H μάχη της αναθεώρησης του DSM-5

kaleidoscope

Επιφανές μέλος

Η kaleidoscope αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Επαγγέλεται Φοιτητής/τρια και μας γράφει απο Θεσσαλονίκη (Θεσσαλονίκη). Έχει γράψει 9,248 μηνύματα.

DreamStealer

Δραστήριο μέλος

Ο DreamStealer αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Είναι 50 ετών και μας γράφει απο Αθήνα (Αττική). Έχει γράψει 745 μηνύματα.
ειναι απο τα λιγα πραγματα που απομειναν στη ζωη μας για να ομορφαίνει....
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 12 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

epote

Διάσημο μέλος

Ο epote αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Έχει γράψει 3,359 μηνύματα.
γιατι αν οι ψυχιατροι δεν ειχαν τετοια εξουσια, αυτη η συζητηση δεν θα ειχε γινει ποτε....

Ο ψυχιατρος δεν εχει τετοιου ειδους εξουσια. Ο εισαγγελεας εχει και αυτο οπως ακριβως θα την ειχε αν καποιος ηταν εγγληματιας. Δεν σε βαζουν σε ιδρυμα επειδη εισαι σχιζοφρενης σε βαζουν επειδη εισαι επικυνδηνος για τον εαυτο σου η τους αλλους η επειδη το θελεις εσυ ο ιδιος.

τουλαχιστων φροντισε να ΞΕΡΕΙΣ τι λες πριν το πεις.

για τα υπολοιπα δεν θα πω τιποτα γιατι λεμε τα ιδια και τα ιδια χωρις να δειχνεις να καταλαβαινεις και με μηδενικα στατιστικα στοιχεια για να υποστηριξεις την αποψη σου.

εκτος απο ενα βιντεο στο youtube, ελεος.

καμια μελετη? Τιποτα hard numbers παιζουν?

guess not. Οποτε εισαι απλα ακομα ενας γραφικος που λεει τις μπουρδες του.
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 12 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

νυχτολούλουδο

Δραστήριο μέλος

Ο νυχτολούλουδο αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Μας γράφει απο Ίσθμια (Κόρινθος). Έχει γράψει 453 μηνύματα.
Ο ψυχιατρος δεν εχει τετοιου ειδους εξουσια. Ο εισαγγελεας εχει και αυτο οπως ακριβως θα την ειχε αν καποιος ηταν εγγληματιας. Δεν σε βαζουν σε ιδρυμα επειδη εισαι σχιζοφρενης σε βαζουν επειδη εισαι επικυνδηνος για τον εαυτο σου η τους αλλους η επειδη το θελεις εσυ ο ιδιος.

τουλαχιστων φροντισε να ΞΕΡΕΙΣ τι λες πριν το πεις.

για τα υπολοιπα δεν θα πω τιποτα γιατι λεμε τα ιδια και τα ιδια χωρις να δειχνεις να καταλαβαινεις και με μηδενικα στατιστικα στοιχεια για να υποστηριξεις την αποψη σου.

εκτος απο ενα βιντεο στο youtube, ελεος.

καμια μελετη? Τιποτα hard numbers παιζουν?

guess not. Οποτε εισαι απλα ακομα ενας γραφικος που λεει τις μπουρδες του.

αν η ψυχη του ανθρωπου χωρουσε σε μια μελετη....τοτε θα ειχαν ανακαλυψει το μεγαλυτερο φονικο οπλο...
ευτυχως που παραμενει ο ανθρωπος ...το πνευμα του....η ψυχη του...η νοηση του....κατι το ανεξηγητο....ευτυχως...
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 12 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

DreamStealer

Δραστήριο μέλος

Ο DreamStealer αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Είναι 50 ετών και μας γράφει απο Αθήνα (Αττική). Έχει γράψει 745 μηνύματα.
Ο ψυχιατρος δεν εχει τετοιου ειδους εξουσια. Ο εισαγγελεας εχει και αυτο οπως ακριβως θα την ειχε αν καποιος ηταν εγγληματιας. Δεν σε βαζουν σε ιδρυμα επειδη εισαι σχιζοφρενης σε βαζουν επειδη εισαι επικυνδηνος για τον εαυτο σου η τους αλλους η επειδη το θελεις εσυ ο ιδιος.

τουλαχιστων φροντισε να ΞΕΡΕΙΣ τι λες πριν το πεις.

ο εισαγγελεας παλια μπορει να ακουγε τον παπα, σημερα ακουει τον ψυχιατρο.
Το αν εισαι επικίνδυνος δεν το κρινεις εσυ η εγω η ο εισαγγελεας, αλλα ο ψυχιατρος,
ο οποιος παραδιδει γνωματευση στον εισαγγελεα και κατοπιν αυτος διατασει εγκλεισμο.

Περισσοτερα για ολα τα προβληματα που προκυπτουν εδω,

Ι. Ποιος νοιάζεται;

Όποιος επιστήμονας γραφείου επιχειρήσει να σχηματίσει εικόνα για τους ακούσιους ψυχιατρικούς ασθενείς σίγουρα θα μείνει πολύ ευχαριστημένος: Η ελληνική νομοθεσία είναι όχι μόνο σύγχρονη αλλά και από τις πλέον προοδευτικές της Ευρώπης, οι ψυχίατροι πάντα συμφωνούν στην εκτίμησή τους για τα περιστατικά, οι εισαγγελείς πάντα συμφωνούν με την εκτίμηση αυτή των γιατρών, οι ασθενείς ή οι συγγενείς τους δεν εναντιώνονται, τα δικαστήρια ποτέ δεν απορρίπτουν τις σχετικές αιτήσεις για ακούσια νοσηλεία, οι ασθενείς δεν χρειάζεται να εμφανιστούν στο δικαστήριο, ποτέ δε διορίζουν δικηγόρο για να αντιλέξει, ούτε χρειάζονται τη βοήθεια εξωτερικού ψυχιάτρου που να πει κάτι διαφορετικό και, τέλος, ποτέ δεν αμφισβητούν τις δικαστικές αποφάσεις εγκλεισμού. Άλλωστε, η Ελλάδα ποτέ δεν έχει καταδικαστεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου για υπόθεση ψυχικά ασθενούς. Αλλά ούτε και οικογένειες, φίλοι, υποστηρικτές ή ΜH.ΚY.Ο. φαίνεται να διαμαρτύ#ρονται για τους έγκλειστους ψυχασθενείς και τη μεταχείριση που αυτοί έχουν! Εξάλλου, δεν υπάρχει κάποιος λόγος που να κινεί το ενδιαφέρον ενός νομικού, εν προκειμένω, ως αντικείμενο δικηγορικής ύλης ή πανεπιστημιακής διδασκαλίας; Άρα, όλα λειτουργούν τόσο συναινετικά και όμορφα! Ποιος νοιάζεται λοιπόν; Ας τα πάρουμε από την αρχή!


ΙΙ. Οι ελπίδες (του ν. 2071/92) που γρήγορα διαψεύστηκαν!

Ο ακούσια νοσηλεία προσλαμβάνεται από τους αστικολόγους ως «προστατευτικός θεσμός», από του ποινικολόγους ως «κύρωση» ενώ από ένα δημοσιολόγο ως διοικητική διαδικασία. Σε κάθε περίπτωση όμως συνιστά μια διπλή ρωγμή στα δικαιώματα του ανθρώπου: στέρηση της ελευθερίας και υποβολή σε ιατρικές πράξεις χωρίς συναίνεση[1]. Όμως, η στέρηση τη ελευθερίας ενός ατόμου αποτελεί βάναυση προσβολή ατομικού δικαιώματος και επιβάλλεται μόνο για την τέλεση εγκλήματος αφού μάλιστα μεσολαβήσει καταδικαστική απόφαση. Γι’ αυτό, η ακούσια νοσηλεία, στο πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρώπης, αντιμετωπίζεται κυρίως ως μορφή στέρησης της ελευθερίας, όπως η φυλάκιση[2]. Από την άλλη πλευρά, βασικός όρος για τη διενέργεια ιατρικών πράξεων αποτελεί η προηγούμενη συναίνεση του ασθενούς. Χωρίς αυτήν, η ιατρική πράξη αποτελεί, κατ’ αρχήν τουλάχιστον, εγκληματική πράξη (π.χ. σωματική βλάβη)[3]. Αντίθετα, σύμφωνα με το νομοθετικό ορισμό (άρθρ. 95 § 1 ν.2071/92) "Ακούσια νοσηλεία είναι η χωρίς τη συγκατάθεση του ασθενή εισαγωγή και παραμονή του, για θεραπεία σε κατάλληλη Μονάδα Ψυχικής Υγείας"[4].

Αρχικά με το ν. ΨΜΒ΄/1862[5] και στη συνέχεια με το ΝΔ 104/1973 ρυθμίστηκε το ζήτημα της ακούσιας νοσηλείας των ψυχικά ασθενών στα ειδικά ιδρύματα ή, με την γλώσσα της εποχής, οργανώθηκαν τα σχετικά με την «περισυλλογήν και περίθαλψιν» των «φρενοπαθών». Με τη νομοθεσία αυτή δημιουργήθηκε ένα μοντέλο αναγκαστικού εγκλεισμού στο οποίο ο (ψυχικά ασθενής) άνθρωπος καθίστατο ουσιαστικά έρμαιο στα χέρια των ψυχιάτρων μα και των διοικητικών παραγόντων. Έτσι κάθε πολίτης μπορούσε με μια ευτελέστατη "διαδικασία" να στερηθεί την ελευθερία του και να υποστεί μια "λεπτή" νοσηλεία, χωρίς καμιά βεβαιότητα για το θεμιτό της στέρησης και το αναγκαίο της νοσηλείας. Χωρίς τέλος καμιά δικαστική εγγύηση, παρά μόνο, ενίοτε, μια εισαγγελική "σφραγίδα". Το υποκείμενο-άνθρωπος αυτόματα μετατρε#πόταν σε αντικείμενο-νοσηλευόμενο, χωρίς καμιά ουσιαστική δυνατότητα άμυνας[6]. Η κατάσταση αυτή προκάλεσε τις σφοδρές επικρίσεις ορισμένων νομικών όσο και ψυχιάτρων με ευαισθησίες. Η εικόνα του ασύλου της Λέρου[7] αποτέλεσε σύμβολο μιας ολόκληρης εποχής, μιας σταθερής πολιτικής αλλά και μιας πολύ ισχυρής εξουσιαστικής νοοτροπίας. Αυτή η εικόνα κατέδειξε τη μεγάλη απόσταση της χώρας μας από τα ευρωπαϊκά standards, ιδίως δε τις ρυθμίσεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.) και τη συναφή νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Δ.Δ.Α.)[8]. Ωρίμασαν έτσι οι συνθήκες για μια νέα θεώρηση των πραγμάτων.

