Ο κόσμος του φανταστικού και η χρησιμότητά του

Isiliel

Επιφανές μέλος

Η Φεγγάρω αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 52 ετών και μας γράφει απο Θεσσαλονίκη (Θεσσαλονίκη). Έχει γράψει 13,854 μηνύματα.
Υπάρχει η επικρατούσα τάση κάθε λογοτεχνικό (και κινηματογραφικό) έργο τέχνης, που κινείται στα πλαίσια του φανταστικού να απαξιώνεται και να θεωρείται μικρότερης αξίας, εκτός κι αν απευθύνεται σε παιδιά.

Στο παρόν θέμα θα εξετάσουμε τη θέση αυτή με τη βοήθεια του J.R.R. Tolkien και του δοκιμίου του με τίτλο «Ιστορίες για Νεράιδες» που προέρχεται από τη διάλεξη που έδωσε για το θέμα αυτό στο πανεπιστήμιο Saint Andrews το 1938.
"Το φύλλο και το Δέντρο, Ιστορίες για Νεράιδες...και άλλα", εκδ. Αίολος, ISBN 960-521-124-6

Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο ίδιος:
«Αν οι ενήλικες πρόκειται να διαβάσουν παραμύθια σαν λογοτεχνικό είδος –χωρίς να το παίζουν παιδιά, ή να προσποιούνται πως διαλέγουν για παιδιά, ή να κάνουν πως είναι οι ίδιοι παιδιά που δε θέλουν να μεγαλώσουν – ποια είναι τότε η αξία και η λειτουργία του είδους αυτού;»
Ο Τόλκιν ορίζει τον πραγματικό κόσμο ως Πρωτεύοντα Κόσμο (Primary World) και τον κόσμο της φαντασίας ως Δευτερεύοντα Κόσμο (Secondary World).
Για να μεταφερθεί κανείς από τον ένα κόσμο στον άλλο, πρέπει να κάνει χρήση της «εκούσιας αναστολής της δυσπιστίας»
Αυτό που συμβαίνει είναι ότι ο παραμυθάς αποδεικνύεται πολύ καλός συν-δημιουργός. Δημιουργεί έναν Δευτερεύοντα Κόσμο, όπου μπορεί να εισχωρήσει το μυαλό. Μέσα σʼ αυτόν, ό,τι διηγείται ο παραμυθάς, είναι «αληθινό», δηλαδή συμφωνεί με τους νόμους του κόσμου εκείνου.

Ο Δέκτης επομένως τον πιστεύει για όσο διάστημα βρίσκεται εκεί μέσα. Από τη στιγμή που θα εμφανιστεί η δυσπιστία, τα μάγια διαλύονται. Τότε βρίσκεται ξανά στον κόσμο της πραγματικότητας και κοιτάζει τον Δευτερεύοντα Κόσμο απʼ έξω.

Εάν από φιλοφρόνηση, ή λόγω των περιστάσεων, είναι υποχρεωμένος να παραμείνει στον Δευτερεύοντα Κόσμο, τότε η δυσπιστία του πρέπει να ανασταλεί (ή να καταπνιγεί) ειδάλλως τα όσα ακούει και βλέπει θα γίνουν αφόρητα.

Η πραγματικότητα του παραμυθιού διέπεται από νόμους δικούς της που δεν ταυτίζονται με αυτό που αποδεχόμαστε ως «Πραγματικότητα».
Τα παραμύθια δεν τα απασχολεί ιδιαίτερα η πιθανότητα αλλά η επιθυμία να γίνει κάτι. Αν καταφέρουν να ξυπνήσουν την επιθυμία και να την ικανοποιήσουν, ενώ συχνά την κεντρίζουν στο έπακρο, τότε έχουν επιτύχει το σκοπό τους.
Σύμφωνα με τον Τόλκιν, πέραν της καλλιτεχνικής αξίας που μπορεί να έχει ένα τέτοιο πόνημα, μπορεί επιπρόσθετα να προσφέρει: φαντασία, αποκατάσταση, φυγή και παρηγοριά, όρους που θα εξετάσουμε διεξοδικά παρακάτω.
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 14 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Isiliel

Επιφανές μέλος

Η Φεγγάρω αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 52 ετών και μας γράφει απο Θεσσαλονίκη (Θεσσαλονίκη). Έχει γράψει 13,854 μηνύματα.
Φαντασία:
Ο νους του ανθρώπου έχει έμφυτη την ικανότητα να δημιουργεί εικόνες πραγμάτων που δεν είναι απτά.

