Χάρτινα καράβια (το κείμενο)

mania

Επιφανές μέλος

Η mania αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Μας γράφει απο Ρόδος (Δωδεκάνησα). Έχει γράψει 12,949 μηνύματα.
Η νύκτα άπλωσε το μαύρο πέπλο της και εκείνη ξυπόλιτη γύρο στα 19 να περπατα στόν ελάχιστα φωτισμένο δρόμο, με ένα σκυσμένο και γεμάτο αίμα φόρεμα. Το αγριεμένο προσωπό της είχε φανερά σημάδια πάλης, τα ξανθά και βρόμηκα μαλλιά της ήταν παντού και δεν έκανε καν τον κόπο να τα αποτραβίξει. Οι λίγοι περαστικοί δέν έδηναν καμία σημασία, το βλέμμα τους μόνο κοιτούσε το κρύο και μεγάλο μαχαίρι που κρατούσε, στο γεμάτο μελανιές χέρι της. Τι είναι αυτό αίμα; είπε κάποιος δίχνωντας επιδεικτικά το μαχαίρι και έκανε να φύγει. Η κοπέλα σχεδών έτοιμη να σωριαστεί, κανένας δεν νοιάστηκε να ρωτήσει, γιατί; γιατί τόσος πόνος; γιατι; ξάυνου κάποιός νέος, λίγο φοβισμένος γόρω στα 30 την πλησίασε, έκανε να την ρωτήσει, μα.... σκοτάδι.

Παιδιά αυτή είναι εισαγωγή αν μου πείτε οκ συνεχίζω. Βασικά ντρέπομαι και λίγο. τι θελετε να κάνω; σας ενδιαφέρει; :redface:
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 17 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

iJohnnyCash

e-steki.gr Founder

Ο Panayotis Yannakas αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Είναι 34 ετών, επαγγέλεται Επιχειρηματίας και μας γράφει απο Αθήνα (Αττική). Έχει γράψει 24,043 μηνύματα.
Αν θέλεις να γράψεις, θα γράψεις για τον ευατό σου ... Αν νιώθεις έτοιμη γράψε :)
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 17 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

mania

Επιφανές μέλος

Η mania αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Μας γράφει απο Ρόδος (Δωδεκάνησα). Έχει γράψει 12,949 μηνύματα.
Τα βλέφαρα έιναι μισο ανοιγμένα,βλέπουν το κενό,κάπου στο βάθος διακρίνεις την ψυχή ενώς μικρού κοριτσιού. Εκείνη ξαπλωμένη σε ένα μικρο σοφά και δίπλα της εκείνος, με γκρίζους κροτάφους να της καθαρίζει το πρόσωπο με απόλυτη λεπτότητα, της αποτραβά τα ξανθά μαλλιά της με τα λεπτά και περιποιημένα χέρια του, προσπαθόντας να καταλάβει που βρέθηκε μία τώσο όμορφη κοπέλα σε τόσο άσκιμη κατάσταση. Ξαυνικά τα γαλάνα ματια της άνοιξαν, κοιταξε τριγύρο και άρχισε πάλι να ουρλιάζει, να τραβιέτε, να σπρώχνει, ο νέος άνδρας προσπαθούσε να την ησηχάσει, εκεινη σηκώθηκε και κρυφτηκε σε μία γωνία δέν ήθελε να την πλησιάσει κανείς, σαν αγρίμι που βρέθηκε σε νέο κόσμο, σε ένα κλουβί.
-πεινάς; τη ρωτάει ο άνδρας απλώνοντας το χέρι του, δεν θα σε πειράξω, λυποθύμησες και σε έφερα στο σπίτι μου.
εκείνη με το βλέμμα τρομαγμένο μένει σιωπηλή καθετε σε μία γωνία πίσω απο ένα σκαληστό καφέ έπιπλο, το πληγιασμένα χέρια της περιεργάζοντε ένα μικρό σκάλισμα απο το έπιπλο.
-θα σου φτιάξω κάτι να φάς, εκείνος της ξαναλέει πλησιάζοντάς, με λένε Αλέξανδρο εσένα; και κανει να την πλησιασει ακόμα παραπάνω.
εκείνη βάζει το πρόσωπο της αναμεσα στα χέρια της και δεν βγάζει λέξη. Ο Αλέξανδρος έφειγε απο το δωμάτιο και εκείνη χωρίς να κουνηθει έρηξε ένα βλέμα στο χώρο.

Μετά απο 20 λεπτά ο άνδρας γύρισε στο χώρο που βρεισκόταν εκείνη, δεν την βρήκε πουθενά, κοίταξε τρυγίρο και την είδε σκεπασμένη σε μία άλλη άκρη του δωματίου, τον κοιταξε άλλα δεν είπε λέξη.
-σου έφτιαξα μία ομελέτα, δείχνωντας επιδεικτικα το πιάτο. Πώς σε λένε; την ρώτησε, ξέροντας ότι δεν θα πάρει απάντηση, θα σου αφείσω το πιάτι στο κρεββάτι, φάε πρέπει να πεινάς, δεν είμαι πολλύ καλλός μάγειράς, είπε κοροιδέυοντας τον εαυτό του, ελπίζοντας μία λέξη, πιστέυω να σου αρέσει, μπορείς να μείνεις όσο θές.
Εκείνη δέν σταμάτησε να τον κοιτάει, με το βλέμμα καρφομένο επάνο του, άρχησε να σέρνετε, προσπαθόντας να φτάσει το πιάτο. Τα πόδια της μάτωσαν, με το τραβιγμα στο πιάτο άνοιξαν οι πληγες της, φάνηκε να μήν την νοιάζει. Απλώνει το χέρι της πιάνει το πιάτο και τρεχει πίσω στην γωνία της τρώγοντας με μανία, με τα χέρια........

Πέρασαν 2 μέρες και γινόταν το ίδιο, καμία λέξη σαν ένα πληγωμένο πουλι που έτρωγε μόνο για να επιβιώσει, να γίνει καλά και να πετάξει. Εκείνος σιωπηλός, ελπίζοντας... εφευγε στη δουλειά γυρνούσε και εκείνη εκεί, δεν είχε πουθενά να πάει; Αναρωτιώταν, ποιός μπορεί να την έφτασε σε αυτό το σημείο; Άραγε δέν υπαρχει κανεις να την αναζητήσει; και πάνω στην σκέψη του ακούει εκεινη.
-Το όνομα μου, είπε με τρεμάμενη φώνη, είναι..........
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 17 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

mania

Επιφανές μέλος

Η mania αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Μας γράφει απο Ρόδος (Δωδεκάνησα). Έχει γράψει 12,949 μηνύματα.
Ελπίδα, τα μάτια της δάκρυσαν, ακουμπώντας το κεφάλι της πάνω στο κρεβάτι.

