Γιώτα4169
Νεοφερμένος
Η Γιώτα4169 αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 72 ετών. Έχει γράψει 6 μηνύματα.
27-01-08
18:36
Το "Παραμύθι από χώμα και νερό" της Λίτσας Καραμπίνη από τις εκδόσεις ΑΡΜΟΣ είναι ίσως το καλλίτερο απ΄ όσα παραμύθια έχω διαβάσει. Ή μάλλον είναι όλα μαζί τα παραμύθια που έχω διαβάσει, γιατί παίρνει από τη χώρα των παραμυθιών τους παλιούς, γνωστούς μας ήρωες (Πίτερ Παν, κοντορεβιθούλη, Χιονάτη, Σταχτοπούτα και τον Κοκκινοσκουφίτσο - τον εταιροθαλή αδελφό της Κοκκινοσκουφίτσας) από τη χώρα των παραμυθιών και τους ταξιδεύει μέχρι τον πολλιτισμένο κόσμο μας. Ακόμη τους βάζει να μας διηγηθούν τις πραγματικές τους ιστορίες, εκείνες που ποτέ κανένας δεν μας είπε όσο είμασταν παιδιά και που τόσο πολύ - ίσως - μοιάζουν με τις δικές μας ιστορίες γιατί οι ήρωες ετούτου του παραμυθιού είναι ταυτόχρονα και οι άνθρωποι της διπλανής μας πόρτας.
Το "Παραμύθι από χώμα και νερό" είναι ένα παραμύθι για μεγάλους, και μάλιστα για κείνους ακριβώς που κάποτε ονειρεύτηκαν ένα καλλίτερο κόσμο. Με συγκλόνησε, με μάγεψε, με συγκίνησε βαθειά...
Περισσότερο απ΄ όλους μου άρεσε ο Κοντορεβιθούλης και παραθέτω συνοπτικά (με τον δικό μου τρόπο) μέρος της ιστορίας του.
Τον Κοντορεβιθούλη που ξέρουμε εμείς, η αλήθεια είναι πως κάποτε τον φώναζαν Ρεβιθούλη και ήταν το έβδομο παιδί ενός φτωχού ξυλοκόπου, και μιας μάνας που αγωνιζότανε να θρέψει τα παιδιά της
Εκείνα τα χρόνια, κάθε Σάββατο, ερχότανε από τη Μεγάλη Πόλη ο Δήμαρχος, παρέα με τη κουστωδία του και έπαιρνε τα ξύλα που είχε κόψει ο πατέρας του Ρεβιθούλη, έναντι κάποιας αμοιβής. Η αμοιβή ήτανε καλή, αλλά από αυτήν αφαιρούσε ο Δήμαρχος τα έξοδα μεταφοράς, τα μεροκάματα φόρτωσης-εκφόρτωσης και την… κάθε άλλο παρά νόμιμη προμήθειά του.
Και ήταν φορές, κυρίως το χειμώνα με τα πολλά τα χιόνια, που έμενε και χρεωμένος ο πατέρας του στο Δήμαρχο κι όλη τη βδομάδα δεν είχανε ψωμί να φάνε. Κι όταν η μάνα του αγανακτούσε, ο πατέρας έλεγε «τι να κάνουμε γυναίκα, έτσι είναι το σύστημα, πρέπει να υποταχτούμε»
Κι ο Ρεβιθούλης, τις νύχτες που κοιμόταν νηστικός, έβλεπε να τρώει στ΄ όνειρό του γαβάθες με ρεβίθια, που τόσο πολύ τα λαχταρούσε.
Αργότερα στην οικογένειά του πλάκωσαν κι άλλες συμφορές. Ο Δήμαρχος σιγά-σιγά έπαιρνε απ΄ τον πατέρα του όλα όσα του είχαν απομείνει. Εκείνος ήταν η αιτία που χάθηκαν τα τέσσερα μεγαλύτερα παιδιά της οικογένειας. Πρώτος έφυγε ο μεγάλος αδελφός, τράβηξε προς την ανατολή, βρήκε κάποιο μάγο κι έμεινε μαζί του εκεί να μαστουρώνουνε παρέα. Δεν πέρασε πολύς καιρός έφυγε κι ο άλλος αδελφός του, μπαρκάρισε σ΄ ένα πειρατικό κι έγινε κουρσάρος. Του τρίτου αδελφού τα ίχνη δεν βρέθηκαν ποτέ, ενώ η μεγαλύτερη αδελφή του κλείστηκε σε μοναστήρι για να ξορκίσει με τις προσευχές το μίσος που γέννησε η πείνα στη ψυχή της.