Το ότι οι εικόνες αυτές αντικατοπτρίζουν πολλές φορές πράγματα που δεν υπάρχουν καθόλου στον Πρωτεύοντα Κόσμο, αποτελεί πλεονέκτημα της φανταστικής διήγησης κατά τον Τόλκιν.
Η φαντασία αποτελεί μια φυσική ανθρώπινη δραστηριότητα. Και οπωσδήποτε δεν αναιρεί ούτε καν προσβάλλει τη λογική.
Δεν αμβλύνει την όρεξη ούτε θολώνει την εποπτεία της επιστημονικής αλήθειας.
Αντίθετα, όσο πιο οξύς και καθαρός είναι ο νους, τόσο πιο δημιουργική είναι και η φαντασία του.
Η δημιουργική φαντασία είναι θεμελιωμένη πάνω στην ξεκάθαρη αναγνώριση της πραγματικότητας, δεν είναι όμως υποδουλωμένη σʼ αυτήν.
Δεν θα υπήρχαν φανταστικές ιστορίες με βασιλιάδες βατράχους, αν οι άνθρωποι δεν μπορούσαν στʼ αλήθεια να ξεχωρίσουν τους βάτραχους, από τους ανθρώπους.

Ο δημιουργός του παραμυθιού, που αφήνει τον εαυτό του, να χρησιμοποιήσει «ελεύθερα» τη φύση, μπορεί να είναι ο εραστής της, χωρίς να είναι ο σκλάβος της.

Το φανταστικό είναι φτιαγμένο από την πραγματικότητα του Πρωτεύοντος Κόσμου, αλλά ο καλός τεχνίτης αγαπά τα υλικά του και έχει γνώση και νιώθει τον πηλό, την πέτρα και το φύλλο, μια γνώση που μόνο η τέχνη της Δημιουργίας μπορεί να προσφέρει.

Ο κόσμος της φαντασίας ξεκινά με το πλεονέκτημα της αποδοχής του αλλόκοτου.

Αυτή δεν είναι άλλωστε και η απαρχή της ανθρώπινης εξέλιξης; Πώς θα έμοιαζε άραγε ο κόσμος μας, χωρίς τον ευφάνταστο νου κάποιων ανθρώπων που μπορούν μέσα στο μυαλό τους να σχηματοποιήσουν τεχνολογικά και επιστημονικά επιτεύγματα, δίνοντάς τους υπόσταση με τη φαντασία, πριν τους δώσουν απτή μορφή;

Η φαντασία είναι ο μοχλός που ωθεί την ανθρωπότητα να εξελίσεται. Σμιλεύει κατά κάποιο τρόπο την πραγματικότητα, γιʼ αυτό και είναι μια καθʼ όλα λογική διεργασία.

Όμως:
Το πλεονέκτημα της φανταστικής δημιουργίας, η αποδοχή του αλλόκοτου, είναι που στρέφεται εναντίον της, συνεισφέροντας στην κακή της φήμη.

Πολλοί άνθρωποι δεν θέλουν να αποδεχτούν το αλλόκοτο. Δεν τους αρέσει να επεμβαίνουν κάποιοι στην πραγματικότητα που τους είναι γνώριμη.

Η τέχνη είναι εκείνη η ανθρώπινη διαδικασία η οποία στην πορεία της κάνει (χωρίς να είναι ο μοναδικός ή ο τελικός της στόχος) πιστευτό τον κόσμο της φαντασίας.
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 14 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Isiliel

Επιφανές μέλος

Η Φεγγάρω αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 52 ετών και μας γράφει απο Θεσσαλονίκη (Θεσσαλονίκη). Έχει γράψει 13,854 μηνύματα.
Αποκατάσταση:

Ο Τόλκιν διαβλέπει μια ακόμη χρησιμότητα στο κόσμο του φανταστικού: Αυτή της αποκατάστασης της συμβατικής πραγματικότητας στη συνείδησή μας.