Εκείνος χωρίς να πει μια κουβέντα στέκετε αμήχανος, λες και η ψυχή του έφυγε μακριά. Έκανε να την πλησιάσει…
-ΜΗ. ακούγετε και πάλι με έντονο ύφος, τραβώντας και πάλι το λευκό σεντόνι, καλύπτοντας το πληγιασμένο και αδύναμο κορμί της.
- Δεν θα σε πειράξω, θέλω να σε βοηθήσω, να κάνω κάτι για σένα.
Η σιγή κράτησε πολύ ώρα με τον Αλέξανδρο, απλά να την κοιτάζει, καθησμένος στην μεγάλη καφέ πολυθρόνα, με τα γόνατα σταυρωμένα και τα χέρια να παίζουν αμήχανα επάνω στο κορμί του, να προσπαθεί να δώσει σημάδι φιλίας. Εκείνη τυλιγμένη στο σεντόνι , με το βλέμμα στο κενό, ώσπου άρχισε να κινείτε σαν το ζώο που απειλεί το θήραμα και είναι έτοιμο να ορμήσει, μόνο που εκείνη δεν είχε αυτές τις δυνάμεις για να το κάνει.
Το σώμα της ήταν πια καθισμένο στο μικρό σοφά, στο άκρο του δωματίου, έστρεψε το κεφάλι της και είπε:
-Τι θες, δείχνοντας τα δόντια της, γεμάτα μίσος. Τι ζητάς από μένα; Δεν έμεινε τίποτα να πάρεις.
-Δεν θέλω τίποτα, απλά να βοηθήσω, μένοντας ακίνητος, μήνε όσο θές ή φύγε, δεν θα σε εμποδίσω σε ότι και να επιλέξεις, σηκώνετε από την πολυθρόνα φτάνει στην πόρτα και κάνει να φύγει…. Πάντως εδώ μπορείς να το πεις σπίτι σου. Το είπε και έκλεισε την μπεζ αλουμίνια πόρτα πίσω του.
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 17 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

mania

Επιφανές μέλος

Η mania αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Μας γράφει απο Ρόδος (Δωδεκάνησα). Έχει γράψει 12,949 μηνύματα.
Το βλέμμα της σηκώθηκε με το κλείσιμο της πόρτας, στήριξε το χέρι της στο σοφά και ανασηκώθηκε το σώμα της ψάχνοντας κάτι απέναντι από το κρεβάτι ήταν ένας διάδρομος με πόρτες λευκές αλλά με ένα ελαφρύ κίτρινο χρώμα από το χρόνο. Το βλέμμα της στάθηκε σε ένα καθρέφτη μέσα στο σαλονάκι που καθόταν, σηκώθηκε με απαλές κινήσεις και το μόνο που ακούστηκε ήταν το τρίξιμο του ελατηρίου, περπάτησε λίγα βήματα και κοίταξε το πρόσωπό της στον καθρέπτη, το θέαμα για εκείνη ήταν περίεργο αλλά και γνώριμο, μάζεψε τα ακατάστατα ξανθά μαλλιά της και αντίκρισε γρατσουνιές στο μέτωπο και στα μάγουλα, τις άγγιξε με τα λεπτά δάκτυλα της και ένα δάκρυ κύλησε από τα καταγάλανα εκφραστικά της μάτια. Κατέβασε το κεφάλι και πρόσεξε ότι το φόρεμα της ήταν γεμάτο αίμα και λάσπες, γονάτισε και άρχισε να κλαίει με λυγμούς , χωρίς να μπορεί να σταματήσει, έμεινε εκεί κουλουριασμένη στο πάτωμα, σαν να άρχισε να καταλαβαίνει συμβαίνει γύρω της σαν να ξύπνησε από ένα λήθαργο.
Μετά από κάμποση ώρα το κλάμα σταμάτησε, στηρίχτηκε στο πάτωμα και έκανε να σηκωθεί και τότε ένα χέρι έκανε να την βοηθήσει, σήκωσε το βλέμμα και ήταν εκείνος με απλωμένο το χέρι που περιμένει ανταπόκριση, άπλωσε και εκείνη το χέρι της και πήρε την βοήθεια που χρειάστηκε για να σηκωθεί όρθια, την πείρε αγκαλιά και την πήγε πάλι να ξαπλώσει. Καθισμένη όπως ήταν του λέει
- Γιατί με κράτησες εδώ; Και το σώματος έτρεμε.
- Θέλω να σε βοηθήσω, φαίνεσε ταλαιπωρημένη και άρχισε να την πλησιάζει με αργό και σταθερό βήμα.
- Κανένας δεν με βοήθησε ποτέ, γιατί εσύ; Τι θα κερδίσεις από εμένα; Έτοιμη να βάλει τα κλάματα.
- Δεν μπορώ να σε βλέπω έτσι, θέλω να κάνω κάτι για σένα. Ότι ζητήσεις,
- Πεινάω, πεινάω πολύ.
Το βήμα σταμάτησε προς το μέρος της, σήκωσε το κεφάλι της και έβλεπε από πολύ κοντά την λεπτή και ψηλή σιλουέτα του δίπλα της, σαν κυπαρίσσι που προστατεύει με τον ίσκιο του. Θα σου φέρω να φας, άλλα στο ξαναλέω είμαι απαίσιος μάγειρας, αλλά θα προσπαθήσω ακόμα περισσότερο. Και έφυγε περνώντας τον μακρύ διάδρομο.
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 17 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

mania

Επιφανές μέλος

Η mania αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Μας γράφει απο Ρόδος (Δωδεκάνησα). Έχει γράψει 12,949 μηνύματα.
Η σκέψη της άρχισε να πηγαίνει αλλού, θυμήθηκε το κρεβάτι της και μία γυναίκα καστανόξανθη να της διαβάζει ένα παραμύθι που έλεγε για έναν πρίγκιπα ντυμένο με ακριβά ρούχα που θα έρθει να την πάρει, για την αγάπη, ενώ εκείνη κοιτάζει το πόσο όμορφη είναι, ντυμένη με όμορφα λευκά ρούχα, πρόσωπο γλυκό και ήρεμη φωνή.
-μανούλα πες μου και άλλο ένα παραμύθι, της είπε με παράπονο
-Ευτυχία μου ξέρεις ότι δεν μπορώ, κοιμήσου και το πρωί θα σε πάρει η οικονόμος βόλτα και σηκώθηκε από την ακριβή καρέκλα που καθόταν.
Μετά η σκέψη της πήγε σε μία αυλή, με μυρωδιές από τριαντάφυλλα και κρίνα, στην όψη ενός υπέροχου ήλιου να χτυπάει το νέο αψεγάδιαστο πρόσωπο της, κάπου στο βάθος ένας κηπουρός φροντίζει τα λουλούδια και πιο κει, ένας σοφέρ να περιμένει στο αυτοκίνητο.
-Ευτυχία, καρδιά μου ακούστηκε στο βάθος της αυλής, έλα γλυκιά μου, θα οργίσουμε, ήταν εκείνη όμορφη όσο ποτέ η μητέρα της να την πλησιάζει και να της υποδεικνύει ….Και όπως είπαμε, πρόσεξε τους τρόπους σου είμαστε όλοι ίσοι, μην φερθείς άσχημα ή προσβάλεις τα παιδεία του σχολείου, σε βάλαμε σε δημόσιο για να μπορείς να αναγνωρίσεις την αξία των απλών ανθρώπων και τότε την σηκώνει για να την περιστρέψει στον άερα.
Όλα ήταν όμορφα, ήρεμα, κατευθύνθηκαν στο αυτοκίνητο και ο σοφέρ έκλεισε την πόρτα, αφού πρώτα ευχαρίστησε τον σοφέρ.

