ο Μπουκόβσκι ήταν από τους πρώτους, παγκοσμίως, που κατέδειξαν αυτό το γεγονός.

Διαπιστώνουμε λοιπόν, για μία ακόμη φορά, το φαινόμενο της φιλολογικής αυθαιρεσίας στο ελληνικό τοπίο. Και η αυθαιρεσία ετούτη δεν έχει να κάνει μόνο με την εισαγόμενη λογοτεχνία. Τα ελληνικά γράμματα επίσης σκιάζονται από το καθεστώς της σκλήρυνσης και της μονοτονίας.

Ας επανέλθουμε όμως στην περίπτωση του Μπουκόβσκι. Μεταφράσεις των ποιημάτων του άρχισαν να κυκλοφορούν στην χώρα μας από το 1980. Οφείλουμε δυστυχώς να σχολιάσουμε, πως οι μεταφράσεις των έργων του ήταν μάλλον πρόχειρες, και πως κανένας μεταφραστής δεν συντονίστηκε ικανοποιητικά με το πνεύμα του: με την βαθύτατη σχέση της ποιητικής του με εκείνη της κλασικής Κινέζικης ποίησης (εννοώντας κυρίως τον Λι Πο), απʼ όπου μορφοποιήθηκε ο συνομιλητικός του τόνος και η γνωστή παθητική του ένταση. Την κάθετη επίδραση που είχε στο έργο του ο απομονωτισμός και η απλότητα του Ρόμπινσον Τζέφφερς. Κανείς δεν κόπιασε να τον αντιμετωπίσει στοιχισμένο στις πραγματικές του διαστάσεις. Άπαντες τον εκτίμησαν ισάκις σαν την «σκιά των χαμένων προσδοκιών» της Μούσας των τελευταίων δεκαετιών, ή σαν το ανεπιφύλακτο αντίβαρο της συστολής και της αδράνειας που οι ίδιοι προσυπογράφουν.

Εδώ λοιπόν ο Τσαρλς Μπουκόβσκι παρουσιάζεται, περισσότερο από ποτέ, στις πραγματικές του διαστάσεις: δηλαδή σαν ποιητής μιας απόλυτα ορισμένης Άλλης Θέσης και όχι μιας γραφικής αντίδρασης· ποιητής της Καθημερινής Μεταφυσικής και όχι απλά «καταραμένος ποιητής». Ως ένας από τους μείζονες δημιουργούς του περασμένου αιώνα, που επανέφερε τον άνθρωπο στο κέντρο του ποιητικού στόχου, επιβεβαιώνοντας τις τραγικές του μεταβολές αλλά και το στίγμα της αρχέγονης ωραιότητάς του, όταν οι στρατιές των «προοδευτικών λογοτεχνών» [αριστερών και δεξιών] αναζητούσαν τον «δικό τους άνθρωπο» στο μέγιστο της διανοητικής ακίδας ζυγίζοντας ανά προτιμητέο τεμάχιο την ανθρωπότητα.

Ουδέποτε προέκυψε επίσης μία ουσιαστική κριτική παρουσίαση του έργου του. Κι αν εξαιρέσουμε τις διατυπώσεις ορισμένων απόψεων που έγιναν από τον Α. Τραϊανό, -στην εισαγωγή που συνόδευε εκείνη την έκδοση ποιημάτων του Μπουκόβσκι από την «Μικρή Εγνατία»-, έχουμε μάλλον μία σειρά από φαιδρά σημειώματα, που δεν αναλογούν παρά στο φανταστικό επίπεδο ή στις μύχιες προσδοκίες του βίου των δημιουργών τους.

Με ή χωρίς την παρέμβαση της «υψηλής» φιλολογικής διερεύνησης, ο Μπουκόβσκι υπήρξε σκυταλοδρόμος μιας σειράς κορυφαίων ποιητών: Villon, Coleridge, Whitman, Cendrars, cummings, Berryman, κ.ά, που ώθησαν την ποίηση σε μία όσο το δυνατόν, άμεση, ενεργητική γλώσσα, εκφράζοντας ο καθένας με τη δική του ιδιαιτερότητά, τις αναλογίες και τις διατυπώσεις μιας παράλληλης οπτικής -συχνά οριακής- που διέφερε και εξακολουθεί να διαφέρει από την καθολική και συντονισμένη πρόσληψη.

«Αυτό που μετράει περισσότερο είναι πόσο καλά περπατάς μες στη φωτιά». Στην περίπτωση του Τσαρλς Μπουκόβσκι, αυτή είναι παραπάνω από μία απλή έκφραση. Πρόκειται για την διατύπωση-διακήρυξη της ζωής του ίδιου του ποιητή. Το έργο του διέπεται εξίσου απʼ αυτήν και δεν χρειάζεται τίποτε περισσότερο από μία ψύχραιμη και καλοπροαίρετη ανάγνωση.

Κλείνοντας θα θέλαμε μόνο να θέσουμε ένα ερώτημα, τόσο σʼ αυτούς που τούς εφαρμόζει, όσο και σʼ εκείνους που τούς πέφτει μεγάλο το κουστούμι της ποίησης: Πως θα είχε άραγε η κατάσταση, αν διαβάζοντας τον Μπουκόβσκι, προσλαμβάναμε την ύπαρξη ως απόλυτο ιστορικό μέγεθος, και αν θεωρούσαμε πως δεν υφίσταται τίποτα πιο μεταφυσικό από το απολύτως καθημερινό; Ας μην βιαστούμε να δώσουμε απαντήσεις…


Γιάννης Λειβαδάς:

Εισαγωγή στα «Ποιήματα» του Charles Bukowski

Ηριδανός 2007

Επιρροές

Σημαντική επιρροή στο έργο του άσκησαν οι Άντον Τσέχοφ (Anton Chekhov), Knut Hamsun, Έρνεστ Χέμινγουεϊ (Ernest Hemingway), Τζον Φέιντ (John Fante), Λουί-Φερντινάντ Σελίν (Louis-Ferdinand Céline), Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι (Fyodor Dostoyevsky), D.H. Lawrence και άλλοι, στους οποίους και αναφερόταν συχνά. Πολύ μεγάλη επιροή είχε επίσης πάνω του και το Λος Άντζελες, και ήταν ένα από τα αγαπημένα του θέματα. Σε μια συνέντευξη που έδωσε το 1974, είχε πει χαρακτηριστικά: "Μένεις σε μια πόλη όλη σου τη ζωή, και καταλήγεις να ξέρεις κάθε δρόμο. Γνωρίζεις ολόκληρο το χωροταξικό σχέδιο της πόλης. Έχεις μια εικόνα του που βρίσκεσαι. ... Από τότε που μεγάλωσα στο Λ.Α., είχα πάντα τη γεωγραφική και πνευματική αίσθηση ότι ήμουν εδώ. Είχα αρκετό χρόνο να μάθω την πόλη. Δεν μπορώ να δω άλλο μέρος εκτός από το Λ.Α."


Κριτική

Από τη στιγμή του θανάτου του, ο Μπουκόφσκι έχει γίνει θέμα πάμπολλων άρθρων κριτικής απέναντι στη ζωή και το έργο του. Αν και αγαπήθηκε από πολλούς απλούς ανθρώπους και έγινε σύμβολο για ανθρώπους με ανικανότητες ή προβλήματα αλκοολισμού, οι ακαδημαϊκοί κριτικοί έχουν δώσει ελάχιστη σημασία στα γραπτά του. Θεωρείται όμως από πολλούς ως ένας πολύ σπουδαίος ποιητής, με μεγάλη επιρορή. Οι Ζαν Ζενέ (Jean Genet) και Ζαν-Πολ Σαρτρ (Jean-Paul Sartre) τον είχαν χαρακτηρίσει ως τoν "μεγαλύτερο ποιητή" της Άμερικής.


Wikipedia.



πσ. Πάνω στον τάφο του είναι γραμμένες οι λέξεις "Μην Προσπαθείς" (Don't Try). Σύμφωνα με τη γυναίκα του, το νόημα των παραπάνω λέξεων έχει να κάνει με τις παρακάτω φράσεις: "Εάν σπαταλάς όλη σου την ώρα προσπαθώντας, τότε το μόνο που πράττεις είναι να προσπαθείς. Γι' αυτό μην προσπαθείς. Πράξε" ("If you spend all your time trying, then all you're doing is trying. So don't try. Just do").


Βιβλιογραφία

Σε παρένθεση και με έντονη γραφή εμφανίζεται ο ελληνικός τίτλος του έργου, εφ' όσον έχει εκδοθεί:

  • Flower, Fist and Bestial Wail (1960)
  • Longshot Pomes for Broke Players (1962)
  • Run with the Hunted (1962)
  • It Catches My Heart in Its Hand (1963)
  • Grip the walls (1964)
  • Cold Dogs in the Courtyard (1965)
  • Confessions of a Man Insane Enough to Live with Beasts (1965)
  • Crucifix in a Deathhand (1965)
  • All the Assholes in the World and Mine (1966)
  • The Genius of the Crowd (1966)
  • Night's work (1966)
  • At Terror Street and Agony Way (1968)
  • Poems Written Before Jumping out of an 8 Story Window (1968)
  • A Bukowski Sampler (1969)
  • Days Run Away Like Wild Horses Over the Hills (1969)
  • If we take (1969)
  • Notes of a Dirty Old Man (1969) --- (Σημειώσεις ενός Πορνόγερου Ι και ΙΙ)
  • Another Academy (1970)
  • Fire Station (1970)
  • Post Office (1971) --- ( Το Ταχυδρομείο )
  • Erections, Ejaculations, Exhibitions and General Tales of Ordinary Madness (1972) --- (Ερωτικές Ιστορίες Καθημερινής Τρέλας)
  • Me and your sometimes love poems (1972)
  • Mockingbird, Wish Me Luck (1972)
  • South of No North (1973) --- (Ιστορίες μιας Θαμμένης Ζωής)
  • Burning in Water Drowning in Flame: Selected Poems 1955-1973 (1974)
  • 55 beds in the same direction (1974)
  • Factotum (1975) --- (Άνθρωπος για Όλες τις Δουλειές)
  • The Last Poem & Tough Company (1976)
  • Scarlet (1976)
  • Art (1977)
  • Love is a Dog from Hell (1977)
  • Legs, Hips and Behind (1978)
  • Women (1978) --- (Γυναίκες)
  • You Kissed Lilly (1978)
  • A Love Poem (1979)
  • Play the Piano Drunk Like a Percussion Instrument Until the Fingers Begin to Bleed a Bit (1979)
  • Shakespeare Never Did This (1979)
  • Dangling in the Tournefortia (1981)
  • Ham on Rye (1982) --- (Τοστ Ζαμπόν)
  • Horsemeat (1982)
  • The Last Generation (1982)
  • Bring Me Your Love (illustrated by Robert Crumb) (1983)
  • The Bukowski/Purdy Letters (1983)
  • Hot Water Music (1983) --- (Πόλη των Αγγέλων) και (Βρώμικος Κόσμος)
  • Sparks (1983)
  • Going Modern (1984)
  • Horses Don't Bet on People and Neither Do I (1984)
  • One For The Old Boy (1984)
  • There's No Business (illustrated by Robert Crumb) (1984)
  • War All the Time: Poems 1981-1984 (1984)
  • Alone In A Time Of Armies (1985)
  • The Day it Snowed in L.A. (1986)
  • Gold In Your Eye (1986)
  • Relentless As The Tarantula (1986)
  • The Wedding (1986)
  • You Get So Alone at Times It Just Makes Sense (1986)
  • Luck (1987)
  • The Movie "Barfly" (1987)
  • Beauti-Ful (1988)
  • The Movie Critics (1988)
  • Roominghouse Madrigals: Early Selected Poems 1946-1966 (1988)
  • Hollywood (1989) --- (Ηollywood)
  • If You Let Them Kill You They Will (1989)
  • Red (1989)
  • We Ain't Got No Money Honey (1989)
  • Darkness & Ice (1990)
  • Not Quite Bernadette (1990)
  • Septuagenarian Stew: Stories and Poems (1990)
  • This (1990)
  • In The Morning And At Night (1991)
  • In The Shadow Of The Rose (1991)
  • People Poems (1991)
  • Last Night of the Earth Poems (1992)
  • Now (1992)
  • Three Poems (1992)
  • Between The Earthquake (1993)
  • Run with the Hunted: A Charles Bukowski Reader (1993)
  • Screams from the Balcony: Selected Letters 1960-1970 (1993)
  • Those Marvelous Lunches (1993)
  • Pulp (1994) --- (Αστυνομικό)
  • Confession Of A Coward (1995)
  • Heat Wave (1995)
  • Living on Luck: Selected Letters 1960s-1970s, Volume 2 (1995)
  • Shakespeare Never Did This (augmented edition) (1995)
  • Betting on the Muse: Poems & Stories (1996)
  • The Laughing Heart (1996)
  • Bone Palace Ballet (1997)
  • A New War (1997)
  • The Captain Is Out to Lunch and the Sailors Have Taken Over the Ship (1998)
  • To Lean Back Into It (1998)
  • Reach for the Sun: Selected Letters 1978-1994, Volume 3 (1999)
  • The Singer (1999)
  • What Matters Most Is How Well You Walk Through the Fire (1999)
  • Open All Night (2000)
  • Popcorn In The Dark (2000)
  • Beerspit Night and Cursing: The Correspondence of Charles Bukowski and Sheri Martinelli 1960-1967 (2001)
  • The night torn mad with footsteps (2001)
  • Pink Silks (2001)
  • The Simple Truth (2002)
  • Sifting Through The Madness for the Word, The Line, The Way: New Poems (2003) --- (Να Περιφέρεσαι στην Τρέλα)
  • as Buddha smiles (2004)
  • The Flash of Lightning Behind the Mountain: New Poems (2004) --- (Η Λάμψη της Αστραπής Πίσω από το Βουνό)
  • Slouching Toward Nirvana (2005)
  • Come On In!: New Poems (2006)

Ελληνικές μεταφράσεις


  • Ποιήματα καί πεζά, μετάφραση Ἀλίκη Γιατράκου-Fossi, Αθήνα: Πρόσπερος, 1979.
  • Ἄνθρωπος γιά ὄλες τίς δουλειές, Ἀθήνα: Ὀδυσσέας, 1981.
  • Γυναίκες, μετάφραση Χρύσα Τσαλικίδου, Αθήνα: Οδυσσέας, 1981.
  • Ταχυδρομεῖο, μετάφραση Έφη Φρυδά, Ἀθήνα: Ὀδυσσέας, 1982.
  • Ἱστορίες μιᾶς θαμμένης ζωῆς μετάφραση Έφη Φρυδά, Ἀθήνα: Ὀδυσσέας, 1982.
  • Σημειώσεις ενός πορνόγερου μετάφραση Τέο Ρόμβος, Απόπειρα, 1984.
  • Σημειώσεις ενός πορνόγερου, μετάφραση Ντίνα Σώτηρα, Απόπειρα, 1984.
  • Η αγάπη είναι ένας σκύλος απ' τήν κόλαση: Ποίηση 1960-1980, επιλογή - μετάφραση Γιώργος Μπλάνας, Απόπειρα, 1986.
  • Υπεραστικό μεθύσι, μετάφραση Γιώργος Μπλάνας, Αθήνα: Απόπειρα, 1987.
  • Υπεραστικό μεθύσι, επιλογή - μετάφραση Γιώργος Μπλάνας, Απόπειρα, 1987.
  • Βρώμικος κόσμος, μετάφραση Έφη Καλλιφατίδη και Γιώργος Μπλάνας, Αθήνα: Απόπειρα, 1988.

