Great Chaos
Περιβόητο μέλος
Αντιφραστικός λόγος
Ο στυλίστας, ο αισθαντικός μελομανής, ο αριστερός διανοούμενος Βλαντιμίρ Γιανκελεβίτς μιλάει για την ειρωνεία, αυτό το αμυντικό όπλο που έχουν στα χέρια τους οι χειριστές της γλώσσας για να χειραφετηθούν από τους πειθαναγκασμούς.
Ο Βλαντιμίρ Γιανκελεβίτς (1903-1985) κατέχει μια ιδιόμορφη θέση στον πίνακα της σύγχρονης γαλλικής φιλοσοφίας. Εξω από κάθε σύστημα (μολονότι υποστήριξε μια διδακτορική διατριβή για τον Schelling, 1933), έξω από κάθε συντεχνιακό κλίμα (μολονότι δίδαξε επί μακρόν στη Σορβόννη: 1951-1975), αφοσιώθηκε στα βασικά προβλήματα της ηθικής και της αισθητικής· από αυτή την άποψη, μπορεί κανείς να τον «κατατάξει» στους μεγάλους μοραλίστες, που έχουν παλαιόθεν συγκροτήσει λαμπρή και μακρά παράδοση στη Γαλλία, ή να τον χρίσει συνεχιστή της μπερξονικής σκέψης, την οποία ομολογουμένως θαύμαζε.
Παρά τη διόγκωση της σημερινής βιβλιογραφίας γύρω από το φαινόμενο της ειρωνείας, λόγω κυρίως της εντυπωσιακής αναβίωσης (σχεδόν νεκρανάστασης) της ρητορικής, που από τη δεκαετία του '60 περίπου και εφεξής αναπροσανατόλισε την πορεία της κριτικής και της θεωρίας της λογοτεχνίας και αναπροσδιόρισε τον τρόπο της φιλοσοφικής γραφής, «Η ειρωνεία» του Γιανκελεβίτς εξακολουθεί να παρατίθεται ως βασικό κείμενο σε κάθε αξιόλογη καταγραφή των σχετικών μελετών.
Ο συνήθης και απλούστερος ορισμός της ειρωνείας ως αντίφρασης (λέω το αντίθετο εκείνου που πράγματι εννοώ) θα μπορούσε κανείς να πει ότι την εντάσσει στον ευρύ χώρο της αλληγορίας ή, καλύτερα, της ψευδολογίας, της ψευδηγορίας: το «διπλό παιχνίδι», η ακροβατική άσκηση μεταξύ ταυτηγορίας και αλληγορίας, το διπλό επίπεδο του ειρωνικού λόγου, βυθίζει τον αποδέκτη του σε νοηματική αβεβαιότητα και σύγχυση, έτσι ώστε, αν λόγω υπερβολικής «σοβαρότητας» δεν ανέχεται το καθεστώς της αμφισημίας, βρίσκεται αναγκασμένος να επιλέξει ο ίδιος να διακινδυνεύσει μια εντελώς «προσωπική» ερμηνεία, δηλαδή να εκτιμήσει τα λεγόμενα δίχως να μπορεί διόλου να βασιστεί, να αγκυροβολήσει στα διακριτικά σημεία της συγκεκριμένης διατύπωσης. Ο αντιφραστικός, ειρωνικός λόγος συγγενεύει με το παράδοξο, το οξύμωρο ή το αντιφατικό και δημιουργεί μια επικοινωνία υψηλού κινδύνου, είναι σιβυλλικός: καταλαβαίνουμε ότι κάτι θέλει να πει αλλά δεν επιτρέπει να μάθουμε τι ακριβώς είναι αυτό. Η συλλογιστική βάσει της οποίας αποφασίζουμε απολύτως υπέρ μιας από τις αντικρουόμενες τιμές του λόγου μπορεί προφανώς να καταλήξει σε λάθος αποτελέσματα, σε ατυχή «κατά γράμμα» ανάγνωση ενός πολυκωδικού μηνύματος.
