Isiliel
Επιφανές μέλος
Η Φεγγάρω αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 52 ετών και μας γράφει απο Θεσσαλονίκη (Θεσσαλονίκη). Έχει γράψει 13,854 μηνύματα.
01-02-12
14:22
(μπααα δε μπορεί ν' αναφέρεσαι σε αυτό που έγραψα. Επειδή όμως χρησιμοποίησες την έκφρασή μου περί πολιτικού πρίσματος και για παν ενδεχόμενο), εξηγούμαι:Μεγάλη μαγκιά του, δε, που παρά το όποιο πολιτικό του πρίσμα κατάφερε να κάνει ένα μωσαϊκό ανθρώπων διαφορετικών ιδεολογιών να εναρμονιστούν στην συχνότητά του και στον ιδιαίτερό του παλμό...
Από την μία φωνάζετε που οι ¨πνευματικοί¨ άνθρωποι και οι άνθρωποι της τέχνης σιωπούν,
και από την άλλη όταν κάποιος εκφράζεται δυσανασχετείτε ...
Ο καλλιτέχνης εκφράζει την ψυχούλα του, άρα μοιραία στο έργο του αποτυπώνεται και η ιδεολογία του. Ένα έργο κενό ιδεολογίας είναι μάλλον αδιάφορο. Δεν αναφερόμουν όμως στον καλλιτέχνη, αλλά σε αυτόν που καλείται να εισπράξει το μήνυμά του, τον θεατή.
Είναι λυπηρό ο θεατής, πριν θαυμάσει ή απορρίψει έναν πίνακα ζωγραφικής, πριν συμφωνήσει ή διαφωνήσει με ένα λογοτέχνημα, πριν αγαπήσει ή μισήσει ένα ποίημα, να ανατρέχει στο φάκελλο του καλλιτέχνη, να δει πρώτα ποιες είναι οι πολιτικές του καταβολές.
Οι ιδεολογικοί χώροι άλλωστε δεν χωρίζονται με συρματοπλέγματα...ή δεν θα έπρεπε να χωρίζονται τουλάχιστον.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 12 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Isiliel
Επιφανές μέλος
Η Φεγγάρω αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 52 ετών και μας γράφει απο Θεσσαλονίκη (Θεσσαλονίκη). Έχει γράψει 13,854 μηνύματα.
28-01-12
18:52
Πέτρες στο βυθό, του Γιώργου Πήττα
Το πένθος αυτό έχει να κάνει με τη θανάσιμη μοναξιά των Ελλήνων στη βαθύτερη κρίση που έχει περάσει η χώρα τους από τη λήξη του εμφυλίου. Διάβαζα τα σχόλια πολλών πολιτών στις ηλεκτρονικές εκδόσεις εφημερίδων.
Ήταν πολλοί, πάρα πολλοί εκείνοι που ένιωσαν την ανάγκη να εκφράσουν δημόσια θλίψη και παράλληλα να εξομολογηθούν με χαμηλότονες εκφράσεις, σα να δήλωναν αμαρτία, πως είτε δεν είχαν δει καμία ταινία του, είτε συχνά δυσκολεύονταν να τον παρακολουθήσουν. Παρόλα αυτά, όλοι, εξέπεμπαν έναν σπαραγμό:
«Που πας και μας αφήνεις;» «Τώρα φεύγεις;» «Δεν έμεινε κανείς πια να μιλήσει για μας» . Πολλοί θυμήθηκαν την τραγική ατάκα του Βέγγου στο Μετέωρο βήμα του πελαργού -προφητική κατά κάποιο τρόπο ή μάλλον κατά κάθε τρόπο καθώς η ταινία γυρίστηκε το 1995 κατά την εποχή που με άχυρα, αέρα και ψέματα χτίζονταν η «ισχυρή Ελλάδα»:
«….Πεθαίνουμε σα λαός…η Ελλάδα πεθαίνει…κάναμε τον κύκλο μας. Δεν ξέρω πόσες χιλιάδες χρόνια, ανάμεσα σε σπασμένες πέτρες κι’ αγάλματα. Και πεθαίνουμε. Αλλά, αν είναι να πεθάνει η Ελλάδα, να πεθάνει γρήγορα. Γιατί η αγωνία κρατάει πολύ και κάνει πολύ θόρυβο.»
Δεν ξέρω κι’ εγώ πόσες φορές βρήκα τη φράση. Πάρα πολλές.
Επαναλαμβανόμενη σαν πάνδημος κομμός, σαν υπερκείμενος θρήνος.
Είναι αυτό, που δεν μπορεί να κατανοήσει ο ελάχιστος κος Πολατίδης, βουλευτής του ΛΑ.Ο.Σ ο οποίος με τη φόρα που διακρίνει τους ανόητους , αγενείς και άξεστους ανθρώπους, σηκώθηκε μέσα στη Βουλή των Ελλήνων μόλις προχθές για να πει πως «ο Αγγελόπουλος εκπροσωπούσε με το έργο του ένα ακραίο τμήμα της διεθνιστικής και κοσμοπολίτικης Αριστεράς» . Έφερε δε, ως παράδειγμα την φράση από το Μετέωρο βήμα του πελαργού, για να υποστηρίξει πως ο Αγγελόπουλος αποζητούσε την κατάργηση των συνόρων.
