Neraida
Επιφανές μέλος
Τα πρώτα έργα του Μπρεχτ 1918-19 είναι κυρίως αναρχο-εξπρεσιονιστικά δράματα όπως «Ο Βάαλ» και «Τύμπανα μες στη νύχτα». Την ίδια εποχή παίρνει μέρος στις εκδηλώσεις για την δολοφονία της Ρόζας Λούξεμπουργκ και του Κάρλ Λήμπκενχτ στο Βερολίνο. Μετέχει όμως σαν αδιάφορος παρατηρητής, όχι ως ένθερμος ιδεολόγος ή υποστηρικτής. Οκτώ χρόνια αργότερα θα μελετήσει εξονυχιστικά τον Μάρξ.
Από το 1920 ο Μπρεχτ ζει στο Βερολίνο. Το 1923 θα γνωρίσει και θα παντρευτεί, ήδη διαζευγμένος και πατέρας, την δεύτερη γυναίκα του ηθοποιό Μαριάνε Τσοφ. Την ίδια χρονιά θα συναντήσει την 17 Βιενέζα - εβραία Χελένε Βάιγκελ.
Ο Μπρεχτ συνδέεται και με τη Βάιγκελ και από το 1924, με τη γέννηση του πρώτου τους παιδιού, συζεί μαζί της.
Την ίδια εποχή γνωρίζεται με την Ελίζαμπετ Χάουπτμαν, η οποία έκτοτε γίνεται μία από τις βασικές του συνεργάτριες και παντρεύεται έναν από τους επίσης πιστούς συνεργάτες τον Πάουλ Ντεσάου.
Μετά το θάνατό του η Ελίζαμπετ Χάουπτμαν εξηγούσε πως δούλευαν στο Berliner Enseble εδιηγείτο πως επειδή ο Μπρεχτ πίστευε «ότι ένας άνδρας δεν μπορεί μόνος του σήμερα να τα βγάλει πέρα με πολύπλοκα καθήκοντα» συζητούσε μαζί τους όλα τα κομμάτια του εξονυχιστικά: «Ο Μπρέχτ χρειαζόταν πολύ χρόνο για να φτιάξει ένα θεατρικό κομμάτι. Έλεγχε πάντα τις προτάσεις του, αλλά και τις προτάσεις των άλλων. Πρώτα παρουσίαζε τις δικές του προτάσεις, ό,τι είχε γράψει ας πούμε το προηγούμενο βράδυ ή μια μέρα πριν και τα έθετε προς συζήτηση. Μπορούσαμε χωρίς πρόβλημα να του πούμε 'Μπρεχτ όχι έτσι' 'Μπρεχτ θα το άλλαζα' ή να κάνουμε μια δική μας πρόταση, την οποία αποδεχόταν ή απέρριπτε και την συζητούσαμε ώρες και ξανά απ' την αρχή. Ο Μπρεχτ ήταν εδώ primus inter pares».
Το 1929 ο Μπρεχτ παντρεύεται τη Χελένε Βάιγκελ. Η συνεργασία του Μπρεχτ μαζί της θεωρείται μια από τις πιο ευτυχισμένες στιγμές της δραματικής τέχνης. Η Βάιγκελ ενσάρκωνε στη σκηνή αυτό που ο Μπρεχτ πίστευε ως πρωτοπόρα μέθοδο: τη γυμνή αλήθεια, τη γνώση, την αποστασιοποίηση. Κόντρα στη μελοδραματική - συναισθηματική σκηνική παρουσία. Στόχος του Μπρεχτ ήταν πάντα το μυαλό, η σκέψη, η αμφιβολία και μέσω αυτών η διαπαιδαγώγηση των μαζών.
Το 1933, την επόμενη του εμπρησμού του Ράιχσταγκ, ο κομμουνιστής Μπρεχτ και η εβραία Βάιγκελ θα εγκαταλείψουν τη Γερμανία του Χίτλερ. Μετά από 8 χρόνια περιπλανήσεων ανά την Ευρώπη θα βρεθούν στη Σάντα Μόνικα της Καλιφόρνιας, στις ΗΠΑ. Τα χρόνια της αυτοεξορίας τους 1933 -1948 ήταν τα πιο δημιουργικά. Τότε ο Μπρεχτ γράφει πάνω από 25 μεγάλα θεατρικά κομμάτια, ποιήματα, χορικά, κριτικές, τεχνοκριτικές. Τα γνωστότερα έργα του είναι το Μυθιστόρημα της Πεντάρας, τη Ζωή του Γαλιλαίου, Μάνα κουράγιο, Ο Καλός Πολίτης του Σετσουάν, Ο Αφέντης Πουντίλα και ο Δούλος Ματί. Είναι η εποχή που θα συναντηθεί με όλους τους Γερμανούς διανοούμενους που είχαν καταφύγει στις ΗΠΑ όπως τον Τόμας Μάν, τον Χέρμπερτ Μαρκούζε, τον Γκύντερ Άντερς, τον Έρνστ Μπλοχ, τον Τέοντορ Αντόρνο κ.α.
Ο Ελβετός συγγραφέας Μαξ Φρις, που είχε γνωρίσει τον Μπρεχτ εκείνη την εποχή (1947), είχε πει για τον Γερμανό δραματουργό ότι «έδινε την εντύπωση ενός άχρωμου άνθρωπου, ενός εργάτη, ενός μεταλλεργάτη, κι όμως ήταν πολύ αδύναμος για εργάτης, πολύ λεπτεπίλεπτος, πολύ ξύπνιος για αγρότης. Απομονωμένος και παρατηρητικός, σαν φυγάς, που άφησε πίσω του αμέτρητους σιδηροδρομικούς σταθμούς. Ήταν ντροπαλός για κοσμοπολίτης, πολύ έμπειρος για εγγράμματος. Ένας άνθρωπος χωρίς πατρίδα με περιορισμένη παραμονή παντού και πάντα, περαστικός από την εποχή μας, ένας άνθρωπος ονόματι Μπρεχτ, ανεπιτήδευτος, ένας ποιητής χωρίς αυτοεπαίνους.»
Το 1949, ένα χρόνο μετά την επιστροφή του στο ανατολικό Βερολίνο, στην τότε πρωτεύουσα της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας, ιδρύει μαζί με τη Χελένε Βάιγκελ το Berliner Enseble. Δύο χρόνια αργότερα δέχεται τις πρώτες οχληρές παρατηρήσεις της μυστικής υπηρεσίας του καθεστώτος Ούλμπριχτ. Παρ' όλα αυτά το 1954 τιμάται με το διεθνές βραβείο Στάλιν για την ειρήνη και την αλληλοκατανόηση των λαών. Στην τελετή απονομής του βραβείου ζητά να μεταφράσει τον λόγο του ο υπό διωγμόν συγγραφέας Μπόρις Μπάστερνακ. Η πρότασή του εγκρίνεται από τις σοβιετικές αρχές. Τον Ιούλιο του 1956 στέλνει ανοιχτή επιστολή στη βουλή της ΟΔΓ, όπου κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για το ενδεχόμενο κλιμάκωσης του ψυχρού πολέμου. Ένα μήνα αργότερα πεθαίνει στο Βερολίνο.
Έργα του:
Ο Θρύλος του νεκρού στρατιώτη (1918 )
Βάαλ (1918 )
Τύμπανα μέσα στη νύχτα (1922)
Στη ζούγκλα των πόλεων (1924)
Ποιήματα της τσέπης (1926)
Οικιακή συλλογή (1927)
Ο άντρας είναι άντρας, Μαχαγκόνι (1927)
Όπερα της πεντάρας (1928 )
Η πτήση των Λίντμπεργκς (1929)
Αυτός που λέει «ναι» κι αυτός που λέει «όχι» (1930)
Το ανώτερο μέτρο (1930)
Η εξαίρεση και ο κανόνας (1930)
Η Αγία Ιωάννα των Σφαγείων (1930)
Η μάνα (1933)
Οι οράτιοι και οι κουριάτιοι (1934)
Το μυθιστόρημα της πεντάρας (1934)
Τα όπλα της κυρά – Καράρ (1937)
Τρόμος και αθλιότητα του Τρίτου Ράιχ (1938 )
Ποιήματα του Σβέντμποργκ (1939)
Μάνα κουράγιο (1939)
Η ζωή του Γαλιλέο (1939)
Ο καλός άνθρωπος του Σετσουάν (1940)
Ο κύριος Πουντίλα και ο υπηρέτης του Ματί (1940)
Η άνοδος του Αρτούρο Ούι (1941)
Ο καυκασιανός κύκλος με την κιμωλία (1944)
Ο Σβέικ στο Βʼ Παγκόσμιο Πόλεμο (1944)
Οι μέρες της Κομμούνας (1947)
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Neraida
Επιφανές μέλος
Ο Ανδρέας Κάλβος (1792-1867) ήταν ποιητής και ευρυμαθής λόγιος. Καταγόταν από τη Ζάκυνθο. Πρωτότοκος γιος του κερκυραίου γιατρού Ιωάννη Κάλβου και της ζακύνθιας αριστοκράτισσας Αδριανής Ρουκάνη. Σε ηλικία 13 χρονών οι γονείς του χώρισαν. Η μητέρα του ξαναπαντρέυτηκε και ο πατέρας τους πήρε τον ίδιο και τον αδελφό του και εγκαταστάθηκε κοντά σε συγγενείς στου στο Λιβόρνο.
Ο Ανδρέας Κάλβος ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην Φλωρεντία, όπου γνώρισε τον Ούγο Φώσκολο. Ο Φώσκολο βοήθησε πολύ τον Κάλβο, δίνοντας του στέγη και τροφή. Και αργότερα όταν ο ποιητής πήγε στο Λονδίνο πάλι από τον Φώσκολο θα φιλoξενηθεί. Εκεί στο Λονδίνο θα αρχίσει να παραδίδει μαθήματα ελληνικής και ιταλικής γλώσσας και να συγγράφει. Την περίοδο αυτή έγραψε στην ιταλική γλώσσα δύο τραγωδίες εμπνευσμένες από τους αρχαίους ελληνικούς μύθους, τις "Δαναίδες" και τον "Θηραμένη". Οι τραγωδίες αυτές δημοσιεύθηκαν αλλά τα αντίτυπα τους με την πάροδο του χρόνου εξαφανίσθηκαν. Ώσπου ο καθηγητής Λάζαρος Βελέλης, ανακάλυψε ένα αντίτυπο των "Δαναίδων".
Στο Λονδίνο ο Ανδρέας Κάλβος παντρεύτηκε. Η αγγλίδα γυναίκα του όμως πέθανε σύντομα το 1821.
Όταν ξέσπασε η Εθνική Επανάσταση του ʼ21, ο ποιητής πήγε αμέσως στο Ναύπλιο για να υπηρετήσει τον αγώνα. Τελικά δεν πολέμησε αλλά βοήθησε το Έθνος με τα ποιήματα του. Έγραψε πατριωτικές ωδές (δημοσιεύτηκαν το 1824 η πρώτη συλλογή και το 1826 η δεύτερη που ήταν αφιερωμένη στον στρατηγό Λαφαγιέτ), διακρινόμενες για τη λυρική ορμή και την ιδιότυπη στιχουργική και γλώσσα.
Το 1827 πήγε στην Κέρκυρα, όπου απέτυχε αρχικά να διορισθεί εις την Ιόνιον Ακαδημία και αποφάσισε να ασκήσει το επάγγελμα του οικοδασκάλου. Αργότερα ίδρυσε ιδιωτικό σχολείο. Όταν ο Γκίλφορντ ("άρχοντας της Ιονίου Ακαδημίας") πέθανε και ανέλαβε τα καθήκοντά του ο Α. Μουστοξύδης, ο Ανδρέας Κάλβος ανέλαβε να διδάσκει φιλοσοφία στην Ακαδημία. Αργότερα παραιτήθηκε και κράτησε τη θέση του συντάκτη στην "Επίσημη Εφημερίδα". Είχε εγκαταλήψει την ποίηση, όταν άρχισε να συγγράφει πάλι και να μεταφράζει, ξενόγλωσσες πραγματείες.
Αναχώρησε πάλι για το Λονδίνο και ξαναπαντρεύτηκε. Μετά τον θάνατο της δεύτερης συζύγου του, πέθανε κι εκείνος, το 1867.
Ον, συ 'που η φαντασία
φλογώδης των θνητών
'σαν πτερωμένην βλέπει
παρθένον 'ς τον αέρα,
ουράνιον έργον·
'Σ το μέτωπόν σου πάντοτε
άσβεστος λάμπει αστέρας,
ω Νίκη, συσσωρεύονται
τριγύρω σου ματαίως
νύκτες αιώνων.
Το χέρι οπού τα πέπλα
των ουρανών κατέστρωσεν,
από σύγνεφα ολόχρυσα
εκβαίνει, και σού δείχνει
ανδρείους ανθρώπους.
Πετάεις εσύ κ' επάνω τους
σκορπίζεις φύλλα αμάραντα·
τέρπουν αυτά τους ζώντας,
και τους γενναίως θανόντας
τέρπουν ακόμα.
[ε'-η']
Πυκνά, πυκνά ως καλάμια
ανεμισμένα εβλέπαμεν
να κινώνται εις τους κάμπους μας
των πολεμίων μας τ' άρματα,
κ' έπεσαν όλα.
Πού είναι η τόσαι γλώσσαι
των ακτινοβολούντων
σπαθιών; πού είναι η χείρες
των εχθρών μας αμέτρητοι;
πού τα καυχήματα;
Πλατύς και σκοτεινός
βαθύς έχασκεν κι άφευκτος
ο άδης υποκάτω τους·
εβούλιασαν, εχάθησαν,
εκλείσθη ο τάφος.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Neraida
Επιφανές μέλος
Γεννήθηκε στις 30 Οκτωβρίου 1896 στην Τρίπολη. Ο πατέρας του ήταν νομομηχανικός κι έτσι στα παιδικά του χρόνια αναγκάστηκε να αλλάζει συνέχεια τόπο διαμονής. Πέρασε από το Αργοστόλι, τη Λευκάδα, τη Λάρισα, την Καλαμάτα, την Αθήνα, μέχρι και από τα Χανιά.
Από το 1912 δημοσιεύει ποιήματα σε διάφορα παιδικά περιοδικά. Αφού πήρε το δίπλωμα της Νομικής Σχολής των Αθηνών, διορίστηκε υπάλληλος στη Νομαρχία Θεσσαλονίκης. Η ελεύθερη φύση του δεν μπορούσε να δεχθεί την γραφειοκρατία της κρατικής μηχανής, την όποια και καυτηριάζει όποτε μπορεί (χαρακτηριστικό το πεζό: ΚΑΘΑΡΣΙΣ). Γι' αυτό και μετατέθηκε πολλές φορές διωκόμενος από ανωτέρους του. Στη διάρκεια αυτών των μεταθέσεων γνωρίζει την ανία και τη μιζέρια της επαρχίας, πράγμα που τον στιγματίζει.
To Φεβρουάριο του 1919 εκδίδει την πρώτη του συλλογή: "Ο πόνος των ανθρώπων και των πραγμάτων", η οποία τυγχάνει αδιάφορης ή υποτιμητικής κριτικής. Τον ίδιο χρόνο εκδίδει μαζί με τον φίλο του Αγη Λεβέντη (με τα ψευδώνυμα Μίμης Χλαπάτσας και Νίκος Τσαπατσούλιας, αντίστοιχα) το σατιρικό περιοδικό "Η Γάμπα", που παρά την επιτυχία του κυκλοφόρησε μόνο σε έξι τεύχη γιατί η αστυνομία απαγόρευσε την έκδοσή του.
Είναι άνθρωποι που την κακήν ώρα
την έχουν μέσα τους.
κι απ' τη χαρά ζεστά των φιλημάτων,
χεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλα
χτυπήσατε τις πόρτες των θανάτων·
και διψασμένα εμείνατε ποτήρια,
ματάκια μου που κάτι το εδιψάσατε
κι εμείνατε κλεισμένα παραθύρια·
κι ο λόγος σας εδιάλεξε για τάφο,
ω, που' χατε πολλά να ειπείτε, στόματα,
και τον καημό δεν είπατε που γράφω·
τον πόνο κάποιας ώρας, κάποιου τόπου
μάτια, χεράκια, στόματα, ιστορήστε μου
τον Πόνο των Πραγμάτων και του Ανθρώπου.
Το 1921 κυκλοφορεί τη δεύτερη συλλογή του τα "Νηπενθή". Εκείνο τον καιρό συνδέεται με την ποιήτρια Μ.Πολυδούρη, συνάδελφό του στη Νομαρχία Αττικής. Πολλοί ισχυρίζονται ότι οι σχέσεις τους ήταν ερωτικές.
ώς σβήνετε, πικροί ξενιτεμένοι!
Ανθάκια μου χλωμά, που σας επήραν
σε κήπους μακρινούς να σας φυτέψουν...
Βιολέτες κι ανεμώνες, ξεχασμένες
στα ξένα που πεθαίνετε παρτέρια,
κρατώντας, αργυρή δροσοσταλίδα,
βαθιά σας την ελπίδα της πατρίδας...
Χτυπιούνται, πληγωμένες πεταλούδες,
στο χώμα σας οι θύμησες κι οι πόθοι.
Το φως, που κατεβαίνει, της ημέρας,
κι απλώνεται γλυκύτατο και παίζει
μ' όλα τριγύρω τ' άλλα λουλουδάκια,
περνάει από κοντά σας και δε βλέπει
τον πόνο σας ωραίο, για να χαϊδέψει
τα πορφυρά θρηνητικά μαλλιά σας.
Ειδυλλιακές οι νύχτες σας σκεπάζουν,
κι η καλοσύνη αν χύνεται των άστρων,
ταπεινοί καθώς είστε, δε σας φτάνει.
Ολούθε πνέει, σα λίβας, των ανθρώπων
η τόση μοχθηρία και σας μαραίνει,
ανθάκια μου χλωμά, που σας επήραν
σε κήπους μακρινούς να σας φυτέψουν
Το 1924 ταξιδεύει στο εξωτερικό, στην Ιταλία και τη Γερμανία. Το Δεκέμβριο του 1927 κυκλοφορεί η τελευταία του συλλογή, "Ελεγεία και Σάτιρες".
Καλό ταξίδι, αλαργινό καράβι μου, στου απείρου
και στης νυχτός την αγκαλιά, με τα χρυσά σου φώτα!