Η συνειδητοποίηση της πραγματικότητας αυτής, ευτυχώς, δεν άργησε να φέρει καρπούς και συγκεκριμένα το ν. 2071/1992 ο οποίος έθεσε πλέον σε ορθολογικές βάσεις το όλο πλαίσιο της ακούσιας νοσηλείας. Το έκτο κεφάλαιο για την ψυχική υγεία αναμόρφωσε πλήρως το καθεστώς ακούσιας νοσηλείας, οικοδομώντας για πρώτη φορά ένα σύστημα και ενσωματώνοντας εν πολλοίς τα πορίσματα της μέχρι τότε νομολογίας του Ε.Δ.Δ.Α. Τρία βασικά στοιχεία αξίζει να επισημάνουμε :

α). Κατ’ αρχήν τερματίστηκε, με τρόπο ξεκάθαρο, η διελκυστίνδα μεταξύ θεραπείας και φύλαξης υπέρ της πρώτης, δημιουργώντας μεταξύ τους σχέση σκοπού προς μέσο. Έτσι πια ο αδιαφιλονίκητος σκοπός μα και απαραίτητος δικαιολογητικός λόγος είναι η θεραπεία εκείνου που τη χρειάζεται. Τα φυλακτικά μέτρα απλώς την υπηρετούν χωρίς ποτέ να την αντιστρατεύονται. (βλ. άρθρ. 98). Παράλληλα ορίστηκε η (αυτονόητη αλλά απαραίτητη στη ψυχιατρική πρακτική) υποχρέωση προστασίας της αξιοπρέπειας του ασθενούς κατά την ακούσια νοσηλεία[9].

β). Ορίστηκαν με σχετική σαφήνεια οι προϋποθέσεις υπαγωγής ενός προσώπου σε καθεστώς ακούσιας νοσηλείας, με την υιοθέτηση ενός μικτού συστήματος προϋποθέσεων[10]. Ειδικότερα για την εισαγωγή απαιτείται:

Περίπτωση 1η: Ψυχική διαταραχή και ανικανότητα του ασθενούς να κρίνει για το συμφέρον της υγείας του, η κατάσταση της οποίας πρόκειται να επιδεινωθεί ή η βελτίωσή της να αποκλειστεί αν δεν υποβληθεί σε θεραπεία.

Περίπτωση 2η: Ψυχική διαταραχή και ανάγκη νοσηλείας για την αποτροπή πράξεων βίας.

Ενώ όμως η πρώτη προϋπόθεση διαθέτει ένα μέγεθος αντικειμενικότητας (αν μπορεί να γίνει λόγος για αντικειμενικότητα σε ιατρικές κρίσεις) οι λοιπές προϋποθέσεις βαρύνονται με το στοιχείο της ρευστότητας, στο βαθμό ιδίως που εμπεριέχουν προγνωστικές κρίσεις. Ιδιαίτερα προβληματική μάλιστα εμφανίζεται η επιβίωση της έννοιας της επικινδυνότητας ως διαζευκτικής προϋπόθεσης, μεταμφιεσμένης βέβαια με σύγχρονους όρους[11].

γ). Τέλος, προβλέφθηκε μια αληθινή διαδικασία αναγκαστικού εγκλεισμού υπό τον έλεγχο της δικαστικής αρχής, κάτι που αποτέλεσε σίγουρα τη σημαντικότερη τομή του ν.2071/92. Έτσι παρά τη σημαίνουσα θέση των ψυχιάτρων στα θέματα ουσίας, η διαδικασία από την αρχή ως το τέλος τελεί υπό την εγγύηση της εισαγγελικής ή δικαστικής αρχής. Ειδικότερα, η αίτηση για την ακούσια νοσηλεία υποβάλλεται στον εισαγγελέα, ο οποίος και μπορεί να διατάξει τη μεταφορά του ασθε#νούς σε ψυχιατρείο, εισάγοντας όμως την υπόθεση εντός τριών ημερών στο Μονομελές Πρωτοδικείο, το οποίο συνεδριάζει εντός δέκα ημερών "κεκλεισμένων των θυρών", κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Στο δικαστήριο ο ασθενής μπορεί να παρίσταται αυτοπρο#σώπως, επικουρούμενος μάλιστα από δικηγόρο και τεχνικό σύμβουλο (ψυχίατρο), ενώ μπορεί να ασκήσει και ένδικα μέσα κατά της απόφασης.

Οι διατάξεις του ν.2071/92 που αναμόρφωσαν το θεσμό της ακούσιας νοσηλείας παρά τη θεωρητική επίνευση που τις συνόδευαν, έμελλε να ακολουθήσουν ένα ιδιαίτερα ανηφορικό δρόμο. Αυτοί οι νεωτερισμοί φάνηκαν στη πράξη δύσκολα αφομοιώσιμοι, ενώ οι αντιδράσεις κυμάνθηκαν από την παρερμηνεία, την έλλειψη συμμόρφωσης ακόμα δε και τη ρητή αμφισβήτησή του. Ψυχιατρικό και δικαστικό κατεστημένο σε μια μοναδική σύμπνοια απέναντι στον κίνδυνο των αλλαγών και τη νέα κατανομή εξουσίας. Παρουσιάστηκαν έτσι κρούσματα πρωτοφανούς αντίστασης εισαγγελικών αρχών να εφαρμόσουν το νόμο[12]. Πρόκειται βέβαια για συμπεριφορές που υπερβαίνουν το πλαίσιο μια επιστημονικής συζήτησης και εμπίπτουν ευθέως στις ρυθμίσεις του ποινικού δικαίου[13]. Αλλά και η στάση των δικαστηρίων (ιδιαίτερα για την τήρηση των αυστηρών προθεσμιών) υπήρξε ελάχιστα εναρμονισμένη με το νέο σύστημα. Ενισχύεται έτσι ακόμα μια φορά η αφοριστική παρατήρηση ότι δικαστική (και διοικητική) πρακτική εξελίσσονται ερήμην του νόμου[14]. Βέβαια, στον αντίποδα αυτών των φαινομένων, υπήρξαν φωνές[15] που εμμένοντας στην βασική αρχή ότι "ο νόμος είναι νόμος" προσπάθησαν να βάλουν τάξη στα πράγματα.


IΙΙ. 15 χρόνια απογοητεύσεις!

Με τη συμπλήρωση λοιπόν 15 χρόνων από τη θεσμοθέτηση του ν.2071/92 για τη μεταρρύθμιση της ακούσιας νοσηλείας αξίζει ίσως να κάνουμε ένα πρόχειρο απολογισμό για να μετρήσουμε τι άλλαξε αυτά τα χρόνια. Ας δούμε λοιπόν πρώτα σε επίπεδο νομοθεσίας και μετά σε επίπεδο πρακτικής πως έχει σήμερα η κατάσταση.


α). Σε επίπεδο νομοθεσίας: τι έμεινε από το ν.2071/92;

- το Πολυμελές Πρωτοδικείο, που αποφάσιζε για την ακούσια νοσηλεία, έγινε Μονομελές (μετά την τροποποίηση του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, άρθρο 740 παρ. 3 με το ν. 2447/1996, άρθρο 39). Πιο γρήγορα, πιο ευέλικτα, πιο απλά … αλλά με λιγότερες εγγυήσεις προστασίας του ανθρώπου και ορθότητας της απόφασης! Έτσι πια αρκεί μια μόνο ψήφος ενός δικαστή ώστε να χάσει κανείς την ελευθερία του και να βρεθεί στο ψυχιατρείο!

- Με τη Σύμβαση του Οβιέδο (ν. 2619/98, άρ. 7[16]) καταργήθηκε το δεύτερο ζεύγμα προϋποθέσεων της ακούσιας νοσηλείας, δηλ. ψυχική διαταραχή σε συνδυασμό με επικινδυνότητα (πράξεις βίας). Έτσι πια έχει μείνει μόνο η πρώτη περίπτωση του ν.2071/92 ως λόγος ακούσιας νοσηλείας δηλ. ψυχική διαταραχή + ανάγκη νοσηλείας, γεγονός ωστόσο που μάλλον δεν έχει γίνει αντιληπτό από τις εισαγγελικές και δικαστικές αρχές της χώρας. Στην ίδια κατεύθυνση συνάδει και ο νέος Κ.Ι.Δ. (ν.3418/05, άρ. 28 παρ. 8) όπου η θεραπευτική ανάγκη, πλάι στην ψυχική διαταραχή, τίθεται ως προϋπόθεση της αναγκαστικής νοσηλείας. Περιορίζομαι να αναφέρω ότι, τόσο οι διατάξεις της Σύμβασης του Οβιέδο, όσο και αυτές του Κ.Ι.Δ. υπερισχύουν του ν.2071/92, η μεν πρώτη βάσει ρητής διάταξης του Συντάγματος (άρ. 28) ενώ και οι δύο ως μεταγενέστεροι νόμοι.

- Με το ν. 2447/1996 τροποποιήθηκε ο Αστικός Κώδικας (Α.Κ.), στο μέρος που αφορά τη δικαστική συμπαράσταση ενώ εισήχθη και ειδική διάταξη (άρθρο 1687) σύμφωνα με την οποία η ακούσια νοσηλεία προσώπου επιτρέπεται «μετά από προηγούμενη άδεια του δικαστηρίου…». Έτσι όμως καταργήθηκε η αρμοδιότητα του εισαγγελέα να διατάσσει την ακούσια νοσηλεία του ασθενούς[17] με απώτερο αποτέλεσμα η χωρίς δικαστική απόφαση, έστω και προσωρινή διαταγή, αναγκαστική νοσηλεία να είναι παράνομη. Συζητήσιμο είναι αν παραμένει η αρμοδιότητα του εισαγγελέα να διατάσει την ακούσια εξέταση, και μόνο, δηλ. την επί 48ωρο παραμονή του ασθενούς στο ψυχιατρείο και μόνο για να διαγνωστεί η κατάσταση της ψυχικής του υγείας[18].

- Τελικά τι έχει μείνει; Μήπως ένα κουρέλι από ένα σπάνιο φουστάνι; Από τις πιο πάνω επισημάνσεις προκύπτει ότι όλες οι ακούσιες νοσηλείες που έχουν διαταχθεί από εισαγγελέα είναι εκτός νόμου και κατ’ αποτέλεσμα, όπως υποστηρίζεται στη βιβλιογραφία, δημιουργούνται ζητήματα αστικής (ια#τρικής) ευθύνης για αποζημίωση, αστικής ευθύνης του δημοσίου (νοσοκομείου) αλλά και ποινικής ευθύνης για παράνομη κατακράτηση (άρ. 326 ΠΚ)[19] ή ακόμα και σωματικές βλάβες (άρ. 308 ΠΚ) ή παράνομη βία (άρ. 330 ΠΚ). Εξίσου εκτός νόμου φαίνονται και όλες οι νοσηλείες που αποφασίστηκαν με την επίκληση της επικινδυνότητας του ασθενούς!


β). Η κατάρρευση του συστήματος στην πράξη.