-Είσαι καλά; Ακούστηκε ανήσυχη η φωνή του Αλέξανδρου
-Τι έγινε; Ρώτησε χαμένη,
-Τίποτα απλά το δείπνο είναι έτοιμο, δεν είναι κάτι πλούσιο αλλά είναι τροφή, είπε χαριτολογώντας
-Σε ευχαριστώ, και πήρε με μανία το μπεζ πιάτο από το χέρι του.

Μετά από κάμποση ώρα εκείνος την κοίταξε προσπαθώντας να την ρωτήσει έστω κάτι, δίστασε, δεν ήξερε τι να πρωτο ρωτήσει, ώσπου πήρε το κουράγιο και της λέει:
-Γιατί ήσουν σε αυτή την κατάσταση; Με ύφος θα περίεργο.
-Θές να σού πω; Τον ρωτάει χαμηλόφωνα ,άκου λοιπόν ……………..
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 17 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

mania

Επιφανές μέλος

Η mania αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Μας γράφει απο Ρόδος (Δωδεκάνησα). Έχει γράψει 12,949 μηνύματα.
- Μπροστά σου έχεις μία γυναίκα που σίγουρα ψάχνουν να βρουν, μία γυναίκα που ή θα την σκοτώσουν ή θα πεθάνει και χαμήλωσε τα μάτια στη μπορντό μοκέτα.
-Γιατί να γίνει αυτό; Εσύ μία τόσο νέα κοπέλα, τι μπορεί να της συμβεί; Και έκανε να την πλησιάσει περισσότερο.
-Δεν θέλω να το συζητήσω άλλο, ρωτάμε ότι άλλο θές, του είπε και δάκρυα κύλησαν στο πρόσωπό της.
- Έχω καθαρά ρούχα, θές να αλλάξεις; Και έκανε να σηκωθεί, θα βάλω ζεστό νερό, έλα πάμε να σου δείξω που θα αλλάξεις, έκανε ένα βήμα προς το διάδρομο ξέροντας πως θα τον ακολουθήσει.
Σηκώθηκε αργά τον ακολούθησε έως το δωμάτιο σχεδόν σέρνοντας τα πόδια της, εκείνος της έδειξε τα ρούχα και εκείνη στάθηκε στην πόρτα του δωματίου, ήταν πελώρια γκαρνταρόμπα γεμάτη ρούχα, παπούτσια, τα πάντα που μπορεί κάποιος να φανταστεί, το βλέμμα της σταμάτησε στα άπυρα μαύρα παπούτσια, όλα ήταν καθαρά και περιποιημένα, ξάφνου αντιλαμβάνεται τον Αλέξανδρο να κρύβει κάτι μέσα σε μία ντουλάπα και την έκλεισε με κλειδί, γύρισε το σώμα του, κρατούσε τα ρούχα βγαίνει από το δωμάτιο προσπερνώντας την και κάνοντας νόημα χαμογελαστά να τον ακολουθήσει, εκείνη υπέκυψε ,της άνοιξε μια άλλη πόρτα, αυτή του μπάνιου άφησε τα ρούχα σε ένα καφέ έπιπλο και την άφησε να μπει κλείνοντας την πόρτα πίσω του. Εκείνη έβγαλε τα ρούχα της στο παχύ χαλάκι, κλείδωσε την πόρτα δύο φορές και έβαλε μία καρέκλα που υπήρχε από πίσω. Γέμισε την χρυσή μπανιέρα με νερό και μπήκε μέσα, άγγιζε το κάθε σημείο του σώματος της, ένοιωσε το υγρό κορμί της ξένο, γεμάτο μώλωπες σε όλο το σώμα και από πίσω στην πλάτη διέκρινε κανείς τις γρατσουνιές. Και τότε αφέθηκε, χάθηκε στο παρελθόν, βρισκόταν σε ένα δάσος με ένα καρό τραπεζομάντιλο κάτω με ένα ψάθινο καλαθάκι γεμάτο με όλων τον ειδών τα καλούδια και ανδρική παρέα, ένας μεσήλικας άνδρας με λευκά μαλλιά να την αγκαλιάζει και να την φιλάει πατρικά.
-Πώς σου φαίνετε εδω μωρό μου, αλλά τι λέω μεγάλωσες πια, δεν μπορώ να πιστέψω ότι πέρασαν 15 χρόνια από τότε που σε πρωτοπήρα στην αγκαλιά μου και την αγκαλιάζει ακόμα πιο δυνατά σαν να φοβόταν μην του την πάρουν.
- Σ’αγαπάω μπαμπά μου, και ανταποδίδει την αγκαλιά,
-Αχ κοριτσάκι μου, είπε με βαθύ αναστεναγμό. Τι κρίμα που δεν είναι μαζί μας η μητέρα σου, να καμαρώσει την κορούλα της, και τα χείλη του σφραγίστηκαν από τα χέρια της.
-Μη, η μαμά είναι μαζί μας, μπορεί να πέρασε ένας χρόνος αλλά δεν μας ξέχασε, και του δίνει ένα φιλί, στο σκαλισμένο από τα χρόνια μάγουλο.
-Όταν γεννήθηκες, ήσουν ένα μεγάλο δώρο για εμάς η μητέρα σου και εγώ προσπαθούσαμε χρόνια, είπαμε ότι χάσαμε τα όνειρα, ότι την αγάπη δεν θα την μοιραστούμε με κανέναν αλλά εσύ ήσουν εκείνη που έφερες τη χαρά στη ζωή μας. Δίπλα έτρεχε γάργαρο νερό και ο πατέρας της σηκώθηκε την έπιασε από το χέρι, την πήγε κοντά στη λίμνη, στα χέρια του κρατούσε ένα χάρτινο καραβάκι, της το έδειξε και της είπε.
- Βλέπεις αυτό το καράβι; Είναι η ζωή μας, το βάζει μέσα στο νερό και αυτό άρχισε να τρέχει, αυτό το καράβι τρέχει γιατί έχει μία ελπίδα, να φτάσει μακριά, να δει όσα περισσότερα μπορεί, γιατί ξέρει ότι θα βουλιάξει, αλλά δεν χάνει την ελπίδα του, όσο στέκετε μπορεί να συνεχίσει.
Τότε γύρισε την κοίταξε βαθιά στα μάτια και της είπε :
-Γλυκιά μου ότι και να γίνει να ξέρεις ότι Σ’αγαπώ, όπως είσαι εσύ η ελπίδα στη ζωή μας, Ελπίδα να μείνεις, έχεις τρόπους, χρήματα, σπίτια και ότι άλλο χρειαστείς, ξέρεις ότι η καρδιά μου μετά το θάνατο της μητέρας σου, δεν είναι καλά. Σε αφήνω όμως σε καλά χέρια, όταν θα πάω να βρω την μητέρα σου, θα σε αναλάβει ο αδερφός μου και μέχρι να γίνεις 18 θα τακτοποιεί τα πάντα εκείνος.
Τα μάτια της έτρεχαν αδιάκοπα τον αγκάλιασε και τον εκλιπαρούσε να δυναμώσει, να μην έρθει ποτέ η ώρα να φύγει πατέρας της γονάτισε στα πόδια της, έκλεγε με λυγμούς και της ζητούσε συγχώρεση για την αδύναμη καρδιά του. Έμειναν εκεί για ώρες, δίπλα στο ποτάμι, πάνω στο γκαζόν, λες και τραβούσε ο ένας τον άλλο για να μην φύγει……
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 17 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

