CDs και JB MORGAN

H-M

Δραστήριο μέλος

Ο H-M αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Επαγγέλεται Μηχανικός και μας γράφει απο Ραφήνα (Αττική). Έχει γράψει 682 μηνύματα.
ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ?!!
Ένα στοίχημα, μία κρίση και δύο"σωτήρες"
Το χρηματιστηριακό παιχνίδι δεν παίζεται στα ταμπλό των διεθνών χρηματιστηρίων ούτε κρίνεται από αποτελέσματα των εισηγμένων εταιριών. Δεν εξαρτάται μόνο από την οικονομική πολιτική των μεγάλων οικονομικών δυνάμεων, ούτε από την ανάπτυξη των αναδυόμενων οικονομιών.

Πρόκειται για ένα διεθνές παιχνίδι και ενώ όλοι κοιτούν τους παίκτες και τις εγκαταστάσεις, τα αποτελέσματα και τη βαθμολογία, κανείς δεν ενδιαφέρεται για το βασικότερο: τους κανόνες του παιχνιδιού. Ποιοι είναι αυτοί και ποιος τους έθεσε; Μπορούν να αναθεωρηθούν και να αλλαχτούν και κάτω από ποιες προϋποθέσεις; Που είναι το κέντρο απόφασης των κανόνων;

Πριν από 8 χρόνια, το αμερικανικό κογκρέσο ψήφισε έναν νόμο που επέτρεπε, στην ουσία, τα στοιχήματα στην απόδοση της αγοράς ενυπόθηκων δανείων των ΗΠΑ και της πτώχευσης ή μη, μερικών από τους μεγαλύτερους χρηματιστηριακούς οργανισμούς του κόσμου. Έδωσε το πράσινο φως για τη δημιουργία ενός στοιχήματος στην έκβαση χρηματιστηριακών γεγονότων, χωρίς καμία, απολύτως, υποχρέωση εμπλοκής αυτού που στοιχημάτιζε, με κάποια από τις αγορές μετοχών, ομολόγων ή δανείων.

Όπως και στο ποδοσφαιρικό στοίχημα, μπορεί κανείς να ποντάρει στη νίκη μίας ομάδας, η οποία είναι ανώνυμη εταιρία, με μετοχικό κεφάλαιο και μετόχους, χωρίς να έχει την υποχρέωση να είναι ο ίδιος μέτοχος. Αν η εταιρία πετύχει μία μεγάλη νίκη, τότε η οικονομική της δύναμη θα ενισχυθεί και οι μέτοχοι θα αυξήσουν τα κέρδη τους. Παράλληλα, όμως, θα κερδίσει και αυτός που στοιχημάτισε υπέρ της. Αν η ομάδα υποστεί μία σημαντική ήττα, ας πούμε μία που την υποχρεώνει σε υποβάθμιση από την Α στη Β κατηγορία του πρωταθλήματος, αυτό μπορεί να συνεπάγεται οικονομική καταστροφή για την ίδια και τους μετόχους. Αυτός, όμως, που πόνταρε στην ήττα της, θα κερδίσει χρήματα. Μάλιστα, όσο μεγαλύτερο το στοίχημα, τόσο περισσότερα τα κέρδη του.

Ένα τέτοιο στοίχημα μπορεί να ονομαστεί "παράγωγο ενυπόθηκων δανείων" και ποντάρει στο αν οι άνθρωποι θα χρεοκοπήσουν ή όχι, αν ο γείτονας θα χάσει το σπίτι του ή θα το κρατήσει. Τέτοια στοιχήματα πουλήθηκαν από τις μεγάλες επενδυτικές εταιρίες του κόσμου (και ιδιαίτερα μία) σε κάθε γωνιά του πλανήτη. Και όποιος πίστευε ότι κάποια δάνεια θα κατέληγαν ανεξόφλητα και οι δανειολήπτες χρεοκοπημένοι, τότε μπορούσε να ποντάρει σε αυτήν την εξέλιξη, αγοράζοντας το παράγωγο της "ασφάλειας" αυτού του δανείου, χωρίς, όμως, να το έχει ο ίδιος στην κατοχή του και να χρειάζεται να ασφαλιστεί γι΄ αυτό το ενδεχόμενο αλλά απλώς, ποντάροντας σε μία ενδεχόμενη χρηματιστηριακή εξέλιξη, άσχετη με αυτόν.