Το παραμύθι μας δίνει τη δυνατότητα να κοιτάξουμε την πραγματικότητα με νέα μάτια και να εντυπωσιαστούμε από αυτήν εκ νέου. Μπορεί να επαναφέρει τη γοητεία της ζωής στην πεζή καθημερινότητα που μας κάνει να αδιαφορούμε για όσα μας περιβάλλουν λόγω της οικειότητας που αποκτούμε μʼ αυτά.
Αυτό είναι το τίμημα της οικειοποίησης: Ό,τι είναι τετριμμένο ή (με την κακή έννοια) οικείο, είναι ό,τι έχουμε οικειοποιηθεί νομικά ή πνευματικά.

Έχουν γίνει σαν τα πράγματα εκείνα που κάποτε μας προσέλκυσαν με τη λάμψη τους, το χρώμα, ή το σχήμα τους, κι εμείς απλώσαμε το χέρι και τα πιάσαμε και τα κλειδώσαμε στο θησαυροφυλάκιο μας, τα αποκτήσαμε, αλλά αποκτώντας τα, πάψαμε να τους δίνουμε σημασία.
Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγει και ο Ντε Μποτόν, μελετώντας το έργο του Προυστ, στον τομέα των ερωτικών σχέσεων ("Πώς ο Προυστ μπορεί ν' αλλάξει τη ζωή σας", εκδ. Πατάκη, ISBN 978-960-16-0398-8):
Η φυσική εγγύτητα ενός πράγματος, θέτει κάθε άλλο παρά τις ιδεώδεις συνθήκες για να το εκτιμήσουμε. Η παρουσία του, μάλιστα, ίσως είναι ακριβώς η αιτία που μας ωθεί να αδιαφορούμε γιʼ αυτό ή να το αμελούμε, διότι αισθανόμαστε ότι, αφού διασφαλίσαμε την οπτική επαφή, έχουμε κάνει ό,τι ήταν να κάνουμε.
Τα παραμύθια και ο κόσμος του φανταστικού είναι κατά τον Τόλκιν, ένας τρόπος αποκατάστασης της γοητείας του πραγματικού:
Τα παραμύθια μας βοηθούν να κατορθώσουμε αυτήν ακριβώς την αποκατάσταση. Και μόνο έτσι η αγάπη μας γιʼ αυτά μπορεί να μας κάνει ή να μας κρατήσει παιδιά.
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 14 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Isiliel

Επιφανές μέλος

Η Φεγγάρω αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 52 ετών και μας γράφει απο Θεσσαλονίκη (Θεσσαλονίκη). Έχει γράψει 13,854 μηνύματα.
Φυγή και παρηγοριά:

Αυτό για το οποίο κατηγορείται κυρίως η φανταστική λογοτεχνία είναι η ψευδεπίγραφη, κατά τους επικριτές της, δυνατότητα φυγής, η απόδραση που προσφέρει από την καθημερινότητα.
Έχω δηλώσει ότι η φυγή είναι μια από τις βασικές λειτουργίες του παραμυθιού και, εφ΄όσον δεν αποδοκιμάζω τα παραμύθια, είναι σαφές ότι δεν αποδέχομαι και τον τόνο της περιφρόνησης ή του οίκτου που πολύ συχνά συνοδεύει τη λέξη «φυγή», έναν τόνο που δεν δικαιολογείται καθόλου από τη χρήση της λέξης εκτός λογοτεχνικής κριτικής.
Ο κόσμος έξω, δεν έχει γίνει λιγότερο πραγματικός επειδή ο φυλακισμένος δεν μπορεί να τον δει. Γιατί θα πρέπει να περιφρονήσουμε κάποιον, ο οποίος, αν βρεθεί στη φυλακή, θα προσπαθήσει να βγει και να πάει σπίτι του; Ή αν δεν μπορεί πάλι να το σκάσει, σκέφτεται και μιλάει για άλλα θέματα εκτός από τους φύλακες και τα σίδερα της φυλακής;

Χρησιμοποιώντας τη φυγή με τον τρόπο αυτό,οι κριτικοί έχουν διαλέξει λάθος λέξη και μπερδεύουν μάλιστα, όχι πάντοτε από ειλικρινές λάθος, τη φυγή του φυλακισμένου με τη φυγή του λιποτάκτη. [...]Με τον ίδιο τρόπο οι κριτικοί αυτοί φαίνεται να προτιμούν τη συναίνεση του «δοσίλογου» από την αντίσταση του πατριώτη.