Ταινίες


  • Μπουκόφσκι Bukowski (1973) - ένα ντοκιμαντέρ διάρκειας μιας ώρας με παραγωγό τον Taylor Hackford για την εκπαιδευτική τηλεόραση KCET στο Λος Άντζελες (κέρδισε το Silver Reel Award στο San Francisco Film Festival).
  • Ιστορίες Καθημερινής Τρέλας (Tales of Ordinary Madness) (1981) - ο Ben Gazzara παίζει τον Charles Serking, ένα χαρακτήρα χαλαρά συνδεδεμένο με τον αυτοβιογραφικό χαρακτήρα του Μπουκόφσκι, Χένρι Τσινάσκι (Henry Chinaski). Η αργή και δύσκαμπτη ταινία δεν είχε ποτέ απήχηση, και ο Μπουκόφσκι - αν και ήταν φίλος με τον Gazzara - κακολόγησε την ερμηνεία του ηθοποιού.
  • H ταινία Barfly (1987) με πρωταγωνιστή τον Μίκι Ρουρκ και γραμμένο από τον ίδιο τον Μπουκόφσκι, βασιζόταν στη ζωή του, με το βασικό χαρακτήρα να είναι το alter-ego του, Χένρι Τσινάσκι. Το μυθιστόρημα Hollywood βασίστηκε στις δοκιμασίες της κατασκευής της ταινίας.
  • Τον ίδιο χρόνο όπου το Barfly έκανε ντεμπούτο (1987), βγήκε και η βελγική ταινία "Τρελή Αγάπη" (Crazy Love), σκηνοθετημένη από τον Dominique Deruddere. Βασισμένη στο διήγημα του Μπουκόφσκι, The Copulating Mermaid of Venice, California, και σε κομάτια του "Τοστ Ζαμπόν" (Ham on Rye), η ταινία εξιστορεί τη ζωή ενός άντρα, προβάλλοντας τρεις διαφορετικές βραδιές διασκορπισμένες μέσα σε 20 χρόνια. Η Τρελή Αγάπη μνημονεύτηκε από τον Μπουκόφσκι ως η αγαπημένη του κινηματογραφική διασκευή δουλειάς του.
  • To 1988, ο Γάλλος σκηνοθέτης Patrick Bouchitey σκηνοθέτησε την ταινία μικρού μήκους Lune Froide (Ελληνικός τίτλος: Κρύο Φεγγάρι). Η ιστορία είναι μια ερμηνεία του διηγήματος The Copulating Mermaid of Venice, California. Προσαρμόστηκε έπειτα σε μια μεγαλύτερη έκδοση το 1991, με τον ίδιο τίτλο, αλλά και περιλαμβάνοντας αυτή τη φορά κομμάτια από το βιβλίο Ερωτικές Ιστορίες Καθημερινής Τρέλας.
  • Ένα ντοκιμαντέρ με τον τίτλο Bukowski: Born Into This βγήκε στους αμερικανικούς κινηματογράφους στις 9 Ιουλίου, 2004, με γενικά καλές κριτικές. Ο ηθοποιός Σον Πεν όπως και οι μουσικοί Τομ Γουέιτς και Μπόνο, φίλοι και θαυμαστές του Μπουκόφσκι, εμφανίζονται στην ταινία.
  • Μια διασκευή του μυθιστορήματος, "Άνθρωπος για Όλες τις Δουλειές" Factotum, γυρίστηκε στη Μινεσότα το 2004. Σκηνοθετήθηκε από τον Bent Hamer, και ο Matt Dillon παίζει το ρόλο του Χένρι Τσινάσκι.
  • Μια διασκευή του διηγήματος του Μπουκόφσκι, Bring Me Your Love, γυρίστηκε στη Νέα Υόρκη το 2006. Σκηνοθετήθηκε από τον ανεξάρτητο φιλμοπαραγωγό Gui Teixeira.
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Neraida

Επιφανές μέλος

Η Bitch... αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 13,073 μηνύματα.
Έρμαν Έσσε
(Hermann Hesse, Calw Βυττεμβέργης Γερμανίας, 2 Ιουλίου 1877 – Montagnola Ελβετίας, 9 Αυγούστου 1962).

Πολυβραβευμένος Γερμανός συγγραφέας, ποιητής και ζωγράφος, που αργότερα πολιτογραφήθηκε Ελβετός, επικεντρωμένος στις δυνατότητες πνευματικής αναζήτησης των ανθρώπων έξω από τα θεσμικά πλαίσια των κοινωνιών στις οποίες είναι ενταγμένοι.


ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ



Κατογόταν από την θρησκόληπτη οικογένεια των Γιόχαν Έσσε (Johannes Hesse, γεν. το 1847 στην Εσθονία που τότε ανήκε στην Ρωσία) και Μαρί Γκούντερτ (Marie Gundert, γεν. το 1842 στην Ιταλία), που και οι δύο είχαν υπηρετήσει σε προτεσταντική ιεραποστολή στην Ινδία και από το 1873 είχαν εγκατασταθεί στο Calw, όπου εργάζονταν στον ιεραποστολικό εκδοτικό οίκο του πατέρα της Μαρί, Έρμαν Γκούντερτ (Hermann Gundert).


Ο μικρός Έρμαν Έσσε στάλθηκε αρχικά στο «Λατινικό Σχολείο» («Lateinschule») του Γκαίπινγκεν (Göppingen) και εν συνεχεία, το 1891, στο «Ευαγγελικό Θεολογικό Εκπαιδευτήριο» του Maulbronn («Evangelische Seminare Maulbronn»), από όπου κατά κυριολεξία δραπέτευσε τον Μάρτιο του 1892. Τον Μάϊο έκανε απόπειρα αυτοκτονίας και ακολούθησαν συνεχείς συγκρούσεις με τους θρησκόπληπτους γονείς του, οι οποίοι δεν δίστασαν ακόμα και να τον κλείσουν σε ένα θεοκρατικό αναμορφωτήριο στο BadBoll υπό τον έλεγχο του κληρικού και θεολόγου Μπλούμχαρντ (Christoph FriedrichBlumhardt) και εν συνεχεία σε μια ψυχιατρική κλινική στο Στέτεν (Stetten im Remstal) και σε ένα ακόμα αναμορφωτήριο της Βασιλείας (Basel), για να τον «ξαναφέρουν στον δρόμο του Θεού».


Μετά από πολλές ακόμα περιπέτειές του στην προσπάθεια να ξεφύγει από την βλακεία, την θρησκοληψία και την αφόρητη ρουτίνα (εργαζόμενος άλλοτε ως υπάλληλος βιβλιοπωλείου και άλλοτε ως βιοτεχνικός εργάτης), ο Έσσε ξεκίνησε την επαφή του με την λογοτεχνία στις 17 Οκτωβρίου 1895 ως υπάλληλος στο φιλοσοφικό βιβλιοπωλείο «Heckenhauer» του Τύμπιγκεν, όπου εντάχθηκε στον λογοτεχνικό κύκλο «Le Petit Cénacle» και ήλθε σε επαφή με εξαιρετικά βιβλία (κυρίως Ελληνικής Μυθολογίας, καθώς και των έργων των Νοβάλις, Γκαίτε, Λέσσινγκ, Χαίλντερλιν και Σίλλερ) τα οποία δανειζόταν και διάβαζε στο σπίτι του.


ΠΡΩΤΑ ΕΡΓΑ ΚΑΙ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΑ



Σε ηλικία μόλις 19 ετών είδε το 1896 το ποίημά του «Madonna» να δημοσιεύεται σε ένα περιοδικό της Βιέννης και τρία χρόνια αργότερα (το 1899) εξέδωσε την συλλογή πρόζας «Μία ώρα μετά τα μεσάνυχτα». Το έτος 1904, κατά το οποίο νυμφεύθηκε την Μαρία Μπερνούλι (Maria Bernoulli, της γνωστής οικογένειας μαθηματικών) και εγκαταστάθηκε στο Γκαιενχόφεν (Gaienhofen) της λίμνης Κοστάντζας (Constance), είδε το φως της δημοσιότητας το πρώτο του μυθιστόρημα, «Πήτερ Κάμεντσιντ» («Peter Camenzind»), το οποίο μετά από δύο χρόνια ακολουθήθηκε από το «Κάτω από τον τροχό» («Unterm Rad»).


Την ίδια εποχή (γύρω στο 1905) από το αρχικό του ενδιαφέρον στον γερμανικό Ρομαντισμό στράφηκε στον Σοπενάουερ (Arthur Schopenhauer), τον Βουδισμό και την Θεοσοφία και το 1911, όντας πλέον σε διάσταση με την σύζυγό του (με την οποία είχε αποκτήσει 3 υιούς), ταξίδεψε προς διεύρυνση των οριζόντων του στην Σρι Λάνκα και την Ινδονησία.


Στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο υπηρέτησε στον αυτοκρατορικό γερμανικό στρατό ως βοηθητικός (1914 – 1919), ενώ το 1916 αποδείχθηκε το χειρότερο έτος της ζωής του με τον θάνατο του πατέρα του (8 Μαρτίου 1916), την σοβαρή ασθένεια του υιού του Μάρτιν και την εκδήλωση σχιζοφρένειας από την σύζυγό του. Αυτές οι δυσκολίες τον έφεραν ωστόσο κοντά στην Ψυχανάλυση και, μέσω του ψυχοθεραπευτή του Λανγκ (J. B. Lang), έκανε προσωπική επαφή με τον ίδιο τον Καρλ Γιούνγκ (Carl Jung) το 1917.


Η ΓΟΝΙΜΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ 1920




Το 1922 εκδόθηκε το φιλοϊνδικό αλληγορικό αριστούργημά του «Σιντάρτα» («Siddhartha», γύρω από τα νεανικά χρόνια του Γκαουτάμα Βούδα) και 2 χρόνια αργότερα νυμφεύθηκε, σε έναν πέρα για πέρα ατυχή γάμο που διήρκεσε μόνο μερικούς μήνες, την τραγουδίστρια Ρουθ Βένγκερ (Ruth Wenger, θυγατέρα της συγγραφέως Λίζας Βένγκερ, Lisa Wenger) αφού ήδη το 1923 είχε λάβει την ελβετική υπηκοότητα. Το 1927, χρονιά κατά την οποία ο μισός αιώνας ζωής του χαιρετίστηκε στο Βερολίνο με την έκδοση της βιογραφίας του «Hermann Hesse: sein Leben und sein Werk» από τον φίλο του Ούγκο Μπαλ (Hugo Ball), προκάλεσε αίσθηση το μυθιστόρημά του «Ο Λύκος της Στέππας» («Der Steppenwolf») με ανάμικτα προσωπικά και φανταστικά στοιχεία, όπου ο πρωταγωνιστής Harry Haller βιώνει την εντός του συνύπαρξη δύο διαφορετικών όντων, του ίδιου και της σκιάς του που ονομάζεται Hermine.



ΚΑΤΑΦΥΓΗ ΣΤΗΝ ΕΛΒΕΤΙΑ



Το 1931 μετακόμισε σε ένα μεγάλο σπίτι, την «Casa Hesse», στην Μοντανιόλα της Ελβετίας, όπου πραγματοποίησε τον τρίτο του γάμο με την εβραία ιστορικό τέχνης Νινόν Ντόλμπιν (Ninon Dolbin ή Gisela Kleine, 1895 – 1966, πρώην σύζυγο του σκιτσογράφου B. F. Dolbin), με την οποία είχε γνωριμία από τα 14 χρόνια της, το 1909, όταν του είχε στείλει μία επιστολή θαυμασμού και συζούσε ήδη από το 1926. Ενώ κατά την περίοδο της Δημοκρατίας της Βαϋμάρης (1919 - 1933) έμεινε μακριά από κάθε είδους πολιτική έχοντας επιλέξει την μόνωση, με την άνοδο του Ναζισμού κατηγορήθηκε από εβραίους αυτοεξόριστους στην Γαλλία ότι δεν είχε, από την Ελβετία όπου ζούσε, εναντιωθεί «όπως όφειλε» (…) στο νέο καθεστώς (παρά το ότι είχε βοηθήσει τους Μπρεχτ, Bertolt Brecht, και Μαν, Thomas Mann, στην διαφυγή τους), αλλʼ αντίθετα αρθρογραφούσε τακτικά στην εφημερίδα «Frankfurter Zeitung». Ωστόσο, λόγω του υποτιθέμενου «φιλο-εβραϊσμού» του, από τα μέσα της δεκαετίας του 1930 οι εφημερίδες άρχισαν μία – μία να αρνούνται να φιλοξενήσουν κείμενα ή ποιήματά του, το δε 1941 οι ναζί τον έθεσαν σε δυσμένεια επειδή αρνήθηκε να αφαιρέσει τις αναφορές του σε διωγμούς εβραίων όταν επανέκδοσε το «Νάρκισσος και Χρυσόστομος» και τελικά το 1943 απαγόρευσαν την κυκλοφορία των βιβλίων του, συμπεριλαμβανομένου και του άρτι εκδοθέντος στην Ζυρίχη δίτομου αριστουργήματος «Το παιχνίδι με τις χάντρες», το οποίο ο Έσσε έγραφε από το 1931.


ΒΡΑΒΕΙΑ




Το 1946 ο Έσσε τιμήθηκε με το βραβείο Γκαίτε («Goethepreis der Stadt Frankfurt»), και ακολούθησαν το 1947 το βραβείο Νόμπελ (Nobel) Λογοτεχνίας (σε συνέχεια του οποίου έλαβε την ίδια χρονιά τιμητικό μεταπτυχιακό τίτλο από το Πανεπιστήμιο της Βέρνης) και το 1955 το βραβείο Ειρήνης του Γερμανικού Εμπορίου Βιβλίου, ενώ έλαβε επίσης αρκετά μικρότερα βραβεία (το 1928 το «Mejstrik-Preis der Wiener Schiller-Stiftung», το 1936 το «Gottfried-Keller-Preis» και το 1950 το «Wilhelm-Raabe-Preis»). Την περίοδο 1945 – 1962 έγραψε 50 ποιήματα και 32 κριτικές σε διάφορες ελβετικές εφημερίδες και στις 9 Αυγούστου 1962 πέθανε κατά την διάρκεια του ύπνου του από εγκεφαλική αιμορραγία, σε ηλικία 85 ετών και τάφηκε στο νεκροταφείο «San Abbondio» της Μοντανιόλα.



ΤΑ ΜΕΤΑ ΘΑΝΑΤΟΝ



Κατά τις δεκαετίες του 1960 και 1970 ο Έσσε αγαπήθηκε πολύ, τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Αμερική, από την νεολαία που επάνδρωσε τα τότε κινήματα της αμφισβήτησης, ιδιαίτερα από τον κόσμο της λεγόμενης Αντικουλτούρας και μετά του λεγόμενου «NewAge». Το 1969 μάλιστα, το ροκ μουσικό συγκρότημα «Sparrow» άλλαξε το όνομά του σε «Steppenwolf» και υπό αυτό το όνομα έγινε παγκόσμια γνωστό όταν γνώρισε τεράστια επιτυχία το τραγούδι του «Γεννημένοι για να ʽμαστε άγριοι» («Born to be Wild»). Στην Ινδία ιδρύθηκε προς τιμή του η «Εταιρεία Έρμαν Έσσε» («Hermann Hesse Society»), η οποία εξέδωσε το «Σιντάρτα» στα σανσκριτικά.