Να 'μουν στην πλώρη σου ήθελα, για να κοιτάζω γύρου
σε λιτανεία να περνούν τα ονείρατα τα πρώτα.
Η τρικυμία στο πέλαγος και στη ζωή να παύει,
μακριά μαζί σου φεύγοντας πέτρα να ρίχνω πίσω,
να μου λικνίζεις την αιώνια θλίψη μου, καράβι,
δίχως να ξέρω πού με πας και δίχως να γυρίσω!
Το Φεβρουάριο του 1928 ο Καρυωτάκης αποσπάται στην Πάτρα και τον Ιούνιο στην Πρέβεζα. Από εκεί στέλνει απελπισμένα γράμματα σε συγγενείς και φίλους, περιγράφοντας την αθλιότητα που κυριαρχεί σ' αυτήν την πόλη (χαρακτηριστικό το ποίημα ΠΡΕΒΕΖΑ). Στις 20 Ιουλίου πηγαίνει στο Μονολίθι και γυμνός πέφτει στην θάλασσα προσπαθώντας - επί δέκα ώρες - να πνιγεί, μάταια όμως γιατί ήταν καλός κολυμβητής. Το πρωί της 21, γυρνώντας σπίτι του, πίνει ήρεμος το γάλα που του προσφέρει η σπιτονοικοκυρά του, ξαναφεύγει, αγοράζει ένα περίστροφο και πάει σ' ένα καφενεδάκι, όπου φυτεύει μια σφαίρα στην καρδιά του. Στην τσέπη του βρίσκεται το τελευταίο σημείωμά του :
Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου. Και τον κίνδυνο που ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους, έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους, ή εθεώρησαν την ύπαρξη τους παιχνίδι χωρίς ουσία. Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περισσότεροι μαζί με τους αιώνες. Σ' αυτούς απευθύνομαι.
Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές !!! είμαι έτοιμος για έναν ατιμωτικό θάνατο. Λυπούμαι τους δυστυχισμένους γονείς μου, λυπούμαι τα αδέλφια μου. Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά. Ημουν άρρωστος.
Σας παρακαλώ να τηλεγραφήσετε, για να προδιαθέσει την οικογένειά μου, στο θείο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη, οδός Μονής Προδρόμου, πάροδος Αριστοτέλους, Αθήνας.
Κ.Γ.Κ.
[Υ.Γ.] Και για ν' αλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης. Όλη νύχτα απόψε επί δέκα ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ηπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια. Ορισμένως, κάποτε, όταν μου δοθεί η ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου.
Κ.Γ.Κ.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Neraida
Επιφανές μέλος
Ολοκλήρωσε τη στοιχειώδη εκπαίδευση στην Κωνσταντινούπολη κι ύστερα γράφτηκε στη Ναυτική Σχολή Χάλκης. Ο διοικητής του, άκουσε και θαύμασε το ποίημά του "Λόγια Ενός Αξιωματικού Του Ναυτικού", που 'χε γράψει στα 12. Όταν αποφοίτησε μπήκε στο πολεμικό σκάφος Hamidiye ως εκπαιδευόμενος αξιωματικός καταστρώματος. Ωστόσο, η σταδιοδρομία του στο Ναυτικό σταμάτησε απότομα, γιατί αρρώστησε από πλευρίτη στη διάρκεια μιας νυχτερινής βάρδιας και δεδομένου ότι δεν μπόρεσε ν' ανακτήσει την υγεία του, απαλλάχτηκε σαν άτομο μ' ειδικές ανάγκες (1920).
Διορίστηκε καθηγητής στην Ανατολία, στο γυμνάσιο Bolu, για σύντομο διάστημα (1921). Ενδιαφέρθηκε για τη ρωσική επανάσταση, πήγε στη Μόσχα και μελέτησε οικονομικά και κοινωνικές επιστήμες στο εκεί πανεπιστήμιο (1922-1924). Εκεί συναντά και τον Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι από τον οποίο και επηρεάστηκε. Όταν επέστρεψε, δουλεψε σε εφημερίδα της Σμύρνης. Στην Τουρκία, όμως, το κεμαλικό κίνημα ήταν εναντίον τής αριστερής παράταξης και οι διώξεις και συλλήψεις καθημερινά πλήθαιναν. Έτσι, αναγκάστηκε να ξαναφύγει κρυφά για την Μόσχα. Ο Μαγιακόφσκι τον ξαναμαγεύει και μην αντέχοντας για πολύ να 'ναι μακριά από τη πατρίδα επιστρέφει χωρίς διαβατήριο.
Συλλαμβάνεται κι εισπράττει την πρώτη καταδίκη του για τα επαναστατικά του φρονήματα.Φυλακίζεται στη Hopa για τρεις μήνες (1928). Έπειτα, εγκαθίσταται στην Κωνσταντινούπολη κι εργάζεται σε διάφορα περιοδικά, εφημερίδες και σε κινηματογραφικά στούντιο. Εκδίδει τα πρώτα βιβλία ποίησης και γράφει συνεχώς (1928-1932). Συλλαμβάνεται ξανά το 1931, αλλά στη δίκη του, από κατηγορούμενος, γίνεται κατήγορος κι να τον αθωώνεται Την επόμενη χρονιά τον ξανασυλλαμβάνουν και καταδικάζεται σε πέντε χρόνια, όμως αφήνεται ελεύθερος λόγω της αμνηστείας για τον εορτασμό των πρώτων δέκα χρόνων τής Τουρκικής Δημοκρατίας.
Εργάστηκε σαν αρθρογράφος και συντάκτης σε περιοδικά κι εφημερίδες με το ψευδώνυμο Orhan Selim (1933). Τού στήνουν προβοκάτσια το 1934. Μηνύεται επειδή έκανε δήθεν, προπαγάνδα στους σπουδαστές της Στρατιωτικής Ακαδημίας. Δικάζεται "κεκλεισμένων των θυρών", χωρίς συνήγορο και καταδικάζεται συνολικά, σε 35ετή φυλάκιση, μα κατορθώνει να μειώσει την ποινή του στα 28 χρόνια και 4 μήνες σύμφωνα με τα άρθρα 68 κι 77 τού τουρκικού ποινικού κώδικα (1938). Καταλήγει στα μπουντρούμια της φυλακής στη Προύσα.
Οι διανοούμενοι ξεκινούν μεγάλη εκστρατεία για να πείσουν την ηγεσία να τον αμνηστεύσει. Αρχίζει απεργία πείνας στη φυλακή (1950). Τελικά, η υπόλοιπη ποινή τού χαρίζεται, μετά 13 χρόνια φυλακής. Δεν μπορούσε να βρει δουλειά ούτε να εκδόσει βιβλία, επειδή είχε διακόψει τη στρατιωτική του θητεία. Ένα διάταγμα που ουσιαστικά είχε τον ίδιο για στόχο. Πενήντα χρονών πια, άρρωστος και σε τρομερά δύσκολη θέση, ζώντας με τον φόβο της απόπειρας εναντίον της ζωής του, αποδέχεται τη συμβουλή του γνωστού, σύγχρονου, θεατρικού συγγραφέα και δημοσιογράφου Refik Erduran κι αυτοεξορίζεται. Με ρουμάνικο σκάφος, διαπλέει τη Μαύρη θάλασσα και περνά στη Ρωσία για να καταλήξει στη Μόσχα. Μετά από αυτό το γεγονός η οικογένεια του παρακολουθείται στενά και χάνει την Τουρκική του υπηκοότητα.
Ο Ναζιμ Χικμετ ταξιδεύει αρκετά, πηγαίνει σε διεθνή συνέδρια και γίνεται γνωστός σε όλο τον κόσμο. Παρόλα αυτά, η Σοβιετική Ένωση δεν είναι όπως την περίμενε. Μέχρι το θάνατο του Σταλιν έγιναν απόπειρες δολοφονίας εναντίον του παρόλο που ο ίδιος δεν έκρινε ποτέ τις μεθόδους του Στάλιν και προσπαθούσε να προωθήσει το Σοσιαλισμο σε όλο τον κόσμο. Ταξίδεψε σε πολλές Σοσιαλιστικές χώρες.
Από τη Μόσχα πηγαίνει στο Βερολίνο, όπου μέσα σε μια κατάμεστη αίθουσα με 500 ατόμων, δίνει ένα αγωνιστικό ρεσιτάλ και καταχειροκροτούμενος σαν ελεύθερος πλέον αγωνιστής - ποιητής. Χωρίς να σταματήσει να γράφει, περνά την υπόλοιπη ζωή του, στη Μόσχα. Έγραψε ποιήματα ενάντια στον πόλεμο και στα πυρηνικά όπλα και ο κόσμος τον έβλεπε όχι ως κάποιον που έκανε προπαγάνδα αλλά σαν κάποιο που ήταν ειλικρηνής στις απόψεις του, ακόμα και όταν η Σοβιετική ένωση προσπαθούσε να αναπτύξει την προπαγάνδα για την σημασία της ειρήνης. Το 1952 έγινε και διοικητικό στέλεχος του συμβουλίου παγκόσμιας ειρήνης.
Το 1956 νοσηλεύεται για 9 μήνες στο νοσοκομείο ενώ όταν αναρρώνει το 1957 ταξιδεύει στις Δυτικές χώρες της Σοβιετικής ένωσης. Το 1955 ερωτεύεται την Vera Tulyakova, την οποία περνά κατά πολλά χρόνια. Ο ποιητής νιώθει να ερωτεύεται για “πρώτη φορά”.
Έγραφε στη «διαθήκη του»: «Θάψτε με στην Ανατολία./ Σ' ένα κοιμητήρι χωριού./ Κι αν γίνεται ένα πλατάνι/ νά 'ναι πάνω απ' το κεφάλι μου./ Αυτό μου φτάνει».
«Ενας μεγάλος ποιητής έγραψε για όλον τον κόσμο.
Ενας μεγάλος άνθρωπος ανήκει στην ανθρώπινη πλειοψηφία.
Ενας μεγάλος πατριώτης βασανισμένος απ' την πατρίδα του
Ο Ναζίμ Χικμέτ δεν έχει όμοιό του στην ποίηση του αιώνα του.
Ηταν για μένα η ενσάρκωση του ηρωισμού και της τρυφεράδας»
(2007) Το ερωτευμένο σύννεφο , Σύγχρονη Εποχή
(1998) Ποιήματα , Κέδρος
(1997) Ναζίμ Χικμέτ τα έργα του , Σύγχρονη Εποχή
(1997) Ναζίμ Χικμέτ τα έργα του , Σύγχρονη Εποχή
(1990) Από την ποίηση του Ναζίμ Χικμέτ , Σπανός - Βιβλιοφιλία
(1988) Οι ρομαντικοί , Θεμέλιο
(1988) Το ερωτευμένο σύννεφο , Ύψιλον
(1985) 122 ποιήματα , Ζαχαρόπουλος Σ. Ι.
(1981) Γιατί αυτοχτόνησε ο Μπενερτζή; Γράμματα στην Ταράντα - Μπαμπού , Στοχαστής
Η γελάδα. Υπήρξε ή όχι ο Ιβάν Ιβάνοβιτς; , Δωδώνη
Μια χειμωνιάτικη νύχτα , Δαμιανός
Ποιήματα , Δαμιανός
Ποιήματα , Πέλλα
Ποιήματα , Αλφειός
Τι όμορφο που ʽναι να σε συλλογιέμαι
Να γράφω όλο για σένα
Να σε κοιτάζω πλαγιασμένος έτσι ανάσκελα
Μες στο κελί μου
Μια λέξη που ʽχες πει την τάδε μέρα
Στο τάδε μέρος, όχι η λέξη η ίδια
Μα αυτός ο τρόπος που είχε, μέσα της να κλείνει όλο τον κόσμο.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Neraida
Επιφανές μέλος
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Neraida
Επιφανές μέλος
(1920-1994)
Η Μελίνα Μερκούρη (Μαρία Αμαλία Μερκούρη) γεννήθηκε στην Αθήνα, στις 18 Οκτωβρίου του 1920, μέσα σε ένα έντονα πολιτικό και καλλιτεχνικό περιβάλλον, αφού ο πατέρας της Σταμάτης Μερκούρης υπήρξε βουλευτής από την ηλικία των 22 ετών, ενώ και ο παππούς της ήταν ο Σπύρος Μερκούρης, ένας από τους σπουδαιότερους και δημοκρατικότερους δημάρχους της Αθήνας, που στα χρόνια του μεσοπολέμου, λέγεται ότι απολάμβανε μεγαλύτερη αίγλη ακόμη κι από τον ίδιο το βασιλιά της Ελλάδας.
Η Μελίνα του Θεάτρου και του Κινηματογράφου
Το ταλέντο αλλά και η δίψα της Μελίνας για τις τέχνες, εκδηλώθηκαν από πολύ νεαρή ηλικία. Τι πιο φυσικό άλλωστε, όταν το σπίτι της ήταν πάντα ανοιχτό σε σπουδαίους λόγιους και καλλιτέχνες της εποχής.
Χωρίς δεύτερη σκέψη, γράφεται στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και παρακολουθεί μαθήματα δραματικής από το 1943 έως το 1946. Στο μεταξύ, σε ηλικία 21 ετών παντρεύεται τον κατά πολύ μεγαλύτερό της Πάνο Χαροκόπο και μένει μαζί του μέχρι το 1962, οπότε και χωρίζουν.
Σε ηλικία 24 ετών πραγματοποιεί την πρώτη θεατρική της εμφάνιση με το θίασο των Γ. Παππά και Αντώνη Γιαννίδη στο έργο του Αλέξη Σολομού «Το Μονοπάτι της Λευτεριάς». Από τότε θα την απολαύσουμε σε πολλές ακόμη θεατρικές επιτυχίες, όπως ο «Κορυδαλλός» του Ανούιγ, το «Γλυκό Πουλί της Νιότης» του Τεννεσί Ουίλλιαμς και το «Λεωφορείον ο Πόθος» το 1949, επίσης του Τεννεσί Ουίλλιαμς, στο Θέατρο Τέχνης, καθώς επίσης και σε θεατρικές σκηνές του Παρισιού. Το 1967 τη συναντάμε στη σκηνή του Broadway στο έργο «Ilya Darling». Η τελευταία θεατρική παρουσία της ήταν στην «Ορέστεια» με το θίασο του Κάρουλου Κουν, το 1981.
Στον κινηματογράφο, οι ερμηνείες που την έκαναν διάσημη πέρα από τα ελληνικά σύνορα ήταν:
Οι περισσότερες από αυτές τις ταινίες παραμένουν μέχρι και σήμερα άγνωστες στην Ελλάδα, γιατί γυρίστηκαν στο εξωτερικό, κατά την περίοδο της παραμονής της στη Γαλλία, και κάποιες από αυτές ουδέποτε προβλήθηκαν σε ελληνικές αίθουσες.
Η ταινία «Στέλλα» του 1955 παίρνει μέρος στο φεστιβάλ των Καννών και κερδίζει το βραβείο Χρυσή Σφαίρα για την καλύτερη ξένη ταινία, από την επιτροπή ανταποκριτών Ξένου Τύπου του Hollywood. Η μεγάλη όμως επιτυχία για την Μελίνα Μερκούρη, έρχεται το 1960, όταν πρωταγωνιστεί στην ταινία «Ποτέ την Κυριακή», της οποίας τη μουσική επένδυση είχε επιμεληθεί ο Μάνος Χατζιδάκις. Εδώ η κινηματογραφική «Ήλια» το κορίτσι με την αθώα παιδική ψυχή και τα ταλαιπωρημένα νεανικά χρόνια, κατακτά το βραβείο καλύτερης ηθοποιού, ενώ παράλληλα, κατά τη διάρκεια της παραμονής της στις Κάννες γνωρίζεται με τον Αμερικανό σκηνοθέτη και φιλέλληνα Ζυλ Ντασέν. Μεταξύ τους αναπτύσσεται ένας φλογερός έρωτας, ο οποίος σύντομα καταλήγει σε ένα ευτυχισμένο γάμο που τους κρατά για πάντα δεμένους. Ο Ντασσέν υπήρξε ο δημιουργός εννέα κινηματογραφικών ταινιών με πρωταγωνιστρια την ίδια.
Όπως πίστευε η ιδια, τυχερός της αριθμός ήταν το 18, εξʼ αιτίας διαφόρων ευχάριστων συγκυριών που είχαν σημαδέψει τη ζωή της. Για παράδειγμα, εκτός του ότι ήταν γεννημένη στις 18 Δεκεμβρίου, ο Ζυλ Ντασέν είχε επίσης γεννηθεί στις 18 Δεκεμβρίου. Ο παππούς της Σπύρος Μερκούρης είχε γεννηθεί στις 18 Ιουνίου, ενώ τέλος, με τον Ντασέν γνωρίστηκε στις 18 Μαίου του 1955. Η ίδια εκλέχτηκε Υπουργός Πολιτισμού στις 18 Οκτωβρίου 1981.
Η δισκογραφία της Μελίνας Μερκούρη
Εκτός από σπουδαία ηθοποιός η Μελίνα Μερκούρη υπήρξε και εξαίρετη τραγουδίστρια. Κατά τη διάρκεια της καριέρας της ηχογράφησε αρκετούς δίσκους, οι περισσότεροι από τους οποίους κυκλοφόρησαν πρώτα (ή κατʼ αποκλειστικότητα) στο εξωτερικό. Κατά τα χρόνια της δικτατορίας, όλοι της οι δίσκοι και οι ταινίες είχαν απαγορευτεί στην ελληνική αγορά.
Η δισκογραφία της περιλαμβάνει τους δίσκους:
«Η Ελλάδα της Μελίνας»: 1964-«Je suis Greque» (Είμαι Ελληνίδα): 1971-«Είμαι Ρωμιά» : 1972-«Lʼ Oeillet Rouge»: 1972-«Si Melina Mʼ Etait Contree»: 1973-«Great Greek Singers»: 1989-«Για Πάντα» : 1990
Επιστρέφουν μαζί στην Ελλάδα, το 1974 και κατοικούν σε ένα παλιό αρχοντικό κοντά στο Καλλιμάρμαρο με άπλετη θέα προς την Ακρόπολη, το χώρο που για τη ίδια αποτελούσε σε ολόκληρη τη ζωή της το σύμβολο του Ελληνικού Πολιτισμού.
