Αγαπημένη...Όλοι θα πεθάνουμε
Έτσι πεζά που το λέω
Είναι τέλεια άχρηστο να εξυμνούμε
Με οίκτο ικανοποιημένο
Κάθε ήρωα δοξασμένο
Γρήγορα θαμμένο
Δεν έχεις παιδιά
Δεν έμαθες ποτέ
Να παίρνεις τον έρωτα μέσα στην κοιλιά σου
Και ιδρώνοντας από τρόμο και πόνο
Ν’ αδειάσεις πάνω στα σεντόνια σου ένα μωρό
Με κεφαλή κραυγές και μέλη
...............................................................
Έτσι θα βρω μια μέρα μέσα στα σεντόνια μου ένα κόκκινο
τριαντάφυλλο – μες στην έντασή του θα παραμονεύει το βάρος
της τρυφερότητάς του.
Κι ας μη με πείθουνε τα χέρια των πολλών, κι οι αναπνοές
των πολλών ας μη θαμπώνουνε κανένα μου καθρέφτη – κάποτε
σωπαίνει ο άνεμος που ροβολάει απ’ το βουνό μ’ ένα μονάχα
στεναγμό ανθρώπου.
Απόσπασμα από τη συλλογή «Μάης, Ιούνης και Νοέμβρης»
..............................................
εσένα σ’ έχω Δεινόσαυρο από τους πιο εκπληκτικούς
εσένα σ’ έχω βότσαλο φρούτο απαλό που τ’ ωρίμασε η Θάλασσα
σ’ ερωτεύω
σε ζηλεύω
σε γιασεμί
σε καλπασμό αλόγου μες στο δάσος το φθινόπωρο
με φοράω νέγρικο προσωπείο για να μας θέλεις εσύ
με κεντρίζεις μεταξένια άσπρο μου κουκούλι
με κοιτάζεις πολύ προσεκτικά
tu m’ abysses
tu m’ oasis
je te gougouch
je me tombeau bientot
εσένα σ’ έχω δέκα ανθρώπους του Giacometti
σ’ έχω κόνδορα καθώς απλώνεσαι πάνω από τις Άνδεις
σ’ έχω θάλασσα γύρω τριγύρω από τα νησιά του Πάσχα
εσύ σπλάχνο μου πως με γεννάς
σε μίσχος
σε φόρμιγξ
με φλοισβίζεις
σε ζαργάνα α μ’ αρέσει
δυο κροταλίες όρθιοι στρίβουν και ξαναστρίβουν γλιστρώντας ο ένας γύρω
απ’ τον άλλο όταν σταματήσουν η περίπτυξη τους είναι
το μονόγραμμά σου
tu m’ es Mallarmi Rimbaud Apollinaire
je te Wellingtonia
je t’ ocarina
εγώ σε Τσεπέλοβο Πάπιγκο Ελαφότοπο
εγώ σε Βίκο με τα γιοφύρια του κει που διαβαίνει ο χρόνος
σ’ έχω πει και ψέματα για να τους ξεγελάσουμε
εγώ σ’ έχω άρωμα έρωτα
εσύ φεγγάρι που ένα σύννεφο αναβοσβήνει
εσύ δε βαριέσαι παράτα το το σύμπαν έτσι που το’ χουμε αλαζονήσει
και δαύτο πώς να συναντηθούμε ποτέ
εσύ σε τρυφερό λόγο με το λόγο έτσι δεν είναι πες
εσύ σελίδα μου
εσύ μολύβι μου ερμηνευτή μου
σε ανοίγω συρτάρια
πώς γιατί δεν ήρθες τόσες φορές
σε ξεμάκρυνα εγώ λέω τώρα
δίχως τέλος λυπάμαι
σε κρυάδα γνώρισες ποτέ την καρδιά μου
σε μιαν έκπαγλη χρονιά ανταμώσαμε
σε ληστεύω από αλλουνού τα χέρια
σε ακούω από δω από κει/σε σιωπώ μες στην απέραντη τρυφερότητα
σιγά-σιγά να καταλαγιάσουμε όλα δεν τα’ χω πει
ΜΕ ΕΚΡΙΖΩΝΕΙΣ
Απόσπασμα από τη συλλογή «Αντίστροφη αφιέρωση»
Ποιήματα της Μάτσης Χατζηλαζάρου
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 9 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
