pop corn
Πολύ δραστήριο μέλος
Η pop corn αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 1,161 μηνύματα.
06-12-13
02:31
για να ξεφύγουμε λίγο από τα κλασικά (αλλά αγαπημένα):
Έστρωσα το τραπέζι για έναν.
Για μένα. Άναψα την τιβί.
Κάθισα. Για να σωθεί ο καπιταλισμός
απαιτούνται θυσίες απ’ όλους μας.
Χτύπησε το τηλέφωνο. Ρωτούσες
αν μπορούσες να περάσεις.
Μπορούσες. Έσβησα την τιβί.
Σηκώθηκα. Ο καπιταλισμός
αιμορραγεί και πεθαίνει. Είπα.
Άλλαξα τραπεζομάντιλο.
Έστρωσα το τραπέζι για δύο.
Για μένα. Άναψα την τιβί.
Κάθισα. Για να σωθεί ο καπιταλισμός
απαιτούνται θυσίες απ’ όλους μας.
Χτύπησε το τηλέφωνο. Ρωτούσες
αν μπορούσες να περάσεις.
Μπορούσες. Έσβησα την τιβί.
Σηκώθηκα. Ο καπιταλισμός
αιμορραγεί και πεθαίνει. Είπα.
Άλλαξα τραπεζομάντιλο.
Έστρωσα το τραπέζι για δύο.
Σωτήρης Παστάκας
ποιητ. συλλογή <<Χαμένο Κορμί>>
(2010)
ποιητ. συλλογή <<Χαμένο Κορμί>>
(2010)
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 10 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
pop corn
Πολύ δραστήριο μέλος
Η pop corn αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 1,161 μηνύματα.
24-01-13
03:30
... για την μίζερη καθημερινότητα της μικροαστικής παράνοιας
(αγαπημένο!)
***
Η σωστότερη κίνηση θα 'ναι αυτή που δεν κάναμε.
Αλλιώς πώς εξηγείται ότι τα δάκρυα
Δεν επαρκούν να διηγηθούν μέχρι τέλους
Καμιά βιογραφία;
Ξεχωρίζω τους ανθρώπους απ' το βλέμμα μετάνοιας
Με το οποίο ξεπλένουν τα κόκαλα
Της πιο ανώδυνης μνήμης. Τους βλέπω να στέκουν μετέωροι
Αδύναμοι ακόμη να συλλάβουν τι χάος βλακείας
Αντανακλάει ένα δέσιμο γραβάτας
Μια καλησπέρα ή ολόκληρο λογύδριο από έδρας
Τι φρίκη θα ένοιωθε
Υποψήφια ψυχή γαντζωμένη στο έμβρυο
Καθώς αφήνει το θαλάμι της για να συρθεί
Στα ετοιμασμένα σκλαβοπάζαρα
Του πενθημέρου. Μουσικές φωταψίες
Γλυκασμοί σεληνώδεις και χρώματα
Μπαλώματα με ρακή ως τον αστράγαλο
Δε φτάνουν να καλύψουν σφιχτά την υφήλιο
σήψη. Εκείνοι που έσκαψαν
Μισό χιλιοστό κάτω απ' το σώμα τους
Τώρα μαραίνονται σε φυλακές ψυχιατρείων ή ταξιδεύουνε
Με λευκές και με μαύρες
Τα πελάγη του αέρα. Οι άλλοι συνεχίζουν να στριμώχνονται
Σε θυρίδες τραπέζης εκδοτήρια ουρές
Περιμένοντας κάτι
Το επόμενο τραίνο ή τον κύριο έφορο
Μπορεί και τη Δευτέρα Παρουσία-
Το τελειότερο πλάσμα της δημιουργίας δαπανάει την ύπαρξη
Στριμωγμένο σε ουρές από τέλεια πλάσματα
Που κι αυτά περιμένουν κάτι. Περιμένω σημαίνει
Προσκυνώ τη συνέχεια του χρόνου
Προεξοφλώ τη ζωή μου για τρία λεφτά
ως να 'ρθει λεωφορείο
Για έξι μήνες ως να πάρω το δάνειο
Προεξοφλώ επιταγές επιβίωσης
Δεκάδες κουρελόχαρτες συναλλαγματικές
Με αποδέκτη το μέλλον.
Περιμένω σημαίνει πενθώ τη ζωή που ανέβαλα.