Η Μελίνα του Πολιτισμού
Η διεθνής ακτινοβολία της Μελίνας και οι επαφές που έχει στο μεταξύ αναπτύξει με κορυφαίους παράγοντες των τεχνών, των γραμμάτων και της πολιτικής, γίνονται αφορμή για να βγει η Ελλάδα από το περιθώριο και να ακουστεί σε ολόκληρη την Ευρώπη και την Αμερική. Η Μελίνα γίνεται μια άτυπη αλλά ουσιαστική πρέσβειρα του ελληνικού πολιτισμού.
Στις 18 Οκτωβρίου του 1981 καταλαμβάνει τη θέση της Υπουργού Πολιτισμού και Επιστημών στην κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου και παραμένει στη θέση αυτή μέχρι τον Ιούνιο του 1989. Τα ηνία αναλαμβάνει και πάλι από τον Οκτώβριο του 1993 μέχρι το Μάρτιο του 1994, όπου και χάνει τη μάχη με το θάνατο, χτυπημένη από τον καρκίνο.
Κατά τη διάρκεια της θητείας της, το Υπουργείο Πολιτισμού εμπλουτίστηκε με νέους τομείς δραστηριοτήτων με αποτέλεσμα να διοχετευτεί η πεμπτουσία και η δυναμική του πολιτισμού, ως πηγή έμπνευσης και ποιότητας ζωής, στην καθημερινότητα του Έλληνα.
Στο μεταξύ, το 1990 είχε θέσει υποψηφιότητα για τη θέση της δημάρχου Αθηνών, χωρίς ωστόσο να εκλεγεί.
Από τη θέση της ως Υπουργός Πολιτισμού κατόρθωσε να ξαναφέρει στην επιφάνεια το θέμα της επιστροφής των μαρμάρων του Παρθενώνα στην Ελλάδα, από το Μουσείο του Λονδίνου, και γιʼ αυτό το σκοπό μάλιστα, θεμελίωσε τις εργασίες ανέγερσης ενός υπερσύγχρονου μουσείου στη σκιά της Ακρόπολης, το οποίο προορίζεται για να φιλοξενήσει όλα τα εκθέματα του Παρθενώνα.
Δικό της δημιούργημα είναι επίσης και ο θεσμός της «Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης», ενός κορυφαίου γεγονότος με αποκλειστικό σκοπό την σύσφιξη των σχέσεων μεταξύ των ευρωπαϊκών πόλεων, με αποκλειστικό γνώμονα τον Πολιτισμό (ανάδειξη μνημείων, διοργάνωση πολιτιστικών εκδηλώσεων, συνεδρίων, εκθέσεων κλπ) σε μια διαφορετική πόλη κάθε χρόνο, ώστε να της δίνεται η ευκαιρία να αναδεικνύει την πολιτιστική της κληρονομιά και να ισχυροποιεί την ταυτότητά της μέσα στην Ευρώπη. Το ξεκίνημα έγινε, όπως ήταν αναμενόμενο με την Αθήνα, και από τότε έχει εφαρμοστεί με επιτυχία σε πάρα πολλές πόλεις της Ευρώπης.
Το άστρο της Μελίνας Μερκούρη έσβησε το απόγευμα της Κυριακής της 6ης Μαρτίου του 1994, στην εντατική μονάδα του νοσοκομείου Memorial της Νέας Υόρκης.
Μετά το θάνατό της, άξιος συνεχιστής του έργου της ορίστηκε ο πολυαγαπημένος της σύζυγος και φιλέλληνας Ζυλ Ντασέν, ο οποίος ίδρυσε το Ίδρυμα «Μελίνα Μερκούρη» με σκοπούς, μεταξύ άλλων, την οργάνωση διαλέξεων, συνεδρίων, εκδόσεων και εκπαιδευτικών προγραμμάτων για την προβολή των αξιών του ελληνικού πολιτισμού. Πρωταρχικός ωστόσο στόχος του Ιδρύματος είναι η προώθηση όλων των απαιτούμενων ενεργειών για την αποπεράτωση του Μουσείου της Ακρόπολης.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Neraida
Επιφανές μέλος
(Hermann Hesse, Calw Βυττεμβέργης Γερμανίας, 2 Ιουλίου 1877 – Montagnola Ελβετίας, 9 Αυγούστου 1962).
ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ
Κατογόταν από την θρησκόληπτη οικογένεια των Γιόχαν Έσσε (Johannes Hesse, γεν. το 1847 στην Εσθονία που τότε ανήκε στην Ρωσία) και Μαρί Γκούντερτ (Marie Gundert, γεν. το 1842 στην Ιταλία), που και οι δύο είχαν υπηρετήσει σε προτεσταντική ιεραποστολή στην Ινδία και από το 1873 είχαν εγκατασταθεί στο Calw, όπου εργάζονταν στον ιεραποστολικό εκδοτικό οίκο του πατέρα της Μαρί, Έρμαν Γκούντερτ (Hermann Gundert).
Ο μικρός Έρμαν Έσσε στάλθηκε αρχικά στο «Λατινικό Σχολείο» («Lateinschule») του Γκαίπινγκεν (Göppingen) και εν συνεχεία, το 1891, στο «Ευαγγελικό Θεολογικό Εκπαιδευτήριο» του Maulbronn («Evangelische Seminare Maulbronn»), από όπου κατά κυριολεξία δραπέτευσε τον Μάρτιο του 1892. Τον Μάϊο έκανε απόπειρα αυτοκτονίας και ακολούθησαν συνεχείς συγκρούσεις με τους θρησκόπληπτους γονείς του, οι οποίοι δεν δίστασαν ακόμα και να τον κλείσουν σε ένα θεοκρατικό αναμορφωτήριο στο BadBoll υπό τον έλεγχο του κληρικού και θεολόγου Μπλούμχαρντ (Christoph FriedrichBlumhardt) και εν συνεχεία σε μια ψυχιατρική κλινική στο Στέτεν (Stetten im Remstal) και σε ένα ακόμα αναμορφωτήριο της Βασιλείας (Basel), για να τον «ξαναφέρουν στον δρόμο του Θεού».
Μετά από πολλές ακόμα περιπέτειές του στην προσπάθεια να ξεφύγει από την βλακεία, την θρησκοληψία και την αφόρητη ρουτίνα (εργαζόμενος άλλοτε ως υπάλληλος βιβλιοπωλείου και άλλοτε ως βιοτεχνικός εργάτης), ο Έσσε ξεκίνησε την επαφή του με την λογοτεχνία στις 17 Οκτωβρίου 1895 ως υπάλληλος στο φιλοσοφικό βιβλιοπωλείο «Heckenhauer» του Τύμπιγκεν, όπου εντάχθηκε στον λογοτεχνικό κύκλο «Le Petit Cénacle» και ήλθε σε επαφή με εξαιρετικά βιβλία (κυρίως Ελληνικής Μυθολογίας, καθώς και των έργων των Νοβάλις, Γκαίτε, Λέσσινγκ, Χαίλντερλιν και Σίλλερ) τα οποία δανειζόταν και διάβαζε στο σπίτι του.
ΠΡΩΤΑ ΕΡΓΑ ΚΑΙ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΑ
Σε ηλικία μόλις 19 ετών είδε το 1896 το ποίημά του «Madonna» να δημοσιεύεται σε ένα περιοδικό της Βιέννης και τρία χρόνια αργότερα (το 1899) εξέδωσε την συλλογή πρόζας «Μία ώρα μετά τα μεσάνυχτα». Το έτος 1904, κατά το οποίο νυμφεύθηκε την Μαρία Μπερνούλι (Maria Bernoulli, της γνωστής οικογένειας μαθηματικών) και εγκαταστάθηκε στο Γκαιενχόφεν (Gaienhofen) της λίμνης Κοστάντζας (Constance), είδε το φως της δημοσιότητας το πρώτο του μυθιστόρημα, «Πήτερ Κάμεντσιντ» («Peter Camenzind»), το οποίο μετά από δύο χρόνια ακολουθήθηκε από το «Κάτω από τον τροχό» («Unterm Rad»).
Την ίδια εποχή (γύρω στο 1905) από το αρχικό του ενδιαφέρον στον γερμανικό Ρομαντισμό στράφηκε στον Σοπενάουερ (Arthur Schopenhauer), τον Βουδισμό και την Θεοσοφία και το 1911, όντας πλέον σε διάσταση με την σύζυγό του (με την οποία είχε αποκτήσει 3 υιούς), ταξίδεψε προς διεύρυνση των οριζόντων του στην Σρι Λάνκα και την Ινδονησία.
Στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο υπηρέτησε στον αυτοκρατορικό γερμανικό στρατό ως βοηθητικός (1914 – 1919), ενώ το 1916 αποδείχθηκε το χειρότερο έτος της ζωής του με τον θάνατο του πατέρα του (8 Μαρτίου 1916), την σοβαρή ασθένεια του υιού του Μάρτιν και την εκδήλωση σχιζοφρένειας από την σύζυγό του. Αυτές οι δυσκολίες τον έφεραν ωστόσο κοντά στην Ψυχανάλυση και, μέσω του ψυχοθεραπευτή του Λανγκ (J. B. Lang), έκανε προσωπική επαφή με τον ίδιο τον Καρλ Γιούνγκ (Carl Jung) το 1917.
Η ΓΟΝΙΜΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ 1920
Το 1922 εκδόθηκε το φιλοϊνδικό αλληγορικό αριστούργημά του «Σιντάρτα» («Siddhartha», γύρω από τα νεανικά χρόνια του Γκαουτάμα Βούδα) και 2 χρόνια αργότερα νυμφεύθηκε, σε έναν πέρα για πέρα ατυχή γάμο που διήρκεσε μόνο μερικούς μήνες, την τραγουδίστρια Ρουθ Βένγκερ (Ruth Wenger, θυγατέρα της συγγραφέως Λίζας Βένγκερ, Lisa Wenger) αφού ήδη το 1923 είχε λάβει την ελβετική υπηκοότητα. Το 1927, χρονιά κατά την οποία ο μισός αιώνας ζωής του χαιρετίστηκε στο Βερολίνο με την έκδοση της βιογραφίας του «Hermann Hesse: sein Leben und sein Werk» από τον φίλο του Ούγκο Μπαλ (Hugo Ball), προκάλεσε αίσθηση το μυθιστόρημά του «Ο Λύκος της Στέππας» («Der Steppenwolf») με ανάμικτα προσωπικά και φανταστικά στοιχεία, όπου ο πρωταγωνιστής Harry Haller βιώνει την εντός του συνύπαρξη δύο διαφορετικών όντων, του ίδιου και της σκιάς του που ονομάζεται Hermine.
ΚΑΤΑΦΥΓΗ ΣΤΗΝ ΕΛΒΕΤΙΑ
Το 1931 μετακόμισε σε ένα μεγάλο σπίτι, την «Casa Hesse», στην Μοντανιόλα της Ελβετίας, όπου πραγματοποίησε τον τρίτο του γάμο με την εβραία ιστορικό τέχνης Νινόν Ντόλμπιν (Ninon Dolbin ή Gisela Kleine, 1895 – 1966, πρώην σύζυγο του σκιτσογράφου B. F. Dolbin), με την οποία είχε γνωριμία από τα 14 χρόνια της, το 1909, όταν του είχε στείλει μία επιστολή θαυμασμού και συζούσε ήδη από το 1926. Ενώ κατά την περίοδο της Δημοκρατίας της Βαϋμάρης (1919 - 1933) έμεινε μακριά από κάθε είδους πολιτική έχοντας επιλέξει την μόνωση, με την άνοδο του Ναζισμού κατηγορήθηκε από εβραίους αυτοεξόριστους στην Γαλλία ότι δεν είχε, από την Ελβετία όπου ζούσε, εναντιωθεί «όπως όφειλε» (…) στο νέο καθεστώς (παρά το ότι είχε βοηθήσει τους Μπρεχτ, Bertolt Brecht, και Μαν, Thomas Mann, στην διαφυγή τους), αλλʼ αντίθετα αρθρογραφούσε τακτικά στην εφημερίδα «Frankfurter Zeitung». Ωστόσο, λόγω του υποτιθέμενου «φιλο-εβραϊσμού» του, από τα μέσα της δεκαετίας του 1930 οι εφημερίδες άρχισαν μία – μία να αρνούνται να φιλοξενήσουν κείμενα ή ποιήματά του, το δε 1941 οι ναζί τον έθεσαν σε δυσμένεια επειδή αρνήθηκε να αφαιρέσει τις αναφορές του σε διωγμούς εβραίων όταν επανέκδοσε το «Νάρκισσος και Χρυσόστομος» και τελικά το 1943 απαγόρευσαν την κυκλοφορία των βιβλίων του, συμπεριλαμβανομένου και του άρτι εκδοθέντος στην Ζυρίχη δίτομου αριστουργήματος «Το παιχνίδι με τις χάντρες», το οποίο ο Έσσε έγραφε από το 1931.
ΒΡΑΒΕΙΑ
Το 1946 ο Έσσε τιμήθηκε με το βραβείο Γκαίτε («Goethepreis der Stadt Frankfurt»), και ακολούθησαν το 1947 το βραβείο Νόμπελ (Nobel) Λογοτεχνίας (σε συνέχεια του οποίου έλαβε την ίδια χρονιά τιμητικό μεταπτυχιακό τίτλο από το Πανεπιστήμιο της Βέρνης) και το 1955 το βραβείο Ειρήνης του Γερμανικού Εμπορίου Βιβλίου, ενώ έλαβε επίσης αρκετά μικρότερα βραβεία (το 1928 το «Mejstrik-Preis der Wiener Schiller-Stiftung», το 1936 το «Gottfried-Keller-Preis» και το 1950 το «Wilhelm-Raabe-Preis»). Την περίοδο 1945 – 1962 έγραψε 50 ποιήματα και 32 κριτικές σε διάφορες ελβετικές εφημερίδες και στις 9 Αυγούστου 1962 πέθανε κατά την διάρκεια του ύπνου του από εγκεφαλική αιμορραγία, σε ηλικία 85 ετών και τάφηκε στο νεκροταφείο «San Abbondio» της Μοντανιόλα.
ΤΑ ΜΕΤΑ ΘΑΝΑΤΟΝ
Κατά τις δεκαετίες του 1960 και 1970 ο Έσσε αγαπήθηκε πολύ, τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Αμερική, από την νεολαία που επάνδρωσε τα τότε κινήματα της αμφισβήτησης, ιδιαίτερα από τον κόσμο της λεγόμενης Αντικουλτούρας και μετά του λεγόμενου «NewAge». Το 1969 μάλιστα, το ροκ μουσικό συγκρότημα «Sparrow» άλλαξε το όνομά του σε «Steppenwolf» και υπό αυτό το όνομα έγινε παγκόσμια γνωστό όταν γνώρισε τεράστια επιτυχία το τραγούδι του «Γεννημένοι για να ʽμαστε άγριοι» («Born to be Wild»). Στην Ινδία ιδρύθηκε προς τιμή του η «Εταιρεία Έρμαν Έσσε» («Hermann Hesse Society»), η οποία εξέδωσε το «Σιντάρτα» στα σανσκριτικά.
ΕΠΙΛΟΓΗ ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑΣ:
«Ρομαντικά άσματα» («Romantische Lieder»), 1898
«Μια ώρα μετά τα μεσάνυχτα» («Eine Stunde hinter Mitternacht»), 1899
«Ποιήματα» («Gedichte»), 1902
«Βοκκάκιος» («Boccaccio»), 1904
Φραγκίσκος της Ασίζης («Franz von Assisi»), 1904
«Πέτερ Κάμεντσιντ» («Peter Camenzind»), 1904
«Κάτω από τον τροχό» («Unterm Rad»), 1906
«Εντεύθεν» («Diesseits»), 1907
«Φίλοι» («Freunde»), 1908
«Γερτρούδη» («Gertrud»), 1910
«Πλάγιοι Δρόμοι» («Umwege»), 1912
«Ροσάλντε» («Rosshalde»), 1914
«Το Λατινικό Σχολείο» («Der Lateinschüler»), 1914
«Κνούλπ» («Knulp»), 1915
«Στον δρόμο» («Am Weg»), 1915
«Γράμμα στο λιβάδι» («Brief ins Feld»), 1916
«Ντέμιαν» («Demian»), 1919
«Μικρόκηπος» («Kleiner Garten»), 1919
«Παράξενες ιστορίες από ένα άλλο άστρο» («Märchen»), 1919
«Η επιστροφή του Ζαρατούστρα» («Zarathustras Wiederkehr»), 1919
«Τα ποιήματα του ζωγράφου» («Gedichte des Malers»), 1920
«Βλέποντας το Χάος» («Blick ins Chaos»), 1920
«Το τελευταίο καλοκαίρι του Κλίνγκσορ» («Klingsors letzter Sommer»), 1920
«Αποδημία» («Wanderung»), 1920
«Επιλεγμένα ποιήματα» («Ausgewählte Gedichte»), 1921
«Σιντάρτα» («Siddhartha»), 1922
«Ιταλία» («Italien»), 1923
«Το Σημειωματάριο του Σίνκλαιρ» («Sinclairs Notizbuch»), 1923
«Λεύκωμα» («Bilderbuch»), 1926
«Το ταξίδι στη Νυρεμβέργη» («Die Nürnberger Reise»), 1927
«Ο Λύκος της Στέππας (Der Steppenwolf), 1927
«Κρίση» («Krisis»), 1928
«Απόψεις» («Betrachtungen»), 1928
«Μία Βιβλιοθήκη της Παγκόσμιας Λογοτεχνίας» («Eine Bibliothek der Weltliteratur»), 1929
«Άνεση της νύχτας», («Trost der Nacht»), 1929
«Ο Κυκλώνας» («Der Zyklon»), 1929
«Νάρκισσος και Χρυσόστομος» («Narziss und Goldmund»), 1930
«Μακράν ένδον» («Weg nach Innen»), 1931
«Μικρός κόσμος» («Kleine Welt»), 1933
«Ταξίδι στην Ανατολή («Die Morgenlandfahrt»), 1932
«Ώρες στον κήπο» («Stunden im Garten»), 1936
«Το Σπίτι των Ονείρων» («Das Haus der Träume»), 1936
«Νέα Ποιήματα» («Neue Gedichte»), 1937
«Αυτοβιογραφικά» («Gedenkblätter»), 1937
«Τα Ποιήματα» («Die Gedichte»), ποίηση, 1942
«Το παιχνίδι με τις χάντρες» («Das Glasperlenspiel» ή «Magister Ludi»), δύο τόμοι, 1943
«Μπερτόλδος» («Berthold»), 1945
Hermann Hesse
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Neraida
Επιφανές μέλος
Γεννήθηκε στη Χαλκίδα το 1899 και πέθανε στην Αθήνα το 1975. Υπήρξε ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Στη αρχή της καριέρας του, ευδοκίμησε ως τενόρος της ελληνικής οπερέτας, μετά την παρακμή της όμως, μετεπήδησε στην επιθεώρηση.