mania

Επιφανές μέλος

Η mania αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Μας γράφει απο Ρόδος (Δωδεκάνησα). Έχει γράψει 12,949 μηνύματα.
Είχε πια βραδιάσει η Ευτυχία καθόταν δίπλα στο πέτρινο τζάκι με ένα γαλάζιο πουκάμισό πολύ μεγάλο της και ένα μαύρο παντελόνι, τα χέρια ανάμεσα στα πόδια της, και χάζεψε σιωπηλά, εκείνος δίπλα της να ψάχνει κάποιο τρόπο να μιλήσουν
-Έχεις ξεκουραστεί αρκετά, θές να φας κάτι; Θα παραγγείλω γιατί αρκετά ταλαιπωρήθηκες με τη μαγειρική μου, πες τι θές και θα το έχεις, και κάθετε δίπλα της
-Θές να ακούσεις κάτι γελοίο; Δεν έχω που να πάω, αλλά δεν θέλω να φύγω από εδώ νοιώθω περίεργα, και τον κοιτάζει με νόημα.
-Τότε μην πάς πουθενά,
- δεν θέλω να γίναμε βάρος
-Δεν γίνεσαι, και κάνει κόντρα στη συζήτηση… τελικά τι έγινε; Μπορώ να βοηθήσω;
-Τα έχασα όλα, τη ζωή μου, τους ανθρώπους που αγαπώ, τα πάντα.
-Θα είμαι εδώ πες μου, και την παίρνει μία στοργική αγγαλιά.
-Τέτοια αγκαλιά έχω να νοιώσω από τότε που πέθανε ο πατέρας μου 1 εβδομάδα μετά από τα γενέθλια μου έκλεινα μόλις τα 15.
-Τι έπαθε; Και την σφίγγει περισσότερο.
-Η καρδιά του μετά το θάνατο της μητέρας μου ήταν αδύναμη άφησε μόνη με το θείο μου….. και έτσι άρχισε να διηγείτε τι έγινε ……..
- Μεγάλωσα στην Αθήνα σε ένα από τα πιο μεγάλα πλουσιόσπιτα, ο πατέρας μου ήταν καπετάνιος σε ένα από τα πλοία του, η περιουσία ήταν τεράστια, αλλά η καρδιά του ήταν ακόμα πλουσιότερη, με έβγαλαν Ελπίδα γιατί ήμουν εκείνη που έφερε τη ζωή στο σπίτι, αλλά χάθηκαν και μαζί πήραν και την δική μου. Η μητέρα μου με μεγάλωσε σχεδόν σαν φτωχό κορίτσι, αλλά μου έμαθε τρόπους σαν πλούσιας, είχα τα πάντα όλα με μέτρο, για να αναγνωρίσω την αξία όσον είχαμε. Όταν ήμουν 14 η μητέρα μου πνίγηκε σε ένα από τα ταξίδια με τον μπαμπά, ήταν έγγειος και δεν το ήξερε, ζαλίστηκε στην κουπαστή και έπεσε. Ο πατέρας μου δεν συγχώρεσε ποτέ τον εαυτό του, προσπαθούσαν τόσα χρόνια και τίποτα, και τώρα έχασε και τους δύο, με στήριξε περισσότερο μου στάθηκε όσο τίποτα, όμως η καρδιά του δεν άντεξε και 3 μέρες πριν πεθάνει περάσαμε τα γενέθλια μου στο δάσος – ο Αλέξανδρος της χτύπησε με κατανόηση την πλάτη και έφερε από την κουζίνα ένα ποτό έκατσε δίπλα της και εκείνη συνέχισε- μου είπε τα πάντα για μετά σαν να ήθελε να τελειώνει. Το μαρτύριο ήρθε μετά, ο θειος με είχε κλεισμένη στο σπίτι και από τα χρήματα δεν είχα κανένα δικαίωμα, ούτε καν να παρέχει τα βασικά, τροφή και μόρφωση. Πέρασαν 2 χρόνια και η ζωή μου ήταν μέσα σε ένα χρυσό κλουβί, με έβριζε και με χτύπαγε, δεν είχα άλλη επιλογή, το έκατσα από το σπίτι και ας είχα άλλον ένα χρόνο να πάρω τα δικαιώματα. Γυρνούσα για μέρες, ζητιάνευα, αλλά δεν παραπονιόμουν, ήμουν ΕΛΕΥΘΕΡΗ.
Η ζωή μου άρχισε να μπαίνει σε ένα ρυθμό, έπιασα δουλειά και βρήκα σπίτι, όχι πολύ μεγάλο, μία γκαρσονιέρα ήταν, όμως ήμουν χαρούμενη πέρασε ένας μήνας και κατάφερα να σταθώ στα πόδια μου. Τότε εμφανίστηκε στη ζωή μου εκείνος, αχ εκείνος, ο μόνος που με νοιάστηκε σαν άνδρας ήταν όμορφος γύρο στο 1.80 ύψος, ήταν 35 χρονών, γεροδεμένος, μου είπε να τα παρατήσω όλα και να ζήσω μαζί του, είπε ότι ήξερε τι περνάω και θέλησε να με βοηθήσει. Ο ύπνος πήρε την Ελπίδα πάνω στην στρογγυλή καρέκλα, την σήκωσε στα στιβαρά του χέρια και την έβαλε στο μεγάλο κρεβάτι του, την σκέπασε με τις ζεστές κουβέρτες και έκλεισε την πόρτα, πέρασε το διάδρομο και ξάπλωσε στο σοφά δίπλα στο τζάκι, ηρέμησε λίγο από την σκέψη του, ντύθηκε και έφυγε…..
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 17 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