Πώς να καταλάβει ο μηδαμινός;
Τι να κατανοήσει ο έρημος κι’ απρόσωπος;
Εκπρόσωπος κι’ αυτός του συστημικού πολιτικού εμέσματος, του αποχυμωμένου από κάθε Αρχή κι’ Αξία τεμαχίζει την Ελλάδα και την κοινωνία σε μερίδες συμφερόντων προς ίδιον όφελος.
Όμως, ναι, οι Έλληνες, πενθούν αυτή την απώλεια με έναν τρόπο που ανεβάζει την ευθύνη στο ύψιστο επίπεδο για όσους μένουν πίσω και διαθέτουν φωνή, κρίση, έργο.
Οι Έλληνες όπως έγραψα και νωρίτερα, βάρυναν από τον χαμό του Αγγελόπουλου ανεξάρτητα από το αν τους άρεσε ή όχι η δουλειά του.
Και είναι πάρα πολύ σοβαρό αυτό.
Ήξεραν όμως για αυτόν κάτι το κεφαλαιώδες και θεμελιώδες:
Ο Θ.Α. έζησε όλη του τη ζωή υπηρετώντας την Τέχνη του με αταλάντευτη εμμονή.
Υπήρξε, σχεδόν ασφυκτικά συνεπής σε όλα όσα επέλεξε εξ’ αρχής και κυρίως στην αισθητική του αντίληψη και τη φόρμα του, στοχαστική για κάποιους, κουραστική μερικές φορές για άλλους.
Όμως, απέδειξε τη συνέπειά του καθ’ όλη τη διάρκεια του βίου του.
Μιλούσε λίγο και έκανε πολλά.
Ο φακός του ήταν ένα ισόβιο μονοπλάνο εστιασμένο στην Ελλάδα και την ιστορία της.
Δεν προσπάθησε ποτέ του να είναι αρεστός σε κανέναν και για αυτό έγινε σεβαστός σε πολλούς.
Έζησε δηλαδή και έδρασε με εκείνον τον τρόπο που η συντριπτική πλειοψηφία των προβεβλημένων ανθρώπων στην Ελλάδα, είτε είναι πολιτικοί, είτε καλλιτέχνες, είτε διανοούμενοι, αδυνατούν έστω και να κατανοήσουν.
Έζησε δηλαδή, -ως δημόσιο πρόσωπο- παραδειγματικά.
Έτσι όπως θέλει η κάθε κοινωνία, να είναι όσοι βγαίνουν μπροστά.
Αυτή τη συνέπεια είναι που τίμησαν πρωτίστως οι πάρα πολλοί Έλληνες και δευτερευόντως το έργο του, αυτό κάθε αυτό.
Άλλωστε, οι ταινίες του, όλο και λιγότερο γέμιζαν τις αίθουσες στην πατρίδα του.
Και όλοι αυτοί, οι πολλοί, εκείνοι που δεν γέμιζαν τις αίθουσες, είναι που έσπευσαν να εκφράσουν αληθινή θλίψη-υπογραμμίζοντας με ειλικρίνεια πως δεν τον παρακολουθούσαν.
Η Ελλάδα είναι γυμνή.
Εκτεθειμένη στην παγωνιά της κρίσης, χωρίς πολιτική ηγεσία, με αμήχανη και άβουλη πνευματική ηγεσία
Με εξαιρέσεις ελάχιστες όπως εκείνη του Χρόνη του Μίσσιου που με τα κατά καιρούς γραπτά του θερμαίνει λίγο την ψυχή και το νου θυμίζοντας τ’ αυτονόητα που λησμονήθηκαν εδώ και χρόνια.
Κατακερματισμένη, λοβοτομημένη, παραδομένη σε τρισάθλιες συμμορίες που δρουν είτε στο επίκεντρο της οικονομικής κοινωνικής και πολιτικής ζωής με το προσωπείο των πλείστων πολιτικών και «παραγόντων», είτε στο κέντρο της Αθήνας με την κουκούλα των μισάνθρωπων χρυσαυγιτών, εμβρόντητη από τα ανθρώπινα ράκη των ανέστιων που φυτρώνουν σαν πρωτόγνωρα άνθη στο άγονο από την πλημμυρίδα του τσιμέντου εδάφους της.
Η Ελλάδα, είναι ορφανή.
Αυτό ήρθε τόσο ηχηρά και τόσο σιωπηρά, να υπογραμμίσει η αιφνίδια απώλεια.
Η Ελλάδα:
Με άδειες τσέπες, με κουτσουρεμένους μισθούς, άνεργη, μα κυρίως με την εδώ και πάρα πολλά χρόνια αβυσσαλέα πνευματική πενία μιας χώρας που βιάστηκε κατ’ εξακολούθηση και εν ολίγοις αλλοτριώθηκε , παραμορφώθηκε, θόλωσε και τυφλώθηκε όχι από τη σκόνη του χρόνου, αλλά από τα λερά στρας του life style, της κομπίνας και του ψεύδους.
Έτοιμη να εκραγεί στη ανεξέλεγκτη βία που η αθλιότητα γεννά.