1. Πώς ξεκινάει η περιπέτεια;

Σύμφωνα με μια παλαιότερη εισαγγελική εγκύκλιο (ΕγκΕισΠρωτΘεσ 633/2000) για την ακούσια εξέταση απαιτείται η αίτηση να περιγράφει το ψυχικό νόσημα, την εκδηλούμενη συμπεριφορά, τις ενέργειες που είχαν προηγηθεί για εκούσια νοσηλεία, την άρνηση του προσώπου να εξεταστεί ή το ανέφικτο της εξετάσεως, και όλα αυτά να συνοδεύονται με επιπλέον αποδεικτικά στοιχεία π.χ. βιβλιάρια υγείας, προηγούμενα πιστοποιητικά, ιατρικές γνωματεύσεις κ.λπ. Και δεν φτάνει μόνο αυτό: Ο, εκ της θέσεώς του δύσπιστος αν όχι καχύποπτος, Εισαγγελέας μπορεί να ζητήσει από την Αστυνομία να ερευνήσει το ζήτημα, ώστε να τον ενημερώσει αν έχει ασχοληθεί με τον φερόμενο ως ψυχικά ασθενή, αν έχουν γίνει παράπονα γι’ αυτόν, αν έχει εκδηλώσει επιθετική συμπεριφορά στο παρελθόν κλπ.

Κι όμως, γνωρίζουμε την τραγικότητα της εισαγγελικής καθημερινότητας. Με μια απλή αίτηση, χωρίς κανένα αποδεικτικό στοιχείο, χωρίς εικόνα του ανθρώπου, με σχεδόν μηχανικό ή αυτόματο τρόπο, θαρρείς μ’ ένα «τεκμήριο συνδρομής των προϋποθέσεων»[20] η αίτηση των συγγενών ή των γειτόνων προσυπογράφεται και η περιπέτεια αρχίζει![21] Η ουρά μπροστά από το γραφείο του εισαγγελέα υπηρεσίας είναι πιεστική και ο χρόνος περιορισμένος!

Η ευπάθεια ή μάλλον το ευάλωτον της διαδικασίας φαίνεται μέσα από δυο-τρία παραδείγματα:

- Μετά από αίτηση συγγενούς, εκδόθηκε εισαγγελική παραγγελία για ακούσια εξέταση προσώπου το οποίο βρισκόταν ήδη σε Μονάδα Ψυχοκοινωνικής Αποκατάστασης, όπου και προσήλθαν οι αστυνομικοί για τη μεταφορά του ενοίκου!

- Σύζυγος, προκειμένου να επιτύχει -στο πλαίσιο σφοδρής αντιδικίας- την απομάκρυνση της συζύγου από την κοινή οικία, επιτυγχάνει την έκδοση εισαγγελικής παραγγελίας για ακούσια εξέταση! Μετά τη διαπόμπευση της σύλληψης, χρειάστηκε παραμονή επί τριήμερο στο ψυχιατρείο, μέχρι να ολοκληρωθεί η όλη ιστορία[22]!

- Σε μια τρίτη περίπτωση, η φερόμενη ως ασθενής συνελήφθη και μεταφέρθηκε για εξέταση σε ψυχιατρείο όπου όμως, αφού συμβουλεύτηκε το δικηγόρο της, αρνήθηκε να υποστεί την εξέταση και αποχώρησε. Το ευτράπελο είναι ότι στη συνέχεια ασκήθηκε δίωξη εναντίον της και εναντίον του δικηγόρου για απείθεια (άρ. 169 ΠΚ)![23]


2. Ποιος και τι ρωτάει;

Αντιγράφω από το έντυπο της εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών: «… Προς τον κ. Αστυνόμο…. Διαβιβάζουμε την αίτηση του κ…. και παρακαλούμε για την εξέταση του …. από τους γιατρούς του …. Εφημ. Ψυχ. Νοσοκομείου … για να γνωματεύσουν αν αυτός συνεπεία της πάθησής του είναι επικίνδυνος για τη δημόσια τάξη και προσωπική ασφάλεια των πολιτών ή για τον εαυτό του…». Αν κάποιος γιατρός πάρει στα σοβαρά την εισαγγελική παραγγελία δεν θα πρέπει να αποφανθεί για την ανάγκη θεραπείας, τη συνείδηση του ασθενούς για την κατάσταση της υγείας του, τον κίνδυνο επιδείνωσης αυτής κ.λπ. Το μόνο που φαίνεται να ερωτάται ο ψυχίατρος είναι η επικινδυνότητα του φερόμενου ως ψυχασθενούς – αμφιβάλλω αν ερωτάται και αυτή τούτη η ύπαρξη ψυχικής διαταραχής! Ωστόσο η προϋπόθεση της επικινδυνότητας, όπως ήδη έχει αναφερθεί, θα πρέπει να θεωρείται καταργηθείσα!


3. «Σύλληψη» και μεταφορά

Σύμφωνα με το νόμο (άρθρο 96 παρ. 5 ν.2071/92) «… Η μεταφορά του διενεργείται υπό συνθήκες που εξασφαλίζουν το σεβασμό στην προσωπικότητα και την αξιοπρέπεια του ασθενή … ». Πράγματι, αρμόδια υπηρεσία που επιλαμβάνεται είναι η Αστυνομία, η οποία αναλαμβάνει να εκτελέσει ακόμα ένα καταδιωκτικό έγγραφο, να προβεί δηλ. σε μια σύλληψη![24] Με ποια μέσα[25]; Γκλοπς, χειροπέδες, περιπολικά…! Με ποια εκπαίδευση; Καμιά, όπως τονίζει και στη πρόσφατη έκθεσή της για την Ελλάδα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την πρόληψη των Βασανιστηρίων και της Απάνθρωπης Μεταχείρισης (γνωστή ως C.P.T.)[26]. Και μετά τη γίνεται; Ο φερόμενος ψυχασθενής μεταφέρεται στα αστυνομικά κρατητήρια όπου παραμένει μαζί με τους άλλους συλληφθέντες ή ποινικούς κρατούμενους … για άγνωστο διάστημα! Μέχρι να υπάρχει μεταγωγή κρατουμένων, αν το Ψυχιατρείο είναι σε άλλο νομό ή μέχρι να βρεθεί δεύτερος εφημερεύων ψυχίατρος, αν τέτοιος δεν υπάρχει. Αν δηλ., μεσολαβεί Σαββατοκύριακο μπορούμε να υπολογίζουμε 2-3 ημέρες μέχρι να γίνει η μεταφορά![27]

Κι όταν επιτέλους γίνει η εισαγωγή, ο νόμος (άρ. 96 § 4) ορίζει ότι ο ασθενής θα ενημερωθεί για τα δικαιώματά του[28] και μάλιστα θα συνταχθεί σχετικό πρακτικό! Ωστόσο όπως δείχνουν η κοινή εμπειρία, τα σχετικά ευρήματα έρευνας στο Ψ.Ν.Θ. αλλά και σχετικές αναφορές στη βιβλιογραφία η υποχρέωση αυτή τηρείται ελάχιστα ή δεν τηρείται καθόλου[29] για να μην αναφερθούμε βέβαια στο οξύμωρο σχήμα να ενημερώνεται (και να υπογράφει το αντίστοιχο πρακτικό) ο συγγενής ο οποίος επεδίωξε την ακούσια νοσηλεία, αντίθετα στη βούληση του ασθενούς!


4. Οι ψυχιατρικές «γνωματεύσεις».

Σύμφωνα με το νόμο (άρ. 96 § 2) «[τ]ην αίτηση πρέπει να συνοδεύουν αιτιολογημένες γραπτές γνωματεύσεις δύο ψυχιάτρων…». Από την αρχή, ήδη, οι δύο γνωματεύσεις μετατράπηκαν σε μία γνωμάτευση που απλώς συνυπογράφεται από δύο ψυχιάτρους! Δύο ερωτήματα όμως φαίνεται να παραμένουν ανοιχτά: Ποιοι συντάσσουν, αφενός, και με ποιο περιεχόμενο, αφετέρου, τις γνωματεύσεις αυτές.

- Ο νόμος απαιτεί γνωματεύσεις ψυχιάτρων, δηλ. ειδικευμένων ψυχιάτρων! Κι’ όμως βλέπουμε πλειάδα τέτοιων γνωματεύσεων άλλοτε να υπογράφεται από ειδικευόμενους ιατρούς (άγνωστο μάλιστα σε ποιο στάδιο της εκπαίδευσής τους) και άλλοτε η υπογραφή τουλάχιστον του ενός εκ των δύο να είναι εικονική, χωρίς δηλ. να αποτελεί αποτέλεσμα δικής του ιατρικής εξέτασης και κρίσης. Τέλος εμφανίζεται και το φαινόμενο της διπλής προσωπικότητας αφού σε γνωματεύσεις μπορεί το ίδιο πρόσωπο να υπογράφει ως δύο, δηλ. με το όνομά του, αρχικά, αλλά και ως «εφημερεύων», στη συνέχεια!