ΕΠΙΛΟΓΗ ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑΣ:



«Ρομαντικά άσματα» («Romantische Lieder»), 1898


«Μια ώρα μετά τα μεσάνυχτα» («Eine Stunde hinter Mitternacht»), 1899


«Ποιήματα» («Gedichte»), 1902


«Βοκκάκιος» («Boccaccio»), 1904


Φραγκίσκος της Ασίζης («Franz von Assisi»), 1904


«Πέτερ Κάμεντσιντ» («Peter Camenzind»), 1904


«Κάτω από τον τροχό» («Unterm Rad»), 1906


«Εντεύθεν» («Diesseits»), 1907


«Φίλοι» («Freunde»), 1908


«Γερτρούδη» («Gertrud»), 1910


«Πλάγιοι Δρόμοι» («Umwege»), 1912


«Ροσάλντε» («Rosshalde»), 1914


«Το Λατινικό Σχολείο» («Der Lateinschüler»), 1914


«Κνούλπ» («Knulp»), 1915


«Στον δρόμο» («Am Weg»), 1915


«Γράμμα στο λιβάδι» («Brief ins Feld»), 1916


«Ντέμιαν» («Demian»), 1919


«Μικρόκηπος» («Kleiner Garten»), 1919


«Παράξενες ιστορίες από ένα άλλο άστρο» («Märchen»), 1919


«Η επιστροφή του Ζαρατούστρα» («Zarathustras Wiederkehr»), 1919


«Τα ποιήματα του ζωγράφου» («Gedichte des Malers»), 1920


«Βλέποντας το Χάος» («Blick ins Chaos»), 1920


«Το τελευταίο καλοκαίρι του Κλίνγκσορ» («Klingsors letzter Sommer»), 1920


«Αποδημία» («Wanderung»), 1920


«Επιλεγμένα ποιήματα» («Ausgewählte Gedichte»), 1921


«Σιντάρτα» («Siddhartha»), 1922


«Ιταλία» («Italien»), 1923


«Το Σημειωματάριο του Σίνκλαιρ» («Sinclairs Notizbuch»), 1923


«Λεύκωμα» («Bilderbuch»), 1926


«Το ταξίδι στη Νυρεμβέργη» («Die Nürnberger Reise»), 1927


«Ο Λύκος της Στέππας (Der Steppenwolf), 1927


«Κρίση» («Krisis»), 1928


«Απόψεις» («Betrachtungen»), 1928


«Μία Βιβλιοθήκη της Παγκόσμιας Λογοτεχνίας» («Eine Bibliothek der Weltliteratur»), 1929


«Άνεση της νύχτας», («Trost der Nacht»), 1929


«Ο Κυκλώνας» («Der Zyklon»), 1929


«Νάρκισσος και Χρυσόστομος» («Narziss und Goldmund»), 1930


«Μακράν ένδον» («Weg nach Innen»), 1931


«Μικρός κόσμος» («Kleine Welt»), 1933


«Ταξίδι στην Ανατολή («Die Morgenlandfahrt»), 1932


«Ώρες στον κήπο» («Stunden im Garten»), 1936


«Το Σπίτι των Ονείρων» («Das Haus der Träume»), 1936


«Νέα Ποιήματα» («Neue Gedichte»), 1937


«Αυτοβιογραφικά» («Gedenkblätter»), 1937


«Τα Ποιήματα» («Die Gedichte»), ποίηση, 1942


«Το παιχνίδι με τις χάντρες» («Das Glasperlenspiel» ή «Magister Ludi»), δύο τόμοι, 1943


«Μπερτόλδος» («Berthold»), 1945

Hermann Hesse
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Rempeskes

Επιφανές μέλος

Ο Rempeskes αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Επαγγέλεται Hair stylist. Έχει γράψει 8,045 μηνύματα.
Το όνομα του ανθρώπου προφέρεται Χέρμαν Χέσσε.
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Neraida

Επιφανές μέλος

Η Bitch... αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 13,073 μηνύματα.
Μελίνα Μερκούρη: "Η Τελευταία Ελληνίδα Θεά"
(1920-1994)





Η Μελίνα Μερκούρη (Μαρία Αμαλία Μερκούρη) γεννήθηκε στην Αθήνα, στις 18 Οκτωβρίου του 1920, μέσα σε ένα έντονα πολιτικό και καλλιτεχνικό περιβάλλον, αφού ο πατέρας της Σταμάτης Μερκούρης υπήρξε βουλευτής από την ηλικία των 22 ετών, ενώ και ο παππούς της ήταν ο Σπύρος Μερκούρης, ένας από τους σπουδαιότερους και δημοκρατικότερους δημάρχους της Αθήνας, που στα χρόνια του μεσοπολέμου, λέγεται ότι απολάμβανε μεγαλύτερη αίγλη ακόμη κι από τον ίδιο το βασιλιά της Ελλάδας.



Η Μελίνα του Θεάτρου και του Κινηματογράφου

Το ταλέντο αλλά και η δίψα της Μελίνας για τις τέχνες, εκδηλώθηκαν από πολύ νεαρή ηλικία. Τι πιο φυσικό άλλωστε, όταν το σπίτι της ήταν πάντα ανοιχτό σε σπουδαίους λόγιους και καλλιτέχνες της εποχής.

Χωρίς δεύτερη σκέψη, γράφεται στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και παρακολουθεί μαθήματα δραματικής από το 1943 έως το 1946. Στο μεταξύ, σε ηλικία 21 ετών παντρεύεται τον κατά πολύ μεγαλύτερό της Πάνο Χαροκόπο και μένει μαζί του μέχρι το 1962, οπότε και χωρίζουν.

Σε ηλικία 24 ετών πραγματοποιεί την πρώτη θεατρική της εμφάνιση με το θίασο των Γ. Παππά και Αντώνη Γιαννίδη στο έργο του Αλέξη Σολομού «Το Μονοπάτι της Λευτεριάς». Από τότε θα την απολαύσουμε σε πολλές ακόμη θεατρικές επιτυχίες, όπως ο «Κορυδαλλός» του Ανούιγ, το «Γλυκό Πουλί της Νιότης» του Τεννεσί Ουίλλιαμς και το «Λεωφορείον ο Πόθος» το 1949, επίσης του Τεννεσί Ουίλλιαμς, στο Θέατρο Τέχνης, καθώς επίσης και σε θεατρικές σκηνές του Παρισιού. Το 1967 τη συναντάμε στη σκηνή του Broadway στο έργο «Ilya Darling». Η τελευταία θεατρική παρουσία της ήταν στην «Ορέστεια» με το θίασο του Κάρουλου Κουν, το 1981.



Στον κινηματογράφο, οι ερμηνείες που την έκαναν διάσημη πέρα από τα ελληνικά σύνορα ήταν:

«Στέλλα» (1955)-«He who must die» (1957)-«The Gypsy and the Gentleman» (1958 )-«Where the hot wind blows» (1958 )-«Ποτέ την Κυριακή», (1960)-«Il Giudizio Universale» (1961)-«Vive Henri IV Vive Lʼ Amour» (1961)-«Φαίδρα» (1962)-«Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται»-«Τα Παιδιά του Πειραιά»,-«The Victors» (1963)-«Τοπ Καπί» (1964)-«The Unhibited/Player Pianos» (1965)-«10.30 p.m. Summer» (1966)-«Α man could get killed» (1966)-"Gaily-Gaily» (1969)-«Promise at down» (1970)-«Once is not enough» (1975)-«Nasty Habits» (1977)-«A Dream of Passion» (1978 )-«Not by Coincidence» (1983)

Οι περισσότερες από αυτές τις ταινίες παραμένουν μέχρι και σήμερα άγνωστες στην Ελλάδα, γιατί γυρίστηκαν στο εξωτερικό, κατά την περίοδο της παραμονής της στη Γαλλία, και κάποιες από αυτές ουδέποτε προβλήθηκαν σε ελληνικές αίθουσες.



Η ταινία «Στέλλα» του 1955 παίρνει μέρος στο φεστιβάλ των Καννών και κερδίζει το βραβείο Χρυσή Σφαίρα για την καλύτερη ξένη ταινία, από την επιτροπή ανταποκριτών Ξένου Τύπου του Hollywood. Η μεγάλη όμως επιτυχία για την Μελίνα Μερκούρη, έρχεται το 1960, όταν πρωταγωνιστεί στην ταινία «Ποτέ την Κυριακή», της οποίας τη μουσική επένδυση είχε επιμεληθεί ο Μάνος Χατζιδάκις. Εδώ η κινηματογραφική «Ήλια» το κορίτσι με την αθώα παιδική ψυχή και τα ταλαιπωρημένα νεανικά χρόνια, κατακτά το βραβείο καλύτερης ηθοποιού, ενώ παράλληλα, κατά τη διάρκεια της παραμονής της στις Κάννες γνωρίζεται με τον Αμερικανό σκηνοθέτη και φιλέλληνα Ζυλ Ντασέν. Μεταξύ τους αναπτύσσεται ένας φλογερός έρωτας, ο οποίος σύντομα καταλήγει σε ένα ευτυχισμένο γάμο που τους κρατά για πάντα δεμένους. Ο Ντασσέν υπήρξε ο δημιουργός εννέα κινηματογραφικών ταινιών με πρωταγωνιστρια την ίδια.



Στην ταινία «Φαίδρα» η Μελίνα συμπρωταγωνιστεί μαζί με τον κορυφαίο ηθοποιό του Hollywood Άντονι Πέρκινς (Anthony Perkins), ενώ ο Ζυλ Ντασέν που είχε σκηνοθετήσει την ταινία παίζει ένα μικρό ρόλο, υποδυόμενος τον Χρήστο.

Όπως πίστευε η ιδια, τυχερός της αριθμός ήταν το 18, εξʼ αιτίας διαφόρων ευχάριστων συγκυριών που είχαν σημαδέψει τη ζωή της. Για παράδειγμα, εκτός του ότι ήταν γεννημένη στις 18 Δεκεμβρίου, ο Ζυλ Ντασέν είχε επίσης γεννηθεί στις 18 Δεκεμβρίου. Ο παππούς της Σπύρος Μερκούρης είχε γεννηθεί στις 18 Ιουνίου, ενώ τέλος, με τον Ντασέν γνωρίστηκε στις 18 Μαίου του 1955. Η ίδια εκλέχτηκε Υπουργός Πολιτισμού στις 18 Οκτωβρίου 1981.

Η δισκογραφία της Μελίνας Μερκούρη

Εκτός από σπουδαία ηθοποιός η Μελίνα Μερκούρη υπήρξε και εξαίρετη τραγουδίστρια. Κατά τη διάρκεια της καριέρας της ηχογράφησε αρκετούς δίσκους, οι περισσότεροι από τους οποίους κυκλοφόρησαν πρώτα (ή κατʼ αποκλειστικότητα) στο εξωτερικό. Κατά τα χρόνια της δικτατορίας, όλοι της οι δίσκοι και οι ταινίες είχαν απαγορευτεί στην ελληνική αγορά.

Η δισκογραφία της περιλαμβάνει τους δίσκους:

«Η Ελλάδα της Μελίνας»: 1964-«Je suis Greque» (Είμαι Ελληνίδα): 1971-«Είμαι Ρωμιά» : 1972-«Lʼ Oeillet Rouge»: 1972-«Si Melina Mʼ Etait Contree»: 1973-«Great Greek Singers»: 1989-«Για Πάντα» : 1990



Κατά την περίοδο της δικτατορίας στην Ελλάδα η Μελίνα αυτοεξορίζεται και ζει στο Παρίσι, όπου συναναστρέφεται μεγάλες φυσιογνωμίες των τεχνών και των γραμμάτων, χωρίς στιγμή με κάθε μέσο και τρόπο να σταματήσει να αγωνίζεται για να γίνει γνωστή διεθνώς η τότε κατάσταση στη χώρα μας και η αποκατάσταση της δημοκρατίας, που ήταν ένας από τους θεσμούς που για την ίδια αποτελούσαν βασική προϋπόθεση για να είναι κάποιος ζωντανός. Οι δύσκολες συγκυρίες της εποχής, την όπλισαν με θέληση και πείσμα να συμβάλλει με κάθε τρόπο στην αποκατάσταση της Δημοκρατίας στη χώρα της «... σʼ αυτό τον τόπο που γέννησε τη Δημοκρατία...» όπως αναφέρει και στο αυτοβιογραφικό της βιβλίο «Γεννήθηκα Ελληνίδα». Από τότε αναλαμβάνει ενεργό αντιστασιακή δράση και στο μεταξύ παντρεύεται τον Αμερικανό σκηνοθέτη Ζυλ Ντασέν.

Επιστρέφουν μαζί στην Ελλάδα, το 1974 και κατοικούν σε ένα παλιό αρχοντικό κοντά στο Καλλιμάρμαρο με άπλετη θέα προς την Ακρόπολη, το χώρο που για τη ίδια αποτελούσε σε ολόκληρη τη ζωή της το σύμβολο του Ελληνικού Πολιτισμού.



Η Μελίνα του Πολιτισμού

Η διεθνής ακτινοβολία της Μελίνας και οι επαφές που έχει στο μεταξύ αναπτύξει με κορυφαίους παράγοντες των τεχνών, των γραμμάτων και της πολιτικής, γίνονται αφορμή για να βγει η Ελλάδα από το περιθώριο και να ακουστεί σε ολόκληρη την Ευρώπη και την Αμερική. Η Μελίνα γίνεται μια άτυπη αλλά ουσιαστική πρέσβειρα του ελληνικού πολιτισμού.

Στις 18 Οκτωβρίου του 1981 καταλαμβάνει τη θέση της Υπουργού Πολιτισμού και Επιστημών στην κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου και παραμένει στη θέση αυτή μέχρι τον Ιούνιο του 1989. Τα ηνία αναλαμβάνει και πάλι από τον Οκτώβριο του 1993 μέχρι το Μάρτιο του 1994, όπου και χάνει τη μάχη με το θάνατο, χτυπημένη από τον καρκίνο.

Κατά τη διάρκεια της θητείας της, το Υπουργείο Πολιτισμού εμπλουτίστηκε με νέους τομείς δραστηριοτήτων με αποτέλεσμα να διοχετευτεί η πεμπτουσία και η δυναμική του πολιτισμού, ως πηγή έμπνευσης και ποιότητας ζωής, στην καθημερινότητα του Έλληνα.

Στο μεταξύ, το 1990 είχε θέσει υποψηφιότητα για τη θέση της δημάρχου Αθηνών, χωρίς ωστόσο να εκλεγεί.

Από τη θέση της ως Υπουργός Πολιτισμού κατόρθωσε να ξαναφέρει στην επιφάνεια το θέμα της επιστροφής των μαρμάρων του Παρθενώνα στην Ελλάδα, από το Μουσείο του Λονδίνου, και γιʼ αυτό το σκοπό μάλιστα, θεμελίωσε τις εργασίες ανέγερσης ενός υπερσύγχρονου μουσείου στη σκιά της Ακρόπολης, το οποίο προορίζεται για να φιλοξενήσει όλα τα εκθέματα του Παρθενώνα.

Δικό της δημιούργημα είναι επίσης και ο θεσμός της «Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης», ενός κορυφαίου γεγονότος με αποκλειστικό σκοπό την σύσφιξη των σχέσεων μεταξύ των ευρωπαϊκών πόλεων, με αποκλειστικό γνώμονα τον Πολιτισμό (ανάδειξη μνημείων, διοργάνωση πολιτιστικών εκδηλώσεων, συνεδρίων, εκθέσεων κλπ) σε μια διαφορετική πόλη κάθε χρόνο, ώστε να της δίνεται η ευκαιρία να αναδεικνύει την πολιτιστική της κληρονομιά και να ισχυροποιεί την ταυτότητά της μέσα στην Ευρώπη. Το ξεκίνημα έγινε, όπως ήταν αναμενόμενο με την Αθήνα, και από τότε έχει εφαρμοστεί με επιτυχία σε πάρα πολλές πόλεις της Ευρώπης.

Το άστρο της Μελίνας Μερκούρη έσβησε το απόγευμα της Κυριακής της 6ης Μαρτίου του 1994, στην εντατική μονάδα του νοσοκομείου Memorial της Νέας Υόρκης.
Η κηδεία της δεν είχε προηγούμενο και εξακολουθεί να αποτελεί γεγονός ανεπανάληπτο για τη χρονικά της Ελλάδας. Οι ορδές του κόσμου που συνέρρεαν αυθόρμητα στο Α Νεκροταφείο ένοιωθαν ότι αποχαιρετούν δικό τους άνθρωπο και την έλεγαν σαν αδερφή και μάνα. Τα νέα παιδιά έτρεξαν να ακουμπήσουν το φέρετρο για να τη χαιρετήσουν από κοντά , να της ευχηθούν καλό ταξίδι, οι Γάλλοι, συντετριμμένοι, γιατί πάντα θεωρούσαν και δικιά τους τη Μελίνα, άρχισαν τα εκτενή αφιερώματα σε εφημερίδες και τηλεόραση και στέλνουν τον προσωπικό φίλο της και πρώην Υπουργό Πολιτισμού Γαλλίας Jacques Lang να παραστεί στην τελετή. Στο Broadway, θέατρα και καταστήματα παραμένουν κλειστά σε ένδειξη πένθους κι όλα τα λόγια μοιάζουν τόσο πολυφορεμένα μπροστά σε μια απώλεια που μας έκανε σαν χώρα αληθινά φτωχότερους.........