Με τα όργανα της τάξης να δικαιολογούν τους μισθούς τους κάνοντας σκούπες και μαζεύοντας με την απόχη εξαθλιωμένους που κατά κανόνα έχουν εγκλωβιστεί στη χώρα.
Με το επόμενο βήμα της χώρας να είναι πιο μετέωρο από ποτέ.
Μία ακίνητη θάλασσα, πηχτή, μια θάλασσα καφετιά από την λάσπη που αναδεύεται διαρκώς, καθώς πέφτουν μέσα της σαν πέτρες τα όνειρα και οι ελπίδες.
Πέτρες στο βυθό.
Πέτρες στο βυθό, που πρέπει να λιθοβολήσουν τη λάσπη τόσο, όσο να χρειαστεί να ανέβει ο βυθός να καλύψει την επιφάνεια και να γίνει ο δρόμος για την άλλη θάλασσα: Την καθαρή, την γεμάτη ζωή μέσα της, με την πλάτη της να αντανακλά μόνο φως.
Όπως το είπε και εκείνος: «Επίθεση Πολιτισμού».
Και Πολιτισμός, δεν είναι μόνο οι ταινίες, η μουσική, η ποίηση, η ζωγραφική το θέατρο. Πολιτισμός είναι και τα όρια, ο πήχης, η αξιοπρέπεια, του τι ανεχόμαστε και τι όχι, Πολιτισμός είναι η κάθε μας κίνηση κάθε στιγμή.
Επίθεση Πολιτισμού.
Μπορούμε; Γιατί αν δεν μπορούμε –και είναι εδώ, άλλη μία ατομική ευθύνη που συνθέτει και εκείνη την συλλογική- τότε, ας γυρίσουμε το βλέμμα μερικές αράδες πιο πάνω και ας ξαναδιαβάσουμε συλλαβιστά αυτή τη φορά και δυνατά την φράση του Βέγγου από το Μετέωρο βήμα του πελαργού.
Άλλη ελπίδα, δεν υπάρχει.
Η εβδομάδα που φεύγει αφήνει αύρα, μαύρη.
Θα πάρει καιρό ίσαμε να γκριζάρει, κι’ ακόμα περισσότερο μέχρι να ξεδιαλύνει, να σπάσει σε κόκκους, και να αφήσει το λευκό να φανεί.
Να γίνει ξανά, Τοπίο στην ομίχλη.
Το πένθος που διαπερνά τους Έλληνες δεν έχει να κάνει με το αν όλοι παρακολουθούσαν εκστατικοί τις ταινίες του Αγγελόπουλου. Καθόλου.Θα πάρει καιρό ίσαμε να γκριζάρει, κι’ ακόμα περισσότερο μέχρι να ξεδιαλύνει, να σπάσει σε κόκκους, και να αφήσει το λευκό να φανεί.
Να γίνει ξανά, Τοπίο στην ομίχλη.
Το πένθος αυτό έχει να κάνει με τη θανάσιμη μοναξιά των Ελλήνων στη βαθύτερη κρίση που έχει περάσει η χώρα τους από τη λήξη του εμφυλίου. Διάβαζα τα σχόλια πολλών πολιτών στις ηλεκτρονικές εκδόσεις εφημερίδων.
Ήταν πολλοί, πάρα πολλοί εκείνοι που ένιωσαν την ανάγκη να εκφράσουν δημόσια θλίψη και παράλληλα να εξομολογηθούν με χαμηλότονες εκφράσεις, σα να δήλωναν αμαρτία, πως είτε δεν είχαν δει καμία ταινία του, είτε συχνά δυσκολεύονταν να τον παρακολουθήσουν. Παρόλα αυτά, όλοι, εξέπεμπαν έναν σπαραγμό:
«Που πας και μας αφήνεις;» «Τώρα φεύγεις;» «Δεν έμεινε κανείς πια να μιλήσει για μας» . Πολλοί θυμήθηκαν την τραγική ατάκα του Βέγγου στο Μετέωρο βήμα του πελαργού -προφητική κατά κάποιο τρόπο ή μάλλον κατά κάθε τρόπο καθώς η ταινία γυρίστηκε το 1995 κατά την εποχή που με άχυρα, αέρα και ψέματα χτίζονταν η «ισχυρή Ελλάδα»:
«….Πεθαίνουμε σα λαός…η Ελλάδα πεθαίνει…κάναμε τον κύκλο μας. Δεν ξέρω πόσες χιλιάδες χρόνια, ανάμεσα σε σπασμένες πέτρες κι’ αγάλματα. Και πεθαίνουμε. Αλλά, αν είναι να πεθάνει η Ελλάδα, να πεθάνει γρήγορα. Γιατί η αγωνία κρατάει πολύ και κάνει πολύ θόρυβο.»
Δεν ξέρω κι’ εγώ πόσες φορές βρήκα τη φράση. Πάρα πολλές.
Επαναλαμβανόμενη σαν πάνδημος κομμός, σαν υπερκείμενος θρήνος.