Προς τι όμως αυτή η προσποίηση, η υποκρισία, η dissimulatio μιας κρυπτοφιλοσοφίας, μιας philosophia arcana; Μια πρόχειρη απάντηση θεωρεί ότι η ειρωνεία είναι ύποπτη κακολογίας, σκώμματος, χλεύης, βλασφημίας· αποκαλείται συχνά «δηκτική», «αιχμηρή», μεταφέρει δηλαδή μια διάσταση πολεμικής, όπου η ίδια λειτουργεί ως αποτελεσματικό όπλο, ως καλό εγχειρίδιον (στιλέτο). Με τους κατάλληλους αντιφραστικούς χειρισμούς καταφέρουμε πλήγματα, απευθύνουμε μομφές υπό το πρόσχημα ότι πλέκουμε εγκώμια, κατ' ευφημισμόν· ισχύει όμως και το αντίστροφο: η πανηγυρική χρήση της ειρωνείας, η υποκοριστική λειτουργία της, όπου εγκωμιάζουμε υπό το πρόσχημα ότι ψέγουμε. Ο,τι παραμένει σταθερό είναι η ανατροπή της αναμενόμενης ιεράρχησης, η εναντίωση στο πάγιο σχήμα, η δημιουργία ισότοπων, συναρμόδιων επιχειρημάτων «πέραν του καλού και του κακού», σε οιονεί ηθική ουδετερότητα ή ισοσθένεια, στην αφιλοκέρδεια και στην αμφισημία του παιγνίου. «Η ειρωνεία τιμά και ταυτόχρονα πιστώνει τη μαντική οξυδέρκεια του συνομιλητή της. Ακόμη περισσότερο, τον μεταχειρίζεται σαν πραγματικό εταίρο ενός διαλόγου. Στο επιδέξιο παιχνίδι της αντιστοιχεί το εκλεπτυσμένο αφτί. (...) Ετσι υφαίνει ανάμεσα στους εταίρους μια μορφή συνενοχής ή σιωπηρής συναίνεσης, καμωμένης από αμοιβαία εκτίμηση» * έχει σαφώς αντιδεσποτικό χαρακτήρα. Το άλας της ειρωνείας ανοσοποιεί την απόγνωση και δρα ως αντίδοτο στις ψευδοτραγωδίες της καθημερινότητας, ως μεγάλη παραμυθία και αρχή μέτρου και ισορροπίας· σέβεται τις αποχρώσεις, ξέρει να περιμένει τον καιρόν, να θίγει το άθικτο, να εγγίζει το απρόσιτο· «εκείνος που κωφεύει στον ψίθυρό της καταδικάζεται σε εδραίο δογματισμό και σε μακάρια αμβλύνοια».
Από την ασφυκτικά συνοπτική έκθεση της επιχειρηματολογίας της «Ειρωνείας» του προκύπτει ότι ο Γιανκελεβίτς και εδώ, όπως στο σύνολο του έργου του, προτάσσει το αίτημα της ηθικής τελείωσης, της αυθεντικής ύπαρξης, εγγεγραμμένης στο perpetuum mobile της φαντασμαγορίας του στιγμιαίου. Κύριοι συνομιλητές του είναι οι μεγάλοι «είρωνες» της παράδοσης του «στοχαστικού ψεύδους»: Σωκράτης και Γκραθιάν, Κίρκεγκαρντ και Νίτσε, γερμανοί ρομαντικοί και δεξιοτέχνες της λογοτεχνικής ειρωνείας, όπως π.χ. Στερν, Χόφμαν, Μποντλέρ και Χάινε. Μακράν του να εντοπίζει στην ειρωνική στρατηγική ένα ακόμη ρητορικό σχήμα μεταξύ πολλών άλλων, ένα ανέξοδο παιχνίδι σημασιολογικών αντιθέτων ή την ανάπτυξη ενός περίτεχνου επιδεικτικού λόγου, αξιολογεί κριτικά τον μετασχηματισμό της προς τα τέλη του 18ου αιώνα, στο πλαίσιο του ρομαντισμού (που πρωτίστως είναι στάση ζωής), του οποίου αποτελεί σχεδόν συνώνυμο, του οποίου γίνεται διακριτό έμβλημα.
Από την εποχή της πρώτης εμφάνισης του βιβλίου (1936) ως σήμερα πλήθυναν οι προσεγγίσεις του φαινομένου της ειρωνείας, γλωσσολογικές, ρητορικές, ψυχαναλυτικές, κοινωνιολογικές, φιλοσοφικές και πλείστοι αξιόλογοι μελετητές έγιναν προσεκτικοί ανατόμοι της κλασικής, της νεωτερικής, ακόμη και της μετα-νεωτερικής φάσης της. Από αυτή την άποψη, κατά τόπους, η μικρή μελέτη του μόλις 33χρονου Γιανκελεβίτς επιδέχεται συμπληρώσεις και ενδεχομένως χρειάζεται αναθεωρητικές επεμβάσεις. Αναντίλεκτα όμως παραμένει μια γοητευτική και πειστική πρόταση για την ωφέλιμη χρεία της ειρωνείας στον ανθρώπινο βίο. Αμυντικό μάλλον παρά επιθετικό όπλο, η ειρωνεία αποτελεί ένα μέσον, ίσως το μοναδικό που έχει στη διάθεσή του ο χειριστής του λόγου για να χειραφετηθεί από κανονιστικούς πειθαναγκασμούς, χωρίς τον κίνδυνο να υποστεί κυρώσεις, αναπόδραστες σε περίπτωση ευθείας παραβίασης των εσκαμμένων. Εναντίον του «φασισμού» της γλωσσικής νόρμας, που ο Μπαρτ κατήγγελλε άλλοτε με μια ρητορική υπερβολή διόλου απαλλαγμένη από ειρωνικά ψήγματα, η ειρωνεία παρουσιάζεται ως «αντιφασιστική» απάντηση, ως το τελευταίο καταφύγιο της ατομικής ελευθερίας στο επίπεδο του ιδιόλεκτου.
Για περισσότερες πληροφορίες περί του Γιανκελεβίτς, αλλά και της συγγραφέως του άρθρου, Λίζης Τσιριμώκου, μπορείτε να βρείτε εδώ.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Great Chaos
Περιβόητο μέλος
Σε αυτά που ρωτάς έχω να απαντήσω τα εξής:
Αρχική Δημοσίευση από isiliel:Μπορεί να αφορά και καταστάσεις και ανθρώπους. Έτσι όπως το κατανοώ εγώ τουλάχιστον, είναι πολύ λεπτή η διαφορά που τη χωρίζει από την προσβολή και σε πολλές περιπτώσεις εξαρτάται και από το πως θα την κατανοήσει ο αποδέκτης και πόσο εύθικτος είναι. Είναι μπερδεμένο χωρίς αμφιβολία. Εδώ μπερδεύει και διχάζει τους ερευνητές...πόσο μάλλον εμάς.