προς τι να γίνομαι τόσο σαφής, αφού αρχίζουμε πάντα εκεί που
κάτι έχει για πάντα τελειώσει, κι εγώ ονειρεύτηκα να 'μαι ένα
πρόσωπο μυθιστορηματικό, κι ας γελάνε μαζί μου,
κι έπειτα κάθονται κι απορούνε με πόση ευκολία μαθαίνεις ένα
όργανο, δεν ξέρουν πόσα χρόνια άναβες με οικονομία το φως, κι
αργότερα δε θα 'χει πια καμιά σημασία το θύμα - ο δολοφόνος
σκοτώνει πάντα κάτι άλλο,
- πόσα πράγματα μισοτελειωμένα: ένας δρόμος που τρόμαξες
και γύρισες βιαστικά, μια παιδική προσευχή που την έκοψε το τρένο
στη μέση, κι όλο ν' ανοίγουν την πόρτα απρόοπτα - έτσι δεν μπόρε-
σα να αποτελειώσω καμιά ηλικία,
ύστερα μ' έσυραν στη μέση της κάμαρας και με όρκισαν να
τους αγαπώ, πράγμα που έβλαψε την υπόθεσή μου - γιατί τώρα
έπρεπε κάθε νύχτα να ξεπερνάω τα όρια, όπως ένας νεκρός τον
εαυτό του ή σαν ένα παιδί που το αθώωσαν για να μην έχει τίποτα
δικό του,
κι ω έρημοι δρόμοι, που μπορείς όλα να τους τα πεις, χωρίς να
τ' ακούσουν - ταπεινώσεις, με την ανεξιχνίαστη ηδονή, σαν να
'δωσες επιτέλους μόνος σου την απάντηση-
τότε ήταν που μου 'πεσε και το γράμμα, σκύψαμε κι οι δυο -
αλλά η μητέρα στεκόταν ήσυχη στην πόρτα, παχύσαρκη σαν τη
Βίβλο (και σκέφτομαι πως ήταν χωρίς λόγο που παντρεύτηκε, αφού
με είχε από πάντα δικό της, σαν την ευγνωμοσύνη ενός κηπουρού,
ή σαν τη φλόγα του κεριού που τρέμει, μην ξέροντας τι να διαλέ-
ξει),
- ας αφήσουμε, λοιπόν, το καθετί να παίζει το μοιραίο του
ρόλο, βέβαιοι για το άγνωστο της έκβασης, σαν τον τυφλό στο
σπίτι που γερνάει χωρίς να το βλέπει ή σαν τις μικρές βασιλείες
στα καπηλειά που τελειώνουν στην πόρτα -
κι όταν μεσάνυχτα ήρθε κι ο άλλος, κρατούσε ακόμα στο χέρι
το παλιό καπέλο, από αυτά που βρίσκει κανείς πρόχειρα μες στην
ανωνυμία, "κρύψε με, μου λέει, με κυνηγούν",
αλλά ποιος να τα 'χει μ' ένα τόσο τιποτένιο πρόσωπο, ή ποιος
να σε βοηθήσει σε μια τόσο συνηθισμένη υπόθεση -
και πεθαίνουμε, τέλος, άγνωστοι στην πιο σκοτεινή γωνιά του
ποιήματος.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 10 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Ήταν σα να σε πρόσμενα Κερά
απόψε που δεν έπνεε έξω ανάσα,
κι έλεγα: Θάρθει απόψε απ' τα νερά
κι από τα δάσα.
Θάρθει, αφού φλετράει μου η ψυχή,
αφού σπαρά το μάτι μου σαν ψάρι
και θα μυρίζει ήλιο και βροχή
και νειό φεγγάρι . . .
Και να, το κάθισμά σου σιγυρνώ,
στολνώ την κάμαρά μας αγριομέντα,
και να, μαζί σου κιόλας αρχινώ
χρυσή κουβέντα:
. . . Πως – να, θα μείνει ο κόσμος με το "μπά"
που μ' έλεγε τρελόν πως είχες γίνει
καπνός και - τάχας - σύγνεφα θαμπά
προς τη Σελήνη . . .