Είναι αυτό, που δεν μπορεί να κατανοήσει ο ελάχιστος κος Πολατίδης, βουλευτής του ΛΑ.Ο.Σ ο οποίος με τη φόρα που διακρίνει τους ανόητους , αγενείς και άξεστους ανθρώπους, σηκώθηκε μέσα στη Βουλή των Ελλήνων μόλις προχθές για να πει πως «ο Αγγελόπουλος εκπροσωπούσε με το έργο του ένα ακραίο τμήμα της διεθνιστικής και κοσμοπολίτικης Αριστεράς» . Έφερε δε, ως παράδειγμα την φράση από το Μετέωρο βήμα του πελαργού, για να υποστηρίξει πως ο Αγγελόπουλος αποζητούσε την κατάργηση των συνόρων.
Πώς να καταλάβει ο μηδαμινός;
Τι να κατανοήσει ο έρημος κι’ απρόσωπος;
Εκπρόσωπος κι’ αυτός του συστημικού πολιτικού εμέσματος, του αποχυμωμένου από κάθε Αρχή κι’ Αξία τεμαχίζει την Ελλάδα και την κοινωνία σε μερίδες συμφερόντων προς ίδιον όφελος.
Όμως, ναι, οι Έλληνες, πενθούν αυτή την απώλεια με έναν τρόπο που ανεβάζει την ευθύνη στο ύψιστο επίπεδο για όσους μένουν πίσω και διαθέτουν φωνή, κρίση, έργο.
Οι Έλληνες όπως έγραψα και νωρίτερα, βάρυναν από τον χαμό του Αγγελόπουλου ανεξάρτητα από το αν τους άρεσε ή όχι η δουλειά του.
Και είναι πάρα πολύ σοβαρό αυτό.
Ήξεραν όμως για αυτόν κάτι το κεφαλαιώδες και θεμελιώδες:
Ο Θ.Α. έζησε όλη του τη ζωή υπηρετώντας την Τέχνη του με αταλάντευτη εμμονή.
Υπήρξε, σχεδόν ασφυκτικά συνεπής σε όλα όσα επέλεξε εξ’ αρχής και κυρίως στην αισθητική του αντίληψη και τη φόρμα του, στοχαστική για κάποιους, κουραστική μερικές φορές για άλλους.
Όμως, απέδειξε τη συνέπειά του καθ’ όλη τη διάρκεια του βίου του.
Μιλούσε λίγο και έκανε πολλά.
Ο φακός του ήταν ένα ισόβιο μονοπλάνο εστιασμένο στην Ελλάδα και την ιστορία της.
Δεν προσπάθησε ποτέ του να είναι αρεστός σε κανέναν και για αυτό έγινε σεβαστός σε πολλούς.
Έζησε δηλαδή και έδρασε με εκείνον τον τρόπο που η συντριπτική πλειοψηφία των προβεβλημένων ανθρώπων στην Ελλάδα, είτε είναι πολιτικοί, είτε καλλιτέχνες, είτε διανοούμενοι, αδυνατούν έστω και να κατανοήσουν.
Έζησε δηλαδή, -ως δημόσιο πρόσωπο- παραδειγματικά.
Έτσι όπως θέλει η κάθε κοινωνία, να είναι όσοι βγαίνουν μπροστά.
Αυτή τη συνέπεια είναι που τίμησαν πρωτίστως οι πάρα πολλοί Έλληνες και δευτερευόντως το έργο του, αυτό κάθε αυτό.
Άλλωστε, οι ταινίες του, όλο και λιγότερο γέμιζαν τις αίθουσες στην πατρίδα του.
Και όλοι αυτοί, οι πολλοί, εκείνοι που δεν γέμιζαν τις αίθουσες, είναι που έσπευσαν να εκφράσουν αληθινή θλίψη-υπογραμμίζοντας με ειλικρίνεια πως δεν τον παρακολουθούσαν.
Η Ελλάδα είναι γυμνή.
Εκτεθειμένη στην παγωνιά της κρίσης, χωρίς πολιτική ηγεσία, με αμήχανη και άβουλη πνευματική ηγεσία
Με εξαιρέσεις ελάχιστες όπως εκείνη του Χρόνη του Μίσσιου που με τα κατά καιρούς γραπτά του θερμαίνει λίγο την ψυχή και το νου θυμίζοντας τ’ αυτονόητα που λησμονήθηκαν εδώ και χρόνια.
Κατακερματισμένη, λοβοτομημένη, παραδομένη σε τρισάθλιες συμμορίες που δρουν είτε στο επίκεντρο της οικονομικής κοινωνικής και πολιτικής ζωής με το προσωπείο των πλείστων πολιτικών και «παραγόντων», είτε στο κέντρο της Αθήνας με την κουκούλα των μισάνθρωπων χρυσαυγιτών, εμβρόντητη από τα ανθρώπινα ράκη των ανέστιων που φυτρώνουν σαν πρωτόγνωρα άνθη στο άγονο από την πλημμυρίδα του τσιμέντου εδάφους της.
Η Ελλάδα, είναι ορφανή.
Αυτό ήρθε τόσο ηχηρά και τόσο σιωπηρά, να υπογραμμίσει η αιφνίδια απώλεια.