Για να στο θέσω πιο απλά, θεωρώ ότι ακόμα και όσοι υποστήριξαν ότι δε θα χρησιμοποιούσαν την ειρωνεία, δεν μπορούν να είναι σίγουροι ότι στην καθημερινότητά τους δεν το κάνουν.
Επειδή είναι φανερό ότι στο πρώτο σημείο του ποστ σου αναφέρεσαι στο παραπάνω επιχείρημα, και πάλι τα κατάφερες μια χαρά. Βρήκες μια αντίφαση φαινομενική τουλάχιστον.
Εδώ οι λέξεις χρησιμοποιούνται με διαφορετικό τρόπο από το νόημά τους το οποίο συνειδητά αντιβαίνει στους ορισμούς. Συνεπώς αποτελεί μια επιτυχή χρήση της ειρωνείας που ως σκοπό της είχε όχι να θίξει τον οποιονδήποτε, αλλά να πει ουσιαστικά αυτό που είπε ο Ιησούς: Ο αναμάρτητος πρώτος τη λίθο βαλέτω.
Απ' όσα είπαμε παραπάνω, βγαίνει εμφανώς το συμπέρασμα, ότι τόσο ο χλευασμός όσο και η ειρωνεία είναι συνειδητές επιλογές του χρήστη τους. Αυτός που χλευάζει, σκόπιμα θέλει να προσβάλει τον συνομιλητή του, ή να τον μειώσει και χρησιμοποιεί με άκομψο τρόπο το ρητορικό σχήμα της ειρωνείας, για να επιτύχει τους σκοπούς του. Το μαχαίρι όπως όλοι ξέρουμε μπορεί να σκοτώσει ή να κόψει ψωμί. Συνεπώς δεν μπορεί να επικαλεστεί άγνοια γιατί οι προθέσεις του αποτυπώνονται στο κείμενο.
Επίσης, αυτός που χρησιμοποιεί την ειρωνεία, με σκοπό την προώθηση του διαλόγου και την καρύκευση του ώστε να μην καταλήγει μια άνοστη σούπα, το κάνει συνειδητά αφού πρέπει μάλιστα να διπλοσκεφτεί το πως θα το κάνει ώστε να μη φτάσει στα επίπεδα του χλευασμού. Επομένως στην υποθετική περίπτωση που κάποιος ισχυριζόταν ότι ειρωνεύτηκε ή χλεύασε χωρίς να το καταλάβει, προφανώς θα ειρωνευόταν και μάλιστα θα ειρωνευόταν τον εαυτό του. (Για να απαντήσω και στο τρίτο σημείο).
Ακόμη, έχεις δίκιο και σε κάτι άλλο. Κανείς δεν κατέχει το απόλυτο κριτήριο της ειρωνείας αφού η ανθρώπινη νόηση όπως είπαμε, προσπαθεί να περιγράψει ένα φαινόμενο υπέρτερο απ' αυτήν κι έτσι όποιος αποφασίζει συνειδητά να παίξει σ' αυτό το πεδίο, πάντα παίζει το κεφάλι του κορώνα γράμματα και ρισκάρει την υπόληψή του. Σ' αυτό το σημείο, υπάρχουν σ' ένα φόρουμ άνθρωποι που μπορούν να κρίνουν και να διευθετήσουν την κατάσταση εφ' όσον ξεπεράσει τα όρια.
Πάντα πρέπει να υπάρχουν όρια αλλά πρέπει να τηρούνται με φωτισμένο τρόπο και ο φωτισμένος τρόπος οπωσδήποτε θα πρέπει να συμπεριλαμβάνει και τα δύο στοιχεία που προαναφέραμε: Πρώτο, ότι κάνεις δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι δεν χρησιμοποιεί ποτέ την ειρωνεία (ή αλλιώς ο αναμάρτητος πρώτος τη λίθο βαλέτω) και δεύτερο, ότι κανείς δεν κατέχει το "αλάθητο του Πάπα". (Για να απαντήσω και στο δεύτερο σημείο σου).
Νομίζω ότι η παρούσα συζήτηση, συμβάλει σημαντικά στη διερεύνηση αυτών των ορίων. Γιατί εδώ δοκιμάζονται τα όρια σε έναν συγκεκριμένο χώρο κι όχι σε έναν οποιονδήποτε. Το παρόν thread είναι γεμάτο με παραδείγματα, χρήσης της ειρωνείας κι όλοι έχουν δώσει τον καλύτερό τους εαυτό χωρίς μέχρι στιγμής να έχει θιγεί κανένας. Εσύ θα πρότεινες Μάνια, να είχε απαγορευτεί αυτό το θέμα προληπτικά από φόβο μην τυχών και θιχτεί κάποιος; Η γνώμη μου είναι ότι αντ' αυτού, αποδείχτηκε σοφότερη η μεταφορά του θέματος στο φόρουμ της φιλοσοφίας.
