Ελληνικός λαός, κρίση και πολιτική κουλτούρα

akritas

Εκκολαπτόμενο μέλος

Ο akritas αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Έχει γράψει 231 μηνύματα.
Σε προηγούμενη ανάρτηση είχα υποστηρίξει για τονιδεολογικό αχταρμά του εκλογικού σώματος, όπου οι σοσιαλιστές και συντηρητικοί έγιναν νεοφιλελεύθεροι, μερικοί ευρωκομμουνιστές και αριστεριστές ερωτεύτηκαν την σοσιαλδημοκρατία, οι νεοναζί μεταλλάχτηκαν σε εθνικιστές, κλπ. Μόνο το ΚΚΕ παραμένει τελικά σταθερό στις σταλινικές του θέσεις.

Το πρόβλημα λοιπόν κατά εμέ εστιάζεται στην παντελή έλλειψη πολιτικής κουλτούρας που υπάρχει όχι μόνο στην ελίτ, αλλά και στην κακομαθημένη Ελληνική κοινωνία. Για αυτό ήρθε η κρίση. Και όχι μία οποιαδήποτε κρίση.

Τι είναι όμως η Πολιτική Κουλτούρα και τι Κρίση ;

Πολιτική Κουλτούρα είναι ο τρόπος ζωής ενός λαού. Δηλαδή είναι ο ψυχολογικός προσανατολισμός ενός λαού σε τομείς της πολιτικής όπως τα κόμματα, η κυβέρνηση και το σύνταγμα, που εκφράζεται στις πολιτικές στάσεις, τις πεποιθήσεις, τα σύμβολα και τις αξίες του.[Heywood:Πολιτική:284 & 310]

Η Κρίση από την άλλη μεριά δεν μία απλή οικονομική ή πολιτική κρίση(π.χ. 1989).Αυτή η κρίση οδηγεί σε μετασχηματισμό όχι μόνο της Ελληνικής κοινωνίας αλλά και όλης της Ευρωπαικής. Αφορά την υπονόμευση του πυρήνα ή της οργανωτικής αρχής μιας κοινωνίας, δηλαδή, τη διάβρωση ή την καταστροφή εκείνων των κοινωνικών σχέσεων που καθορίζουν το πεδίο και τα όρια της αλλαγής, εκτός των άλλων, στις πολιτικές και οικονομικές δραστηριότητες. Είναι μια κρίση με μετασχηματιστικό δυναμικό που αμφισβητεί τον ίδιο τον πυρήνα της πολιτικής τάξης.[Held:263]

Τι σχέση έχει λοιπόν η Κρίση με την Κουλτούρα μας;

Όποτε όλα πηγαίνουν στραβά, ενστικτωδώς το πρώτο πράγμα που κάνουμε είναι να κατηγορούμε τους ιθύνοντες - εν προκειμένω τους τραπεζίτες, τους οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής φερεγγυότητας, τις εποπτικές αρχές, τους Γερμανούς και τις κυβερνήσεις. Οι ιδέες δεν μπαίνουν ποτέ στο στόχαστρό μας παρά μόνο όταν καταστεί πλέον εμφανές ότι οι ιθύνοντες δεν ήταν τόσο πολύ παραδόπιστοι, άπληστοι και ανίκανοι όσο πιστεύαμε, αλλά ότι αυτοί ενεργούσαν βάσει κάποιων αρχών τις οποίες θεωρούσαν βάσιμες: οι τραπεζίτες βασίστηκαν σε συστήματα διαχείρισης κινδύνου που τα θεωρούσαν εύρωστα, οι κυβερνήσεις βασίστηκαν σε αγορές τις οποίες θεωρούσαν σταθερές, ενώ οι επενδυτές πίστεψαν όσα τους είπαν οι ειδήμονες. Με άλλα λόγια, η πρώτη αντίδρασή μας απέναντι στην κρίση είναι η αναζήτηση ενός «αποδιοπομπαίου τράγου», ως ο μοναδικός τρόπος για να προβάλουμε την ευθύνη του συστήματος ιδεών που γέννησε τα υφιστάμενα λάθη είναι να διεισδύσουμε βαθύτερα στις πηγές αυτών των λαθών.

Δύο είναι οι πόλοι που κατέστρεψαν την πολιτική κουλτούρα αυτού του λαού:

  • o Δικομματισμός, ο οποίος θεσμοποίησε τον Φαυλοκρατισμό και την Διαφθορά. Είναι αυτός που μας ισοπέδωσε πάση έννοια αξιοκρατίας στους Ελληνικούς Δημόσιους Θεσμούς. Είναι αυτός που βίασε την έννοια του κοινωνικοδίκαιου κράτους και το μετέτρεψε σε φαυλοκρατικό και λαθροπολυπολιτισμικό.
  • ο χαμαιλαόντας που λέγεται «Ελληνική αριστερά», ο οποίος με την πολιτική ανοχή του δικομματισμού θεσμοποίησε στην Ελληνική κοινωνία την πλήρη απαξίωση άλλων ιδεολογιών, προωθεί τον εθνομηδενισμό και τον άκρατο πολυπολιτισμό. Είναι η αριστερά με τις δεξιές τσέπες και τις καπιταλιστικές συμπεριφορές. Είναι αυτή, η οποία μεταλλάχτηκε ως ευρωκομμουνιστική και ως σκέτο αριστερά μετά την κατάρευση της ΕΣΣΔ και φυσικά το διαχρονικό στις σταλινικές του αντιλήψεις ΚΚΕ. Είναι η άκρα αριστερά όπως την λέει όλος ο κόσμος έξω.
Ο Ρωλς[σελ 195] υποστηρίζει ότι τα κύρια στοιχεία που επηρεάζουν την πολιτική κουλτούρα σε επιβαρημένη κοινωνία(sic:όπως η δική μας) είναι η πολιτική παιδεία, οι πολιτικές αρετές και η κοινωνία των πολιτών, η εντιμότητα και η εργατικότητα των μελών της, η έφεση τους προς κάθε είδους καινοτομίες κλπ. Μάλιστα προσθέτει ότι καίριο και βασικό είναι η πληθυσμιακή πολιτική της χώρας, ώστε να μην επιβαρύνει υπερβολικά τα εδάφη της και την οικονομία με πληθυσμό που δεν μπορεί να συντηρήσει.

Η παρούσα κρίση έχει ως βασική αιτία την πνευματική αποτυχία της οικονομικής επιστήμης.[Skindelsky:20] Το καταστροφικό μνημόνιο το έφερε ο φαυλοκρατισμός και ο άκρατος κρατισμός. Τον δρόμο προς την ολοκληρωτική καταστροφή, τον δείχνει ο παγκοσμιοποιημένος νεοφιλελευθερισμός των Μερκοζύ, αλλά και η παντελής έλλειψη πολιτικής κουλτούρας της ελίτ και του έθνους μας.

Μην ψάχνουμε λοιπόν ενόχους μόνο στα «μνημονιακά κόμματα» ή/και είτε στα «αντιμνημονιακά». Το πολιτικό σύστημα δεν είναι μόνο αυτοί που κυβερνούν αλλά και αυτοί που έχουν πάσης είδους εξουσίας και διανομή πόρων(συνδικαλισμός, ΜΜΕ, κλπ) και φυσικά οι πολίτες που τους ανέχονται και τους εκλέγουν. Εύχομαι και ελπίζω να γεννηθούν καινούργιοι πολιτικοί σχηματισμοί απαλλαγμένοι από τα «αξίες» τους που μας οδήγησαν στην Χρεοκοπία. Διότι οι παλιοί χρησιμοποιούν κοινωνικούς και πολιτικούς αυτοματισμούς για να δικαιολογηθούν στον εαυτό τους, αλλά και προκειμένου να αποκτήσουν «προίκα διαδοχής». Το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν τους σκοτίζει η χώρα. Διαφορετικά θα είχαμε μία κυβέρνηση με στόχους, όπως τα καρτέλ, το μαύρο χρήμα, τη διαπλοκή και όχι τους μισθωτούς και τους συνταξιούχους.

Ο Αριστοτέλης είπε ότι «ο άνθρωπος είναι από τη φύση του ζώο πολιτικό». Άρα δεν έχουμε καμία δικαιολογία να λέμε ότι δεν ξέραμε και δεν γνωρίζαμε τι αντιπροσωπεύει ο πολιτικός σχηματισμός που ψηφίσαμε. Πολιτική είναι η:«τέχνη του κυβερνάν», «ενασχόληση με τα κοινά», «συμβιβασμός και συναίνεση» και «εξουσία και διανομή πόρων». Κάθε έννομη τάξη(π.χ. κόμματα, εκλογικό σώμα) επιδρά άμεσα μέσω της διαμόρφωσής της στην κατανομή της δύναμης εντός της αντίστοιχης κοινότητας, τόσο της οικονομικής αλλά και οποιοσδήποτε άλλης δύναμης(π.χ. παιδείας).[Weber:κοινότητες:140] Ο Έλληνας πολίτης λοιπόν πρέπει και επιβάλεται ατομικά να είναι ενημερωμένος σωστά ως προς την πολιτική. Διότι με την ψήφο αλλά και κυρίως με την κοινωνική συμπεριφορά του μπορεί να οδηγήσει τις πολιτικές εξελίξεις. Οι Ισλανδοί με πολύ υψηλή πολιτική κουλτούρα το απέδειξαν στην πράξη. Ας διδαχθούμε από αυτούς. Είμαστε το έθνος που δημιούργησε την πολιτική κουλτούρα, αλλά όμως την ξεχάσαμε και την αφήσαμε στα χέρια πολιτικών και ραντιέρηδων, με αποτέλεσμα να είμαστε έρμαια των διαθέσεών τους. Και αυτό το πληρώνουμε σκληρά με αυτήν την κρίση.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1-Αριστοτέλης, Πολιτικά
2-Andrew Heywood, Πολιτική, 2006
3-Andrew Heywood, Πολιτικές ιδεολογίες, 2007
5-Τζον Ρωλς, το Δίκαιο των Λαών, 2002
6-David Held, Μοντέλα Δημοκρατίας, 2007
7-Robert Skindelsky, Η επιστροφή του Κέινς, 2012
8-Max Weber, Οικονομία και κοινωνία(Κοινωνιολογικές έννοιες), 2005
9-Max Weber, Οικονομία και κοινωνία(Κοινότητες), 2007

https://akritas-history-of-makedonia.blogspot.com/2012/05/blog-post_15.html
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 11 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Νωεύς

Τιμώμενο Μέλος

Ο Ιάσων αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Επαγγέλεται Μαθητής/τρια και μας γράφει απο Άγιο Πνεύμα (Σέρρες). Έχει γράψει 5,713 μηνύματα.
...
Το πρόβλημα λοιπόν κατά εμέ εστιάζεται στην παντελή έλλειψη πολιτικής κουλτούρας που υπάρχει όχι μόνο στην ελίτ, αλλά και στην κακομαθημένη Ελληνική κοινωνία. ...

:redface:: Μάλλον υπερβάλλεις! Ίσως όμως να έχουμε πλέον μία ώριμη σύγχυση στη δυαδικότητα της εθνικής μας ταυτότητας: στο όνομα "Χριστιανοί" και στο επώνυμο "Έλληνες". Ο κοινοτισμός και η ατομοκρατία, σε φάση αδυσώπητης αντίφασης/αντινομίας, με καταλύτη την Παγκοσμιοποίηση...
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 11 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

me.

Εκκολαπτόμενο μέλος

Ο me. αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Έχει γράψει 307 μηνύματα.
Ποιά Ελλάδα καταρρέει;
19/12/2011

Την Κυριακή 18 Δεκεμβρίου, στην εφημερίδα Καθημερινή δημοσιεύτηκε το παρακάτω κείμενο, στο οποίο τελείως σχηματικά, διατυπώνονται ευρύτεροι προβληματισμοί. Για το σχήμα αυτό που παρουσιάζω -εκτός από τις δικές μου αυτόνομες παρατηρήσεις που προήλθαν από την παρακολούθηση του μικρασιατικού, αλλά και σοβιετικού ελληνισμού- χρησιμοποίησα δύο βασικά κείμενα, τα οποία μ’ έναν έξοχο τρόπο μου έδωσαν το πρώτο τη καθαρή γνώση για την αστική ανάπτυξη των Ελλήνων στη Μικρά Ασία και το δεύτερο μια ανάλυση των δυσπλασιών της ελλαδικής κρατικής και κοινωνικής συγκρότησης: D. Gontikas, Ch. Issawi, Ottoman Greeks in the age of nationalism και Π.Κονδύλης, Η παρακμή του αστικού πολιτισμού…

Αναζητώντας τις γενετικές αντινομίες του ελληνικού κράτους


Λίγα μόλις χρόνια μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες, οπότε οι Ελληνες –τουλάχιστον οι ελίτ αυτής της χώρας– έζησαν με πάθος το παραμύθι της Σταχτοπούτας, η σκληρή πραγματικότητα έστρεψε τη δημόσια συζήτηση στην ακριβώς αντίθετη φορά.

Η παγκόσμια οικονομική κρίση, παράλληλα με την κρίση του ενιαίου νομίσματος, οδήγησε την ελλαδική κοινωνία σε μια πρωτοφανή κρίση και δυσανεξία. Εφερε παράλληλα στην επιφάνεια όλες τις δομικές δυσπλασίες του νεοελληνικού κρατικού εγχειρήματος. Ετσι η Ελλάδα αναδείχθηκε σε ιδιαίτερο και μοναδικό φαινόμενο στην Ευρώπη, καταλύτη μεγάλων αρνητικών αλλαγών.

Ποιες όμως είναι εκείνες οι παράμετροι που οδήγησαν την Ελλάδα σε μια τόσο δυσμενή θέση; Είναι μόνο η μεταπολιτευτική διαχείριση που μετέτρεψε το κράτος σε θεραπαινίδα των κομματικών μηχανισμών; Μήπως υπάρχουν βαθύτερες αιτίες, που ανάγονται στον τρόπο που συγκροτήθηκε η Ελλάδα ως έθνος–κράτος και απλώς επιδεινώθηκαν από την πρόσφατη διαχείριση;

Η ελληνική παλιγγενεσία, η δεύτερη μεγάλη αντιαπολυταρχική ευρωπαϊκή επανάσταση μετα τη Γαλλική, οδήγησε στη δημιουργία του νεαρού ελληνικού κράτους το 1830. Ομως, τα γεωγραφικά όρια του νεαρού εθνικού κράτους απείχαν πολύ από τα όνειρα των προοδευτικών διαφωτιστών που ονειρεύτηκαν και σχεδίασαν την Επανάσταση.

Το έθνος–κράτος ήταν μια νέα πολιτειακή μορφή που εμφανίστηκε μετά τη Γαλλική Επανάσταση και εξέφραζε την άνοδο των αστικών στρωμάτων στην εξουσία, ενάντια στους παλιούς φεουδάρχες και αριστοκράτες. Στην ελληνική, όμως, περίπτωση, το έθνος–κράτος δημιουργήθηκε σε μια περιοχή απ’ όπου απουσίαζαν πλήρως τα αστικά στρώματα. Δηλαδή, οι κοινωνικές εκείνες δυνάμεις που αντιστοιχούσαν στη νέα πολιτειακή μορφή. Τα εδάφη που αποτέλεσαν το έδαφος του ελεύθερου κράτους βρίσκονταν στην καθυστερημένη περιφέρεια της αυτοκρατορίας από την οποία αποσχίστηκαν. Τα μεγάλα αστικά κέντρα, όπου ζούσε και αναπτυσσόταν δημιουργικά ο ελληνισμός, βρέθηκαν εκτός των συνόρων.

Εντός των συνόρων, οι παραγωγικές δυνάμεις ήταν ελάχιστα ανεπτυγμένες, όπως και οι υπόλοιπες προϋποθέσεις που ήταν απαραίτητες για τη λειτουργία ενός έθνους–κράτους. Βασικό χαρακτηριστικό στην εξέλιξη της ελλαδικής κοινωνίας θα είναι η απουσία σημαντικών αστικών στρωμάτων. Ετσι το κράτος θα συγκροτηθεί στη βάση προαστικών, πατριαρχικών σχέσεων. Οι πραγματικές δομικές αδυναμίες θα οδηγήσουν σε μια ιδεολογική «υπερ–αναπλήρωση» βασισμένη στην αρχαιοελληνική ανάκληση, στην αναβίωση ενός νεκρού παρελθόντος ως αντιστάθμισμα στην υπαρκτή πολιτισμική ταυτότητα των εξωελλαδικών ελληνικών κέντρων. Παράλληλα, θα εδραιωθεί μέσω της αυτοαναγνώρισης η ιδεολογία της «μητρόπολης» ως συναίσθημα υπεροχής.

Ειδικά μετά την καθιέρωση του Συντάγματος του 1844, τα ισχυρά από την προεπαναστατική εποχή τοπικά συμφέροντα των προεστών και των φεουδαρχών θα καταλάβουν πλήρως και ολοκληρωτικά την εξουσία στο βασίλειο, θα επηρεάσουν αποφασιστικά τη μοναρχία, θα εδραιώσουν έναν πελατειακό κοινοβουλευτισμό και θα οδηγήσουν στην ανάπτυξη ενός παλαιοελλαδικού τοπικισμού, που στις κρίσιμες εποχές της Ιστορίας θα έχει μοιραία συμβολή στις εξελίξεις. Το γεγονός αυτό θα οδηγήσει σε υπερ–λειτουργία του κρατικού μηχανισμού, με αποτέλεσμα τη δημιουργία ισχυρών δεσμών μεταξύ ελεύθερης αγοράς και κρατικής–κομματικής λειτουργίας. Η πολιτισμική ενοποίηση του πληθυσμού και η δημιουργία μηχανισμών λειτουργίας που αντιστοιχούσαν στη νέα πολιτειακή μορφή απορρόφησαν τις δραστηριότητες των νέων ελίτ, κρατικοδίαιτων σε μεγάλο βαθμό, που αναπτύχθηκαν.

Σε αντίθεση με την κοινωνική εξέλιξη εντός του ελληνικού βασιλείου, ως απόρροια του Τανζιμάτ και του Χάτι Χουμαγιούν –δηλαδή της οθωμανικής περεστρόικα–, οι Ελληνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας θα αναπτυχθούν ραγδαία καθ’ όλο το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Θα αναπτύξουν αξιοσημείωτα αστικά στρώματα, που μαζί με τους Αρμένιους και, λιγότερο, τους Εβραίους θα αποτελέσουν την οθωμανική αστική τάξη, την οποία θα επιχειρήσουν επιτυχημένα, από το 1908, να εξοντώσουν οι νεότουρκοι εθνικιστές. Ετσι, η μοναδική ελληνική αστική τάξη που διαμορφώθηκε ιστορικά και είχε χαρακτηριστικά που αντιστοιχούσαν στην ευρωπαϊκή τυπολογία, βρισκόταν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Οι εξελίξεις στην Ελλάδα και η πολιτική που θα επιλεγεί στις αρχές του 20ού αι. θα καθοριστούν από τις ενδοοθωμανικές εξελίξεις, την εμφάνιση ενός μιλιταριστικού εξτρεμιστικού τουρκικού εθνικισμού και την ήττα των μεταρρυθμιστικών οθωμανικών δυνάμεων. Η άνοδος στην εξουσία των μεταρρυθμιστικών δυνάμεων που ήταν συσπειρωμένες γύρω από τον Βενιζέλο εγγυόταν εν μέρει τη συμμετοχή του ελληνισμού στις κοσμογονικές αλλαγές που σύντομα επρόκειτο να έρθουν.

Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και οι μεταπολεμικές διευθετήσεις με τη Μικρασιατική Εκστρατεία υπήρξαν η μοναδική ευκαιρία αναίρεσης της αρχικής γενετικής αντινομίας. Η ενσωμάτωση των περιοχών όπου ζούσε και δρούσε η ακμαία ελληνική αστική τάξη και βρισκόταν στον άξονα Κωνσταντινούπολης–Σμύρνης, θα οδηγούσε στην αποκατάσταση μιας φυσιολογικής κοινωνικής δομής στο ελληνικό έθνος–κράτος.

Η αποτυχία του εγχειρήματος, που επί της ουσίας υπονομεύτηκε συνειδητά από τις κυρίαρχες ελίτ, σφράγισε αμετάκλητα τη μορφή της ελληνικής κοινωνίας.

————————————————————————————-
[FONT=&quot]
[/FONT]
O άτυχος 20ος αιώνας


Ο 20ος αιώνας, παρότι φάνηκε ότι ξεκινά καλά για τους Έλληνες, τελικά δεν ήταν τόσο καλός μαζί τους. Η Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 κόστισε περί το ένα εκατομμύριο θύματα από ένα έθνος που ήταν συνολικά επτά εκατομμύρια και κατοικούσε έως τότε στα Βαλκάνια και στη Μικρά Ασία. Δεκαοχτώ χρόνια μετά από την πρωτοφανή Καταστροφή, η Ελλάδα θα δεχτεί την επίθεση της φασιστικής Ιταλίας αρχικά και της ναζιστικής Γερμανίας στη συνέχεια.


Η Ελλάδα λεηλατήθηκε και ερειπώθηκε από τους Γερμανούς. Η παραγωγική της βάση καταστράφηκε. Τουλάχιστον 600.000 Έλληνες, δηλαδή το 13% του πληθυσμού, έχασαν τη ζωή της είτε εξαιτίας της κλοπής των αποθεμάτων της χώρας, είτε από δολοφονίες αμάχων και μάχες με το αντιστασιακό κίνημα. Οι Γερμανοί δολοφόνησαν κατοίκους 89 πόλεων και χωριών, έκαψαν περισσότερους από 1700 οικισμούς στην ύπαιθρο και εκτέλεσαν πολλούς από τους κατοίκους αυτών των χωριών. Μετέτρεψαν την χώρα σε ερείπια, λεηλάτησαν τους αρχαιολογικούς της θησαυρούς και οικειοποιήθηκαν το εθνικό της κεφάλαιο με υποχρεωτικό δανεισμό. Το οικονομικό κόστος αυτής της νέας Καταστροφής ανέρχεται σε 60 δισ. δολάρια για πολεμικές αποζημιώσεις και σε 18 δις. δολάρια για το υποχρεωτικό δάνειο.


Οι αποζημιώσεις δεν δόθηκαν ποτέ.

Η ναζιστική κατοχή της Ελλάδας είχε και άλλες συνέπειες. Καθώς διέλυσε τους κοινωνικούς και πολιτειακούς θεσμούς, δημιούργησε τις προϋποθέσεις ενός σκληρού Εμφυλίου πολέμου μεταξύ της Δεξιάς και της Αριστεράς για την πολιτική κυριαρχία, μετά το τέλος της Γερμανικής Κατοχής. Ενός Εμφυλίου που ευνοήθηκε από τα γεωπολιτικά συμφέροντα των ανταγωνιστών του Ψυχρού Πολέμου. Στην πραγματικότητα, ο Πόλεμος στην Ελλάδα δεν τελείωσε το 1945, όως στηνυπόλοιπη Ευρωπη, αλλά το 1949.


Στη συνέχεια, η Ελλάδα θα μετατραπεί σε αντικομμουνιστικό προτεκτοράτο της Δύσης, έχοντας ως επίφαση τη Δημοκρατία. Η φιλοαμερικανική δικτατορία της ακροδεξιάς που θα διαρκέσει 7 χρόνια (1967-1974) θα υποθηκεύσει οριστικά το μέλλον των Ελλήνων καταστρέφοντας με τις ευλογίες Αμερικάνων και Βρετανών την αδέσμευτη Κυπριακή Δημοκρατία και βάζοντας για πρώτη φορά στο “παιχνίδι” τη στρατοκρατική Τουρκία.


Με δυο λόγια, ανεξάρτητα από τις εσωτερικές αντινομίες και την ανικανότητα των κατά καιρούς πολιτικών ηγεσιών, οι Έλληνες πλήρωσαν πανάκριβα τις πολιτικές των μεγάλων δυνάμεων στο χώρο της Εγγύς Ανατολής και της Ανατολικής Μεσογείου.