Η Ελλάδα:
Με άδειες τσέπες, με κουτσουρεμένους μισθούς, άνεργη, μα κυρίως με την εδώ και πάρα πολλά χρόνια αβυσσαλέα πνευματική πενία μιας χώρας που βιάστηκε κατ’ εξακολούθηση και εν ολίγοις αλλοτριώθηκε , παραμορφώθηκε, θόλωσε και τυφλώθηκε όχι από τη σκόνη του χρόνου, αλλά από τα λερά στρας του life style, της κομπίνας και του ψεύδους.
Έτοιμη να εκραγεί στη ανεξέλεγκτη βία που η αθλιότητα γεννά.
Με τα όργανα της τάξης να δικαιολογούν τους μισθούς τους κάνοντας σκούπες και μαζεύοντας με την απόχη εξαθλιωμένους που κατά κανόνα έχουν εγκλωβιστεί στη χώρα.
Με το επόμενο βήμα της χώρας να είναι πιο μετέωρο από ποτέ.
Μία ακίνητη θάλασσα, πηχτή, μια θάλασσα καφετιά από την λάσπη που αναδεύεται διαρκώς, καθώς πέφτουν μέσα της σαν πέτρες τα όνειρα και οι ελπίδες.
Πέτρες στο βυθό.
Πέτρες στο βυθό, που πρέπει να λιθοβολήσουν τη λάσπη τόσο, όσο να χρειαστεί να ανέβει ο βυθός να καλύψει την επιφάνεια και να γίνει ο δρόμος για την άλλη θάλασσα: Την καθαρή, την γεμάτη ζωή μέσα της, με την πλάτη της να αντανακλά μόνο φως.
Όπως το είπε και εκείνος: «Επίθεση Πολιτισμού».
Και Πολιτισμός, δεν είναι μόνο οι ταινίες, η μουσική, η ποίηση, η ζωγραφική το θέατρο. Πολιτισμός είναι και τα όρια, ο πήχης, η αξιοπρέπεια, του τι ανεχόμαστε και τι όχι, Πολιτισμός είναι η κάθε μας κίνηση κάθε στιγμή.
Επίθεση Πολιτισμού.
Μπορούμε; Γιατί αν δεν μπορούμε –και είναι εδώ, άλλη μία ατομική ευθύνη που συνθέτει και εκείνη την συλλογική- τότε, ας γυρίσουμε το βλέμμα μερικές αράδες πιο πάνω και ας ξαναδιαβάσουμε συλλαβιστά αυτή τη φορά και δυνατά την φράση του Βέγγου από το Μετέωρο βήμα του πελαργού.
Άλλη ελπίδα, δεν υπάρχει.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 12 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Isiliel
Επιφανές μέλος
Η Φεγγάρω αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 52 ετών και μας γράφει απο Θεσσαλονίκη (Θεσσαλονίκη). Έχει γράψει 13,854 μηνύματα.
27-01-12
10:24
Δεν ήταν για όλες τις ώρες ο Αγγελόπουλος, ίσως ούτε για όλους (αν και αμφιβάλλω γι' αυτό το τελευταίο). Είμαστε τόσο εθισμένοι στους γοργούς ρυθμούς του Χόλυγουντ που μας πέφτει βαριά η διαπεραστική ματιά του Τεό. Είναι μια σπουδή της πραγματικότητας οι ταινίες του, που σου αφήνει τον απαιτούμενο χρόνο να παρασυρθείς μέσα της. Δεν είναι για τα βράδια του Σαββάτου με ποπκορν και κόκα-κόλα. ΟΚ.
Είναι όμως μόνο αυτό ο κινηματογράφος;
Έχουμε λόγο να συγκρίνουμε ένα περιοδικό με ένα βιβλίο;
Είναι όμως μόνο αυτό ο κινηματογράφος;
Έχουμε λόγο να συγκρίνουμε ένα περιοδικό με ένα βιβλίο;
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 12 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Isiliel
Επιφανές μέλος
Η Φεγγάρω αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 52 ετών και μας γράφει απο Θεσσαλονίκη (Θεσσαλονίκη). Έχει γράψει 13,854 μηνύματα.
26-01-12
00:20
Έβρεχε γλυκά εχθές το βράδυ
όπως τότε
που μας συμφιλίωνες με το δάκρυ μας
που μας φανέρωνες τα Κύθηρα
που μας δώριζες την Ελλάδα
που μας χάιδευες το παιδί μέσα μας...
Και σαν διάλεξες να φύγεις
πρόλαβες και
μας πέρασες στην άλλη θάλασσα:
στην αξιοπρέπεια και στο όνειρο.
Έβγαινες απ΄ το όνειρο, καθώς μπαίναμε στο όνειρο
έτσι ενώθηκε η ζωή μας και θα ΄ναι δύσκολο πολύ να ξαναχωρίσει...
Υποκλινόμαστε στο Θόδωρο της καρδιάς μας...»
όπως τότε
που μας συμφιλίωνες με το δάκρυ μας
που μας φανέρωνες τα Κύθηρα
που μας δώριζες την Ελλάδα
που μας χάιδευες το παιδί μέσα μας...
Και σαν διάλεξες να φύγεις
πρόλαβες και
μας πέρασες στην άλλη θάλασσα:
στην αξιοπρέπεια και στο όνειρο.