Για το τέταρτο σημείο έχω να πω ότι ισχύει μόνο, αν τη λέξη Χλευασμός στην αρχή της πρότασης σου, αντικαταστήσουμε με τη λέξη ειρωνεία. (Αφού κι εσύ χρησιμοποιείς παρακάτω το άρθρο "την"). Σε τέτοια περίπτωση έχει ήδη απαντηθεί από το σημείο δύο.
Για τα σημεία πέντε και έξι, έχω να πω ότι συμφωνώ μαζί σου. Το θέμα που θέτεις στο έξι μάλιστα, έχει ήδη απαντηθεί.
Για το έβδομο σημείο έχω να πω, ότι όπως προαναφέραμε, κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι γνωρίζει ακριβώς το σωστό και το λάθος. Η διερεύνηση όμως των ορίων συμβάλει στην εφαρμογή των κανόνων με φωτισμένο τρόπο.
Τέλος θέλω να διευκρινίσω ότι εγώ μιλάω για "ειρωνεία" και όχι για "ειρωνείες". Αυτό σημειολογικά έχει μεγάλη διαφορά, διότι η λέξη "ειρωνείες" ταυτίζεται στην καθομιλουμένη με τη λέξη χλευασμός και αυτός είναι και ο λόγος που γίνεται όλη αυτή η συζήτηση: να διαχωρίσουμε τις ειρωνείες από την ειρωνεία.
Το παράδειγμα χλευασμού που αναφέρεις, είναι ακριβώς παράδειγμα χρήσης της ειρωνείας, με άκομψο τρόπο και μάλιστα σκόπιμα. Η λέξη κλειδί που σωστά χρησιμοποίησες ήταν η λέξη "κακόβουλο".
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 16 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Great Chaos
Περιβόητο μέλος
Αρχική Δημοσίευση από Great Chaos:Ο Μύθος αυτός έχει φυσικά συμβολικό χαρακτήρα που σκοπό έχει να υπογραμμίσει τις οξείες αντιφάσεις ανάμεσα στα ανθρώπινα ιδεώδη και στην πραγματικότητα ή ανάμεσα στις ανθρώπινες προθέσεις και στα πραγματικά αποτελέσματα των πράξεών τους.
[...]
Απ' όλα τα παραπάνω αλλά και όσα μας παρέθεσε η Isi, καταλαβαίνει κανείς ότι η ειρωνεία είναι πίσω από τα λόγια και τις πράξεις, ένα φυσικό φαινόμενο, μια κοσμική διαπλοκή φτιαγμένη για να θυμίζει στον άνθρωπο την πραγματική του θέση σ' αυτό το σύμπαν. Η ανθρώπινη νόηση, όπως συμβαίνει με όλες τις φυσικές εκδηλώσεις, τη συλλαμβάνει και προσπαθεί να την αναπαραστήσει και να τη μιμηθεί. Έτσι εξηγείται το γεγονός ότι η ειρωνεία παρεισφρέει σε όλες τις εκδηλώσεις του ανθρώπινου λόγου αποτελώντας αναπόσπαστο κομμάτι της ρητορικής, της ποίησης, της φιλοσοφίας και της αφήγησης.
[...]
Αν λοιπόν δεχτούμε ότι κάθε Τέχνη πηγάζει απ' την προσπάθεια της ανθρώπινης νόησης να μιμηθεί το Κοσμικόν Κάλλος, τότε εύκολα καταλαβαίνουμε γιατί η ειρωνεία θα πρέπει να θεωρείται ως μια μορφή τέχνης.
Η ανθρώπινη κατανόηση για την πραγματικότητα είναι πολύ ελλιπής και μερική. Αυτό συμβαίνει επειδή οι παράμετροι που τη συνθέτουν είναι απείρως περισσότερες απ' όσες μπορεί να παρατηρήσει, να παρακολουθήσει ή να συλλάβει και να συνθέσει ο ανθρώπινος νους. (Το Μέγα Χάος που συχνά χρησιμοποιώ ως έκφραση, απεικονίζει ακριβώς την παραπάνω κατάσταση). Τούτο το γεγονός, περιγράφεται πολύ απλά από την φράση του Σωκράτη, "Εν οίδα ότι ουδέν οίδα" δηλαδή, "Ένα κατάλαβα ότι τίποτα δεν ξέρω". Από την άλλη, το Μαντείο των Δελφών, είχε δώσει τον χρησμό: "Κανείς δεν είναι σοφότερος από τον Σωκράτη" (Ουδείς σοφότερος Σωκράτους).