Μετά το θάνατό της, άξιος συνεχιστής του έργου της ορίστηκε ο πολυαγαπημένος της σύζυγος και φιλέλληνας Ζυλ Ντασέν, ο οποίος ίδρυσε το Ίδρυμα «Μελίνα Μερκούρη» με σκοπούς, μεταξύ άλλων, την οργάνωση διαλέξεων, συνεδρίων, εκδόσεων και εκπαιδευτικών προγραμμάτων για την προβολή των αξιών του ελληνικού πολιτισμού. Πρωταρχικός ωστόσο στόχος του Ιδρύματος είναι η προώθηση όλων των απαιτούμενων ενεργειών για την αποπεράτωση του Μουσείου της Ακρόπολης.

 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Neraida

Επιφανές μέλος

Η Bitch... αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 13,073 μηνύματα.
Ανδρέας Εμπειρίκος
Ο Ανδρέας Εμπειρίκος (1901-1975), από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές της Γενιάς του Τριάντα, υπήρξε εισηγητής του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα. Θεωρείται ένας από τους πιο εμπνευσμένους και πιο γόνιμους Έλληνες ποιητές του 20ού αιώνα, ένας από τούς κύριους εκπροσώπους του ελληνικού μοντερνισμού, πρωτοπόρος και ανανεωτής της νεώτερης ποίησής μας, τολμηρός και επαναστατικός στη σκέψη και στο λόγο του, οραματιστής και ένθερμος υποστηρικτής ενός εδεμικού, ερωτικού και απελευθερωμένου βίου.

Τον Μάρτιο του 1935 (11 χρόνια μετά την έκδοση του 1ου Μανιφέστου του Σουρρεαλισμού από τον Andre Breton) κυκλοφορεί στην Αθήνα η Υψικάμινος, μια συλλογή με 63 πεζόμορφα ποιήματα. Τη συλλογή υπογράφει ο Ανδρέας Εμπειρίκος (1901-1975), γόνος γνωστής οικογένειας εφοπλιστών, που ως τότε δεν είχε εκδώσει άλλο κείμενο. Η Υψικάμινος αποτελεί ένα μοναδικό βιβλίο της νεοελληνικής ποιητικής παραγωγής. Κανένας ποιητής πριν από την Υψικάμινο, αλλά και κανένας μετά από αυτήν, δεν συγκρότησε ένα βιβλίο τόσο αιρετικό και «ακατανόητο», που ωστόσο εξαντλήθηκε γρήγορα, «όχι από ενδιαφέρον, αλλά διότι θεωρήθηκε βιβλίο σκανδαλώδες, γραμμένο από ένα παράφρονα», όπως θυμάται ο ίδιος ο ποιητής. Χωρίς σημεία στίξεως, με γλώσσα κυρίως λόγια και εξεζητημένη, με φράσεις ατέρμονες, με άψογη σύνταξη αλλά χωρίς προφανή λογικό ειρμό η Υψικάμινος φαίνεται να ανταποκρίνεται στις επιταγές του ελεύθερου συνειρμού και της συνακόλουθης αυτόματης γραφής, που είχε διακηρύξει ο Andre Breton και η παρέα του. Δύσκολα όμως θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει πειστικά ότι τα ποιήματα της Υψικαμίνου έχουν συγκροτηθεί «αυτόματα» ή «τυχαία», παρά το γεγονός ότι ο ίδιος ο Εμπειρίκος βεβαιώνει ότι τα ποιήματα αυτά δεν αναπτύσσονται πάντοτε «εντός των συνειδητών ορίων». Η συνταγή δεν πρόκειται να επαναληφθεί, όμως αυτός ο πειραματισμός πέτυχε να αναδείξει το αυθεντικότερο κείμενο του ελληνικού υπερρεαλισμού.

Η επόμενη ποιητική συλλογή Ενδοχώρα (1945), όπως και ο μικρός τόμος των πεζών Γραπτών (1960), περιέχουν κείμενα που διέπονται από το πνεύμα του Υπερρεαλισμού, αλλά με προφανή ειρμό και συνέπεια λογική. Έτσι φαίνεται τώρα καθαρά πως, ό,τι κυρίως ενδιαφέρει τον Εμπειρίκο, είναι να διατηρήσει ζωντανή την ανατρεπτική και απελευθερωτική διάθεση του ευρωπαϊκού υπερρεαλιστικού κινήματος και να διακηρύξει το όραμα ενός κόσμου απαλλαγμένου από κάθε μορφή καταπίεσης, ενός κόσμου «άνευ ορίων και άνευ όρων». Η πολιτική, η κοινωνική και κυρίως η ερωτική απελευθέρωση αποτελεί το κύριο μέλημα του Εμπειρίκου, γεγονός που τον καθιστά τον κατεξοχήν Έλληνα οραματιστή ποιητή ενός παγκόσμιου συστήματος πολιτικής και κοινωνικής συμβίωσης. Η Πολιτεία του, η Οκτάνα (όπως περιγράφεται στην ομώνυμη συλλογή) «θα είναι η πρωτεύουσα του Νέου Κόσμου, εις την καρδιά του μέλλοντος και των ανθρώπων». Η πόλη αυτή θα είναι οικουμενική, γεμάτη ποίηση, έρωτα, ηδονή, δικαιοσύνη και ελευθερία. Το οκτάτομο μυθιστόρημα ο Μέγας Ανατολικός (1990-92), αποτελεί το εκτενέστερο και τολμηρότερο νεοελληνικό κείμενο, μέσα στο οποίο αναπτύσσονται με τόνο επικό όλες οι φαντασιώσεις, τα κηρύγματα και τα οράματα του Εμπειρίκου. Όπως έχει επανειλημμένως τονισθεί, ο Εμπειρίκος είναι ένας από τους δυο μείζονες ποιητές της Γενιάς του Τριάντα (ο άλλος είναι ο Γιώργος Σεφέρης) που μεταφέρει και καλλιεργεί στην Ελλάδα τον μοντερνισμό, και ειδικότερα την «επιθετική», όπως λέγεται μορφή του, τον Υπερρεαλισμό, κάτι που αλλάζει μια κι έξω τον ελληνικό ποιητικό χάρτη.

Το ποίημα Διάφανες αυλαίες που μελοποίησε ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου στο δίσκο Αγία Νοσταλγία είναι από τη συλλογή Ενδοχώρα.

 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Neraida

Επιφανές μέλος

Η Bitch... αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 13,073 μηνύματα.
Ο Nazim Hikmet γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1902. Ο πατέρας του Χικμέτ Ναζίμ Μπέης, που υπηρετούσε στο Υπουργείο Εξωτερικών, υπήρξε για λίγο διάστημα και Πρόξενος στοΑμβούργο. Όταν απολύθηκε εργάστηκε σαν διαχειριστής σε κινηματογραφικές αίθουσες. Η μητέρα του, Αϊσέ Τζελιέ Χανούμ, ήταν ζωγράφος.


Ολοκλήρωσε τη στοιχειώδη εκπαίδευση στην Κωνσταντινούπολη κι ύστερα γράφτηκε στη Ναυτική Σχολή Χάλκης. Ο διοικητής του, άκουσε και θαύμασε το ποίημά του "Λόγια Ενός Αξιωματικού Του Ναυτικού", που 'χε γράψει στα 12. Όταν αποφοίτησε μπήκε στο πολεμικό σκάφος Hamidiye ως εκπαιδευόμενος αξιωματικός καταστρώματος. Ωστόσο, η σταδιοδρομία του στο Ναυτικό σταμάτησε απότομα, γιατί αρρώστησε από πλευρίτη στη διάρκεια μιας νυχτερινής βάρδιας και δεδομένου ότι δεν μπόρεσε ν' ανακτήσει την υγεία του, απαλλάχτηκε σαν άτομο μ' ειδικές ανάγκες (1920).


Διορίστηκε καθηγητής στην Ανατολία, στο γυμνάσιο Bolu, για σύντομο διάστημα (1921). Ενδιαφέρθηκε για τη ρωσική επανάσταση, πήγε στη Μόσχα και μελέτησε οικονομικά και κοινωνικές επιστήμες στο εκεί πανεπιστήμιο (1922-1924). Εκεί συναντά και τον Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι από τον οποίο και επηρεάστηκε. Όταν επέστρεψε, δουλεψε σε εφημερίδα της Σμύρνης. Στην Τουρκία, όμως, το κεμαλικό κίνημα ήταν εναντίον τής αριστερής παράταξης και οι διώξεις και συλλήψεις καθημερινά πλήθαιναν. Έτσι, αναγκάστηκε να ξαναφύγει κρυφά για την Μόσχα. Ο Μαγιακόφσκι τον ξαναμαγεύει και μην αντέχοντας για πολύ να 'ναι μακριά από τη πατρίδα επιστρέφει χωρίς διαβατήριο.


Συλλαμβάνεται κι εισπράττει την πρώτη καταδίκη του για τα επαναστατικά του φρονήματα.Φυλακίζεται στη Hopa για τρεις μήνες (1928). Έπειτα, εγκαθίσταται στην Κωνσταντινούπολη κι εργάζεται σε διάφορα περιοδικά, εφημερίδες και σε κινηματογραφικά στούντιο. Εκδίδει τα πρώτα βιβλία ποίησης και γράφει συνεχώς (1928-1932). Συλλαμβάνεται ξανά το 1931, αλλά στη δίκη του, από κατηγορούμενος, γίνεται κατήγορος κι να τον αθωώνεται Την επόμενη χρονιά τον ξανασυλλαμβάνουν και καταδικάζεται σε πέντε χρόνια, όμως αφήνεται ελεύθερος λόγω της αμνηστείας για τον εορτασμό των πρώτων δέκα χρόνων τής Τουρκικής Δημοκρατίας.


Εργάστηκε σαν αρθρογράφος και συντάκτης σε περιοδικά κι εφημερίδες με το ψευδώνυμο Orhan Selim (1933). Τού στήνουν προβοκάτσια το 1934. Μηνύεται επειδή έκανε δήθεν, προπαγάνδα στους σπουδαστές της Στρατιωτικής Ακαδημίας. Δικάζεται "κεκλεισμένων των θυρών", χωρίς συνήγορο και καταδικάζεται συνολικά, σε 35ετή φυλάκιση, μα κατορθώνει να μειώσει την ποινή του στα 28 χρόνια και 4 μήνες σύμφωνα με τα άρθρα 68 κι 77 τού τουρκικού ποινικού κώδικα (1938). Καταλήγει στα μπουντρούμια της φυλακής στη Προύσα.


Οι διανοούμενοι ξεκινούν μεγάλη εκστρατεία για να πείσουν την ηγεσία να τον αμνηστεύσει. Αρχίζει απεργία πείνας στη φυλακή (1950). Τελικά, η υπόλοιπη ποινή τού χαρίζεται, μετά 13 χρόνια φυλακής. Δεν μπορούσε να βρει δουλειά ούτε να εκδόσει βιβλία, επειδή είχε διακόψει τη στρατιωτική του θητεία. Ένα διάταγμα που ουσιαστικά είχε τον ίδιο για στόχο. Πενήντα χρονών πια, άρρωστος και σε τρομερά δύσκολη θέση, ζώντας με τον φόβο της απόπειρας εναντίον της ζωής του, αποδέχεται τη συμβουλή του γνωστού, σύγχρονου, θεατρικού συγγραφέα και δημοσιογράφου Refik Erduran κι αυτοεξορίζεται. Με ρουμάνικο σκάφος, διαπλέει τη Μαύρη θάλασσα και περνά στη Ρωσία για να καταλήξει στη Μόσχα. Μετά από αυτό το γεγονός η οικογένεια του παρακολουθείται στενά και χάνει την Τουρκική του υπηκοότητα.

Ο Ναζιμ Χικμετ ταξιδεύει αρκετά, πηγαίνει σε διεθνή συνέδρια και γίνεται γνωστός σε όλο τον κόσμο. Παρόλα αυτά, η Σοβιετική Ένωση δεν είναι όπως την περίμενε. Μέχρι το θάνατο του Σταλιν έγιναν απόπειρες δολοφονίας εναντίον του παρόλο που ο ίδιος δεν έκρινε ποτέ τις μεθόδους του Στάλιν και προσπαθούσε να προωθήσει το Σοσιαλισμο σε όλο τον κόσμο. Ταξίδεψε σε πολλές Σοσιαλιστικές χώρες.


Από τη Μόσχα πηγαίνει στο Βερολίνο, όπου μέσα σε μια κατάμεστη αίθουσα με 500 ατόμων, δίνει ένα αγωνιστικό ρεσιτάλ και καταχειροκροτούμενος σαν ελεύθερος πλέον αγωνιστής - ποιητής. Χωρίς να σταματήσει να γράφει, περνά την υπόλοιπη ζωή του, στη Μόσχα. Έγραψε ποιήματα ενάντια στον πόλεμο και στα πυρηνικά όπλα και ο κόσμος τον έβλεπε όχι ως κάποιον που έκανε προπαγάνδα αλλά σαν κάποιο που ήταν ειλικρηνής στις απόψεις του, ακόμα και όταν η Σοβιετική ένωση προσπαθούσε να αναπτύξει την προπαγάνδα για την σημασία της ειρήνης. Το 1952 έγινε και διοικητικό στέλεχος του συμβουλίου παγκόσμιας ειρήνης.


Το 1956 νοσηλεύεται για 9 μήνες στο νοσοκομείο ενώ όταν αναρρώνει το 1957 ταξιδεύει στις Δυτικές χώρες της Σοβιετικής ένωσης. Το 1955 ερωτεύεται την Vera Tulyakova, την οποία περνά κατά πολλά χρόνια. Ο ποιητής νιώθει να ερωτεύεται για “πρώτη φορά”.

Μένουν μαζί και τον Νοέμβριο του 1960 παντρεύονται αφού ο Ναζιμ ζηλεύει αυτή την νέα παρουσία και θέλει να νιώθει πιο ασφαλής. Τον Σεμπτέμβριο τπυ 1961 γράφει το ποιήμα “Αυτοβιογραφία”


Το 1962 του δίνεται διαβατήριο Σοβιετικής υπηκοότητας. Στις 3 Ιουνίου 1963 ο Ναζίμ Χικμέτ πεθαίνει και θάβεται στη Μόσχα, σε ηλικία 61 ετών.
Έγραφε στη «διαθήκη του»: «Θάψτε με στην Ανατολία./ Σ' ένα κοιμητήρι χωριού./ Κι αν γίνεται ένα πλατάνι/ νά 'ναι πάνω απ' το κεφάλι μου./ Αυτό μου φτάνει».


«Ενας μεγάλος ποιητής έγραψε για όλον τον κόσμο.

Ενας μεγάλος άνθρωπος ανήκει στην ανθρώπινη πλειοψηφία.

Ενας μεγάλος πατριώτης βασανισμένος απ' την πατρίδα του

Ο Ναζίμ Χικμέτ δεν έχει όμοιό του στην ποίηση του αιώνα του.