- Ο νόμος απαιτεί οι δύο ψυχιατρικές γνωματεύσεις να είναι αιτιολογημένες! Κατ’ ελάχιστον δηλ. πρέπει να περιέχονται, όπως έλεγε μια παλιά εισαγγελική γνωμοδότηση[30], «τα πραγματικά περιστατικά (εκδηλώσεις νόσου και τυχόν πράξεων βίας, νοσηλεία άλλοτε, που και γιατί, για ποιο λόγο δεν είναι δυνατή η εκτός νοσοκομείου νοσηλεία, συμπέρασμα περί της ασθένειας και η επιστημονική θεμελίωση της κλπ)». Κι’ όμως, ξέρουμε πια ότι η μεγάλη πλειοψηφία αυτών των γνωματεύσεων δεν περιέχουν ούτε τη στοιχειωδέστερη αιτιολογία που θα κάλυπτε τις απαιτήσεις μιας ιατρικής διαγνωστικής κρίσης. Έτσι δύο-τρεις μόνο μαγικές λέξεις, όπως «ψυχωτικού τύπου εκδηλώσεις» ή «ψυχωσική συνδρομή» ή «διαταραχή προσωπικότητας» ή «διαταραχές συμπεριφοράς» ή τέλος «σχιζοσυναισθη#μα#τική διαταραχή» αρκούν για να αιτιολογηθεί η ανάγκη αναγκαστικής νοσηλείας. Και βέβαια, σπεύδω να προσθέσω, πρέπει κανείς να έχει υπόψη τις συνθήκες εφημερίας ενός νοσοκομείου, χωρίς όμως –παράλληλα- να παραιτείται από την απαίτηση για τήρηση των υποχρεώσεων του επαγγελματία υγείας, απέναντι στην επιστήμη του, το νόμο αλλά κυρίως τη συνείδησή του. Ας μη ξεχνάμε ότι οι δύο-τρεις αυτές λέξεις φτάνουν για να στερήσουν από κάποιον την ελευθερία του, να καταργήσουν την αυτοδιάθεσή του, να τον υποβάλλουν σε ιατρικές πράξεις και τέλος να προσβάλλουν την αξιοπρέπειά του ίσως δε να τον στιγματίσουν ανεπανόρθωτα. Μ’ αυτές τις δύο ή ενίοτε τρεις μόνο λέξεις ευτελίζεται όμως αρχικά η ιατρική και στη συνέχεια η νομική επιστήμη, καθότι η εισαγγελική παραγγελία και η δικαστική απόφαση που ακολουθούν στηρίζονται ή απλώς επαναλαμβάνουν την ελλιπή αιτιολογία των γνωματεύσεων αυτών[31]. Περιορίζομαι εδώ απλώς να αναφέρω ότι κατά την πάγια νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας[32], που ισχύει και εδώ mutatis mutandis, «μη προσηκόντως αιτιολογημένες ιατρικές γνωματεύσεις καθιστούν πλημμελώς αιτιολογημένες τόσο τις πράξεις» των διοικητικών οργάνων, όσο και τις αποφάσεις των δικαστηρίων που στηρίζονται σ’ αυτές. Ποια «θεραπευτική ανάγκη» άραγε τεκμηριώνεται με τις δυο – τρεις παραπάνω λέξεις, ώστε να είναι θεμιτή η ακούσια νοσηλεία όπως απαιτεί το Ε.Δ.Δ.Α. (Herczegfalvy κατά Αυστρίας, 1992). Πώς τεκμηριώνεται ή έστω εμφαίνεται ότι η ακούσια νοσηλεία είναι η μόνη κατάλληλη νοσηλεία και καμιά άλλη, λιγότερη περιοριστική, δεν κρίνεται κατάλληλη; Τείνω, κλείνοντας, να δεχτώ ότι μια «γνωμάτευση» με μόνο περιεχόμενο «ψυχωσική συνδρομή» δεν είναι απλώς αναιτιολόγητη αλλά, στο μέτρο που δεν αποτυπώνει μια ελάχιστη επιστημονική διαδικασία, δεν συνιστά καν «γνωμάτευση», κατά την έννοια του νόμου, και ως εκ τούτου θα πρέπει να επιστρέφεται στον συντάξαντα αυτήν για συμπλήρωση ή επανασύνταξη.


5. Σύντομες προθεσμίες, ταχείες διαδικασίες..!

Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά που εισέφερε ο ν. 2071/92 είναι η πρόβλεψη αυστηρών προθεσμιών, κατά τη διαδικασία ακούσιας νοσηλείας. Οι προθεσμίες αυτές είναι βέβαια προστατευτικές για τον άνθρωπο και λειτουργούν εγγυητικά για την ελευθερία του.

Έτσι:

- Αν ο εισαγγελέας διατάξει την ακούσια εξέταση, αυτή δεν μπορεί να διαρκέσει παρά το πολύ 48 ώρες! Τηρείται η διάταξη αυτή; Κόλπο 1ο: Οι 48 ώρες αφορούν εργάσιμες ημέρες και όχι αργίες![33] Κόλπο 2ο: Μετά τις 48 ώρες, ο προσαχθείς, παραμένει για παρατήρηση …, και ας καταγράφεται σ’ όλα τα εγχειρίδια Ψυχιατρικής ότι ακριβώς η παρατήρηση είναι διαγνωστική μέθοδος, συνιστά δηλ. τρόπο εξέτασης![34] Κόλπο 3ο: Περιμένουμε την εισαγγελική παραγγελία, η οποία αργεί! Να σημειωθεί βέβαια ότι το 48ωρο μετράει από την προσαγωγή στο Ψυχιατρείο… αν και η σύλληψη μπορεί να έχει επισυμβεί 1, 2 ή 3 ημέρες νωρίτερα!

- Αν ο εισαγγελέας διατάξει την ακούσια νοσηλεία, πρέπει μέσα σε τρεις (3) ημέρες να ζητήσει από το δικαστήριο να αποφασίσει σχετικά. Τηρείται η διάταξη αυτή; Από τα μοναδικά ερευνητικά στοιχεία φαίνεται ότι η τήρηση της προθεσμίας αυτής αγγίζει το ποσοστό του 5,4%![35]

- Το δικαστήριο, αν υποβληθεί τέτοια αίτηση από τον Εισαγγελέα πρέπει μέσα σε δέκα (10) ημέρες να αποφασίσει σχετικά με την τύχη του νοσηλευόμενου. Τηρείται η διάταξη αυτή; Όπως φαίνεται μόνο στο 9,6% των περιπτώσεων τηρείται το δεκαήμερο ανάμεσα στη συζήτηση και την έκδοση της απόφασης[36] και μόνο στο 6,5% τηρείται το όριο των 13 ημερών από την αίτηση του εισαγγελέα[37]. Σε σχετική έρευνα στο Ψ.Ν.Θ. βρέθηκε ότι το δεκαήμερο τηρήθηκε σε ποσοστό 10,5% των περιπτώσεων ακούσιας εξέτασης[38]. Αναφέρεται εξάλλου ότι στην Αθήνα ο κατά μέσο όρο χρόνος που μεσολαβεί από την υποβολή της αίτησης μέχρι της έκδοση απόφασης είναι πέντε (5) μήνες[39] ενώ ήδη οι νέες υποθέσεις προσδιορίζονται οκτώ (8) μήνες αργότερα. Οι σχετικές υπομνήσεις τόσο του προέδρου του Αρείου Πάγου παλαιότερα όσο και των Εισαγγελέων του ίδιου δικαστηρίου στη συνέχεια φαίνεται ότι έπεσαν εντελώς στο κενό[40]!

- Εξάλλου, η θέση του Συνηγόρου του Πολίτη[41] που υιοθετήθηκε αυτολεξεί και από την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου[42] ότι «δεν νοείται αυτοδίκαιη παράταση της αναγκαστικής νοσηλείας του εισαχθέντος στο Ψυχιατρικό κατάστημα» δε φαίνεται να έχει εισακουστεί από τα Ψυχιατρικά νοσοκομεία. Έτσι, όμως η συνεχιζόμενη στέρηση της ελευθερίας και η αναγκαστική νοσηλεία μετά τη άκαρπη λήξη των ως άνω προθεσμιών, χωρίς δηλ. ειδικό νομικό έρεισμα, καθίστανται παράνομες και ενδεχομένως αξιόποινες[43].


6. Η δίκη αρχίζει: χωρίς τον ασθενή, χωρίς δικηγόρους, χωρίς ψυχιάτρους!

Έστω, λοιπόν και μ’ αυτές τις καθυστερήσεις πάντως κάποτε η δίκη αρχίζει! Μόνο που ο δικαστής θα πρέπει να νοιώθει μεγάλη μοναξιά, αφού κανείς και κυρίως ο ασθενής δεν εμφανίζεται. Αρκεί βέβαια ένα χαρτί από το Ψυχιατρείο ότι ο ασθενής δεν δύναται να προσέλθει, το οποίο υπογράφει ένας ειδικευόμενος ιατρός. («Ως έχει η κατάσταση του σήμερα δεν δύναται να παραστεί στη δικάσιμο της …»). Έτσι, ο ασθενής δικάζεται ερήμην, χάνει δηλ. το θεμελιώδες δικαίωμα ακρόασης να παρουσιαστεί και να υπερασπιστεί τον εαυτό του! Τόσο απλά, με ένα ιατρικό σημείωμα «της συμφοράς», χωρίς την τήρηση καμιάς διαδικασίας και με πλήρη παραβίαση κάθε δεοντολογικής αρχής (βλ. ΚΙΔ/ν.3418/05, άρ. 5 παρ. 3 και ιδίως άρ. 28 § 1[44]) που επιβάλλει ο ασθενής να γνωρίζει το σκοπό της εξέτασης και τις συνέπειες αυτής!

Εξάλλου, η δυνατότητα παράστασης στο δικαστήριο με δικηγόρο και ψυχίατρο παραμένει κάτι άγνωστο, αν και ρητή πρόβλεψη του νόμου αναφέρεται στην ενεργοποίηση της νομικής αρωγής. Κάτι που ισχύει σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες (π.χ. Ηνωμένο Βασίλειο, Αυστρία, Βέλγιο, Δανία, Ισπανία, Ιρλανδία, Σουηδία). Από εμπειρία καταθέτω ότι μόνο μια φορά συνάντησα υπόθεση ψυχασθενούς που υποστηριζόταν, μαχητικά, από συνήγορο της επιλογής του. Το τι ακολούθησε δεν περιγράφεται: ολόκληρο το ιατρικό, διοικητικό και δικαστικό σύστημα έπαθε κυριολεκτικά μπλακ-άουτ, μπροστά στο απρόσμενο της άσκησης των δικαιωμάτων του ασθενούς! Δεν άργησαν βέβαια να φανούν τα αδιέξοδα και τα απανωτά λάθη!

Από μια σχετική έρευνα στη Θεσσαλονίκη φάνηκε ότι σε ένα δείγμα 903 υποθέσεων (στη διάρκεια 10 ετών) μόνο ένα ποσοστό 0,7% των ασθενών παραστάθηκε στη δίκη με δικηγόρο. Αξίζει να σημειωθεί ότι σε καμιά απ’ αυτές τις περιπτώσεις δεν έγινε δεκτή η αίτηση του εισαγγελέα[45].

Να προσθέσουμε, τέλος, εδώ ότι το δικαίωμα έφεσης ασκήθηκε σε μία (1) περίπτωση επί συνόλου 903!!! Και μάλιστα αυτή δεν συζητήθηκε καν. Στην Αθήνα πάντως αναφέρεται απολύτως μηδενικός αριθμός αντίστοιχων «κρουσμάτων»!


7. Η δίκη τελειώνει: Πού είναι η δικαστική εγγύηση;

Κι όταν όμως κάποτε επιλαμβάνεται το δικαστήριο τι ακριβώς συμβαίνει αλήθεια; Υλοποιείται η πολυπόθητη «δικαστική εγγύηση», ένα σχεδόν φετιχιστικό αίτημα ορισμένων εξ ημών, καθώς θα έλεγαν οι ψυχίατροι.

Η πραγματικότητα και εδώ είναι μάλλον απογοητευτική αφού, τόσο η εισαγγελική αίτηση[46] όσο και η δικαστική απόφαση φαίνεται απλώς να αντιγράφουν τη γνωμάτευση, μέσα σ’ ένα προτυπωμένο έντυπο. Και έτσι συνεχίζεται η νοσηλεία. Γι’ αυτό συχνά γίνεται λόγος για απλή επικύρωση της ψυχιατρικής γνωμάτευσης και της προηγούμενης εισαγγελικής παραγγελίας. Έτσι όμως η σημαντικότερη εγγύηση του πολίτη απέναντι στην εξουσιαστική βία, δηλ. η δικαιοσύνη, εκπίπτει σε μια απλή τυπική σφραγίδα! Κατά τούτο είναι δικαιολογημένη η δυσαρέσκεια γι’ αυτή την παρεμβολή, αφού χωρίς να προσφέρει τίποτα ουσιαστικό προκαλεί μόνο προβλήματα και δυσκολίες, αποτελεί δηλ. ένα γραφειοκρατικό ζήτημα! Κι όμως, ο νόμος (§ 8) κάνει λόγο για «ειδικά αιτιολογημένη» απόφαση!