Διαθέτοντας μια θαυμάσια φωνή, έπλασε τον τύπο του μεθύστακα που στα νούμερά του κατέληγε να τραγουδάει καντάδες. Ο τύπος του μεθύστακα, του λαϊκού ανθρώπου που πίνει για να ξεχνά τους καημούς και τα βάσανα του κόσμου, προϋπήρχε ως παράδοση στο είδος αλλά ο Μακρής του έδωσε βάθος και κοινωνική καταγωγή.
Στον κινηματογράφο διέπλασε και έναν αμέθυστο τύπο αλλά κοινωνικά και ψυχολογικά παράλληλο, το συντηρητικό πατέρα, το φιλάργυρο γρουσούζη και «ανάποδο» γέροντα, που όμως στο βάθος είναι αγαθός και ευαίσθητος και βρίσκει το προσωπείο του γκρινιάρη και του απρόσιτου ως άμυνα για να επιβιώσει. Οι σημαντικότερες ταινίες του Μακρή είναι «Ο μεθύστακας», «Το αμαξάκι», «Ο γρουσούζης», «Η Χιονάτη και τα επτά γεροντοπαλλήκαρα», «Η θεία από το Σικάγο», «Η κάλπικη λίρα». Ηθοποιός σπάνιου ήθους και υψηλής επαγελματικής συνείδησης, ο Μακρής σφράγισε με την υποκριτική του λιτότητα την επιθεώρηση και με τη στερεότητά του το σινεμά.
Πηγή
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Neraida
Επιφανές μέλος
Γερμανός φιλόλογος και επιφανής φιλόσοφος του 19ου αιώνα, δριμύτατος επικριτής των κατεστημένων αντιλήψεων, ιδιαιτέρως του Χριστιανισμού, πρόδρομος του Μηδενισμού και του Υπαρξισμού.[/SIZE] [SIZE=-1]Γεννήθηκε στις 15 Οκτωβρίου 1844 στην πόλη Ραίκεν (Rocken) της Πρωσικής Σαξωνίας, το τρίτο και νεότερο παιδί της θρησκόληπτης οικογένειας του λουθηρανού κληρικού Καρλ Λούντβιχ Νίτσε (Carl Ludwig Nietzsche, 1813 - 1849) και της Φραντσίσκα Έλερ (Franziska Oehler, 1826 - 1897), θυγατέρας κληρικού. Ο πατέρας του πέθανε νωρίς, από κτύπημα στο κεφάλι έπειτα από πτώση το 1849 όταν ο μικρός Φρήντριχ ήταν μόλις 5 ετών, και τον επόμενο χρόνο ακολούθησε ο θάνατος του μόλις 2ετούς αδελφού του Λούντβιχ Ιωσήφ. Μετά από τους δύο αυτούς θανάτους, η μητέρα του μετακόμισε για οικονομικούς και συναισθηματικούς λόγους στο σπίτι της μητέρας της στο Νάουμπουργκ (Naumburg), στις όχθες του ποταμού Ζάαλε.[/SIZE]
[SIZE=-1]Στο Νάουμπουργκ ο μικρός Νίτσε παρακολούθησε από το 1854 μαθήματα σε ιδιωτικό προπαρασκευαστικό σχολείο, το «Ντομγκυμνάζιουμ» («Domgymnasium», όπου αφού εξετάστηκε από τον διευθυντή, εντάχθηκε εξαρχής στην δεύτερη τάξη), ενώ τον Οκτώβριο του 1858 κέρδισε μία υποτροφία για το «Σούλπφορτα» («Schulpforta» ή «Pforta»), ένα από τα σπουδαιότερα οικοτροφεία των προτεσταντών της Γερμανίας. Οι οικείοι του τον προόριζαν να σπουδάσει Θεολογία, ωστόσο ο ίδιος, από την στιγμή που διαμόρφωσε την προσωπικότητά του, στράφηκε συνειδητά προς την Φιλοσοφία, καθώς από το φθινόπωρο του 1862 είχε ήδη απορρίψει μέσα του τον Χριστιανισμό.[/SIZE]
[SIZE=-1]Με την αποφοίτησή του από το «Σούλπφορτα» στις 7 Σεπτεμβρίου 1864 γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο της Βόννης για να σπουδάσει Κλασική Φιλολογία, αλλά και Θεολογία (ενδιαφερόμενος κυρίως για την φιλολογική εξέταση των κατασκευασμένων πηγών της λεγόμενης «Καινής Διαθήκης»), ενώ παράλληλα ασχολήθηκε και με σύνθεση μουσικής, επηρεασμένος κυρίως από τον ρομαντικό Ρόμπερτ Σούμαν. Κατά την σύντομη παραμονή του στην Βόννη, ο Νίτσε μελέτησε καλά το έργο του Ντάβιντ Στράους (David Strauss) για την πραγματική ζωή του ιδρυτή του Χριστιανισμού και επιβεβαίωσε όχι μόνον την πλήρη απόρριψη της συγκεκριμένης θρησκείας μέσα του, αλλά απέρριψε και την θρησκοληψία γενικότερα, ανακηρύσσοντας τον εαυτό του «αναζητητή» της Αλήθειας.[/SIZE]
[SIZE=-1]Το φθινόπωρο του έτους 1865 έκανε μετεγγραφή μαζί με τον καθηγητή του Φρήντριχ Βίλχελμ Ριτσλ (Friedrich Wilhelm Ritschl) στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας, όπου αρίστευσε και παράλληλα ανακάλυψε την σκέψη του Σοπενάουερ (Arthur Schopenhauer), μελέτησε το υλιστικό έργο του Φρήντριχ Άλμπερτ Λάνγκε (Friedrich Albert Lange) «Η Ιστορία του Υλισμού» («Geschichte des Materialismus») και επίσης γνωρίστηκε με τον τότε συμφοιτητή του και μετέπειτα διακεκριμένο κλασικιστή Έρβιν Ρόντε (Erwin Rohde). Το 1867 κατατάχθηκε στο πυροβολικό του Νάουμπουργκ, αλλά τον Μάρτιο του 1868 η στρατιωτική του σταδιοδρομία έληξε άδοξα μετά από σοβαρό τραυματισμό του στον θώρακα και επέστρεψε στην Λειψία, όπου για ένα διάστημα εργάστηκε ως κριτικός όπερας στην εφημερίδα «Deutsche Allgemeine» και ως βιβλιοκριτικός στο περιοδικό «Literarisches Zentralblatt». Το βράδυ της 8ης Νοεμβρίου 1868 συναντήθηκε για πρώτη φορά με τον μουσικό Ρίχαρντ Βάγκνερ (Richard Wagner) και επί μία σχεδόν δεκαετία υπήρξε στενός φίλος τόσο του ιδίου όσο και της συζύγου του Cosima.[/SIZE]
[SIZE=-1]Μετά από τέσσερις δημοσιεύσεις του στο ακαδημαϊκό περιοδικό «Reinisches Museum» του καθηγητή του Ριτσλ και με τις άριστες συστάσεις του τελευταίου, ο οποίος διαβεβαίωνε σε επιστολή του ότι στα 40 χρόνια της πανεπιστημιακής του καριέρας δεν είχε συναντήσει κάποιον τόσο ευφυή σαν τον Νίτσε, διορίστηκε τελικά σε ηλικία μόλις 25 ετών έκτακτος καθηγητής Κλασικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο της Βασιλείας στην Ελβετία, όπου αρχικά παρέδιδε διαλέξεις για την Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Ποίησης και για τις «Χοηφόρες» του Αισχύλου και μετά από λίγο ξεκίνησε το τεράστιο συγγραφικό έργο του. Από την συγκεκριμένη θέση παραιτήθηκε έπειτα από 10 χρόνια, το έτος 1879, για λόγους υγείας, έχοντας εν τω μεταξύ γίνει τακτικός καθηγητής και λάβει την ελβετική υπηκοότητα, ενώ το 1869 το Πανεπιστήμιο της Λειψίας του απένειμε τον τίτλο του διδάκτορα όχι μετά από εξετάσεις ή κατάθεση διατριβής, αλλά με βάση τις δημοσιεύσεις του.[/SIZE]
[SIZE=-1]Υπηρέτησε ως εθελοντής νοσοκόμος στον πρωσικό στρατό κατά τη διάρκεια του Γαλλοπρωσικού πολέμου (1870 - 1871), καθώς η ουδέτερη Ελβετία δεν του επέτρεψε να γίνει μάχιμος στρατιώτης, όπως ο ίδιος επιθυμούσε. Ως νοσοκόμος στο Στρασβούργο ήλθε σε άμεση επαφή με την αγριότητα και φρίκη του πολέμου, ενώ η υγεία του επιδεινώθηκε αρκετά. Τον Οκτώβριο του 1870 επέστρεψε στα διδακτικά του καθήκοντα στο Πανεπιστήμιο της Βασιλείας και από το 1873 έως το 1876 συνέγραψε 4 δοκίμια που εκδόθηκαν αργότερα ως συλλογή υπό τον τίτλο «Ανεπίκαιροι Στοχασμοί» και εξέταζαν τον γερμανικό πολιτισμό του 19ου αιώνα.[/SIZE]
[SIZE=-1]Σε όλο του πρώϊμο έργο του της Βασιλείας διακρίνεται η έντονη επιρροή από τον Βάγκνερ, επιρροή που έγινε εντονότερη στο βιβλίο «Η γέννηση της Τραγωδίας» («Die Geburt der Tragodie», που κυκλοφόρησε το 1872 σε 800 αντίτυπα), στο οποίο ο Νίτσε ερμηνεύει την αρχαία Ελληνική Τραγωδία μέσα από την κατʼ αυτόν αντίθεση μεταξύ «απολλωνίου» και «διονυσιακού» πνεύματος. Το τολμηρό εκείνο έργο όμως, έγινε ελάχιστα αποδεκτό από τους πανεπιστημιακούς κύκλους, κυρίως εξαιτίας μιας αρνητικής κριτικής του σχολαστικού φιλόλογου Ούλριχ φον Βιλαμόβιτς – Μέλεντορφ (Ulrich von Wilamowitz - Moellendorff), που στην 32σέλιδη μπροσούρα του «Zukunftsphilologie!» («Φιλολογία του μέλλοντος!») κατηγόρησε τον Νίτσε για «αμάθεια και παντελή έλλειψη αγάπης για την αλήθεια» και του πρώην φιλόλογου καθηγητή του στο Πανεπιστήμιο της Βόννης Χέρμαν Ούζενερ (Hermann Carl Usener), που, όλος εμπάθεια, δεν δίστασε να χαρακτηρίσει το σύνολο του βιβλίου ως «μία απόλυτη ηλιθιότητα».[/SIZE]
[SIZE=-1]Ενώ ήδη από τις αρχές του 1876 ο Νίτσε είχε για λόγους υγείας αναγκαστεί να σταματήσει να διδάσκει στο Πανεπιστήμιο, το καλοκαίρι του έτους 1878 επήλθε ρήξη ανάμεσα σε αυτόν και τον Βάγκνερ και η φιλία των δύο ανδρών έσπασε διαπαντός. Κύρια αιτία της σύγκρουσης ήταν η συνεχής ερωτοτροπία του Βάγκνερ με χριστιανικά θέματα σε συνδυασμό με έναν έντονο σωβινισμό και αντισημιτισμό, τρία πράγματα που κατʼ εξοχήν αποστρεφόταν ο Νίτσε. Μέσα στο ίδιο έτος (1878 ) εξέδωσε και το αφοριστικό βιβλίο του «Ανθρώπινο, πάρα πολύ ανθρώπινο» («Menschliches, Allzumenschliches», το οποίο δέχθηκε τα μαζικά πυρά αποδοκιμασίας από την κατεστημένη διανόηση της εποχής) και είδε επίσης να πεθαίνει ο αγαπημένος του καθηγητής Ρίτσλ. [/SIZE]
[SIZE=-1]Από τον Μάϊο του 1879, όταν για λόγους υγείας παραιτήθηκε οριστικά από το Πανεπιστήμιο της Βασιλείας έναντι μίας πολύ μικρής σύνταξης, μέχρι το έτος 1888 ο Νίτσε λειτούργησε ως ανεξάρτητος φιλόσοφος, έχοντας επιλέξει να ζει μόνος ή με πολύ σπάνια επικοινωνία με τους ανθρώπους. Διαμένοντας κατά καιρούς στην Ελβετία, την Γαλλική Ριβιέρα και την Ιταλία, παρά την τραγικά άσχημη υγεία του και την ελαττωμένη πια όρασή του (λόγω βλάβης του αμφιβληστροειδούς και στα δύο μάτια του που προκαλούσε συνεχείς πονοκεφάλους), ανέδειξε την τολμηρότερη και ισχυρότερη πλευρά του πνεύματός του.[/SIZE]
[SIZE=-1]Τα κείμενά του διακρίνονται για το οξύ και επιθετικό ύφος τους και την εκτεταμένη χρήση αφορισμών, ενώ το όλο φιλοσοφικό έργο του εκτιμήθηκε ιδιαίτερα κατά το πρώτο μισό του 20ου αιώνα, περίοδο κατά την οποία εδραιώθηκε η θέση του και αναγνωρίστηκε ως ένας από τους μεγαλύτερους ευρωπαίους φιλοσόφους. Από το 1881 μέχρι και το 1888 κατόρθωσε να παράγει ένα περίπου έργο ανά έτος και συγκεκριμένα τα «Ροδαυγή» (1881), «Η Χαρούμενη Επιστήμη» (1882), «Τάδε έφη Ζαρατούστρα» (1883 - 1885, ο πρώτος τόμος του οποίου γράφτηκε στο Rapallo μέσα σε μόλις 10 ημέρες. Στο σύνολο του έργου κηρύσσεται ο «θάνατος του Θεού», καταρρακώνεται η δουλική ηθική του Χριστιανισμού –που καταστρέφει την ζωή προσπαθώντας δήθεν να την σώσει- και δείχνεται ο δρόμος προς έναν συγκροτημένο, λογικό και άθραυστο Ανθρωπισμό), «Πέραν του Καλού και του Κακού» (1886, το πρώτο που εξέδωσε μετά την απομάκρυνσή του από τον έως τότε εκδότη του Ernst Schmeitzner, τον οποίο ο Νίτσε κατήγγειλε ως αντισημίτη και ρατσιστή), «Η Γενεαλογία της Ηθικής» (1887, όπου η μνησικακία καταγγέλλεται πολύ σωστά ως η πραγματική ρίζα του δένδρου της σωτηριολογίας και «αγάπης» του Χριστιανισμού και, κατά προέκταση, της κυρίαρχης «ηθικής» του λεγόμενου «δυτικού κόσμου»), «Το Λυκόφως των Ειδώλων» (Αύγουστος - Σεπτέμβριος 1888 , «Ο Αντίχριστος» (Σεπτέμβριος 1888, θα εκδοθεί όμως το 1895), «Ίδε ο Άνθρωπος» (Οκτώβριος - Νοέμβριος 1888, που άρχισε να το συγγράφει στις 15 Οκτωβρίου, ημέρα των γενεθλίων του) και «Νίτσε εναντίον Βάγκνερ» (Δεκέμβριος 1888, θα εκδοθεί και αυτό το 1895).[/SIZE]
[SIZE=-1]Στις 3 Ιανουαρίου 1889 ο Νίτσε εισήχθη σε κλινική του Τορίνο μετά από εκδήλωση νευρικής κατάρρευσης, όταν ενώ περιδιάβαινε την πλατεία Καρόλου Αλμπέρτου (Piazza Carlo Alberto) είδε έναν αμαξά να μαστιγώνει ένα άλογο, προκάλεσε επεισόδιο για να το προστατέψει και συνελήφθη από 2 αστυνομικούς. Μέσα από την κλινική έγραψε και έστειλε προς φίλους και συγγενείς του διάφορες επιστολές (τις λεγόμενες «Wahnbriefe», «Επιστολές παραφροσύνης»), τις οποίες υπέγραφε πότε ως «Εσταυρωμένος» και πότε ως «Διόνυσος». Μία εβδομάδα αργότερα, μεταφέρθηκε με μεσολάβηση των φίλων του Τζ. Μπούρκχαρντ (Jacob Burckhardt, ιστορικού) και Φραντς Όβερμπεκ (Franz Overbeck, καθηγητή Θεολογίας) σε ψυχιατρείο της Βασιλείας και από εκεί σε άλλο ψυχιατρείο στην Ιένα, όπου διαγνώστηκε «παραλυτική ψυχική διαταραχή». Μετά από έναν περίπου χρόνο παραμονής του στο ψυχιατρείο, όπου συχνά ξεσπούσε βίαια υπό αλλεπάλληλες παραισθήσεις μεγαλείου, πήρε τελικά εξιτήριο στις 24 Μαρτίου 1890 και κατέληξε με την μητέρα του πίσω στο Νάουμπουργκ.[/SIZE]
[SIZE=-1]Μέχρι τον θάνατό του, έπειτα από 10 χρόνια, έζησε σε κατάσταση άνοιας μετά από εγκεφαλική παράλυση. Το τραγικό στην όλη ιστορία ήταν ότι την εποχή ακριβώς που κατέρρευσε ο Νίτσε έγινε γνωστό στον πολύ κόσμο το έργο του (κυρίως μέσω του σκανδιναβού βιβλιοκριτικού Georg Brandes) και η ζήτηση για τα βιβλία του αυξήθηκε κατακόρυφα, γεγονός που ο ίδιος όμως δεν ήταν σε θέση να χαρεί. Επιπροσθέτως, το 1893 η αντιδραστική και χριστιανή αδελφή του Ελίζαμπετ (Elisabeth Forster - Nietzsche) επέστρεψε από την Παραγουάη, έπειτα από την αποτυχημένη απόπειρα ίδρυσης της γερμανικής αποικίας «Nueva Germania» από τον ρατσιστή σύζυγό της Φόστερ (Bernhard Forster, που είχε ήδη αυτοκτονήσει), μεθόδευσε το να ναυαγήσουν τα σχέδια για μία έκδοση των απάντων του υπό την επιμέλεια του πρώην μαθητή του και από το 1880 προσωπικού φίλου και γραμματέα του Πέτερ Γκαστ (Peter Gast), «οργάνωσε» το αρχείο χειρογράφων και αλληλογραφίας του αδελφού της, αλλοιώνοντας αρκετά κείμενα και καταστρέφοντας άλλα τα οποία δεν της ήσαν αρεστά, τον δε Δεκέμβριο του 1895 απέκτησε όλα τα δικαιώματα των έργων του Νίτσε.[/SIZE]