Ηταν για μένα η ενσάρκωση του ηρωισμού και της τρυφεράδας»
Πάμπλο Νερούντα
Οι τίτλοι των βιβλίων του στα ελληνικά από βάση τής ΒΙΒΛΙΟΝΕΤ:

(2007) Το ερωτευμένο σύννεφο , Σύγχρονη Εποχή
(1998) Ποιήματα , Κέδρος
(1997) Ναζίμ Χικμέτ τα έργα του , Σύγχρονη Εποχή
(1997) Ναζίμ Χικμέτ τα έργα του , Σύγχρονη Εποχή
(1990) Από την ποίηση του Ναζίμ Χικμέτ , Σπανός - Βιβλιοφιλία
(1988) Οι ρομαντικοί , Θεμέλιο
(1988) Το ερωτευμένο σύννεφο , Ύψιλον
(1985) 122 ποιήματα , Ζαχαρόπουλος Σ. Ι.
(1981) Γιατί αυτοχτόνησε ο Μπενερτζή; Γράμματα στην Ταράντα - Μπαμπού , Στοχαστής
Η γελάδα. Υπήρξε ή όχι ο Ιβάν Ιβάνοβιτς; , Δωδώνη
Μια χειμωνιάτικη νύχτα , Δαμιανός
Ποιήματα , Δαμιανός
Ποιήματα , Πέλλα
Ποιήματα , Αλφειός



Τι όμορφο που ʽναι να σε συλλογιέμαι
Να γράφω όλο για σένα

Να σε κοιτάζω πλαγιασμένος έτσι ανάσκελα

Μες στο κελί μου

Μια λέξη που ʽχες πει την τάδε μέρα

Στο τάδε μέρος, όχι η λέξη η ίδια

Μα αυτός ο τρόπος που είχε, μέσα της να κλείνει όλο τον κόσμο.



 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Neraida

Επιφανές μέλος

Η Bitch... αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 13,073 μηνύματα.

Γεννήθηκε στις 30 Οκτωβρίου 1896 στην Τρίπολη. Ο πατέρας του ήταν νομομηχανικός κι έτσι στα παιδικά του χρόνια αναγκάστηκε να αλλάζει συνέχεια τόπο διαμονής. Πέρασε από το Αργοστόλι, τη Λευκάδα, τη Λάρισα, την Καλαμάτα, την Αθήνα, μέχρι και από τα Χανιά.



Από το 1912 δημοσιεύει ποιήματα σε διάφορα παιδικά περιοδικά. Αφού πήρε το δίπλωμα της Νομικής Σχολής των Αθηνών, διορίστηκε υπάλληλος στη Νομαρχία Θεσσαλονίκης. Η ελεύθερη φύση του δεν μπορούσε να δεχθεί την γραφειοκρατία της κρατικής μηχανής, την όποια και καυτηριάζει όποτε μπορεί (χαρακτηριστικό το πεζό: ΚΑΘΑΡΣΙΣ). Γι' αυτό και μετατέθηκε πολλές φορές διωκόμενος από ανωτέρους του. Στη διάρκεια αυτών των μεταθέσεων γνωρίζει την ανία και τη μιζέρια της επαρχίας, πράγμα που τον στιγματίζει.


To Φεβρουάριο του 1919 εκδίδει την πρώτη του συλλογή: "Ο πόνος των ανθρώπων και των πραγμάτων", η οποία τυγχάνει αδιάφορης ή υποτιμητικής κριτικής. Τον ίδιο χρόνο εκδίδει μαζί με τον φίλο του Αγη Λεβέντη (με τα ψευδώνυμα Μίμης Χλαπάτσας και Νίκος Τσαπατσούλιας, αντίστοιχα) το σατιρικό περιοδικό "Η Γάμπα", που παρά την επιτυχία του κυκλοφόρησε μόνο σε έξι τεύχη γιατί η αστυνομία απαγόρευσε την έκδοσή του.



Θάνατοι

Είναι άνθρωποι που την κακήν ώρα
την έχουν μέσα τους.
Χεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλα
κι απ' τη χαρά ζεστά των φιλημάτων,
χεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλα
χτυπήσατε τις πόρτες των θανάτων·
ματάκια μου που κάτι το εδιψάσατε
και διψασμένα εμείνατε ποτήρια,
ματάκια μου που κάτι το εδιψάσατε
κι εμείνατε κλεισμένα παραθύρια·
ω, που' χατε πολλά να ειπείτε, στόματα,
κι ο λόγος σας εδιάλεξε για τάφο,
ω, που' χατε πολλά να ειπείτε, στόματα,
και τον καημό δεν είπατε που γράφω·
μάτια, χεράκια, στόματα, ιστορήστε μου
τον πόνο κάποιας ώρας, κάποιου τόπου
μάτια, χεράκια, στόματα, ιστορήστε μου
τον Πόνο των Πραγμάτων και του Ανθρώπου.


Το 1921 κυκλοφορεί τη δεύτερη συλλογή του τα "Νηπενθή". Εκείνο τον καιρό συνδέεται με την ποιήτρια Μ.Πολυδούρη, συνάδελφό του στη Νομαρχία Αττικής. Πολλοί ισχυρίζονται ότι οι σχέσεις τους ήταν ερωτικές.


Ποιητές
ώς σβήνετε, πικροί ξενιτεμένοι!
Ανθάκια μου χλωμά, που σας επήραν
σε κήπους μακρινούς να σας φυτέψουν...
Βιολέτες κι ανεμώνες, ξεχασμένες
στα ξένα που πεθαίνετε παρτέρια,
κρατώντας, αργυρή δροσοσταλίδα,
βαθιά σας την ελπίδα της πατρίδας...
Χτυπιούνται, πληγωμένες πεταλούδες,
στο χώμα σας οι θύμησες κι οι πόθοι.
Το φως, που κατεβαίνει, της ημέρας,
κι απλώνεται γλυκύτατο και παίζει
μ' όλα τριγύρω τ' άλλα λουλουδάκια,
περνάει από κοντά σας και δε βλέπει
τον πόνο σας ωραίο, για να χαϊδέψει
τα πορφυρά θρηνητικά μαλλιά σας.
Ειδυλλιακές οι νύχτες σας σκεπάζουν,
κι η καλοσύνη αν χύνεται των άστρων,
ταπεινοί καθώς είστε, δε σας φτάνει.
Ολούθε πνέει, σα λίβας, των ανθρώπων
η τόση μοχθηρία και σας μαραίνει,
ανθάκια μου χλωμά, που σας επήραν
σε κήπους μακρινούς να σας φυτέψουν


Το 1924 ταξιδεύει στο εξωτερικό, στην Ιταλία και τη Γερμανία. Το Δεκέμβριο του 1927 κυκλοφορεί η τελευταία του συλλογή, "Ελεγεία και Σάτιρες".


Τελευταίο Ταξίδι
Καλό ταξίδι, αλαργινό καράβι μου, στου απείρου
και στης νυχτός την αγκαλιά, με τα χρυσά σου φώτα!
Να 'μουν στην πλώρη σου ήθελα, για να κοιτάζω γύρου
σε λιτανεία να περνούν τα ονείρατα τα πρώτα.

Η τρικυμία στο πέλαγος και στη ζωή να παύει,
μακριά μαζί σου φεύγοντας πέτρα να ρίχνω πίσω,
να μου λικνίζεις την αιώνια θλίψη μου, καράβι,
δίχως να ξέρω πού με πας και δίχως να γυρίσω!


Το Φεβρουάριο του 1928 ο Καρυωτάκης αποσπάται στην Πάτρα και τον Ιούνιο στην Πρέβεζα. Από εκεί στέλνει απελπισμένα γράμματα σε συγγενείς και φίλους, περιγράφοντας την αθλιότητα που κυριαρχεί σ' αυτήν την πόλη (χαρακτηριστικό το ποίημα ΠΡΕΒΕΖΑ). Στις 20 Ιουλίου πηγαίνει στο Μονολίθι και γυμνός πέφτει στην θάλασσα προσπαθώντας - επί δέκα ώρες - να πνιγεί, μάταια όμως γιατί ήταν καλός κολυμβητής. Το πρωί της 21, γυρνώντας σπίτι του, πίνει ήρεμος το γάλα που του προσφέρει η σπιτονοικοκυρά του, ξαναφεύγει, αγοράζει ένα περίστροφο και πάει σ' ένα καφενεδάκι, όπου φυτεύει μια σφαίρα στην καρδιά του. Στην τσέπη του βρίσκεται το τελευταίο σημείωμά του :


ΣΗΜΕΙΩΜΑ
Είναι καιρός να φανερώσω την τραγωδία μου. Το μεγαλύτερο μου ελάττωμα στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου, η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου να πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις, χωρίς τις περσότερες, να μπορώ να τις αισθανθώ. Τη χυδαία όμως πράξη που μου αποδίδεται τη μισώ. Εζήτησα μόνο την ιδεατή ατμόσφαιρά της, την έσχατη πικρία. Ούτε είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για το επάγγελμα εκείνο. Ολόκληρο το παρελθόν μου πείθει γι' αυτό. Κάθε πραγματικότης μου ήταν αποκρουστική.
Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου. Και τον κίνδυνο που ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους, έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους, ή εθεώρησαν την ύπαρξη τους παιχνίδι χωρίς ουσία. Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περισσότεροι μαζί με τους αιώνες. Σ' αυτούς απευθύνομαι.
Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές !!! είμαι έτοιμος για έναν ατιμωτικό θάνατο. Λυπούμαι τους δυστυχισμένους γονείς μου, λυπούμαι τα αδέλφια μου. Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά. Ημουν άρρωστος.
Σας παρακαλώ να τηλεγραφήσετε, για να προδιαθέσει την οικογένειά μου, στο θείο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη, οδός Μονής Προδρόμου, πάροδος Αριστοτέλους, Αθήνας.
Κ.Γ.Κ.
[Υ.Γ.] Και για ν' αλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης. Όλη νύχτα απόψε επί δέκα ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ηπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια. Ορισμένως, κάποτε, όταν μου δοθεί η ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου.
Κ.Γ.Κ.
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Neraida

Επιφανές μέλος

Η Bitch... αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 13,073 μηνύματα.

Ο Ανδρέας Κάλβος (1792-1867) ήταν ποιητής και ευρυμαθής λόγιος. Καταγόταν από τη Ζάκυνθο. Πρωτότοκος γιος του κερκυραίου γιατρού Ιωάννη Κάλβου και της ζακύνθιας αριστοκράτισσας Αδριανής Ρουκάνη. Σε ηλικία 13 χρονών οι γονείς του χώρισαν. Η μητέρα του ξαναπαντρέυτηκε και ο πατέρας τους πήρε τον ίδιο και τον αδελφό του και εγκαταστάθηκε κοντά σε συγγενείς στου στο Λιβόρνο.

Ο Ανδρέας Κάλβος ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην Φλωρεντία, όπου γνώρισε τον Ούγο Φώσκολο. Ο Φώσκολο βοήθησε πολύ τον Κάλβο, δίνοντας του στέγη και τροφή. Και αργότερα όταν ο ποιητής πήγε στο Λονδίνο πάλι από τον Φώσκολο θα φιλoξενηθεί. Εκεί στο Λονδίνο θα αρχίσει να παραδίδει μαθήματα ελληνικής και ιταλικής γλώσσας και να συγγράφει. Την περίοδο αυτή έγραψε στην ιταλική γλώσσα δύο τραγωδίες εμπνευσμένες από τους αρχαίους ελληνικούς μύθους, τις "Δαναίδες" και τον "Θηραμένη". Οι τραγωδίες αυτές δημοσιεύθηκαν αλλά τα αντίτυπα τους με την πάροδο του χρόνου εξαφανίσθηκαν. Ώσπου ο καθηγητής Λάζαρος Βελέλης, ανακάλυψε ένα αντίτυπο των "Δαναίδων".

Στο Λονδίνο ο Ανδρέας Κάλβος παντρεύτηκε. Η αγγλίδα γυναίκα του όμως πέθανε σύντομα το 1821.

Όταν ξέσπασε η Εθνική Επανάσταση του ʼ21, ο ποιητής πήγε αμέσως στο Ναύπλιο για να υπηρετήσει τον αγώνα. Τελικά δεν πολέμησε αλλά βοήθησε το Έθνος με τα ποιήματα του. Έγραψε πατριωτικές ωδές (δημοσιεύτηκαν το 1824 η πρώτη συλλογή και το 1826 η δεύτερη που ήταν αφιερωμένη στον στρατηγό Λαφαγιέτ), διακρινόμενες για τη λυρική ορμή και την ιδιότυπη στιχουργική και γλώσσα.

Το 1827 πήγε στην Κέρκυρα, όπου απέτυχε αρχικά να διορισθεί εις την Ιόνιον Ακαδημία και αποφάσισε να ασκήσει το επάγγελμα του οικοδασκάλου. Αργότερα ίδρυσε ιδιωτικό σχολείο. Όταν ο Γκίλφορντ ("άρχοντας της Ιονίου Ακαδημίας") πέθανε και ανέλαβε τα καθήκοντά του ο Α. Μουστοξύδης, ο Ανδρέας Κάλβος ανέλαβε να διδάσκει φιλοσοφία στην Ακαδημία. Αργότερα παραιτήθηκε και κράτησε τη θέση του συντάκτη στην "Επίσημη Εφημερίδα". Είχε εγκαταλήψει την ποίηση, όταν άρχισε να συγγράφει πάλι και να μεταφράζει, ξενόγλωσσες πραγματείες.

Αναχώρησε πάλι για το Λονδίνο και ξαναπαντρεύτηκε. Μετά τον θάνατο της δεύτερης συζύγου του, πέθανε κι εκείνος, το 1867.


ΕΙΣ ΤΗΝ ΝΙΚΗΝ

Ον, συ 'που η φαντασία
φλογώδης των θνητών
'σαν πτερωμένην βλέπει
παρθένον 'ς τον αέρα,
ουράνιον έργον·

'Σ το μέτωπόν σου πάντοτε
άσβεστος λάμπει αστέρας,
ω Νίκη, συσσωρεύονται
τριγύρω σου ματαίως
νύκτες αιώνων.

Το χέρι οπού τα πέπλα
των ουρανών κατέστρωσεν,
από σύγνεφα ολόχρυσα
εκβαίνει, και σού δείχνει
ανδρείους ανθρώπους.

Πετάεις εσύ κ' επάνω τους
σκορπίζεις φύλλα αμάραντα·
τέρπουν αυτά τους ζώντας,
και τους γενναίως θανόντας
τέρπουν ακόμα.

[ε'-η']

Πυκνά, πυκνά ως καλάμια
ανεμισμένα εβλέπαμεν
να κινώνται εις τους κάμπους μας
των πολεμίων μας τ' άρματα,
κ' έπεσαν όλα.

Πού είναι η τόσαι γλώσσαι
των ακτινοβολούντων
σπαθιών; πού είναι η χείρες
των εχθρών μας αμέτρητοι;
πού τα καυχήματα;

Πλατύς και σκοτεινός
βαθύς έχασκεν κι άφευκτος
ο άδης υποκάτω τους·
εβούλιασαν, εχάθησαν,
εκλείσθη ο τάφος.
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Τελευταία επεξεργασία:

Neraida

Επιφανές μέλος

Η Bitch... αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 13,073 μηνύματα.



Ο Μπρεχτ γεννήθηκε το 1898 στο καθολικό Augsburg από γονείς ευαγγελικούς. Άρχισε να γράφει από τα 14 του. Το 1917 εγγράφεται στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου στη φιλοσοφική και μετά στην ιατρική, χωρίς να τελειώσει ποτέ. Τότε γνωρίζεται με την πρώτη του γυναίκα Πάουλα Μπανχόλτσερ. Ένα χρόνο αργότερα γράφει το ποίημα που τον έκανε γνωστό: Ο 'Θρύλος του Νεκρού Στρατιώτη'. Εξαιτίας αυτού του ποιήματος, που έγινε τραγούδι με τίτλο 'Η Μπαλάντα του Νεκρού Στρατιώτη', του στέρησαν την εποχή του ναζισμού την γερμανική ιθαγένεια.
Τα πρώτα έργα του Μπρεχτ 1918-19 είναι κυρίως αναρχο-εξπρεσιονιστικά δράματα όπως «Ο Βάαλ» και «Τύμπανα μες στη νύχτα». Την ίδια εποχή παίρνει μέρος στις εκδηλώσεις για την δολοφονία της Ρόζας Λούξεμπουργκ και του Κάρλ Λήμπκενχτ στο Βερολίνο. Μετέχει όμως σαν αδιάφορος παρατηρητής, όχι ως ένθερμος ιδεολόγος ή υποστηρικτής. Οκτώ χρόνια αργότερα θα μελετήσει εξονυχιστικά τον Μάρξ.