————————————————————————————-



Ίσως με το παρακάτω να ολοκληρώνεται το σχήμα :

Πως το κράτος υποθήκευσε το έθνος.


Η εκδίκηση του ‘22

Η σφοδρή οικονομική κρίση και η εν μέρει κατάρρευση του ελληνικού κράτους μπορεί να ερμηνευθεί από το γεγονός ότι για δεκαετίες χρησιμοποιήθηκε για εξυπηρέτηση ιδιοτελών στόχων διάφορων κοινωνικών ομάδων που κατάφεραν να το αλώσουν. Οι ομάδες που βαθμιαία κυριάρχησαν μετά το 1974 ήταν κυρίως οι συγκροτημένες κομματικές γραφειοκρατίες, αλλά και ομάδες με ισχύ όπως για παράδειγμα οι δικαστές. Παλαιότερα ήταν οι αξιωματικοί και οι αστυνομικοί. Όσο ξετυλίγουμε το κουβάρι της κοινωνικής ισχύος και φτάνουμε στις απαρχές τις κρατικής συγκρότησης, συναντούμε συνεχώς αντίστοιχες ομάδες συμφερόντων. Η ομάδα που δεν εμφανίζεται στον κατάλογο αυτό, στο βαθμό που θα περίμενε ο ερευνητής, είναι η ομάδα που αποκαλείται «αστική τάξη» με την αυστηρή έννοια του όρου και όχι με την ελαφρότητα και την ευκολία που χρησιμοποιείται από τη νεοελληνική κοινωνιολογία και τους νεοέλληνες πολιτικούς για να χαρακτηρίσει κάθε εύπορη ομάδα πολιτών.


Μια ώριμη ελληνική αστική τάξη



Σε αντίθεση με την προβληματική δομή που υπήρχε στο ελεύθερο ελληνικό Βασίλειο των 4,5 εκατομμυρίων πολιτών -και βασιζόταν στην κατίσχυση των κρατικοδίαιτων στρωμάτων- στην άλλη πλευρά του Αιγαίου αναπτύχθηκε από τα μέσα του 19ου αιώνα μια ώριμη ελληνική αστική τάξη.


Οι Έλληνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας πριν το 1914 φαίνεται ότι ήταν περί τα 2.2 εκατομμύρια (1.8 στη Μικρά Ασία και 400 χιλιάδες στην Ανατολική Θράκη με την Κωσταντινούπολη) σ’ ένα συνολικό πληθυσμό 10 περίπου εκατομμυρίων. Η οικονομική τους ισχύ ήταν πολύ μεγαλύτερη της πληθυσμιακής τους αναλογίας. Το 50% του επενδεδυμένου κεφαλαίου στη βιομηχανία, καθώς και το 60% σε κλάδους μεταποίησης ανήκαν σε πολίτες που προέρχονταν από τις ελληνικές οθωμανικές κοινότητες. Το 1912, από τις 18.063 εμπορικές επιχειρήσεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, σε Έλληνες ανήκε το 46%, το 23% σε Αρμένιους, το 15% σε μουσουλμάνους.



Υπολογίζεται ότι το 1914 από τις 6.507 βιομηχανίες και βιοτεχνίες, το 49% ανήκε σε Οθωμανούς Έλληνες, ενώ Έλληνες ήταν και το 46% των τραπεζιτών. Την ίδια χρονιά, υπολογίζεται ότι Έλληνες ήταν το 52% των γιατρών, το 49% των φαρμακοποιών, το 52% των αρχιτεκτόνων το 37% των μηχανικών και το 29% των δικηγόρων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το 1921, στην Κωσταντινούπολη, τα 171 από τα 257 εστιατόρια ανήκαν σε Έλληνες, όπως και οι 444 από 471 ποτοποιίες και οι 528 από τις 654 επιχειρήσεις χονδρικού εμπορίου. Παράλληλα διέθεταν μια πλήρη εκπαιδευτική δομή με εκατοντάδες σχολεία αλλά και υψηλού επιπέδου ιδρύματα, όπως η Μεγάλη του Γένους Σχολή (Κωσταντινούπολη), η Ευαγγελική Σχολή (Σμύρνη), το Φροντιστήριο Τραπεζούντας, την Ιερατική Σχολή στο Ζιντζίντερε (Καππαδοκία) κ.ά. Εντυπωσιακός είναι κι ο αριθμός των εφημερίδων και περιοδικών που κυκλοφόρησαν.



Σε ιδεολογικό επίπεδο οι Έλληνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας χαρακτηρίζονται από μια ώριμη εθνική συνείδηση, απόρροια κυρίως του ρεύματος του νεοελληνικού διαφωτισμού που από την προεπαναστατική περίοδο είχε τα μεγάλα του κέντρα στην Κωσταντινούπολη, το Αϊβαλί, τη Σμύρνη κ.ά. και της συνεχούς ύπαρξης λόγιας τάξης. Παρ’όλη όμως την εδραιωμένη εθνική ταυτότητα, οι Έλληνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας επέλεξαν να υποστηρίξουν με κάθε τρόπο τις μεταρρυθμιστικές διαδικασίες. Μόνο όταν η προοπτική της δημοκρατικής μετεξέλιξης ακυρώθηκε από το εθνικιστικό κίνημα των Νεότουρκων και υπέστησαν την προαποφασισμένη Γενοκτονία από το 1914, αποφάσισαν να υποστηρίξουν την πολιτική τους αυτοδιάθεση.



Εξοντώνοντας τους αστούς


Η επιλογή θα εκφραστεί μετά το τέλος του Α’ παγκοσμίου Πολέμου με το αίτημα για Ένωση με την Ελλάδα, ή την αυτονόμηση, της Ιωνίας και της Ανατολικής Θράκης, καθώς και για δημιουργία δεύτερου ελληνικού κράτους στο μικρασιατικό Βορρά, στον Πόντο. Μόνο που η Μικρασιατική Καταστροφή –η οποία φαίνεται ότι υπήρξε αποτέλεσμα των επιλογών των κρατικοδίαιτων ομάδων εξουσίας που ήταν συσπειρωμένες γύρω από τη μοναρχία- σταμάτησε τη διαδικασία εθνικής ολοκλήρωσης, επέτρεψε τη διαιώνιση της κυριαρχίας των παλαιοελλαδικών ελίτ και οδήγησε στην εξόντωση της ελληνικής αστικής τάξης, μετατρέποντάς την -μαζί με χιλιάδες άλλους αγρότες και εργάτες της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης- σε «απόβλητους τουρκόσπορους πρόσφυγες».


Τελικά, η μοιραία ιστορική στιγμή που καθόρισε την πορεία του σύγχρονου ελληνισμού υπήρξε το ’22.Τότε θα γίνει η εθνική ολοκλήρωση έστω και με τον αντίστροφο και τραγικό τρόπο που επέβαλε η Ήττα. Τότε θα κλείσει η ιστορική διαδικασία που άνοιξε με την ανολοκλήρωτη Επάνασταση του 1821. Τότε θα καταστραφεί η μοναδική ελληνική τάξη που αναδείχθηκε κατά τον 19ο έως και τις αρχές του 20ου αιώνα. Έως τότε το έθνος ήταν μέγεθος που ξεπερνούσε το κράτος. Από εκεί και πέρα το κράτος και οι ομάδες που το ήλεγχαν, θα κυριαρχήσουν επί του ελληνικού έθνους.


-------------------

ΠΗΓΗ

 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 10 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

me.

Εκκολαπτόμενο μέλος

Ο me. αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Έχει γράψει 307 μηνύματα.
Το περίφημο (και αμφιλεγόμενο..) κείμενο του Παναγιώτη Κονδύλη το οποίο προβλέπει πολλά απ'όσα συμβαίνουν σήμερα.
Το κείμενο αποτελεί επίμετρο στο βιβλίο “Πλανητική πολιτική μετά τον ψυχρό πόλεμο”.
Και γράφτηκε το 1992.

Παρατίθεται ολόκληρο.
Όσο κι αν τελικά συμφωνήσει ή διαφωνήσει κανείς με το περιεχόμενο του κειμένου, σίγουρα αξίζει να το διαβάσει και να μην αποθαρρυνθεί από την μεγάλη του έκταση. Έχουν πάντως επισημανθεί με bold κάποια χαρακτηριστικά αποσπάσματά του.

Προϋποθέσεις, παράμετροι και ψευδαισθήσεις της ελληνικής εθνικής πολιτικής

Του Π. Κονδύλη

Η
διάγνωση των κινητήριων δυνάμεων της σημερινής πλανητικής πολιτικής, όπως επιχειρείται σ’ αυτό το βιβλίο, κατατείνει στη διαγραφή ορισμένων μελλοντικών προοπτικών, των οποίων την πραγμάτωση απεύχομαι προσωπικά, αλλά τις οποίες ως αναλυτής οφείλω να διατυπώσω με σαφήνεια. Μπροστά μας ανοίγεται μια εποχή πλανητικών και περιφερειακών συγκρούσεων, πού θα καταστήσουν πολύ δύσκολη, αν δεν ματαιώσουν, την παγίωση μιας διεθνούς τάξης, καθώς οι βραχυπρόθεσμες και μεσοπρόθεσμες πολιτικές, οικονομικές και γεωπολιτικές τους αιτίες θα συντήκονται όλο και περισσότερο με τις μακροπρόθεσμες οικολογικές και πληθυσμιακές πιέσεις, γεννώντας χρόνιες κρίσεις και ανεξέλεγκτους παροξυσμούς.

Υπό τις συνθήκες αυτές, το τέλος των ιδεολογιών του 19ου αιώνα, οι οποίες κυριάρχησαν και στον 20ό, δεν θα συνεπιφέρει τον κατευνασμό των αντιθέσεων, παρά απλώς τη μετατόπισή τους σ’ ένα πεδίο στοιχειακό, υπαρξιακό και βιολογικό, στο επίκεντρο του οποίου θα βρίσκεται απροκάλυπτα το πρόβλημα της κατανομής των αγαθών σε παγκόσμια κλίμακα. Ό, τι σήμερα προσφέρεται ως νέα πυξίδα προσανατολισμού της πολιτικής δράσης και ως πανάκεια — προ παντός ο οικουμενισμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων — κατά πάσα πιθανότητα θα μεταβληθεί σε ένα νέο πεδίο μάχης, όπου η πάλη των ερμηνειών θα συνδέεται με ακόμα πιο χειροπιαστές μορφές πάλης.

Στη διελκυστίνδα ανάμεσα σ’ έναν ανέφικτο οικουμενισμό και σε μια υπεράσπιση συλλογικών συμφερόντων αναπόδραστα οργανωμένη πάνω σε στενότερη τοπική και πληθυσμιακή βάση, το κρατικά οργανωμένο έθνος δεν διαλύεται, όπως περίμεναν πολλοί, μέσα σε υπερεθνικά μορφώματα, παρά αναλαμβάνει έναν νέο ιστορικό ρόλο, λίγο ή πολύ διαφορετικό από εκείνον πού έπαιξαν στο απώτερο παρελθόν το αστικό έθνος και στο πιο πρόσφατο οι αποκρυσταλλώσεις του κομμουνιστικού εθνικισμού. Πρωταρχικό του μέλημα είναι η εξασφάλιση μιας θέσης μέσα σε μια πυκνή και έντονα ανταγωνιστική παγκόσμια κοινωνία — όμως το μέλημα αυτό θα συναιρείται όλο και περισσότερο σ’ ένα αίτημα στοιχειώδους επιβίωσης στον βαθμό πού θα στενεύουν τα περιθώρια κινήσεων μέσα στους κόλπους της παγκόσμιας κοινωνίας. Η εξ αντικειμένου νέα αυτή λειτουργία του εθνικισμού παραμένει καθοριστική ανεξάρτητα από τις συνήθως αυτάρεσκες μυθολογίες μέσω των οποίων κατανοεί ο ίδιος τον εαυτό του, αντλώντας από το πραγματικό ή φανταστικό, κοντινό ή μακρινό παρελθόν.

Βεβαίως, οι μυθολογίες, ακόμα και οι πιο αυθαίρετες, είναι δυνατό να επιδράσουν θετικά στην εθνική ζωή κινητοποιώντας και συσπειρώνοντας δυνάμεις. Όμως προϋπόθεση για να συμβεί αυτό είναι μια αντικειμενική εθνική ζωτικότητα, μια πλησμονή χειροπιαστής ισχύος, η οποία επιτρέπει σ’ ένα έθνος να κινείται, θα λέγαμε, στο ύψος των ψευδαισθήσεών του. Όπου αντίθετα το έθνος συρρικνώνεται και φθίνει, εκεί η διάσταση ανάμεσα σε εθνική μυθολογία και εθνική πραγματικότητα έχει, μακροπρόθεσμα τουλάχιστον, μοιραίες συνέπειες.

[FONT=&quot]Η σημερινή Ελλάδα αποτελεί ακριβώς περίπτωση φθίνοντος έθνους, το οποίο εκλαμβάνει τις έμμονες μυθολογικές του ιδέες για τον εαυτό του ως ρεαλιστική αυτεπίγνωση. Δεν είναι διόλου περίεργο ότι η ψυχολογική αυτή κατάσταση συχνότατα παρουσιάζει συμπτώματα παθολογικού αυτισμού γιατί το απαραίτητο υπόβαθρο και πλαίσιο της υγιούς αυτεπίγνωσης είναι η γνώση του ευρύτερου περιβάλλοντος κόσμου, μέσα στον οποίο καλείται να δράσει ένα ατομικό ή συλλογικό υποκείμενο, αποτιμώντας κατά το δυνατόν νηφάλια τις δυνατότητες του και υποκαθιστώντας τη νοσηρά εγωκεντρική αρχή της ηδονής με τη φυσιολογικά εγωκεντρική αρχή της πραγματικότητας. Όπως οι κατώτεροι ζωικοί οργανισμοί, έτσι και οι σημερινοί Έλληνες αντιδρούν με έντονες αντανακλαστικές κινήσεις μονάχα σ’ ό,τι τους ερεθίζει άμεσα και ειδικά• οι δηλώσεις κάποιου «φιλέλληνα» στη Χαβάη ή κάποιου «μισέλληνα» στη Γροιλανδία (κι ας μη μιλήσουμε καθόλου για τα όσα παρεμφερή μαθαίνει κανείς από τις Βρυξέλλες ή την Ουάσιγκτον) ευφραίνουν ή εξάπτουν, αναλόγως, τα πνεύματα πολύ περισσότερο απ’ ό,τι τα απασχολούν τα ουσιώδη, αν και συχνά αφανή, μεγέθη της πολιτικής και της οικονομίας. [/FONT]

[FONT=&quot]Ακόμα και όταν η συζήτηση μετατοπίζεται στον κυρίως χώρο της εξωτερικής πολιτικής,κυριαρχεί το στιγμιαίο, το κυμαινόμενο και το κοντινό, όχι η προσεκτική και τεκμηριωμένη στάθμιση μακρόπνοων γενικότερων τάσεων, οι οποίες ίσως μια μέρα βαρύνουν πάνω στις τύχες των Ελλήνων τουλάχιστον τόσο, όσο και τα διαδραματιζόμενα αυτή την ώρα στα όμορα κράτη. Έτσι, ενώ ξαφνικά (σε μια χώρα όπου οι εθνικά ζωτικές αλβανολογικές, σλαβολογικές και τουρκολογικές σπουδές εκπροσωπούνται εμβρυωδώς μόνον) ο τόπος γέμισε από εμβριθείς και εμπαθείς βαλκανολόγους, δεν γίνεται καμία σοβαρή και διαρκής συζήτηση για το φλέγον όσο ποτέ άλλοτε ζήτημα της ευρωπαϊκής ενοποίησης, για το ποιές δυνάμεις για ποιούς λόγους την προωθούν και ποιές γιατί ενδεχομένως θα τη ματαιώσουν, για τις συναφείς ελληνικές απόψεις και προτάσεις ( υπάρχουν; ) και για τη θέση του ελληνικού έθνους μέσα σ’ αυτές τις εξαιρετικά αντιφατικές διαδικασίες — όχι για τη θέση μιας φανταστικής Ελλάδας μέσα σε μιαν εξ ίσου φανταστική Ευρώπη, αλλά μιας επαρχιακής και παρασιτικής Ελλάδας με τεράστιες, κι ίσως ανυπέρβλητες, δυσχέρειες προσαρμογής σε μιαν έντονα δύστροπη απέναντι της και βαθύτατα διχασμένη ως προς τη δική της την ταυτότητα και τις δικές της τις προοπτικές Ευρώπη.[/FONT]

[FONT=&quot]Επίσης ελάχιστοι φαίνεται να ενδιαφέρονται για τα πολιτικά συμπαρομαρτούντα των διαγραφόμενων οικολογικών στενωπών ή για τις προσεχείς συνέπειες της μετανάστευσης των λαών σε μια χώρα τόσο ευπαθή οικολογικά και τόσο έκθετη γεωγραφικά όσο η Ελλάδα. Όμως η έλλειψη, και μάλιστα η άρνηση, της αυτεπίγνωσης δεν φαίνεται μόνον έμμεσα στη στενότητα της πολιτικής κοσμοεικόνας, από την οποία συνήθως αφορμώνται οι συζητήσεις πάνω στην εθνική πολιτική. Φαίνεται και άμεσα, στον τρόπο διεξαγωγής αυτών των συζητήσεων. Στο επίκεντρό τους βρίσκονται δηλ. περισσότερο ή λιγότερο θεμελιωμένες σκέψεις και γνώμες για το ποιά τροπή θα πάρει αυτή ή εκείνη η συγκεκριμένη εξέλιξη και για το αν αυτή ή εκείνη η ενέργεια ενδείκνυται ή όχι, πράγμα πού συχνότατα οδηγεί στη γνωστή και προσφιλή πολιτικολογία και τραπεζορητορεία. [/FONT]

Δεν θίγεται όμως ο ακρογωνιαίος λίθος κάθε πολιτικής προβληματικής: Ποιά είναι η ταυτότητα και η οντότητα του πολιτικού υποκειμένου, για τις πράξεις, τις παραλείψεις και το μέλλον του οποίου γίνεται λόγος; Πιο συγκεκριμένα: Ποιά είναι η σημερινή φυσιογνωμία της Ελλάδας και τι προκύπτει απ’ αυτήν ως προς την ικανότητά της να ασκήσει εθνική πολιτική μέσα στις σημερινές πλανητικές συνθήκες; Η απάντηση σ’ ένα τέτοιο ερώτημα θα απαιτούσε μιαν απογραφή του εθνικού δυναμικού με την ευρύτατη έννοια του όρου, και αυτή θα ήταν σήμερα ιδιαίτερα οδυνηρή, αν γινόταν χωρίς απολογητικές ανάγκες προς οποιαδήποτε κατεύθυνση. Επί πλέον θα γεννούσε δικαιολογημένη διάθεση απαισιοδοξίας, εφ’ όσον ο καθένας βλέπει, θεωρητικά τουλάχιστον, ότι όποιος θέλει να ασκήσει τελεσφόρα εθνική πολιτική, σε αναγκαστικά ευρύτατους πλέον χώρους, πρέπει, πέρα και πριν από την εύστοχη σύλληψη των γενικών καταστάσεων και τη διπλωματική ικανότητα, να διαθέτει ακμαία εθνική οντότητα αποτυπωμένη σ’ ένα πολυδιάστατο πλέγμα κοινωνικών, οικονομικών, στρατιωτικών και ψυχολογικών παραγόντων. Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι αν η Ελλάδα συγκέντρωνε σε υψηλό βαθμό τους παράγοντες αυτούς σε μόνιμη βάση και προτού ακόμα ξεσπάσει η σημερινή βαλκανική κρίση, θα ασκούσε διαφορετική ακτινοβολία και θα είχε μεγαλύτερες δυνατότητες να επηρεάσει τις εξελίξεις. Η εσωτερική αποσύνθεση, την οποία κανείς αφήνει να προχωρήσει όσο δεν φαίνεται ν’ αντιμετωπίζει άμεσο κίνδυνο, του στερεί τα απαιτούμενα μέσα και περιθώρια ελιγμών όταν η ανάγκη σφίγγει.

Παρακάτω θα μιλήσουμε για τους μικροπολιτικούς λόγους πού εμποδίζουν να τίθενται αμείλικτα και σ’ όλη τους την έκταση τα μεγάλα πολιτικά ερωτήματα: ποιες είναι οι γενικότερες προϋποθέσεις για την άσκηση μακρόπνοης και επιτυχούς εθνικής πολιτικής; πώς πρέπει να είναι δομημένο ένα έθνος ικανό να αντιμετωπίσει στο πλαίσιο του ανθρωπίνως δυνατού οποιαδήποτε ενδεχόμενα, ακόμα και απότομες μεταλλαγές της συγκυρίας; Ας σημειώσουμε προκαταβολικά ότι η γενική απροθυμία άμεσης και μετωπικής αντιπαράθεσης με το κεφαλαιώδες τούτο ζήτημα αντανακλάται μεταξύ άλλων στον ηχηρό τρόπο, με τον οποίο η εθνική πολιτική ασκείται ως πολιτική διεκδικήσεως «εθνικών δικαίων». Τούτο δεν είναι καθ’ αυτό κακό, και σε διάφορες συγκεκριμένες περιπτώσεις μάλιστα μπορεί να παρουσιάζει πλεονεκτήματα τακτικής, αν δεν γίνεται τόσο αδέξια και αψυχολόγητα (ως προς την ψυχολογία των μη Ελλήνων) όσο συνήθως γίνεται.