Γι' αυτό και τα δάκρυα δεν επαρκούν
Να διηγηθούν μέχρι τέλους
Καμιά βιογραφία.
Γι' αυτό και καμιά βιογραφία δεν χωράει τα δάκρυα.
***
(αγαπημένο!)
***
Η σωστότερη κίνηση θα 'ναι αυτή που δεν κάναμε.
Αλλιώς πώς εξηγείται ότι τα δάκρυα
Δεν επαρκούν να διηγηθούν μέχρι τέλους
Καμιά βιογραφία;
Ξεχωρίζω τους ανθρώπους απ' το βλέμμα μετάνοιας
Με το οποίο ξεπλένουν τα κόκαλα
Της πιο ανώδυνης μνήμης. Τους βλέπω να στέκουν μετέωροι
Αδύναμοι ακόμη να συλλάβουν τι χάος βλακείας
Αντανακλάει ένα δέσιμο γραβάτας
Μια καλησπέρα ή ολόκληρο λογύδριο από έδρας
Τι φρίκη θα ένοιωθε
Υποψήφια ψυχή γαντζωμένη στο έμβρυο
Καθώς αφήνει το θαλάμι της για να συρθεί
Στα ετοιμασμένα σκλαβοπάζαρα
Του πενθημέρου. Μουσικές φωταψίες
Γλυκασμοί σεληνώδεις και χρώματα
Μπαλώματα με ρακή ως τον αστράγαλο
Δε φτάνουν να καλύψουν σφιχτά την υφήλιο
σήψη. Εκείνοι που έσκαψαν
Μισό χιλιοστό κάτω απ' το σώμα τους
Τώρα μαραίνονται σε φυλακές ψυχιατρείων ή ταξιδεύουνε
Με λευκές και με μαύρες
Τα πελάγη του αέρα. Οι άλλοι συνεχίζουν να στριμώχνονται
Σε θυρίδες τραπέζης εκδοτήρια ουρές
Περιμένοντας κάτι
Το επόμενο τραίνο ή τον κύριο έφορο
Μπορεί και τη Δευτέρα Παρουσία-
Το τελειότερο πλάσμα της δημιουργίας δαπανάει την ύπαρξη
Στριμωγμένο σε ουρές από τέλεια πλάσματα
Που κι αυτά περιμένουν κάτι. Περιμένω σημαίνει
Προσκυνώ τη συνέχεια του χρόνου
Προεξοφλώ τη ζωή μου για τρία λεφτά
ως να 'ρθει λεωφορείο
Για έξι μήνες ως να πάρω το δάνειο
Προεξοφλώ επιταγές επιβίωσης
Δεκάδες κουρελόχαρτες συναλλαγματικές
Με αποδέκτη το μέλλον.
Περιμένω σημαίνει πενθώ τη ζωή που ανέβαλα.
Γι' αυτό και τα δάκρυα δεν επαρκούν
Να διηγηθούν μέχρι τέλους
Καμιά βιογραφία.
Γι' αυτό και καμιά βιογραφία δεν χωράει τα δάκρυα.
***
Αντώνη Φωστιέρη, <<Στάση αναμονής>>
(από την ποιητική συλλογή <<Η σκέψη ανήκει στο πένθος>>)
(1996)
(από την ποιητική συλλογή <<Η σκέψη ανήκει στο πένθος>>)
(1996)
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 11 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
pop corn
Πολύ δραστήριο μέλος
Η pop corn αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 1,161 μηνύματα.
24-01-13
02:41
ποίηση Αρθούρου Ρεμπώ
(απόσπασμα από το <<Μια εποχή στην Κόλαση>>)
απαγγέλει ο Γιώργος Κιμούλης
(απόσπασμα από το <<Μια εποχή στην Κόλαση>>)
απαγγέλει ο Γιώργος Κιμούλης
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 11 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
pop corn
Πολύ δραστήριο μέλος
Η pop corn αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 1,161 μηνύματα.
15-10-12
03:12
Βύρονος Λεοντάρη
<< Ο νεκρός της οθόνης >>
<< Ο νεκρός της οθόνης >>
Έτσι όπως έγυρε στην τελική του πτώση
αρπάχτηκε από την οθόνη που έπεσε κι αυτή μαζί από πάνω
του
μανδύας διάτρητο σκοτάδι.