Από το 1920 ο Μπρεχτ ζει στο Βερολίνο. Το 1923 θα γνωρίσει και θα παντρευτεί, ήδη διαζευγμένος και πατέρας, την δεύτερη γυναίκα του ηθοποιό Μαριάνε Τσοφ. Την ίδια χρονιά θα συναντήσει την 17 Βιενέζα - εβραία Χελένε Βάιγκελ.
Ο Μπρεχτ συνδέεται και με τη Βάιγκελ και από το 1924, με τη γέννηση του πρώτου τους παιδιού, συζεί μαζί της.

Την ίδια εποχή γνωρίζεται με την Ελίζαμπετ Χάουπτμαν, η οποία έκτοτε γίνεται μία από τις βασικές του συνεργάτριες και παντρεύεται έναν από τους επίσης πιστούς συνεργάτες τον Πάουλ Ντεσάου.

Μετά το θάνατό του η Ελίζαμπετ Χάουπτμαν εξηγούσε πως δούλευαν στο Berliner Enseble εδιηγείτο πως επειδή ο Μπρεχτ πίστευε «ότι ένας άνδρας δεν μπορεί μόνος του σήμερα να τα βγάλει πέρα με πολύπλοκα καθήκοντα» συζητούσε μαζί τους όλα τα κομμάτια του εξονυχιστικά: «Ο Μπρέχτ χρειαζόταν πολύ χρόνο για να φτιάξει ένα θεατρικό κομμάτι. Έλεγχε πάντα τις προτάσεις του, αλλά και τις προτάσεις των άλλων. Πρώτα παρουσίαζε τις δικές του προτάσεις, ό,τι είχε γράψει ας πούμε το προηγούμενο βράδυ ή μια μέρα πριν και τα έθετε προς συζήτηση. Μπορούσαμε χωρίς πρόβλημα να του πούμε 'Μπρεχτ όχι έτσι' 'Μπρεχτ θα το άλλαζα' ή να κάνουμε μια δική μας πρόταση, την οποία αποδεχόταν ή απέρριπτε και την συζητούσαμε ώρες και ξανά απ' την αρχή. Ο Μπρεχτ ήταν εδώ primus inter pares».


Το 1929 ο Μπρεχτ παντρεύεται τη Χελένε Βάιγκελ. Η συνεργασία του Μπρεχτ μαζί της θεωρείται μια από τις πιο ευτυχισμένες στιγμές της δραματικής τέχνης. Η Βάιγκελ ενσάρκωνε στη σκηνή αυτό που ο Μπρεχτ πίστευε ως πρωτοπόρα μέθοδο: τη γυμνή αλήθεια, τη γνώση, την αποστασιοποίηση. Κόντρα στη μελοδραματική - συναισθηματική σκηνική παρουσία. Στόχος του Μπρεχτ ήταν πάντα το μυαλό, η σκέψη, η αμφιβολία και μέσω αυτών η διαπαιδαγώγηση των μαζών.


Το 1933, την επόμενη του εμπρησμού του Ράιχσταγκ, ο κομμουνιστής Μπρεχτ και η εβραία Βάιγκελ θα εγκαταλείψουν τη Γερμανία του Χίτλερ. Μετά από 8 χρόνια περιπλανήσεων ανά την Ευρώπη θα βρεθούν στη Σάντα Μόνικα της Καλιφόρνιας, στις ΗΠΑ. Τα χρόνια της αυτοεξορίας τους 1933 -1948 ήταν τα πιο δημιουργικά. Τότε ο Μπρεχτ γράφει πάνω από 25 μεγάλα θεατρικά κομμάτια, ποιήματα, χορικά, κριτικές, τεχνοκριτικές. Τα γνωστότερα έργα του είναι το Μυθιστόρημα της Πεντάρας, τη Ζωή του Γαλιλαίου, Μάνα κουράγιο, Ο Καλός Πολίτης του Σετσουάν, Ο Αφέντης Πουντίλα και ο Δούλος Ματί. Είναι η εποχή που θα συναντηθεί με όλους τους Γερμανούς διανοούμενους που είχαν καταφύγει στις ΗΠΑ όπως τον Τόμας Μάν, τον Χέρμπερτ Μαρκούζε, τον Γκύντερ Άντερς, τον Έρνστ Μπλοχ, τον Τέοντορ Αντόρνο κ.α.


Ο Ελβετός συγγραφέας Μαξ Φρις, που είχε γνωρίσει τον Μπρεχτ εκείνη την εποχή (1947), είχε πει για τον Γερμανό δραματουργό ότι «έδινε την εντύπωση ενός άχρωμου άνθρωπου, ενός εργάτη, ενός μεταλλεργάτη, κι όμως ήταν πολύ αδύναμος για εργάτης, πολύ λεπτεπίλεπτος, πολύ ξύπνιος για αγρότης. Απομονωμένος και παρατηρητικός, σαν φυγάς, που άφησε πίσω του αμέτρητους σιδηροδρομικούς σταθμούς. Ήταν ντροπαλός για κοσμοπολίτης, πολύ έμπειρος για εγγράμματος. Ένας άνθρωπος χωρίς πατρίδα με περιορισμένη παραμονή παντού και πάντα, περαστικός από την εποχή μας, ένας άνθρωπος ονόματι Μπρεχτ, ανεπιτήδευτος, ένας ποιητής χωρίς αυτοεπαίνους.»


Το 1949, ένα χρόνο μετά την επιστροφή του στο ανατολικό Βερολίνο, στην τότε πρωτεύουσα της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας, ιδρύει μαζί με τη Χελένε Βάιγκελ το Berliner Enseble. Δύο χρόνια αργότερα δέχεται τις πρώτες οχληρές παρατηρήσεις της μυστικής υπηρεσίας του καθεστώτος Ούλμπριχτ. Παρ' όλα αυτά το 1954 τιμάται με το διεθνές βραβείο Στάλιν για την ειρήνη και την αλληλοκατανόηση των λαών. Στην τελετή απονομής του βραβείου ζητά να μεταφράσει τον λόγο του ο υπό διωγμόν συγγραφέας Μπόρις Μπάστερνακ. Η πρότασή του εγκρίνεται από τις σοβιετικές αρχές. Τον Ιούλιο του 1956 στέλνει ανοιχτή επιστολή στη βουλή της ΟΔΓ, όπου κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για το ενδεχόμενο κλιμάκωσης του ψυχρού πολέμου. Ένα μήνα αργότερα πεθαίνει στο Βερολίνο.






Έργα του:

Ο Θρύλος του νεκρού στρατιώτη (1918 )

Βάαλ (1918 )

Τύμπανα μέσα στη νύχτα (1922)

Στη ζούγκλα των πόλεων (1924)

Ποιήματα της τσέπης (1926)

Οικιακή συλλογή (1927)

Ο άντρας είναι άντρας, Μαχαγκόνι (1927)

Όπερα της πεντάρας (1928 )

Η πτήση των Λίντμπεργκς (1929)

Αυτός που λέει «ναι» κι αυτός που λέει «όχι» (1930)

Το ανώτερο μέτρο (1930)

Η εξαίρεση και ο κανόνας (1930)

Η Αγία Ιωάννα των Σφαγείων (1930)

Η μάνα (1933)

Οι οράτιοι και οι κουριάτιοι (1934)

Το μυθιστόρημα της πεντάρας (1934)

Τα όπλα της κυρά – Καράρ (1937)

Τρόμος και αθλιότητα του Τρίτου Ράιχ (1938 )

Ποιήματα του Σβέντμποργκ (1939)

Μάνα κουράγιο (1939)

Η ζωή του Γαλιλέο (1939)

Ο καλός άνθρωπος του Σετσουάν (1940)

Ο κύριος Πουντίλα και ο υπηρέτης του Ματί (1940)

Η άνοδος του Αρτούρο Ούι (1941)

Ο καυκασιανός κύκλος με την κιμωλία (1944)

Ο Σβέικ στο Βʼ Παγκόσμιο Πόλεμο (1944)

Οι μέρες της Κομμούνας (1947)
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

mindcircus

Περιβόητο μέλος

Η mindcircus αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Επαγγέλεται Μηχανικός αεροσκαφών και μας γράφει απο Σουηδία (Ευρώπη). Έχει γράψει 5,956 μηνύματα.
Υπαρχει πολυς κοσμος, υποθετω, που βαριεται πολλες φορες να μελετησει βιογραφιες καλλιτεχνων ενω θελει.(κι αν δε πας απο κοντα να τα δεις, πινακοθηκες, μουσεια δε θα τα μαθεις ποτε)
Επισης, πολλες φορες ο λογος διαφερει απο βιβλια σε βιβλια.
Ξετρυπωσα κατι προσφατα στη βιβλιοθηκη ενος μαθητη καθως του την ψαχουλευα!:devil::D

Απο εκδοσεις Μοντερνοι καιροι υπαρχουν βιβλιαρακια μικρα σε ογκο που μιλουν για καθε καλλιτεχνη ξεχωριστα(συγκεκριμενα εντοπισα ζωγραφους οπως μονε, πισαρο, πικασο, νταβιντσι κ.ο.κ) σε απλη γλωσσα(για παιδια αλλα και για μεγαλους, εμενα προσωπικα με ενθουσιασαν) με πολλες εικονες, διαλογους, ερωτησεις στο τελος (αν εμαθες οσα επρεπε και τι σου αρεσε πιο πολυ) πολυ ευκολα στην αναγνωση και με τροπο γραφης μοναδικο για ολες τις ηλικιες.
Εψαξα στο γκουγκλ αλλα δεν τα βρηκα, προτρεπω οσους ενδιαφερονται να μαθουν 5 πραματα για την τεχνη εστω τα βασικα να ξεκινησουν απο κει απο τα απλα να συνεχισουν στα ειδικοτερα, αναλυση, ερμηνεια και ουτω καθεξης.
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 14 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

mindcircus

Περιβόητο μέλος

Η mindcircus αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Επαγγέλεται Μηχανικός αεροσκαφών και μας γράφει απο Σουηδία (Ευρώπη). Έχει γράψει 5,956 μηνύματα.
Ανρί Ματίς

Από τη Βικιπαίδεια





Ο Ανρί Ματίς (πλήρες όνομα Henri-Emile-Benoit Matisse, 31 Δεκεμβρίου 18693 Νοεμβρίου 1954) ήταν ένας από τους σημαντικότερους Γάλλους ζωγράφους του 20ου αιώνα. Θεωρείται ιδρυτής του καλλιτεχνικού κινήματος του φωβισμού καθώς και μία από τις σημαντικότερες μορφές της μοντέρνας τέχνης.
Ζωή και έργο

Ο Ματίς γεννήθηκε στην επαρχία Λε Κατώ-Καμπρεζί (Le Cateau-Cambrésis) της βόρειας Γαλλίας ενώ μεγάλωσε στην περιοχή Μποέν-εν_Βερμαντουά (Bohain-en-Vermandois). Σπούδασε νομικά στο Παρίσι όπου μετακόμισε το 1887 και αφού απέκτησε την δικηγορική άδεια εργάστηκε για ένα διάστημα ως συμβολαιογράφος στην γενέτειρά του. Το 1891 προσβλήθηκε από ασθένεια και κατά το στάδιο της ανάρρωσής του ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με τη ζωγραφική. Την ίδια χρονιά επιστρέφει στο Παρίσι όπου σπουδάζει στην ακαδημία τεχνών Julian, μαθητής του Οντιλόν Ρεντόν (Odilon Redon) και του Γκυστάβ Μορώ.
Ο Ματίς παράγει τους πρώτους του πίνακες επηρεασμένος από τα έργα των Σεζάν, Γκωγκέν, βαν Γκογκ, αλλά και από την παραδοσιακή ιαπωνική τέχνη. Η μεθοδολογία του περιλαμβάνει, σύμφωνα με τον ίδιο, αρχικά την ανεξάρτητη επεξεργασία επιμέρους στοιχείων του πίνακα και στο τελικό μόνο στάδιο την ανάμιξή τους για την παραγωγή της τελικής σύνθεσης. Η τεχνοτροπία του Ματίς είναι αυτή που χαρακτηρίζει το κίνημα των φωβιστών. Η θεματολογία του - διανθισμένη συνήθως με έντονα και φωτεινά χρώματα - αποτελείται κυρίως από προσωπογραφίες, εσωτερικούς χώρους και θέματα νεκρής φύσης.
Η πρώτη ομαδική έκθεση στην οποία συμμετείχε έλαβε χώρα το 1901 ενώ η πρώτη ατομική του έκθεση πραγματοποιήθηκε το 1904. Τα επόμενα χρόνια, ταξιδεύει σε πολλές πόλεις της Ευρώπης. Την περίοδο 1908-1912 εκθέτει επίσης πολλά έργα του σε Μόσχα, Βερολίνο, Μόναχο και Λονδίνο.
Αν και το κίνημα των φωβιστών, του οποίου αποτελεί ηγετική μορφή, χάνει την αίγλη του μετά το 1906, ο ίδιος ο Ματίς γνωρίζει σημαντική καλλιτεχνική αναγνώριση με τα έργα που παράγει την περίοδο 1906-1917 και τα οποία ξεφεύγουν από τα όρια του φωβισμού.
Ο Ματίς συνδέθηκε φιλικά με τον Πάμπλο Πικάσο αν μεταξύ τους συνυπήρχε πάντα και το στοιχείο του ανταγωνισμού.
Από το 1917 μέχρι την ημερομηνία του θανάτου του, ο Ματίς έζησε στην πόλη Σιμιέ (Cimiez), σημερινό προάστιο της Νις (Nice). Το 1941 διαγνώστηκε πως πάσχει από καρκίνο και μέρος των τελευταίων χρόνων της ζωής του αναγκάστηκε να το περάσει σε αναπηρική καρέκλα. Παρά το γεγονός αυτό, δεν εγκατέλειψε το έργο του, αντιθέτως ασχολήθηκε ενεργά με την τεχνική του κολάζ, μέσω της οποίας κατάφερε να παράγει μερικά από τα ιδιαίτερα αναγνωρίσιμα σήμερα έργα του.






*φωβισμος απο το ουσιαστικο fauves(= αγρίμια)
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 14 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Μελιώ

Δραστήριο μέλος

Η -Το Νου Σου Στην- Αμέλεια αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 695 μηνύματα.


Ο Αθανάσιος Δημητρίου Πάνου γεννήθηκε στις 15 Δεκεμβρίου 1933 στην Καλλιθέα. Ο πατέρας του εργάζονταν στη Βασιλική φρουρά κι αργότερα στο 15ο στρατιωτικό νοσοκομείο, ως γραμματέας. Ήταν τέσσερα αδέρφια, τα τρία αγόρια.
Τη μύησή του στη μουσική θα πρέπει όμως να την πιστώσουμε στη μητέρα του.
Εκείνη ήταν που του τραγουδούσε τα ρεμπέτικα της εποχής και τον πήρε από το χέρι να τον γνωρίσει σε σημαντικούς ανθρώπους.
Έτσι, ο μικρός Θανασάκης (Άκης) βρέθηκε το 1946, στα δεκατρία του μόλις χρόνια, να παίζει στο πάλκο - αλλά και σε
διάφορες ταβέρνες βγάζοντας πιατάκι - κιθάρα και μπουζούκι πλάι στον Γιάννη Σταματίου, τον περίφημο «Σπόρο».

Στα 17 του τό 'σκασε από το σπίτι για να παντρευτεί την, εφ' όρου ζωής πιστότατη, Δήμητρα, που πάντως την χώρισε για να παντρευτεί την Άννα, μητέρα των τεσσάρων παιδιών του.
Μιλούσε πάντα στους γονείς του στον πληθυντικό και αυτό απαιτούσε και από τα παιδιά του.