Πράγματι, ένας σοφός όσο πιο πολλά μαθαίνει, τόσο συνειδητοποιεί πόσα ακόμα δε γνωρίζει. Συνήθως όμως οι άνθρωποι δεν είναι τόσο σοφοί και νομίζουν ότι τα λίγα που ξέρουν είναι αρκετά για να αποφασίσουν ποιο είναι το καλό, το κακό, το σωστό και το λάθος. Έτσι λοιπόν δημιουργούν ιδεώδη και ιδεολογίες για τις οποίες μάλιστα είναι ικανοί να πεθάνουν ή να σκοτώσουν. Ωστόσο η πραγματικότητα έχει τη δική της ροή κι έτσι πολλές φορές τα γεγονότα έρχονται να ακυρώσουν με τον πιο παταγώδη τρόπο τις ανθρώπινες πεποιθήσεις. Από αυτό ο άνθρωπος αναγκάζεται να συνειδητοποιήσει τη μικρότητά του, μέσα σε ένα σύμπαν που τον ξεπερνά κατά πάρα πολύ και να διδαχτεί την ταπεινότητα. Όσο αρνείται μαθαίνει και επιμένει να πιστεύει ότι αυτά που γνωρίζει του είναι αρκετά για να κρίνει και πολύ περισσότερο να πράξει με ασφάλεια, το σύμπαν "συνωμοτεί" (αυτό σημαίνει "κοσμική διαπλοκή") κάνοντάς τον να φαντάζεται θεούς και δαίμονες που τον περιγελούν.
Ο άνθρωπος έχει την τάση όσα κοσμικά φαινόμενα συλλαμβάνει μεν η νόησή του αλλά δεν μπορεί να τα προσεγγίσει με τη λογική να προσπαθεί να τα εκφράσει μέσω της τέχνης. Για παράδειγμα, σύμφωνα με τον ορισμό του Αριστοτέλη, η αρχαία τραγωδία είναι "Μίμηση πράξης σπουδαίας και τέλειας", απ' όπου φυσικά η ειρωνεία στην τραγική της μορφή, δεν θα μπορούσε να λείπει. Τα φαινόμενα και οι αιτίες που οδηγούν στην εκδήλωση των τραγικών καταστάσεων δεν είναι κατανοητά στον άνθρωπο ο οποίος παρατηρεί τις εκδηλώσεις τους και υφίσταται τις συνέπειές τους. Η λογική αδυνατεί να απαντήσει στην υπαρξιακή του αγωνία και η τέχνη έρχεται να συμπληρώσει το κενό. Όσο για τη λέξη "παρεισφρέει" θα μπορούσαμε να την ερμηνεύσουμε απλά ως: "τρυπώνει παντού πονηρά και απρόσκλητη".
Συνεπώς απ' όλα τα παραπάνω βγαίνει το συμπέρασμα, αγαπητή μου Μάνια, ότι μάλλον έχεις καταλάβει καλύτερα απ' όσο πιστεύεις.
Αν μάλιστα αυτή τη δήλωση τη συνδυάσει κανείς με αυτά που γράφω αμέσως προηγουμένως, προκύπτει ότι μάλλον είσαι πολύ σοφότερη από τους περισσότερους εξ' ημών που αντίθετα με σένα νομίζουμε ότι γνωρίζουμε πιο πολλά απ' όσα πραγματικά έχουμε κατανοήσει.
Υ.Γ. Θα ήθελα παρεμπιπτόντως να παρατηρήσω κάτι. Οι απλές ερωτήσεις της Μάνιας επέσυραν δύο διαδοχικά κείμενα, ένα της Isi και ένα δικό μου, αποδεικνύοντας περίτρανα τη σημασία της ρήσης του Μίλαν Κούντερα, ότι "Εξουσία έχει αυτός που κάνει τις ερωτήσεις κι όχι αυτός που δίνει τις απαντήσεις". Ας συνεχίσουμε λοιπόν να αναρωτιόμαστε.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 16 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Great Chaos
Περιβόητο μέλος
Κάποτε λοιπόν, κάποιοι κιβδηλοποιοί, (παραχαράκτες) ανακάλυψαν σε κάποιο ορυχείο της Ρωσίας, ένα άγνωστο και κατά τα φαινόμενα άχρηστο μέταλλο το οποίο εμφανισιακά έμοιαζε πολύ με το ασήμι. Αποφάσισαν τότε να το αξιοποιήσουν, παραχαράσοντας ασημένια νομίσματα της εποχής τους. Έτσι κι έκαναν και μάλιστα με πολύ μεγάλη τέχνη, ώστε τα κίβδηλα νομίσματα κυκλοφόρησαν στην αγορά χωρίς κανείς αρχικά να το καταλάβει. Χρόνια αργότερα, κάποιος που είχε στα χέρια του ορισμένα από αυτά, ανακάλυψε ότι το άχρηστο μέταλλο από το οποίο είχαν κατασκευαστεί, ήταν λευκόχρυσος (πλατίνα). Έτσι λοιπόν, οι συγκεκριμένοι παραχαράκτες έμειναν στην ιστορία, ως οι μοναδικοί που κατασκεύασαν κίβδηλα νομίσματα με αξία πολλές φορές μεγαλύτερη από τα γνήσια. Ακριβώς γι' αυτό το λόγο, τα νομίσματα αυτά έχουν πάρει σήμερα τεράστια συλλεκτική αξία, μεγεθύνοντας ακόμη περισσότερο, την ειρωνεία του πράγματος.