Όμως εδώ θέλουμε ν’ αναφερθούμε σε κάτι άλλο. Η έμφαση πού αποδίδεται στην έννοια του «δικαίου» κατά κανόνα είναι ευθέως ανάλογη προς την εθνική ισχνότητα και τη διπλωματική επιπολαιότητα· [FONT=&quot]υπάρχει διάχυτη η εντύπωση ότι μόλις εμφανισθεί στο διεθνές προσκήνιο η Ελλάδα (ολόκληρη Ελλάδα!) και υψώσει τη φωνή για τα δίκαιά της, η κοινωνία των εθνών θα αφήσει τις δικές της έγνοιες και θα ενδιαφερθεί για τα ελληνικά αιτήματα, περίπου αποσβολωμένη από την ηθική λάμψη τους. Η προβολή της εξ ορισμού ανώτερης ηθικής διάστασης φαίνεται να απαλλάσσει από τους ταπεινούς μόχθους και τους παραζαλιστικούς λαβυρίνθους της συγκεκριμένης πολιτικής, φαίνεται δηλ. ότι αρκεί να έχει κανείς το δίκαιο με το μέρος του για να έχει κάνει σχεδόν τα πάντα, όσα εξαρτώνται απ’ αυτόν. Στον υπόλοιπο κόσμο εναπόκειται να αντιληφθεί το ελληνικό δίκαιο και να πράξει ανάλογα. Η ελληνική πλευρά συχνότατα θεώρησε και θεωρεί ως αδιανόητο ότι οι άλλοι μπορούν να έχουν (ειλικρινά ή όχι) διαφορετική αντίληψη για το τι είναι δίκαιο• επίσης δυσκολευόταν και δυσκολεύεται να συμφιλιωθεί με τη σκέψη ότι οι άλλοι δεν παίρνουν πάντα τοις μετρητοίς τους ισχυρισμούς της κι ότι χρησιμοποιούν και άλλες πηγές πληροφοριών ή ακούνε και άλλες απόψεις. [/FONT]

[FONT=&quot]Εκείνο όμως πού προ παντός αρνείται να κατανοήσει σε μόνιμη βάση η ελληνική πλευρά, καθώς έχει αυτοπαγιδευθεί στις υπεραναπληρώσεις των ηθικολογικών άλλοθι, είναι ότι κάθε ισχυρισμός και κάθε διεκδίκηση μετρούν μόνο τόσο, όσο και η εθνική οντότητα πού στέκει πίσω τους. Όποιος λ.χ. μονίμως επαιτεί δάνεια και επιδοτήσεις για να χρηματοδοτήσει την οκνηρία και την οργανωτική του ανικανότητα δεν μπορεί να περιμένει ότι θα εντυπωσιάσει ποτέ κανέναν με τα υπόλοιπα «δίκαιά» του. Ούτε μπορεί κανείς να περιμένει ότι θα ληφθεί ποτέ σοβαρά υπ’ όψιν μέσα στο διεθνές πολιτικό παιγνίδι, αν δεν έχει κατανοήσει, και αν δεν συμπεριφέρεται έχοντας κατανοήσει, ότι, πίσω και πέρα από τις μη δεσμευτικές διακηρύξεις αρχών ή τις αόριστες φιλοφρονήσεις, τις φιλίες ή τις έχθρες τις δημιουργεί και τις παγιώνει η σύμπτωση ή η απόκλιση των συμφερόντων. Όμως στη βάση αυτή μπορεί να κινηθεί μόνον όποιος έχει την υλική δυνατότητα να προσφέρει τόσα, όσα ζητά ως αντάλλαγμα. [/FONT]
[FONT=&quot]
Με άλλα λόγια: οι κινήσεις στο πολιτικό-διπλωματικό πεδίο αποδίδουν ό χ ι ανάλογα με το «δίκαιο», το οποίο άλλωστε η κάθε πλευρά ορίζει για λογαριασμό της, αλλά ανάλογα με το ιστορικό και κοινωνικό βάρος των αντίστοιχων συλλογικών υποκειμένων, το οποίο όλοι αποτιμούν κατά μέσον όρο παρόμοια, όπως γίνεται και με τα εμπορεύματα στην αγορά. Επί πλέον καμιά προστασία και καμιά συμμαχία δεν κατασφαλίζει τελειωτικά οποίον βρίσκεται μαζί της σε σχέση μονομερούς εξάρτησης. Η αξία μιας συμμαχίας για μιαν ορισμένη πλευρά καθορίζεται από το ειδικό βάρος της πλευράς αυτής μέσα στο πλαίσιο της συμμαχίας. Ισχυροί σύμμαχοι είναι άχρηστοι σ’ όποιον δεν διαθέτει ό ίδιος σεβαστό ειδικό βάρος, εφ’ όσον ανάλογα με τούτο εδώ αυξομειώνεται το ενδιαφέρον των ισχυρών. Ίσως να θεωρεί κανείς «απάνθρωπα» και λυπηρά αυτά τα δεδομένα, αν όμως ασκεί εθνική πολιτική αγνοώντας τα, αργά ή γρήγορα θα βρεθεί σε μια κατάσταση όπου τη λύπη για την ηθική κατάπτωση των άλλων θα τη διαδεχθεί ο θρήνος για τις δικές του συμφορές. [/FONT]

[FONT=&quot]Μιλώντας για τις προϋποθέσεις και τις παραμέτρους μιας ελληνικής εθνικής πολιτικής μέσα στη σημερινή πλανητική συγκυρία δεν είναι δυνατό να µην ανασκοπήσουμε την πορεία πού οδήγησε στη σημερινή κρίση η απίσχνανση της ελληνικής εθνικής οντότητας. Για να μείνουμε µε κάθε δυνατή συντομία στα ουσιώδη σημεία, θα πούμε ότι η πορεία αυτή περιλαμβάνει δύο μεγάλες φάσεις: Η πρώτη αναφέρεται στη συνεχή και αμετάκλητη γεωπολιτική συρρίκνωση του Ελληνισμού μετά την καταστροφή του 1922, την οποία ελάχιστα μόνον ανέστειλε η ένωση της Δωδεκανήσου µε την Ελλάδα. Μια κεντρική ιδιομορφία της νεοελληνικής ιστορίας ήταν το ασύμπτωτο έθνους και κράτους, όχι επειδή το κράτος, το οποίο βρισκόταν υπό τον έλεγχο της ελληνικής εθνότητας, περιείχε σε αξιόλογο βαθμό και εθνότητες ξένες, όχι δηλαδή επειδή το κράτος ήταν ευρύτερο από το έθνος, όπως έγινε σε άλλες περιπτώσεις (π.χ. τη ρωσική), αλλά για τον αντίθετο ακριβώς λόγο: το έθνος ήταν εξ αρχής κατά πολύ ευρύτερο από το κράτος. [/FONT]

[FONT=&quot]Τούτο το χάσμα μεταξύ έθνους και κράτους έκλεισε, πάλι, μόνον εν μέρει µε την επέκταση του κράτους, έτσι ώστε να συμπεριλάβει το σώμα του έθνους. Αυτό έγινε µε την ένωση των Ιονίων Νήσων και προ παντός µε τους Βαλκανικούς Πολέμους, έκτοτε όμως η πορεία αντιστράφηκε: το έθνος συνέπιπτε όλο και περισσότερο µε το κράτος επειδή εξολοθρευόταν ή εκτοπιζόταν σε όσες περιοχές βρίσκονταν έξω από το κράτος, δηλαδή επειδή συρρικνωνόταν γεωπολιτικά. Η γεωγραφική σύμπτωση έθνους και κράτους, όπως σε μεγάλο βαθμό υφίσταται σήμερα, πραγματοποιήθηκε όταν, μετά τον Ελληνισμό της Μικράς Ασίας, αφανίσθηκε ο Ελληνισμός της Ρωσίας, των Βαλκανίων και της Μέσης Ανατολής. Η προσωρινά τελευταία πράξη αυτής της τραγωδίας διαδραματίσθηκε στην Κύπρο, όπου, πολύ πριν από το ολέθριο πραξικόπημα του 1974, η ελληνική διπλωματία έδειξε πόσο είναι ανίκανη να κάνει μακρόπνοη και τελέσφορο εθνική πολιτική εμπνεόμενη όχι από συναισθηματισμούς και ρητορείες περί «εθνικών δικαίων», αλλά από τη γνώση και τη φρόνιμη στάθμιση των διεθνών παραγόντων. [/FONT]

[FONT=&quot]Δεν χρειάζεται να εξηγήσουμε ιδιαίτερα τι πλεονεκτήματα έχει ένα έθνος επεκτεινόμενο πέρα από τα όρια του κράτους του. Όχι μόνον ο κύριος κορμός του έθνους, που ζει μέσα στο κράτος, δέχεται συνεχώς ζείδωρες μεταγγίσεις αίματος απ’ έξω, αλλά και το ίδιο το εθνικό κράτος, έχοντας το µάτι στυλωμένο στους ομοεθνείς του εξωτερικού, έχει μιαν αίσθηση ευρύτερης ιστορικής ευθύνης και αποστολής. Όποιος θα κατανοήσει χωρίς προκαταλήψεις τι οφείλει ο σημερινός τουρκικός δυναμισμός στην αίσθηση αυτή, θα καταλάβει εύκολα για ποιο πράγμα μιλάμε, δεδομένου ότι οι αντίστοιχες ελληνικές εμπειρίες φαίνονται να έχουν εξανεμισθεί από καιρό. Πράγματι, ένα καθοριστικό γνώρισμα της σημερινής ελληνικής εθνικής ζωής, δηλαδή της εθνικής ζωής μετά τη γεωπολιτική συρρίκνωση του Ελληνισμού, είναι η απουσία ιστορικών στόχων ικανών να κινητοποιήσουν συνειδητά και μακροπρόθεσμα συλλογικές δυνάμεις.Πάνω σ’ αυτό δεν πρέπει να ξεγελιέται κανείς ούτε από τυποποιημένες πατριωτικές κορώνες ούτε από τις ανόρεχτες μάχες οπισθοφυλακής πού δίνονται για το Κυπριακό – ούτε επίσης πρέπει να εκλαμβάνει ως τέτοιο στόχο την «ένταξη στην Ευρώπη»: γιατί προς αυτήν ωθεί µια μαζική επιθυμία καταναλωτικής ευζωίας, η οποία, προκειμένου να πραγματοποιηθεί, δεν θα δίσταζε και πολύ να μετατρέψει την ένταξη σε ταπεινωτική εθνική εκποίηση.[/FONT]

[FONT=&quot]Η παρατήρηση αυτή μας φέρνει στη δεύτερη από τις δύο μεγάλες φάσεις της εθνικής συρρίκνωσης του ελληνισμού σ’ αυτόν τον αιώνα. Αν η πρώτη είχε κυρίως γεωπολιτικό χαρακτήρα, η δεύτερη, πού άρχισε μετά τη σχετική ολοκλήρωση της πρώτης, χαρακτηρίζεται από τα συμπτώματα και τα συμπαρομαρτούντα ενός παρασιτικού καταναλωτισμού αδιάφορου για τις μακροπρόθεσμες εθνικές του επιπτώσεις, ιδιαίτερα σ’ ό,τι αφορά την ανεξαρτησία της χώρας και την αυτοτέλεια των εθνικών της αποφάσεων. Τον καταναλωτισμό αυτόν δεν τον ονομάζουμε παρασιτικό για να τον υποβιβάσουμε ηθικά, αντιπαρατάσσοντάς του «ανώτερα» και «πνευματικά» ιδεώδη ζωής, όπως κάνουν διάφοροι διανοούμενοι. Θα ήταν εξωπραγματικό και ανόητο να θέλει να αποκόψει κανείς τον ελληνικό λαό στο σύνολό του από τις νέες δυνατότητες της παραγωγής και της τεχνολογίας — και επί πλέον θα ήταν και επικίνδυνο, γιατί μια τέτοια αποκοπή θα συμβάδιζε με μια γενικότερη οικονομική και στρατιωτική καθυστέρηση. [/FONT]

[FONT=&quot]Ό όρος «παρασιτικός καταναλωτισμός» χρησιμοποιείται εδώ στην κυριολεξία του για να δηλώσει ότι η σημερινή Ελλάδα, όντας ανίκανη να παραγάγει η ίδια όσα καταναλώνει και μην έχοντας αρκετή αυτοσυγκράτηση — και αξιοπρέπεια — ώστε να μην καταναλώνει περισσότερα απ’ όσα μπορεί να παραγάγει η ίδια, προκειμένου να καταναλώσει παρασιτεί, και μάλιστα σε διπλή κατεύθυνση: παρασιτεί στο εσωτερικό, που υποθηκεύει τους πόρους του μέλλοντος μετατρέποντάς τους σε τρέχοντα τοκοχρεολύσια, και παρασιτεί προς τα έξω, που έχει επίσης δανεισθεί υπέρογκα ποσά όχι για να κάνει επενδύσεις μελλοντικά καρποφόρες αλλά κυρίως για να πληρώσει με αυτά τεράστιες ποσότητες καταναλωτικών αγαθών, τις οποίες και πάλι εισήγαγε από το εξωτερικό. [/FONT]

[FONT=&quot]Η εξέλιξη αυτή συντελέσθηκε στο πλαίσιο της μεταπολεμικής προοδευτικής διαπλοκής των διεθνών οικονομικών διαδικασιών γενικά και των ευρωπαϊκών οικονομιών ειδικότερα, ωστόσο θα ήταν λάθος να τη θεωρήσουμε ως ειμαρμένη πού ενέσκηψε πάνω σε μιαν αδύνατη κι ανυπεράσπιστη Ελλάδα, αιχμαλωτισμένη ανέκκλητα στα δίχτυα του «διεθνούς κεφαλαίου». Τέτοιες φαινομενικά περισπούδαστες εξηγήσεις προσφέρουν όσοι οχυρώνονται πίσω από την αγοραία «αριστερή» και «φιλολαϊκή» ρητορική, αρνούμενοι να αναμετρήσουν το μέγεθος των δικών τους ευθυνών, το βάθος των συντελεστών της σημερινής εθνικής κρίσης και την οδυνηρότητα των πιθανών διεξόδων απ’ αυτήν. [/FONT]
[FONT=&quot]Οι πρωταρχικοί λόγοι[/FONT][FONT=&quot], πού έθεσαν σε κίνηση τη διαδικασία της εθνικής εκποίησης και της συναφούς πολιτικής αποδυνάμωσης της Ελλάδας σε διεθνές επίπεδο, είναι ενδογενείς και ανάγονται στη λειτουργία του πολιτικού της συστήματος και στη συμπεριφορά όλων των υποκειμενικών του παραγόντων. Με άλλα λόγια: Το ελληνικό κοινωνικό και πολιτικό σώμα στο σύνολο του επωφελήθηκε από τη μεταπολεμική πρωτοφανή ανάπτυξη της διεθνούς οικονομίας και άντλησε βραχυπρόθεσμα ωφελήματα απ’ αυτή με αντάλλαγμα τον μακροπρόθεσμο υποβιβασμό της Ελλάδας στην κλίμακα του διεθνούς καταμερισμού της εργασίας και συνάμα τη γενική εθνική της υποβάθμιση. Αυτό έγινε με τη μορφή ενός σιωπηρού, αλλά διαρκούς και κατά μέγα μέρος συνειδητού και επαίσχυντου κοινωνικού συμβολαίου, στο πλαίσιο του οποίου η εκάστοτε πολιτική ηγεσία — «δεξιά», «φιλελεύθερη» ή «σοσιαλιστική», κοινοβουλευτική ή δικτατορική: στο κρίσιμο τούτο σημείο οι αποκλίσεις υπήρξαν ελάχιστες — ανέλαβε τη λειτουργία να ενισχύει γρήγορα και παρασιτικά τις καταναλωτικές δυνατότητες του «λαού» με αντίτιμο την πολιτική του εύνοια ή ανοχή, ήτοι τη διαχείριση της πολιτικής εξουσίας και την κάρπωση των συναφών κοινωνικών και υλικών προνομίων. [/FONT]

[FONT=&quot]Βεβαίως, η συναλλαγή αυτή χαρακτήριζε τον ελληνικό κοινοβουλευτισμό από τα γεννοφάσκια του, όμως η πρωτοφανής μεταπολεμική διεθνής οικονομική συγκυρία της προσέδωσε δυνατότητες επίσης πρωτοφανείς: προς άγρα και συγκράτηση της εκλογικής πελατείας μπορούσαν τώρα να προσφερθούν όχι απλώς ανιαρές κρατικές θέσεις, αλλά επί πλέον πολύχρωμες μάζες καταναλωτικών αγαθών και πλήθος δελεαστικών καταναλωτικών δυνατοτήτων. Ενώ όμως η πρώτη προσφορά συνεπαγόταν κυρίως την εκποίηση του κρατικού μηχανισμού και των κρατικών πόρων στην εσωτερική αγορά, η δεύτερη — και πιο πλουσιοπάροχη — απέληγε με εσωτερική αναγκαιότητα στο ξεπούλημα ολόκληρου τού έθνους στη διεθνή αγορά. Αυτό το ξεπούλημα άρχισε με τα μεγάλα, αντίδρομα και ταυτοχρόνως συμπληρωματικά, κύματα της μετανάστευσης και του τουρισμού, για να κορυφωθεί, αλλάζοντας αισθητά όψη και συναισθηματική επένδυση, στην αγορά αυστριακών μπισκότων για σκύλους και στην οργάνωση τριήμερων ταξιδιών στο Λονδίνο για ψώνια, κατασταλάζοντας ενδιαμέσως παχυλές επιδοτήσεις μιας περιττής αγροτικής παραγωγής και την περαιτέρω διόγκωση μιας ημιπαράλυτης δημοσιοϋπαλληλίας. Ποτέ άλλοτε το κράτος και το έθνος δεν βρέθηκαν, χάρη στην απλόχερη μεσολάβηση του «πολιτικού κόσμου», σε τόσο αγαστή σύμπνοια με τον χαρτοπαίχτη της επαρχίας και με το τσόκαρο των Αθηνών. [/FONT]

[FONT=&quot]Ο παρασιτικός καταναλωτισμός, όπως τον ορίσαμε παραπάνω, προκάλεσε μια τέτοια διασπάθιση πόρων, ιδιαίτερα στη δεκαετία του 1980, ώστε η στενότητα των πόρων θα ακολουθεί στο εξής, και για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, την ελληνική εθνική πολιτική σαν βαριά σκιά. Οι σημερινές, και οι αναπόδραστες αυριανές, προσπάθειες του «πολιτικού κόσμου» για τη λύση αυτού του πιεστικού προβλήματος δεν αποτελούν διαρθρωτική του αντιμετώπιση, παρά κατά βάθος αποσκοπούν στη δημιουργία συνθηκών πρόσκαιρης ανακούφισης πού θα επιτρέψουν ξανά την ανακύκλωση του προηγούμενου φαύλου παιγνιδιού μεταξύ κομμάτων και ψηφοφόρων.[/FONT]

[FONT=&quot]Είναι περιττό να εξηγήσουμε ποιες μακροπρόθεσμες συνέπειες έχει η υφιστάμενη σήμερα στενότητα των πόρων για το μέλλον τού έθνους, δηλ. για την οικονομική ανταγωνιστικότητα του, για την παιδεία του και για την άμυνα του. Εξ αιτίας της στενότητας τούτης η Ελλάδα ξεκινά τον αγώνα δρόμου στην αρχόμενη πολυτάραχη φάση της πλανητικής πολιτικής με ένα επί πλέον σημαντικότατο μειονέκτημα: Η οικονομική της υποπλασία, η οποία χρηματοδοτήθηκε και εξωραΐσθηκε καταναλωτικά με την εκτεταμένη απώλεια της οικονομικής της ανεξαρτησίας, θα περιορίσει πολύ τα περιθώρια των πολιτικών της επιλογών και δραστηριοτήτων, προ παντός όταν θα συγκρουσθούν οι δικές της θέσεις με εκείνες των Ευρωπαίων και άλλων χρηματοδοτών της. Για τη σύγκρουση αυτή, η οποία, δεν αποκλείεται κάποτε να πάρει εκρηκτικές διαστάσεις, θα πούμε μερικά πράγματα αμέσως παρακάτω. [/FONT]

[FONT=&quot]Πάντως την πορεία και την έκβασή της τις προδιαγράφει η σημερινή εικόνα της Ελλάδας στον διεθνή, και προ παντός στον κοινοτικό ευρωπαϊκό χώρο. Θα πρέπει κανείς, όπως συμβαίνει κατά κανόνα στη μακάρια ελληνική επικράτεια, να αγνοεί τον χώρο αυτόν ή να έχει πάθει αθεράπευτη εθνικιστική τύφλωση και κώφωση για να μη γνωρίζει ότι στα μάτια των εταίρων της η Ελλάδα είναι σήμερα ένας ανεπιθύμητος παρείσακτος, ένας αναξιοπρεπής επαίτης, ο οποίος ζητά δισεκατομμύρια δολάρια κάθε χρόνο προκειμένου να καταναλώνει πολύ περισσότερα απ’ όσα του επιτρέπουν οι παραγωγικές του δυνατότητες και η παραγωγικότητα της εργασίας του, καιο οποίος επί πλέον, για να διασφαλίσει την παρασιτική του ευημερία, δεν διστάζει να ελίσσεται και να εξαπατά, ενώ ο επαρχιωτισμός και ο ενίοτε παιδικός εγωκεντρισμός του δεν του επέτρεψαν ποτέ να διατυπώσει κάποια ουσιώδη σκέψη ή πρόταση γενικού ευρωπαϊκού ή διεθνούς ενδιαφέροντος. Δεν έχει σημασία αν την εικόνα τούτη τη συμμερίζονται όλοι ανεξαιρέτως και αν ευσταθούν όλες της οι λεπτομέρειες, βαρύνουσα πολιτική σημασία έχει η γενική της διάδοση και προ παντός η γενική συμφωνία της με τα πραγματικά δεδομένα. Εδώ ήδη φαίνεται καθαρότατα η βαθειά εσωτερική σχέση ανάμεσα στην πολιτική του παρασιτικού καταναλωτισμού και στις τύχες της χώρας μέσα στην κοινωνία των εθνών. [/FONT]

[FONT=&quot]Οι απωθητικοί και αντισταθμιστικοί μηχανισμοί, με τη βοήθεια των οποίων η πολυδαίδαλη και πολυμήχανη νεοελληνική ψυχή παρακάμπτει τους εξευτελισμούς χωρίς ποτέ να τους υπερνικήσει κατά μέτωπο, είναι παλαιοί, δοκιμασμένοι και γνωστοί. Επειδή ο επαίτης κατάγεται, γεωγραφικά τουλάχιστον, από τον τόπο του Περικλή, πιστεύει ο ίδιος ότι δικαιούται να εμφανίζεται με χλαμύδα, τη λευκότητα της οποίας τίποτε, ούτε καν κατάφωρες παραχαράξεις και καταχρήσεις, δεν θα μπορούσε να σπιλώσει. Παράλληλα, οι περιοδικές πατριωτικές εξάρσεις ή αψιθυμίες, από διάφορες αφορμές, επιτρέπουν την ψυχολογικά βολική υπερκάλυψη της εθνικά ολέθριας συλλογικής πρακτικής από το υψιπετές εθνικό φρόνημα, της κοντόθωρης ευδαιμονιστής δραστηριότητας από το μετέωρο παραλήρημα. Επίσης καθιστούν δυνατή την ψευδαίσθηση της ομοψυχίας όταν οι ατομικές βλέψεις και οι προσωπικές επιδιώξεις στην πραγματικότητα αποκλίνουν τόσο, ώστε είναι πια δυσχερέστατο να συντονισθούν με καθοριστικό άξονα τις επιταγές μιας μακρόπνοης εθνικής πολιτικής. Η κραυγαλέα επίδειξη ομοψυχίας υποκαθιστά έτσι την ύπαρξη πρακτικά δεσμευτικής και αποδοτικής ομογνωμίας πάνω σε συγκεκριμένα ζητήματα και συγκεκριμένες λύσεις. [/FONT]

[FONT=&quot]Έτσι, ό,τι θα έπρεπε ν’ αποτελεί ψυχολογικό θεμέλιο για την άσκηση εθνικής πολιτικής μετατρέπεται σε ψυχολογικό άλλοθι για τη ματαίωση των προϋποθέσεών της, καθώς η διαρκής πατριωτική μέθη εμποδίζει μόνιμα τους ευτυχείς φορείς της να αποκρυσταλλώσουν τη ρητορική εθελοθυσία τους σε κοινές πραγματιστικές πολιτικές αποφάσεις, ήτοι σε μία κατανομή ευθυνών, εργασιών, προσφορών και απολαβών μέσα σ’ ένα μακρόχρονο και δεσμευτικό πρόγραμμα εθνικής επιβίωσης. Όσο περισσότερο η συζήτηση μετατοπίζεται προς την κατεύθυνση τέτοιων αποφάσεων, τόσο γρηγορότερα η μέθη ξεθυμαίνει για να επικρατήσει και πάλι η ατομική ή «κλαδική» λογική του παρασιτικού καταναλωτισμού. Ως συνδετικός ιστός και ως κοινός παρονομαστής απομένει έτσι μία γαλανόλευκος πομφόλυξ. [/FONT]

Μολονότι ο νεοελληνικός αψίκορος πατριωτισμός αποτελεί, λόγω των μονίμων υπεραναπληρωτικών του λειτουργιών, ενδημικό φαινόμενο, ωστόσο οι πολεμικές του αιχμές αλλάζουν κατά εποχές στόχο, και κάποτε στρέφονται εναντίον των χθεσινών ακόμη, πραγματικών ή φανταστικών φίλων και συμμάχων του. Μέσα στη σημερινή συγκυρία της πλανητικής πολιτικής, όπου ο εθνικισμός αναλαμβάνει νέες λειτουργίες και αντλεί απ’ αυτές νέα ζωτικότητα, δεν θα ήταν λογικό να αναμένεται η έκλειψη του ελληνικού. Επίσης εύλογη θα ήταν η υπόθεση, ότι οι διεθνείς διακυμάνσεις ενδεχομένως θα πρόσθεταν στους παλαιότερους και γειτονικότερους αντιπάλους του νέους, πιο απόμακρους και συνάμα πιο ακαταμάχητους, εναντίον των οποίων θα έτρεφε τα ίδια αισθήματα ανήμπορης λύσσας όπως π.χ. εναντίον των «Αμερικανών και του ΝΑΤΟ» στη δεκαετία του 1970. Ιδιαίτερα βαρύνουσες θα ήσαν οι συνέπειες,αν αυτή τη φορά σε τέτοιους αντιπάλους μεταβάλλονταν μερικοί από τους σημαντικότερους εταίρους στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, οι οποίοι θα έκαναν (όπως είναι πιθανότατο ότι θα κάνουν) δύο πράγματα: αφ’ ενός θα αγνοούσαν ό,τι οι Έλληνες θεωρούν ως εθνικά τους δίκαια, υιοθετώντας στα αντίστοιχα ζητήματα είτε τη θέση των αντιπάλων της Ελλάδας είτε εν πάση περιπτώσει θέση σύμφωνη με τα δικά τους περιφερειακά συμφέροντα ˙ και αφ’ έτερου θα αρνούνταν να χρηματοδοτήσουν περαιτέρω τον ελληνικό παρασιτικό καταναλωτισμό, επιβάλλοντας στην ελληνική οικονομία αυστηρή δίαιτα εξυγιάνσεως και επαναφέροντας το ελληνικό βιοτικό επίπεδο στο ύψος πού επιτρέπουν οι δυνατότητές της. Μία έξαρση του ελληνικού εθνικισμού απ’ αφορμή σοβαρές αντιδικίες με τους κοινοτικούς εταίρους θα σήμαινε, τουλάχιστον de facto, ότι θα κατέρρεε το σημερινό ελληνικό όνειρο ενός παρασιτικού καταναλωτισμού μέσα στους κόλπους και με τα έξοδα μιας ενωμένης Ευρώπης.