mania

Επιφανές μέλος

Η mania αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Μας γράφει απο Ρόδος (Δωδεκάνησα). Έχει γράψει 12,949 μηνύματα.
Το επόμενο πρωί, φώς μπήκε στο δωμάτιο και τα μάτια της τρεμόπαιζαν με το ξύπνημα, άγγιξε την απαλή κουβέρτα και έμεινε για λίγο στο κρεβάτι, μετά σηκώθηκε αργά, έλεγξε τα ρούχα που φορούσε σχολάστηκα, πήγε στο μπάνιο πλύθηκε και διαπίστωσε ότι ήταν μόνη στο σπίτι. Άρχισε να περπατάει αργά και αθόρυβα από πόρτα σε πόρτα και παίρνει απόφαση να ανοίξει μία πόρτα, ήταν η κουζίνα, τεράστια και εμφανώς πλουσιοπάροχη, άγγιξε με τα δάκτυλα της τον άσπρο πάγκο και παρατηρούσε τα γυάλινα ντουλάπια, ήταν όλα τόσο περιποιημένα και καθαρά, μετά βγήκε και πήγε σε μία άλλη πόρτα, ήταν ένα υπέροχο καθιστικό γεμάτο με αντίκες, έμοιαζαν χειροποίητες δεν υπήρχε ίχνος φθοράς ή σκόνης, έκλεισε την πόρτα φεύγοντας και σκεπτόταν τι δουλειά μπορεί να έκανε κάποιος με τόσο ακριβό σπίτι και έπιπλά. Πήγε στο σοφά, έκατσε εκεί και σκεπτόταν εκείνον που την πείρε σπίτι της τότε που έφυγε, θυμήθηκε 2 ποτήρια κρασί στο τραπεζάκι, ελαφριά μουσική και εκείνοι ξαπλωμένοι στο χαλί να δίνουν φιλιά, να αγγίζονται, να την χαϊδεύει γλυκά στις καλλίγραμμες καμπύλες της να βάζει το χέρι του ανάμεσα στα πόδια της και να χαϊδεύει τη θηλυκότητα της και με το άλλο χέρι να αγγίζει το νεανικό στήθος της, εκείνη να χαϊδεύει τον ανδρισμό του με ηρεμία ξέροντάς πώς θα φερθεί στον τώρα πια υπερήφανο και μεγάλο ανδρισμό του, κατέβηκε χαμηλά και τον έβαλε στα χείλη της, σπάραζε από ευχαρίστηση, τότε την τραβάει προς τα πάνω και μπαίνει μέσα της με απόλυτη ηδονή να παρασύρει τα ιδρωμένα κορμιά τους, με την λίμπιντο να ανεβαίνει στα ύψη, ακουμπώντας τα καπούλια της, να την ωθεί ακόμα πιο μέσα με δύναμη, με το κάτω χείλος της να ανταπεξέρχεται πλήρως στην παθιασμένη πρόκληση, ώσπου ο ανδρισμός του εκρηγνύετε και έπεσαν μαζί στο πάτωμα με ικανοποίηση.
-Αγάπη μου σου το είπα ότι θα σε κάνω ευτυχισμένη…. Σηκώθηκε, γέλασε, ντύθηκε και έφυγε κλειδώνοντας την πόρτα. Χωρίς να καταλάβει έβαλε κάτι πάνω της για να κρύψει τη γύμνια του και έτρεξε στο παράθυρο, τον είδε να μιλάει με κάποιον εύσωμο και άσχημο κύριο , προσπάθησε να φωνάξει το όνομα του –Χάρη Χάρη – αλλά εκείνος δεν την άκουσε, πήρε μόνο κάποια χρήματα από τον άλλον και έφυγε, πλησίασε ο άγνωστος άνδρας την πόρτα την ξεκλείδωσε και της λέει:
-Γεια σου γλυκιά μου, με λένε Σήμο, ήρθα για να ………
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 17 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

mania

Επιφανές μέλος

Η mania αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Μας γράφει απο Ρόδος (Δωδεκάνησα). Έχει γράψει 12,949 μηνύματα.
Περάσουμε καλά εμείς οι δύο, της είπε με ένα σιχαμένο γέλιο, την πλησίασε, την άγγιξε στο χέρι με ένα πρόστυχο τρόπο
-Τι συμβαίνει; Των ρώτησε σκεπάζοντας το σώμα της με μια κουβέρτα
-Έλα τώρα που δεν ξέρεις, μου είπε ο Χάρης μου είπε ότι είσαι πολύ καλή στο κρεβάτι, έλα και δεν θα χάσεις και της ορμάει ξαφνικά.