Η έκφραση "ειρωνεία της μοίρας", εκπηγάζει από την πίστη ότι οι Θεοί ή κατ' άλλους οι Μοίρες, διασκεδάζουν παίζοντας με τα μυαλά των θνητών, με εσκεμμένη ειρωνική πρόθεση (βλέπετε και Michael Murkock - "Ενώ οι Θεοί γελούν"). Αυτό έχει κάνει και κάποιον άλλον συγγραφέα, του οποίου το όνομα μου διαφεύγει, να χαρακτηρίσει τον Θεό, ως τον "μέγα σκαριφιστή του σύμπαντος" (κατά το Τεκτονικό: Μέγας Αρχιτέκτων του Σύμπαντος).
Ο Μύθος αυτός έχει φυσικά συμβολικό χαρακτήρα που σκοπό έχει να υπογραμμίσει τις οξείες αντιφάσεις ανάμεσα στα ανθρώπινα ιδεώδη και στην πραγματικότητα ή ανάμεσα στις ανθρώπινες προθέσεις και στα πραγματικά αποτελέσματα των πράξεών τους.
Το δεύτερο περιστατικό, επιβεβαιώνει με μεγάλη έμφαση τα παραπάνω:
Μετά τον πρόωρο θάνατο του Φαραώ Τουταγχαμόν, ο διάδοχός του του οποίου το όνομα επίσης μου διαφεύγει και που όπως θα φανεί παρακάτω εκεί έγκειται η μεγαλύτερη ειρωνεία, θέλησε να τον τιμωρήσει θεωρώντας τον υπεύθυνο για κάποια ύβρη έναντι των Θεών. Αποφάσισε και διέταξε την διαγραφή του ονόματος του Τουταγχαμόν από όλες τις ανάγλυφες επιγραφές, όλους τους Παπύρους, όλα τα ιστορικά αρχεία, απαγόρευσε δε επί ποινή θανάτου, ακόμη και την απλή αναφορά του ονόματός του. Σκοπός όλων αυτών ήταν να επιβάλλει στον Τουταγχαμόν την μέγιστη δυνατή τιμωρία: Την απαλοιφή της μνήμης του και συνεπώς το θάνατο της αθάνατης ψυχής του. Οι εντολές του νέου Φαραώ ακολουθήθηκαν πιστά. Για χιλιάδες χρόνια κανείς δε θυμόταν πια τον άμοιρο Τουταγχαμόν. Τα χρόνια πέρασαν σαν την άμμο της ερήμου και κατά την πάροδο των αιώνων, όλοι οι τάφοι των Φαραώ συλήθηκαν από τυμβωρύχους, οι οποίοι δεν άφησαν το παραμικρό χρυσό κτέρισμα να συντροφεύει τους θεϊκούς αφεντάδες, στον αιώνιο ύπνο τους. Ο μόνος που ξέφυγε από την απληστία τους, ήταν ο τάφος του Τουταγχαμόν ακριβώς γιατί κανείς δε θυμόταν ότι υπήρχε. Όταν μετά από μερικές χιλιάδες χρόνια η αξίνα των σύγχρονων αρχαιολόγων συνάντησε κατά τύχη τον ασύλητο τάφο και μετά από πολλές μέχρι τότε απογοητεύσεις, ο "Indiana Jones" αντίκρισε το μεγαλύτερο θησαυρό που είχε δει ποτέ ανθρώπινο μάτι.
Σήμερα, αν ρωτήσει κανείς έναν τυχαίο "ποιος είναι ο γνωστότερος Φαραώ της αρχαίας Αιγύπτου;", η μεγαλύτερη πιθανότητα είναι να απαντήσει "ο Τουταγχαμόν". Όσο για το όνομα του διαδόχου του που θέλησε να του αφαιρέσει την αθανασία, ελάχιστοι πλέον το θυμούνται.
Οι Θεοί λοιπόν του Μύθου, τιμώρησαν ειρωνικά κάποιον που είχε την έπαρση να θέλει να παρέμβει στο έργο τους...
Απ' όλα τα παραπάνω αλλά και όσα μας παρέθεσε η Isi, καταλαβαίνει κανείς ότι η ειρωνεία είναι πίσω από τα λόγια και τις πράξεις, ένα φυσικό φαινόμενο, μια κοσμική διαπλοκή φτιαγμένη για να θυμίζει στον άνθρωπο την πραγματική του θέση σ' αυτό το σύμπαν. Η ανθρώπινη νόηση, όπως συμβαίνει με όλες τις φυσικές εκδηλώσεις, τη συλλαμβάνει και προσπαθεί να την αναπαραστήσει και να τη μιμηθεί. Έτσι εξηγείται το γεγονός ότι η ειρωνεία παρεισφρέει σε όλες τις εκδηλώσεις του ανθρώπινου λόγου αποτελώντας αναπόσπαστο κομμάτι της ρητορικής, της ποίησης, της φιλοσοφίας και της αφήγησης.
Αν λοιπόν δεχτούμε ότι κάθε Τέχνη πηγάζει απ' την προσπάθεια της ανθρώπινης νόησης να μιμηθεί το Κοσμικόν Κάλλος, τότε εύκολα καταλαβαίνουμε γιατί η ειρωνεία θα πρέπει να θεωρείται ως μια μορφή τέχνης.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 16 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Great Chaos
Περιβόητο μέλος
Για κάποιους η ειρωνεία είναι βασικό λεκτικό εργαλείο και το να τους την απαγορεύσει κανείς, ισοδυναμεί με το να τους αφαιρεί το λόγο.