Και κάθε φορά που από την οικογένεια χανότανε κι ένα παιδί, ο πατέρας έλεγε στη μάνα, «τι να κάνουμε γυναίκα, έτσι είναι το σύστημα, πρέπει να υποταχτούμε»
Μα κάποια νύχτα ο Δήμαρχος άρπαξε και τη μικρότερη αδελφή του, την έβαλε στην άμαξα, την πήγε στη Μεγάλη Πόλη κι ύστερα από πολύ καιρό έμαθαν πως έγινε πουτάνα.
Εκείνη τη φορά ο πατέρας τίποτα δεν είπε, ενώ η μάνα κράτησε το Ρεβιθούλη σφιχτά στην αγκαλιά της και του ψυθίρισε στ΄ αυτί. «Μωρό μου μη κοιμάσαι όταν πεινάς γιατί από τη πείνα σου χορταίνει ο Χορτάτος. Έρχεται στον ύπνο σου κι έτσι γλυκά-γλυκά τρώει τις σάρκες σου χωρίς να σε ξυπνήσει. Ύστερα ξυπνάς και είσαι μισερός κι ύστερα όλο θέλεις να κοιμάσαι. Να το θυμάσαι Ρεβιθούλη μου, όταν πεινάς να μη κοιμάσαι».
Το πρωί τη βρήκαν κρεμασμένη απ΄ τη βελανιδιά μ΄ ένα χοντρό σχοινί, εκεί μπροστά στη πόρτα τους. Κι όταν τη θάψανε, ο πατέρας έβαλε στο κάρο του τα τρία παιδιά που του είχαν απομείνει και πήγε και τα άφησε ψηλά στη κορυφή του βουνού. «Μη τολμήσετε ποτέ να κατεβείτε στη πλαγιά, τους είπε, ούτε από τούτη τη μεριά ούτε από την άλλη. Προσέξτε, γιατί από κείνη τη μεριά του βουνού ζει ένας δράκος μοχθηρός που τρέφεται με ανθρώπινο κρέας και αν σας πιάσει θα σας φάει ζωντανούς. Αν πάλι κατεβείτε από τούτη τη μεριά, θα σας καταπιεί το σύστημα». «Μα θα πεθάνουμε αν μας αφήσεις μόνα» κλαψούρισαν εκείνα. «Τουλάχιστον θα ξέρω πως έφταιξα εγώ» είπε ξερά ο πατέρας κι έφυγε σπρώχνοντας το κάρο του στη κατηφόρα.
Βέβαια, από κει και πέρα, η ζωή τους γύρισε πολλές φορές. Ο Ρεβιθούλης πολύ αργότερα, γνώρισε πλούτη, δόξες και μεγαλεία. Μέχρι που κι ο βασιλιάς στη Μεγάλη Πόλη τον είχε ανακηρύξει εθνικό τους ήρωα και ευεργέτη τους μεγάλο. Λίγο έλειψε και στρατηγό του να τον κάνει.
Κι ο Ρεβιθούλης, ονειρευόταν τώρα πια, όλα τα παιδιά της γης να μπορούν να τρώνε γαβάθες με ρεβίθια.
Κάποτε μάλιστα είπε και στον πατέρα του τα όνειρά του, και ήταν τότε που ο πατέρας, πλούσιος πια, αγόραζε κι εκείνος, τα ξύλα από τους ξυλοκόπους, όπως έκανε παλιά κι ο Δήμαρχος. Του το είπε, γιατί, τον έβλεπε να αδικεί τους ξυλοκόπους, όπως κάποτε ο Δήμαρχος αδικούσε εκείνον. Μα ο πατέρας θύμωσε πολύ και μέσα σε μια έκρηξη οργής, του φώναξε.
«Κορόιδο, τα όνειρά σου πετάνε τόσο ψηλά στον ουρανό που εσύ ποτέ δε θα τα φτάσεις. Κι όσο πιο ψηλά θα πετάνε εκείνα, τόσο πιο κοντός θα φαίνεσαι εσύ. Είδες; Αυτό παθαίνει όποιος δεν υποτάσσεται στο σύστημα και αφήνει αδέσποτα τα όνειρά του. Μοιάζει κοντός, κοντός σα ρεβιθάκι».