Αυτή η αγορά χρηματιστηριακών στοιχημάτων ήταν απολύτως ελεύθερη και χωρίς καμία κρατική ή άλλη εποπτεία. Οι επενδυτικές εταιρίες και οι τράπεζας που τα πούλησαν δεν είχαν καμία υποχρέωση να έχουν αποθεματικά στην άκρη, στην περίπτωση που, πράγματι, οι δανειολήπτες χρεοκοπούσαν. Όταν η αγορά κατοικίας κατέρρευσε όσοι είχαν ποντάρει σε αυτήν την εξέλιξη ήθελαν να πληρωθούν. Ένας από αυτούς ήταν ο Σόρος για τον οποίο το 2007 ήταν μία θεσπέσια χρονιά.
Τα χρήματα, όμως, για να πληρωθούν οι νικητές των στοιχημάτων, δεν υπήρχαν και μεγάλες εταιρίες όπως η Bear Sterns, η Lehman Brothers και η AIG, κατέρρευσαν. Τρεις από τις μεγαλύτερες χρηματιστηριακές εταιρίες του κόσμου και μία από τις μεγαλύτερες ασφαλιστικές, βρέθηκαν σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης και τότε, ως από μηχανής Θεοί, εμφανίστηκαν οι "σωτήρες" για να τις σώσουν.
Επιτρέψτε μου να κάνω ένα ταξίδι πίσω στο χρόνο, στο 1994 και να σας μεταφέρω σε ένα ιδιωτικό παραθεριστικό κέντρο 5 αστέρων, στη Φλόριντα, όπου τραπεζίτες της J.P. Morgan συναντήθηκαν όχι για να διασκεδάσουν αλλά για λύσουν ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα στη διαχείριση ρίσκου: πώς μεταφέρεις το ρίσκο κάπου αλλού, μακριά από σένα, όταν δανείζεις σε κάποιον; Η J.P. Morgan είχε στα βιβλία της εκατοντάδες δισεκατομμύρια σε δάνεια προς πολυεθνικές, εταιρίες και κυβερνήσεις και με βάση τον ομοσπονδιακό νόμο έπρεπε να διατηρεί τεράστια αποθεματικά κεφάλαια, για την περίπτωση που οι δανειολήπτες της αδυνατούσαν να τα εξοφλήσουν.

Αν, όμως, η J.P. Morgan δημιουργούσε ένα μηχανισμό που την προστάτευε από αυτήν την εξέλιξη και που, επιπλέον, απελευθέρωνε όλο αυτό το αποθεματικό κεφάλαιο; Αν δημιουργούνταν ένας ασφαλιστικός μηχανισμός, ο οποίος θα επέτρεπε την μετατροπή του ρίσκου αδυναμίας πληρωμής σε ένα προϊόν, ένα στοίχημα, το οποίο, όσο καιρό το είχε στην κατοχή του αυτός που το αγόραζε θα λάμβανε τακτικές πληρωμές από την τράπεζα, παρόμοιες με το ασφαλιστικό premium;

Με αυτόν τον τρόπο, το ρίσκο θα έφευγε από την J.P. Morgan και ταυτόγχρονα θα αποδεσμεύονταν τα αποθεματικά της. Η λύση βρέθηκε με τα CDS, τα credit default swaps, που ήταν μία παραλλαγή άλλων προϊόντων ασφάλισης ρίσκου από διακυμάνσεις στην αγορά επιτοκίων και στην αγορά εμπορευμάτων.

Η J.P. Morgan σύστησε το πρώτο γραφείο CDS στον κόσμο και προσέλαβε μαθηματικούς και χρηματιστηριακούς μηχανικούς από το MIT και το Cambridge για να δημιουργήσουν μία αγορά για τα στοιχήματα αυτά. Μέσα σε λίγα χρόνια τα CDS ήταν το νέο, καυτό, προϊόν της Wall Street. Η πρώτη μεγάλη επένδυση σε CDS, όμως, δεν έγινε από παρά το 1997, όταν η J.P Morgan συγκέντρωσε 300 δάνεια, συνολικού ύψους 9,7 δις δολαρίων, τα οποία είχαν χορηγηθεί σε μία σειρά μεγάλων εταιριών, όπως η Ford, η Wal Mart και η IBM και τα τεμάχισε σε εκατομμύρια μικρά στοιχήματα. Στη συνέχεια τους έδωσε ένα ποσοστό ρίσκου και ανταμοιβής, με μεγαλύτερη της τάξης του 10% και τα πούλησε σε επενδυτές μέσω του Broad Index Securitized Trust Offering, ενός μηχανισμού που είχε αναπτυχθεί από μία 25άχρονη απόφοιτο του MIT, η οποία εργάζονταν στο τμήμα CDS της J.P. Morgan.