Το φαύλο παιγνίδι της δανεικής ευημερίας με αντιπαροχή τη βαθμιαία εθνική εκποίηση θα μπορούσε ίσως να παραταθεί για πολύ μέσα στο θερμοκήπιο μιας Ευρώπης συνασπισμένης από τους φόβους του Ψυχρού Πολέμου και οικονομικά εύρωστης χάρη στην αμερικανική πολιτικοστρατιωτική στήριξη. Όμως, όσο κι αν φαίνεται παράξενο, το τέλος του Ψυχρού Πολέμου συνεπέφερε και το τέλος τέτοιων θερμοκηπίων, οι ευρωπαϊκές Δυνάμεις καλούνται να πληρώσουν τώρα οι ίδιες τα έξοδα για τις περιφερειακές και παγκόσμιες υποχρεώσεις ή επιθυμίες τους, και αρχίζει μία περίοδος, όπου καθένας μετρά ως την τελευταία πεντάρα τα (πολιτικά και οικονομικά) έσοδα και έξοδα, προετοιμαζόμενος για τους διαγραφόμενους νέους και οξείς ανταγωνισμούς.

Υπό τις συνθήκες αυτές, η Ελλάδα θα έπρεπε να διαθέτει μοναδικά και αναντικατάστατα γεωπολιτικά ή στρατηγικά πλεονεκτήματα προκειμένου ν’ ανταλλάξει μ’ αυτά τον παρασιτικό καταναλωτισμό της — όμως δεν τα διαθέτει, κι αυτό σημαίνει ότι ακόμα και η εξακολούθηση της εθνικής εκποίησης στους ισχυρότερους Ευρωπαίους και άλλους εταίρους όχι μόνο την εν μέρει δωρεάν διατροφή δεν μπορεί να εξασφαλίσει, αλλά ούτε καν μπορεί να εγγυηθεί τουλάχιστον την πολιτικοστρατιωτική προστασία της ελληνικής εθνικής υπόστασης. Η αναζήτηση προστάτη είναι μάταιη, όχι γιατί οι υπερήφανοι Έλληνες δεν ζητούν και δεν θέλουν την προστασία, αλλά γιατί κανείς δεν την προσφέρει αναμφίλεκτα και τελεσίδικα.

Αυτή είναι η σημερινή κατάσταση του ελληνικού έθνους, μετά από επτά περίπου δεκαετίες γεωπολιτικής και κοινωνικοπολιτικής συρρίκνωσης. Έτσι τίθεται και πάλι, από άλλους δρόμους και με άλλες συντεταγμένες, το κλασσικό πρόβλημα της εθνικής επιβίωσης, το οποίο πολλοί πίστεψαν ότι θα λύσουν άνετα και πρόσχαρα με την «ευρωπαϊκή ενοποίηση». Άλλοι πάλι πρεσβεύουν ότι κάθε διατύπωση τέτοιων προβλημάτων και γενικά οποιαδήποτε επικέντρωση της πολιτικής σκέψης στο έθνος σημαίνει απορριπτέο αταβισμό. Όποιος δεν θέλει να συγχέει τις ευχές του με την πραγματικότητα οφείλει να διαπιστώσει ότι, όσο κι αν αυτό φαίνεται λυπηρό για τις προοπτικές της παγκόσμιας κοινωνίας, το έθνος ως βασική μονάδα πολιτικής συνομάδωσης και συνεπώς η επιβίωσή του ως εγγύηση της φυσικής και πολιτικοκοινωνικής επιβίωσης συγκεκριμένων ανθρώπων διόλου δεν έχουν πρακτικά ξεπερασθεί ούτε σε ευρωπαϊκό ούτε σε παγκόσμιο επίπεδο.

Στο βιβλίο αυτό εξηγήσαμε γιατί είναι εσφαλμένη η αντίληψη ότι οι οικονομικές συγχωνεύσεις και οι διεθνείς τυποποιήσεις του δικαίου ή της ηθικής μπορούν από μόνες τους να δημιουργήσουν υπερεθνικές ενότητες. Όπως δείχνει, σε όποιον την παρακολουθεί προσεκτικά, η συμπεριφορά των μεγάλων ευρωπαϊκών και εξωευρωπαϊκών Δυνάμεων μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, αυτές διόλου δεν θεωρούν ότι η συγχώνευση των οικονομιών θα καταργήσει τα εθνικά οικονομικά και άλλα συμφέροντα ή ότι η μετατόπιση του κέντρου βάρους προς τα ζητήματα της οικονομίας θα εξαλείψει τους εθνικούς ανταγωνισμούς. Τα μικρότερα έθνη, συμπεριλαμβανομένου του ελληνικού, οφείλουν να συναγάγουν τα συμπεράσματά τους από τις παρατηρήσεις αυτές. Η συγχώνευση της πολιτικής με την οικονομία δεν σημαίνει κατάργηση της πολιτικής, και μάλιστα της εθνικής πολιτικής, παρά προκαλεί μιαν ολοένα και στενότερη σύνδεση ανάμεσα σε οικονομική και σε εθνική επιτυχία ή αποτυχία. Αυτό είναι οφθαλμοφανές στον στενότερο στρατιωτικό τομέα, εξ ίσου πρόδηλο θα γίνει όμως και ως προς ολόκληρο το εθνικό-οικονομικό φάσμα στον βαθμό πού ενεργειακοί, πληθυσμιακοί, οικολογικοί και συναφείς παράγοντες αποκτήσουν στην αρχόμενη φάση της πλανητικής πολιτικής προνομιακή σημασία για την επιβίωση των επί μέρους εθνών σε μία τέτοια περίπτωση, μόνον όποιος κάνει έγκαιρη και επίμονη προεργασία θα διασωθεί μακροπρόθεσμα — και το μικρό έθνος χρειάζεται ίσως μεγαλύτερη προβλεπτικότητα από τα μεγάλα.

Όπως αντιλαμβάνεται κανείς, η μαζικοδημοκρατική απάλειψη των προγραμματικών αστικοφιλελεύθερων διαχωρισμών ανάμεσα σε κυβερνητική, οικονομική, πολιτική, πολιτισμική ή ηθική σφαίρα κτλ. έκαμε το πρόβλημα της οικονομίας και συνάμα εκείνο της εθνικής επιβίωσης πολύ συνθετότερο απ’ όσο ήταν στην εποχή του εθνικισμού του 19ου αιώνα. Η σφαιρικότητα του σύγχρονου οικονομικού προβλήματος απαιτεί σφαιρικότητα και συλλογικότητα της προσπάθειας για την επίλυσή του, ήτοι απαιτεί τη σύλληψή του ως προβλήματος εθνικής επιβίωσης.Με δεδομένο τον μαζικοδημοκρατικό πλουραλισμό και την αποδυνάμωση των παραδοσιακών ιδεολογικών συνεκτικών δεσμών, ο αποδοτικός κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας και η εναρμόνιση των επί μέρους προσπαθειών, έτσι ώστε ο κοινωνικός παρασιτισμός εκ των άνω ή εκ των κάτω να περιορίζεται κατά το δυνατόν, αποτελούν όρο κοινωνικής συνοχής ουσιωδέστερο απ’ ό,τι σε προγενέστερες κοινωνίες. Το σημερινό ελληνικό έθνος θα όφειλε να δει την οικονομική του εκλογίκευση ακριβώς ως πάλη κατά του παρασιτισμού, ως αντικατάσταση μιας κοινωνικής συμβίωσης, όπου ο ένας «κλάδος» ζει απομυζώντας άμεσα ή έμμεσα (δηλ. μέσω της κυβερνητικής διαχείρισης των δημοσίων πόρων) κάποιον άλλον, ενώ όλοι μαζί ζουν υποθηκεύοντας το εθνικό μέλλον, από μία κοινωνική συνοχή με την παραπάνω λειτουργική έννοια. Αυτό συνεπάγεται τόσο πολλά, τόσες πολλές και ριζικές αλλαγές σε τόσο διαφορετικά επίπεδα, ώστε είναι περισσότερο από αμφίβολο αν μπορεί σήμερα να πραγματοποιηθεί σε καθοριστικό βαθμό. Αλλά εδώ συζητάμε μόνο ποιες είναι οι απαραίτητες προϋποθέσεις μιας εθνικής πολιτικής, δηλ. μιας πολιτικής με σκοπό την εθνική επιβίωση, χωρίς και να ισχυριζόμαστε ότι η τέτοια εθνική πολιτική είναι πλέον εφικτή. Η ορθή θεραπεία δεν αρχίζει πάντοτε εγκαίρως.

[FONT=&quot]Το γεγονός, το οποίο περιπλέκει αφάνταστα τη σημερινή ελληνική κατάσταση, κάνοντάς τη να φαίνεται κατ’ αρχήν αδιέξοδη, είναι ότι η υπέρβαση του παρασιτικού καταναλωτισμού ειδικότερα και του κοινωνικού και ιστορικού παρασιτισμού γενικότερα, η εκλογίκευση της οικονομίας και της εθνικής προσπάθειας στο σύνολο της, δεν προσκρούουν απλώς στα οργανωμένα συμφέροντα μιας μειοψηφίας, η οποία στο κάτω-κάτω θα μπορούσε να παραμερισθεί με οποιαδήποτε μέσα και προ παντός με τη συμπαράσταση της μεγάλης πλειοψηφίας. Τα πράγματα είναι ακριβώς αντίστροφα. Η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού όλων των κοινωνικών στρωμάτων έχει εν τω μεταξύ συνυφάνει, κατά τρόπους κλασσικά απλούς ή απείρως ευρηματικούς, την ύπαρξη και τις απασχολήσεις της με τη νοοτροπία και με την πρακτική του παρασιτικού καταναλωτισμού και του κοινωνικού παρασιτισμού. [/FONT]

[FONT=&quot]Για να ακριβολογήσουμε, βέβαια, πρέπει να προσθέσουμε ότι σε σχέση με τη σύγχρονη Ελλάδα η έννοια του παρασιτισμού μόνον οξύμωρα μπορεί να χρησιμοποιηθεί: γιατί εδώ δεν πρόκειται για έναν λίγο-πολύ υγιή εθνικό κορμό, ο οποίος έχει αρκετές περισσές ικμάδες ώστε να τρέφει και μερικά παράσιτα ποσοτικώς αμελητέα, παρά για ένα πλαδαρό σώμα πού παρασιτεί ως σύνολο εις βάρος ολόκληρου του εαυτού του, ήτοι τρώει τις σάρκες του και συχνότατα και τα περιττώματα του. Οι κοινωνικές και ατομικές συμπεριφορές, πού ευδοκιμούν μοιραία σε τέτοιο μικροβιολογικό περιβάλλον, συμφυρόμενες με ζωτικότατα κατάλοιπα αιώνων ραγιαδισμού, βαλκανικού πατριαρχισμού και πελατειακού κοινοβουλευτισμού, αποτελούν την άκρα αντίθεση και τον κύριο φραγμό προς κάθε σύλληψη και λύση των προβλημάτων της εθνικής επιβίωσης πάνω σε βάση μακροπρόθεσμης και οργανωμένης συλλογικής προσπάθειας. Η σημερινή ψυχοπνευματική εξαθλίωση του ελληνικού λαού στο σύνολο του δεν νοείται ωστόσο εδώ με τη στενή σημασία των διαφόρων ηθικολόγων, παρά πρωταρχικά ως μέγεθος πολιτικό: έγκειται στην επίμονη και ιδιοτελή παραγνώριση της αδήριτης σχέσης πού υφίσταται ανάμεσα σε απόδοση και απόλαυση, και κατ’ επέκταση στην αδιαφορία απέναντι στην υπονόμευση του εθνικού μέλλοντος εξ αιτίας απολαύσεων μη καλυπτομένων από αντίστοιχη απόδοση. [/FONT]

[FONT=&quot]Ως ελαφρυντικό πρέπει ίσως να θεωρήσει κανείς ότι οι πλείστοι Έλληνες δεν γνωρίζουν καν τι σημαίνει «απόδοση» με τη σύγχρονη έννοια και συχνά πιστεύουν ότι αποδίδουν μόνο και μόνο επειδή ιδροκοπούν, φωνασκούν και τρέχουν από το πρωί ως το βράδυ. Όμως αυτό ελάχιστα μεταβάλλει το πρακτικό αποτέλεσμα. Η δυσαρμονία απόλαυσης και απόδοσης ήταν ανεκτή όσο η απόλαυση ήταν γλίσχρα και όσο η απόδοση δεν μετριόταν πάντα με τα μέτρα των προηγμένων ανταγωνιστικών οικονομιών. Αλλά στις τελευταίες δεκαετίες μεταστράφηκαν και οι δύο αυτοί όροι: τα οικονομικά σύνορα έπεσαν, τουλάχιστον σ’ ό,τι άφορα το μέτρο της απόδοσης, εφ’ όσον δεν είναι δυνατό να αποτιμώνται με άλλο μέτρο απόδοσης τα (συνεχώς αυξανόμενα) εισαγόμενα και με άλλο τα εξαγόμενα, κι επομένως όποιος θέλει να εισαγάγει χωρίς να ξεπουληθεί πρέπει να εξαγάγει ίση απόδοση, οι αντιλήψεις για το τι σημαίνει απόλαυση προσανατολίσθηκαν, πάλι, μαζικά στα πρότυπα των προηγμένων καταναλωτικών κοινωνιών, έτσι ώστε η απόσταση απ’ αυτά να γίνεται από τους πλείστους αισθητή ως στέρηση. Έτσι η διάσταση ανάμεσα σε απόλαυση και απόδοση έγινε εκρηκτική, με αποτέλεσμα τον τελευταίο καιρό να ξαναγίνουν επίκαιρες ορισμένες στοιχειώδεις οικονομικές αλήθειες πού η Ελλάδα νόμιζε ότι τις είχε ξεπεράσει με την απλή μέθοδο του δανεισμού. [/FONT]

[FONT=&quot]Με δεδομένες όμως τις νοοτροπίες και τις συμπεριφορές πού επισημάναμε παραπάνω, οι αλήθειες αυτές δεν επενέργησαν ως καταλύτης παραγωγικών ενεργειών, παρά μάλλον ως καταλύτης αντεγκλήσεων, η στειρότητα των οποίων επέτεινε τη συλλογική αμηχανία και αβουλία. Πράγματι, για όποιον δεν είναι εξ επαγγέλματος και ιδιοτελώς υποχρεωμένος (λ.χ. ως πολιτικός) να τρέφει και να διαδίδει ψευδαισθήσεις, είναι προφανές ότι η χώρα βυθίζεται στον κοινωνικό λήθαργο και στη συλλογική απραξία, ήτοι η κοινωνική πράξη έχει υποκατασταθεί από αντανακλαστικές κινήσεις: το νευρόσπαστο κινείται κι αυτό, όμως δεν πράττει. Η αίσθηση της αποσύνθεσης είναι γενική και δεσπόζει σε όλες τις συζητήσεις, ενώ η εξ ίσου διάχυτη δυσφορία εκτονώνεται όλο και ευκολότερα, όλο και συχνότερα σε προκλητική επιθετικότητα και σε επιδεικτική χυδαιότητα. [/FONT]

[FONT=&quot]Η σημερινή κατάσταση του «πολιτικού κόσμου» δεν απέχει ουσιαστικά από τη γενική κατάσταση του περιούσιου λαού και αποτελεί επίσης ισχυρότατο εμπόδιο για την εκλογίκευση της εθνικής πολιτικής. Αν ο «πολιτικός κόσμος» κάποτε εμφανίζεται χειρότερος από τον «λαό», ενώ είναι απλώς ίδιος, ο λόγος είναι ότι ο «λαός» ή όσοι μιλούν εκάστοτε στο όνομα του έχουν ένα τακτικό πλεονέκτημα απέναντι στον «πολιτικό κόσμο»: μπορούν να τον αποκαλούν ανίκανο ή διεφθαρμένο χωρίς να φοβούνται δυσάρεστες συνέπειες – απεναντίας μάλιστα, αποκτούν πολύτιμους και εξαργυρώσιμους τίτλους δημοσίων κηνσόρων. Αλίμονο όμως σ’ έναν κοινοβουλευτικό πολιτικό αν τολμήσει να αποκαλέσει τον δήμο ηλίθιο ή ιδιοτελή κι αδιάφορο για το εθνικό μέλλον· η σταδιοδρομία του σε μεγάλο βαθµό εξαρτάται από την ικανότητα του να εγκωμιάζει τις μεγάλες ψυχικές αρετές και την ευθυκρισία ή τουλάχιστον το αλάνθαστο ένστικτο «του λαού µας». Ωστόσο δεν έχουμε ενδείξεις για να υποθέσουμε ότι πολλοί Έλληνες πολιτικοί στις ημέρες µας αντιμετωπίζουν το δίλημμα της επιλογής μεταξύ παρρησίας και σταδιοδρομίας. Είναι οι ίδιοι, στη μέγιστη πλειοψηφία τους, τόσο ζυμωμένοι µε τις διάφορες (όχι αναγκαία τις ίδιες πάντοτε) εκφάνσεις εκείνου πού συνιστά τη σημερινή ψυχοπνευµατική εξαθλίωση του ελληνικού λαού, ώστε δεν χρειάζεται καν να κρύψουν µια περιφρόνηση, την οποία δεν έχουν αρκετό επίπεδο για να αισθανθούν· µάλλον θαυμάζοντας τον λαό θαυμάζουν τον εαυτό τους ως ηγέτη του και µάλλον δείχνοντας κατανόηση προς τούς άλλους επαιτούν επιείκεια γι’ αυτούς τούς ίδιους. Μεταξύ τους έχει άλλωστε εμπεδωθεί, αν όχι η ξεκάθαρη συνείδηση, πάντως η πρακτική του ότι αποτελούν κι αυτοί, όπως και όλες οι άλλες κοινωνικές ομάδες, κλάδο µε ειδικά συμφέροντα, µε μόνη τη διαφορά ότι ο κλάδος αυτός εξυπηρετεί τα ειδικά του συμφέροντα διαχειριζόμενος ή εκποιώντας τα γενικά συμφέροντα προς όφελος πολυπληθέστατων τρίτων. [/FONT]
[FONT=&quot]Η ακραία και ολεθριότερη περίπτωση αυτής της πρακτικής ήταν η ένταξη της χώρας στον δρόµο του παρασιτικού καταναλωτισμού και η εκσυγχρονισμένη εμπέδωση του κοινωνικού παρασιτισμού µε αντάλλαγμα την εύνοια «του λαού», ήτοι τη νομή της εξουσίας. Ένας τέτοιος «πολιτικός κόσμος» δεν θα είναι ποτέ ικανός ως σύνολο να θέσει και να λύσει το πρόβλημα της εθνικής πολιτικής και της εθνικής επιβίωσης παρά μόνον ευκαιριακά και φραστικά – είναι ο ίδιος όχι µόνο προαγωγός, αλλά και προϊόν του κοινωνικού παρασιτισμού, ανήμπορος ως εκ της φύσεως του να αντιταχθεί στον «λαό», όταν ο «λαός» απαιτεί την εκποίηση του έθνους για να καταναλώσει περισσότερα και να εργασθεί λιγότερο. [/FONT]
[FONT=&quot]Πέρα απ’ αυτό, είναι ανίκανος να κάνει κάτι τι διαφορετικό απ’ ότι κάνει λόγω του επιπέδου και του ποιού του. Ότι ο σημερινός ελληνικός «πολιτικός κόσμος», κοινοβουλευτικός και εξωκοινοβουλευτικός, αποτελείται ως επί το πολύ από πρόσωπα ελαφρά έως φαιδρά, δεν αποτελεί καν κοινό μυστικό· αποτελεί πηγή δημόσιας θυμηδίας, συχνά µε τη σύμπραξη των ίδιων των διακωμωδουμένων. Οι λίγοι, που έχουν γνώση και συνείδηση, που κάτι είχαν και κάτι διατηρούν μέσα στους ρηχούς, καριερίστες ή απλώς ψευτόμαγκες συναδέλφους τους, καταπίνουν κι αυτοί τη γλώσσα τους ή μιλούν µε πρόσθετες περιστροφές όταν τα θέματα γίνονται οριακά για την πολιτική τους επιβίωση. [/FONT]

[FONT=&quot]Η κομματικοποίηση των μεγάλων θεμάτων της εθνικής πολιτικής και η άγρια εσωτερική τους εκμετάλλευση είναι πασίγνωστη ήδη από το γεγονός ότι οι πάντες την επιρρίπτουν στους πάντες – διαιωνίζοντάς την. Στο σημείο αυτό γίνεται εμφανέστατη η εθνική ανεπάρκεια του ελληνικού «πολιτικού κόσμου» και συνάμα ο οργανικός του συγχρωτισμός µε τη σημερινή κατάσταση της ελληνικής κοινωνίας, ο οποίος τον καθιστά ανίκανο να της αντιπαραταχθεί για να την καθοδηγήσει. Ο κατακερματισμός των αντιλήψεων για την ελληνική εθνική πολιτική, ο μικροπολιτικός της χειρισμός και η σύνδεση της µε ζητήματα προσωπικού γοήτρου αντανακλούν τον κατακερματισμό του κοινωνικού σώματος, τον αποπροσανατολισμό του συνόλου λόγω του ιδιοτελούς και παρασιτικού προσανατολισμού των ατόμων και των ομάδων. [/FONT]

Σ’ αυτό το πλαίσιο θα ήταν βέβαια μάταιο ν’ αναμένει κανείς από τους συγκαιρινούς Έλληνες διανοουμένους να δώσουν εκείνοι ότι αδυνατεί να δώσει ο κατά τεκμήριο αρμοδιότερος «πολιτικός κόσμος»[FONT=&quot].[/FONT][FONT=&quot] Όχι μόνον επειδή οι ίδιοι είναι κατακερματισμένοι σε ομάδες επίσης κατακερματισμένες σε εν πολλοίς αυτιστικά άτομα, όχι μόνον επειδή η γενική τους μόρφωση θυμίζει ως προς το ποιόν και τη συγκρότηση της τον αεριτζίδικο και αυτοσχεδιαστικό χαρακτήρα της ελληνικής οικονομικής δραστηριότητας, όχι μόνον επειδή για τις παγκόσμιες πολιτικοοικονομικές εξελίξεις γνωρίζουν συνήθως ακόμα λιγότερα και από τα όσα επιφανειακά και ασυνάρτητα γράφονται στις ελληνικές εφημερίδες, αλλά και για έναν πρόσθετο λόγο:[/FONT]
[FONT=&quot]επειδή αντιλαμβάνονται την πολιτική µε βάση φιλολογικές ή ηθικολογικές κατηγορίες και επιχειρούν πολιτικές αποφάνσεις στο επίπεδο των αντίστοιχων νερουλών γενικεύσεων. Πλείστοι όσοι «αριστεροί» διανοούμενοι πέρασαν τη ζωή τους κανοναρχώντας ότι η οικονομία είναι η «βάση» και τα υπόλοιπα το «εποικοδόμημα», χωρίς ωστόσο ποτέ τους να πληροφορηθούν τι σημαίνει εθνικό εισόδημα ή ισοζύγιο πληρωμών και χωρίς ποτέ να προσπαθήσουν να κατανοήσουν τα συγκεκριμένα προβλήματα της χώρας τους ξεκινώντας (και) από τέτοια μεγέθη. Γι’ άλλους πάλι, οι οποίοι κηρύσσουν την υπεροχή ή και την παντοδυναμία του «πολιτισμού» ή του «πνεύματος», η αφ’ υψηλού θεώρηση ή η άγνοια οικονομικών, γεωπολιτικών ή στρατιωτικών παραγόντων μπορεί και ν’ αποτελεί περίπου τίτλο τιμής. [/FONT]

Βεβαίως, μία παλαιά και δόκιμη κοινωνιολογική διάκριση μας λέει ότι διανοούμενος και επιστήμονας είναι δύο διαφορετικά πράγματα, εφ’ όσον κύριο μέλημα του δεύτερου είναι η συναγωγή πορισμάτων από τη μεθοδευμένη συλλογή και ταξινόμηση εμπειρικού υλικού, ενώ ο πρώτος ενδιαφέρεται περισσότερο να εμφανισθεί ως ταγός της κοινωνίας μέσω της διακήρυξης διαφόρων ηθικών, αισθητικών και άλλων ιδεωδών. Απ’ αυτή την άποψη δεν θα έπρεπε να περιμένει κανείς από Έλληνες διανοουμένους να προσφέρουν ό,τι εξ ορισμού δεν μπορούν να δώσουν. Το μειονέκτημα της Ελλάδας σε σχέση με άλλες χώρες είναι η έλλειψη μιας πολιτικής επιστήμης συγκροτημένης πάνω σε πραγματιστική βάση και ασκούμενης από επιστήμονες, η οποία ν’ αντιζυγιάζει μέσα στον δημόσιο διάλογο τα φληναφήματα, τα ευχολόγια και τις αμπελοφιλοσοφίες.