Και το παιδί απόρησε. «Για πιο σύστημα μιλάς πατέρα; Για κείνο που φοβόσουν κάποτε πως θα μας καταπιεί;».
«Ναι, για κείνο, είπε ο πατέρας σοβαρά. Τώρα όμως, καλλίτερα να μας καταπιεί, παρά να μας ξεράσει. Και… για να το θυμάσαι αυτό, από δω κι εμπρός αλλάζει το όνομά σου. Το Ρεβιθούλης ξέχνα το. Κοντορεβιθούλη θα σε λέμε όλοι». Κι έτσι του ΄μεινε το παρατσούκλι…
Μα αργότερα, όταν είδε ο πατέρας με τα ίδια του τα μάτια εκείνους που είχαν κάνει το γιο του εθνικό τους ευεργέτη, τη μια στιγμή να τον τιμούν, να τον φωνάζουν ήρωα και να χειροκροτάνε και την επόμενη στιγμή να θέλουν να το φάνε ζωντανό σαν νάτανε ο δράκος, τον άρπαξε από το χέρι τρομαγμένος κι είπε «πάμε να φύγουμε παιδί μου από δω».
Και πάλι το παιδί απόρησε. «Μα αν φύγουμε, θα μας ξεράσει το σύστημα πατέρα».
Κι ο πατέρας δεν δίστασε να πει.
«Καλλίτερα να μας ξεράσει το σύστημα παιδί μου, παρά να μας αλέσει μαζί με τα σκατά».
Μα τότε φαίνεται πως ήταν πια αργά… γιατί σε λίγο βρέθηκε κυνηγημένος να κρύβεται στο δάσος και να ζει παρέα μ΄ ένα δράκο χορτοφάγο κι όλους τους περιπλανώμενους παρίες της Χώρας των Παραμυθιών.
Κι ύστερα, ο Κοντορεβιθούλης, μαζί με τη Χιονάτη, τον Πήτερ Παν, τη Σταχτοπούτα και τον Κοκκινοσκουφίτσο (τον ετεροθαλή αδελφό της πολύ γνωστής μας Κοκκινοσκουφίτσας) μπαρκάρισαν μ΄ ένα καράβι κι έφυγαν από τη Χώρα των Παραμυθιών να πάνε στον Πολιτισμένο Κόσμο, νομίζοντας ότι εκεί θα εκπληρωθούν όλα τους τα όνειρα γιατί και οι ήρωες των παραμυθιών είχαν όνειρα ανεκπλήρωτα.
Το ταξίδι ήταν δύσκολο κι όταν έφτασαν στον Πολιτισμένο Κόσμο, ο καθένας απ΄ αυτούς ακολούθησε το δικό του δρόμο. Ο Κοντορεβιθούλης δούλεψε πολύ καιρό για λογαριασμό ενός ρεπόρτερ, ο οποίος τον δίδαξε να καταγράφει με ακρίβεια τα γεγονότα, δίχως να εμπλέκεται συναισθηματικά σ΄ αυτά. Δηλαδή, σαν καθόλου να μην τον αφορούν.
Κι από τότε ο Κοντορεβιθούλης, στον δρόμο του, τα είδε όλα. Ό,τι μπορείς να φανταστείς. Από γάμους που ξεχειλίζουν στη χλιδή – τόσο που να σου φέρνουν αναγούλα – μέχρι παιδιά σκελετωμένα που να πεθαίνουν απ΄ τη πείνα. Από συναντήσεις κορυφής, μέχρι πτώματα διαμελισμένα, για χάρη της ειρήνης. Από σεισμούς, πλημμύρες, θύελλες, μέχρι επιστημονικές ανακαλύψεις. Γύρισε παντού. Απ΄ την ανατολή ως τη δύση κι από το νότο ως το βοριά.
Μα κάθε φορά που τέλειωνε η δουλειά και γύριζε στη κάμαρά του, τον έπιαναν τα κλάματα.
Έκλαιγε γιατί έβλεπε να κυβερνούν τη γη αχόρταγοι Χορτάτοι κι αυτό το γεγονός εκείνον δεν τον αφορούσε.