Η Ελπίδα άρχισε να κλαίει στη σκέψη, σηκώθηκε και έκανε έναν περίπατο στο σπίτι, άνοιξε τα παράθυρα και χάζευε την μεγάλη αυλή με τα υπέροχα τριαντάφυλλα, είδε τους περαστικούς να κάνουν διάφορα και σκεπτόταν πόσο θα ήθελε να ήταν έξω αλλά έπρεπε να κρυφτεί, τότε βλέπει ένα μαύρο αμάξι με φιμέ τζάμια να στέκετε στην είσοδο, η πόρτα ανοίγει και βγαίνει ο Αλέξανδρος, την είδε στο παράθυρο και ξαναμπήκε μέσα στο αυτοκίνητο και έφυγε γρήγορα, παραξενεύτηκε αλλά το προσπέρασε και ξαναμπήκε μέσα στο σπίτι.
Πέρασε 1 εβδομάδα και εκείνη ήταν πιο όμορφη από ποτέ, τα σημάδια και οι γρατσουνιές χάθηκαν, ο άνθρωπος που τη βοήθησε ήταν πια ο άνθρωπος που εμπιστευόταν, ώσπου αποφάσισε μια μέρα να του τα πει όλα, για το τι συνέβη στη ζωή της, έτσι και έγινε τον έβαλε να κάτσει στην μεγάλη καρέκλα στο καθιστικό και….
-Ξέρεις θα ήθελα να σου μιλήσω, με βοήθησες και νοιώθω ότι πρέπει να ξέρεις την αλήθεια για μένα και του χαϊδεύει το γόνατο,
-Δεν είσαι υποχρεωμένη να πεις τίποτα, σου είπα μείνε όσο θες χωρείς υποχρέωση
-Το θέλω, ξέρεις πέρασα πολλά με την συγκατοίκηση με τον άνδρα που σου έλεγα, μου φέρθηκε στην αρχή με σεβασμό και μετά πήρε τα πάντα από εμένα. Έκατσε δίπλα στα πόδια του και άρχισε να του λέει τι σηνέβει. Κάποια μέρα μου είπε ότι θα με κάνει ευτυχισμένη, όμως δεν άργησε το κακό, για 6 μήνες ερχόντουσαν άνθρωποι στο σπίτι και με βίαζαν, με έδεναν, με χτυπούσαν αν δεν καθόμουν ήσυχη, και εκείνος έπαιρνε χρήματα από όλο αυτό, 6 μήνες πέθαινα αργά, ώσπου μια μέρα του είπα ότι αν δεν με αφήσει θα τον σκοτώσω και με ρήμαξε στο ξύλο. Μετά από 1 εβδομάδα το έσκασα και με βρήκε ο θείος μου και με ξαναέκλεισε μέσα, με έψαχνε μήνες γιατί αν χανόμουν έχανε και τα χρήματα, με χτύπησε και με άφησε κλισμένη στο σπίτι βρίζοντας με. Το μαρτύριο αβάσταχτο, ώσπου ενηλικιώθηκα και μπορούσα να πάρω τα πάντα από εκείνον, δεν τα κατάφερα, τότε την διακόπτει ο Αλέξανδρος και την ρωτάει αν θέλει να πιεί κάτι,
-Να σου φέρω ένα ποτό; Και έκανε να σηκωθεί
-Όχι ευχαριστώ, του είπε με χαμόγελο
-Μα κάτι πρέπει να πιείς, φάνηκε αμήχανος
-καλά ένα νεράκι, ευχαριστώ
-Θές και ένα χυμό;
-Εντάξει αφού θες τόσο πολύ βάλε μου, με μια περίεργη έκφραση τον ρωτάει, τι συμβαίνει
-Τίποτα πάω να φέρω το χυμό, και φεύγει νευρικός από το καθιστικό μπαίνει στην κουζίνα και κλείνει την πόρτα.
Όταν γύρισε της πρόσφερε το χυμό και έκατσε δίπλα του έκατσε εκείνη στα πόδια του και συνέχισε την ιστορία……
Πραγματικά, έπρεπε να ξεφύγω να πάω στην αστυνομία και πάλι τίποτα, ώσπου το έσκασα, πήγα στην αστυνομία και είπα για το Χάρη και το θείο μου, πήγαν στο σπίτι που ήμουν κλεισμένη 6 μήνες και βρήκαν ένα άλλο κορίτσι νέο μελαχρινό στην ίδια κατάσταση με μένα, να είναι δεμένη και να κλαίει, με ένα σιχαμένο άσχημο άνδρα από πάνω της να την χτυπάει, μπήκε μέσα η αστυνομία τον έπιασε αλλά ο Χάρης πουθενά, πλησίασα την κοπέλα και ένοιωθα τον πόνο της, την έλυσα και την πήρα αγκαλιά, με έδιωξε σηκώθηκε με περηφάνια έκανε το σταυρό της, άρπαξε το όπλο με γρηγοράδα από την τσέπη του αστυνομικού και τράβηξε την σκανδάλη με στόχο το κεφάλι της, αίμα παντού και εκείνη νεκρή στο πάτωμα, άρχισα να τρέχω προς την έξοδο και βλέπω το Χάρη να άρχετε, με βλέπει πάει να με κυνηγήσει τρέχει και ο αστυνόμος και τον πυροβολεί στο πόδι, πέφτει ξαπλωμένος στο χώμα φωνάζοντας ότι θα με βρει και εγώ να τρέχω, χωρίς προορισμό. Συνέλαβαν και το θείο μου και πείρα όλα τα δικαιώματα, από το τίποτα, είχε γράψει τα πάντα στο όνομά του, σιγά σιγά, μόνο το σπίτι ήταν δικό μου και έμεινα σε αυτό. Προσπάθησα να ορθοποδήσω και τα κατάφερα για δεύτερη φορά.
Η Ελπίδα κοιμήθηκε στα πόδια του, εκείνος την σήκωσε, την πήγε στο κρεβάτι της, την σκέπασε και έκλεισε την πόρτα φεύγοντας, πήγε στο σαλόνι μάζεψε τα ποτήρια και έβαλε το μπουφάν του, κοίταξε τριγύρω και έφυγε μέσα στη νύχτα.
Το επόμενο πρωί η Ελπίδα δεν τον βρήκε στο σπίτι, ο πονοκέφαλος ήταν αφόρητος, κάτι έπρεπε να είχε σκέφτηκε γιατί εδώ και μία εβδομάδα συμβαίνει αυτό, μόλις κάτσουμε στο σαλόνι και πιώ κάτι με παίρνει ο ύπνος και τότε σκέφτηκε ότι πάντα κάτι πίνει και πάντα την παίρνει ο ύπνος. Έτρεξε στην κουζίνα και άρχισε να ψάχνει, έκανε τον τόπο άνω κάτω και δεν έβρισκε τίποτα, ώσπου ακούει μία φωνή
-Ψάχνεις κάτι; Ήταν ο Αλέξανδρος ακουμπισμένος στην πόρτα το χέρι στη τσέπη, και ελαφρώς εκνευρισμένος.
-Ξέρεις, έψαχνα κάτι για να μαγειρέψω μια που είπες ότι δεν είσαι καλός μάγειράς και του χαμογέλασε με αμήχανο ύφος.
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 17 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