Αυτός που επιζητεί τη φυγή, δεν είναι τόσο υποδουλωμένος στις ιδιοτροπίες της εφήμερης μόδας όσοι οι επικριτές του. Δεν κάνει τα πράγματα (τα οποία μπορεί να είναι απόλυτα λογικό να θεωρεί κακά) αφεντικά ή θεούς του, λατρεύοντάς τα ως αναπόφευκτα ή «αδυσώπητα».

Υπάρχει η πείνα, η δίψα, η φτώχεια, ο πόνος, η λύπη, η αδικία, ο θάνατος. Κι ακόμα όταν οι άνθρωποι δεν αντιμετωπίζουν τόσο δύσκολες καταστάσεις, υπάρχουν πανάρχαιοι περιορισμοί από τους οποίους τα παραμύθια προσφέρουν ένα είδος φυγής, καθώς και παλιές φιλοδοξίες και επιθυμίες αντλημένες από τα τρίσβαθα του φανταστικού, στις οποίες προσφέρουν ένα είδος ικανοποίησης και παρηγοριάς.
Η παρηγοριά που προσφέρει ο κόσμος του φανταστικού από την αδυσώπητη πραγματικότητα, μπορεί να ανανεώσει το κουράγιο, την υπομονή και τη χαρά του ανθρώπου στο στίβο της καθημερινότητας:
Πολύ πιο σπουδαία είναι η παρηγοριά του Ευτυχισμένου Τέλους, την οποία θα τολμούσα να ισχυριστώ ότι όλα τα ολοκληρωμένα παραμύθια πρέπει να έχουν.

Η παρηγοριά των παραμυθιών, η χαρά του ευτυχισμένου τέλους ή, πιο σωστά, του καλού τέλους, η ξαφνική χαρούμενη «στροφή» (γιατί δεν υπάρχει πραγματικό τέλος σε κανένα παραμύθι), αυτή η χαρά, η οποία είναι ένα από τα πράγματα που τα παραμύθια μπορούν να πλάσουν πάρα πολύ καλά, δεν είναι βασικά ούτε «φυγή» ούτε «απόδραση». Μέσα στο πλαίσιο (ή τον άλλο κόσμο) του παραμυθιού, η χαρά αποτελεί μια ξαφνική και θαυμαστή χάρη που ποτέ δεν μπορούμε να υπολογίζουμε ότι θα ξανασυμβεί.

Το κυριότερο χαρακτηριστικό του καλού παραμυθιού, του παραμυθιού που ανήκει στο υψηλότερο ή πιο ολοκληρωμένο είδος, είναι ότι όσο άγρια κι αν είναι τα γεγονότα που διαδραματίζονται, όσο αφάνταστες ή τρομερές οι περιπέτειες που συμβαίνουν, μπορεί να δώσει στο παιδί ή στον ενήλικα που το ακούει, όταν έρθει η «στροφή», ένα κράτημα της αναπνοής, μια επιτάχυνση και ανάταση της καρδιάς, πολύ κοντά στα (ή μάλλον συνοδευόμενη από τα) δάκρυα, τόσο έντονη, όσο αυτή που μας δίνει η οποιαδήποτε μορφή λογοτεχνίας, και μάλιστα με μια ιδιαίτερη ποιότητα.
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 14 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Isiliel

Επιφανές μέλος

Η Φεγγάρω αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 52 ετών και μας γράφει απο Θεσσαλονίκη (Θεσσαλονίκη). Έχει γράψει 13,854 μηνύματα.
XPHΣTOΣ MΠOYΛΩTHΣ για την εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 19-2-2006