Από δείγμα έρευνας του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης φαίνεται ότι σ΄ ένα ποσοστό 92% γίνεται δεκτή η αίτηση του εισαγγελέα ενώ σ΄ ένα ποσοστό μόνο 8% απορρίπεται[47]. Από τα διαθέσιμα στοιχεία μπορώ να αναφερθώ μόνο σε δύο αποφάσεις, όπου -παρά τις ομονοούσες ιατρικές γνωματεύσεις- οι δικαστές δεν πείστηκαν και ανέβαλαν την υπόθεση! Στην μία περίπτωση[48] τελικώς η αίτηση του εισαγγελέα απορρίφθηκε ενώ στη δεύτερη[49] η απόφαση επιδόθηκε στον ορισθέντα (τρίτο) ψυχίατρο δύο (2) χρόνια μετά την έκδοσή της, αφού η ασθενής είχε προ πολλού αποβιώσει!!!! Σε 20 αντίστοιχες περιπτώσεις του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης η διαδικασία δε φαίνεται να συνεχίστηκε!!![50]


8. Μια έξυπνη διέξοδος: Η μετατροπή της ακούσιας σε εκούσια νοσηλεία

Ωστόσο ένας καλός τρόπος να αποφύγει κανείς όλο το παραπάνω πλέγμα δεσμεύσεων, διατηρώντας εντούτοις το ίδιο αποτέλεσμα, είναι να μετατρέψει τον ακούσιο εγκλεισμό σε εκούσια νοσηλεία. Απέναντι σ’ έναν ασθενή που νοσηλεύεται εκούσια δεν υπάρχει βέβαια καμιά ειδική ανάγκη προστασίας και άρα ελέγχου. Η χρήση αυτής της μεταμφίεσης παρατηρείται στα ελληνικά ψυχιατρεία με τρόπο ώστε να μπορεί να διαπιστωθεί προσπάθεια εκ πλαγίου παραβίασης/καταστρατήγησης των ρυθμίσεων του νόμου. Έτσι για παρά#δειγμα η νοσηλεία βαφτίζεται «παρατήρηση», και η παραμονή μετατρέπεται σε εκούσια, χωρίς βέβαια τη σύμπραξη εξωτερικού ψυχιάτρου όπως ορίζει ο νόμος, ως ελάχιστη εγγύηση για να μην καταστρατηγείται η διαδικασία[51]. Βέβαια, δεν χρειάζεται να είναι κανείς ειδικός ψυχίατρος για να γνωρίζει, ότι η «παρατήρηση» είναι, όπως προαναφέρθηκε,, μια διαγνωστική μέθοδος, πλάι στις άλλες, συνιστά δηλ. μέρος της ψυχιατρικής εξέτασης και ως εκ τούτου της νοσηλείας.


9. Μεταχείριση και δικαιώματα των ψυχασθενών: Το κενό γράμμα του νόμου.

Σύμφωνα με το ν. 2071/1992, άρ. 98 παρ. 3 «[σ]ε κάθε περίπτωση και σε όλη τη διάρκεια της νοσηλείας, πρέπει να επιδεικνύεται σεβασμός προς την προσωπικότητα του ασθενή». Στην αμέσως επόμενη παράγραφο ορίζεται ότι «[ο]ι περιορισμοί που επιβάλλονται στην ατομική ελευθερία του ασθενή προσδιορίζονται μόνο από την κατάσταση της υγείας του και τις ανάγκες της νοσηλείας». Συνεπώς, κατά την παραμονή και ψυχιατρική νοσηλεία του ασθενούς πρέπει να εξασφαλίζεται ο σεβασμός της αξιοπρέπειάς του και να διασφαλίζεται η ελευθερία του. Και οι δύο αυτές, θεμελιακές, αξίες του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού αντιστοιχούν σε συνταγματικά δικαιώματα, της αξίας του ανθρώπου (άρ. 2 Συντ.) και της προσωπικής ελευθερίας (άρ. 5 Συντ.) τα οποία με τη σειρά τους συνθέτουν τους δύο βασικούς πυλώνες της ανθρωποκεντρινής συνταγματικής μας τάξης.

Πρόσφατα ωστόσο η έκθεση της C.P.T.[52] ανέδειξε τη, γνωστή σε όλους, κατάχρηση της καθήλωσης στα ελληνικά ψυχιατρεία: Πρόκειται για μέτρο που χρησιμοποιείται σε υπερβολικό βαθμό, για υπέρμετρο διάστημα, χωρίς την αναγκαία παρακολούθηση και επίσης χωρίς την αναγκαία ιατρική ένδειξη και βέβαια χωρίς την τήρηση κάποιου πρωτοκόλλου. Αντίθετα χρησιμοποιείται και ως τιμωρητικό μέσο, προκειμένου δηλ. να συνετίσει τους απείθαρχους ασθενείς.

Τα τελευταία χρόνια δυο φορές ήλθε στο φως της δημοσιότητα, σχεδόν πανομοιότυπα, η τραγική είδηση ότι κάποιος έγκλειστος ψυχασθενής κάηκε, όντας δεμ#ένος και εγκαταλελειμμένος σε ελληνικό ψυχιατρείο (Θ.Ψ.Π. Χανίων και Ψ.Ν. Θεσ/νίκης)[53]. Καθήλωση και απομόνωση δηλ. στην υπηρεσία της μοντέρνας ψυχιατρικής, αλλά σε βάρος όχι μόνο της αξιοπρέπειας και της ελευθερίας αλλά και αυτής ακόμα της ανθρώπινης ζωής![54]


ΙV. Η νομιμότητα μας χρειάζεται;

Η απαίτηση για την τήρηση του νόμου, μπορεί κανείς να πει, ότι είναι μια εμμονή ορισμένων νομικών, που παραβλέπουν την πραγματικότητα και τους ανθρώπους που υποφέρουν και χρειάζονται βοήθεια…! «Έναν άνθρωπο σε κρίση δεν τον βοηθάς με τα άρθρα και τις παραγράφους αλλά με την κατάλληλη θεραπεία!»

Κι όμως, οι προϋποθέσεις του νόμου –ένας διαρκής «μπελάς» στο ψυχιατρικό έργο[55]- δεν είναι παρά η συμφωνία μας ως κοινωνία για τη μεταχείριση αυτών των καταστάσεων! Δεν είναι δηλαδή παρά το αποτέλεσμα μιας στάθμισης αγαθών και αναγκών με βάση τα σύγχρονα δεδομένα σε μια κοινωνία ελευθερίας. Έτσι η τήρηση των νόμων δεν είναι ένα τυπικό ζήτημα … είναι θέμα ουσίας, είναι αυτό που διακρίνει την ψυχιατρική πράξη από την αυθαίρετη βία! Ωστόσο, η βίαιη επέμβαση και ο εγκλεισμός ενός ανθρώπου χρειάζονται τη διαμεσολάβηση της αληθινής ψυχιατρικής αλλά και την πιστοποίηση της νομιμότητας για να μετατραπούν από εγκληματικές πράξεις σε ανεκτές θεραπευτικές ενέργειες[56]. Εδώ ακριβώς απαιτείται η ενίσχυση, μέσα από ειδικά μέτρα, της ουσιαστικής άσκησης των δικαιωμάτων των ψυχασθενών (όπως π.χ. η δωρεάν υποχρεωτική παράσταση δικηγόρου).

Περιορίζομαι εδώ να αναφέρω ότι το Ε.Δ.Δ.Α., με σειρά αποφάσεων του (τελευταία Gajcsi κατά Ουγγαρίας, 3.10.2006), προκειμένου να εκτιμήσει την πιθανή αυθαιρεσία του ψυχιατρικού εγκλεισμού εξετάζει την τήρηση των διαδικασιών του εσωτερικού δικαίου. Η παραβίαση συνεπώς των όρων του νόμου οδηγεί στην κατάφαση αυθαίρετης κράτησης δηλ. σε παραβίαση της Ε.Σ.Δ.Α., δηλ. σε παραβίαση των δικαιωμάτων του ανθρώπου (άρθρο 5)! Έτσι δε διστάζω να πω ότι αν όχι το σύνολο, πάντως η πλειοψηφία, των ακούσιων εγκλεισμών θα δικαιολογούσε σήμερα την καταδίκη της Ελλάδας από το Δικαστήριο του Στρασβούργου, αν ποτέ βέβαια έφτανε ως εκεί. Πρόσφατα άλλωστε η C.P.T. ζήτησε από τις ελληνικές αρχές, κάτι παράξενο, δηλ. να εξασφαλίσουν την πλήρη εφαρμογή του νόμου 2071/1992[57]! Αλλά ακόμα και αυτός ο Κ.Ι.Δ. (άρ. 28 § 8) απαιτεί η αναγκαστική νοσηλεία «να είναι σύμφωνη με τους όρους και τις προϋποθέσεις που ορίζονται από την ισχύουσα νομοθεσία», καθιστώντας έτσι το γιατρό υπεύθυνο να δρα όταν και όπως προβλέπει ο νόμος.

Ωστόσο, σε πρόσφατη έρευνα[58] φάνηκε ότι οι γνώσεις των ψυχιάτρων για τον ακούσιο εγκλεισμό και τα δικαιώματα των ψυχασθενών είναι τουλάχιστον ελλιπείς: Μόνο το 50% γνώριζε ποιος αποφασίζει τον εγκλεισμό, μόνο το 46,2% το σκοπό του εγκλεισμού και τέλος μόνο το 34,6% το ανώτατο όριο εγκλεισμού! Βέβαια και η εξοικείωση των εισαγγελικών ή δικαστικών λειτουργών με το συγκεκριμένο ζήτημα είναι μάλλον μηδαμινή αφού το συγκεκριμένο έργο προσλαμβάνεται μάλλον ως πάρεργο, πλάι στα άλλα –οπωσδήποτε σημαντικά- καθήκοντα. Άλλωστε, ποτέ κανένας εισαγγελέας δεν πρόκειται να αξιολογηθεί για την ποιότητα της δουλειάς του στο συγκεκριμένο πεδίο. Αντίστοιχα ποτέ δεν πρόκειται να ελεγχθεί για ένα αυθαίρετο εγκλεισμό, ακόμα και αν πρόκειται για καθαρή περίπτωση παράβασης νόμου. Το αντίθετο, δυστυχώς, δεν μπορεί να αποκλειστεί.