Έβγαινες απ΄ το όνειρο, καθώς μπαίναμε στο όνειρο
έτσι ενώθηκε η ζωή μας και θα ΄ναι δύσκολο πολύ να ξαναχωρίσει...
Υποκλινόμαστε στο Θόδωρο της καρδιάς μας...»
Η Εταιρεία Ελλήνων Σκηνοθετών εκφράζοντας την συντριβή των Ελλήνων Κινηματογραφιστών για την τραγική απώλεια του επίτιμου προέδρου της Θόδωρου Αγγελόπουλου.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 12 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Isiliel
Επιφανές μέλος
Η Φεγγάρω αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 52 ετών και μας γράφει απο Θεσσαλονίκη (Θεσσαλονίκη). Έχει γράψει 13,854 μηνύματα.
26-01-12
00:15
[...] Δεν θα μιλήσω για το έργο του-δεν είμαι ειδικός- ένας απλός θεατής είμαι. Και σαν τέτοιος, κάποιες φορές έπληξα ενώ κάποιες άλλες φορές συγκινήθηκα μέχρις δακρύων. Όμως, κρατώ μία φράση ενός κριτικού κινηματογράφου από ένα άρθρο που είχα διαβάσει για την κινηματογραφία του Αγγελόπουλου. Δεν θυμάμαι τώρα το όνομά του και, το δημοσίευμα ήταν είτε στους New York Times είτε στη Guardian:
«Αυτό που κάνει τον Αγγελόπουλο να ξεχωρίζει, είναι πως σε κάθε ταινία του, ακόμα και στις πιο άτυχες στιγμές του, υπάρχει μία τουλάχιστον σκηνή, που θα περάσει στην ιστορία του σινεμά».
«Αυτό που κάνει τον Αγγελόπουλο να ξεχωρίζει, είναι πως σε κάθε ταινία του, ακόμα και στις πιο άτυχες στιγμές του, υπάρχει μία τουλάχιστον σκηνή, που θα περάσει στην ιστορία του σινεμά».
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 12 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Isiliel
Επιφανές μέλος
Η Φεγγάρω αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 52 ετών και μας γράφει απο Θεσσαλονίκη (Θεσσαλονίκη). Έχει γράψει 13,854 μηνύματα.
25-01-12
14:18
Το τελευταίο πλάνο του Τεό
Η κραυγή της κόρης του Ελένης που βγήκε τρέχοντας από το χειρουργείο και όρμησε έξω από το νοσοκομείο. «Τι κάθεστε όλοι εδώ; Τον χάσαμε». Το ευγενικό παράπονο της συντρόφου του Φοίβης: «Μα γιατί δεν πηγαίνατε μαζί του όταν πέρναγε το δρόμο;». Τα κατεβασμένα μάτια τού συντετριμμένου τεχνικού: «Ηταν η πρώτη φορά που μάς ξέφυγε μόνος του».
Και δεν φορούσε ο άτιμος, όπως επέμεναν φορτικά οι συνεργάτες του, αυτό το κίτρινο φοσφοριζέ μπουφάν, που ολοι οι άλλοι είχαν βάλει, για να τους βλέπουν τα αυτοκίνητα. Ήταν με τα αιώνια σκούρα ρούχα του. Είχε πέσει το σκοτάδι, η περιφεριακή της Δραπετσώνας είχε κίνηση, ούτε που είχε σκεφτεί να την κόψει για το γύρισμα. Ποτέ δεν το κάνει.
Έστηνε το πλάνο με τεράστιο ενθουσιασμό. Εδώ οι νταλίκες, εκεί οι νταλίκες. Μέσα τους θα ανακάλυπταν πτώματα λαθρομεταναστών. Πήγαινε πίσω πίσω, να το δει από μακρυά. Χαμένος στον κινηματογραφικό του κόσμο. Σιγά μη του πέρασε από το μυαλό ότι βαδίζει σε λεωφόρο επικίνδυνη κι ας την είχε ακριβώς γι’ αυτό διαλέξει. «Εδώ είναι το πλατό μου». Ναι, Θόδωρε, είναι και θα μείνει το δικό σου, τελευταίο πλατό. Ένα μισητό κομμάτι ασφάλτου κι ένα τσιμεντένιο διαχωριστικό, πάνω στο οποίο σε εκσφενδόνισε με δύναμη μια βέσπα. Ούτε καν μια πελώρια μηχανή. Για να κάνει κομμάτια το κορμί σου. Και να μείνουμε όλοι μας , μεσάνυχτα της Τρίτης 24 Ιανουαρίου, παγωμένοι, νεκροί...