[SIZE=-1]Το 1898 και 1899 ο Νίτσε υπέστη δύο εγκεφαλικά επεισόδια που επιδείνωσαν την κατάστασή του, καθιστώντας τον ανήμπορο πια να μιλήσει και να περπατήσει και τελικά πέθανε στις 25 Αυγούστου 1900 από συνδυασμό πνευμονίας και εγκεφαλικού και θάφτηκε στο νεκροταφείο του Ραίκεν, δίπλα στον τάφο του κληρικού πατέρα του. Παρά τον γενναίο αντιχριστιανισμό που επέδειξε σε όλη την υπεύθυνη ζωή του αυτός ο ανένταχτος, μοναχικός και απλησίαστος φιλόσοφος, η αδελφή του δεν τον σεβάστηκε καθόλου και φρόντισε να τον θάψει με το χριστιανικό (λουθηρανικό) τυπικό.[/SIZE]
[SIZE=-1]Σαν να μην έφτανε αυτό, η αντιδραστική και χριστιανή αδελφή του, η οποία αργότερα έγινε μέλος του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος, προχώρησε μετά τον θάνατό του και στην επιλεκτική δημοσίευση «πειραγμένων» κειμένων του υπό τον τίτλο «Η Θέληση για Δύναμη» («Der Wille zur Macht», 1901), ένα βιβλίο το οποίο ο διαπρεπής Ιταλός φιλόλογος Μοντινάρι (Mazzino Montinari) κατήγγειλε ευθέως ότι «δεν είναι βιβλίο του Νίτσε». Στις πρώτες τρεις δεκαετίες του 20ου αιώνα όμως, αυτό το «ανύπαρκτο» βιβλίο έδωσε αφορμή να συνδέσουν απατεωνίστικα κάποιοι καλοθελητές την προηγμένη σκέψη του Νίτσε με την ανάδυση του Ναζισμού και τον αντισημιτισμό, παρά το γεγονός ότι την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα οι ιδέες του είχαν αρκετούς οπαδούς στην Αριστερά και κατά την διετία 1894 – 1895 οι δεξιοί είχαν προτείνει να απαγορευθούν τα βιβλία του ως «ανατρεπτικά».[/SIZE]
[SIZE=-1]Ο Νίτσε, όπως τόσο ο Μοντινάρι αλλά και τα ίδια τα γραπτά του φιλοσόφου αποδεικνύουν, υπήρξε στην πραγματικότητα ένας ιδεολόγος της ελευθερίας, εραστής των Μουσών και, πάνω από όλα, δριμύτατος επικριτής τόσο του εθνικισμού και της πολιτικής αυταρχίας όσο και του αντισημιτισμού. Η υπέρβαση του τωρινού ανθρώπου, την οποία πρότεινε μέσω του «Υπερανθρώπου» («Ubermensch») στο «Τάδε έφη Ζαρατούστρα» στοχεύει στην ολοκλήρωση του ανθρώπινου όντος και όχι στην απανθρωπιά: ο «Υπεράνθρωπος» δεν είναι το μοντέλο ενός κυρίαρχου και αφέντη, αλλʼ απλώς ο πραγματικός άνθρωπος που μπορεί να αποδέχεται την ζωή σε όλη την τραγική της διάσταση, όπως οι αρχαίοι Έλληνες. Ο ίδιος ο Νίτσε πάντως, δεν έθρεφε αυταπάτες για το εάν θα γλίτωνε την παρερμηνεία της προχωρημένης σκέψης του από κακόβουλους ή ανόητους, αφού είχε γράψει: «ποτέ οι άνθρωποι δεν καταλαβαίνουν, απλώς μονάχα επαινούν ή κατηγορούν». [/SIZE]
[SIZE=-1]Έργα του Νίτσε:[/SIZE]
[SIZE=-1]«Από την ζωή μου» («Aus meinem Leben», 1858 ) [/SIZE]
[SIZE=-1]«Πάνω στην μουσική» («Uber Musik», 1858 ) [/SIZE]
[SIZE=-1]«Ο Ναπολέων Γ ως πρόεδρος» («Napoleon III als Praesident», 1862) [/SIZE]
[SIZE=-1]«Πεπρωμένο και Ιστορία» («Fatum und Geschichte», 1862) [/SIZE]
[SIZE=-1]«Ελεύθερη βούληση και πεπρωμένο» («Willensfreiheit und Fatum», 1862)[/SIZE]
[SIZE=-1]«Μπορεί ο ζηλόφθονος στʼ αλήθεια να ευτυχήσει;» («Kann der Neidische je wahrhaft glucklich sein?», 1863)[/SIZE]
[SIZE=-1]«Πάνω στις κλίσεις» («Uber Stimmungen», 1864) [/SIZE]
[SIZE=-1]«Η ζωή μου» («Μein Leben», 1864) [/SIZE]
[SIZE=-1]«Ο Όμηρος και η κλασική Φιλολογία» («Homer und die klassische Philologie», 1868 ) [/SIZE]
[SIZE=-1]«Πέντε πρόλογοι σε πέντε άγραφα βιβλία» («Funf Vorreden zu funf ungeschriebenen Buchern», 1872)[/SIZE]
[SIZE=-1]«Η γέννηση της Τραγωδίας» («Die Geburt der Tragodie», 1872)[/SIZE]
[SIZE=-1]«Πάνω στην αλήθεια και τα ψέματα» («Uber Wahrheit und Luge», 1873) [/SIZE]
[SIZE=-1]«Η Φιλοσοφία στης Τραγικής Εποχής των Ελλήνων» («Die Philosophie im tragischen Zeitalter der Griechen», 1873) [/SIZE]
[SIZE=-1]«Στράους, ο εξομολογητής και ο συγγραφέας» («David Strauss: der Bekenner und der Schriftsteller», 1873) [/SIZE]
[SIZE=-1]«Πάνω στην χρήση και κακοποίηση της Ιστορίας για την ζωή» («Vom Nutzen und Nachtheil der Historie fur das Leben», 1874) [/SIZE]
[SIZE=-1]«Ο Σοπενάουερ ως εκπαιδευτής» («Schopenhauer als Erzieher», 1874) [/SIZE]
[SIZE=-1]« Ο Βάγκνερ στην Βηρυτό» («Richard Wagner in Bayreuth», 1876) [/SIZE]
[SIZE=-1]«Ανθρώπινο, πάρα πολύ ανθρώπινο» («Menschliches, Allzumenschliches», 1878 ) [/SIZE]
[SIZE=-1]«Ανάμεικτες γνώμες και αποφθέγματα» («Vermischte Meinungen und Spruche», 1879)[/SIZE]
[SIZE=-1]«Ο πλάνης και η σκιά του» («Der Wanderer und sein Schatten, 1879) [/SIZE]
[SIZE=-1]«Ροδαυγή» («Morgenrote», 1881)[/SIZE]
[SIZE=-1]«Η Χαρούμενη Επιστήμη» («Die frohliche Wissenschaft», 1882) [/SIZE]
[SIZE=-1]«Τάδε έφη Ζαρατούστρα. Ένα βιβλίο για όλα και για τίποτα» («Also sprach Zarathustra. Ein Buch fur Alle und Keinen », 1883 - 1885) [/SIZE]
[SIZE=-1]«Πάραν του Καλού και του Κακού. Προλόγισμα για μια φιλοσοφία του μέλλοντος» («Jenseits von Gut und Bose. Vorspiel einer Philosophie der Zukunft», 1886) [/SIZE]
[SIZE=-1]«Η Γενεαλογία της Ηθικής» («Zur Genealogie der Moral», 1887) [/SIZE]
[SIZE=-1] «Το Λυκόφως των Ειδώλων» («Gotzen-Dammerung», 1888 ) [/SIZE]
[SIZE=-1]«Ο Αντίχριστος. Κατάρα στον Χριστιανισμό» («Der Antichrist. Fluch auf das Christentum», 1888 ) [/SIZE]
[SIZE=-1]«Ίδε ο Άνθρωπος. Πώς γίνεται κάποιος αυτός που είναι» («Ecce Homo. Wie man wird, was man ist», 1888 ) [/SIZE]
[SIZE=-1]«Η περίπτωση Βάγκνερ» («Der Fall Wagner», 1888 ) [/SIZE]
[SIZE=-1]«Η Θέληση για Δύναμη» («Der Wille zur Macht», 1901, με την αυθαιρεσία της αδελφής του)
[/SIZE]
[SIZE=-1]Έργα για τον Νίτσε:[/SIZE]
[SIZE=-1]Lavrin Janko, «Nietzsche: An Approach», London, 1948 [/SIZE]
[SIZE=-1]Kaufmann Walter, «Nietzsche: Philosopher, Psychologist, Antichrist», Princeton, 1950 [/SIZE]
[SIZE=-1]Stambaugh Joan, «Nietzsche's Thought of Eternal Return», Baltimore, 1972 [/SIZE]
[SIZE=-1]Hollingdale R. J., «Nietzsche», London, 1973 [/SIZE]
[SIZE=-1]Steiner Rudolf, «Friedrich Nietzsche: Fighter for Freedom», New York 1985 [/SIZE]
[SIZE=-1]Schacht Richard, «Nietzsche», London, 1985 [/SIZE]
[SIZE=-1]Tejera V., «Nietzsche and Greek Thought», Dordrecht, 1987 [/SIZE]
[SIZE=-1]Heller Erich, «The Importance of Nietzsche: Ten Essays», Chicago, 1988 [/SIZE]
[SIZE=-1]Aschheim Steven E., «The Nietzsche Legacy in Germany 1800-1990», Berkeley, 1992 [/SIZE]
[SIZE=-1]Stambaugh Joan, «The Other Nietzsche», New York, 1994 [/SIZE]
[SIZE=-1]Lampert Laurence, «Leo Strauss and Nietzsche», Chicago, 1996 [/SIZE]
[SIZE=-1]Klossowski Pierre, «Nietzsche and the Vicious Circle», Chicago, 1997 [/SIZE]
[SIZE=-1]Montinari Mazzino, «Νίτσε: τι πραγματικά είπε», Αθήνα, 1998[/SIZE]
[SIZE=-1]Bataille Georges, «Για τον Νίτσε: Θέληση για Τύχη», Αθήνα, 2002[/SIZE]
[SIZE=-1]Deleuze Jilles, «Ο Νίτσε και η Φιλοσοφία», Αθήνα, 2002[/SIZE]
[SIZE=-1]Leiter Brian, «Nietzsche on Morality», London, 2002 [/SIZE]
[SIZE=-1]Foucault Michel, «Τρία κείμενα για τον Νίτσε», Αθήνα, 2004[/SIZE]
[SIZE=-1]Stack George J., «Nietzsche's Anthropic Circle: Man, Science, and Myth», Rochester, 2005 [/SIZE]
[SIZE=-1]Hayman Ronald, «Νίτσε: Η τραγική ζωή μιας μεγαλοφυίας», Αθήνα, 2005 [/SIZE]
[SIZE=-1]Vattimo Gianni, «Dialogue with Nietzsche», New York, 2006[/SIZE]
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Neraida
Επιφανές μέλος
"Νομίζω ότι μπορώ να καυχηθώ, με όση ματαιοδοξία διαθέτω, πως είμαι η πιο αμόρφωτη κι απληροφόρητη γυναίκα που τόλμησε ποτέ να γίνει συγγραφέας."
Η Jane Austen για τον εαυτό της, 1815
Θα ήταν ενδιαφέρον να γνώριζε κανείς την αντίδραση της Τζέιν Όστιν για την μεταθανάτια αξιολόγηση αυτής της "αμόρφωτης κι απληροφόρητης γυναίκας".
Έχει χαρακτηριστεί "Σαίξπηρ της πρόζας".
Ο σύγχρονός της, σερ Γουόλτερ Σκότ, ο μεγάλος συγγραφέας θρηνούσε κάποτε ότι:
"Το εξαίσιο άγγιγμά της που μεταμορφώνει τα συνηθισμένα, τα κοινότοπα πράγματα και χαρακτήρες σε ενδιαφέροντα μέσα από την αλήθεια των περιγραφών και του συναισθήματος, είναι κάτι που εγώ στερούμαι".
Σήμερα η Όστιν θεωρείται μια από τις μεγαλύτερες μυθιστοριογράφους όλων των εποχών. Μερικοί κριτικοί θεωρούν μάλιστα ότι είναι η πρώτη μεγάλη μυθιστοριογράφος.
Υπάρχουν Ενώσεις και Λέσχες Οστιν, ενώ η περίοδος της Αντιβασιλείας που περιγράφει στα μυθιστορήματά της (1811-1820) έχει γίνει το αγαπημένο σκηνικό για αναρίθμητες ιστορικές νουβέλες - οι περισσότερες υπερβολικές σε πάθος και συναίσθημα - μιμήσεις των έργων της.
Η Οστιν ήταν τόσο σεμνή όσο ζούσε, που το όνομά της δεν εμφανίστηκε ποτέ κάτω από τον τίτλο των βιβλίων της,
Εν τούτοις, παρά την ταπεινοφροσύνη της στην "επίγνωση" των δυνατοτήτων της, παραμένει το ιδεώδες παράδειγμα του αξιώματος: "Ένας συγγραφέας, άντρας ή γυναίκα, θα έπρεπε να γράφει μόνο για τα θέματα που γνωρίζει καλύτερα. Οι κοινές καθημερινές εμπειρίες μπορουν να γίνουν πηγή σπουδαίας και ανέγγιχτης - από τον χρόνο - τέχνης".
Η Ζωή της
Η Τζέιν ήταν η νεότερη από τα εφτά παιδιά του Τζορτζ Όστιν, εφημέριου του στο Χάμσαϊρ της Αγγλίας και της Κασσάνδρας Λι Όστιν.
Ο πατέρας της, ο οποίος παρέδιδε ιδιαίτερα μαθήματα στους γόνους των αριστοκρατικών οικογενειών για να τους προετοιμάσει για την Οξφόρδη και το Κέιμπριτζ, αισθανόταν πως δεν διέθετε τα απαράίτητα εφόδια για να διδάξει τις κόρες του.
Τις παρότρυνε όμως να μορφωθούν.
Η Τζέιν και η μεγαλύτερη αδελφή της Κασσάνδρα μορφώθηκαν ιδιωτικά σε σχολεία της Οξφόρδης, του Σαουθαμπτον και του Ρέντιγκ.
Η Τζέιν μεγαλώνοντας γνώριζε καλά τους άγγλους κλασικούς, πρόζα και ποίηση. Μιλούσε ξένες γλώσσες και παράλληλα είχε διδαχθεί τις παραδοσιακές γυναικείες ενασχολήσεις, όπως η μουσική και το κέντημα.
Στην εφηβεία άρχισε να γράφει θεατρικά έργα, σάτιρες και ιστορίες μόνο και μόνο για να διασκεδάσει την οικογένειά της.
Το 1801 ο πατέρας της συνοδευόμενος από την οικογένειά του αποσύρεται στην πόλη Μπαθ.
Μετά τον θάνατό του το 1805, η οικογένεια μετακομίζει στο Σάουθαμπτον για να βρίσκεται πιο κοντά στους δυο νεότερους από τους πέντε γιους που υπηρετούσαν στον Ναύσταθμο.
Το 1809 επιστρέφουν στο Χάμσαϊρ κι εγκαθίστανται στο χωριό Τσάτον, όπου η Τζέιν παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής της.
Επειδή η Τζέιν δεν παντρεύτηκε ποτέ υπάρχει μια τάση να την αντιμετωπίζουν σαν μια σοφή γεροντοκόρη θεία, η οποία γράφει με ανάλαφρα ειρωνική διάθεση μόνο για την περίοδο του φλερτ και το γάμο, χωρίς να τα γνωρίζει από πρώτο χέρι.
Η αλήθεια είναι πως δεν έζησε ποτέ απομονωμένη από τον κόσμο: Της είχαν δοθεί άπειρες ευκαιρίες να παντρευτεί και της είχαν γίνει πολλές προτάσεις γάμου.
Μάλιστα, μία από τις γειτόνισσες της την περιέγραφε ως "την πιο χαριτωμένη, επιπόλαιη, παρορμητική πεταλουδίτσα" απ' όσες θυμόταν.
Αλλωστε είναι γνωστοί οι ερωτικοί δεσμοί της τόσο με τον εκδότη της (που πέθανε πριν προλάβουν να παντρευτούν) όσο και με έναν δικηγόρο αργότερα.
Η Τζειν Οστιν πέθανε σε ηλικία μόλις 42 χρονών από τη νόσο Άντισον.
Το έργο της
Η συγγραφική της σταδιοδρομία χωρίζεται σε δύο περιόδους: Τα "πρωίμια" είχαν γραφτεί στο Στίβεντον του Χάμσαϊρ.
Ακολουθεί ένα κενό 12 ετών.
Όταν πηγαίνει στο χωριό Τσάτον ξαναγράφει τα πρώτα της μυθιστορήματα:
Περηφάνεια και Προκατάληψη (Pride and Prejudice)
Λογική και Ευαισθησία (Sense and Sensibility)
Το Αβαείο του Νόρθανγκερ (The Northanger Abbey)
Πάρκο Μάνσφιλντ (Mansfield Park)
Έμμα (Emma)
Πειθώ (Persuasion)
Έγραφε πάντα σε ένα μικρό τραπέζι του σαλονιού, στο χρόνο που της άφηναν ελεύθερο τα οικιακά της καθήκοντα.
Επέλεξε ως θέμα των έργων της τον κόσμο που ήξερε καλύτερα. Είπε κάποτε σε μια ανηψιά της:
"Τρεις ή τέσσερις οικογένειες σε ένα χωριό είναι το καλύτερο θέμα πάνω στο οποίο μπορείς να δουλέψεις".
Το ύφος
Τα έργα της ευφυείς κοινωνικές, δηκτικές ερμηνείες κωμωδίας ηθών, περιγράφονται από την ίδια ως ένα "κομματάκι ελεφαντόδοντου στο οποίο δουλέύω με ένα τόσο λεπτό πινέλο που, ύστερα από τεράστια προσπάθεια, παράγει ένα τόσο μικρό αποτέλεσμα".