Καλλιθέα, Δάφνη, Πετράλωνα, Αη-Γιάννης Ρέντης ήταν μερικές απ΄τις περιοχές που εμφανίσατηκε ως μουσικός
μέχρι το 1958, οπότε και αποσύρθηκε ουσιαστικά από τη νύχτα.
Ήταν η ώρα του Συνθέτη.
Δισκογραφεί το πρώτο του τραγούδι, «Το παιδί που απόψε πίνει», σε στίχους του Χρήστου Κολοκοτρώνη με τη φωνή της
Καίτης Γκρέυ.
Τα χρόνια που ακολούθησαν δε χαρακτηρίστηκαν από κάποια ιδιαίτερη δραστηριοποίησή του, μέχρι να φτάσουμε
στο 1967, έτος κυκλοφορίας του «Θα κλείσω τα μάτια»
Εκεί αισθάνθηκε και τον πέλεκυ της ανοησίας των Λογοκριτών· μόλις 15 μέρες κυκλοφόρησε ο δίσκος.
Η «φτώχια» και η «μιζέρια» που προσπαθεί να αποποιηθεί ο ήρωας του τραγουδιού αντικαθίστανται από κάτι
«λευκά περιστέρια» και η Βίκυ Μοσχολιού αναλαμβάνει το 1970 να ερμηνεύσει το τραγούδι με τους πολιτικά ορθούς στίχους.



1965, εγκαίνια της «Columbia», Περισσός. Γ.Μπιθικώτσης, Άκης Πάνου,
Β.Περπινιάδης, Γ.Καρανικόλας, Μπ.Μπακάλης.


Η πλέον δημιουργική δεκαετία του Άκη Πάνου έχει ξεκινήσει.

Η πιο μεγάλη ώρα

Η ζωή μου όλη


Και τι δεν κάνω


Πυρετός


Ο δρόμος είναι δρόμος

«Εγώ καλά σου τά 'λεγα», «Πήρα απ' το χέρι σου νερό», «Δεν κλαίω για τώρα»,
«Για κοίτα με στα μάτια», «Ο τρελός» .

Ακολούθησαν το «Θέλω να τα πω», «Εφτά νομά σ' ένα δωμά» κ.α


1973. Ακης Πάνου και Στέλιος Καζαντζίδης, στο περιθώριο της
ηχογράφησης του δίσκου «Η ΖΩΗ ΜΟΥ ΟΛΗ».



Το 1974 κάνει την πρώτη καλλιτεχνική υπέρβαση. Μπαίνει στο στούντιο μαζί με τον Στέλιο Καζαντζίδη για έναν μεγάλο δίσκο και συγκρούεται μαζί του.
Εκεί που προηγουμένως είχαν ευλαβικά πειθαρχήσει ο Γ. Μπιθικώτσης και ο Στράτος Διονυσίου, ο
Καζαντζίδης αντέδρασε: Δε δέχτηκε τον απόλυτο έλεγχο που ήθελε ο συνθέτης στην ηχογράφηση. Έτσι προέκυψαν
μόνο 6 τραγούδια και ο δίσκος συμπληρώθηκε με παλαιότερες επιτυχίες του τραγουδιστή.
Ωστόσο μέσα από το αγαπημένο του ενεάσημο μέτρο, που κυριαρχεί και σ΄ αυτόν τον δίσκο, παρουσιάζει στίχους που υπερβαίνουν την μόδα της εποχής «φύγε - μη φύγεις», «Σ' αγαπώ - μ' αγαπάς» και απογειώνει τις ερμηνευτικές επιδόσεις του απόλυτου Έλληνα ερμηνευτή. για το ομότιτλο του δίσκου τραγούδι, «Η ζωή μου όλη», ο Καζαντζίδης είπε: «Είναι το καλύτερό μου κουστούμι, και αυτό που με εκφράζει περισσότερο.»


Το 1977 με σημαία ένα τραγούδι που γράφτηκε για τη συνεργασία του με τον Καζαντζίδη και ερμηνευτή τον Μανώλη Μητσιά, ηχογραφεί το «Παρώνν!» Τραγούδια-σπονδές για τα πιο άγρια όνειρα των λαϊκών ανθρώπων, που θα επισκιάσει ο θρυλικός «Τρελός», ανεπανάληπτο σουξέ και καλλιτεχνική μονογραφή του Μ. Μητσιά!

Αν όμως οι δύο αυτοί δίσκοι ήταν η καλλιτεχνική του απογείωση, το 1982 έρχεται ο εμπορικότερος του δίσκος. «Θέλω να τα πω» με ερμηνευτή τον Γιώργο Νταλάρα. «Θέλω να τα πω», «Εφτά νομά σ' ένα δωμά», τα σκωπτικά «Άνοιξε Πέτρο» και «αδιόρθω αναρχί», ξεσηκώνουν την Ελλάδα που έχει μόλις μπει σε μια νέα πολιτικοκοινωνική εποχή.

Την αμέσως επόμενη χρονιά οι Αδελφοί Φαληρέα εκτοξεύουν στο ... διάστημα τον δισκογραφικό πύραυλο
«Αφιερωμένο εξαιρετικά» με τα Παιδιά από την Πάτρα. Για το "καύσιμο", δηλαδή για το τραγούδι του
«Δε θέλω τη συμπόνια κανενός» ο Άκης Πάνου γκρίνιαζε πως πήρε πενταροδεκάρες...





1967, Κέντρο «ΔΕΙΛΙΝΑ». Γιώργος Νταλάρας, Άκης Πάνου,
Στέλιος Καζαντζίδης, Θωμάς Μιχαηλίδης και Γιώργος Λιάνης.

Η επόμενη δεκαετία τον βρίσκει να σιωπά καλλιτεχνικά και να φλερτάρει με την επικαιρότητα, μέσω επιστολών και άρθρων. Αποφάσισε να ξανανέβει στο πάλκο για δύο μόνο δεκαπενθήμερα: το 1989 στο «Επειγόντως» και το 1994 στα «9/8». Εκεί είχε στήσει το πάλκο σε δύο σειρές. Μπροστά οι μουσικοί, πίσω οι τραγουδιστές και δεν είχε αφήσει χώρο για πίστα.

Την 1η Αυγούστου 1997, πυροβολεί και σκοτώνει τον Σωτήρη Γιαλαμά, μη εγκρίνοντας την ερωτική σχέση που διατηρούσε το θύμα με την κόρη του Ελευθερία. Δικάζεται τον Μάρτιο του 1998 από το μικτό ορκωτό κακουργιοδικείο Καβάλας.
«Δε μετανόησα γιατί δεν εννόησα τι έγινε» έλεγε, οχυρωμένος πίσω από τον προσωπικό του κώδικα.
Κρίνεται ένοχος και καταδικάζεται σε ισόβια χωρίς ελαφρυντικά. Δεν του αναγνωρίστηκε ούτε το ελαφρυντικό του
πρότερου έντιμου βίου, αλλά ούτε και αυτό της καλλιτεχνικής προσφοράς...

Τον τραγούδησαν όλα τα μεγάλα ονόματα του λαϊκού τραγουδιού. Δισκογράφησε 200 περίπου τραγούδια, ενώ πολλά έμειναν στο συρτάρι του. Αξιοσημείωτη είναι η έντονη φήμη που αναπτύχθηκε λίγο πριν πεθάνει, πως είχε δρομολογηθεί η συνεργασία του με τον Στέλιο Καζαντζίδη, ο οποίος ήταν ο μόνος καλλιτέχνης πρώτης γραμμής που τον επισκέφθηκε στη φυλακή.

Στις 2 Φεβρουαρίου 2000 εισήχθη στο Ευγενίδειο θεραπευτήριο, όπου και κατέληξε την Παρασκευή 7 Απριλίου, στις 12 το μεσημέρι, από καρκίνο του παγκρέατος. Ήταν 67 ετών.


Προσωπικό μου σχόλιο : Λαικός διανοούμενος , θεωρώ πως δεν του έχει αποδωθεί τυχαία αυτός ο τίτλος ,
η μουσική του Άκη Πάνου έχει ένα μεγαλείο απλότητας και αμεσότητας που μόνο ένας λαικός με την πληρη
έννοια του όρου θα μπορούσε να διαθέτει .
Από την άλλη οι στίχοι του δεν περιέχουν νεολογισμούς , δεν αποκαλύπτουν λεξιπλασίες , ή ακατάσχετες λογοπλασίες
μέχρι να καταλήξει στο προφανές .
Καταδεικνύει το προφανές , ολόλαμπρο , ολοφάνερο μπροστά στα μάτια μας , τόσο εύστοχα και
συνάμα τόσο δυνατά .

Οι δημιουργίες του Άκη Πάνου δεν έχουν τον ευρωπαικό αέρα και την μουσική αρτιότητα του Μανώλη Χιώτη

δεν διαθέτουν τον στόμφο και τη θεατρικότητα του Μαρκόπουλου , ούτε την επαναστατική εμβάνθυνση του Θεοδωράκη , μήτε την ελιτίστικη χροιά του Ξαρχάκου
Είναι ατόφιες , με αδυναμίες , όπως ήταν και ο ίδιος σαν άνθρωπος , όπως απέδειξε όλο του το γίγνεσθαι
σου λέει ολοφάνερα την αλήθεια χωρίς τις ποιητικές και ενίοτε αβανγκαρντ λατρεμένες μεταπτώσεις του Χατζηδάκη ξερά , αδυσώπητα , θανάσιμα χωρίς τη γλύκα και το μελαγχολικό μελιστάλαχτο συναίσθημα ενός Κουγιουμτζή .

Στέκονται ολογυμνες μπροστά σου , είτε αντέχεις είτε όχι τις βλέπεις , για το αν θες να τις συνειδητοποιήσεις εξαρτάται
από το κατά πόσον μπορείς να αντέξεις τόση αλήθεια και τοσο συναίσθημα σε τόσο λίγες λέξεις , σε τόσο λίγες νότες !



Ο μύθος λέει πως το παρακάτω τραγούδι το έγραψε για τον αδελφό του που σκοτώθηκε στην Κατοχή .






Ίσως από τα πιο συγκλονιστικά τραγούδια , που γράφτηκαν ποτέ στην ελληνική μουσική !



 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 14 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

venividivici

Τιμώμενο Μέλος

Η venividivici αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 23,236 μηνύματα.
πηγή1πηγή2πηγή3

Paul Éluard

Eugène Émile Paul Grindel




Κύριες Συλλογές του ποιητή

Capitale de la Douleur (1935)
L' amour la poesie (1929)
La vie immediate (1932)
La Rose publique (1934)
Les Yeux fertilles (1935)
Le Phenix (1951)


Η Αγαπημένη


Στέκεται ορθή στα βλέφαρά μου

Και τα μαλλιά της μπλέκονται μες στα δικά μου

Έχει το σχήμα των χεριών μου

Έχει το χρώμα των ματιών μου

Βυθίζεται μες στη σκιά μου

Σα μια πέτρα στον ουρανό



Έχει τα μάτια της πάντ’ ανοιχτά

Και δε μ’ αφήνει σ’ ύπνο να γείρω

Τα όνειρά της μέσα στο φως

Σβήνουν τον ήλιο

Με κάνουν να γελώ, να κλαίω και να γελώ

Και να μιλώ χωρίς να έχω τίποτα να πω.



Αποφθέγματα

Υπάρχει κι ένας άλλος κόσμος. Αλλά είναι μέσα σ’ αυτόν εδώ.
Ποιητής δεν είναι ο εμπνευσμένος, είναι εκείνος που εμπνέει.



Από τους σημαντικότερους ποιητές του 20ου αιώνα, γαλλικής καταγωγής. Ιδρυτής και από τους πρωτεργάτες του σουρεαλισμού. Ο Εζέν-Εμίλ-Πωλ Γκρεντέλ γεννήθηκε το 1895. Το 1913 δημοσίευσε την πρώτη ποιητική του συλλογή.

Με το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου τοποθετήθηκε στη θέση του βοηθητικού στην υγειονομική υπηρεσία. Η φυματίωση που τον ταλαιπωρούσε,όμως γιά χρόνια, δεν του επέτρεψε να υπηρετήσει ως μάχιμος όπως επιθυμούσε. Παρόλα αυτά, η φρίκη του πολέμου τον ενέπνευσε και στρατιώτης ακόμα έγραψε το Καθήκον και ανησυχία καθώς και ποιήματα γιά την ειρήνη.

Ο Ελυάρ ήταν μέλος του κινήματος «Νταντά» και πήρε μέρος σε αρκετές εκδηλώσεις του κινήματος. Το 1923 εγκατέλειψε το κίνημα ακολουθώντας τον Μπρετόν και τον Αραγκόν. Τα βιβλία του, Να πεθαίνεις από το να μην πεθαίνεις, Πρωτεύουσα της οδύνης, ο έρωτας η ποίηση, η άμεση ζωή, το Δημόσιο ρόδο θεωρούνται έργα-σταθμοί για τη γαλλική ποίηση.

Το 1926 ο Ελυάρ προσχώρησε μαζί με άλλους σουρεαλιστές ποιητές στο Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα από το οποίο αποχώρησε 7 χρόνια αργότερα. Με τα αντιστασιακά του ποιήματα έπαιξε σημαντικό ρόλο στην αντίσταση των Γάλλων συγγραφέων στην κατοχή ενώ το 1942 επανήλθε στο κομμουνιστικό κόμμα.
Εκτός από τα ποιήματα ο Ελυάρ έγραψε κείμενα γιά την ποίηση και την ζωγραφική.


Είναι ένας από τους ιδρυτές του Σουρεαλισμού το κίνημα που έφερε πραγματική επανάσταση στην τέχνη δημιούργησε ένα νέο κίνημα που η ποίηση αποσπάστηκε από το παρελθόν , αρνήθηκε την ομοιοκαταληξία και κατόρθωσε να αλλάξει όχι μόνο την εσωτερική μορφή αλλά και την ουσία δίνοντας στην ποίηση κοινωνικό περιεχόμενο .
Από τα πρώτα του ποιήματα , τα πουλιά , τα ζώα , τα πράγματα και κυρίως ο έρωτας και η ελευθερία είναι τα κυριαρχικά του μοτίβα.

Από τις αρχές του Β παγκοσμίου πολέμου κάνει στροφή προς την αγωνιστική ποίηση χωρίς να αρνηθεί τα σουρεαλιστικά σύμβολα. Ο υποκειμενικός κόσμος του καλλιτέχνη έδωσε τη θέση του στην αντικειμενική πραγματικότητα κι έτσι ήρθε σε επαφή με τα ευρύτερα λαϊκά στρώματα .

Το ποιητικό σύμπαν του Ελυάρ είναι ένας κόσμος πραγματικός ένας κόσμος που δεν υποφέρει από καμιά μεταφυσική αγωνία , αλλά υποφέρει γιατί του λείπουν τα στοιχειώδη εκείνα πράγματα που κάνουν τη ζωή υποφερτή.

Το 1917 παντρεύτηκε την Helena Deluvina Diarkinoff, περισσότερο γνωστή ως Γκαλά,(μετέπειτα γυναίκα του Νταλί) με την οποία απέκτησε και μία κόρη.
.