Η παραβίαση των προβλέψεων του νόμου είναι πλέον πανθομολογούμενη![59] Στην περίπτωση μας η αντιμετώπιση των ψυχασθενών, από τη διοίκηση και τη δικαιοσύνη, μπορεί νομίζω να ενταχθεί στην κατηγορία των εγκλημάτων του κράτους[60], ιδίως αφού η δικαστική προστασία του νόμου έχει καταστεί γράμμα κενό! Το σύστημα δικαιοσύνη αποδείχθηκε ανίκανο να εγγυηθεί τα δικαιώματα του ανθρώπου-ψυχικά ασθενή! Ο ακούσια νοσηλευόμενος, δηλ. ο ψυχασθενής κρατούμενος, δεν έχει δικαιώματα ούτε ως ασθενής ούτε ως κρατούμενος, αφού οι δύο ιδιότητες, σε μια λογική μηδενικού αθροίσματος, αντί να συμπληρώνονται αλληλοεξουδετερώνονται! Φοβάμαι ότι ο αφορισμός του Thomas Szasz για την απειλή των ατομικών ελευθεριών από μια συνωμοσία μεταξύ κρατικής εξουσίας και ψυχιατρικής[61] ηχεί όχι πια απειλητικά αλλά, όσο ποτέ, μια απτή πραγματικότητα.

Έτσι είναι ίσως ανάγκη να ξανασκεφτούμε ένα ανεξάρτητο, έστω και διοικητικό, όργανο που θα ασχολείται στα σοβαρά με τα δικαιώματα των ψυχικά ασθενών και θα μπορεί ουσιαστικά να κρίνει την ορθότητα και τη νομιμότητα κάθε ακούσιου εγκλεισμού. Έτσι θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί την ανάθεση αυτής της διαδικασίας σε κάποιο διοικητικό όργανο[62], π.χ. μια ειδική επιτροπή αποτελούμενη από ένα ψυχίατρο, ένα κοινωνικό λειτουργό, ένα νομικό κ.λπ. -κατ’ αντιστοιχία των βρετανικών Mental Health Review Tribunals[63] με την επιφύλαξη, βέβαια, σε δεύτερο στάδιο της προσφυγής σ’ ένα δικαστήριο.


V. Και τώρα τι γίνεται;

Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται η εξασθένιση του προστατευτικού πλαισίου των δικαιωμάτων του ανθρώπου μέσω της αποδό#μησης των εννοιών, όπως –πρώτα πρώτα- αυτής του κατηγορουμένου, του αιχμαλώτου και του κρατούμενου! Τέτοιοι μη-κατηγορούμενοι, μη κρατούμενοι είναι οι έγκλειστοι τόσο του Γκουαντάναμο όσο και του Ψυχι#ατρείου! Άλλωστε, δεν έχω δισταγμό να πω, ότι οι δύο αυτοί χώροι έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό, αφού αποτελούν πεδία εκτός δικαίου! Για πόσο ακόμα όμως μπορεί αυτό να είναι ανεκτό;

Νομίζω ότι 15 χρόνια μετά τη μεταρρύθμιση του νόμου για τον ακούσιο εγκλεισμό και με προχωρημένο το πρόγραμμα αποασυλοποίησης είναι καιρός να μιλήσουμε ξανά, ίσως από μηδενική βάση για το θέμα. Η αταβιστική επιστροφή της ψυχιατρικής – εξουσιαστικής βίας μέσα από τις διαδικασίες ακούσιας νοσηλείας εκτός από το να ανακαλεί μνήμες από το παρελθόν επιβάλλει μια τέτοια συζήτηση, με βάση αλλά όχι όριο τις προβλέψεις του ν.2071/92. Η διαπίστωση της ανομίας δεν είναι πια αρκετή, αντίθετα οι συστηματικές παραβιάσεις τω ανθρωπίνων δικαιωμάτων απαιτούν δράση, εδώ και τώρα! Άλλωστε πολλές από τις πιο πάνω παρατηρήσεις είχαν συμπεριληφθεί, ήδη το 1993, σε σχετική αναφορά, του κ. Χαρίλαου Βαρουχάκη (17.7.1993), τότε Διευθυντή στο Ψ.Ν.Α.[64]. Η αυταρέσκεια των νομικών και η μοιρολατρία των ψυχιάτρων δεν μπορούν πια να δώσουν απάντηση στην τραγική πραγμα#τικότητα καταπάτησης των ανθρω#πίνων δικαιωμάτων ούτε δικαιολογούν άλλο τη συγκατα#βατικότητα.

Το δίκαιο δεν το χρειάζεται ο καθηγητής της Ιατρικής ή της Νομικής: το χρειάζεται ο εξα#θλιωμένος! Αν δεν μπορεί να τον προστατέψει, σημαίνει ότι έχει αποτύχει! Γιατί ας μη ξεχνάμε ότι το δίκαιο που δεν μπορεί να εξασφαλίσει την αξιοπρέπεια του «τρελού», είναι δίκαιο κυριλέ … δηλ. δεν είναι δίκαιο!

https://www.psyspirosi.gr/2009-03-13-13-15-08/338-2010-10-07-05-23-55.html


για τα υπολοιπα δεν θα πω τιποτα γιατι λεμε τα ιδια και τα ιδια χωρις να δειχνεις να καταλαβαινεις και με μηδενικα στατιστικα στοιχεια για να υποστηριξεις την αποψη σου.

εκτος απο ενα βιντεο στο youtube, ελεος.

καμια μελετη? Τιποτα hard numbers παιζουν?

guess not. Οποτε εισαι απλα ακομα ενας γραφικος που λεει τις μπουρδες του.


οι υπολοιποι χαρακτηρισμοι σου, δεν με αφορουν,
εχω σταματησει να ασχολουμε με τετοιες υποθεσεις ατομων που σχολιαζουν
κατα αυτο το τροπο πισω απο μια οθονη.

Αν σε ενδιαφερει,
η πειρα μου εχει δειξει, οτι αν συναντας τετοιες επιθεσεις,
αυτο γινεται γιατι ο απεναντι σου νιωθει βαλλόμενος....

my condolences to you.....
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 12 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

epote

Διάσημο μέλος

Ο epote αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Έχει γράψει 3,359 μηνύματα.
Το δίκαιο δεν το χρειάζεται ο καθηγητής της Ιατρικής ή της Νομικής: το χρειάζεται ο εξα#θλιωμένος! Αν δεν μπορεί να τον προστατέψει, σημαίνει ότι έχει αποτύχει! Γιατί ας μη ξεχνάμε ότι το δίκαιο που δεν μπορεί να εξασφαλίσει την αξιοπρέπεια του «τρελού», είναι δίκαιο κυριλέ … δηλ. δεν είναι δίκαιο!
Προσπαθω να καταλαβω πως τα παραπανω σχετιζονται με την ψυχιατρικη καθεαυτη...Εγω προσωπικα διαβασα ενα κειμενο το οποιο γκρινιαζει για τα κακως κειμενα του δικαστικου συστηματος και την καταχρηση της εξουσιας στο ονομα της δικαιοσυνης.

Πρεπει να δημοσιευθει στο περιοδικο "προφανες" μαζι με ενα κειμενο για την βλακεια του νομοθετικου συστηματος οσον αφορα τα ναρκωτικα και τους ημιυπαιθριους χωρους.

Εχω βεβαια ενα σκασμο ενστασεις στο κατα ποσο η παραπανω διαδικασια που περιγραφεις ειναι τοσο στειρα, και εχω ενστασεις επειδη το εχω ζησει απο κοντα. Οι δικαστες μπορει να ειναι μαλακες αλλα δεν ειναι ΤΟΣΟ μαλακες, και τις περισοτερες φορες υπαρχουν σχετικα σαφεις ενδειξεις:

Γνωριζω ανθρωπο που επιτεθικε σε συγγενικο του προσωπο με τροπο βαυνασο γιατι βρισκοταν εν μεσω ψυχωτικου επισωδιου, ο ανθρωπος αυτος πηγε με "εισαγγελικη" (κατα βαση των συγγενων του) προτρωπη σε ψυχιατρικη κλινικη. Ενα μηνα και κατι μετα βγηκε και τωρα ο ιδιος δηλωνει μια χαρα (και οχι δεν τον εκαναν φυτο απο τα φαρμακα).

Γνωριζω επισις ανθρωπο που επιτεθικε σε δικο μου συγγενικο προσωπο επισις εν μεσω ψυχωτικου επισωδιου αλλα επειδη βρισκοταν υπο την επιροια αλκοολ δεν τον εβαλαν μεσα (παροτι κατα τη γνωμη μου θα επρεπε).

Γνωριζω ανθρωπο που εχει κανει ΤΡΕΙΣ αποπειρες αυτοκτονιας (τις δυο μεσα στα χερια μου), τον οποιο οι κακοι ψυχιατροι μας συμβουλεψαν να ΜΗΝ τον βαλουμε μεσα καθοτι εχει υποστηρικτικο περιβαλον στο σπιτι.

η πειρα μου εχει δειξει, οτι αν συναντας τετοιες επιθεσεις,
αυτο γινεται γιατι ο απεναντι σου νιωθει βαλλόμενος....
Φυσικα και νοιωθω βαλομενος γιατι καθεσαι και λες παπαριες πισω απο μια οθονη οπως κατηγορεις οτι κανω εγω με μηδεν εμπειρια εχοντας μονο διαβασει δυο βιβλια και τρια σαιτ του κωλου. Εγω τα εχω ζησει απο κοντα ψυχιατροι εχουν (κυριολεκτω) σωσει τις ζωες τοσο μεσο οσο και μακροπροθεσμα ανθρωπων που ξερω και αγαπω, επισις γνωριζω προσωπικα ψυχιατρους και μπορω να σε διαβεβαιωσω οτι δεν εχουν ουδεμια σχεση με αυτο το ηλιθιο, καφκικο προτυπο που σχεδιαζουν τα συνομοσιολογικα λογιδρια σου.
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 12 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Επεξεργάστηκε από συντονιστή:

De-Lira

Νεοφερμένος

Ο De-Lira αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Έχει γράψει μόλις ένα μήνυμα.
https://delira00.blogspot.com/2010/05/blog-post.html
Ο Φρόιντ ήταν γιατρός, νευρολόγος για την ακρίβεια. Ήταν ένας πολύ καλλιεργημένος άνθρωπος με ευρύ πεδίο γνώσης που περιελάμβανε από λογοτεχνία και φιλοσοφία μέχρι μυθολογία και αρχαιολογία. Στην εποχή του ήρθε αντιμέτωπος μ ένα σημαντικό θέμα που για να πούμε την αλήθεια παραμένει άλυτο μέχρι σήμερα. Η σωματοποίηση ψυχικών προβλημάτων ήταν η απαρχή του πεδίου ερευνών του και ο βασικός τομέας δράσης του. Στην συνέχεια προχώρησε στην διατύπωση μιας ευρείας θεωρίας η οποία είχε τον άνθρωπο σαν βασικό της χαρακτηριστικό διεισδύοντας σε βασικούς τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας. Είναι αλήθεια ότι ο Νίτσε έκανε την αρχή και ο Φρόιντ αποτελείωσε την έννοια του θεού βάζοντας τον άνθρωπο σαν τον μοναδικό υπεύθυνο για τα προβλήματα της καθημερινότητας του. Κάτι τέτοιο σίγουρα αποτελεί ένα μεγαλειώδες ηθικό άλμα και την φλόγα για την έκρηξη κινημάτων τέχνης και φιλοσοφίας. Είμαι αρκετά περίεργος για το τι θα συνέβαινε αν ο Φρόιντ αγνοούσε την ιατρική του ειδικότητα και παρέμενε ο φιλόσοφος στοχαστής που σαν τέτοιος προέβαλε μέσα από τα πολλά κείμενα του, η εξέλιξη της ψυχανάλυσης θα ήταν σίγουρα διαφορετική. Με λίγα λόγια, πως θα ήταν τα πράγματα αν ο Φρόιντ δεν ήταν γιατρός;