Τρέξαμε τον σηκώσαμε και στα κρυφά περάσαμε στην έξοδο
κινδύνου
έμπαζε από παντού αναφυλλητό
η νύχτα της Αθήνας ξέβραζε ναυάγια τραγουδιών και σάπια
φώτα
κι η σκάλα φρέαρ στο πουθενά.
Ίλιγγοι και στροφές η κάθοδος.
Χυμούσε από ψηλά να μας τον πάρει ο ουρανός
και κάτω μας λυσσομανούσαν υποχθόνια πνεύματα
κάθε σκαλί μάς σκαμπανέβαζε σαν κύμα
– κι η σκάλα ανέβαινε; κατέβαινε; –
μα εμείς γερά κρατούσαμε
παληοί της συντεχνίας
μανουβραδόροι σε λιμάνια και σταθμούς
σε αναχωρήσεις και αφίξεις
για τα μεγάλα βάσανα και τα βαριά τα πένθη
βαστάζοι των αβάσταχτων κι ασήκωτων του κόσμου.
… Αγέρωχος, αγαλματένιος μες στην πίκρα του
άσπρα κοράλλια οι ξεραμένοι αφροί στα χείλη του
η θάλασσα απ’ τα μάτια του φευγάτη
ολόσωμος μέσα στη νύχτα φωσφορίζων
σήματα κρυπτογραφικά απόκοσμα μηνύματα.
Όχι, θα τον αφήναμε στον έλεο του κοινού
σε ασθενοφόρους κριτικούς και περιπολικούς
δημοσιογράφους
για την των παθημάτων κάθαρση…
Aσ’ τους να ψάχνονται οι περίοπτοι θεατές στην αίθουσα
όταν ανάβουνε τα φώτα κι ασβεστώνονται οι ψυχές.
Ίσαμε εδώ η μέθεξη.
Μας παίξατε, κύριοι, στην τέχνη και μας χάσατε.
… Κι έτσι, τρεκλίζοντας, αγκαλιαστά μπουκάραμε
απρόσκλητοι
στο Poetry Bar.
Κονιάκ!… και μη μου λες εμένα “κλείνουμε” παλιορουφιάνα
Ποτήρι και στον φίλο μας… Και μακριά τα χέρια απ’ τον
συναγερμό.
Τώρα θα δεις τι θα πει μεθύσι των νεκρών.
Δεν είμαστε ποιήματα για απαγγελία και πώληση αλλά για
αυτοπυρπόληση.
Κάθε πρωί εξαφανίζουνε τις στάχτες μας.
αρπάχτηκε από την οθόνη που έπεσε κι αυτή μαζί από πάνω
του
μανδύας διάτρητο σκοτάδι.
Τρέξαμε τον σηκώσαμε και στα κρυφά περάσαμε στην έξοδο
κινδύνου
έμπαζε από παντού αναφυλλητό
η νύχτα της Αθήνας ξέβραζε ναυάγια τραγουδιών και σάπια
φώτα
κι η σκάλα φρέαρ στο πουθενά.
Ίλιγγοι και στροφές η κάθοδος.
Χυμούσε από ψηλά να μας τον πάρει ο ουρανός
και κάτω μας λυσσομανούσαν υποχθόνια πνεύματα
κάθε σκαλί μάς σκαμπανέβαζε σαν κύμα
– κι η σκάλα ανέβαινε; κατέβαινε; –
μα εμείς γερά κρατούσαμε
παληοί της συντεχνίας
μανουβραδόροι σε λιμάνια και σταθμούς
σε αναχωρήσεις και αφίξεις
για τα μεγάλα βάσανα και τα βαριά τα πένθη
βαστάζοι των αβάσταχτων κι ασήκωτων του κόσμου.
… Αγέρωχος, αγαλματένιος μες στην πίκρα του
άσπρα κοράλλια οι ξεραμένοι αφροί στα χείλη του
η θάλασσα απ’ τα μάτια του φευγάτη
ολόσωμος μέσα στη νύχτα φωσφορίζων
σήματα κρυπτογραφικά απόκοσμα μηνύματα.
Όχι, θα τον αφήναμε στον έλεο του κοινού
σε ασθενοφόρους κριτικούς και περιπολικούς
δημοσιογράφους
για την των παθημάτων κάθαρση…
Aσ’ τους να ψάχνονται οι περίοπτοι θεατές στην αίθουσα
όταν ανάβουνε τα φώτα κι ασβεστώνονται οι ψυχές.