Με μινιμαλιστικές διαθέσεις από πρόθεση, η Όστιν αναγνώριζε τα στοιχεία που της ήταν οικεία - οι καθημερινές εμπειρίες των οικογενειών της επαρχιακής αριστοκρατίας - και αποτέλεσαν το μέσον για να εξερευνήσει την ανθρώπινη φύση και την αγγλική κοινωνία στα πρώτα χρόνια του 19ου αιώνα.
Τα μεγάλα γεγονότα εκείνων των χρόνων - ο πόλεμος με τον Ναπολέοντα και η Βιομηχανική Επανάσταση - σε γενικές γραμμές, παραλείπονται από τα βιβλία της.
Στο κέντρο του κάθε έργου της κυριαρχεί το βασικό ζήτημα του γάμου και οι περίτεχνες διαπραγματεύσεις της περιόδου του φλερτ.
Σε μια εποχή, όπου οι γυναίκες είχαν μηδαμινές επαγγελματικές επιλογές και ήταν απόλυτα εξαρτημένες από τον γάμο για την όποια κοινωνική τους αποκατάσταση αλλά και την οικονομική τους επιβίωση, η γυναίκα είναι υποχρεωμένη να αγωνιστεί, με όλες της τις δυνάμεις, στον αγώνα για την αναζήτηση του κατάλληλου συζύγου.
Μέσα και πέρα από τις συμβατικές αυτές διεργασίες, η Τζέιν Οστιν οδηγεί τις ηρωίδες της να πορευτούν, να συμβιβαστούν και αντιπαρατεθούν, ενίοτε με τους νόμους της κοινωνικής τάξης και των παγιωμένων αντιλήψεων.
Πεισματάρες και ισχυρογνώμονες ηρωίδες όπως η Ελίζαμπεθ Μπένετ και η Έμμα Γουντχάουζ εμφανίζονται να προχωρούν μέσα απο μια διαδικασία ωριμότητας στη βαθύτερη κατανόηση των κανόνων και των στοιχείων που καθορίζουν τις ζωές τους.
Η αντίληψη του κόσμου και ο τρόπος με τον οποίο έβλεπε τις λεπταίσθητες αποχρώσεις συμπεριφορών, περιορίζονταν από την απροθυμία της να φανταστεί ή να εξερευνήσει πέρα απ' αυτά που παρατηρούσε.
Για παράδειγμα σε όλα τα μυθιστορήματά της δεν υπάρχει ποτέ και πουθενά, ούτε μια σκηνή με δύο άντρες μόνους μαζί.
Η υστεροφημία
Ο περιορισμός της θεματολογίας στο έργο της υπήρξαν τα βασικά αρνητικά στοιχεία που της προσπάπτουν οι επικριτές της.
Ο Έμερσον χαρακτήρισε τα μυθιστορήματά της "χυδαία σε ύφος, στείρα σε καλλιτεχνική ευρηματικότητα, φυλακισμένα στις άθλιες συμβατικότητες της αγγλικής κοινωνίας."
Η Σαρλοτ Μπροντέ υπερθεμάτιζε: "Η Όστιν δεν ταράζει τους αναγνώστες της με κάτι παθιασμένο. Δεν τον αναστατώνει με κάτι βαθυστόχαστο."
Παρ' όλα αυτά μέσα από τα χρόνια, η Τζέιν Όστιν αναγνωρίζεται πολύ σωστά, ως μια γνήσια επαναστατική λογοτέχνις.
Εκείνη "ξεχέρσωσε" το νέο χωράφι και το πρόσφερε για καλλιέργεια στους μεταγενέστερους μυθιστοριογράφους.
Με τον τρόπο της, απαίτησε ο αναγνώστης της να αποδεχτεί τον γνώριμο, "συνηθισμένο" μεσοαστό ως αντικείμενο των πλέον έντονων ηθικών και ψυχολογικών διερευνήσεων του συγγραφέα και θεώρησε την καθημερινότητά του ως το αιχμηρότερο εργαλείο για αποκάλυψη του εσωτερικού του κόσμου.
Κλείνοντας ας υπενθυμίσουμε αυτό που είπε ο Σόμερσετ Μομ για την Τζέιν Όστιν:
"Τίποτα σημαντικό δεν συμβαίνει στα βιβλία της. Κι όμως, όταν φτάνεις στο τέλος της σελίδας, γυρίζεις ανυπόμονα στην επόμενη για να μάθεις τι θα συμβεί στη συνέχεια. Η συγγραφέας που καταφέρνει κάτι τόσο σημαντικό, διαθέτει το πιο πολύτιμο δώρο που θα μπορούσε να κατέχει ένας λογοτέχνης".
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Neraida
Επιφανές μέλος
Ο Κάρολος Κουν γεννήθηκε στη Προύσα της Μικράς Ασίας στις 13 Σεπτεμβρίου 1908. Όταν ήταν 6 μηνών οι γονείς του μετακόμισαν στην Πόλη, στην οποία παρέμεινε ως τα 20 του χρόνια.
«Αν και γεννήθηκα στην Προύσα, την Προύσα δεν τη γνώρισα. Από μικρός βρέθηκα στην Πόλη και κει μεγάλωσα. Από κει αρχίζουν οι αναμνήσεις, εκεί δημιουργήθηκαν οι πρώτοι ερεθισμοί, τα πρώτα συναισθήματα, η πρώτη επαφή με την έξω από μένα πραγματικότητα. Μεγάλωσα σα Ρωμιός, μέσα σε ένα ρωμέικο αστικό σπίτι».
Κανένας από τους προγονούς του δεν είχε σχέση με την τέχνη, οι περισσότεροι είχαν ασχοληθεί με το εμπόριο και τις επιχειρήσεις. Το 1920 ξεκινάει σπουδές στη Ροβέρτειο Σχολή.
«Εσωτερικός στη Ροβέρτειο, ένα αμερικάνικο κολλέγιο που ιδρύθηκε από ιεραποστόλους, με αμερικάνικα τραγούδια και ψαλμούς, με γήπεδα μπάσκετ και αθλητικά αγωνίσματα…Όταν απεφοίτησα το 1928, μακριά από τους συμμαθητές μου και τους συγγενείς που σχεδόν όλοι είχαν έρθει στην Ελλάδα, τίποτα δε με συνέδεε πια με την Πόλη. Έφυγα στον ίδιο χρόνο με στόχο σπουδές στο Παρίσι.»
Για ένα χρόνο σπουδάζει Αισθητική στη Σορβόνη. Το 1929 εγκαθίσταται στην Αθήνα, όπου και εργάζεται ως καθηγητής της Αγγλικής Φιλολογίας και Γλώσσας στο Κολλέγιο Αθηνών από το 1930 ως το 1939. Με μαθητές του Κολλεγίου, παρουσιάζει τις πρώτες του σκηνοθεσίες σε έργα όπως «Όρνιθες», «Τρικυμία», «Πλούτος».
Το 1934 ιδρύει μαζί με τους Γιάννη Τσαρούχη και Διονύσιο Δεβάρη την ημι-επαγγελματική «Λαϊκή Σκηνή» . Βασική επιδίωξη της «Λαϊκής Σκηνής» ήταν η αναβίωση του ελληνικού λαϊκού εξπρεσσιονισμού. Οι ασθητικές αρχές της ήταν οι εξής:
«Πιστεύουμε ότι κάθε λαός μπορεί να δημιουργήσει και να αποδώσει μόνο όταν νιώθει τον εαυτό του ριζωμένο στη παράδοση. Θα δώσουμε κάτι που μπορεί να φανεί φτωχό στο εξωτερικό του, γιατί αποβλέψαμε στον μέσα πλούτο των έργων και με τι τρόπο ο πλούτος θα μπορούσε να εκφραστεί πιο καλά, με μέσα απλά και να αγγίξει την ψυχή μας, που την έχουν παραστρατήσει κακές ξένες απομιμήσεις. Το θέατρο είναι μια τέχνη, με αυτοτέλεια, που κρίνεται σύμφωνα με τους νόμους της τέχνης κι όχι κατά πόσο μιμείται τη ζωή πετυχημένα ή όχι»
Τα έργα που ανέβηκαν από τη Λαϊκή Σκηνή, σε διάφορες σκηνές, ήταν τα εξής: «Ερωφίλη», «Άλκηστις», «Κατά φαντασίαν ασθενής», «Πλούτος», «Παντρολογήματα». Η «Λαϊκή Σκηνή» λειτούργησε ως τα μέσα του 1936, οπότε και διαλύθηκε για οικονομικούς λόγους.
Μετά τη διάλυση της «Λαϊκής Σκηνής» και την αποχώρηση από το Κολλέγιο Αθηνών, ο Κάρολος Κουν συνεργάστηκε πρώτα με το θίασο Κατερίνας (1939) σκηνοθετώντας την «Έντα Γκάμπλερ» και ύστερα και μονιμότερα, με τον θίασο Κοτοπούλη (1939-1940), με τον οποίο ανέβασε 12 έργα, από τα οποία η Κοτοπούλη έπαιξε μόνο σε ένα, στην «Ηλέκτρα» του Ευριπίδη. Έπειτα, στην περίοδο 1941-1942, ξαναγύρισε στο θίασο Κατερίνας και σκηνοθέτησε άλλα τρία έργα.
Η πρώτη περίοδος (1942-1950)
Το 1942, μέσα στην καρδία της Γερμανικής κατοχής, ο Κάρολος Κουν ιδρύει το Θέατρο Τέχνης. Η πρώτη παράσταση δόθηκε στις 7 Οκτωβρρίου 1942 στο Θέατρο «Αλίκης», με το έργο «Αγριόπαπια» του Ίψεν.
«Το «Θέατρο Τέχνης» ιδρύθηκε το 1942 στην αρχή της Γερμανικής κατοχής. Η ανάγκη για ένα τέτοιο νέο θέατρο, ένα θέατρο συνόλου, είχε ωριμάσει μέσα μου πολύ πριν, τον καιρό που ιδρύθηκε η ημι-επαγγελματική «Λαϊκή Σκηνή». Η εποχή της κατοχής ήταν μια συναισθηματικά, πλούσια εποχή. Έπαιρνες και έδινες πολλά. Μας ζώνανε κίνδυνοι, στερήσεις, βία και τρομοκρατία. Γιʼαυτό σαν άνθρωποι αισθανόμασταν την ανάγκη πίστης, εμπιστοσύνης, συναδέλφωσης, έξαρσης και θυσίας.»
«Από το ʼ38 ως το ʼ41 είχα αρχίσει την προετοιμασία μιας σχολής από πού πήρα το βασικό υλικό. Από κει βγήκαν ο Διαμαντόπουλος, η Χατζηαργύρη, ο Καλλέργης, ο Ζερβός, η Κατσέλη, η Μεταξά, η Γιαννακοπούλου, η Λαμπροπούλου, ο Βασταρδής, και ήρθα σε επαφή με μερικούς βασικούς συνεργάτες, τον Σεβαστίκογλου, τον Πλωρίτη, τον Στεφανέλλη, τον Νομικό, και προς το τέλος της κατοχής με τον Χατζιδάκι. Δούλευα με αυτό το υλικό σε μια αίθουσα που μας είχε παραχωρήσει στο Ωδείο, 10-12 ώρες την ημέρα. Εκεί που προετοιμαζόμαστε, ήρθε ένας παλιός φίλος ο Κ.Χατζηαργύρης, ο οποίος μας είπε ότι βάζει τα λεφτά, κι έτσι πήραμε το θέατρο «Αλίκης»… . Πεινούσαμε αγρίως, ήμασταν σε κατάσταση τρομακτική. Αλλά υπήρχε πίστη που σήμερα δεν την βρίσκεις εύκολα»
Το 1943 ιδρύεται ο Όμιλος Φίλων του Θεάτρου Τέχνης με σκοπό την επικοινωνία και την ανάπτυξη ενός ισχυρού δεσμού μεταξύ των θεατών και του Θεάτρου, καθώς και την οικονομική ενίσχυση του Θεάτρου Τέχνης.
Την «Αγριόπαπια» σύντομα ακολούθησε το δραματοποιημένο παραμύθι του Στρίνμπεργκ, «Κύκνος». Στη συνέχεια παρουσιάζονται έργα όπως: «Ρόσμερσχόλμ» του Ίψεν , «Έτσι είναι αν έτσι νομίζεται» του Πιραντέλλο, «Κωνσταντίνου και Ελένης» του Γ.Σεβαστίκογλου, «Βρικόλακες» του Ίψεν, «Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα» του Πιραντέλλο, «Στέλλα Βιολάντη» του Ξενόπουλου.
«Το 1945 το «Θέατρο Τέχνης» αναγκάστηκε να διακόψει την λειτουργία του. Αλλά περιμέναμε κι άλλα μας βρήκανε. Χτυπήθηκαν και χάθηκαν ιδανικά και όνειρα και προοπτικές και πάνω απʼ όλα έλλειψε η πίστη. Η πίστη και η μεταξύ μας συνεννόηση και επαφή». Την περίοδο 1945-1946, ο Κουν επιστρέφει στον θίασο της Κατερίνας, όπου σκηνοθετεί πέντε έργα.
«Το 1946, με λίγο κρύα καρδιά, προσπάθησα να συμμαζέψω και να συναρμολογήσω ότι μπόρεσε να απομείνει. Με λίγο μαζεμένα τα φτερά λειτουργήσαμε άλλα τρία χρόνια.»
Η περίοδος αυτή ήταν ιδιαίτερα γόνιμη. Από το 1946 έως το 1949 οι παραστάσεις δίνονται στο Θέατρο Μουσούρη. Ο Κουν συνεργάζεται μεταξύ άλλων με την Έλλη Λαμπέτη και τη Μελίνα Μερκούρη και παρουσιάζει έργα όπως: «Γυάλινος Κόσμος» και «Λεωφορείο ο Πόθος» του Τ.Ουίλλιαμς, «Πόθοι κάτω από τις λεύκες» του ΟʼΝιλ, «Ήταν όλοι τους παιδιά μου» και «Ο θάνατος του εμποράκου» του Μίλερ, «Το φιόρο του λεβάντε» του Ξενόπουλου, «Αχ, αυτά τα φαντάσματα» του ντε Φιλίππο.
«Τότε πια, αναγκαστήκαμε να διακόψουμε οριστικά για λόγους οικονομικό-πολιτικούς και εσωτερικής συνοχής. Θα έπρεπε να σταματήσω και να διαμορφώσω από την αρχή πάλι ένα πυρήνα. Αυτό και έγινε. Εργάστηκα στο «Εθνικό Θέατρο» για δύο χρόνια, ξεπλήρωσα τα χρέη του «Θεάτρου Τέχνης». Παράλληλα συνέχισα τη Σχολή με νέα παιδιά.»
Η δεύτερη περίοδος (1954-1987)
«Μαζεύοντας συνδρομές, διαμορφώσαμε το χώρο στο Υπόγειο του Ορφέα. Το 1954 ανάψαμε πρόχειρους προβολείς για να φωτίσουμε μπρος σε καμιά εκατοστή θεατές τη «Μικρή μας Πόλη» του Θόρντον Ουάιλντερ. Έτσι λειτούργησε πάλι το «Θέατρο Τέχνης» σχεδόν αποκλειστικά με νέους αδειούχους μαθητές.
Περάσαμε πολλές φάσεις αλλά πάντα κρατούσαμε στοιχεία από τις προηγούμενες, μολονότι τα έργα που παίξαμε κατόπιν ήταν εντελώς διαφορετικά. Στη δεύτερη περίοδο παίξαμε πολύ Τσέχωφ, Πιραντέλλο, Ουάιλντερ, Ουίλλιαμς και Μίλλερ. Μέσω του Πιραντέλλο ξανοιχτήκαμε στη φάση του θεάτρου του παραλόγου, στο οποίο «πέσαμε με τα μούτρα». Στο θέατρο του παραλόγου και στο επικό θέατρο του Μπρεχτ . Δουλέψαμε συγχρόνως αυτές τις δύο τάσεις, που είναι οι δύο πόλοι του σύγχρονου θεάτρου».
Ο Κουν γνωρίζει στο ελληνικό κοινό τον Ινγκ, τον Άλμπυ, τον Βαν Ίταλυ και άλλους αμερικάνους συγγραφείς. Με την αρχή της δεκαετίας του ʼ60, ο Κουν και το Θέατρο Τέχνης ανοίγουν αποφασιστικά τους δρόμους του παράλογου θεάτρου με πρώτες παραστάσεις Μπέκετ, Ιονέσκο, Ζενέ, Πίντερ, Αρραμπάλ, Γκομπρόβιτς, Βιτράκ κ.α και διευρύνει το μοντέρνο θέατρο με Βάις, Φρις, Φο, Μποντ, Έρντμαν, Στράους, Ρουσέβιτς κ.α.
«Συγχρόνως, αρχίσαμε την προεργασία για μια επιστροφή στο αρχαίο δράμα. Αλλά αυτή τη φορά το αρχαίο δράμα ή το κλασσικό θέατρο ειδομένα με περισσότερη υπογράμμιση της ζωντάνιας τους της σημερινής. Το 1957 ξανανέβασα τον «Πλούτο»... Το 1962 έγινε η πρώτη μας επαφή με το εξωτερικό όπου στο Παρίσι παρουσιάσαμε τους «Όρνιθες» και αποσπάσαμε το Βραβείο των Εθνών».
Έτσι ξεκινά μια μακρά σημαντική πορεία στο χώρο του αρχαίου δράματος, που συνοδεύεται από μεγάλες περιοδείες στο εξωτερικό και από μια σειρά συμμετοχών στα μεγαλύτερα φεστιβάλ του κόσμου.
«Το 1957 η «Αυλή των Θαυμάτων» του Ιάκωβου Καμπανέλλη στάθηκε ένα ορόσημο για το θέατρο μας και άνοιξε το δρόμο στους νεώτερους συγγραφείς με επικεφαλής το Δημήτρη Κεχαΐδη, τη Λούλα Αναγνωστάκη κι αργότερα το Γιώργο Σκούρτη, το Μήτσο Ευθυμιάδη και άλλους πολλούς. Συγχρόνως πραγματοποιήσαμε μια αναδρομή στο ξεκίνημα του μετεπαναστατικού Ελληνικού Θεάτρου, με τους Βυζάντιο, Κορομηλά, Καπετανάκη, κι από τους νεώτερους ο Ξενόπουλος».
Το 1967, ο Κουν σκηνοθετεί «Ρωμαίο και Ιουλιέττα» στο Statford με ηθοποιούς του Royal Shakespeare Company. Είναι ο μόνος ξένος που σκηνοθετεί στο Statford τα τελευταία 45 χρόνια.