Για να απαντηθεί ένα τέτοιο φανταστικό ερώτημα θα πρέπει πρωτ απ όλα να ορίσουμε την ιατρική σαν επιστήμη και στην συνέχεια να προσδιορίσουμε την σχέση της ψυχανάλυσης με την ιατρική. Όπως πολύ εύκολα καταλαβαίνουμε το φανταστικό ερώτημα μετατρέπεται σε επιστημολογικό και η κατάσταση αρχίζει να γίνεται αρκετά πολύπλοκη. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή εξετάζοντας ένα από τα βασικά τεχνάσματα του κυρίου Σίγκμουντ, την μεταφορά.
Η ιατρική επιστήμη είναι μια φυσική επιστήμη η οποία ασχολείται με την εμπειρική έρευνα του φυσικού-υλικου κόσμου (ανθρώπινου σώματος) έχοντας ως κύρια μέσα ακριβής ορισμένες μεθόδους έρευνας και συγκεκριμένες τεχνικές. Οι εμπειρικές επιστήμες και πιο συγκεκριμένα η ιατρική είναι συνυφασμένες με τον υλικό κόσμο, με την μελέτη γεγονότων, με το πώς τα πράγματα παρουσιάζονται. Το αντικείμενο έρευνας της ψυχανάλυσης εντοπίζεται σε αυτά που κρύβονται πίσω από τα φαινόμενα, ας τους δώσουμε τον ορισμό νοούμενα που είναι συνυφασμένος με τις αόρατες νοητικές διεργασίες. Έχοντας αυτό σαν αρχή, βλέπουμε ότι θα ήταν ιδιαίτερα οξύμωρο να δηλώσουμε ότι μπορεί να υπάρχει επιστημονική θεωρία, με την εμπειρική έννοια, η όποια διερευνά «άυλες» οντότητες και ηθικά θέματα όπως η αρετή, το πνεύμα, η ψυχή, ο χαρακτήρας, η ομαλότητα. Αυτά είναι για τη λογοτεχνία, την ποίηση, την φιλοσοφία, δηλαδή πράγματα που ο Φρόυντ γνώριζε αρκετά καλά.

Ο Φρόιντ έπρεπε με κάποιο τρόπο να αντικειμενοποιήσει το πεδίο μελέτης του βγάζοντας τις έννοιες από την χαοτική άυλη σύσταση τους. Το κατάφερε χρησιμοποιώντας μια τεχνική που είναι αρκετά γνωστή στους λογοτέχνες και τους ποιητές, την μεταφορά. Με απλά λόγια, βάφτισε υλικό κάτι που είναι άυλο και στην συνέχεια χρησιμοποίησε την ιατρική επιστημονική μέθοδο για την εξέταση του. Είναι σαν να βάψω με χρώμα το νερό κόκκινο και στη συνέχεια να του κάνω αιματολογικές εξετάσεις…

Το πρόβλημα που παρουσιάζεται είναι ότι η νόηση, σε αντίθεση με την καρδία για παράδειγμα, η οποία είναι μετρήσιμη με την πίεση και πιο συγκεκριμένα το πιεσόμετρο, δεν μπορεί να μετρηθεί εμπειρικά. Η λειτουργιά της καρδίας είναι κάτι πολύ συγκεκριμένο μην αφήνοντας περιθώρια για φιλοσοφίες περί καρδιολογίας, σε αντίθεση με τον εγκέφαλο, δηλαδή την υλική δομή της σκέψεις που αφήνει εντελώς ανοιχτή την φιλοσοφική του πόρτα. Η νόηση δεν μετριέται καθώς όπως είπα είναι αυθαίρετο σχήμα, μετριέται μόνο μεταφορικά εκτός και αν πιστεύεις στα ψυχομετρικά τεστ που με μια πρόχειρη εξέταση αποδεικνύουν πλήρως την αμφιλεγόμενη βάση τους. Ψυχο- μετρικό, τι ακριβώς μετράμε, την ψυχή? Η ψυχή είναι αυθαίρετο σχημα, δεν μετριέται. Ασυνείδητο, τη είναι το ασυνείδητο? Κάδος ανακύκλωσης? Ακόμα και τώρα χρησιμοποιούμε μεταφορές, δεν ξέρουμε τι είναι, που είναι, αν μετριέται. Το μοναδικό που ξέρουμε είναι να κάνουμε μεταφορές και φιλοσοφικές υποθέσεις. Παραμένουν όμως υποθέσεις, δεν χωρούν στα πλαίσια των θετικών επιστημών. Η προσπάθεια του Φρόιντ δεν δραπετεύει από τα ανά τους αιώνες μεταφορικά συστήματα μελέτης της ανθρώπινης νόησης.

Οι άνθρωποι ανεκαθεν προσπαθούσαν να εξηγήσουν τα ψυχικά φαινόμενα και τις νοητικές διεργασίες βασιζόμενοι σε συστήματα μεταφοράς. Ο βασικός λόγος της ύπαρξης των συστημάτων μεταφοράς είναι ότι τα ψυχικά φαινόμενα σε αντίθεση με τα οργανικά δεν είναι προσβασημα δια γυμνού οφθαλμού η επιστημονικού οργάνου. Τα μεταφορικά συστήματα ανάλογα με της τάσεις της εποχής ερμήνευαν τον εγκέφαλο ποικιλοτρόπως. Ξεκινάμε με το θρησκευτικό μεσαιωνικό σύστημα όπου ερμήνευε την ανθρώπινη συμπεριφορά σαν υποχείριο δαιμονικών και αγγελικών δυνάμεων. Υπάρχει το συμπεριφοριστικό σύστημα μεταφοράς που βλέπει τον ανθρώπινο ψυχισμό σαν ένα σύνολο νευρώνων που με την κατάλληλη επιβράβευση η τιμωρία, πράττει ανάλογα. Υπάρχει το γνωσιακο σύστημα μεταφοράς που βλέπει τον εγκέφαλο σαν ένα λογισμικό που επεξεργάζεται πληροφορίες και ανάλογα με τα γνωσιακά του σχήματα έχει ανάλογες αντιδράσεις. Στην εποχή του Φρόυντ επικρατούσαν οι θεωρίες των εγκεφαλικών βλαβών (Lesions), μια ντετερμινιστική εξήγηση των νευρολογικών παθήσεων (π.χ. Βλάβη στον κροταφιαίο λοβό προκαλεί αλλαγή της συμπεριφοράς και επιληπτικές κρίσεις).Ο Φρόυντ πολύ απλά μετέφερε τον ντετερμινισμό στα ψυχικά φαινόμενα («fixation» στο πρωκτικό στάδιο προκαλεί την τάδε χαρακτηριολογικη δομή). Κάνοντας κάτι τέτοιο διεύρυνε την δυνατότητα πιο συγκεκριμένων περιγραφών δημιουργώντας μια νέα γλώσσα, μια θεωρία που εξηγεί τον ανθρώπινο ψυχισμό περισσότερο από οποιονδήποτε προκάτοχο του.

Μέχρι εδώ η συνεισφορά του Φρόιντ φιλόσοφου δεν έχει να επιδείξει κάτι το επιζήμιο. Η ιατρική του ειδικότητα όμως έχει. Το περίεργο πάντρεμα μεταξύ ιατρικής και πιο συγκεκριμένα τις ψυχιατρικής και τις νευρολογίας με την ψυχανάλυση είχε έντονες κοινωνικές επιπτώσεις.
Η ψυχανάλυση πέρα από την μελέτη της ανθρώπινης συμπεριφοράς ασχολούνταν και με την μελέτη της ομαλότητας και της ανωμαλίας. Οι κοινωνικές επιπτώσεις εμφανίστηκαν όταν οι ψυχικοί μηχανισμοί και τα νευρωτικά συμπλέγματα άρχιζαν να παθολογοποιουνται και να διευρύνονται υπό το καθεστώς συνεργασίας της ψυχανάλυσης με την ψυχιατρικής. Το αποτέλεσμα ήταν μια φρενήρης δημιουργία κατηγοριών και υποκατηγοριών από ταμπέλες η οποίες στην ουσία παθολογοποιουσαν την ομαλότητα. Το εγχειρίδιο ψυχιατρικής (DSM), που τουλάχιστον σήμερα στην Αμερική είναι κάτι σαν best seller, έως τα τέλη της δεκαετίας του 70’ ήταν επηρεασμένο σε τεράστιο βαθμό από την ψυχαναλυτική θεωρία. Μια θεωρία όπως η ψυχανάλυση δεν μπορεί να μπει σε κλειστά μοντέλα ιατρικών διαγνώσεων και κατηγοριών με αποτέλεσμα την διείσδυση της ψυχοπαθολογίας στην καθημερινή ζωή και των στιγματισμό συμπεριφορών. Η επιρροή της ψυχανάλυσης στο εγχειρίδιο ψυχιατρικής άρχισε να μειώνεται όταν ο ορος νεύρωση βγήκε από το εγχειρίδιο ψυχιατρικής στα μέσα του 80’ σε μια προσπάθεια της Αμερικανικής ψυχιατρικής ένωσης να περιορίσει την ανεξέλεγκτη κατηγοριοποίηση συμπεριφορών και την συγκρότηση ενός συστήματος ταξινόμησης το οποίο μιμούνταν τα συστήματα των θετικών επιστημών (π.χ, περιοδικός πίνακας). Κάτι τέτοιο φυσικά κρίνεται αρκετά ύποπτο αν αναλογιστούμε ότι συγκεκριμένες συμπεριφορές μπήκαν σε απαράλλακτα ψυχοπαθολογικά καλούπια. Η συμπεριφορά δεν είναι όπως το ατομικό βάρος του χρυσού, δηλαδή μια σταθερά απαράλλακτη και δεδομένη. Το κακό είχε ήδη γίνει. Η παθολογοποιηση της καθημερινότητας εμφυτευσε τον φόβο για την ανθρώπινη κατάσταση οδηγωντας στην αποξενωση των ανθρωπίνων σχέσεων. Φυσιολογικές αντιδράσεις και προβλήματα συμπεριφοράς που συνήθως έχουν υπαρξιακά αίτια μεταμορφώνονται σε ιατρικές οντότητες και χρίζονται ως απαραίτητες προς θεραπεία. Ο φόβος για τις εκφάνσεις και την πολυπλοκότητα τις ανθρώπινης δραστηριότητας γίνεται ταμπού με αποτέλεσμα οι συζητήσεις για ουσιαστικά ψυχικά θέματα να εκλείπουν επιβάλλοντας ένα καθεστώς ενοχής. Κάτι τέτοιο αποτελεί μικρό κακό αν αναλογιστεί κανείς αυτό που συνέβη.