Άλλωστε όπως μας δείχνει το παράδειγμα της παρούσης συζήτησης, η ειρωνεία, οξύνει το πνεύμα και ευνοεί τον διάλογο όταν και οι δύο πλευρές, του πομπού και του δέκτη, έχουν πράγματι ως σκοπό το διάλογο. Γιατί θα πρέπει η ικανότητα να συμβιβάζεται με την μετριότητα κι όχι το αντίθετο;
Περισσότερα στοιχεία περί της φύσης της ειρωνείας, επιφυλάσσομαι να δώσω αργότερα.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 16 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Great Chaos
Περιβόητο μέλος
Μα κι εγώ δεν είπα ότι είναι ειρωνεία, ερώτηση έκανα.
Εδώ βλέπουμε και ένα άλλο πρόβλημα της ειρωνείας: Καθιστά τα γραφόμενα διφορούμενα, άρα όχι σαφή. Πχ άλλο νόημα έχει αν το παραπάνω το έγραψα μιλώντας απόλυτα σοβαρά και κυριολεκτώντας και άλλο αν είχα όντως πρόθεση να ειρωνευτώ.
Συνεπώς επιβεβαιώνεται πλήρως η θέση μου ότι σημαντικό ρόλο στον αντίκτυπο της ειρωνείας έχουν οι προθέσεις του αποδέκτη της και πώς αυτός θέλει να την εκλάβει. Άλλωστε δε θα μπορούσα ποτέ να γνωρίζω τις προθέσεις σου όταν δεν βρισκόμαστε ενώπιος ενωπίω. Το ζήτημα είναι αν οι δική μου πρόθεση ήταν να θιχτώ ή να συνεχίσω έναν διάλογο από τον οποίο κάτι μπορεί να μάθω.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 16 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Great Chaos
Περιβόητο μέλος
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 16 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Great Chaos
Περιβόητο μέλος
Άρα να υποθέσω ότι αφού χρησιμοποίησε ειρωνεία ο Χ,Υ,Ζ λόγιος δεν επιτρέπεται να μην την αποδεχόμαστε και να την θεωρούμε κατακριτέα; Άρα να μην συνεχίσω το διάλογο;
(ερώτηξις: Το παραπάνω είναι ειρωνεία, χλευασμός ή τίποτα από τα 2; Σοβαρά ρωτάω!! )
Περί του τι επιτρέπεται και τι όχι, δεν είμαι εγώ ο αρμόδιος για να απαντήσω. Αντίθετα αυτή που ρωτάει θα μπορούσε να δώσει από μόνη της την απάντηση.
Για να απαντήσω στην ερώτηξί σου, αυτό είναι ένα είδος ειρωνείας και μάλιστα λεπτής.
Προσωπικά μου αρέσει, συνεπώς ο διάλογος μπορεί να συνεχιστεί απρόσκοπτα.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 16 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Great Chaos
Περιβόητο μέλος
Εάν αφαιρούσαμε λοιπόν πλήρως την ειρωνεία από τον γραπτό ή τον προφορικό μας λόγο, με την πρόθεση να είμαστε πάντα αρεστοί, ο λόγος θα γινόταν τόσο ανούσιος που θα σταματούσαμε πλέον να μιλούμε.
Για να φέρω κάποια παραδείγματα, χλευασμός ήταν αυτό που έκανε ο όχλος όταν ούρλιαζε στον Ιησού: "που είναι τώρα η βασιλεία σου και γιατί δε σε σώζει ο Θεός σου;". Επίσης το αγκάθινο στεφάνι και η κόκκινη χλαμύδα που του φόρεσαν οι Ρωμαίοι στρατιώτες. Ειρωνεία ήταν η παραίνεση του Ιησού προς τον Ιούδα να ολοκληρώσει σύντομα το έργο του. Ειρωνική ήταν επίσης η απάντηση "Συ είπας" στην ερώτηση αν είναι Θεός. Τέλος, ειρωνεία ήταν και το "νίπτω τας χείρας" του Πόντιου Πιλάτου, προς έναν όχλο που προτιμούσε να αθωώσει έναν εγκληματία παρά έναν διδάσκαλο.
Συχνά η ειρωνεία έχει σαν στόχο της, να κάνει τον δέκτη της να αναρωτηθεί "Μήπως αυτό που είπα ήταν τόσο βλακώδες που προκάλεσε τη θυμηδία;" Αυτό θα μπορούσε να τον προτρέψει να ξανασκεφτεί αυτά που είπε ή να μάθει να βλέπει τις απόψεις του κι απ' την αστεία τους πλευρά έτσι ώστε να μην τις παίρνει ποτέ πολύ στα σοβαρά, πράγμα που είναι συνήθως η αιτία των παρεξηγήσεων και των συγκρούσεων.
Έτσι λοιπόν, όταν ο Πλάτωνας κατέφυγε σε ένα αποτυχημένο φιλοσοφικό επιχείρημα δηλώνοντας ότι "Άνθρωπος εστί ζώον δίπουν και άπτερον" ο κυνικός Διογένης μάδησε ένα κοτόπουλο και του το παρουσίασε λέγοντας "Τότε ιδού ο άνθρωπος". Η ειρωνεία αυτή ήταν τόσο εύστοχη που όχι μόνο ανάγκασε τον Πλάτωνα να προσθέσει και "έλλογον" διασώζοντας έτσι τη φιλοσοφική του υπόληψη, αλλά και καταγράφηκε με θαυμασμό από τους ιστορικούς της εποχής έτσι ώστε να φτάσει μέχρις εμάς.