(Ένθετο "ΕΠΤΑ ΗΜΕΡΕΣ")

Αν τα όρια της λογικής είναι τα όρια του κόσμου μας, η φαντασία είναι το ευλογημένο εκείνο όχημα που χωρίς να τα καταργεί, τα υπερβαίνει εις τη νιοστή και -γιατί όχι;- τα διευρύνει. Με χαρακτηριστικά της την ανατροπή των νόμων της φύσης, την υπερβολή, την ελαστική χρήση τόπου και χρόνου, την παράλογη συρραφή άκρως ετερόκλητων στοιχείων, την καταστρατήγηση της έννοιας των αναλογιών, την εμμονή στο να κάνει το αδύνατο δυνατό κ.ά., αυθαιρετεί ιερά μεγιστοποιώντας επιθυμίες, προσδοκίες, φόβους. Στη λειτουργία της αυτή μπορεί η φαντασία να μοιάζει φυγή από την πραγματικότητα, αποτελεί ωστόσο οργανικό στοιχείο της και μάλιστα συχνά λυτρωτικό όπως τα ενύπνια, αλλά και οι μύθοι και τα παραμύθια, με τα οποία είναι εν πολλοίς ομοούσια, καθότι τροφοδότρα τους. Eτσι η φυγή από την πραγματικότητα είναι, στην περίπτωσή της, προϋπόθεση επιστροφής, προϋπόθεση νόστου. Γιατί, όπως και να το κάνουμε, η ανθρώπινη ουσία δεν έπαψε ποτέ να είναι βαθύτατη μυθική, παρά τις όποιες επιστρώσεις λογικής και ιστορικότητας.

Πού όμως ή, ακριβέστερα, ποιους κατοικεί η φαντασία; Η απάντηση είναι: όλους! Oλους ανεξαιρέτως! Σε διαφορετικό βέβαια βαθμό ανάλογα με την ηλικία, το παγιωμένο ή επιδιωκόμενο κοινωνικό status, ιδίως σε έναν κόσμο σαν τον δικό μας που τελεί υπό την άτεγκτη δεσποτεία των αριθμών. Προνομιακά την ανεμίζουν σαν σημαία μες στα κεφάλια τους πρώτιστα τα παιδιά, κι από τους ενήλικες οι λογής μυθοπλάστες του γραπτού και εικαστικού λόγου, με πρωτοστάτες όσους παίρνοντας αμπάριζα από την κοινή υπερπατρίδα της παιδοσύνης, που αρνούνται πεισματικά να την απολέσουν, απευθύνονται με τα έργα τους προπάντων στα παιδιά. Ωστόσο, μόνον εκείνα την έχουν και τη βιώνουν αφειδώλευτα και μάλιστα ανεπιτήδευτη, ανόθευτη, ανυστερόβουλη, αχαλίνωτη. Το ευφάνταστο του παιδιού αποτελεί, σύμφωνα με τους τρέχοντες κώδικες και την κρίση παιδοψυχολόγων, γονιμοποιό δομικό στοιχείο του ψυχισμού του, απόλυτα φυσικό και αποδεκτό ακόμη και στην καθημερινή του συμπεριφορά. Το ευφάνταστο, από την άλλη, του ενήλικα δημιουργού είναι το ευγενές, το πολυτιμότερο μέταλλο του ταλέντου του. Στις ενδιάμεσες όμως τάξεις η υπέρμετρη φαντασία χαλιναγωγείται, «ποινικοποιείται», σταθμίζεται με ψυχοπαθολογικά κριτήρια, αφού προϊούσης της παιδικής ηλικίας ο χαλινός της οφείλει βαθμιαία να σφίγγει, ωσότου από εξωτικό πετούμενο και περήφανο αγρίμι εξημερωθεί σε κατοικίδιο.

 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 14 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Χρήστες Βρείτε παρόμοια

  • Τα παρακάτω 0 μέλη και 1 επισκέπτες διαβάζουν μαζί με εσάς αυτό το θέμα:
    Tα παρακάτω 1 μέλη διάβασαν αυτό το θέμα:
  • Φορτώνει...
Top