Η κοινωνιολογική δυσμορφία των επίλεκτων ομάδων, αλλά και του ευρύτερου συνόλου της σημερινής ελληνικής κοινωνίας, δεν εμποδίζει απλώς την εφαρμογή μιας τελεσφόρας εθνικής πολιτικής πού καθ’ αυτήν (θα μπορούσε να) έχει σχεδιασθεί στο χαρτί. Εμποδίζει την ίδια τη σύλληψη και την υποτύπωσή της. Πράγματι, οι βασικές απόψεις πού διαγράφονται πάνω στο θέμα αυτό ούτε συνεκτικές και λεπτομερείς είναι (μάλλον θα έπρεπε να γίνει λόγος για χαλαρές και εν μέρει αλληλοσυμπλεκόμενες τάσεις) ούτε άμοιρες μονομέρειας και ανεδαφικότητας.

Ως κυρίαρχη και ευρύτερα αποδεκτή εθνική πολιτική εμφανίζεται σήμερα ο «ευρωπαϊκός προσανατολισμός» της χώρας, µε τελικό του σκοπό την οργανική της ένταξη σε μιαν οικονομικά και πολιτικοστρατιωτικά ενοποιημένη Ευρώπη, µε τη βοήθεια της οποίας η Ελλάδα και την οικονομία της θα εκσυγχρόνιζε και την ακεραιότητά της θα διασφάλιζε –κοντολογίς θα έλυνε– το πρόβλημα της εθνικής της βιωσιμότητας. Πολύ φοβούμαι ότι στην προοπτική αυτή κατά κύριο λόγο αντανακλώνται όχι πραγματικές δυνατότητες παρά ευσεβείς πόθοι ανάμεικτοι µε μυθολογικές κατασκευές. Όπως δηλαδή η ακάματη ελληνική μυθολογική φαντασία πριν από λίγο ακόμη απέδιδε όλα τα δεινά στα ζοφερά σχέδια και τεχνάσματα των Ηνωμένων Πολιτειών, έτσι τώρα αναμένει όλα τα αγαθά από το αντίθετο μυθολόγηµα, εκείνο της γενναιόδωρης και αλληλέγγυας «Ευρώπης». Δεν είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς ότι, από ψυχολογική άποψη, η ευρωπαϊκή πανάκεια αποτελεί μιαν ακόμη μεταμφίεση του όψιμου επιχώριου ευδαιμονισμού, ο οποίος ονειρεύεται ανεξάντλητες πηγές επιδοτήσεων και συνάμα την έμμεση τουλάχιστον διασφάλιση των συνόρων από ξένα όπλα, έτσι ώστε να κατοχυρωθεί απ’ όλες τις πλευρές και να «την αράξει».

Ωστόσο ακόμα και μία γνώση των διεθνών πραγμάτων τόσο ατελής, όσο αυτή πού συναντάται κατά κανόνα στην Ελλάδα, θα αρκούσε για να θεωρηθεί πρακτικά έωλη μία ουσιώδης προϋπόθεση της ευρωπαϊκής προοπτικής, δηλ. η πεποίθηση ότι η «Ευρώπη» θα αποτελέσει κάποτε, αν όχι μία πραγματική πολιτική ενότητα, πάντως ένα σύνολο κρατών ικανό να δρα σε κάθε περίπτωση ενιαία και αποφασιστικά ˙ τόσο η ένταση των πλανητικών ανταγωνισμών όσο και η όξυνση του προβλήματος της Ινδοευρωπαϊκής ηγεμονίας, ιδιαίτερα μετά τη γερμανική επανένωση, μάλλον τις κεντρόφυγες παρά τις κεντρομόλες δυνάμεις θα ενισχύσει στην ευρωπαϊκή ήπειρο, κι ας μη μιλήσουμε καθόλου για την επικείμενη διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας ή για τις μελλοντικές εξελίξεις στην ανατολική Ευρώπη. Οι τριγμοί πού ακούγονται στα θεμέλια του ευρωπαϊκού πολιτικού συστήματος, καθώς στις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές χώρες το κύρος των κατεστημένων κομμάτων καταπίπτει, ενώ νέα ανέρχονται ˙ η διαγραφόμενη για το άμεσο μέλλον οικονομική στασιμότητα και η συνεπόμενη στενότητα των πόρων οι οικολογικές και πληθυσμιακές αναταραχές: όλα αυτά, μαζί και με άλλα, θα ρίξουν το κάθε έθνος πίσω στις δι#κές του δυνάμεις, καθώς είναι ευκολότερο να συμμετέχουν όλοι στην κοινή ευημερία παρά ο ένας να βαστάζει τα βάρη του άλλου. Στην περίπτωση αυτή, στους κόλπους της «Ευρώπης» μάλλον θα είχαμε έναν συνασπισμό των ισχυρών με σκοπό ν’ απαλλαγούν από τους αδύνατους ή ανίκανους παρά την αδελφική διανομή προς ανακούφιση όσων ολιγώρησαν ή υστέρησαν.

Αλλά έστω κι αν δεχθούμε την αντίθετη περίπτωση, ότι δηλ. η «Ευρώπη» ενοποιεί, κοντά στην οικονομική, και την πολιτικοστρατιωτική της βούληση, και πάλι δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι η βούληση αυτή θα συμπέσει σε κρίσιμα σημεία με την ελληνική βούληση — αν μέχρι τότε υπάρχει ελληνική εθνική βούληση. Πάντως οι τελευταίοι μήνες του 1992 έδειξαν, και οι ερχόμενοι θα δείξουν ευκρινέστερα ακόμη, ότι οι Ευρωπαίοι εταίροι της Ελλάδας διόλου δεν συμμερίζονται τις επιθυμίες και επιδιώξεις της όσον αφορά, στις σχέσεις της με τους άμεσους γείτονές της (μερικοί μάλιστα απ’ αυτούς τη θεωρούν ως φαντασιόπληκτο θορυβοποιό) και ότι προτίθενται να ρυθμίσουν τη στάση τους απέναντι στα συναφή προβλήματα με γνώμονα τις δικές τους απόψεις και τα δικά τους συμφέροντα. Όποιος απέναντι στην πραγματικότητα αυτή άρχιζε και πάλι τους ηθικολογικούς οδυρμούς και διαρρήγνυε τα ιμάτιά του ζητώντας το «δίκαιο», θα απεδείκνυε απλώς ότι βρίσκεται ακόμη στο νηπιακό στάδιο της πολιτικής ηλικίας.

Θα ήταν πολύ αξιοπρεπέστερο –και γονιμότερο– αν το ελληνικό έθνος έσφιγγε τα δόντια και αντλούσε ένα πικρό, αλλά ζωτικό διπλό συμπέρασμα:[FONT=&quot] ότι η σημερινή Ελλάδα αποτελεί στο πλαίσιο της διεθνούς κοινότητας µια παρακατιανή επαρχία, η οποία, κατά μέγα μέρος από δική της υπαιτιότητα, είναι όχι μόνον ανίσχυρη, αλλά και ανυπόληπτη, και ότι γι’ αυτόν τον λόγω σε κάθε μεγάλη κρίση θα βρεθεί εξ ίσου μόνη όσο λ.χ. και το 1974. Βεβαίως, µια τέτοια νηφάλια διαπίστωση κάθε άλλο παρά πρέπει να οδηγήσει σε µια –διόλου νηφάλια– διάθεση αποκοπής από κάθε συμμαχία και κάθε είδους ένταξη σε υπερεθνικούς οργανισμούς. [/FONT]

Αλλά, αν θυμηθούμε τα όσα είπαμε πριν σχετικά με τις προϋποθέσεις της ενεργοποίησης των συμμαχιών και τα μεταφέρουμε στις σχέσεις της Ελλάδας με την Ευρωπαϊκή Κοινότητα, θα δούμε ότι μόνο μία ισχυρή (και στην ανάγκη αυτάρκης) Ελλάδα θα προσδώσει πολιτικό βάρος στην ευρωπαϊκή ένταξη, όντας σεβαστή στους εταίρους της ˙ όπως δείχνει καθημερινά η εμπειρία, η ένταξη από μόνη της ούτε αποτελεί οικονομική ή πολιτική πανάκεια ούτε ισχυροποιεί αυτόματα την Ελλάδα μέσα στην ιδιαίτερη γεωπολιτική της περιφέρεια. Ίσως να φαίνεται παράδοξο, αλλά στο πλαίσιο μιας τελεσφόρας και μακρόπνοης εθνικής πολιτικής ο εξευρωπαϊσμός, και ο εκσυγχρονισμός γενικότερα, πρέπει να προχωρήσουν ακριβώς για να μπορεί μία κραταιωμένη Ελλάδα να μην είναι εξάρτημα η μπαίγνιο της «Ευρώπης», για να είναι σε θέση, αν χρειασθεί, να τραβήξει τον δρόμο πού θα της υπαγορεύσουν τα δικά της συμφέροντα, όταν αυτά συγκρουσθούν με εκείνα των Ευρωπαίων εταίρων της.

[FONT=&quot]Ώστε η «ευρωπαϊκή ένταξη» διόλου δεν θα λύσει τα μεγάλα προβλήματα της ελληνικής εθνικής πολιτικής κατά τον ευθύγραμμο τρόπο που φαντάζονται πολλοί Έλληνες «ευρωπαϊστές», ποζάροντας από τώρα ως ξεσκολισμένοι και υπερώριμοι «Ευρωπαίοι». Όμως επίσης δεν θα τα έλυνε µια ελληνοκεντρική αναδίπλωση, η οποία ναι µεν είναι χρήσιμη για να θυμάται κανείς που και που ότι σε τελευταία ανάλυση πρέπει να σταθεί στα δικά του τα πόδια, εφ’ όσον ούτε από το πετσί του μπορεί να βγει, ωστόσο καθίσταται επιζήμια όταν ως πρόταση συνάπτεται µε διάφορες ανιστόρητες ανοησίες που αντιπαραθέτουν στην «πνευματική» Ανατολή την «υλόφρονα» Δύση κτλ. [/FONT]Τέτοιες αντιλήψεις μπορούν να χρησιμεύσουν μονάχα ως ιδεολογικές υπεραναπληρώσεις λαών συχνά ταπεινωμένων και με ελάχιστη συνεισφορά στον σύγχρονο πολιτισμό, δεν προσφέρονται όμως ως πυξίδα μιας εθνικής πολιτικής πάνω στον σημερινό πλανήτη. Γιατί, θέτοντας στο επίκεντρο ηθικά ή μεταφυσικά μεγέθη, φενακίζουν τα πνεύματα, καθώς επικαλύπτουν κάτω από διανοουμενίστικες αοριστολογίες την καθοριστική σημασία της μεθόδου του οικονομείν για μία σύγχρονη κοινωνία και τους υπαρξιακούς κινδύνους μιας ουσιώδους ολιγωρίας στο σημείο αυτό. Εδώ πρέπει να υπογραμμισθεί ότι η συνήθης αντιπαράθεση των εκσυγχρονιστικών τάσεων προς την καλλιέργεια της εθνικής παράδοσης είναι απλουστευτική και παραπλανητική.

Μονάχα η ευόδωση της εκσυγχρονιστικής προσπάθειας επιτρέπει την επιτυχή άμιλλα με άλλα έθνη και έτσι χαρίζει την αυτοπεποίθηση εκείνη, η οποία επιτρέπει την απροβλημάτιστη αναστροφή με την εθνική παράδοση και καθιστά ψυχολογικά περιττό τον πιθηκισμό. Αντίθετα, η ανικανότητα ενός έθνους να συναγωνισθεί τα άλλασε ό,τι σήμερα — καλώς η κακώς — θεωρείται κεντρικό πεδίο της κοινωνικής δραστηριότητας θέτει σε κίνηση έναν διπλό υπεραναπληρωτικό μηχανισμό: τον πιθηκισμό ως προσπάθεια να υποκαταστήσεις με επιφάσεις ό,τι δεν κατέχεις ως ουσία και την παραδοσιολατρία ως αντιστάθμισμα του πιθηκισμού. Απ’ αυτή την άποψη, ο πτωχοπροδρομικός ελληνοκεντρισμός και ο κοσμοπολίτικος πιθηκισμός αποτελούν μεγέθη συμμετρικά και συναφή, όσο κι αν φαινομενικά εκπροσωπούν δύο κόσμους εχθρικούς μεταξύ τους. Μονάχα ο εκσυγχρονισμός στη βάση μιας μακρόπνοης εθνικής πολιτικής και εθνικής ανανέωσης θα δημιουργήσει συνθήκες ψυχικής υγείας, έτσι ώστε και η αναγκαιότητα του εκσυγχρονισμού (στη μορφή της τεχνικής-οικονομικής ορθολογικότητας) να καταφάσκεται και η στενότητα της παράδοσης να γίνεται αισθητή, και οι επικίνδυνες αντινομίες του σύγχρονου κόσμου να διαπιστώνονται ψύχραιμα και η εθνική παράδοση να βιώνεται δίχως συμπλέγματα κατωτερότητας ή ανωτερότητας.

Και η τελευταία τάση, για την οποία θα μιλήσουμε ακροθιγώς σε σχέση με την ελληνική εθνική πολιτική, δεν διαθέτει κάποιον αξιόλογο και μαζικό πολιτικό φορέα, αλλά είναι μάλλον διάχυτη, όπως και η προηγούμενη. Απλώνεται σε διάφορους βαθμούς ασάφειας κυρίως μέσα στον χώρο της ευρύτερης αριστεράς, μολονότι κάποτε συνοδοιπορεί με την πολιτική της ευρωπαϊκής ένταξης, αν και εφ’ όσον απ’ αυτήν αναμένεται η άμβλυνση των εθνικισμών και η προαγωγή της ειρήνης ή της συναδέλφωσης μεταξύ των λαών μέσω της απάλειψης των συνόρων, της καθολικής εφαρμογής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κτλ. κτλ. Τέτοιοι, κατά βάθος απολιτικοί, ευσεβείς πόθοι αποτελούν κατ’ ουσία την αριστερή εκδοχή ή παραλλαγή του μαζικοδημοκρατικού ευδαιμονισμού, ο οποίος ονειρεύεται μία κατάσταση, όπου συλλογικές προσπάθειες και συλλογικές θυσίες θα είναι περιττές, και την απροθυμία του γι’ αυτές την ντύνει με ψευτοηθικές δεοντολογίες. Μετά την κατάρρευση του κομμουνιστικού κινήματος, οι παρεμφερείς αντιλήψεις εκπληρώνουν μία πρόσθετη ψυχολογική λειτουργία.

Πολλοί, των οποίων οι ελπίδες, οι διαγνώσεις και οι προγνώσεις διαψεύσθη#καν παταγωδώς και οι οποίοι τώρα δεν έχουν αρκετή αξιοπρέπεια για να σωπάσουν και να αναρωτηθούν μήπως είναι ανίκανοι να καταλάβουν τι γίνεται στον κόσμο, παρά αντίθετα συνεχίζουν απτόητοι τη φιλόδοξη πολιτική ή συγγραφική τους σταδιοδρομία επικαλούμενοιτην ακατάλυτη πίστη τους στο «μέλλον του άνθρωπου» και στην «πρόοδο» — πολλοί τέτοιοι, λοιπόν, ζητούν σήμεραυποκατάστατα των παλαιών ορθόδοξων σοσιαλιστικών ουτοπιών σε θολούς ειρηνισμούς και σε οικουμενιστικές ηθικολογίες. Νομίζουν ότι με τον τονισμό του μεγάλου κοινού ανθρωπιστικού παρονομαστή και με την υπόμνηση του πάντα αδιάπτωτου ανθρωπιστικού τους φρονήματος θα ρίξουν μία γέφυρα ανάμεσα στις χθεσινές και στις σημερινές τους τοποθετήσεις, σβήνοντας έτσι από τη μνήμη των άλλων τις πολιτικές τους γκάφες και διασκεδάζοντας τις εύλογες αμφιβολίες, ως προς τις πνευματικές τους ικανότητες σ’ ό,τι αφορά στη σύλληψη πολιτικών καταστάσεων. Ο κόπος τους φαίνεται ωστόσο να πηγαίνει χαμένος. Γιατί και τα καινούργια τους θεολογούμενα απέχουν, το ίδιο όπως και τα παλιά, παρασάγγες από τις κινητήριες δυνάμεις της σύγχρονης πλανητικής ιστορίας και από τον χαρακτήρα της πολιτικής.

[FONT=&quot]Είναι πολιτικά νήπιος όποιος αναφέρεται στις δήθεν γενικές σύγχρονες τάσεις για υπέρβαση του εθνικού κράτους και για τη βαθμιαία πτώσ[/FONT][FONT=&quot]η των συνόρων[/FONT][FONT=&quot], αποσιωπώντας ότι είναι δύο πολύ διαφορετικά πράγματα να περνούν τα σύνορά σου στρατιές τουριστών και να τα περνούν τα στρατεύματα ενός γειτονικού κράτους. Και εξ ίσου πολιτικά νήπιοι είναι όσοι φαντάζονται ότι τα «ανθρώπινα δικαιώματα» μπορούν ν’ αποτελέσουν αμετακίνητο κριτήριο για την άσκηση εθνικής πολιτικής, παραγνωρίζοντας τη συγκεκριμένη επήρεια και χρήση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε κάθε πολιτική συγκυρία. [/FONT]

Για να το πούμε ειλικρινά και απερίφραστα: θα ήταν κάτι σαν εθνική αυτοχειρία, αν σήμερα η Ελλάδα γνοιαζόταν πρωταρχικά για τα ανθρώπινα δικαιώματα των μουσουλμάνων της Βοσνίας, υποστηρίζοντας μεταξύ άλλων και το δικαίωμά τους ν’ αυτοδιατεθούν και να σχηματίσουν ένα δεύτερο μουσουλμανικό κράτος στα Βαλκάνια. Φαίνεται πάντως ότι το ένστικτο της εθνικής αυτοσυντήρησης λειτουργεί βουβά μεν, αλλά αλάνθαστα και στους παρ’ ημίν ζηλωτές του ειρηνισμού και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Κανείς τους δεν διαδήλωσε υπέρ των μουσουλμάνων Βοσνίων, όπως λ.χ. θα διαδήλωνε υπέρ των Κούρδων της Τουρκίας ˙ επίσης κανείς δεν φάνηκε να ενοχλείται ιδιαίτερα όταν πριν από μερικά χρόνια η τουρκική μειονότητα της Βουλγαρίας διωκόταν συστηματικά. Τέτοιες πράξεις ή παραλείψεις δεν υπαγορεύονται βέβαια από κακοπιστία ή συνειδητό υπολογισμό ˙ μάλλον εκφράζουν υποσυνείδητους αυτοματισμούς, οι οποίοι με τη σειρά τους καθιστούν πρόδηλη την έμπρακτη αδυναμία να στηριχθεί μία ρεαλιστική εθνική πολιτική σε αμιγείς οικουμενικές αρχές.

[FONT=&quot]Ας επαναλάβουμε, κλείνοντας, ότι σκοπός των σύντομων αυτών παρατηρήσεων δεν ήταν, ούτε μπορούσε να είναι, η διατύπωση συγκεκριμένων προτάσεων πάνω στα συγκεκριμένα προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα η ελληνική εξωτερική πολιτική. Θελήσαμε να τονίσουμε την απλή και στοιχειώδη αλήθεια, ότι µια τελεσφόρα και μακρόπνοη εθνική πολιτική μπορεί ν’ απορρεύσει μονάχα από μιαν ακμαία εθνική οντότητα ως conditio sine qua non. [/FONT]

Το τι θα κάμει στα επί μέρους όποιος διαθέτει την απαραίτητη τούτη προϋπόθεση εξαρτάται από τον εκάστοτε διεθνή συσχετισμό δυνάμεων, από τις εκάστοτε ανάγκες και επιδιώξεις του. Για να περπατήσει κανείς πρέπει πρώτα-πρώτα να έχει πόδια· το πού, πώς και πότε θα πάει, δεν το ξέρει πάντοτε εκ των προτέρων και δεν το καθορίζει πάντοτε ο ίδιος. Συχνότατα η σημερινή ελληνική εθνική πολιτική θυμίζει κάποιον ο οποίος δεν ανησυχεί γιατί δεν έχει πόδια, πιστεύοντας ότι στην κρίσιμη στιγμή θα του φυτρώσουν φτερά. Η στάση αυτή δεν προμηνύει τίποτε καλό· πράγματι, µια νηφάλια εκτίµηση µάλλον θα κατέληγε στο πόρισµα ότι είναι άκρως αμφίβολο αν η Ελλάδα θα µπει στον επίπονο και τραχύ δρόµο της εσωτερικής ανόρθωσης, που µόνος θα της έδινε τις προϋποθέσεις για την άσκηση εθνικής πολιτικής ικανής ν’ αντεπεξέλθει στις εξαιρετικά δυσχερείς συνθήκες της σημερινής πλανητικής συγκυρίας». Μάλλον θα συνεχίσει να αιωρείται αμήχανα μεταξύ ευρωπαϊκών ελπίδων και υπεραναπληρωτικού νευρωτικού εθνικισμού, ανήκοντας στην Ευρώπη με τον πιθηκισμό της και στα Βαλκάνια με ό,τι γνησιότερο έχει: τη μιζέρια και τον επαρχιωτισμό της. Αυτό επιβάλλεται να πει όποιος επιχειρεί σήμερα μία διάγνωση πέρα από επιθυμίες και φόβους, συμπάθειες και αντιπάθειες. Ούτε αγνοώ ούτε λησμονώ τις άκρως τιμητικές ατομικές εξαιρέσεις έναντι των κανόνων πού διέπουν τη λειτουργία της σημερινής ελληνικής κοινωνίας. Όμως οι εξαιρέσεις δεν μπορούν ν’ αποτελέσουν το αντικείμενο μιας σύντομης κοινωνιολογικής και πολιτικής ανάλυσης, όταν οι κανόνες είναι τόσο εξόφθαλμοι και τόσο επαχθείς. Πολλοί ίσως βρουν υπερβολικά καυστικές διάφορες εκφράσεις απ’ όσες χρησιμοποιήθηκαν στην παραπάνω περιγραφή. Θα είναι ασφαλώς εκείνοι πού ακόμα δεν κατάλαβαν ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχουν πια περιθώρια για μισόλογα και διακριτικούς υπαινιγμούς.