Ίσαμε εδώ η μέθεξη.
Μας παίξατε, κύριοι, στην τέχνη και μας χάσατε.
… Κι έτσι, τρεκλίζοντας, αγκαλιαστά μπουκάραμε
απρόσκλητοι
στο Poetry Bar.
Κονιάκ!… και μη μου λες εμένα “κλείνουμε” παλιορουφιάνα
Ποτήρι και στον φίλο μας… Και μακριά τα χέρια απ’ τον
συναγερμό.
Τώρα θα δεις τι θα πει μεθύσι των νεκρών.
Δεν είμαστε ποιήματα για απαγγελία και πώληση αλλά για
αυτοπυρπόληση.
Κάθε πρωί εξαφανίζουνε τις στάχτες μας.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 11 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
pop corn
Πολύ δραστήριο μέλος
Η pop corn αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 1,161 μηνύματα.
19-09-12
03:00
Alejandra Pizarnik
<< ΔΕΝΔΡΟ ΤΗΣ ΑΡΤΕΜΙΔΟΣ >>
(1962)
-επιλογή-
(μετάφραση Βασίλη Λαλιώτη)
<< ΔΕΝΔΡΟ ΤΗΣ ΑΡΤΕΜΙΔΟΣ >>
(1962)
-επιλογή-
(μετάφραση Βασίλη Λαλιώτη)
23.
μια ματιά από τον υπόνομο
μπορεί να είναι μια άποψη του κόσμου.
η εξέγερση συνίσταται στο να κοιτάς ένα ρόδο
μέχρι να σου γίνουν σκόνη τα μάτια.
24.
(ένα σχέδιο του Βολς)
αυτές οι κλωστές φυλακίζουν τις σκιές
και τις αναγκάζουν να δώσουν εξηγήσεις της σιωπής
αυτές οι κλωστές ενώνουν τη ματιά με το λυγμό
29.
Εδώ ζούμε μ' ένα χέρι στο λαρύγγι. Πως
τίποτα δεν είναι δυνατόν ήδη το 'ξέραν αυτοί που εφευρίσκαν
βροχές και υφαίναν λέξεις στο βάσανο
της απουσίας. Γι' αυτό στις ικεσίες τους υπήρχε
ένας ήχος από χέρια ερωτευμένα με την καταχνιά.
στον Αντρέ Πιερ Μαντιαργκέ
<< Η μοναδική πληγή >>
(μετάφραση Μαριάννας Τζανάκη)
Ποιό πεσμένο κτήνος κατάπληκτο
σέρνεται από το αίμα μου
και θέλει να σωθεί;
Εδώ είναι το δύσκολο:
να περπατήσει στους δρόμους
και να ορίσει τον ουρανό ή τη γη.
(μετάφραση Μαριάννας Τζανάκη)
Ποιό πεσμένο κτήνος κατάπληκτο
σέρνεται από το αίμα μου
και θέλει να σωθεί;
Εδώ είναι το δύσκολο:
να περπατήσει στους δρόμους
και να ορίσει τον ουρανό ή τη γη.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 11 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
pop corn
Πολύ δραστήριο μέλος
Η pop corn αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 1,161 μηνύματα.
29-08-12
05:32
Κωνσταντίνου Καβάφη
(2 ποιήματα)
ΕΝ ΣΠΑΡΤΗ
Δεν ήξερεν ο βασιλεύς Κλεομένης, δεν τολμούσε -
δεν ήξερε έναν τέτοιον λόγο πώς να πει
προς την μητέρα του: ότι απαιτούσε ο Πτολεμαίος
για εγγύησιν της συμφωνίας των ν' αποσταλεί κι αυτή
εις Αίγυπτον και να φυλάττεται·
λίαν ταπεινωτικόν, ανοίκειον πράγμα.
Κι όλο ήρχονταν για να μιλήσει· κι όλο δίσταζε.
Κι όλο άρχιζε να λέγει· κι όλο σταματούσε.
Μα η υπέροχη γυναίκα τον κατάλαβε
(είχεν ακούσει κιόλα κάτι διαδόσεις σχετικές),
και τον ενθάρρυνε να εξηγηθεί.
Και γέλασε· κ' είπε βεβαίως πιαίνει.