Έκλαιγε γιατί έβλεπε να πεθαίνουνε παιδιά την ώρα που ονειρεύονταν γαβάθες με ρεβίθια κι αυτό το γεγονός εκείνον δεν τον αφορούσε.
Έκλαιγε γιατί οι μεγάλοι, οι δυνατοί και οι διεστραμμένοι του πλανήτη μας, ασελγούσαν διαρκώς πάνω σε αθώες συνειδήσεις και αυτό το γεγονός εκείνον δεν τον αφορούσε.
Έκλαιγε, γιατί με τον καιρό, τίποτα πια δεν θα τον αφορούσε…
Το "Παραμύθι από χώμα και νερό" είναι ένα παραμύθι για μεγάλους, και μάλιστα για κείνους ακριβώς που κάποτε ονειρεύτηκαν ένα καλλίτερο κόσμο. Με συγκλόνησε, με μάγεψε, με συγκίνησε βαθειά...
Περισσότερο απ΄ όλους μου άρεσε ο Κοντορεβιθούλης και παραθέτω συνοπτικά (με τον δικό μου τρόπο) μέρος της ιστορίας του.
Τον Κοντορεβιθούλη που ξέρουμε εμείς, η αλήθεια είναι πως κάποτε τον φώναζαν Ρεβιθούλη και ήταν το έβδομο παιδί ενός φτωχού ξυλοκόπου, και μιας μάνας που αγωνιζότανε να θρέψει τα παιδιά της
Εκείνα τα χρόνια, κάθε Σάββατο, ερχότανε από τη Μεγάλη Πόλη ο Δήμαρχος, παρέα με τη κουστωδία του και έπαιρνε τα ξύλα που είχε κόψει ο πατέρας του Ρεβιθούλη, έναντι κάποιας αμοιβής. Η αμοιβή ήτανε καλή, αλλά από αυτήν αφαιρούσε ο Δήμαρχος τα έξοδα μεταφοράς, τα μεροκάματα φόρτωσης-εκφόρτωσης και την… κάθε άλλο παρά νόμιμη προμήθειά του.
Και ήταν φορές, κυρίως το χειμώνα με τα πολλά τα χιόνια, που έμενε και χρεωμένος ο πατέρας του στο Δήμαρχο κι όλη τη βδομάδα δεν είχανε ψωμί να φάνε. Κι όταν η μάνα του αγανακτούσε, ο πατέρας έλεγε «τι να κάνουμε γυναίκα, έτσι είναι το σύστημα, πρέπει να υποταχτούμε»
Κι ο Ρεβιθούλης, τις νύχτες που κοιμόταν νηστικός, έβλεπε να τρώει στ΄ όνειρό του γαβάθες με ρεβίθια, που τόσο πολύ τα λαχταρούσε.
Αργότερα στην οικογένειά του πλάκωσαν κι άλλες συμφορές. Ο Δήμαρχος σιγά-σιγά έπαιρνε απ΄ τον πατέρα του όλα όσα του είχαν απομείνει. Εκείνος ήταν η αιτία που χάθηκαν τα τέσσερα μεγαλύτερα παιδιά της οικογένειας. Πρώτος έφυγε ο μεγάλος αδελφός, τράβηξε προς την ανατολή, βρήκε κάποιο μάγο κι έμεινε μαζί του εκεί να μαστουρώνουνε παρέα. Δεν πέρασε πολύς καιρός έφυγε κι ο άλλος αδελφός του, μπαρκάρισε σ΄ ένα πειρατικό κι έγινε κουρσάρος. Του τρίτου αδελφού τα ίχνη δεν βρέθηκαν ποτέ, ενώ η μεγαλύτερη αδελφή του κλείστηκε σε μοναστήρι για να ξορκίσει με τις προσευχές το μίσος που γέννησε η πείνα στη ψυχή της.
Και κάθε φορά που από την οικογένεια χανότανε κι ένα παιδί, ο πατέρας έλεγε στη μάνα, «τι να κάνουμε γυναίκα, έτσι είναι το σύστημα, πρέπει να υποταχτούμε»
Μα κάποια νύχτα ο Δήμαρχος άρπαξε και τη μικρότερη αδελφή του, την έβαλε στην άμαξα, την πήγε στη Μεγάλη Πόλη κι ύστερα από πολύ καιρό έμαθαν πως έγινε πουτάνα.