 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 12 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

venividivici

Τιμώμενο Μέλος

Η venividivici αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 23,236 μηνύματα.
Η Σχέση του Πωλ Ελυάρ του Σαλβαντόρ Νταλί και της Γκαλά
πηγή
Μια καινούργια βιογραφία φιλοδοξεί να ρίξει περισσότερο φως στη ζωή του Σαλβαντόρ Νταλί. Υπό τον τίτλο «Η επαίσχυντη ζωή του Σαλβαντόρ Νταλί» («The Shameful Life of Salvador Dali», εκδόσεις Faber & Faber, σελ. 350, τιμή 30 στερλίνες) ο συγγραφέας Ian Gibson ασχολείται με τις πιο προσωπικές πτυχές της ζωής του εκκεντρικού καλλιτέχνη και κυρίως με τις σχέσεις του με την σύντροφο της ζωής του Γκαλά. Ενα απόσπασμα από τη βιογραφία αυτή, σε προσαρμογή του ίδιου του συγγραφέα της, αναδημοσιεύει «Το Βήμα» από τη βρετανική εφημερίδα The Independent. Κεντρικό σημείο το περίφημο καλοκαίρι του 1929, ημερομηνία - σταθμός για τον Νταλί. Ο καλλιτέχνης είχε προσκαλέσει τον Πολ Ελυάρ και την εξωτική ρωσίδα σύζυγό του * την Γκαλά * στο οικογενειακό εξοχικό σπίτι στο Καδακές. Το καλοκαίρι εκείνο θα άλλαζε για πάντα τη ζωή και των τριών. Οπως γράφει ο ίδιος ο Ian Gibson, «χωρίς την Γκαλά η ζωή του Σαλβαντόρ θα ήταν σίγουρα μια άλλη * και ίσως ωραιότερη * ιστορία».




Ο Σαλβαντόρ Νταλί Ντομένεκ γεννήθηκε το 1904 στην πόλη Φιγκέρες της Βορείου Καταλωνίας, όπου ο πατέρας του ήταν συμβολαιογράφος. Ηρθε στον κόσμο με ένα ξεχωριστό ταλέντο στο σχέδιο και ζωγράφιζε σε ηλικία 12 ετών. Βασανιστικά ντροπαλός, τρομοκρατημένος από την ιδέα ότι ήταν σεξουαλικά ανίκανος, τα ημιτελή εφηβικά ημερολόγιά του δείχνουν ότι στα 16 του είχε αποφασίσει ότι θα μπορούσε να επιζήσει συναισθηματικά μόνο αν κατασκεύαζε μια κραυγαλέα, επιδειξιμανή προσωπικότητα με την οποία θα αντιμετώπιζε τον κόσμο. Τα χρόνια του Σαλβαντόρ στη Μαδρίτη (1922 - 1926), μεγάλο μέρος των οποίων πέρασε συντροφιά με τον Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα και τον Λουίς Μπουνιουέλ, υπήρξαν καθοριστικά στη διαμόρφωση του Νταλί, όπως τον ξέρουμε σήμερα. Η κατάκτηση του Παρισιού, που το είχε επισκεφθεί για λίγο το 1926 (με κύριο σκοπό να δει τον Πικάσο) και για μεγαλύτερο διάστημα το 1929 (όταν πήγε να βοηθήσει τον Μπουνιουέλ στο γύρισμα της πρώτης τους ταινίας
«Ενας ανδαλουσιανός σκύλος») ήταν ο πρώτος μεγάλος του στόχος. Προτού να επιστρέψει στην Ισπανία, το καλοκαίρι του 1929, ο Νταλί γνώρισε τον ποιητή Πολ Ελυάρ, του οποίου η εξωτική ρωσίδα σύζυγος Γκαλά έλειπε εκείνη την εποχή. Του Ελυάρ του άρεσε να δείχνει γυμνές φωτογραφίες της Γκαλά και πιθανώς είχε δείξει μερικές στον σεξουαλικά πεινασμένο και ακόμη απελπισμένο παρθένο Νταλί. Οι υπερρεαλιστές είχαν εντυπωσιαστεί από τον «Ανδαλουσιανό σκύλο» και ο Νταλί είχε κινήσει το ενδιαφέρον τους. Ο τελευταίος κάλεσε τον Ελυάρ, τον Ρενέ Μαγκρίτ και τον έμπορο τέχνης Καμίγ Γκεμάνς να τον επισκεφθούν αργότερα το ίδιο καλοκαίρι μαζί με τις συντρόφους τους στο Καδακές, τον παράδεισο της παιδικής ηλικίας του Νταλί στην Κόστα Μπράβα, όπου η οικογένειά του είχε ένα σπίτι στην παραλία. Στη λίστα των προσκεκλημένων περιλαμβανόταν και ο Μπουνιουέλ. Η συντροφιά έφθασε όπως είχε συμφωνηθεί στο απομονωμένο χωριό στις αρχές του Αυγούστου του 1929.
Οταν ο Νταλί είδε την Γκαλά με το μαγιό της στην παραλία του Ες Λιανέ, στο Καδακές, ένιωσε ότι η πραγματικότητα ξεπερνούσε και τις πιο τρελές φαντασιώσεις του: η μικροκαμωμένη Ρωσίδα που είχε πολιτογραφηθεί Παριζιάνα ήταν η προσωποποίηση του γυναικείου σώματος των ονείρων του. Από την εφηβική του σχέση με ένα κορίτσι από το Φιγκέρες, την Κάρμε Ροζέτ, δεν υπάρχουν στοιχεία ότι ο Νταλί είχε την παραμικρή περιπέτεια με κανένα πρόσωπο κανενός φύλου. Οι δικές του διηγήσεις δείχνουν ότι ζούσε σε μια κατάσταση μόνιμης ερωτικής στέρησης, από την οποία έβρισκε διέξοδο μόνο με τον αυνανισμό. Συναντώντας τώρα τη γυναίκα των φαντασιώσεών του, όντας ταυτοχρόνως εξίσου σεξουαλικά αδιάντροπος όσο και ντροπαλός, ο Νταλί βρέθηκε σε ένα τρομακτικό δίλημμα: πώς ήταν δυνατό να την κάνει να ενδιαφερθεί γι' αυτόν; Δεν υπάρχει τρόπος να επαληθεύσουμε τα εκκεντρικά μέσα στα οποία, σύμφωνα με το αυτοβιογραφικό «Η μυστική ζωή του Σαλβαντόρ Νταλί», είχε καταφύγει ο καλλιτέχνης στην προσπάθειά του να γοητεύσει τη συναρπαστική Ρωσίδα (άρωμα από κοπριά κατσίκας, φανταχτερά ρούχα, αίμα στις μασχάλες, κολιέ από μαργαριτάρια, κόκκινο γεράνι πίσω από το αφτί, ξεσπάσματα τρελού γέλιου...). Αυτό γιατί η Γκαλά, υπερβολικά μυστικοπαθής σχετικά με την προσωπική της ζωή, δεν είπε ποτέ την ιστορία από τη δική της πλευρά.
Ο Λουίς Μπουνιουέλ, που είχε πάει στο Καδακές για να δουλέψει με τον Νταλί το σενάριο της επόμενης ταινίας τους, το είδε να συμβαίνει: «Μέσα σε μια νύχτα ο Νταλί άλλαξε τόσο που δεν τον αναγνώριζες» θυμάται στα απομνημονεύματά του. «Το μόνο που έκανε ήταν να μιλάει για τη Γκαλά, επαναλαμβάνοντας καθετί που είχε πει εκείνη. Μια πλήρης μεταβολή». Αργότερα ο Μπουνιουέλ χρησιμοποίησε τις λέξεις «μεταμορφωμένος», «ξετρελαμένος», «μαγεμένος» για να περιγράψει την κατάσταση του Νταλί. Πώς αντέδρασαν οι υπόλοιποι της παρέας σε αυτό που συνέβαινε; Οι παρατηρήσεις του Γκεμάνς δεν είναι γνωστές, η Ζορζέτ Μαγκρίτ όμως αργότερα θυμόταν ότι ο Ελυάρ δεν φαινόταν να ζηλεύει, μόνο ανησυχούσε ότι το ζευγάρι μπορεί να πάθαινε κάποιο ατύχημα κατά τη διάρκεια των μεγάλων περιπάτων που έκανε. Ισως νόμιζε ότι κινδύνευαν να πέσουν από κανέναν βράχο καθώς ήταν τόσο απορροφημένοι ο ένας από τον άλλο.
Στον Νταλί προξενούσε μεγάλη έκπληξη η ομοιότητα του ονόματος της Γκαλά με εκείνο του παρανοϊκού παππού του Γκάλο, ο οποίος αυτοκτόνησε το 1886 * ακόμη περισσότερο καθώς εκείνη είχε την τάση να κινείται «ανάμεσα στους πόλους της διαύγειας και της τρέλας». Η σύμπτωση δεν αναφέρεται στα έργα του που έχουν δημοσιευτεί, χρόνια όμως αργότερα, σε συζητήσεις, ο Νταλί την ερμήνευε ως ένα από τα «προειδοποιητικά σημάδια» ότι η Γκαλά ήταν η σύντροφος που είχε προκαθορίσει η μοίρα για εκείνον.
Ο Ελυάρ, έχοντας όλο και μεγαλύτερο άγχος για την οικονομική του κατάσταση, έφυγε από το Καδακές πριν από τους άλλους για να συνεχίσει τις δραστηριότητές του στην κερδοσκοπία στην αγορά τέχνης. Η Γκαλά και η 11χρονη κόρη τους Σεσίλ έμειναν πίσω και παρέμειναν εκεί ακόμη και όταν έφυγαν η Μαγκρίτ και ο Γκεμάνς με τη φίλη του στις αρχές Σεπτεμβρίου. Η οικογένεια θα πρέπει να έβγαλε έναν αναστεναγμό ανακούφισης όταν η Γκαλά και η Σεσίλ έφυγαν από το Καδακές, μάλλον στο τέλος Σεπτεμβρίου, παίρνοντας ένα τρένο για το Παρίσι από το Φιγκέρες. Η Γκαλά είχε πάρει μαζί της το «Μακάβριο παιχνίδι» και ίσως μερικούς άλλους πίνακες.
Ο τρελός έρωτας του Νταλί για την Γκαλά προκάλεσε αμέσως τον πόλεμο στους κόλπους της οικογένειας. Την εποχή εκείνη στην Ισπανία το να βγαίνει κανείς με μια Γαλλίδα θεωρούνταν το ίδιο με το να συναναστρέφεται μια πόρνη. Η δε συγκεκριμένη Γαλλίδα, για να κάνει τα πράγματα ακόμη χειρότερα, ήταν παντρεμένη * και επιπλέον φιλήδονη και ξεδιάντροπη * και οι γλώσσες του χωριού γρήγορα άρχισαν να κόβουν και να ράβουν (θα έκοβαν και θα έραβαν ακόμη περισσότερο όταν θα ανακάλυπταν ότι στην πραγματικότητα ήταν Ρωσίδα). Τίποτε πιο τρομερό δεν θα μπορούσε να συμβεί για τον όλο και πιο αντιδραστικό πατέρα του ζωγράφου δον Σαλβαδόρ Νταλί Κουζί, ο οποίος σύντομα άρχισε να αποκαλεί την Γκαλά «la madame». Η άμεση ενστικτώδης αντίδρασή του ήταν να αλλάξει τη διαθήκη του. Η περιουσία πήγαινε τώρα στην κόρη του Αννα Μαρία και όχι σε ίσα μερίδια στα δύο παιδιά, όπως συνέβαινε πριν, ενώ ο Σαλβαντόρ έπαιρνε το απολύτως ελάχιστο που απαιτούνταν από τον νόμο. Ούτε ένα πετραδάκι από το οικογενειακό σπίτι στο Ες Λιανέ δεν θα ήταν δικό του εκτός αν η Αννα Μαρία πέθαινε πρώτη, ενώ η διαθήκη έθετε ως όρο ότι αν η αδελφή του για οποιονδήποτε λόγο δεν ήταν σε θέση να κληρονομήσει, ο Σαλβαντόρ δεν θα μπορούσε να αποκτήσει πλήρη δικαιώματα στο σπίτι πριν από τον θάνατο της μητριάς του. Η κύρια πρόθεση της διαθήκης, σε πλήρη συμφωνία με τον βίαιο χαρακτήρα του Νταλί Κουζί, ήταν καθαρά να ταπεινώσει τον γιο του στον μεγαλύτερο βαθμό που του επέτρεπε ο νόμος. Κατ' ουσίαν, αν όχι και τυπικά, ήταν σαν να τον είχε αποκληρώσει.
Χωρίς την Γκαλά ο Νταλί εστίασε όλη την άγρια ενέργειά του στην προετοιμασία έργων για την έκθεση που θα του διοργάνωνε ο Γκεμάνς. Είχε κάνει ο Νταλί έρωτα με την Γκαλά κατά τη διάρκεια αυτών των πρώτων εβδομάδων στο Καδακές; Οχι, είχε πει κάποτε ο ίδιος: αυτό συνέβη περίπου τρεις μήνες αργότερα. Ενώ ο Νταλί δούλευε πυρετωδώς για τη σημαντική έκθεση, το «Ενας ανδαλουσιανός σκύλος» άρχισε να προβάλλεται στο Στούντιο 28 του Ζαν Μοκλέρ, έναν πειραματικό κινηματογράφο 400 θέσεων στη Μονμάρτρη. Το έργο προκάλεσε αίσθηση, συνδέοντας στενά τα ονόματα του Μπουνιουέλ και του Νταλί στο μυαλό όσων ενδιαφέρονταν για τον πρωτοποριακό κινηματογράφο.
Δεν θα μπορούσε να υπάρξει καλύτερο άνοιγμα της αυλαίας για την προσεχή επανεμφάνιση του Νταλί στο Παρίσι, παρ' ότι, χαρακτηριστικά, ούτε ο ίδιος ούτε ο Μπουνιουέλ δεν ήταν ευχαριστημένοι από την επιτυχία του «Ανδαλουσιανού σκύλου». Πώς μπορούσε μια ταινία που είχε την πρόθεση να είναι ανατρεπτική, επιτιθέμενη στα ίδια τα θεμέλια της αστικής κοινωνίας, να έχει ευρεία απήχηση; Ηταν εξωφρενικό! Ο Νταλί είχε γράψει εκείνη την εποχή ότι οι θεατές που διακήρυσσαν ότι τους άρεσε απλώς επεδείκνυαν τον σνομπισμό τους, την αξιολύπητη λατρεία τους για το καινούργιο μόνο και μόνο επειδή είναι καινούργιο. «Το κοινό δεν έπιασε το ηθικό νόημα της ταινίας» επέμενε «το οποίο στρέφεται εναντίον τους με απόλυτη σκληρότητα και βία».
Λίγες ημέρες αργότερα ο ζωγράφος πήρε το τρένο για το Παρίσι και την Γκαλά. Η έκθεση ξεπούλησε προτού καλά καλά να αρχίσει (ο κατάλογος περιλάμβανε και ένα επαινετικό δοκίμιο του Αντρέ Μπρετόν) και ο Νταλί και η Γκαλά, αποφασίζοντας να εξαφανιστούν από την κοινή θέα, έτρεξαν στην Ισπανία για να περάσουν ένα σύντομο και έξω από τα συνηθισμένα μήνα του μέλιτος στο Σίτζες. Ανάμεσα στα εκθέματα ήταν ένας πίνακας του Παντοδύναμου, επάνω στον οποίο ο Νταλί είχε γράψει «Μερικές φορές φτύνω προς τέρψη το πορτρέτο της μητέρας μου». Η Φελίπα Ντομένεκ είχε πεθάνει όταν ο Νταλί ήταν 16 ετών, από καρκίνο, και όταν ο πατέρας του το άκουσε τον αποκλήρωσε εντελώς. Αργότερα το ίδιο φθινόπωρο ο Νταλί και ο Μπουνιουέλ έγιναν δεκτοί στις τάξεις των υπερρεαλιστών. Ετσι άρχισε η πιο δημιουργική και πρωτότυπη περίοδος στη ζωή του ζωγράφου, η οποία συνεχίστηκε ώσπου έφυγε με την Γκαλά για τις ΗΠΑ το 1940.


Γκαλά Νταλί



Νταλί Γκαλά και Πωλ Ελυαρ
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 12 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Χρήστες Βρείτε παρόμοια

  • Τα παρακάτω 0 μέλη και 1 επισκέπτες διαβάζουν μαζί με εσάς αυτό το θέμα:
    Tα παρακάτω 1 μέλη διάβασαν αυτό το θέμα:
  • Φορτώνει...
Top