Και μάλιστα χαίρονταν που μπορούσε νάναι
στο γήρας της ωφέλιμη στην Σπάρτη ακόμη.
Όσο για την ταπείνωσι - μα αδιαφορούσε.
Το φρόνημα της Σπάρτης ασφαλώς δεν ήταν ικανός
να νοιώσει ένας Λαγίδης χθεσινός·
όθεν κ' η απαίτισίς του δεν μπορούσε
πραγματικώς να ταπεινώσει Δέσποιναν
Επιφανή ως αυτήν· Σπαρτιάτου βασιλέως μητέρα.
ΑΓΕ Ο ΒΑΣΙΛΕΥ ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΩΝ
Δεν καταδέχονταν η Κρατησίκλεια
ο κόσμος να την δει να κλαίει και να θρηνεί·
και μεγαλοπρεπής εβάδιζε και σιωπηλή.
Τίποτε δεν απόδειχνε η ατάραχη μορφή της
απ’ τον καϋμό και τα τυράννια της.
Μα όσο και νάναι μια στιγμή δεν βάσταξε·
και πριν στο άθλιο πλοίο μπει να πάει στην Aλεξάνδρεια,
πήρε τον υιό της στον ναό του Ποσειδώνος,
και μόνοι σαν βρεθήκαν τον αγκάλιασε
και τον ασπάζονταν, «διαλγούντα», λέγει
ο Πλούταρχος, «και συντεταραγμένον».
Όμως ο δυνατός της χαρακτήρ επάσχισε·
και συνελθούσα η θαυμασία γυναίκα
είπε στον Κλεομένη «Άγε, ω βασιλεύ
Λακεδαιμονίων, όπως, επάν έξω
γενώμεθα, μηδείς ίδη δακρύοντας
ημάς μηδέ ανάξιόν τι της Σπάρτης
ποιούντας. Τούτο γαρ εφ’ ημίν μόνον·
αι τύχαι δε, όπως αν ο δαίμων διδώ, πάρεισι.»
Και μες στο πλοίο μπήκε, πιαίνοντας προς το «διδώ».
[FONT="]
[/FONT]
(2 ποιήματα)
ΕΝ ΣΠΑΡΤΗ
Δεν ήξερεν ο βασιλεύς Κλεομένης, δεν τολμούσε -
δεν ήξερε έναν τέτοιον λόγο πώς να πει
προς την μητέρα του: ότι απαιτούσε ο Πτολεμαίος
για εγγύησιν της συμφωνίας των ν' αποσταλεί κι αυτή
εις Αίγυπτον και να φυλάττεται·
λίαν ταπεινωτικόν, ανοίκειον πράγμα.
Κι όλο ήρχονταν για να μιλήσει· κι όλο δίσταζε.
Κι όλο άρχιζε να λέγει· κι όλο σταματούσε.
Μα η υπέροχη γυναίκα τον κατάλαβε
(είχεν ακούσει κιόλα κάτι διαδόσεις σχετικές),
και τον ενθάρρυνε να εξηγηθεί.
Και γέλασε· κ' είπε βεβαίως πιαίνει.
Και μάλιστα χαίρονταν που μπορούσε νάναι
στο γήρας της ωφέλιμη στην Σπάρτη ακόμη.
Όσο για την ταπείνωσι - μα αδιαφορούσε.
Το φρόνημα της Σπάρτης ασφαλώς δεν ήταν ικανός
να νοιώσει ένας Λαγίδης χθεσινός·
όθεν κ' η απαίτισίς του δεν μπορούσε
πραγματικώς να ταπεινώσει Δέσποιναν
Επιφανή ως αυτήν· Σπαρτιάτου βασιλέως μητέρα.
ΑΓΕ Ο ΒΑΣΙΛΕΥ ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΩΝ
Δεν καταδέχονταν η Κρατησίκλεια
ο κόσμος να την δει να κλαίει και να θρηνεί·
και μεγαλοπρεπής εβάδιζε και σιωπηλή.
Τίποτε δεν απόδειχνε η ατάραχη μορφή της
απ’ τον καϋμό και τα τυράννια της.
Μα όσο και νάναι μια στιγμή δεν βάσταξε·
και πριν στο άθλιο πλοίο μπει να πάει στην Aλεξάνδρεια,
πήρε τον υιό της στον ναό του Ποσειδώνος,
και μόνοι σαν βρεθήκαν τον αγκάλιασε
και τον ασπάζονταν, «διαλγούντα», λέγει
ο Πλούταρχος, «και συντεταραγμένον».