ΠΗΓΗ: https://kondylis.wordpress.com/2010/08/02/illusions/
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 9 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

GiorgosAsi

Δραστήριο μέλος

Ο GiorgosAsi αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Έχει γράψει 781 μηνύματα.
Να στειλω και εγω ενα μανιφεστο στα αγγλικα του φιλελευθερου σοσιαλισμου ή αριστερου φιλελευθερισμου που πιστευω οτι αν και δεν εχει συζητηθει αρκετα στο ευρυ κοινο στην ελλαδα ,εχει προτασεις και ειναι σε θεση να προτεινει πολλα πραγματα.

https://drive.google.com/file/d/0BzjL_r5Ea51sd0NNcnRKa1I1Q00/view?usp=sharing
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 9 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

me.

Εκκολαπτόμενο μέλος

Ο me. αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Έχει γράψει 307 μηνύματα.

Gaspar

Περιβόητο μέλος

Ο Gaspar αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Μας γράφει απο Θεσσαλονίκη (Θεσσαλονίκη). Έχει γράψει 4,101 μηνύματα.

 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 9 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Guest 209912

Επισκέπτης

αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμέν. Δεν έχει γράψει κανένα μήνυμα.
Το περίφημο (και αμφιλεγόμενο..) κείμενο του Παναγιώτη Κονδύλη το οποίο προβλέπει πολλά απ'όσα συμβαίνουν σήμερα.

Εξαιρετικό κείμενο
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 9 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

me.

Εκκολαπτόμενο μέλος

Ο me. αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Έχει γράψει 307 μηνύματα.
Γιατί θα αποτύχει (και αυτή) η Κυβέρνηση
του [FONT=&quot]Αριστείδη Χατζή
28 Οκτωβριου 2015

[/FONT]
[FONT=&quot]Τα στοιχεία που ανακοίνωσε ο ΟΟΣΑ είναι συγκλονιστικά. Η πτώση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην Ελλάδα από το 2007 έως το 2015 έφτασε το 27,5%. Η ανεργία παραμένει σε ανεμοδαρμένα ύψη και αναμένεται (μετά την εν εξελίξει φοροκαταιγίδα) να αυξηθεί κι άλλο. Καθώς μπαίνουμε στο 2016, όχι μόνο δεν υπάρχει προοπτική ανάκαμψης αλλά είναι βέβαιο πως η κατηφόρα θα συνεχιστεί, ίσως και πιο απότομα. Στη διάρκεια του επόμενου χρόνου θα φλερτάρουμε με τα δύο τρομακτικά τριαντάρια: σωρευτική πτώση του ΑΕΠ κατά 30% και ανεργία 30%, διπλάσια για τους νέους. Αυτά είναι νούμερα που συναντά κανείς σε χώρες μετά από πόλεμο, ιδίως μετά από πόλεμο που έχουν χάσει.

Πώς θα θυμούνται τα παιδιά μας μετά από δεκαετίες αυτήν την περίοδο; Με ποιον τρόπο θα ερμηνεύουν οι ιστορικοί αυτήν την «ειρηνική καταστροφή»; Ποιοι θα θεωρηθούν υπεύθυνοι γι’ αυτό το έγκλημα;

Όλα αυτά είναι ενδιαφέροντα ερωτήματα αν και τα έχουμε συζητήσει πολλές φορές. Ο βασικός υπεύθυνος είναι το πολιτικό σύστημα της μεταπολίτευσης. Αυτό δημιούργησε τις πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές, θεσμικές και πολιτισμικές προϋποθέσεις της κρίσης. Με την ενθουσιώδη βεβαίως στήριξη του ελληνικού λαού. Που έδωσε σ’ αυτό το πολιτικό σύστημα απεριόριστη δύναμη, που το προστάτευσε και το νομιμοποίησε. Που όχι μόνο αδιαφόρησε για τις μοναχικές Κασσάνδρες που τον προειδοποιούσαν αλλά φρόντισε και να εξοστρακίσει κάθε φωνή που ενοχλούσε τα συλλογικά αυτιά του. Σ’ αυτό το πολιτικό σύστημα ο ρόλος της Αριστεράς ήταν περιορισμένος μεν, εκκωφαντικός δε. Η Αριστερά ήταν η cheerleader του λαϊκισμού. Άλλοι πρωταγωνιστούσαν στο παιχνίδι αλλά αυτή ζητωκραύγαζε και μοιράζονταν τη δόξα. Και βέβαια οι μυωπικοί εταίροι μας, που επιμένουν μέχρι και σήμερα σε ένα μείγμα λιτότητας που απέτυχε παταγωδώς, ένα μείγμα που εξυπηρετεί και τους εγχώριους εφαρμοστές γιατί έχει το μικρότερο πολιτικό κόστος: αντί της μείωσης του κράτους και των ριζικών μεταρρυθμίσεων, αύξηση της φορολογίας και οριζόντιες (άρα άδικες και αναποτελεσματικές) περικοπές.

Ας τ’ αφήσουμε όμως αυτά κι ας δούμε γιατί το τρίτο μνημόνιο θα έχει την ίδια τύχη με τα άλλα δύο. Ας δούμε δηλαδή γιατί θα αποτύχει.
Σύμφωνα με τον μεγάλο Αμερικανό οικονομολόγο και πολιτικό επιστήμονα Mancur Olson, για να αναπτυχθεί μια χώρα θα πρέπει να ισχύσουν τρεις τουλάχιστον προϋποθέσεις: να έχει ανοικτές αγορές, να πλαισιώνονται αυτές από θεσμούς κατάλληλους για οικονομική ανάπτυξη αλλά και να διαθέτει ελίτ που να κατανοούν τις βασικές οικονομικές έννοιες και ιδίως τον τρόπο που λειτουργούν οι διεθνείς αγορές. Εμείς δεν έχουμε τίποτα από τα τρία.

1. Η Ελλάδα δεν έχει ανοικτή αγορά. Ύστερα από πέντε χρόνια μνημονίων και «μεταρρυθμίσεων» η Ελλάδα παραμένει μια κορπορατιστική κλειστη οικονομία που την ελέγχει μια ανίερη συμμαχία γραφειοκρατών, ολιγαρχών και οργανωμένων συμφερόντων (ισχυρές επαγγελματικές ομάδες και ισχυρά συνδικάτα του δημόσιου τομέα). Πρόκειται κυριολεκτικά για στρατό κατοχής που ελέγχει την εκάστοτε κυβέρνηση, τα «βρίσκει» στο τέλος με τους δανειστές και έχει ως κύριο σκοπό την αυτοσυντήρησή της. Το ότι ακόμα και σήμερα η Ελλάδα παραμένει η λιγότερο ελεύθερη, δηλαδή η περισσότερο κλειστή στον ανταγωνισμό οικονομία μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι η καλύτερη απόδειξη των παραπάνω.

2. Η Ελλάδα δεν διαθέτει θεσμικό πλαίσιο κατάλληλο για οικονομική ανάπτυξη. Η Ελλάδα είναι η κατεξοχήν χώρα με «κλειστούς» ή «αρπακτικούς» (extractive) θεσμούς, για να χρησιμοποιήσουμε την ορολογία των Acemoglu και Robinson, όπου οι ισχυρές πολιτικές και οικονομικές ελίτ «αρπάζουν» τους πόρους από την υπόλοιπη κοινωνία. Πρόκειται δηλαδή για την κλασική περίπτωση παρεοκρατικού καπιταλισμού (crony capitalism): Με ισχυρά κρατικοδίαιτα μονοπώλια και ολιγοπώλια, με εισαγωγή τεχνολογίας και ανύπαρκτη καινοτομία, έμφαση στην εσωτερική αγορά, ελάχιστες εξαγωγές και φυσικά με υψηλούς δείκτες ανισότητας και ένα διογκωμένο αλλά αναποτελεσματικό και άρα ανύπαρκτο κράτος πρόνοιας. Είναι μια χώρα με δυσανεξία στις δομικές μεταρρυθμίσεις, με θεσμοθετημένα εμπόδια στην είσοδο για τις νέες επιχειρήσεις, με αντικίνητρα για την καινοτομία και βέβαια ο παράδεισος της προσοδοθηρίας και της διαφθοράς. Προσθέστε σε όλα αυτά τη διαβόητη αναποτελεσματικότητα της κρατικής μηχανής και τους απελπιστικά αργούς ρυθμούς της Ελληνικής Δικαιοσύνης.
Ποιος θα επενδύσει σε μια χώρα με αρνητικά ρεκόρ στην απονομή δικαιοσύνης: 4,5 χρόνια για να εφαρμοστεί μια σύμβαση και σχεδόν 4 για να ξεμπερδέψεις από μια πτώχευση! Όσο και να μειωθεί λοιπόν το κόστος της εργασίας μην περιμένετε να αυξηθεί πραγματικά η ανταγωνιστικότητα χωρίς ριζικές μεταρρυθμίσεις. Σε μια χώρα που ούτε να γεννηθεί μπορεί μια οικονομική σχέση αλλά ούτε και να πεθάνει μην περιμένετε επενδύσεις!

3. Η Ελλάδα δεν έχει ελίτ που να κατανοούν τον τρόπο που λειτουργεί η παγκοσμιοποιημένη οικονομία. Αρκεί να παρακολουθήσετε ένα δελτίο ειδήσεων για να φρίξετε από τον οικονομικό αναλφαβητισμό, την παθολογική ιδεοληψία και την άγνοια κινδύνου του πολιτικού συστήματος. Αδυνατεί ακόμα και στοιχειωδώς να συνδέσει την τρομακτική ανεργία και την τραγική φυγή εγκεφάλων (brain drain) με τα δύο προβλήματα που παρουσιάσαμε παραπάνω. Μια χώρα που γηράσκει, με ρεκόρ συνταξιούχων και πρωταθλήτρια στο ποσοστό ατόμων που εξαρτώνται από το κράτος για την επιβίωσή τους, με το χαμηλότερο δείκτη εμπιστοσύνης (trust) και υποτυπώδες κοινωνικό κεφάλαιο, αδυνατεί να καταλάβει τα αίτια, να συνδέσει τα προφανή. Μην εκπλήσσεσθε εάν και η ηγεσία της αντανακλά πιστά το πραγματικό πρόσωπο αυτής της χώρας.

Αυτό είναι, σε πολύ αδρές γραμμές, το πρόβλημα της Ελλάδας (αν θέλετε να διαβάσετε περισσότερα για το θέμα, θα βρείτε ένα πιο εκτεταμένο και εμπεριστατωμένο κείμενό μου εδώ). Προφανώς δεν είναι τα μοναδικά προβλήματα. Είναι όμως τα σημαντικότερα γιατί είναι δομικά. Ας κάνουμε ένα απλό διανοητικό πείραμα. Ας φανταστούμε ότι το χρέος μας εξαφανίζεται με ένα μαγικό τρόπο. Αυτά τα τρία σοβαρά δομικά προβλήματα θα μας ξαναφέρουν ακριβώς στην ίδια (ίσως και χειρότερη) θέση μ’ αυτήν που βρεθήκαμε το 2010. Οτιδήποτε συμβαίνει γύρω μας (παγκόσμια κρίση, προβλήματα της ευρωζώνης, ηθικός κίνδυνος) θα αποτελούν αφορμές για την καταβύθισή μας.

Να λοιπόν γιατί είμαι τόσο απαισιόδοξος. Όχι μόνο γιατί λίγα πράγματα άλλαξαν ουσιαστικά μέσα σ’ αυτά τα χρόνια, από το 2010 μέχρι σήμερα. Όχι μόνο γιατί προφανώς δεν μάθαμε κάτι ούτε εκμεταλλευτήκαμε την κρίση. Αλλά κυρίως γιατί η σημερινή κυβέρνηση συμπυκνώνει με τον πιο θλιβερό και μίζερο τρόπο όλη την κακοδαιμονία της μεταπολίτευσης. Είναι ο τελευταίος σπασμός ενός αποτυχημένου κράτους που θα σπαρταρήσει μια τελευταία φορά πριν μας πάρει μαζί του στο βυθό.

Μην το εκλάβετε σαν προφητεία (θα ήταν γελοίο), ούτε καν σας πρόβλεψη (θα ήταν αμετροεπές). Αλλά τουλάχιστον για μένα η συνέχεια είναι σε μεγάλο βαθμό προδιαγεγραμμένη. Διότι ενώ αυτή η κυβέρνηση έχει ένα σημαντικό πλεονέκτημα έναντι των προηγουμένων – έχει πολιτικό κεφάλαιο να ξοδέψει και δεν έχει ισχυρή λαϊκιστική αντιπολίτευση απέναντί της – έχει επίσης τρία σημαντικά μειονεκτήματα: απεχθάνεται τις ανοικτές αγορές και τον ανταγωνισμό, δεν έχει καμία διάθεση να διαμορφώσει ένα οικονομικά αποτελεσματικό θεσμικό πλαίσιο και βέβαια η ηγεσία της έχει μια τερατωδώς διαστρεβλωμένη εικόνα για το πώς λειτουργεί ο κόσμος.

Τι πιθανότητες έχει μια τέτοια κυβέρνηση να πετύχει; Μηδαμινές.
Τι μπορεί να λειτουργήσει θετικά σε ένα τόσο ζοφερό σενάριο; Η ασφυκτική πίεση που θα της ασκηθεί για να εφαρμόσει μεταρρυθμίσεις και αποκρατικοποιήσεις και βέβαια το ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Αλλά αρκούν αυτά;
[/FONT]
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 7 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Τελευταία επεξεργασία:

me.

Εκκολαπτόμενο μέλος

Ο me. αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Έχει γράψει 307 μηνύματα.
Ένα ενδιαφέρον κείμενο του οικονομολόγου Αρίστου Δοξιάδη. [FONT=&quot]
[FONT=&quot][FONT=&quot][FONT=&quot][FONT=&quot][FONT=&quot]Καθώς είναι [/FONT][/FONT][/FONT]μακροσκελές έχω επισημ[FONT=&quot]άνει [/FONT][/FONT][/FONT](με bold κλπ) [/FONT][FONT=&quot]αποσπάσματ[FONT=&quot]ά του[/FONT] [FONT=&quot]κυρίως για να π[FONT=&quot]άρει[/FONT] [/FONT][/FONT]
[FONT=&quot][FONT=&quot]στα γρήγορα μια καλή γεύση [/FONT]όποιος/α δεν έχει όρεξη για κατεβατά[FONT=&quot], κι [FONT=&quot]α[/FONT][/FONT][FONT=&quot][FONT=&quot]ργότερα [/FONT][/FONT]αποφασί[FONT=&quot]σ[/FONT]ει αν αξίζει ή όχι να τ[FONT=&quot]ο[/FONT] διαβάσει [FONT=&quot]ολόκληρ[FONT=&quot]ο[/FONT][FONT=&quot].[/FONT][/FONT]

[/FONT]
[FONT=&quot]Νοικοκυραίοι, ραντιέρηδες, καιροσκόποι[/FONT]

[FONT=&quot]Θεσμοί και νοοτροπίες στην ελληνική οικονομία
[/FONT]
[FONT=&quot][FONT=&quot]του Αρίστου Δοξιάδη[/FONT][/FONT][FONT=&quot]
[/FONT]
[FONT=&quot](Δημοσιεύτηκε στο [/FONT][FONT=&quot]Athens Review of Books[/FONT][FONT=&quot], τεύχος 8, Ιούνιος 2010.[/FONT][FONT=&quot])


[/FONT]
[FONT=&quot]

ΛΟΓΟΠΛΑΙΣΙΟ [/FONT]



[FONT=&quot]Καθαρεύουσα και δημοτική[/FONT]
[FONT=&quot]
Ο τρόπος που συζητάμε για την οικονομία άλλαξε άρδην, μέσα σε λίγους μήνες. Πριν ξεσπάσει η δική μας κρίση του χρέους ο δημόσιος διάλογος δεν διέφερε πολύ από τον αντίστοιχο στις δυτικές χώρες. Είχαμε τις κλασικές συζητήσεις υπέρ του δημόσιου ή του ιδιωτικού τομέα, υπέρ της τόνωσης της ζήτησης ή της περικοπής δαπανών, για το φιλελευθερισμό και τη σοσιαλδημοκρατία, κ.ο.κ.

[/FONT] [FONT=&quot]Λίγοι σχολιαστές επέμεναν στις ελληνικές ιδιαιτερότητες.[/FONT][FONT=&quot]2[/FONT][FONT=&quot] Για παράδειγμα ότι το Δημόσιο δεν είναι Δημόσιο όταν το έχουν αλώσει ιδιωτικά και συντεχνιακά συμφέροντα, και το ιδιωτικό δεν είναι ιδιωτικό όταν ζει από το δημόσιο χρήμα. Αλλά αυτές οι φωνές δεν ήταν παρούσες ούτε στο λόγο των κομμάτων, ούτε των καναλιών, ούτε φυσικά στη χάραξη της κυβερνητικής πολιτικής.

[/FONT] [FONT=&quot]Οι τεχνοκράτες ασχολούνταν περισσότερο με το επίσημο, παρά με το πραγματικό. Με το ύψος, π.χ., των φορολογικών συντελεστών, αλλά όχι με τους φόρους που πραγματικά πλήρωναν οι επιχειρήσεις – πολύ ψηλότερους από την επίσημη κλίμακα όταν το ΣΔΟΕ επέδραμε επί δικαίων και αδίκων, πολύ χαμηλότερους όταν ο επιχειρηματίας είχε τον τρόπο του.

[/FONT] [FONT=&quot]Υπήρχε μεγάλη διαφορά ανάμεσα στον επίσημο λόγο της πολιτείας, της πολιτικής, της τεχνοκρατίας, και σε αυτό που διαισθανόμασταν, που κουβεντιάζαμε στις παρέες, αλλά δεν αρθρώναμε δημόσια. Στον επίσημο λόγο, την καθαρεύουσα, μιλούσαμε για επενδύσεις, προγραμματισμό, ανταγωνισμό, παραγωγικότητα, κίνητρα, ελέγχους, νόμους. Στη δημοτική, για φραπέ, χαβαλέ, και το δαιμόνιο του Έλληνα. Ξέραμε ότι οι δημόσιες διακηρύξεις δεν θα πραγματοποιηθούν, αλλά λέγαμε: ας προσπαθήσουμε, και αν γίνει το ένα δέκατο, πάλι καλά – να μη μείνουμε πολύ πίσω από «την Ευρώπη».

[/FONT] [FONT=&quot]Τώρα η δημόσια συζήτηση άλλαξε, και ξαφνικά μοιάζει με τις κουβέντες της παρέας. Το δίλημμα «δημόσιο ή ιδιωτικό;» μεταλλάχτηκε: «με τον αργόμισθο ή με το φοροφυγά;». Το «συνδικάτα ή εργοδοσία;» μεταλλάχτηκε: «να κόψουμε τη σύνταξη από τα 52 ή τα ιατρικά υλικά που τα πληρώνουμε για χρυσάφι;». Αρχίσαμε να συζητάμε για την πραγματική Ελλάδα, όχι για μια θεωρητική μικτή οικονομία. Οι καθημερινές εμπειρίες του καθενός ταυτίστηκαν με τα μεγάλα ζητήματα. Αυτό είναι υγιές. Είναι η αρχή της αυτογνωσίας.

[/FONT] [FONT=&quot]Αλλά η οικονομία είναι πολύπλοκη, και οι εμπειρίες μας είναι χαοτικές, ποικίλες και αντιφατικές. Είναι εύκολο να καταλήξουμε σε υπερβολές, να μείνουμε σε καταγγελίες και μονόλογους, να χάσουμε τις αιτίες και την προοπτική. Από τη δημώδη εμπειρία πρέπει να ξαναστήσουμε μια λόγια θεωρία για την ελληνική οικονομία, που να εστιάζει στα ουσιώδη, να τα εξηγεί, και να ορίζει επιλογές.[/FONT]


[FONT=&quot]Θεωρίες της ιδιομορφίας

[/FONT]
[FONT=&quot]Μια καλή προσέγγιση είναι να εντοπίσουμε σε τι διαφέρουμε από τις αναπτυγμένες δυτικές οικονομίες, που συνειδητά ή ασυνείδητα τις έχουμε για πρότυπο. Ακόμα και όταν τις επικρίνουμε, αυτές έχουμε ως μέτρο σύγκρισης, τόσο για την ιδιωτική κατανάλωση όσο και για τις κοινωνικές υπηρεσίες. Για το σκοπό αυτό είναι χρήσιμη μια νεοθεσμική οπτική, που αναλύει τις παραλλαγές του καπιταλισμού και τις σχετίζει με τις ιστορικές καταβολές και τους θεσμούς κάθε χώρας[/FONT][FONT=&quot]3[/FONT][FONT=&quot].

[/FONT] [FONT=&quot]Οι θεσμοί είναι μια ευρεία έννοια, που επιδέχεται διαφορετικούς ορισμούς. Στον πιο γενικό ορισμό ο όρος περιλαμβάνει τους επίσημους θεσμούς(το σχολείο) και τους ανεπίσημους(το φροντιστήριο και το ιδιαίτερο). Περιλαμβάνει τις ρυθμίσεις(ιατρική νομοθεσία), τους οργανισμούς(το νοσοκομείο), αλλά και τις συχνές συμπεριφορές(το φακελάκι). Περιλαμβάνει επίσης, σε μερικές θεωρήσεις, την ιδεολογία(τι είναι πρόοδος) και τη νοοτροπία (εργασιακή ηθική).

[/FONT] [FONT=&quot]Η νεοθεσμική θεώρηση επιδιώκει να φωτίσει και να εξηγήσει τις μικρο-οικονομικές συμπεριφορές που διαμόρφωσαν τα μακρο-μεγέθη. Γιατί αφήσαμε την κοινωνική ασφάλιση να χρεοκοπήσει; Γιατί δεν πληρώνουμε φόρους; Γιατί δεν έχουμε εξαγώγιμα βιομηχανικά προϊόντα; Γιατί κάνουν φροντιστήριο οι μαθητές των λυκείων; Σε τι είμαστε διαφορετικοί σε αυτό το επίπεδο από τους Γερμανούς;

[/FONT] [FONT=&quot]Η πρόχειρη εμπειρική απάντηση είναι ένας πολύ μακρύς κατάλογος: διαφθορά, πελατειακό σύστημα, γραφειοκρατία, οικογενειοκρατία, διαπλοκή, καταναλωτισμός, παπαγαλία στο σχολείο, καχυποψία, αλλά και ευέλικτες επιχειρήσεις, πτυχιούχοι, φιλοδοξία, κινητικότητα, πολιτική άποψη, αντίσταση, πολυγλωσσία, εργατικότητα (υπό όρους), εξωστρέφεια. Δεν βοηθάει όμως πολύ μια τέτοια παράθεση. Πιο διαφωτιστικό είναι, από όλο το πλέγμα των θεσμών που απαρτίζουν την ελληνική μικροοικονομία, να ξεχωρίσουμε λίγα και βασικά, όπου διαφέρουμε από τις πιο αναπτυγμένες οικονομίες.

Τα ακόλουθα θεωρώ ότι είναι τα κρίσιμα στοιχεία της ελληνικής ιδιομορφίας :
[/FONT][FONT=&quot]Το πλήθος και το μικρό μέγεθος των επιχειρήσεων, μαζί με τη μεγάλη διασπορά της ιδιοκτησίας των ακινήτων (νοικοκυραίοι). [/FONT]
[FONT=&quot]Η μεγάλη έκταση και διασπορά των προσόδων (ραντιέρηδες).[/FONT]
[FONT=&quot]Η ελλιπής συνείδηση συνεργασίας και παράλληλα η μεγάλη ανταπόκριση σε κίνητρα και αντικίνητρα (καιροσκόποι).