mania

Επιφανές μέλος

Η mania αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Μας γράφει απο Ρόδος (Δωδεκάνησα). Έχει γράψει 12,949 μηνύματα.
Τότε τρέχει προς το μέρος της, εκείνη τρέχει κάνοντας το γύρο του πάγκου, πηδάει επάνω της και την ακινητοποιεί στο πάτωμα, η Ελπίδα άρχισε να φωνάζει και να παλεύει, σταμάτησε όμως την στιγμή που χτυπήθηκε δυνατά στο κεφάλι.
-Τι έγινε; Είπε ξυπνώντας δεμένη πάνω στο κρεβάτι, ποιος είσαι;
-Σταμάτα τις ερωτήσεις, θυμωμένος όπως ήταν της ρίχνει ένα χαστούκι, εσύ φταις, ξέρω τα πάντα για σένα, ξέρω ότι εσύ τον σκότωσες, βρώμο θύληκο θα πληρώσεις για ότι έκανες.
-Πώς ξέρεις για μένα; Πού ξέρεις τι έγινε; Και κατέβασε το κεφάλι στηρίζοντας το σώμα από τα απλωμένα, δεμένα χέρια της, δεν έφταιγα εγώ, σε παρακαλώ λύσε με και θα σου πω τα πάντα.
-Σκάσε, η φωνή του δυνάμωσε, να ξέρεις ότι θα σε σκοτώσω, φεύγει από το δωμάτιο με γρήγορο βήμα και κατευθύνετε στην γκαρνταρόμπα, ξεκλειδώνει την πόρτα της ντουλάπας, παίρνει ένα όπλο και πάει στο δωμάτιο της- Το βλέπεις; Αυτό θα είναι η τιμωρία σου, αλλά όχι ακόμα, το σπίτι θα γίνει δικό μου πρώτα.
-Δεν καταλαβαίνω τίποτα, τι δουλειά έχει αυτό;
-Θα σου εξηγήσω, είχα ένα όνειρο και εσύ πήρες τον συνεργάτη μου, σκύλα, και την χαστουκίζει ξανά.
Η Ελπίδα λιποθύμησε ξανά, ήταν ακόμα δεμένη όταν συνήρθε, προσπάθησε να λυθεί αλλά δεν μπορούσε οι χειροπέδες της πονούσαν τους καρπούς, έριξε μία ματιά μήπως μπορούσε να κάνει κάτι, ακούει ανθρώπους να ψιθυρίζουν έξω, προσπάθησε να ακούσει αλλά δεν μπορεί, ακούει άλλη μία φωνή γυναικεία, ξαφνικά ακούγονται βήματα, μια γυναίκα με καλυμμένο το πρόσωπο και λεπτή σιλουέτα μπήκε στο δωμάτιο, κάθισε δίπλα της και την ξέλυσε,
-Θα μείνεις εδώ, είπε με μια γνωστή φωνή, μην κουνηθείς, θα σου φέρω κάτι να φας.
-Ευχαριστώ, τι έγινε; Δεν καταλαβαίνω τίποτα και προσπαθούσε να καταλάβει που ήξερε αυτά τα μάτια και την φωνή.
-Σκάσε και σου είπα μείνε εδώ, είπε και έφυγε κλειδώνοντας την πόρτα.
Εκείνη έμεινε στο δωμάτιο και προσπαθούσε να καταλάβει, ώσπου μπαίνει ο Αλέξανδρος και την πιάνει από τα χέρια χωρίς να τον ενδιαφέρει αν πονούσε, την έβαλε στο κρεβάτι, και της είπε.
-Αυτός που σκότωσες ήταν αδερφός μου, θέλω λοιπόν να μου πεις τι έγινε και εγώ θα σε σκοτώσω χωρίς πόνο. ΛΕΓΕ της λέει τραβώντας την από τα μαλλιά.
-Δεν σκότωσα εγώ το Χάρη ήταν ατύχημα,
-Ξέρεις πόσες φορές τον κάλυψα για να μην τον πιάσει η αστυνομία; Ε!!!!! βρέθηκες εσύ και τα έκανες θάλασσα, είσαι ένα πλούσιο σκουπίδι.
-Μα δεν είμαι πλούσια, εξάλλου μπορώ να στο γράψω και να με αφήσεις να ζήσω.
-Λέγε, τι έγινε;
-Ήμουν στο σπίτι μόνη μου, χτύπησε η πόρτα και ήταν ο Χάρης, δεν ξέρω πώς βγήκε μετά από τόσα που έκανε, με έσπρωξε να μπω μέσα και για καιρό με είχε στο σπίτι χτυπώντας με και βιάζοντας με, έφερε και άλλες κοπέλες και άνδρες, με έβαζε να συμμετέχω σε όργια. Την ημέρα που με βρήκες αποφυλακίστηκε ο θείος μου και ήρθε στο σπίτι για να με σκοτώσει που τον έστειλα φυλακή, άνοιξε την πόρτα ο χάρης και άρχισαν να μαλώνουν, κάτι έγινε λέει με τα οικονομικά.
-Ώστε αυτός ήταν ο μυστικός συνεργάτης του στο μπ**ρδ*λ*. γιαυτό είπε ότι είχε μπλεξίματα με κάποιον δεν είπε ότι ήταν ο Θωμάς ο θείος σου.
Η πόρτα ανοίγει ξαφνικά και μπαίνει η γυναίκα αρχίζοντας να τον χτυπάει, να τον βρίζει, την σηκώνει από την μέση της και κλείνει την πόρτα,
Στο βάθος του διαδρόμου ακουγόντουσαν φωνές.
-Πώς το έκανες αυτό; Είχατε πει ότι δεν θα σημετείχε.
- Ο Χάρης το έκανε,
- την καταστρέψατε,
-Σταμάτα να φωνάζεις
Οι φωνές σταμάτησαν και ακουγόταν μόνο ψίθυροι, η πόρτα άνοιξε και ήταν ο Αλέξανδρός ντυμένος στα μπλε
-Εγώ φεύγω και βάζει κάτι στο πέτο του, όταν γυρίσω θέλω την συνέχεα, τα χέρια αποτραβιούνται από την όψη του κουστουμιού.
-Όχι!!!! λέει με ένα τρομακτικό ύφος είσαι……..
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 17 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

mania

Επιφανές μέλος

Η mania αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Μας γράφει απο Ρόδος (Δωδεκάνησα). Έχει γράψει 12,949 μηνύματα.
Θέλω να πώ οτι το επόμενο κομμάτι θα είναι και το τέλευταίο για τα Χάρτινα καράβια. Έτσι δεν θα σας κουράσω για πολύ ακόμα. Ευχαριστώ για τον χρόνο που αφιερώσατε για να το διαβάσετε και για τις συμβουλές που μου δώσατε ειδικά το θείο βρέφος. τα λέμε σύντομα, με το τέλος της ιστορίας.:pc:
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 17 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

mania

Επιφανές μέλος

Η mania αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Μας γράφει απο Ρόδος (Δωδεκάνησα). Έχει γράψει 12,949 μηνύματα.
-Όχι!!!! λέει με ένα τρομακτικό ύφος είσαι……..αστυνομικός
-Τώρα κατάλαβες γιατί είναι έξω ο Χάρης και ο Θωμάς; Θα σε τακτοποιήσω όταν γυρίσω και κλείνει την πόρτα πίσω του.
Ακούστηκαν ξανά ψίθυροι, σηκώθηκε από το κρεβάτι κοίταξε τριγύρω για κάτι βαρύ και βλέπει ένα ξύλο να κρατάει το παραθυρόφυλλο, τρέχει το πιάνει και κρύβετε πίσω από την πόρτα, ακούει βήματα να έρχονται προς τα εκείνη, η πόρτα ανοίγει και χτυπάει κατακέφαλα την γυναίκα με την μάσκα, άρχισε να τρέχει ρίχνοντας μόνο μία ματιά στο πεσμένο κορμί, κοιτάζει μπροστά της και πέφτει πάνω στον Αλέξανδρο, την πιάνει από τα χέρια και την δένει με τις χειροπέδες, σήκωσε το χέρι να την χτυπήσει και ακούγετε μία φωνή
-ΜΗ……….μην το κάνεις αυτό, τρέχει προς το μέρος του και τσιρίζει
Εκείνος την χτύπησε ξανά και ξανά στο πρόσωπο μέχρι που το αίμα κάλυπτε το πρόσωπο της, η γυναίκα ούρλιαζε πεσμένη στο πάτωμα, ώσπου σταμάτησε να την χτυπάει.
-Τι έκανες; Του είπε κλαίγοντας θα την σκότωνες, άφησε την να πει τι έγινε.
-Εντάξει θα περιμένω,