Όμως ο δυνατός της χαρακτήρ επάσχισε·
και συνελθούσα η θαυμασία γυναίκα
είπε στον Κλεομένη «Άγε, ω βασιλεύ
Λακεδαιμονίων, όπως, επάν έξω
γενώμεθα, μηδείς ίδη δακρύοντας
ημάς μηδέ ανάξιόν τι της Σπάρτης
ποιούντας. Τούτο γαρ εφ’ ημίν μόνον·
αι τύχαι δε, όπως αν ο δαίμων διδώ, πάρεισι.»
Και μες στο πλοίο μπήκε, πιαίνοντας προς το «διδώ».
[FONT="]
[/FONT]
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 11 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
pop corn
Πολύ δραστήριο μέλος
Η pop corn αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 1,161 μηνύματα.
16-03-12
01:42
Έτσι λοιπόν χωρέσανε στα μάτια σου τόσες κοινές ασήμαντες εικόνες
Ποιος θα 'χει χρόνο κάποτε να βυθιστεί στη λίμνη μιας ανάμνησης
Η αιωνιότητα κρατάει τόσο λίγο
Όμως, δε γίνεται, θα υπάρχει κάπου μια μικρή δικαιοσύνη να εξηγεί
Με ποιες προθέσεις φεύγει ένας άνθρωπος
Με πόσα θα και πόσα να που ψιθυρίζει ο θάνατος
Σβήνει ασυλλόγιστα ολόκληρη ζωή
Αφού, το ξέρεις, ένα μόλις δευτερόλεπτο αρκεί
ν’ αλλάξουν τώρα δυο φτερά τη ρότα τους
Και, μην ακούς, τα δευτερόλεπτα πληρώνονται ακριβά
Γι’ αυτό κι ο άνθρωπος εκείνος φεύγει απένταρος
Με τον πνιγμένο ρόγχο ενός κυνηγημένου
Λεπτά χρειάστηκε λεπτά
Χιλιάδες δευτερόλεπτα
Για ν’ αγοράσει τι; ασήμαντες εικόνες
Μα πώς μπορεί να ξεχρεώσει τώρα πού να δανειστεί
Πόσες εικόνες να πουλήσει απ’ την ανάμνηση
Μια δυναστεία εικόνες παλιωμένες
Γεννοβολάνε τα λεπτά κι ο τόκος βγαίνει αβάσταχτος∙
Κανείς λοιπόν δεν έχει να πληρώσει;
Ποιος θα 'χει χρόνο κάποτε να βυθιστεί στη λίμνη μιας ανάμνησης
Η αιωνιότητα κρατάει τόσο λίγο
Όμως, δε γίνεται, θα υπάρχει κάπου μια μικρή δικαιοσύνη να εξηγεί
Με ποιες προθέσεις φεύγει ένας άνθρωπος
Με πόσα θα και πόσα να που ψιθυρίζει ο θάνατος
Σβήνει ασυλλόγιστα ολόκληρη ζωή
Αφού, το ξέρεις, ένα μόλις δευτερόλεπτο αρκεί
ν’ αλλάξουν τώρα δυο φτερά τη ρότα τους
Και, μην ακούς, τα δευτερόλεπτα πληρώνονται ακριβά
Γι’ αυτό κι ο άνθρωπος εκείνος φεύγει απένταρος
Με τον πνιγμένο ρόγχο ενός κυνηγημένου
Λεπτά χρειάστηκε λεπτά
Χιλιάδες δευτερόλεπτα
Για ν’ αγοράσει τι; ασήμαντες εικόνες
Μα πώς μπορεί να ξεχρεώσει τώρα πού να δανειστεί
Πόσες εικόνες να πουλήσει απ’ την ανάμνηση
Μια δυναστεία εικόνες παλιωμένες
Γεννοβολάνε τα λεπτά κι ο τόκος βγαίνει αβάσταχτος∙
Κανείς λοιπόν δεν έχει να πληρώσει;
Αντώνη Φωστιέρη, Το Θα και το Να του Θανάτου
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 12 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
-
Το forum μας χρησιμοποιεί cookies για να βελτιστοποιήσει την εμπειρία σας.
Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, συναινείτε στη χρήση cookies στον περιηγητή σας.