[/FONT] [FONT=&quot]Η Ελλάδα είναι μια καπιταλιστική οικονομία με κοινωνικό κράτος, όπως πολλές άλλες. Αλλά όπως και κάθε άλλη έχει τη δική της δυναμική, που δημιουργείται από τα ιδιαίτερα στοιχεία της μαζί με τα γενικά στοιχεία του καπιταλισμού.[/FONT]



[FONT=&quot]ΝΟΙΚΟΚΥΡΑΙΟΙ [/FONT]


[FONT=&quot]Ένας θεμελιακός θεσμός[/FONT]

[FONT=&quot]
[/FONT][FONT=&quot]Δεν υπάρχει άλλη χώρα στην Ευρώπη και στον ΟΟΣΑ που να έχει τόσο πολλούς αυτοαπασχολούμενους και τόσα μικροαφεντικά όπως η Ελλάδα σε αναλογία με τον πληθυσμό.[/FONT]
[FONT=&quot] Στην Ελλάδα το 57% όσων απασχολούνται στη «μη χρηματοοικονομική επιχειρηματική οικονομία» (ΜΧΕΟ) είναι είτε αυτοαπασχολούμενοι είτε σε επιχειρήσεις με λιγότερους από 10 απασχολούμενους. Στο σύνολο της ΕΕ των «27» ο δείκτης είναι 30%. Η Ιταλία έρχεται δεύτερη με 47%, η Πορτογαλία τρίτη με 42%. Η Γαλλία είναι στο 27%, η Μ. Βρετανία στο 21%, η Γερμανία στο 18%. Το νέο μας πρότυπο, η Δανία, στο 20%[/FONT][FONT=&quot] 4[/FONT][FONT=&quot].

[/FONT] [FONT=&quot]Εξίσου κατακερματισμένη είναι και η γεωργία, που δεν περιλαμβάνεται στα παραπάνω. Στην αμπελοπαραγωγό Κορινθία ο μέσος εξαγωγικός αμπελώνας είναι κάτω από 30 στρέμματα και ο μεγαλύτερος κάτω από 200. Οι ανταγωνιστές της Κορινθίας στη Μούρθια της Ισπανίας έχουν πάνω από 1.000 στρέμματα ο καθένας. Το ίδιο και στην Καλιφόρνια, στη Νότιο Αφρική, στη Χιλή, στην Αίγυπτο.
[/FONT][FONT=&quot]Στο σύνολο της οικονομίας, οι απασχολούμενοι σε επιχειρήσεις άνω των 250 εργαζομένων δεν ξεπερνούν το 9% του εργατικού δυναμικού – μαζί με τις ΔΕΚΟ και τις τράπεζες.[/FONT]

[FONT=&quot]Πώς έχει συμβεί να έχουμε τόσο πολλές και μικρές επιχειρήσεις [/FONT][FONT=&quot]– αμπέλια, ελαιοτριβεία, ενοικιαζόμενα δωμάτια, μίνι μάρκετ, ιατρεία, θέατρα, μπουτίκ, βιοτεχνίες ενδυμάτων, εταιρειούλες πληροφορικής –και γιατί πολύ λίγους μεγάλους εργοδότες;[/FONT]
[FONT=&quot]Το οφείλουμε στην ιστορία, που απέτρεψε σε εμάς την πρωταρχική συσσώρευση κεφαλαίου των δυτικών οικονομιών, στους θεσμούς του σημερινού κράτους, που βοηθούν να επιβιώσει η μικρή ιδιοκτησία και εμποδίζουν τη μεγέθυνση των επιχειρήσεων, αλλά και στη νοοτροπία που μας αποτρέπει από το να συνεργαζόμαστε.

[/FONT][FONT=&quot]Η Δυτική Ευρώπη μπήκε στη βιομηχανική εποχή με μεγάλες γαιοκτησίες και πλήθος ακτήμονες εργάτες, κληρονομιά της φεουδαρχίας. Το νέο ελληνικό κράτος δημιουργήθηκε μέσα σε μια κοινωνία από μικροϊδιοκτήτες, συνέπεια της οθωμανικής πολιτικής που στήριζε τον μικρό γεωργό και αποθάρρυνε τη μεγάλη γαιοκτησία. [/FONT][FONT=&quot]Η πολιτική γης του νέου κράτους συνέχισε να ευνοεί τον μικρό κλήρο. Ακόμα και τα μεγάλα τσιφλίκια της Θεσσαλίας κατακερματίστηκαν με τα χρόνια. Η μεγάλη πλειονότητα των οικογενειών είχε κάποια ακίνητη περιουσία, αγροτική ή αστική, όπου έστησε μια αγροτική εκμετάλλευση ή ένα μαγαζί ή έχτισε ιδιόκτητο σπίτι. Σε αυτό η Ελλάδα ήταν τελείως διαφορετική από όλη τη μη Οθωμανική Ευρώπη. Οι δε γείτονές μας στα Βαλκάνια, όσοι είχαν εκτεταμένη μικροϊδιοκτησία, την απώλεσαν με τον σοσιαλισμό.

[/FONT] [FONT=&quot]Οι μικροεπιχειρήσεις εξακολουθούν να είναι η κυρίαρχη μορφή οργάνωσης του ιδιωτικού τομέα της οικονομίαςμετά από 180 χρόνια σύγχρονου κράτους, με αστικούς θεσμούς και με περίπου ελεύθερη αγορά. Αυτό είναι αξιοπερίεργο. Σε μια σύγχρονη οικονομία το μέγεθος είναι πλεονέκτημα – αν όχι σε όλες τις δουλειές, πάντως σε πάρα πολλές. Εδώ όμως οι επιχειρήσεις δεν μεγαλώνουν. Ας απαριθμήσουμε τις αιτίες.[/FONT]

[FONT=&quot]Οι οικογένειες με ιδιοκτησία, έστω και μικρή, δεν στέλνουν τα παιδιά τους να γίνουν εργάτες[/FONT]
[FONT=&quot]. Αν αποφασίσουν να γίνουν χαμηλόμισθοι υπάλληλοι, αυτό γίνεται μόνο σε δουλειές με εργασιακή ασφάλεια και καλή σύνταξη – στο Δημόσιο ή στις τράπεζες. Αλλιώς προτιμάνε το χωράφι ή το μικρομάγαζο των γονιών. Το νοικοκυριό αντιστέκεται στην προλεταριοποίηση.[/FONT]

[FONT=&quot]Οι νόμοι δεν εφαρμόζονται ομοιόμορφα[/FONT][FONT=&quot].[/FONT][FONT=&quot]Η φορολογία, η κοινωνική ασφάλιση, οι κανονισμοί εργασίας κ.ά. επιβαρύνουν περισσότερο τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις, επειδή οι μικρές παρανομούν πιο εύκολα[/FONT][FONT=&quot]. Όταν το ταμείο το κρατάει η οικογένεια μπορεί να αποκρύψει πωλήσεις ή να απασχολήσει ανασφάλιστους. Ενώ όταν η τιμολόγηση και οι προσλήψεις καταγράφονται σε οργανωμένο λογιστήριο από υπαλλήλους, η φοροδιαφυγή και εισφοροδιαφυγή ενέχει μεγαλύτερο ρίσκο. Συνεπώς στην Ελλάδα η ανομία ευνοεί τον κατακερματισμό. Το κράτος γενικά δεν κυνηγάει τους μικρούς.[/FONT]

[FONT=&quot]Οι ξένες άμεσες επενδύσεις αποθαρρύνονται[/FONT][FONT=&quot]. [/FONT][FONT=&quot]Σε άλλες περιφερειακές χώρες δημιουργήθηκε μεγάλη βιομηχανία από το ξένο κεφάλαιο. Εδώ, η γραφειοκρατία, η διαφθορά, η αντίσταση των τοπικών κοινωνιών, η ρητορική του λαϊκισμού είχαν αποτέλεσμα να έρθουν σχετικά λίγοι ξένοι επενδυτές και να παραμείνουν πολύ λιγότεροι. Σημαντικές εξαιρέσεις, οι κλάδοι των μη εμπορεύσιμων (non-tradable) υπηρεσιών: τράπεζες, τηλεφωνία, [/FONT][FONT=&quot]λιανικό εμπόριο.[/FONT][FONT=&quot][FONT=&quot]5 [/FONT][/FONT][FONT=&quot] Σε [/FONT][FONT=&quot]αυτούς οι ξένοι ήρθαν γιατί το ψηλό κόστος εισόδου και λειτουργίας δεν τους αποτρέπει – το καλύπτουν με ψηλότερες τιμές. Άλλο να έχεις να ανταγωνιστείς στην παγκόσμια αγορά και άλλο μόνο τις ελληνικές επιχειρήσεις στην ελληνική αγορά.

[/FONT] [FONT=&quot]Στα παραπάνω ας προστεθούν οι πάμπολλοι κανονισμοί και απαγορεύσεις που προστατεύουν τον υπάρχοντα τρόπο λειτουργίας σε δεκάδες κλάδους, καθώς και το μικρό μέγεθος των οικοπέδων.

[/FONT] [FONT=&quot]Είναι τόσο ισχυρή η θεσμική προτίμηση προς τη μικρή κλίμακα, ώστε ούτε οι πρόσφυγες του 1922, ούτε οι μετανάστες μετά το 1990 δεν έγιναν μόνιμο προλεταριάτο για μεγάλους εργοδότες, όπως συνέβη αντίστοιχα αλλού. Ενώ οι μικροεργοδότες πλούτισαν στα χωράφια και στις πόλεις στην πλάτη των μεταναστών.

[/FONT] [FONT=&quot]Η αυτοαπασχόληση, η μικροεργοδοσία, η οικογενειακή επιχείρηση είναι σταθερός και θεμελιακός θεσμός της οικονομικής μας οργάνωσης. Ίσως ο πιο θεμελιακός. Η ποσοστιαία συμμετοχή τους στην απασχόληση και στο εισόδημα δεν πρόκειται να συρρικνωθεί υπό κανονικές συνθήκες. Ούτε καν μια βαθιά και μακροχρόνια ύφεση δεν θα το αλλάξει αυτό. Μόνο μια επανάσταση στους θεσμούς θα το άλλαζε.

[/FONT]
[FONT=&quot]Είναι σημαντικό το εξής: ο θεσμός ορίζει την εξειδίκευση και όχι το αντίστροφο. Δηλαδή, επειδή είμαστε μια κοινωνία μικροεπιχειρηματιών, δεν μπορούμε να παράγουμε ηλεκτρονικές συσκευές – και όχι, επειδή δεν παράγουμε συσκευές, είμαστε μικροεπιχειρηματίες. Αυτό δεν έχει γίνει συνείδηση στην τεχνοκρατία που σχεδιάζει κατά καιρούς τις πολιτικές της ανάπτυξης. Πιστεύει ότι με κατάλληλες χρηματοδοτήσεις και υποδομές μπορεί να δημιουργηθούν ανταγωνιστικές βιομηχανίες σε κλάδους που απαιτούν μεγαλύτερη κλίμακα. Σε κάθε εποχή οι μικροϊδιοκτήτες θα κάνουν τις εργασίες που τους ταιριάζουν – χτες σφουγγαράδες, σήμερα ενοικιαζόμενα δωμάτια, αύριο τι;[/FONT]


[FONT=&quot]Οικογενειακές στρατηγικές

[/FONT]
[FONT=&quot]Μια οικονομία μικρών μονάδων ωθεί τα νοικοκυριά σε άλλες επιλογές από μια οικονομία υπαλλήλων και μεγάλων οργανισμών. Η οικογένεια αναζητά τη σταθερότητα στην πολυέργεια[/FONT][FONT=&quot][FONT=&quot][FONT=&quot]6[/FONT][/FONT], δηλαδή σε πολλαπλές πηγές εισοδήματος, όσες μπορεί να βρει και να προσποριστεί. Υπάρχει οικογενειακή αλληλεγγύη: τα πολλαπλά εισοδήματα απαιτούν πολλαπλά χέρια: ο πατέρας έχει το πρατήριο βενζίνης για τη σιγουριά, ο γιος σπουδάζει πληροφορική για το κάτι παραπάνω, αλλά άμα δεν του βγει δεν θα πεινάσει. Η κόρη, κατά προτίμηση δασκάλα ή υπάλληλος του Δήμου – κάτι σταθερό που αφήνει ελεύθερο χρόνο για να φροντίζει γέροντες γονείς και την επόμενη γενιά. Αν το οικογενειακό μαγαζί πάει καλά, η οικογένεια ολόκληρη το δουλεύει. Αν όχι, μένει να δουλεύει με ένα-δυο μέλη. Το σύστημα έχει θαυμαστή σταθερότητα, ευελιξία και διάρκεια.[/FONT]

[FONT=&quot]Σε οικονομία μικροϊδιοκτητών, οι επενδύσεις των νοικοκυριών διαφέρουν από αυτές στις οικονομίες της μεγάλης κλίμακας. Κατευθύνονται, απόλυτα ορθολογικά, σε ακίνητα και σε εκπαίδευση. Στις δυτικές οικονομίες οι αποταμιεύσεις επενδύονται συλλογικά μέσα από ασφαλιστικά ταμεία, ή από αμοιβαία κεφάλαια, ή από καταθέσεις. Καταλήγουν ως χρηματοδότηση στη βιομηχανία, στην τεχνολογία, σε υποδομές, και γενικά σε μεγάλους οργανισμούς. Στην ελληνική μικρή οικονομία η χρηματική αποταμίευση δεν έχει αξιόπιστες συλλογικές διεξόδους.

[/FONT] [FONT=&quot]Το ανθρώπινο κεφάλαιο έχει άλλη μορφή στη μικροϊδιοκτησία. Στις δυτικές οικονομίες μπορεί να αναπτυχθεί μέσα από καριέρα – δηλαδή χτίζοντας σχέση με μια μεγάλη επιχείρηση ή οργανισμό. Η ανώτατη εκπαίδευση είναι χρήσιμη μόνο ως πρώτο βήμα στην καριέρα – αν η αγορά εργασίας δεν την ζητά ούτε οι νέοι την επιδιώκουν. Στη μικρή ιδιοκτησία, η αξία του ανθρώπου επενδύεται στα ατομικά του στοιχεία. Η αγορά εργασίας δεν δίνει σαφή μηνύματα. Σημασία έχουν τα εφόδια που θα κατέχω σε μια γενικά αβέβαιη πορεία. Σπουδάζω μηχανικός, όχι επειδή προσδοκώ να δουλέψω στη Volkswagen, αλλά επειδή θα έχω επιλογές ως έμπορος, κατασκευαστής, εργολάβος, μελετητής, και ίσως ίσως στέλεχος. Γι’ αυτό τα νοικοκυριά υπερεπενδύουν στην εκπαίδευση των παιδιών:σε φροντιστήρια ξένων γλωσσών και πανελλαδικών εξετάσεων, σε δαπάνες διαβίωσης των φοιτητών. Στους εθνικούς λογαριασμούς αυτές οι δαπάνες φαίνονται ως κατανάλωση. Αλλά είναι επένδυση.[/FONT]


[FONT=&quot]Δυναμική[/FONT]
[FONT=&quot]
Ο θεσμός είναι σταθερός εφόσον μπορεί να παράγει αρκετό εισόδημα για τα μέλη του, έστω με κρίσεις και μεταλλάξεις. Αλλά δεν υπάρχουν πολλές περιπτώσεις στον κόσμο που οι τοπικές οικονομίες μικροεπιχειρήσεων να είναι διεθνώς ανταγωνιστικές – στη βόρεια Ιταλία βρίσκονται τα λίγα πετυχημένα παραδείγματα. Στην Ελλάδα ήταν ανταγωνιστική κατά καιρούς η μικρής κλίμακας γεωργία και ο τουρισμός, και είχαν μεγάλη συμβολή τα εμβάσματα από προσωπική εργασία – από τους μετανάστες και τους ναυτικούς. Αλλά αυτά δεν έφταναν και τα συμπληρώναμε με δάνεια και επιχορηγήσεις από το εξωτερικό.

[/FONT] [FONT=&quot]Τώρα που στέρεψαν τα δάνεια, η Ελλάδα θα χρειαστεί να γίνει ανταγωνιστική σε περισσότερους κλάδους. [/FONT][FONT=&quot]Μπορούν αυτό να το πετύχουν οι μικροεπιχειρήσεις; Δεν φαίνεται να είναι ιδιαίτερο πρόβλημα η μετάβαση σε νέες δραστηριότητες. Η ελληνική πολυέργεια των οικογενειών αυτό σημαίνει. Δεν πρόκειται για οικογένειες που αφοσιώνονται στην ίδια τέχνη από γενιά σε γενιά. Τα παιδιά σπουδάζουν νέα αντικείμενα και οι γονείς τα στηρίζουν.

[/FONT]
[FONT=&quot]Τρία είναι τα μεγάλα μειονεκτήματα της μικρής κλίμακας:[/FONT][FONT=&quot] το κόστος (οικονομίες κλίμακας), ο συντονισμός (κόστος συναλλαγών, οικονομίες φάσματος) και η συνέχεια (καινοτομία, αναβάθμιση, διαδοχή γενεών). Αν το ευρύτερο θεσμικό περιβάλλον αλλάξει για να βοηθήσει τις μικροεπιχειρήσεις να τα αντιμετωπίσουν, τότε ναι, ίσως μπορέσουμε να χτίσουμε μια ανταγωνιστική οικονομία πάνω στη μικρή κλίμακα. Αλλιώς, είτε φτώχεια είτε απότομη συγκέντρωση του κεφαλαίου.[/FONT]



[FONT=&quot]ΡΑΝΤΙΕΡΗΔΕΣ[/FONT]
[FONT=&quot]
Ο όρος πολιτική πρόσοδος δηλώνει τους διάφορους μηχανισμούς με τους οποίους επιχειρήσεις, συντεχνίες και άτομα καρπώνονται εισοδήματα από το κράτος που δεν αντιστοιχούν σε πραγματική προσφορά υπηρεσίας ή προϊόντος. Ο όρος περιλαμβάνει την αργομισθία, τη συνταξιοδότηση με προνομιακούς όρους, τις επιχορηγήσεις χωρίς αναπτυξιακό αποτέλεσμα, τις υπερκοστολογημένες προμήθειες και έργα, και τις μίζες των δημοσίων υπαλλήλων. Περιλαμβάνει επίσης τις ρυθμίσεις που επιτρέπουν σε συντεχνίες να υπερτιμολογούν στην αγορά (κλειστά επαγγέλματα, ρυθμιζόμενες αμοιβές, απαγορεύσεις), και, κάτι λιγότερο φανερό, τα οφέλη από την παρανομία όταν οι ανταγωνιστές σου είναι σύννομοι. Δεν περιλαμβάνει εκείνους του μισθούς του Δημοσίου που αμείβουν πραγματικά εργαζόμενους, ούτε τις συντάξεις, τα επιδόματα ανεργίας, κτλ, που δίνονται με γενικά κοινωνικά κριτήρια.

[/FONT] [FONT=&quot]Μερικοί ανάγουν τη διόγκωση της πολιτικής προσόδου στη δεκαετία του 1980 και στον τρόπο με τον οποίο το ΠΑΣΟΚ ενσωμάτωσε νέα στρώματα και νέα τζάκια στην οικονομική ανάπτυξη. Αλλά η φαυλοκρατία και οι πελατειακές σχέσεις ήταν σύμφυτες με το ελληνικό κράτος από την ίδρυσή του [/FONT][FONT=&quot]7[/FONT][FONT=&quot], και το κράτος ήταν πάντα ρυθμιστής στην οικονομία[/FONT][FONT=&quot]. Η διανομή προσόδων ήταν αναγκαίος μηχανισμός για τη νομιμοποίηση των πολιτικών στα μάτια του κόσμου, αλλά και ο προσπορισμός προσόδων ήταν βασικός λόγος για γίνει κάποιος πολιτικός.

[/FONT] [FONT=&quot]Το κράτος συνολικά υπήρξε ραντιέρης εμβασμάτων, ζώντας σε μεγάλο βαθμό από διεθνείς εισροές : δάνεια που μοίρασε και δεν αποπλήρωσε, σχέδια βοήθειας, και πιο πρόσφατα τα ταμεία της ΕΕ. Τούτα τα εμβάσματα έχουν επηρεάσει σε βάθος την κοινωνία: «Ας περάσει το χρήμα τα σύνορα και θα βρούμε τη μοιρασιά» μου έλεγε ένας μικροεργολάβος αγροτικών εγκαταστάσεων κουβεντιάζοντας πώς θα πάρουμε κάποια επιχορήγηση.

[/FONT] [FONT=&quot]Υπήρχαν και υπάρχουν σημαντικές μη πολιτικές πρόσοδοι στην ιδιωτική οικονομία. Τα έσοδα από τουρισμό ενέχουν μεγάλο στοιχείο προσόδου, εφόσον ο επισκέπτης πληρώνει πρώτα για τον τόπο και μετά για τις υπηρεσίες. Τα εμβάσματα από το εξωτερικό (ναυτιλιακά, μεταναστευτικά) παράγονται μεν από εργασία εκτός συνόρων, αλλά για την τοπική κοινωνία που τα υποδέχεται είναι καθαρή πρόσοδος.[/FONT]


[FONT=&quot]Η δημοκρατική πρόσοδος[/FONT]
[FONT=&quot]
Οι μηχανισμοί προσπορισμού προσόδων διαφέρουν πολύ μεταξύ τους. Παράγουν όμως ένα κοινό πολιτισμικό αποτέλεσμα: όλοι σχεδόν οι Έλληνες, από τον μεγάλο επιχειρηματία μέχρι τον μικροοικοπεδούχο στο νησί και τον δημοτικό υπάλληλο στην επαρχία, θεωρούν φυσικό να έχουν κάποια εισοδήματα χωρίς να ρισκάρουν κεφάλαια και χωρίς να εργάζονται παραγωγικά – εισοδήματα σημαντικά για τα μέτρα του καθενός. Αν δεν το πετύχουν αισθάνονται αδικημένοι.[/FONT]

[FONT=&quot]Πώς αναπαραγόταν τόσα χρόνια το σύστημα της προσοδοκρατίας; Η πρώτη αιτία ήταν ότι «λεφτά υπάρχουν» – από τις εισροές από το εξωτερικό, από την απομύζηση της παραγωγής σε μια κοινωνία που μπορούσε κατά καιρούς να παρακολουθεί ικανοποιητικά την τεχνική πρόοδο, αλλά πρόσφατα και από την υπερεκμετάλλευση των μεταναστών.[/FONT]
[FONT=&quot]Η δεύτερη αιτία ήταν ο δημοκρατικός χαρακτήρας του συστήματος. Οι πρόσοδοι είχαν ευρεία διασπορά· ιδίως μετά το 1980 τα περισσότερα νοικοκυριά κάτι τσιμπούσαν από το σύστημα. Η δημοκρατική νομιμοποίηση ενισχύθηκε από νέους μηχανισμούς που προσδίδουν στο σύστημα έναν αντικειμενικό χαρακτήρα: ΑΣΕΠ αντί για ρουσφέτι, πανελλαδικές αντί για το βαθμό του σχολείου. Όταν για να διοριστούν ή να εισαχθούν χρειάζεται να κοπιάσουν και να ανταγωνιστούν τίμια, κανένας δεν αναρωτιέται μήπως η θέση που πήραν είναι άχρηστη. Και θεωρείται άδικο να καταργηθούν τα όποια προνόμια έχει η θέση.[/FONT]


[FONT=&quot]Συμπεριφορές[/FONT]
[FONT=&quot]
Όπως κάθε οικονομικός μηχανισμός που κυριαρχεί (ή συγκυριαρχεί) σε μια κοινωνία έτσι και η προσοδοκρατία επιδρά με πολλούς τρόπους στις συμπεριφορές και στη νοοτροπία. Μπορεί να μην πηγάζει από πολιτισμικές ιδιαιτερότητες, αλλά σίγουρα τις δημιουργεί.