Σύντομα, τα προϊόντα αυτά προέτρεψαν επενδυτές να στοιχηματίσουν σε αναδυόμενες αγορές με υψηλό ρίσκο, στη Λατινική Αμερική και τη Ρωσία, ασφαλίζοντας τα δάνειά τους. Αργότερα, η κατάρρευση των Enron και WorldCom χρησιμοποιήθηκε από την J.P Morgan ως απόδειξη ότι το χρέος έπρεπε να ασφαλίζεται και να πωλείται στις αγορές κεφαλαίου. Τότε, το αμερικανικό κογκρέσο έδωσε το πράσινο φως για τη δημιουργία της, χωρίς, εποπτεία, διεθνούς αγοράς των CDS, η οποία από 100 δις δολάρια, το 2000, έφτασε τα 6,4 τρις, το 2004.
"Ποιος, όμως, άσκησε πίεση στο κογκρέσο για να εγκρίνει μία τόσο πολύπλοκη αγορά στοιχημάτων ρίσκου, η οποία, σε όλο το διάστημα του 20ού αιώνα ήταν, με βάση την ισχύουσα νομοθεσία, παράνομη; Κατ' αρχήν, η J.P. Morgan, η οποία και θα ήταν η πιο κερδισμένη από μία τέτοια εξέλιξη. Κατά δεύτερον η ίδια η FED, με το σκεπτικό ότι θα εξυπηρετούνταν η J.P. Morgan, με την οποία διατηρεί βέλτιστες σχέσεις και με τη δικαιολογία ότι θα επιτυγχάνονταν μία "διασπορά κινδύνου" η οποία θα ενίσχυε τη φερεγγυότητα και την ανθεκτικότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος.

Και ποια ήταν η βασική υποχρέωση του κογκρέσου; Να εξετάσει πάρα πολύ προσεκτικά τη συγκεκριμένη περίπτωση και να την απορρίψει, υποδεικνύοντας το αυτονόητο: πρόκειται για μία αγορά τζόγου, η οποία βρίσκεται στην καρδιά του χρηματοπιστωτικού συστήματος, το οποίο και αφήνει εκτεθειμένο και απροστάτευτο στην περίπτωση που ένας σημαντικός αριθμός δανειοληπτών βρεθούν σε αδυναμία αποπληρωμής των χρεών τους.

Η αγορά αυτή δε μειώνει το ρίσκο αλλά το μεταφέρει σε ένα τεράστιο εύρος εντός και εκτός του χρηματιστηριακού συστήματος, κάνοντάς το υπερβολικά ευαίσθητο σε περίπτωση "μόλυνσης." Όσοι, λοιπόν, σήμερα, κάνουν λόγο για μεγαλύτερο κρατικό έλεγχο, έχουν δίκαιο μόνο κατά το ήμισυ, καθώς ξεχνούν πως χωρίς κρατική έγκριση δε θα υπήρχε, ποτέ, η συγκεκριμένη αγορά CDS.
Αντίθετα, η αγορά εγκρίθηκε το 2000, μόλις 2 χρόνια μετά την αδυναμία αποπληρωμής του χρέους του από το Πακιστάν, ύψους 300 εκ δολαρίων, σε ευρωομόλογα, την αδυναμία αποπληρωμής του χρέους της από την πλευρά της Ρωσίας, ύψους 9,7 δις δολαρίων και της Βενεζουέλας, ύψους 270 εκ δολαρίων. Της έγκρισης του κογκρέσου προηγήθηκε η απογείωση σε επίπεδο ρεκόρ 10αετίας και σε ένα από τα υψηλότερα από το B' Παγκόσμιο Πόλεμο, του ποσοστού των εταιρικών δανείων που καλύπτονταν από την έκδοση ομολόγων και κατέληγαν απλήρωτα.