Την επόμενη μέρα συνήλθε δεμένη και πάλι στο σαλόνι αυτή τη φορά και η γυναίκα να την κοιτάζει.
-Πες μου, σε παρακαλώ τι έγινε εκείνο το βράδυ,
-Σας παρακαλώ αφήστε με, εξαντλημένη πια,
-Σε παρακαλώ πες μου, τι έγινε και εγώ θα σε αφήσω
-Καβγάδιζαν για οικονομικά, τους είδα, πλησίασα όσο μπορούσα, άκουσα ότι δεν μπορεί να πάρει το σπίτι ο θείος μου και εκείνος τον έσπρωξε, άρχισαν να καβγαδίζουν και να χτυπιούνται, έτρεξα στην κουζίνα έπιασα ένα μαχαίρι δεν ξέρω γιατί, φοβήθηκα πολύ βγήκα στο σαλόνι και με είδαν έτρεξαν προς το μέρος μου και με ακινητοποίησαν βάζοντας το μαχαίρι στο λαιμό μου, ο θείος μου είπε να με αφήσει γιατί πρέπει να τους γράψω το σπίτι και ο Χάρης τον κάρφωσε στο πόδι, τότε πάλεψαν ξαπλωμένοι και οι δύο, ώσπου το μαχαίρι κάρφωσε το Χάρη στην καρδιά, πέταξε το μεγάλο μαχαίρι στο πάτωμα και ξάπλωσε εξαντλημένος, τότε μου είπε πως εμένα θα με κανονίσει αργότερα, έπιασα το μαχαίρι στα χέρια μου και τον κάρφωσα στην κοιλιά, Δεν άντεχα άλλο την ταπείνωση, έπρεπε να τον σκοτώσω, τότε ανέβηκα πάνω και έλυσα τα κορίτσια για να φύγουν, κάποια είχε σχέση με τον Χάρη και με χτύπησε, ούρλιαζε κάποια στιγμή με έσπρωξε και με έριξε από τις σκάλες, λιποθύμησα από τους πόνους. Όταν ξύπνησα σηκώθηκα έπιασα το μαχαίρι και πήγα να κόψω τις φλέβες μου, αλλά τότε είδα τον πατέρα μου στα λευκά να μου λέει για την Ελπίδα και το καράβι στο ποτάμι που τρέχει, σηκώθηκα πήρα το μαχαίρι και άρχισα να περπατάω ώσπου βρέθηκα εδώ. Δεν τον σκότωσα εγώ και έκλεγε με αναφιλητά.
-Σε πιστεύω, όταν θα έρθει ο Φάνης θα του τα πω όλα
-Πόσοι είστε, τι θέλετε;
-Φάνης είναι ο Αλέξανδρος αυτό είναι το πραγματικό του όνομα
-Φάνη; Έτσι έλεγαν έναν παλιό φίλο των γωνιών μου και εκείνος ήταν αστυνομικός, τον θυμάμαι ελάχιστα και την ώρα του καβγά άκουσα να λέει αυτό το όνομα ο θείος μου.
-Ξέρω ότι δεν σε αφορά αλλά ο Θωμάς είναι χρόνια γνωστός του Φάνη, από τότε που ζούσε ο πατέρας σου,
-Τι ξέρεις εσύ για τον πατέρα μου; Πια είσαι; Τι θέλετε; Είπε και έκλεγε με αναφιλητά
Ο Φάνης εκείνη την στιγμή μπήκε στο σπίτι και ρώτησε την γυναίκα τι έγινε, εκείνη του είπε ακριβώς τι έγινε τότε σήκωσε ένα βαρύ, μεταλλικό όπλο σημάδεψε την Ελπίδα και τότε πήδηξε η γυναίκα έπιασε το όπλο και αυτό εκπυρσοκρότησε, σημάδεψε τον Φάνη το κεφάλι, η Ελπίδα έμεινε άφωνη, γύρισε τότε η γυναίκα την κοίταξε και της είπε
-Σε έχασα μία φορά, όχι δεύτερη τότε βγάζει την κουκούλα και η Ελπίδα μένει άναυδη
-Εσύ…….. μα πώς;
-τον αγαπούσα πολλή παράτησα άνδρα και παιδί για χάρη του, την πλησίασε την έλυσε και της είπε: τον ακολουθούσα παντού, ήθελαν οι τρείς τους να ανοίξουν πορνείο ανηλίκων,, αλλά τώρα τελείωσε είναι όλοι τους νεκροί, φύγε δεν αξίζω τίποτα από εσένα, θα πάρω την ευθύνη για το θάνατο όλων,
-Μητέρα δεν σε αφήνω θα είμαι κοντά σου, δεν έχω κανένα. Και της χάιδεψε τα μαλλιά, πώς είναι δυνατόν;
-δεν βρήκαν ποτέ σώμα, δεν στο είπε ο πατέρας σου; Κολύμπησα και με περίμενε ο Φάνης με την βάρκα, το παιδί που περίμενα ήταν το δικό του, το ίδιο και σύ.
-Πώς;;;;; και μένει με ανοικτό το στόμα.
-Αυτός είναι ο πραγματικός πατέρας σου, σε μισούσε γιατί έχασα το άλλο παιδί και ζητούσα εσένα. Φύγε, μην κοιτάξεις πίσω, μείνε ελεύθερη και την έσπρωξε με νόημα, σηκώθηκε και πήγε μέχρι την πόρτα, ένας κρότος ακούστηκε και είδε την μητέρα της πεσμένη στο πάτωμα νεκρή.
Χαμογέλασε κουνώντας το κεφάλι της έπιασε το όπλο, το κράτησε με το δάκτυλο στην σκανδάλη και είπε
-Εσύ σκότωσες τον πατέρα εσύ σκότωσες και την μητέρα, βγήκε από το σπίτι και περπάτησε στο δρόμο, περιπολικά ακούστηκαν από μακριά η Ελπίδα γύρισε το κεφάλι της και τους είδε να κάνουν στην άκρη, της φώναζαν να πετάξει το όπλο και εκείνη το σήκωσε ψηλά προς το μέρος των αστυνομικών
-ΠΥΡ……………….

Το σώμα πεσμένο στην άσφαλτο, το φώς της μέρας ελάχιστο, μια κηλίδα αίμα τρέχει από το μέρος της, τρέχει κόκκινο να προλάβει να ζήσει όπως το καράβι, μόνο που της Ελπίδας είχε πια βουλιάξει........


ΤΕΛΟΣ
-
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 17 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Χρήστες Βρείτε παρόμοια

  • Τα παρακάτω 0 μέλη και 2 επισκέπτες διαβάζουν μαζί με εσάς αυτό το θέμα:
    Tα παρακάτω 0 μέλη διάβασαν αυτό το θέμα:
  • Φορτώνει...
Top