[/FONT] [FONT=&quot]Μηδενικό άθροισμα[/FONT][FONT=&quot]:[/FONT][FONT=&quot] η πρόσοδος δεν μεγεθύνει την πίτα, τη μοιράζει. Συνεπώς προϋποθέτει μαχητική διεκδίκηση, και δεν προϋποθέτει παραγωγική εργασία. Εκτρέφει το λαϊκισμό[/FONT][FONT=&quot], που βασικό συστατικό του είναι ότι μεταθέτει την ευθύνη για το σύνολο στον άλλο πόλο, στον εχθρό. Στο λαϊκισμό οι πολίτες, ανεξάρτητα από την πραγματική τους θέση στην παραγωγή και στη διανομή, νιώθουν σαν να ανήκουν στο πιο αδύναμο στρώμα, που δικαιούται να διεκδικεί αναδιανομή για λόγους ανθρωπιστικούς, δικαιοσύνης [/FONT][FONT=&quot]8[/FONT][FONT=&quot]. Δεν τους αφορά πώς θα παραχθεί ο πλούτος, ούτε αν πρέπει η αναδιανομή να γίνει πρώτα σε άλλους, πιο αδύναμους. Την ευθύνη για το όλον την έχουν άλλοι. Ο λαϊκισμός διαφέρει ριζικά σε τούτο από μια σοσιαλιστική στρατηγική που θα άρχιζε από τον τρόπο παραγωγής πριν φτάσει στη διανομή. Ή από μια στρατηγική αναδιανομής που θα εστίαζε στους πραγματικά πιο αδύναμους και αποκλεισμένους.

[/FONT] [FONT=&quot]Επιχειρηματικότητα:[/FONT][FONT=&quot] αν οι επιχειρήσεις μπορούν να βγάλουν ψηλά κέρδη από τις κρατικές εργολαβίες ή από άλλα προνόμια, επενδύουν πιο πολύ στο να αποκτήσουν τα προνόμια παρά στο να γίνουν ανταγωνιστικές σε μια ανοιχτή αγορά.[/FONT][FONT=&quot]Με το καιρό αυτό στρεβλώνει όλη τη στρατηγική τους – ο καλός πωλητής είναι αυτός που καλλιεργεί σχέσεις στο Δημόσιο, ο καλός μηχανικός είναι αυτός που ξεχειλώνει το έργο για να κοστίσει περισσότερο, κτλ. Σπάνια μια επιχείρηση κρατικοδίαιτη είναι και ανταγωνιστική. Τα παραδείγματα αρχίζουν από τους εθνικούς προμηθευτές και φτάνουν στις εταιρειούλες πληροφορικής της δεκαετίας του 1990, όπου ευφυέστατοι τεχνικοί έφαγαν τα νιάτα τους σε άκαρπη «έρευνα και ανάπτυξη» για ευρωπαϊκά προγράμματα.

[/FONT] [FONT=&quot]Μετρήσεις και προϋπολογισμοί[/FONT][FONT=&quot]: ο ραντιέρης δεν έχει ανάγκη να μετρήσει τον κόσμο, ο παραγωγός έχει. Ο ραντιέρης θα παζαρέψει. Ο παραγωγός θα σχεδιάσει τις εισροές και τις εκροές του, θα προσπαθήσει να μεγιστοποιήσει το περιθώριο ανάμεσα στις δύο. Ό,τι κάνει ο ραντιέρης κάνει και το κράτος της προσοδοκρατίας. Παζαρεύει συνεχώς με διάφορες ομάδες (αδιόριστους για διορισμούς, αγρότες για παροχές, επιχειρηματίες για έργα), στις οποίες πάντα δίνει κάτι παραπάνω από εκεί που ξεκίνησε. Δεν δεσμεύεται από ένα απόλυτο όριο δαπανών ή φοροαπαλλαγών. Καταλήγει σχεδόν πάντα με έλλειμμα, χωρίς να το έχει προγραμματίσει. Αλλά και πέρα από τα δημοσιονομικά, η κοινωνία δεν ζητά μετρήσεις: ούτε για τους ρύπους, ούτε την ποιότητα των νοσοκομείων, ούτε για την επίδραση της αστυνόμευσης στην εγκληματικότητα. Δεν υπάρχει καμιά πίεση στις δημόσιες υπηρεσίες να μετρήσουν και να αξιολογήσουν. Κάπως έτσι καταλήγουμε στα Greek statistics – πολύ πριν τη σκόπιμη παραποίηση των αριθμών.[/FONT]



[FONT=&quot]ΚΑΙΡΟΣΚΟΠΟΙ[/FONT]
[FONT=&quot]
Ίσως να είμαστε το ίδιο εργατικοί με τους Δυτικούς όταν έχουμε τις ίδιες επιλογές με αυτούς. Είμαστε όμως λιγότερο συνεργατικοί.[/FONT]
[FONT=&quot]Στη θεωρία παιγνίων καιροσκόπος (ή οπορτουνιστής) είναι αυτός που αρπάζει την ευκαιρία να βγάλει ένα καλό κέρδος σήμερα, ακόμα και αν αυτό δυσχεράνει τη θέση του αύριο. Συνήθως, είναι αυτός που παραβαίνει έναν κανόνα ή χαλάει μια συνεργασία για να κάνει την αρπαχτή.

[/FONT] [FONT=&quot]Ο ταβερνιάρης στην Πλάκα που σερβίρει σαβούρα στους τουρίστες αυτό κάνει: παραβαίνει την άτυπη σύμβαση του εστιάτορα με τον πελάτη, για να βγάλει καλό κέρδος στη μερίδα, με κίνδυνο ο πελάτης να μην ξαναέρθει. Πράττει απόλυτα ορθολογικά, γιατί ο τουρίστας είναι περαστικός και δεν θα ξαναερχόταν έτσι κι αλλιώς. Αυτό χαλάει τη γενική εικόνα της Αθήνας, αλλά δεν τον ενδιαφέρει, γιατί η εικόνα διαμορφώνεται από όλες τις ταβέρνες μαζί, όχι από τη δική του.

[/FONT][FONT=&quot]Στον αντίποδα της καιροσκοπίας είναι η συμμόρφωση ή η συνεργασία. Η επιχείρηση που επενδύει στην ποιότητα, ο εργολάβος που αποθέτει τα μπάζα στη μακρινή επίσημη χωματερή αντί για το διπλανό χωράφι, ο συνεργάτης που δουλεύει σκληρά αντί να λουφάρει σε βάρος της ομάδας, ο επαγγελματίας που δεν φοροδιαφεύγει είναι στη γλώσσα της θεωρίας παιγνίων συνεργάσιμος (cooperator). [/FONT]


[FONT=&quot]Οι ρίζες της συνεργασίας[/FONT]
[FONT=&quot]
Οι Έλληνες φέρονται πιο καιροσκοπικά από τους Σουηδούς ή και τους Γάλλους. Η διαφορετική συμπεριφορά δεν έχει μια μόνο αιτία. Υπάρχει πολιτισμική διαφορά νοοτροπίας. Παράλληλα η δομή των κινήτρων και των κυρώσεων συγκριτικά ευνοεί την αρπαχτή. Τα δύο επίπεδα (νοοτροπία – δομή) αλληλεπιδρούν μέσα από την ανοχή (δεν σε καταγγέλλω που φοροδιαφεύγεις) και τη δυσπιστία (σε ρίχνω, γιατί φοβάμαι ότι θα με ρίξεις).[/FONT]
[FONT=&quot]Πού οφείλεται η πολιτισμική διαφορά στην έφεση για συνεργασία, και πόσο βαθιά είναι;[/FONT]
[FONT=&quot] Σε τέτοια ερωτήματα η συστηματική έρευνα και θεωρία διεθνώς τώρα ξεκινάει, ουσιαστικά τα τελευταία είκοσι χρόνια. Για την Ελλάδα η πιο ενδιαφέρουσα αφήγηση είναι του Στέλιου Ράμφου, για την «άπρακτη εξατομίκευση». Η ανθρωπολογία του προσώπου διαμορφώθηκε διαφορετικά σε εμάς από ό,τι στη Δύση. Εκεί «σκοπός του ατόμου είναι η εντός του ανακεφαλαίωση, ει δυνατόν, της συνολικής κοινωνικής και πνευματικής εξελίξεως – η εν ευαισθησία καθολικότης του ως ανθρώπου»[/FONT][FONT=&quot]9[/FONT][FONT=&quot]. Ο δυτικός άνθρωπος έχει εσωτερικεύσει τους κανόνες της κοινωνίας – τους έχει εξατομικεύσει. Στους Έλληνες, όταν διασπάστηκαν οι συλλογικές δομές του μεσαίωνα, μείναμε στον ατομισμό χωρίς την εξατομίκευση.

[/FONT] [FONT=&quot]Συναφής αλλά διακριτός παράγοντας ήταν η εξέλιξη των πολιτικών θεσμών και των οικονομικών ιεραρχιών. Στη Δύση η φεουδαρχία, η μοναρχία και η Καθολική Εκκλησία με την αλληλεπίδρασή τους δημιούργησαν το απολυταρχικό κράτος που είχε την ευθύνη να καθοδηγεί την κοινωνία. Το κράτος αυτό το κληρονόμησε η αστική τάξη και ενίσχυσε τον καθοδηγητικό του ρόλο [/FONT][FONT=&quot]10[/FONT][FONT=&quot]. Παράλληλα, στη βιομηχανική επανάσταση αναπτύχθηκαν οι μεγάλες επιχειρήσεις - ιεραρχίες που έδιναν σταθερούς ρόλους σε εργάτες και υπαλλήλους. Αυτά δεν έγιναν στην Ελλάδα, που αποτίναξε το οθωμανικό κράτος, δεν το μετεξέλιξε, και που αντιστάθηκε στις οικονομικές ιεραρχίες.

[/FONT] [FONT=&quot]Με άλλα λόγια, οι αναπτυγμένες δυτικές οικονομίες δεν στηρίχτηκαν μόνο στην ελεύθερη αγορά και στα ατομικά κίνητρα. Στηρίχτηκαν σε ιεραρχικούς οργανισμούς (κάθετους κανόνες) και σε στρατηγικές συνεργασίας (οριζόντιους κανόνες). Ο πετυχημένος και ιδεολογικά ηγεμονικός καπιταλισμός είναι ελεύθερη αγορά ενσωματωμένη σε κοινωνία κανόνων και ευθύνης. Αλλιώς είναι ή ζούγκλα ή μικρομάγαζα. Εμείς δεν έχουμε αποδεχθεί ούτε τους κάθετους κανόνες ούτε τους οριζόντιους – ούτε πειθαρχούντες ούτε πειθαρχημένοι. Αν έχουμε αποφύγει τη ζούγκλα είναι γιατί έχουμε κρατήσει τα μικρομάγαζα.[/FONT]


[FONT=&quot]Οι θεσμοί των καιροσκόπων[/FONT]
[FONT=&quot]
[/FONT][FONT=&quot]Η καιροσκοπική νοοτροπία εξηγεί γιατί αποτυχαίνουν οι συνεταιρισμοί και πετυχαίνουν οι συντεχνίες[/FONT]
[FONT=&quot]. Ο συνεταιρισμός διαχειρίζεται ένα συλλογικό αγαθό – για παράδειγμα, ένα συσκευαστήριο για τα αγροτικά προϊόντα των μελών του ή μια κρατική επιχορήγηση που δίνεται για να γίνει το συσκευαστήριο. Χωρίς αμοιβαία εμπιστοσύνη και συμμόρφωση στους κανόνες τα μέλη κοιτάνε πώς θα κερδίσουν ο καθένας ρίχνοντας τη ζημιά στο συλλογικό αγαθό. Θα στείλουν στο συσκευαστήριο τη δεύτερη ποιότητα, αλλά το καλό θα το πουλήσουν ιδιωτικά – ή θα φάνε την επιχορήγηση χωρίς να επενδύσουν, γιατί δεν εμπιστεύονται ο ένας τον άλλο για συνεταίρο.

[/FONT] [FONT=&quot]Η συντεχνία δεν έχει συλλογικό αγαθό, έχει συλλογική[/FONT][FONT=&quot] διεκδίκηση[/FONT][FONT=&quot]. Τα μέλη αναγνωρίζουν το κοινό συμφέρον στην κοινή επαγγελματική ταμπέλα, και διεκδικούν προνόμια κοινά μεν, αλλά που θα τα καρπωθούν ιδιωτικά. Είναι μια συνεργασία με χαμηλή επένδυση και ρίσκο, όπως αρμόζει σε σύνολα με χαλαρούς δεσμούς συνεργασίας.

[/FONT] [FONT=&quot]Σε αυτό το πλαίσιο αναπτύξαμε μερικούς αξιοθαύμαστους οικονομικούς θεσμούς, που όμως ξενίζουν τους δυτικής παιδείας τεχνοκράτες. Οι μεταχρονολογημένες επιταγές, με το νομικό πλαίσιο που τις διέπει, ενισχύουν την εμπιστοσύνη ανάμεσα στους συναλλασσόμενους γιατί επιφέρουν άμεση κύρωση στον εκδότη της ακάλυπτης επιταγής χωρίς να παρεμβάλλεται η γραφειοκρατία μιας τράπεζας. Ο καθένας αναλαμβάνει την ευθύνη για τον αντισυμβαλλόμενο που επιλέγει. Το πρόσωπο, η φήμη, μετράει ιδιαίτερα. Είναι εντυπωσιακό ότι κανένας αποδέκτης μεταχρονολογημένης επιταγής δεν την εμφανίζει πρόωρα για πληρωμή, ενώ νομικά το δικαιούται. Αν το κάνει, η αγορά θα τον αποβάλει. Αυτόν τον θεσμό της ίσος-προς-ίσον χρηματοδότησης, με την ατομική και ονομαστική ευθύνη, θα πρέπει να τον διαφυλάξουμε, και όχι να θέλουμε να τον καταργήσουμε. Η ιεραρχική χρηματοδότηση των τραπεζών περιθωριοποιεί τη ατομική ευθύνη και ενισχύει τον καιροσκοπισμό.


[/FONT] [FONT=&quot]Το μέλλον της συνεργασίας

[/FONT]
[FONT=&quot]Ο καιροσκόπος δεν είναι φύσει απατεώνας. Είναι «ορθολογικά εγωιστής». Θα συμμορφωθεί στους κανόνες όταν τον συμφέρει. Αν βρεθεί σε περιβάλλον όπου πλειοψηφούν οι συνεργάσιμοι και υπάρχουν κυρώσεις στην καιροσκοπία, τότε μετατρέπεται σε συνεργάσιμο[/FONT][FONT=&quot]11[/FONT][FONT=&quot]. Το πρόβλημα εδώ είναι ο φαύλος κύκλος. Αν το σύνολο ξεκινάει με πλειονότητα καιροσκόπων, πολύ δύσκολα θα συγκλίνει σε ένα καθεστώς συνεργασίας. Για αυτό μετράει τόσο πολύ η ιστορική κληρονομιά.

[/FONT] [FONT=&quot]Στη Δύση η κληρονομιά ήταν υπέρ της συνεργασίας. Υπάρχουν όμως φόβοι ότι τις τελευταίες δεκαετίες φθείρονται οι θεσμοί και διογκώνεται ο ατομισμός.[/FONT][FONT=&quot]Οι αιτίες που αναφέρονται είναι πολλές, από τη διάβρωση της οικογένειας, τον καταναλωτισμό και τα ατομικά δικαιώματα μέχρι τον οικονομικό φιλελευθερισμό, την εισοδηματική ανισότητα και τις προσόδους. Μήπως εκεί που τείνουν οι Δυτικοί είμαστε ήδη εμείς; Μήπως είμαστε εικόνα από το δυστοπικό τους μέλλον;

[/FONT] [FONT=&quot]Μια αντίρροπη τάση έρχεται από την τεχνολογία. Οι πλατφόρμες ενημέρωσης και συνεργασίας που καθιστούν διάφανη τη συνεισφορά του καθενός και άχρηστη την ιεραρχία επιτρέπουν για πρώτη φορά στην ιστορία να δημιουργούνται συλλογικά προϊόντα με καταμερισμό ατομικής ευθύνης. Δίνουν ένα πλαίσιο συνεργασίας για καιροσκόπους· π.χ. δίνουν τη δυνατότητα σε κάθε μοναχικό προγραμματιστή να πουλήσει υπηρεσίες σε όλο τον κόσμο. Παράλληλα δίνουν μεγάλη δύναμη στην εθελοντική προσφορά του ελεύθερου χρόνου (λ.χ. Wikipedia) και επιτρέπουν τη συντήρηση μερικών συλλογικών αγαθών χωρίς μεγάλες προσωπικές θυσίες. Μήπως ο ελληνικός ατομισμός βρει τώρα μια δημιουργική θέση στην παγκόσμια οικονομία;



[/FONT] [FONT=&quot]ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΚΑ[/FONT]
[FONT=&quot]
Κλείνω με λίγα προλεγόμενα σε μια μεγάλη συζήτηση.

[/FONT] [FONT=&quot]Η πολιτική ανάπτυξης θα πετύχει μόνο αν εστιάσει στις οικογενειακές στρατηγικές, στις μικροεπιχειρήσεις, στην προσοδοκρατία και στον καιροσκοπισμό – είτε για να αξιοποιήσει μερικά στοιχεία τους, είτε για να τα αλλάξει.

[/FONT] [FONT=&quot]Ένα νέο ελληνικό αναπτυξιακό μοντέλο δεν θα μοιάζει με τα πετυχημένα διεθνώς. Ξεκινάει από άλλες βάσεις, και θα έχει άλλη τροχιά. Ας αποδεχθούμε την ιδιομορφία.

[/FONT][FONT=&quot]Η κοινωνία έχει αναπτύξει ανεπίσημους θεσμούς ευρείας αποδοχής. Τα φροντιστήρια, για παράδειγμα, που δεν κλείνουν ποτέ όταν γίνονται καταλήψεις στα σχολεία. Ή τις μεταχρονολογημένες επιταγές. Ας σκεφτούμε πώς θα τους αξιοποιήσουμε.

[/FONT] [FONT=&quot]Δεν έχουμε μεγάλες επιχειρήσεις στα διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά. Θα ενισχύσουμε τη συγκέντρωση του κεφαλαίου εκεί, και με ποιο τρόπο; Να ένα ερώτημα-αγκάθι για όλο το ιδεολογικό φάσμα. Και αν ναι, πώς θα αποτρέψουμε την προσοδοθηρία και τον καιροσκοπισμό που εισχωρούν σε όλες τις μεγάλης κλίμακας προσπάθειες στη χώρα μας;

[/FONT] [FONT=&quot]Οι μικρές μονάδες θα είναι πάντα κρίσιμες σε εμάς. Χρειάζεται να γίνουν εξωστρεφείς, ανταγωνιστικές, να καινοτομούν, να συντονίζονται, να μην επιβαρύνονται από τη δημόσια διοίκηση. Όλα τα συστήματα του Δημοσίου, εκπαιδευτικό, φορολογικό, ασφαλιστικό, έρευνα, υποδομές, πρέπει να υποστηρίξουν αυτούς τους στόχους. Το αναπτυξιακό λογοπλαίσιο να διαμορφωθεί πάνω στη μικρή κλίμακα.

[/FONT] [FONT=&quot]Ο καθείς και τα όπλα του.

[/FONT]

[FONT=&quot]1. [/FONT][FONT=&quot]Ευχαριστώ τους Σ. Γεωργανά, Γ. Πάνζαρη και Μ. Φραγκιά για τις παρατηρήσεις τους. [[/FONT][FONT=&quot]↩[/FONT][FONT=&quot]][/FONT]
[FONT=&quot]
2. [/FONT][FONT=&quot]Παλιότερα, από αριστερή οπτική, οι Κ. Τσουκαλάς, Κ. Βεργόπουλος, Ν. Μουζέλης, Μ. Παπαγιαννάκης. Πιο πρόσφατα, από εκσυγχρονιστική φιλελεύθερη οπτική, οι Χ. Τσούκας, Γ. Παγουλάτος, Θ. Πελαγίδης και Μ. Μητσόπουλος. [[/FONT][FONT=&quot]↩[/FONT][FONT=&quot]][/FONT]
[FONT=&quot]
3. [/FONT][FONT=&quot]Douglass C. North, Institutions, Institutional Change and Economic Performance, Cambridge University Press, 1990· David S. Landes, The Wealth and Poverty of Nations: Why Some Are So Rich and Some So Poor, W. W. Norton & Company 1999· Lawrence E. Harrison & Samuel P. Huntington (ed.), Culture Matters: How Values Shape Human Progress, Basic Books 2001· Peter A. Hall, David Soskice (ed.), Varieties of Capitalism: The Institutional Foundations of Comparative Advantage, Oxford University Press 2001· Bruno Amable, The Diversity of Modern Capitalism, Oxford University Press 2004. [/FONT][FONT=&quot][[/FONT][FONT=&quot]↩[/FONT][FONT=&quot]][/FONT]
[FONT=&quot]
4. [/FONT][FONT=&quot]Manfred Schmiemann, Enterprises by Size Class, Eurostat (200[FONT=&quot]8 )[/FONT]. [/FONT][FONT=&quot]Στοιχεία έτους 2005. [[/FONT][FONT=&quot]↩[/FONT][FONT=&quot]][/FONT]
[FONT=&quot]
5. [/FONT][FONT=&quot]Ενώ στους διεθνώς εμπορεύσιμους κλάδους κυριαρχεί η οικονομία του φραπέ, που τη λοιδορεί όλη η τεχνοκρατία και η γραφειοκρατία, αλλά που αυτή ελπίζουμε ότι θα στηρίξει το εξωτερικό ισοζύγιο· βλ. «[/FONT][FONT=&quot]Εσωτερική υποτίμηση[/FONT][FONT=&quot]» στο ιστολόγιο [[/FONT][FONT=&quot]↩[/FONT][FONT=&quot]][/FONT]
[FONT=&quot]
6. [/FONT][FONT=&quot]Ο όρος είναι του Γ. Β. Δερτιλή· βλ. Ιστορία του ελληνικού κράτους 1830-1920, Bιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2004, Τ.1 σελ. 70 [[/FONT][FONT=&quot]↩[/FONT][FONT=&quot]][/FONT]
[FONT=&quot]
7. [/FONT][FONT=&quot]Για μια γλαφυρή αφήγηση βλ. Ευάγγελος Κοροβίνης, Η νεοελληνική φαυλοκρατία, Αρμός, Αθήνα 2007. [[/FONT][FONT=&quot]↩[/FONT][FONT=&quot]][/FONT]
[FONT=&quot]
8. [/FONT][FONT=&quot]Ernesto Laclau, On Populist Reason, Verso 2005. [/FONT][FONT=&quot][[/FONT][FONT=&quot]↩[/FONT][FONT=&quot]][/FONT]
[FONT=&quot]
9. [/FONT][FONT=&quot]Στέλιος Ράμφος, Ο καημός του ενός. Κεφάλαια της ψυχικής ιστορίας των Ελλήνων, Αρμός, Αθήνα 2000, σ. 14. [[/FONT][FONT=&quot]↩[/FONT][FONT=&quot]][/FONT]
[FONT=&quot]
10. [/FONT][FONT=&quot]Gianfranco Poggi, The Development of the Modern State. A Sociological Introduction, Stanford University Press, 1978, [/FONT][FONT=&quot]κεφ[/FONT][FONT=&quot]. 4. [/FONT][FONT=&quot][[/FONT][FONT=&quot]↩[/FONT][FONT=&quot]][/FONT]
[FONT=&quot]
11. [/FONT][FONT=&quot]Elinor Ostrom, Collective Action and the Evolution of Social Norms, Journal of Economic Perspectives, Vol. 14, No 3, Summer 2000. [/FONT][FONT=&quot][[/FONT][FONT=&quot]↩[/FONT][FONT=&quot]][/FONT]
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 7 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Τελευταία επεξεργασία:

Χρήστες Βρείτε παρόμοια

  • Τα παρακάτω 0 μέλη και 1 επισκέπτες διαβάζουν μαζί με εσάς αυτό το θέμα:
    Tα παρακάτω 1 μέλη διάβασαν αυτό το θέμα:
  • Φορτώνει...
Top