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Νύχτωσε και δεν φάνηκες εσύ·
κίνησα να σε βρω στο δρόμο - ωιμένα -
μα σκούνταφτες (όπου εσκούνταφτα) χρυσή
κι εσύ με μένα.
Τόσο πολύ σ' αγάπησα Κερά,
που άκουγα διπλά τα βήματα μου!
Πάταγα γω - στραβός - μεσ' τα νερά;
κι εσύ κοντά μου . . .
Ουλαλούμ- Γιάννης Σκαρίμπας
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 10 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Και μ όλες τις αναστολές που πήραν τα όνειρά μας
πάντα θα σκέφτομαι μιαν υψικάμινο, πολύξερη
με χιλιάδες εργάτες να της καθαρίζουν τα δόντια
να την ταίζουν σίδερο και κάρβουνο.
Μιαν υψικάμινο που θα καπνίζει
όσο δεν καπνίσαμε όλα τα τελευταία χρόνια,
που δε θα κόβει το τσιγάρο της στα δυο,
που δε θ αφήνει τη λαχτάρα της στη μέση,
κι όλο θα βγάζει ατσάλι
να δένονται οι μεγάλες σκαλωσιές
που παν να φτάσουνε τον ουρανό.
Τίτος Πατρίκιος
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 10 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Ρίμα
Χείλια, φρουροί της αγάπης μου που ήταν να σβήσει
χέρια, δεσμά της νιότης μου που ήταν να φύγει
χρώμα προσώπου χαμένου κάπου στη φύση
δέντρα… πουλιά… κυνήγι…
Κορμί, μαύρο μες στο λιοπύρι σαν το σταφύλι
κορμί πλούσιο καράβι μου, πού ταξιδεύεις;
Είναι η ώρα που πνίγεται το δείλι
και κουράζομαι ψάχνοντας τα ερέβη…
(Η ζωή μας κάθε μέρα λιγοστεύει).
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 10 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Οι μέρες που θα 'ρθουν
Θα 'ναι ακίνητες
Σαν παράλυτες
Μέσα σ' ένα καροτσάκι
Θα 'χουν κέρινα χέρια
Μάτια από πλαστικό
Μια καρδιά να χτυπάει
Με τονωτικά.
Αλέξανδρος Ίσαρης
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 10 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Σεμινάρια δημιουργικής σιωπής
μ' έναν καθηγητή-κάτοπτρο -
γριφώδες πρωτόλειο
μαθητευόμενου ερημίτη -
δεν θα πονώ, δεν θα χαίρομαι
θα 'μαι από φώσφορο σκιάς -
τις πιο λευκές μου σελίδες
θα τις πουλήσω σε ληστή πλανόδιο.
Ποιητής: Στρατής Πασχάλης
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 10 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Σήμερα φόρεσα ἕνα
ζεστὸ κόκκινο αἷμα
σήμερα οἱ ἄνθρωποι μ᾿ ἀγαποῦν
μιὰ γυναίκα μοῦ χαμογέλασε
ἕνα κορίτσι μοῦ χάρισε ἕνα κοχύλι
ἕνα παιδὶ μοῦ χάρισε ἕνα σφυρί
Σήμερα γονατίζω στὸ πεζοδρόμιο
καρφώνω πάνω στὶς πλάκες
τὰ γυμνὰ ποδάρια τῶν περαστικῶν
εἶναι ὅλοι τους δακρυσμένοι
ὅμως κανεὶς δὲν τρομάζει
ὅλοι μείναν στὶς θέσεις ποὺ πρόφτασα
εἶναι ὅλοι τους δακρυσμένοι
ὅμως κοιτάζουν τὶς οὐράνιες ρεκλάμες
καὶ μιὰ ζητιάνα ποὺ πουλάει τσουρέκια
στὸν οὐρανό
Δυὸ ἄνθρωποι ψιθυρίζουν
τί κάνει τὴν καρδιά μας καρφώνει;
ναὶ τὴν καρδιά μας καρφώνει
ὥστε λοιπὸν εἶναι ποιητής
Μίλτος Σαχτούρης
Αυτή η αμεσότητα της νεοελληνικής ποίησης είναι που σε αγγίζει κάθε φορά...
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 11 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
-
Το forum μας χρησιμοποιεί cookies για να βελτιστοποιήσει την εμπειρία σας.
Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, συναινείτε στη χρήση cookies στον περιηγητή σας.