Στα χρόνια της δικτατορίας, χρόνια κλειστής δουλειάς και άρνησης συμμετοχής σε κρατικές εκδηλώσεις ή φεστιβάλ, το Θέατρο Τέχνης ανεβάζει έργα όπως τον «Βόυτσεκ» του Μπύχνερ, το «Παιχνίδι της Σφαγής του Ιονέσκο», την «Οπερέτα του Γκομπρόβιτς», το «Τέλος του Παιχνιδιού» και το «Περιμένοντας τον Γκοντό» του Μπέκετ.
Το 1975 το Θέατρο Τέχνης παρουσιάζει στην Επίδαυρο την ιστορική παράσταση των «Ορνίθων» κι έτσι γίνεται το πρώτο θέατρο μετά το Εθνικό που συμμετέχει στο Φεστιβάλ Επιδαύρου.
Το τελευταίο έργο που σκηνοθέτησε ο Κάρολος Κουν ήταν το 1987 ο «Ήχος του όπλου» της Λούλας Αναγνωστάκη.
Ο Κάρολος Κουν πέθανε στις 14 Φεβρουαρίου 1987.
«Όσο μπορούσαμε όλα αυτά τα χρόνια θέλαμε να είμαστε τίμιοι απέναντι στην Τέχνη που υπηρετούμε. Εκείνο που προσπαθούσαμε ήταν να δημιουργηθεί ένα θέατρο συνόλου-όχι βέβαια χωρίς πρωταγωνιστές, αλλά μια ομάδα που θα έδινε τις ίδιες δυνατότητες σε όλους να εξελιχθούν, να ανθίσουν μέσα στο θέατρο. Κι όπου όλο το βάρος της δουλειάς θα ήταν η παράσταση του έργου… Σήμερα δεν ξέρω ποια ακριβώς ήταν τα όνειρά μου. Όνειρό μου ήταν το θέατρο…Εκείνο που θέλω είναι να συνεχίσει το «Θέατρο Τέχνης» όταν εγώ αποτραβηχτώ. Υπάρχουν στοιχεία, παλιοί μου συνεργάτες που μπορούν να το κρατήσουν. Υπάρχουν άλλοι που έφυγαν από κοντά μας, δεν τους κρατά κακία, κάνουν αυτό που νομίζουν σωστό…Εκείνο που μπορώ να πω είναι ότι θα νιώσω ότι κάτι έγινε, ότι δεν πήγε χαμένη η προσπάθεια, μόνο όταν αυτή η δουλειά μείνει. Είναι το μόνο κριτήριο αν έχω πετύχει το στόχο ή όχι».
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Neraida
Επιφανές μέλος
Ο Άλμπρεχτ Ντύρερ ( Albrecht Durer 1471 - 1528 ), γερμανός ζωγράφος και χαράκτης, είναι η σημαντικότερη προσωπικότητα της Γερμανίας του 16ου αιώνα, και με την πολύπλευρη δραστηριότητά του εγκαινιάζει την Αναγέννηση στη Βόρειο Ευρώπη. Η γνωριμία του με τις αντιλήψεις του κλασικού κόσμου και της ιταλικής Αναγέννησης και ο βαθύς επηρεασμός του από αυτές, σε συνδυασμό με τη γοτθική παράδοση της χώρας του, τον κάνουν πρωτεργάτη της γερμανικής Αναγέννησης. Γνωρίζουμε πολλά για τη ζωή του, όχι μόνο από τις πολυάριθμες βιογραφικές πληροφορίες που έχουμε γι΄ αυτόν, αλλά και από τα γράμματα και το ημερολόγιό του.
Στα 16 του μαθήτευσε για 4 χρόνια δίπλα στον ΜίχαελΒόλγκεμουτ, από τον οποίο έμαθε τη χαρακτική σε ξύλο και χαλκό, την υδατογραφία και την ελαιογραφία.
Ταξίδεψε πρώτα στο Nordlingen, όπου συνάντησε νεαρούς καλλιτέχνες επηρεασμένους από το ολλανδικό σχέδιο και μετά πήγε στο Κολμάρ και το Στρασβούργο. Δεν έμεινε όμως ικανοποιημένος και θέλησε να επισκεφθεί την κοιτίδα της Αναγέννησης και των νέων ιδεών σε όλους τους τομείς, την Ιταλία. Έκανε το πρώτο του ταξίδι εκεί λίγο μετά το γάμο του με την Άγκνες Φρέυ - κόρη πλούσιου και μορφωμένου εμπόρου - στην οποία αφιέρωσε έναν από τους πρώτους πίνακές του, το Νέο με το άνθος.
Έμεινε για μεγάλο διάστημα στη Βενετία, όπου γνωρίστηκε και επηρεάστηκε κυρίως από τον Τζιοβάννι Μπελλίνι και τον Αντρέα Μαντένια. Σε ένα γράμμα του γράφει: «Ο Τζιοβάννι Μπελλίνι μου έκανε ένα σωρό φιλοφρονήσεις μπροστά σε ευπατρίδες. Ήθελε οπωσδήποτε να αποκτήσει ένα έργο μου και ήρθε προσωπικά να με παρακαλέσει να του ζωγραφίσω ο,τιδήποτε. "Όλοι με ζήλεψαν για την εύνοια που μου έδειξε ο άνθρωπος αυτός, που παρά την προχωρημένη ηλικία του, παραμένει ο αδιαφιλονίκητος δάσκαλος όλων των ζωγράφων». Και λίγο παρακάτω προσθέτει: «Εδώ είμαι άρχοντας, στον τόπο μου, παράσιτο».
Στην Ιταλία το ενδιαφέρον του δεν επικεντρώθηκε μόνο στην τέχνη του αλλά και στα μαθηματικά. Σε μια επιστολή του γράφει: «η νέα τέχνη πρέπει να βασίζεται στην επιστήμη και κυρίως στα μαθηματικά, που είναι η πιο θετική και λογική επιστήμη». Στις πρώτες μελέτες του πάνω στην προοπτική και τις αναλογίες είχε τη βοήθεια του Γιάκοπο ντε Μπάρμπαρι, ο οποίος του σύστησε το έργο του Πατσιόλι για το συσχετισμό μαθηματικών και τέχνης. Η πραγματεία του Πατσιόλι πάνω στις αναλογίες είχε προκαλέσει και το ενδιαφέρον του Λεονάρντο ντα Βίντσι, ο οποίος την εικονογράφησε. Ο Ντύρερ δε συνάντησε τον Λεονάρντο, αλλά τον θαύμαζε και εντυπωσιάστηκε από τις μελέτες του για τις ανθρώπινες αναλογίες, τις οποίες και εφάρμοσε στα έργα του.
Σ΄ αυτό το ταξίδι ή στο επόμενο ήρθε σε επαφή με τις φιλοσοφικές αντιλήψεις της Πλατωνικής Ακαδημίας της Φλωρεντίας και εκεί οφείλεται το ιδιαίτερο ενδιαφέρον που ανέπτυξε αργότερα για τα πλατωνικά στερεά, τα οποία μελέτησε διεξοδικά στο τετράτομο έργο του για τα μαθηματικά. Στην πρώτη ιταλική περίοδο ανήκουν πολλά σχέδια με μυθολογικά θέματα, όπως η Αρπαγή της Ευρώπης, Ο θάνατος του Ορφέα, η Μάχη των Τριτώνων, κ.α., όλα εμπνευσμένα από την αρχαιοελληνική μυθολογία.
Όταν επέστρεψε στη Νυρεμβέργη, ίδρυσε εργαστήριο σχεδίου, ξυλογραφίας και χαλκογραφίας. Έγινε γρήγορα γνωστός και άρχισε να δέχεται πολλές παραγγελίες. Αυτή την περίοδο ασχολήθηκε τόσο με τη ζωγραφική (πορτραίτα ή εικόνες για Άγιες Τράπεζες) όσο και με τη χαρακτική. Το 1496 φιλοτέχνησε την προσωπογραφία του Φρειδερίκου του Σοφού, Εκλέκτορα της Σαξονίας, αρνήθηκε όμως να τον ακολουθήσει στη Βαϊμάρη και να γίνει ζωγράφος της Αυλής του.
Οι τεχνικές που του εξασφάλισαν τη μεγαλύτερη φήμη ήταν πρώτα η ξυλογραφία και αργότερα η χαλκογραφία. Το 1498 δημοσιεύει την πρώτη σημαντική σειρά χαρακτικών του με τον γενικό τίτλο Αποκάλυψη. Αποτελείται από δεκαπέντε ξυλογραφίες, οι πιο γνωστές από τις οποίες είναι Οι τέσσερις ιππότες της Αποκαλύψεως, Η πάλη του Αρχαγγέλου Μιχαήλ με το δράκοντα, Το άνοιγμα της έκτης σφραγίδας. Έγιναν μέσα στο κλίμα του μυστικισμού και της μεταρρυθμιστικής τάσης που κατέκλυζε τη Γερμανία εκείνη την εποχή και έχουν αλληγορικό περιεχόμενο.
Από το 1500 και μετά συγκεντρώνεται όλο και περισσότερο στην απεικόνιση του ανθρώπου, ακολουθώντας τις αριθμητικές και γεωμετρικές μεθόδους της ιταλικής Αναγέννησης. Άρχισε επίσης να μελετά συστηματικά μαθηματικά. Διάβασε τα «Στοιχεία» του Ευκλείδη, το «Περί Αρχιτεκτονικής» του Βιτρούβιου (1ος αι. π.Χ.) καθώς και τα έργα των Αλμπέρτι και Πατσιόλι για τις σχέσεις μαθηματικών και τέχνης. Την ίδια εποχή δεν ήταν μόνο η μαθηματική θεωρία των αναλογιών που επηρέασε την τέχνη του Ντύρερ, αλλά και η τέλεια γνώση της προοπτικής την οποία απέκτησε μέσα από τη μελέτη της Γεωμετρίας. Χαρακτηριστικό δείγμα αυτών των αναζητήσεων αποτελεί η ξυλογραφία Η ζωή της Παρθένου.
Το 1505 - ήδη διάσημος - επιστρέφει στην Ιταλία, όπου παραμένει για δύο χρόνια. Επισκέφθηκε διάφορες πόλεις, αλλά το μεγαλύτερο μέρος της παραμονής του το πέρασε στη Βενετία. Όπως λέει ο ίδιος, στην Ιταλία συνάντησε μεγαλύτερη αναγνώριση απ΄ ό,τι στην πατρίδα του. Ξεκίνησε αυτό το ταξίδι γιατί οι Γερμανοί έμποροι της Βενετίας του είχαν παραγγείλει την εικόνα της Εορτής των Ρόδινων Στεφανιών για την Αγία Τράπεζα της ενοριακής τους εκκλησίας. Αυτή η εικόνα βωμού, που προετοιμάστηκε με πολυάριθμα σχέδια, προκάλεσε μεγάλο θαυμασμό και είναι το αντιπροσωπευτικότερο έργο της δεύτερης παραμονής του στη Βενετία.
Χάρη στη νέα επαφή του με τους Μπελλίνι και Τζιορτζιόνε, η παλέτα του αποκτά καινούργια λεπτότητα αποχρώσεων και χρωματικούς τόνους με μεγάλη πλαστική απαλότητα. Καρποί αυτής της εποχής είναι η Νεαρή Βενετσιάνα, ο Άγνωστος και το Πορτραίτο Αγνώστου, κ.α.
Στρέφει για άλλη μια φορά την προσοχή του στα έργα του Λεονάρντο ντα Βίντσι και εμπνέεται από τις καρικατούρες του που ήταν πασίγνωστες σ΄ όλη την Ιταλία.
Αυτή τη φορά το ενδιαφέρον του για τα μαθηματικά έγινε ακόμη μεγαλύτερο. Πήγε στο Μπολόνια για να συναντήσει τον Λούκα Πατσιόλι, που θεωρούσε ότι κατείχε τα μαθηματικά μυστικά της τέχνης, και να διδαχθεί από αυτόν τις αρχές της «μυστικής» προοπτικής. Συνάντησε και πάλι τον Γιάκοπο ντε Μπάρμπαρι και έμαθε περισσότερα για τις αναλογίες του ανθρώπινου σώματος.
Οι σημαντικότερες μαρτυρίες για τις νέες γνώσεις που απέκτησε φαίνονται στους δύο πίνακες Αδάμ και Εύα που ζωγράφισε αμέσως μετά την επιστροφή του στη γενέτειρά του. Είναι τα πρώτα σε φυσικό μέγεθος γυμνά της γερμανικής ζωγραφικής και τους δίνει την αξία ενός κανόνα τέλειων αναλογιών του ανθρώπινου σώματος.
Ανάμεσα στα έργα αυτής της περιόδου είναι μεγάλοι πίνακες για ιερά εκκλησιών, όπως το Μαρτύριο των δέκα χιλιάδων Χριστιανών, η Στέψη της Παρθένου, κ,α. Η Προσκύνηση της Αγίας Τριάδος με την αυστηρή συμμετρική της οργάνωση, το διαχωρισμό των πλάνων και τη σταθερή προοπτική στο κάτω μέρος του πίνακα, είναι το σημαντικότερο από τα ζωγραφικά έργα του και θεωρείται από πολλούς η υψηλότερη έκφραση της γερμανικής Αναγέννησης.
Από το 1512 άρχισε να εργάζεται για τον αυτοκράτορα Μαξιμιλιανό Α΄. Φιλοτεχνεί πορτραίτα και χαρακτικά με αλληγορικό χαρακτήρα που εξυμνούν τους Αψβούργους. Όταν πέθανε ο αυτοκράτορας, ο Ντύρερ ταξίδεψε στις Κάτω Χώρες. Κράτησε ημερολόγιο με άφθονα σκίτσα, τοπία και πορτραίτα των σημαντικότερων ανθρώπων που συνάντησε, ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο Έρασμος. Ζωγράφισε επίσης πολλά πορτραίτα Ολλανδών και Φλαμανδών αστών.
Στα τελευταία έργα της ζωής του συγκαταλέγονται οι δύο πίνακές του: Οι Τέσσερις Απόστολοι, που προορίζονταν για πλαϊνά φύλλα ενός τριπτύχου που δεν τελείωσε ποτέ. Αντιπροσωπεύουν το αποκορύφωμα της τέχνης του Ντύρερ, «τους καλύτερους καρπούς της αναζήτησής του για ένα νέο κόσμο».
Όσο περνούν τα χρόνια, αφιερώνεται όλο και περισσότερο στη χαρακτική, και οι συνθέσεις του προκαλούν το θαυμασμό και την έκπληξη σ΄ όλη την Ευρώπη. Τα σημαντικότερα χαρακτικά αυτής της εποχής είναι: ο Ιππότης, ο Θάνατος και ο Διάβολος, ο Άγιος Ιερώνυμος στο σπουδαστήριό του και η Μελαγχολία. Αυτά τα τρία αποτελούν μέρη ενός αλληγορικού τριπτύχου στο οποίο έχουν καταταχθεί τρεις ομάδες ανθρώπινων αρετών, σύμφωνα με τη μεσαιωνική ιεράρχηση. Είναι αντίστοιχα: η απόφαση και η δράση, η θεολογία και ο στοχασμός, η επιστήμη και η φαντασία.
Η Μελαγχολία είναι από τα πιο πολυσυζητημένα έργα του. Μια μελαγχολική φιγούρα, που βρίσκεται σε πρώτο πλάνο, δεξιά, κάθεται δίπλα σε ένα μη κανονικό πολύεδρο που κατέχει δεσπόζουσα θέση και σε άλλα συμβολικά στοιχεία, όπως ένα μαγικό τετράγωνο, το πρώτο στην ευρωπαϊκή τέχνη, κ. α. Πολλές υποθέσεις έχουν γίνει για το συμβολισμό αυτού του χαρακτικού και για κάθε στοιχείο του χωριστά, πάνω απ΄ όλα όμως για το πολύεδρο.
Το ενδιαφέρον του Ντύρερ για τα Μαθηματικά, τη Γεωμετρία και πιο συγκεκριμένα για τα πολύεδρα είχε αρχίσει από την πρώτη του επίσκεψη στην Ιταλία και συνεχίστηκε σε όλη τη διάρκεια της ζωής του.
Καρπός όλων αυτών των ερευνών και των αναζητήσεων υπήρξαν πολλές πραγματείες, συγκεντρωμένες σε τέσσερις τόμους, με το γενικό τίτλο: «Unterweisung der Messung». Αυτό το έργο, που είναι το πρώτο βιβλίο μαθηματικών που εκδόθηκε στη Γερμανία, ήταν σε μεγάλη εκτίμηση το 16ο αιώνα και τοποθετεί τον Ντύρερ ανάμεσα στους σημαντικότερους μαθηματικούς της Αναγέννησης.
Στον πρώτο τόμο περιγράφει την κατασκευή ενός μεγάλου αριθμού καμπυλών. Στο δεύτερο δίνει ακριβείς και κατά προσέγγιση μεθόδους κατασκευής κανονικών πολυγώνων καθώς και κατά προσέγγιση μεθόδους τετραγωνισμού του κύκλου. Στο τρίτο, αναφέρεται σε πυραμίδες, κυλίνδρους και άλλα στερεά σώματα. Στο δεύτερο μέρος αυτού του τόμου μελετά τα ηλιακά ρολόγια και διάφορα αστρονομικά όργανα. Τέλος, στον τέταρτο τόμο μελετά τα πέντε πλατωνικά στερεά καθώς και τα ημικανονικά στερεά του Αρχιμήδη. Στον ίδιο τόμο υπάρχει επίσης η θεωρία του για τις σκιές και μια εισαγωγή για τη θεωρία της προοπτικής.
Πέθανε τον Απρίλιο του 1528, εξασθενημένος - κατά μια εκδοχή - από την ελονοσία που έπαθε μάλλον στην Ολλανδία, όταν μια φορά τριγυρνούσε ώρες ολόκληρες μέσα στα νερά για να μελετήσει επί τόπου έναν καρχαρία που μόλις είχε πιαστεί!