Η «Άλλη θάλασσα» δεν θα ολοκληρωθεί ποτέ. Δεν θα γίνουν τα μεγάλα, εξωτερικά γυρίσματα, πού μας ειχε υποσχεθεί ότι μπορούμε να ρθούμε και με φωτογράφο. Αυτή η ταινία του Αγγελόπουλου θα αφήσει πίσω της λίγα σημάδια. Δεν κλαίει γι’ αυτό με λυγμούς ο Τόνι Σερβίλο, ακίνητος, σκυφτός επι ώρες σε έναν καναπέ του «Μετροπόλιταν». Δεν σκέφτεται τον ρόλο του σκληρού έλληνα επιχειρηματία, που όπως μου έλεγε λίγες μέρες πριν, είναι «από τους πιο σύνθετους και δύσκολους», που έχει παίξει, ποιός, αυτός που ο Αντρεότι του στο «Il Divo» του Σορεντίνο θα μείνει στην ιστορία του κινηματογράφου. Τα δάκρυά του είναι για τον έλληνα σκηνοθέτη, που πάντα θαύμαζε και πρόλάβε να λατρέψει σε τρείς μόνο βδομάδες γύρισμα. Όπως ,πριν από αυτόν, και ο Μαστρογιάνι, ο Γκαντς, ο Καϊτέλ.
Οι γιατροί του Μετροπόλιταν πρέπει να μας πείσουν, να μας εξηγήσουν πώς έφυγε ο Τεό έτσι ξαφνικά και παράλογα. Από μια τόση δα ασήμαντη βεσπούλα, στον πολιτισμένο Πειραιά, αυτός, που είχε γυρίσει όλα τα Βαλκάνια μέσα σε εμφύλιους και είχε κάνει σπίτι του τα χιόνια της Σιβηρίας. Καταφεύγουν σε λεπτομέρειες ανατριχιαστικές, που βαθαίνουν τον πόνο.
Καταγράφω σε ένα κομμάτι χαρτί τις βαρύτατες και μη αναστρέψιμες κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις, τις δύο καρδιακές ανακοπές, τη ρήξη σπληνός, νεφρού και στομάχου και την ακατάσχετη αιμορραγία από συνθλιπτικά κατάγματα στο ιερόν οστούν. Αλλά θυμάμαι, θέλω να θυμάμαι, ορκίζομαι ότι θα θυμάμαι όσο ζω, μια άλλη φράση τους. «Μας χαμογέλασε πριν μπούμε στο χειρουργείο».
Το ήθελα, το θέλαμε όλοι μας δικό μας αυτό το τελευταίο χαμόγελο ενός ανθρώπου, που κάποιοι θεωρούσαν απρόσιτο και επήρμενο. Επειδή θύμωσε ,που το χοντροκομένο «Underground” του έκλεψε τον Χρυσό Φοίνικα. Επειδή του άρεσε να λέει πόσο τον θαύμαζαν ο Βέντερς και ο Κουροσάβα.
Και πώς γύριζε, λοιπόν, ένας ψυχρός και αγέρωχος άνθρωπος αυτές τις σπαραχτικές ταινίες; Πώς αγάπησε τόσο την ποίηση; Πως ενέπνευσε στην Καραϊνδρου τις καλύτερες μουσικές της; Πώς έκανε όλους τους συνεργάτες του να τον λατρεύουν;
Και ήρθαν πολλοί, ένας ένας, το βράδυ της Τρίτης στο «Μετροπόλιταν». Βουβοί και αποσβολωμένοι. Ο Βρεττάκος, ο Ευστρατιάδης, η Καραΐνδρου, ο Αντύπας, ο Κατσέλης, η Μαντά, ο Φραντζής, ο Παπαδόπουλος, ο Σέκερης, ο Σινάνος, ο Πορτοκαλάκης, ο Παγκάνι. Δεν αποχαιρετούσαν, γερασμένοι μέσα σε λίγες ώρες, τον μετρ του παγκόσμιου κινηματογράφου. Αυτά είναι γραμμένα σε βιβλία. Βρείτε τα στη Wikipedia. Εκλαιγαν τον δικό τους Θόδωρο, που έφυγε με το όνειρο για μια καινούργια Ελλάδα έχοντας προλάβει να την σφραγίσει ανεξίτηλα.
της Βένας Γεωργακοπούλου
Η κραυγή της κόρης του Ελένης που βγήκε τρέχοντας από το χειρουργείο και όρμησε έξω από το νοσοκομείο. «Τι κάθεστε όλοι εδώ; Τον χάσαμε». Το ευγενικό παράπονο της συντρόφου του Φοίβης: «Μα γιατί δεν πηγαίνατε μαζί του όταν πέρναγε το δρόμο;». Τα κατεβασμένα μάτια τού συντετριμμένου τεχνικού: «Ηταν η πρώτη φορά που μάς ξέφυγε μόνος του».
Και δεν φορούσε ο άτιμος, όπως επέμεναν φορτικά οι συνεργάτες του, αυτό το κίτρινο φοσφοριζέ μπουφάν, που ολοι οι άλλοι είχαν βάλει, για να τους βλέπουν τα αυτοκίνητα. Ήταν με τα αιώνια σκούρα ρούχα του. Είχε πέσει το σκοτάδι, η περιφεριακή της Δραπετσώνας είχε κίνηση, ούτε που είχε σκεφτεί να την κόψει για το γύρισμα. Ποτέ δεν το κάνει.