Εάν ο Διογένης είχε χρησιμοποιήσει έναν τρόπο πιο καθωσπρέπει, ίσως να μη γνωρίζαμε καν το όνομά του.
Ειρωνικό ήταν επίσης το "Καλύτερα, θα πολεμούμε υπό σκιά", ενός των Τριακοσίων του Λεωνίδα, όμως όπως είναι γνωστό, το "λακωνίζειν εστί φιλοσοφείν". Οι αρχαίοι Σπαρτιάτες, χρησιμοποιούσαν συχνά την ειρωνεία στο λόγο τους, αφού χάρης σ' αυτήν μπορούσαν να καταρρίπτουν έναν ολόκληρο εσμό επιχειρημάτων χωρίς να χρειαστεί να μακρηγορήσουν. Αυτό ήταν άλλωστε και το νόημα της κίνησης του Διογένη ο οποίος, ειρήσθω εν παρόδω, εκτιμούσε τους Λάκωνες για τον τρόπο τους αφού έτσι κατάφερε με δύο λέξεις να αποστομώσει ολόκληρο Πλάτωνα. Αλλά και ο Πλάτωνας ο οποίος αντί να θιχτεί κατανόησε το λάθος της σκέψης του, έγινε κατ' άτι καλύτερος. Κι έτσι η ειρωνεία είχε γι' αυτόν εποικοδομητικό αποτέλεσμα.
Αρνητικό αποτέλεσμα έχει σε κάθε περίπτωση όταν ο δέκτης της ειρωνείας, επιλέγει να πληγώνεται και να αποδίδει κακή πρόθεση στον συνομιλητή του, προκειμένου να μην δει πέρα απ' την επιφάνεια και να μην μετακινηθεί καθόλου απ' τις απόψεις του.
Όπως πάντα αγαπητή Michelle, όλα τα νομίσματα έχουν και δεύτερη όψη.
Θα ήθελα σε αυτό αυτό το σημείο να προσθέσω ότι σταθερό κριτήριο για το αν αυτός που ειρωνεύεται έχει καλές προθέσεις, είναι όταν ο ίδιος συνηθίζει να αυτοσαρκάζεται.
Η βασίλισσα Αμαλία, θαύμαζε τη λεπτή ειρωνεία του σατιρικού ποιητή Σουρή, σε βαθμό που όταν ένιωσε πως είχε μάθει αρκετά καλά τα ελληνικά, δοκίμασε να τον ειρωνευτεί κι αυτή, περισσότερο για να επιδείξει την πρόοδό της. Σε κάποιο επίσημο γεύμα λοιπόν, όπου παρίστατο και ο ποιητής, την ώρα που σερβίριζαν τη σαλάτα, η βασίλισσα του είπε: "Και τώρα αγαπητέ κύριε Σουρή θα σαλατίσωμεν". Ο ποιητής χαμογέλασε με αβρότητα και δεν ανταπάντησε. Λίγη ώρα αργότερα όμως, κι ενώ στο τραπέζι είχαν σερβιριστεί τα φρούτα, ο ποιητής έπιασε ένα τσαμπί σταφύλια και απευθύνθηκε προς τη βασίλισσα: "Και τώρα μεγαλειοτάτη θα σταφυλίσωμεν".
Αν μια βασίλισσα δεν εθίγετο από την ειρωνεία ενός ποιητή, τότε όσοι θίγονται τόσο εύκολα, ίσως να έχουν πολύ μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους, πράγμα που τους κάνει πάντα στόχο περισσότερης ειρωνείας.
Χλευασμός ήταν όταν στο σατιρικό ποιητή Λασκαράτο, κάποιος από το μπαλκόνι του, πέταξε ένα ζευγάρι κέρατα. Ο ποιητής έσκυψε, σήκωσε τα κέρατα, κοίταξε προς τα πάνω και απάντησε με την αιχμηρή και υπέροχη ειρωνεία του: "Χτενίζεσαι ορέ Γερασιμάκη, χτενίζεσαι;"
Αυτό που με φοβίζει περισσότερο, όταν βλέπω να δαιμονοποιείται κάθε μορφή ειρωνείας μέσα σε ένα χώρο ανταλλαγής απόψεων, είναι πως μέσα σε αυτόν τον χώρο, θα ήταν ανεπιθύμητοι άνθρωποι όπως ο Ιησούς, ο Καβάφης, ο Σουρής, ο Διογένης, ο Σωκράτης, ο Ευριπίδης, ο Σαίξπηρ, ο Λασκαράτος, ο Πανούσης, ο Πιτσιρίκος, ο Λαζόπουλος, ακόμα-ακόμα και ο Νίκος Δήμου. Ίσως γι' αυτό ο τελευταίος να βρήκε καταφύγιο στο blog του γάτου του.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 16 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
-
Το forum μας χρησιμοποιεί cookies για να βελτιστοποιήσει την εμπειρία σας.
Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, συναινείτε στη χρήση cookies στον περιηγητή σας.