Στον αιώνα μας αναγνωρίστηκε όχι μόνο ως ο μεγαλύτερος ζωγράφος και χαράκτης της γερμανικής Αναγέννησης αλλά και ως μεγάλος επιστήμονας για τη συμβολή του στα μαθηματικά. Οι επιστήμονες της NASA τον τίμησαν, δίνοντας το όνομά του σ΄ έναν κρατήρα του πλανήτη Ερμή. Ακολουθώντας τη συμβουλή του δασκάλου του, άρχισε από τα 19 του χρόνια τα ταξίδια για να εμπλουτίσει τις γνώσεις του, να διευρύνει το πνεύμα του και να γνωρίσει και άλλους καλλιτέχνες. Άρχισε έτσι μια σειρά από ταξίδια που τον οδήγησαν σε διάφορες γερμανικές πόλεις, δύο φορές στην Ιταλία και στις Κάτω Χώρες.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Neraida
Επιφανές μέλος
Συνεργάστηκε με το περιοδικό "Γυναίκα" (ως αρχισυντάκτρια) και τις εφημερίδες "Νέος Κόσμος" και "Ριζοσπάστης" (αρχισυντάκτρια από το 1944), ενώ κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής συνεργάστηκε με τις Μέλπω Αξιώτη, Έλλη Αλεξίου, Έλλη Παππά, Τιτίκα Δαμασκηνού, Ηλέκτρα Αποστόλου, Χρύσα Χατζηβασιλείου και άλλες ελληνίδες της αντίστασης.
Πήρε μέρος στο συνέδριο της Κοινωνίας των Εθνών στη Γενεύη το 1935, όπου γνωρίστηκε με τη σύντροφο του Λένιν Αλεξάνδρα Κολοντάι και στο ιδρυτικό συνέδριο της Δημοκρατικής Ομοσπονδίας Γυναικών το 1945 στο Παρίσι. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1959 με την έκδοση του μυθιστορήματος "Οι νεκροί περιμένουν". Έργα της μεταφράστηκαν σε πολλές ξένες γλώσσες. Ένα κομμάτι του έργου της έχει γνωρίσει επιτυχία στο εξωτερικό, και ιδιαίτερα στην Τουρκία.
Η Διδώ Σωτηρίου ανήκει στους έλληνες πεζογράφους του μεσοπολέμου. Το έργο της κινείται στο πλαίσιο του ρεαλισμού με έντονη την παρουσία του αυτοβιογραφικού στοιχείου και της συναισθηματικής συμμετοχής του συγγραφέως στις περιπέτειες των ηρώων της, και αντλεί τη θεματολογία του από τη μικρασιατική καταστροφή, την περίοδο του εμφυλίου και την μετά τον εμφύλιο περίοδο της ελληνικής ιστορίας. Με τα "Ματωμένα χώματα" η Σωτηρίου εγκαινίασε την πορεία της προς μια γραφή που συνδυάζει τη μυθιστορηματική τεχνική με μια προοπτική εξέτασης των θεμάτων της από ιστορική σκοπιά, πορεία που συνέχισε και στα δύο επόμενα μυθιστορήματά της την "Εντολή", με θέμα την υπόθεση Μπελογιάννη και το "Κατεδαφιζόμεθα".
Τιμήθηκε με το βραβείο ελληνοτουρκικής φιλίας Αμπντί Ιπεκτσί, το 1983, με το Ειδικό Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας, το 1989, με το Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών, το 1990 και με τον Ταξιάρχη του Τάγματος του Φοίνικος, το 1995. Το 2001 η Εταιρεία Συγγραφέων καθιέρωσε προς τιμήν της το βραβείο "Διδώ Σωτηρίου", το οποίο απονέμεται "σε ξένο ή έλληνα συγγραφέα που με τη γραφή του αναδεικνύει την επικοινωνία των λαών και των πολιτισμών μέσα από την πολιτισμική διαφορετικότητα".
Πέθανε στην Αθήνα στις 23 Σεπτεμβρίου του 2004.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Neraida
Επιφανές μέλος
εβριμποντι χάπι με τας ρεφερανς;
Δε θα το ελεγα, διοτι αυτο οπως και τα προηγουμενα ειναι αυτουσια κειμενα απο συγκεκριμενα blogs.
Δλδ, περι Νταλι ειναι του μπλογκερ "Roadartist": https://roadartist.blogspot.com/2009/01/salvador-dal.html
Και τα 2 πρωτα που παρεθεσες, εαν θυμαμαι καλα, του "gerontakos"...
Απο οσο γνωριζω πρεπει να γινεται ακριβης αναφορα των πηγων, εκτος εαν εσυ εισαι ο gerontakos & ο roadartist...
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Neraida
Επιφανές μέλος
Γεννήθηκε το 1893 στις 28 Σεπτεμβρίου, στην Αγία Ευθυμία Παρνασσίδος από τον Ευθύμιο Σκαρίμπα και την Ανδρομάχη Σκαρτσίλα.
Το 1984 πεθαίνει σε ηλικία 91 χρόνων, στις 21 Ιανουαρίου, και κηδεύεται με δημοτική δαπάνη στην αγαπημένη του πόλη, τη Χαλκίδα, στο λόφο του Καράμπαμπα.
Χωρίς αμφιβολία ο Γιάννης Σκαρίμπας υπήρξε μια πολυδιάστατη φυσιογνωμία των Ελληνικών Γραμμάτων αφού ασχολήθηκε με όλα σχεδόν τα είδη του γραφτού λόγου (διήγημα, νουβέλα, ποίηση, μυθιστόρημα, ιστορικό δοκίμιο, θέατρο, Καραγκιόζη, σχολιογραφία κ.λ.π.) Και σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του συνόλου των κριτικών και των μελετητών του στη χώρα μας, σφράγισε με την παρουσία του την ελληνική ηθογραφία, για να συνεχίσει αργότερα σε άλλους χώρους που δεν είχαν καμιά σχέση με τον παραδοσιακό τρόπο γραφής.
Προικισμένος με μια υπερτροφική φαντασία και σπάνια λογοτεχνική ενόραση είχε τη δυνατότητα να κινείται με άνεση στους χώρους που προαναφέραμε χρησιμοποιώντας το δικό του τρόπο γραφής που τον καθιέρωσε από την πρώτη του παρουσία στα Ελληνικά Γράμματα.
Η πρώτη του εμφάνιση πραγματοποιήθηκε στα 1929, περίοδο που η Λογοτεχνία μας περνούσε κρίση καθώς οι συγγραφείς εκείνου του καιρού (Καρκαβίτσας, Θεοτόκης, Χατζόπουλος κ.ά.) μέσα από το χώρο της ηθογραφίας, επαναλάμβαναν σχεδόν ο ένας τον άλλο, χωρίς να προσθέτουν τίποτα καινούριο, πράγμα που η κριτική είχε επισημάνει από την αρχή. Τότε ο Σκαρίμπας με το διήγημα του «Καπετάν Σουρμελής ο Στουραϊτης» που παρέδωσε στην κρίση των μελών της Κριτικής Επιτροπής (μεγάλα ονόματα τότε στη Λογ/νία μας: Φώτης Κόντογλου, Λεων. Κουκούλας, Κωστής Μπαστιάς κ.ά.) του περιοδικού «Νεοελληνικά Γράμματα», απέσπασε ομόφωνα το πρώτο βραβείο του Διαγωνισμού για «το πρωτότυπο ύφος του, την εκρηκτική του γλώσσα και τις πλούσιες εικόνες του που μοιάζουν με λαϊκές ζωγραφιές». Έτσι καθιερώθηκε από την πρώτη του κιόλας εμφάνιση σαν συγγραφέας με δικό του προσωπικό ύφος, το περίφημο «α-λα-Σκαρίμπα» ύφος, όπως το αποκάλεσε τότε ο Κόντογλου αλλά και άλλοι μετέπειτα μελετητές του.
Ο Σκαρίμπας παράλληλα με τον πεζό λόγο ασχολήθηκε και με την ποίηση που παρά τις ακροβασίες που έκανε στο στίχο και στη φόρμα της διατήρησε τη μουσικότητά της. Δεν ήταν κοινωνική ή πολιτική η μορφή της Σκαριμπικής ποίησης. Ήταν απλώς τραγούδι. Ελεγειακό ή ερωτικό είχε αυτό το περίφημο «α-λα-Σκαρίμπα» ύφος. Πολλά από τα ποιήματα του Σκαρίμπα μελοποιήθηκαν από αξιόλογους συνθέτες (Γ. Σπανός, Σαρ. Κασάρας, Χρ. Λεοντής, Ασημος κ.ά.) και κυκλοφόρησαν σε δίσκους.
Ιδιαίτερο πάθος και αγάπη έτρεφε ο Σκαρίμπας για τον Καραγκιόζη που τον θεωρούσε το γνησιότερο είδος λαϊκού θεάτρου αφού μέσα απ' αυτόν εκφράζονταν τα όνειρα κι οι καημοί του λαού κι ακόμα γιατί οι ρίζες του βυζαίνουν στην αρχαία μας παράδοση. Έγραφε σχετικά με το θέμα αυτό σε κάποιο βιβλίο του: «Τούτος ο ξυπόλυτος έρχεται ντρίτα από τα μυστήρια: τα ορφικά, τα ελευσίνια, τα διονύσια, όπως ο άνθρωπος έρχεται ντρίτα από τη μόδα. Ντεμοντέ είναι μόνον οι νεκροί, ενώ και η καρδιά του Έθνους δεν χτυπάει στα νάιτ-κλαμπ ούτε στα σαλονειακά κουκουβαγεία της Αθήνας».
Αργότερα και στις αρχές της δεκαετίας του 60, όταν τα ρεύματα της μοντέρνας ζωγραφικής (εξπρεσιονισμός κ.ά.) έκαναν δυναμικά την παρουσία τους στη χώρα μας, ο Σκαρίμπας επηρεασμένος ίσως από τη στενή φιλία του με το Φώτη Κόντογλου αλλά και από την ίδια του την έφεση για τα εικαστικά, θα κατασκευάσει από τα πιο ευτελή και άχρηστα υλικά τις περίφημες φιγούρες του Καραγκιόζη, σπουδές πιο πολύ στην εικαστική πρωτοπορία εκείνου του καιρού, παρά εργαλείο για την τελετή παράστασης Καραγκιόζη επάνω στο πανί.
Ο Σκαρίμπας έγραψε και θεατρικά έργα με κορυφαίο τον «Ήχο του κώδωνος» και άλλα στο ίδιο ύφος του παράλογου όπως: το «Σεβαλιέ Σερβάν της κυρίας», την «Κυρία του τραίνου», τον «πάτερ Συνέσιο», τα «Καγκουρώ», το «σημείο του σταυρού» κ.ά.
Σπουδαία ήταν η συμμετοχή του Σκαρίμπα και στην αντιπολεμική Λογοτεχνία. Με τα περίφημα βιβλία του «Περίπολος Ζ» και «φυγή προς τα εμπρός» (προσωπικές του εμπειρίες από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο) γραμμένα στο γνωστό παράλογο ύφος του εντάσσονται στο πλευρό και των άλλων κορυφαίων της χώρας μας:
- Του Στρατή Μυριβήλη με τη «Ζωή εν τάφω»
- Του Ηλία Βενέζη με το «Νούμερο»
Του Στρατή Δούκα με την «Ιστορία ενός αιχμαλώτου» - Του Ζήση Σκάρου με τις «Κλούβες»
Ο μπαρμπα-Γιάννης πολιτογραφήθηκε μέσα μας σαν μια συνείδηση, τόσο εθνική όσο και λαϊκή. Ήταν ένας απέραντος ποταμός σοφίας -λαϊκής σοφίας-, γνώσης, σπουδής, πάθους για τη γυμνή αλήθεια και αγωνιστικότητα. Είτε θυμόσοφος, είτε οργισμένος, είτε είρωνας σαρκαστής ο Γιάννης Σκαρίμπας ήταν η φωνή του καθένας μας. Του άγνωστου Έλληνα που δεν είχε ποτέ φωνή, που δεν έμαθε παρά όσα του δίδαξαν και κάποτε το κατάλαβε και εξεγέρθηκε μετρώντας μια-μια τις τύψεις της κυρίαρχης τάξης, της κυρίαρχης ιδεολογίας, της κυρίαρχης «ιστορίας», της κυρίαρχης αρλουλοπολογίας, που ποτέ τους δεν μπόρεσαν να τον κοιτάξουν κατάματα και να τον αντιμετωπίσουν «στα ίσια». Στοχαστής μοναδικός και φύση ανήσυχη δεν μπόρεσε ποτέ του να βολευτεί με τη συμβατικότητα. Έμεινε απροσκύνητος, μέχρι τα στερνά του και πάντα οπλισμένος με το δραστικό λόγο του που δεν «χάριζε κάστανα» χωρίς ποτέ του να θεωρεί ότι είναι σπουδαίος.
(από τη συλλογή ΟΥΛΑΛΟΥΜ)
Νάν' σπασμένοι οι δρόμοι, νά φυσάει ο νότος
κι εγώ καταμονάχος καί νά λέω: τί πόλη!
νά μήν ξέρω άν είμαι –μέσα στήν ασβόλη–
ένας λυπημένος πιερότος!
Φύσαε –είπα– ο νότος κι έλεγα: Η Χαλκίδα,
ώ Χαλκίδα –πόλη (έλεγα) καί φέτος
ήμουν –στ' όνειρό μου είδα– Περικλέτος,
πάλι Περικλέτος ήμουν –είδα…
Έτσι έλεγα! Ήσαν μάταιοι μου οι κόποι
πάν' σέ ξύλο κούφιο, πρόστυχο, ανάρια,
Ως θερία, ως δέντρα –αναγλυμένοι– ως ψάρια
τά όνειρά μου (μούμιες) κι οι ανθρώποι.
Τώρα; Πόλη, τρέμω τά γητέματά σου
κι είμαι ακόμα ωραίος σάν τό Μάη μήνα,
κρίμα, λέω, θλιμμένη νάσαι κολομπίνα
καί νά κλαίω εγώ στά γόνατά σου.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Έτσι νάν' σπασμένοι, νά φυσά απ' τό νότο
καί μέ πίλο κλόουν νά γελάς, Χαλκίδα:
Άχ, νεκρόν στό χώμα –νά φωνάζεις– είδα
έναν μου ακόμη πιερότο! . . .
ΦΑΝΤΑΣΙΑ
(από τή συλλογή ΟΥΛΑΛΟΥΜ)
Νάναι σά νά μάς σπρώχνει ένας αέρας μαζί
πρός έναν δρόμο φιδωτό πού σβεί στά χάη,
καί σένα τού καπέλου σου πλατειά καί φανταιζί
κάποια κορδέλα του, τρελά νά χαιρετάει.
Και νάν' σάν κάτι νά μού λές, κάτι ωραίο κοντά
γι' άστρα, τή ζώνη πού πηδάν των νύχτιων φόντων,
κι αύτός ο άνεμος τρελά-τρελά νά μάς σκουντά
όλο πρός τή γραμμή των οριζόντων.
Κι όλο νά λές, νά λές, στά βάθη τής νυκτός
γιά ένα – μέ γυάλινα πανιά – πλοίο πού πάει
Όλο βαθιά, όλο βαθιά, όσο πού πέφτει εκτός:
έξω απ' τόν κύκλο των νερών – στά χάη.
Κι όλο νά πνέει, νά μάς ωθεί αύτός ο άνεμος μαζί
πέρ' από τόπους καί καιρούς, έως ότου – φως μου –
(καθώς τρελά θά χαιρετάει κείν' η κορδέλα η φανταιζί)
βγούμε απ' τήν τρικυμία αύτού τού κόσμου . . .
ΤΟ ΜΟΝΤΕΛΟ
(από τή συλλογή ΟΥΛΑΛΟΥΜ)
Πού τήν είδα; Συλλογίζομαι άν στούς δρόμους
τήν αντίκρυσα ποτές μου ή στ' αστέρια,
τούς χυτούς της φέρνει η ιδέα μου τούς ώμους
δίχως χέρια!
Δίχως χέρια . . . Τό μάτι της γυαλένιο
άς μή μ' έβλεπε – μ' εθώρει κι ήταν τ' όντι
ρόδο ψεύτικο τό γέλιο της – κερένιο –
καί τό δόντι.
Τήν στοχάζομαι. Η φωνή της, λές, μού εμίλει
ριγηλή σάν μέσ' σέ όνειρο – και τ' όμμα
ήταν σφαίρα. Σπασμός τρίγωνος τά χείλη
καί τό στόμα.
Τ' ήταν; πνεύμα; Μήν φτιαγμένη ήταν, ωϊμένα,
ύποπτεύομαι – καί τρέμω νοερά μου –
απ' τό ίδιο ύλικό πούναι φχιαγμένα
τά όνειρά μου; . . .
Αχ πώς τρέμω! ο νούς μου πάει σ' ιδέες πλήθος,
σέ μπαμπάκια καί καρτόνια – ο νούς μου βάνει
γεμισμένο της μήν ήτανε τό στήθος
μέ ροκάνι!
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Ώ Κυρά μου – Άγγελε – Σύ – των μειρακίων
πόχεις τό γέλιο, ώ χαύνη κόρη των πνευμάτων,
σέ μια βιτρίνα σ' έχουν στήσει γυναικείων
φορεμάτων. . .
ΟΥΛΑΛΟΥΜ . . .
Ήταν σα να σε πρόσμενα Κερά
απόψε που δεν έπνεε έξω ανάσα,
κι έλεγα: Θάρθει απόψε απ' τα νερά
κι από τα δάσα.
Θάρθει, αφού φλετράει μου η ψυχή,
αφού σπαρά το μάτι μου σαν ψάρι
και θα μυρίζει ήλιο και βροχή
και νειό φεγγάρι . . .
Και να, το κάθισμά σου σιγυρνώ,
στολνώ την κάμαρά μας αγριομέντα,
και να, μαζί σου κιόλας αρχινώ
χρυσή κουβέντα:
. . . Πως – να, θα μείνει ο κόσμος με το "μπά"
που μ' έλεγε τρελόν πως είχες γίνει
καπνός και - τάχας - σύγνεφα θαμπά
προς τη Σελήνη . . .
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Νύχτωσε και δεν φάνηκες εσύ·
κίνησα να σε βρω στο δρόμο - ωιμένα -
μα σκούνταφτες (όπου εσκούνταφτα) χρυσή
κι εσύ με μένα.
Τόσο πολύ σ' αγάπησα Κερά,
που άκουγα διπλά τα βήματα μου!
Πάταγα γω - στραβός - μεσ' τα νερά;
κι εσύ κοντά μου . . .
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
-
Το forum μας χρησιμοποιεί cookies για να βελτιστοποιήσει την εμπειρία σας.
Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, συναινείτε στη χρήση cookies στον περιηγητή σας.