Ο Φρόιντ, νομίζω από άγνοια για την καυτή πέτρα που είχε ξεθάψει έδωσε την δυνατότητα της καταστολής ανεπιθύμητων συμπεριφορών. Είναι κάτι ανάλογο με την ανακάλυψη της ατομικής ενέργειας από τον Αϊνστάιν, αυτό το φοβερό όπλο μπορούσε να στραφεί εναντίον της ανθρωπότητας η υπέρ της. Στην περίπτωση και των δυο μεγάλων διανοητών στράφηκε εναντίον της. Όσο πιο εξουσιαστική και απολυταρχική είναι η επικρατούσα κοινωνική ηθική, τόσο πιο βίαιες και απάνθρωπες θα γίνονται οι ψυχιατρικές παρεμβάσεις. Κάτι τέτοιο φαίνεται ξεκάθαρα αν ασχοληθούμε με την ψυχιατρική του Σταλινικού καθεστώτος αλλά και με την ψυχιατρική στις αρχές του αιώνα στην Αμερική των σκλάβων. Κτηνωδίες βασιζόμενες στην επιβολή της ηθικής ομαλότητας έφτασαν το αποκορύφωμα τους όταν η ανακάλυψη της λοβοτομής από τον Ισπανό Μουνιοζ, ο οποίος παραδόξως βραβεύτηκε με το νόμπελ νευρολογίας, άρχισε να ξεφεύγει από τα σύνορα των μικρών ψυχιατρείων. Ο Αμερικανός Φρημαν λανσάροντας την λοβοτομή σαν θεραπευτική τεχνική και χρησιμοποιώντας έναν παγοκοφτη, κατέστρεφε τον κροταφιαίο λοβό των ασθενών προκαλώντας τους μόνιμη εγκεφαλική βλάβη πετυχαίνονται ταυτόχρονα την δια βίου καταστολή τους. Τα κριτήρια για την συγκεκριμένη «χειρουργική επέμβαση» δεν είχαν τίποτε το επιστημονικό, ήταν μια μέθοδος βασανισμού την οποία υφίστανται όσοι είχαν την τύχη να βρεθούν στο δρόμο του κυρίου Φρημαν και φυσικά την συναίνεση των συγγενικών τους προσώπων.

Η ψυχανάλυση έπρεπε να παραμείνει μια φιλοσοφική θεωρία, μια κοσμοθεωρία, η σύζευξη της με την ιατρική μόνο κακό προκάλεσε. Η ματαιοδοξία του επιστήμονα Φρόιντ ήταν ένα από τα τρωτά του σημεία. Το παράδειγμα της ρώσικης ψυχιατρικής επιβεβαιώνει τον ισχυρισμό μου. Κατά την διάρκεια των κομμουνιστικών χρόνων υπήρχαν διαγνώσεις παραφροσύνης για πολιτικούς αντιφρονούντες, συγκεκριμένα η προσπάθεια ανατροπής του κομμουνιστικού καθεστώτος ήταν μια μορφής ψύχωσης που έπρεπε να εξαφανιστεί. Από την παθολογοποιηση δεν ξέφυγε όμως ούτε η Αμερικανική ψυχιατρική. Κατά την διάρκεια των περίφημων σκλαβοπάζαρων στην «παλιά» Αμερική, υπήρχε η περίφημη διάγνωση της δραπετοφρενιας, δηλαδή η παραφροσύνη του μαύρου σκλάβου που ήθελε να φύγει από την απάνθρωπη σκλαβιά και σκληρή εργασία. Ολ αυτά αναφέρονται καθώς θέλω να δείξω πως όταν το ηθικό πλαίσιο αλλάζει, αλλάζουν και οι μέθοδοι και ψευδοεπιστημονικες τακτικές. Το ίδιο φυσικά θα μπορούσε να συνέβαινε σε οποιαδήποτε επιστήμη, η διαφορά όμως στην περίπτωση μας έχει να κάνει με την δυσδιάκριτη σύσταση της κατηγοριοποίησης αλλά και την διείσδυση της στην καθημερινότητα.

Το πρόβλημα δεν ήταν τίποτε άλλο από ένα ζήτημα ηθικής. Ο γερμανός φιλόσοφος Καρλ Γιασπερς είχε εντοπίσει την συγκεκριμένη διεργασία και προσπάθησε να βάλει μια τάξη στο επιστημολογικό χάος που προκλήθηκε. Όρισε με αρκετή σαφήνεια την επιστήμη και πρόσθεσε των ορισμό κοσμοθεωρία. Κατά την άποψη του, η οποία με βρίσκει αρκετά σύμφωνο, η ιατρική επιστήμη και πιο συγκεκριμένα η ψυχιατρική και η ψυχανάλυση, λειτουργούν, εν αντίθεση με άλλες επιστήμες όπως η φυσική και τα μαθηματικά, κάτω από ένα ηθικό πέπλο, ένα σύνολο κοινωνικών κανόνων οι οποίοι ορίζονται από το υπάρχων πολιτικό η κοινωνικό κατεστημένο. Ο επιστήμονας η ο φιλόσοφος που ασχολείται με την μελέτη της ανθρώπινης συμπεριφοράς είναι και ίδιος μέτοχος σε ένα κοινωνικό-πολιτικο σύστημα το οποίο συμμετέχει ενεργά στην διαμόρφωση της προσωπικής του φιλοσοφίας και ηθικής. Για την αυτούσια μελέτη της ανθρώπινης συμπεριφοράς χωρίς την παρέμβαση προσωπικής ηθικής και προσωπικών κολλημάτων να το πω λαϊκά, ο Γιασπερς προτείνει την μεθοδολογική ποικιλότητα (methodological pluralism) και την απαγκίστρωση του ερευνητή από την προσωπική του ηθική η οποία τον εμποδίζει να δει τα στοιχεία της συμπεριφοράς που τον ενδιαφέρουν με απόλυτη αμεροληψία. Είναι πολλοί λίγοι που κάνουν κάτι τέτοιο σήμερα αλλά και πάντα, οι περισσότεροι ερευνητές της ανθρώπινης συμπεριφοράς κρίνουν βάσει ενός προσωπικού συστήματος ηθικής. Διαφορετικά θα κρίνει ένας αστός ψυχίατρος, διαφορετικά ένας προλετάριος.
Το πλαίσιο που λειτουργεί η ψυχανάλυση την μετατρέπει αυτόματα σε μια κοσμοθεωρία, ένα σύνολο γλωσσικών κανόνων, συμπεριφορών και τρόπων ερμηνείας του κόσμου, κάτι ανάλογο του Μαρξισμού, χωρίς τις οικονομικές προεκτάσεις φυσικα. Μια φιλοσοφία αρκετά ισχυρή και βαθειά αλλά σε καμία περίπτωση επιστήμη. Αυτό είναι η ψυχανάλυση, μια κοσμοθεωρία, ένας τρόπος εξήγησης του κόσμου αλλά όχι επιστήμη.

Συνοψίζοντας λοιπόν, μπορώ να πω ότι η προσπάθεια του Φρόιντ ήταν τεράστια, παρ ολ αυτά δεν κατάφερε να ξεπεράσει ένα βασικό φιλοσοφικό εμπόδιο το οποίο για να πούμε την αλήθεια αποτελεί την μεγαλύτερη πρόκληση για την σημερινή ψυχιατρική, κλινική ψυχολογία και νευροψυχολογια. Ο διαχωρισμός μεταξύ πνεύματος και ύλης, και η υποκειμενικότητα της εμπειρίας, ο περίφημος Καρτεσιανός δυισμός τον οποίο ο Φρόυντ νόμιζε ότι ξεπέρασε με μια ευφυέστατη μεταφορά. Σε πρακτικό κοινωνικό επίπεδο το ζήτημα της υποκειμενικότητας έχει τεράστιες προεκτάσεις κραυγάζοντας προς την κατεύθυνση την ανοχής. Ανοχής της διαφορετικότητας και μεθοδολογική ποικιλία, προσπάθεια αναγνώρισης της διαφορετικότητας του άλλου και εξάλειψη του στιγματισμού της διαφορετικότητας. Μια ανάλογη ηθική ανόρθωση θα είναι ίσως η σημαντικότερη που έκανε ποτέ ο άνθρωπος. Η δυσκολία της εντοπίζεται στο γεγονός της προσωπικής ευθύνης, είναι ένα εσωτερικό ζήτημα που ποτέ μέχρι σήμερα δεν συνέβη.

Η απόπειρα του Φρόιντ ήταν ένα ιατρικό μαγικό που μεταμφίεσε τα προβλήματα της καθημερινής ζωής, αρκούμε να τα ονομάσω υπαρξιακά (μοιραίο του θανάτου, δυσκολίες επιλογής, ανεξαρτησία, αγάπη, μοναξιά)σε ιατρικές οντότητες έτοιμες για θεραπεία. Η ψυχανάλυση και η ιατρική είναι δυο διαφορετικές μέθοδοι για να προσεγγίσεις την έννοια τις αρρώστιας. Η ιατρική ασχολείται με τις οργανικές παθήσεις και η ψυχανάλυση ασχολείται με την ανθρώπινη οδύνη, δυο διαφορετικές οπτικές γωνίες που δεν έπρεπε ποτέ να συγκεραστούν. Από την στιγμή λοιπόν που η ψυχανάλυση ασχολείται με τα προβλήματα της καθημερινής ζωής και η ιατρική ως επιστήμη με τις οργανικές παθήσεις η ψυχανάλυση δεν μπορεί να είναι επιστήμη. Ακόμα καλύτερα δεν μπορεί να είναι εμπειρική επιστήμη. Πιστεύω ότι ο διαχωρισμός μεταξύ κοινωνικών και φυσικών (θετικών) επιστημών πρέπει να γίνει πιο βαθύς και συγκεκριμένος. Η ψυχανάλυση και οι εκαστωτε ψυχοθεραπευτικές τεχνικές πρέπει να ασχολούνται με τα προβλήματα της καθημερινότητας και η ψυχιατρική και νευρολογία με τις ξεκάθαρες εγκεφαλικές (οργανικές) βλάβες.​
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 11 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Επεξεργάστηκε από συντονιστή:

Χρήστες Βρείτε παρόμοια

  • Τα παρακάτω 0 μέλη και 1 επισκέπτες διαβάζουν μαζί με εσάς αυτό το θέμα:
    Tα παρακάτω 5 μέλη διάβασαν αυτό το θέμα:
  • Φορτώνει...
Top