Εκείνη τη φορά ο πατέρας τίποτα δεν είπε, ενώ η μάνα κράτησε το Ρεβιθούλη σφιχτά στην αγκαλιά της και του ψυθίρισε στ΄ αυτί. «Μωρό μου μη κοιμάσαι όταν πεινάς γιατί από τη πείνα σου χορταίνει ο Χορτάτος. Έρχεται στον ύπνο σου κι έτσι γλυκά-γλυκά τρώει τις σάρκες σου χωρίς να σε ξυπνήσει. Ύστερα ξυπνάς και είσαι μισερός κι ύστερα όλο θέλεις να κοιμάσαι. Να το θυμάσαι Ρεβιθούλη μου, όταν πεινάς να μη κοιμάσαι».
Το πρωί τη βρήκαν κρεμασμένη απ΄ τη βελανιδιά μ΄ ένα χοντρό σχοινί, εκεί μπροστά στη πόρτα τους. Κι όταν τη θάψανε, ο πατέρας έβαλε στο κάρο του τα τρία παιδιά που του είχαν απομείνει και πήγε και τα άφησε ψηλά στη κορυφή του βουνού. «Μη τολμήσετε ποτέ να κατεβείτε στη πλαγιά, τους είπε, ούτε από τούτη τη μεριά ούτε από την άλλη. Προσέξτε, γιατί από κείνη τη μεριά του βουνού ζει ένας δράκος μοχθηρός που τρέφεται με ανθρώπινο κρέας και αν σας πιάσει θα σας φάει ζωντανούς. Αν πάλι κατεβείτε από τούτη τη μεριά, θα σας καταπιεί το σύστημα». «Μα θα πεθάνουμε αν μας αφήσεις μόνα» κλαψούρισαν εκείνα. «Τουλάχιστον θα ξέρω πως έφταιξα εγώ» είπε ξερά ο πατέρας κι έφυγε σπρώχνοντας το κάρο του στη κατηφόρα.
Βέβαια, από κει και πέρα, η ζωή τους γύρισε πολλές φορές. Ο Ρεβιθούλης πολύ αργότερα, γνώρισε πλούτη, δόξες και μεγαλεία. Μέχρι που κι ο βασιλιάς στη Μεγάλη Πόλη τον είχε ανακηρύξει εθνικό τους ήρωα και ευεργέτη τους μεγάλο. Λίγο έλειψε και στρατηγό του να τον κάνει.
Κι ο Ρεβιθούλης, ονειρευόταν τώρα πια, όλα τα παιδιά της γης να μπορούν να τρώνε γαβάθες με ρεβίθια.
Κάποτε μάλιστα είπε και στον πατέρα του τα όνειρά του, και ήταν τότε που ο πατέρας, πλούσιος πια, αγόραζε κι εκείνος, τα ξύλα από τους ξυλοκόπους, όπως έκανε παλιά κι ο Δήμαρχος. Του το είπε, γιατί, τον έβλεπε να αδικεί τους ξυλοκόπους, όπως κάποτε ο Δήμαρχος αδικούσε εκείνον. Μα ο πατέρας θύμωσε πολύ και μέσα σε μια έκρηξη οργής, του φώναξε.
«Κορόιδο, τα όνειρά σου πετάνε τόσο ψηλά στον ουρανό που εσύ ποτέ δε θα τα φτάσεις. Κι όσο πιο ψηλά θα πετάνε εκείνα, τόσο πιο κοντός θα φαίνεσαι εσύ. Είδες; Αυτό παθαίνει όποιος δεν υποτάσσεται στο σύστημα και αφήνει αδέσποτα τα όνειρά του. Μοιάζει κοντός, κοντός σα ρεβιθάκι».
Και το παιδί απόρησε. «Για πιο σύστημα μιλάς πατέρα; Για κείνο που φοβόσουν κάποτε πως θα μας καταπιεί;».