Λίγο διάστημα μετά την έγκριση του κογκρέσου για την κανονική λειτουργία της αγοράς αυτής, ακολούθησε η απογείωση της αγοράς ακινήτων, με τη FED να μειώνει τα επιτόκια σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα και να προκαλεί τη φούσκα δανεισμού και πίστωσης, πάνω στην οποία αναπτύχθηκε και η φούσκα των στοιχημάτων ασφάλισης των δανείων. Τα δάνεια ενώνονταν και στη συνέχεια τέμνονταν σε ομόλογα τα οποία αγοράζονταν από κάθε είδους ιδρύματα: επενδυτικές τράπεζες, εμπορικές τράπεζες, hedge funds, συνταξιοδοτικά ταμεία. Η πλειοψηφία αυτών των, συνδεδεμένων με δάνεια, ομολόγων ασφαλίζονταν μέσω των CDS, για την περίπτωση που οι δανειολήπτες θα αδυνατούσαν να αντεπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους. Καμία από τις εταιρίες που τα διέθεταν δεν είχε υποχρέωση να έχει αποθεματικά κεφάλαια για την περίπτωση που, όντως, χρειάζονταν να πληρώσει όσους είχαν στοιχηματίσει στην αδυναμία αποπληρωμής τους. Το εμπόριο των CDS ήταν, σχεδόν, μονοπωλιακό, μεταξύ ελάχιστων εταιριών. Τη μερίδα του λέοντος είχε η J.P. Morgan και ακολουθούσαν οι Goldman Sachs, Morgan Stanley και Deutsche Bank. Οι πρώτες τρεις τράπεζες συνδέονται, άρρηκτα, μεταξύ τους, από ιδρύσεώς τους. Πολύ μεγάλους και ισχυρούς δεσμούς μαζί τους έχει και η Deutsche Bank. Σύμφωνα με τον οίκο Fitch, οι τράπεζες αυτές ελέγχουν περισσότερο από τα 2/3 της αγοράς CDS, κερδίζοντας τεράστια ποσά, επί σειράς ετών.

Σύντομα, εταιρίες όπως η AIG μπήκαν στο χορό και έπαψαν να είναι, απλώς, ασφαλιστικές εταιρίες αλλά μετατράπηκαν σε πρακτορεία στοιχημάτων που εξέδιδαν τα CDS. Στα τέλη του Μαΐου 2008 η Moody's, η Standard and Poors και η Fitch υποβάθμισαν τη Lehman και αυτό διπλασίασε το κόστος ασφάλισης των χρεών τους, όπως ακριβώς είχε συμβεί και το Μάρτιο του 2008 με την Bear Stearns. Ακολούθησε η πτώχευση της Bear Stearns και η παροχή δανείου 55 δις δολαρίων από τη FED στην J.P. Morgan για την εξαγορά της πρώτης από τη δεύτερη. Στην πορεία η J.P. Morgan έλαβε και νέο δάνειο από τη FED για να εξαγοράσει την Washington Mutual Bank και εν μέσω της κρίσης βρέθηκε να ισχυροποιεί τη θέση της σε τεράστιο βαθμό.

Μέσα μία ελεύθερη αγορά είναι λογικό ο συνετότερος και προσεκτικότερος, αυτός που κατάφερε να αποφύγει τα προβλήματα και τους κινδύνους, να υπερισχύσει του απρόσεκτου και επιπόλαιου, αυτού που ανέλαβε μεγάλα ρίσκα χωρίς να υπολογίσει σωστά τις συνέπειες. Έτσι, θα μπορούσε να πει κανείς ότι οι εξαγορές τις J.P Morgan δικαιολογούνται.

Ίσως αυτό να ίσχυε, αν πράγματι η J.P Morgan ήταν συνετότερη και προσεκτικότερη. Ήταν, όμως, τουλάχιστον η συνετότερη των υπολοίπων και η λιγότερο εκτεθειμένη στα στοιχήματα των CDS; Στη σελίδα 24 της επίσημη τριμηνιαίας έκδοσης παραγώγων προϊόντων, διαβάζουμε ότι η J.P Morgan είναι, χωρίς σύγκριση, ο μεγαλύτερος παίκτης στον κόσμο στην αγορά παραγώγων με λογιστικές αξίες από παράγωγα ύψους 90 τρις δολαρίων. Το 9% από αυτά είναι παράγωγα δανείων. Δηλαδή η J.P. Morgan έχει μία ωρολογιακή βόμβα στα χέρια της, ύψους 8,1 τρις δολαρίων και όχι μόνο δεν κατέρρευσε από την πρόσφατη κρίση αλλά και παίζει το ρόλο του σωτήρα και αγοραστή άλλων, κολοσσών τραπεζών πάντα με τη βοήθεια της FED. "
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 14 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Χρήστες Βρείτε παρόμοια

  • Τα παρακάτω 0 μέλη και 1 επισκέπτες διαβάζουν μαζί με εσάς αυτό το θέμα:
    Tα παρακάτω 0 μέλη διάβασαν αυτό το θέμα:
  • Φορτώνει...
Top