Έστηνε το πλάνο με τεράστιο ενθουσιασμό. Εδώ οι νταλίκες, εκεί οι νταλίκες. Μέσα τους θα ανακάλυπταν πτώματα λαθρομεταναστών. Πήγαινε πίσω πίσω, να το δει από μακρυά. Χαμένος στον κινηματογραφικό του κόσμο. Σιγά μη του πέρασε από το μυαλό ότι βαδίζει σε λεωφόρο επικίνδυνη κι ας την είχε ακριβώς γι’ αυτό διαλέξει. «Εδώ είναι το πλατό μου». Ναι, Θόδωρε, είναι και θα μείνει το δικό σου, τελευταίο πλατό. Ένα μισητό κομμάτι ασφάλτου κι ένα τσιμεντένιο διαχωριστικό, πάνω στο οποίο σε εκσφενδόνισε με δύναμη μια βέσπα. Ούτε καν μια πελώρια μηχανή. Για να κάνει κομμάτια το κορμί σου. Και να μείνουμε όλοι μας , μεσάνυχτα της Τρίτης 24 Ιανουαρίου, παγωμένοι, νεκροί...
Η «Άλλη θάλασσα» δεν θα ολοκληρωθεί ποτέ. Δεν θα γίνουν τα μεγάλα, εξωτερικά γυρίσματα, πού μας ειχε υποσχεθεί ότι μπορούμε να ρθούμε και με φωτογράφο. Αυτή η ταινία του Αγγελόπουλου θα αφήσει πίσω της λίγα σημάδια. Δεν κλαίει γι’ αυτό με λυγμούς ο Τόνι Σερβίλο, ακίνητος, σκυφτός επι ώρες σε έναν καναπέ του «Μετροπόλιταν». Δεν σκέφτεται τον ρόλο του σκληρού έλληνα επιχειρηματία, που όπως μου έλεγε λίγες μέρες πριν, είναι «από τους πιο σύνθετους και δύσκολους», που έχει παίξει, ποιός, αυτός που ο Αντρεότι του στο «Il Divo» του Σορεντίνο θα μείνει στην ιστορία του κινηματογράφου. Τα δάκρυά του είναι για τον έλληνα σκηνοθέτη, που πάντα θαύμαζε και πρόλάβε να λατρέψει σε τρείς μόνο βδομάδες γύρισμα. Όπως ,πριν από αυτόν, και ο Μαστρογιάνι, ο Γκαντς, ο Καϊτέλ.
Οι γιατροί του Μετροπόλιταν πρέπει να μας πείσουν, να μας εξηγήσουν πώς έφυγε ο Τεό έτσι ξαφνικά και παράλογα. Από μια τόση δα ασήμαντη βεσπούλα, στον πολιτισμένο Πειραιά, αυτός, που είχε γυρίσει όλα τα Βαλκάνια μέσα σε εμφύλιους και είχε κάνει σπίτι του τα χιόνια της Σιβηρίας. Καταφεύγουν σε λεπτομέρειες ανατριχιαστικές, που βαθαίνουν τον πόνο.
Καταγράφω σε ένα κομμάτι χαρτί τις βαρύτατες και μη αναστρέψιμες κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις, τις δύο καρδιακές ανακοπές, τη ρήξη σπληνός, νεφρού και στομάχου και την ακατάσχετη αιμορραγία από συνθλιπτικά κατάγματα στο ιερόν οστούν. Αλλά θυμάμαι, θέλω να θυμάμαι, ορκίζομαι ότι θα θυμάμαι όσο ζω, μια άλλη φράση τους. «Μας χαμογέλασε πριν μπούμε στο χειρουργείο».
Το ήθελα, το θέλαμε όλοι μας δικό μας αυτό το τελευταίο χαμόγελο ενός ανθρώπου, που κάποιοι θεωρούσαν απρόσιτο και επήρμενο. Επειδή θύμωσε ,που το χοντροκομένο «Underground” του έκλεψε τον Χρυσό Φοίνικα. Επειδή του άρεσε να λέει πόσο τον θαύμαζαν ο Βέντερς και ο Κουροσάβα.
Και πώς γύριζε, λοιπόν, ένας ψυχρός και αγέρωχος άνθρωπος αυτές τις σπαραχτικές ταινίες; Πώς αγάπησε τόσο την ποίηση; Πως ενέπνευσε στην Καραϊνδρου τις καλύτερες μουσικές της; Πώς έκανε όλους τους συνεργάτες του να τον λατρεύουν;
Και ήρθαν πολλοί, ένας ένας, το βράδυ της Τρίτης στο «Μετροπόλιταν». Βουβοί και αποσβολωμένοι. Ο Βρεττάκος, ο Ευστρατιάδης, η Καραΐνδρου, ο Αντύπας, ο Κατσέλης, η Μαντά, ο Φραντζής, ο Παπαδόπουλος, ο Σέκερης, ο Σινάνος, ο Πορτοκαλάκης, ο Παγκάνι. Δεν αποχαιρετούσαν, γερασμένοι μέσα σε λίγες ώρες, τον μετρ του παγκόσμιου κινηματογράφου. Αυτά είναι γραμμένα σε βιβλία. Βρείτε τα στη Wikipedia. Εκλαιγαν τον δικό τους Θόδωρο, που έφυγε με το όνειρο για μια καινούργια Ελλάδα έχοντας προλάβει να την σφραγίσει ανεξίτηλα.
της Βένας Γεωργακοπούλου
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 12 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.