«Ναι, για κείνο, είπε ο πατέρας σοβαρά. Τώρα όμως, καλλίτερα να μας καταπιεί, παρά να μας ξεράσει. Και… για να το θυμάσαι αυτό, από δω κι εμπρός αλλάζει το όνομά σου. Το Ρεβιθούλης ξέχνα το. Κοντορεβιθούλη θα σε λέμε όλοι». Κι έτσι του ΄μεινε το παρατσούκλι…
Μα αργότερα, όταν είδε ο πατέρας με τα ίδια του τα μάτια εκείνους που είχαν κάνει το γιο του εθνικό τους ευεργέτη, τη μια στιγμή να τον τιμούν, να τον φωνάζουν ήρωα και να χειροκροτάνε και την επόμενη στιγμή να θέλουν να το φάνε ζωντανό σαν νάτανε ο δράκος, τον άρπαξε από το χέρι τρομαγμένος κι είπε «πάμε να φύγουμε παιδί μου από δω».
Και πάλι το παιδί απόρησε. «Μα αν φύγουμε, θα μας ξεράσει το σύστημα πατέρα».
Κι ο πατέρας δεν δίστασε να πει.
«Καλλίτερα να μας ξεράσει το σύστημα παιδί μου, παρά να μας αλέσει μαζί με τα σκατά».
Μα τότε φαίνεται πως ήταν πια αργά… γιατί σε λίγο βρέθηκε κυνηγημένος να κρύβεται στο δάσος και να ζει παρέα μ΄ ένα δράκο χορτοφάγο κι όλους τους περιπλανώμενους παρίες της Χώρας των Παραμυθιών.
Κι ύστερα, ο Κοντορεβιθούλης, μαζί με τη Χιονάτη, τον Πήτερ Παν, τη Σταχτοπούτα και τον Κοκκινοσκουφίτσο (τον ετεροθαλή αδελφό της πολύ γνωστής μας Κοκκινοσκουφίτσας) μπαρκάρισαν μ΄ ένα καράβι κι έφυγαν από τη Χώρα των Παραμυθιών να πάνε στον Πολιτισμένο Κόσμο, νομίζοντας ότι εκεί θα εκπληρωθούν όλα τους τα όνειρα γιατί και οι ήρωες των παραμυθιών είχαν όνειρα ανεκπλήρωτα.
Το ταξίδι ήταν δύσκολο κι όταν έφτασαν στον Πολιτισμένο Κόσμο, ο καθένας απ΄ αυτούς ακολούθησε το δικό του δρόμο. Ο Κοντορεβιθούλης δούλεψε πολύ καιρό για λογαριασμό ενός ρεπόρτερ, ο οποίος τον δίδαξε να καταγράφει με ακρίβεια τα γεγονότα, δίχως να εμπλέκεται συναισθηματικά σ΄ αυτά. Δηλαδή, σαν καθόλου να μην τον αφορούν.
Κι από τότε ο Κοντορεβιθούλης, στον δρόμο του, τα είδε όλα. Ό,τι μπορείς να φανταστείς. Από γάμους που ξεχειλίζουν στη χλιδή – τόσο που να σου φέρνουν αναγούλα – μέχρι παιδιά σκελετωμένα που να πεθαίνουν απ΄ τη πείνα. Από συναντήσεις κορυφής, μέχρι πτώματα διαμελισμένα, για χάρη της ειρήνης. Από σεισμούς, πλημμύρες, θύελλες, μέχρι επιστημονικές ανακαλύψεις. Γύρισε παντού. Απ΄ την ανατολή ως τη δύση κι από το νότο ως το βοριά.
Μα κάθε φορά που τέλειωνε η δουλειά και γύριζε στη κάμαρά του, τον έπιαναν τα κλάματα.
Έκλαιγε γιατί έβλεπε να κυβερνούν τη γη αχόρταγοι Χορτάτοι κι αυτό το γεγονός εκείνον δεν τον αφορούσε.
Έκλαιγε γιατί έβλεπε να πεθαίνουνε παιδιά την ώρα που ονειρεύονταν γαβάθες με ρεβίθια κι αυτό το γεγονός εκείνον δεν τον αφορούσε.
Έκλαιγε γιατί οι μεγάλοι, οι δυνατοί και οι διεστραμμένοι του πλανήτη μας, ασελγούσαν διαρκώς πάνω σε αθώες συνειδήσεις και αυτό το γεγονός εκείνον δεν τον αφορούσε.
Έκλαιγε, γιατί με τον καιρό, τίποτα πια δεν θα τον αφορούσε…
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 16 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.