Isiliel
Επιφανές μέλος
Αυτός χαμογέλασε και πάλι χωρίς να μιλήσει, πήρε από τη χάρτινη κούτα ένα σακουλάκι με μικρά βοτσαλάκια και άρχισε να γεμίζει το βάζο, το κούνησε λίγο και τα βοτσαλάκια κύλησανκαι γέμισαν τα κενά μεταξύ των πετρών. Όταν το βάζο δεν χωρούσε άλλο, ρώτησε : «Είναι γεμάτο το βάζο;» και οι μαθητές απάντησαν : «Ναι, είναι γεμάτο».
Αυτός χαμογέλασε και πάλι χωρίς να μιλήσει, πήρε από την χάρτινη κούτα ένα σακουλάκι με άμμο και άρχισε να την αδειάζει μέσα στο βάζο. Η άμμος χύθηκε και γέμισε όλα τα κενά μεταξύ των πετρών και των βότσαλων. Όταν το βάζο δεν χωρούσε άλλο, ρώτησε : «Είναι γεμάτο το βάζο;» και οι μαθητές δίστασαν για λίγο, αλλά απάντησαν : «Ναι, είναι γεμάτο».
Αυτός χαμογέλασε και πάλι χωρίς να μιλήσει, πήρε από την χάρτινη κούτα δύο μπουκάλια μπύρες και άρχισε να τα αδειάζει μέσα στο βάζο. Τα υγρά γέμισαν όλα τα υπόλοιπα κενά του βάζου. Όταν το βάζο δεν χωρούσε άλλο, ρώτησε : «Είναι γεμάτο το βάζο;» και οι μαθητές γέλασαν αυτή την φορά και απάντησαν : «Ναι, είναι γεμάτο».
Τώρα, λέει ο καθηγητής, θέλω να θεωρήσετε ότι το βάζο αυτό αντιπροσωπεύει τη ζωή σας. Οι πέτρες είναι τα πιο σημαντικά στην ζωή σας, τέτοια είναι η οικογένεια, ο σύντροφός σας, η υγεία σας, τα παιδιά σας, οι καλοί σας φίλοι. Οι πέτρες αντιστοιχούν στα πιο σημαντικά, τόσο σημαντικά, που ακόμα και αν όλα τα υπόλοιπα λείψουν, η ζωή σας θα εξακολουθήσει να είναι γεμάτη.
Τα βοτσαλάκια είναι τα άλλα πράγματα που έρχονται στην ζωή μας, όπως οι σπουδές μας, η εργασία μας, το σπίτι μας, το αυτοκίνητο μας, είναι μικρά πράγματα, βοτσαλάκια . Αν αυτά τα βάλετε πρώτα στο βάζο, δεν θα υπάρχει χώρος για τις πέτρες, τα σημάντικα της ζωής.
Η άμμος είναι όλα τα υπόλοιπα, ένα καλό γεύμα, μια βόλτα στην παραλία, ο χορός, το τραγουδι, ένα βιβλίο, οι μικρές απολαύσεις της ζωής. Αν βάλεις πρώτα την άμμο στο βάζο, δεν θα υπάρχει χώρος ούτε για τα βότσαλα αλλά ούτε και για τις πέτρες.
Το βάζο είναι η ζωή σας. Αν ξοδεύεται χρόνο και δύναμη για μικρά πράγματά, δεν θα βρείτε ποτέ χρόνο για τα πιο σημαντικά. Ξεχωρίστε ποια είναι τα πιο σημαντικά για την ευτυχία σας. Μιλήστε με τους γονείς σας, παίξτε με τα παιδιά σας, απολαύστε τον σύντροφό σας, προσέξτε την υγεία σας και χαρείτε τους φίλους σας. Πάντα θα υπάρχει χρόνος για γνώση και σπουδές, πάντα θα υπάρχει χρόνος για εργασία, πάντα θα υπάρχει χρόνος για να φτιάξετε το σπίτι σας και το αυτοκίνητό σας, να πληρώσετε τα δημοτικά και το τηλέφωνο. Όμως να φροντίσετε για τις πέτρες πρώτα. Ξεχωρίστε τις προτεραιότητες σας.
Οι μαθητές είχαν μείνει άφωνοι. Ένας όμως ρώτησε : «Η μπύρα τι αντιπροσωπεύει ;» Ο καθηγητής χαμογέλασε και απάντησε : «Χαίρομαι που ρωτάς. Θα σας πώ: δεν έχει σημασία πόσο γεμάτη είναι η ζωή σας, δεν έχει σημασία πόσο στριμωγμένος είσαι, γιατί πρέπει να ξέρεις : Πάντα θα υπάρχει λίγος χώρος για δυό μπυρίτσες»!!!
(Επίσης υπάρχει δεξιά και αριστερά στο νετ...)
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 16 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Isiliel
Επιφανές μέλος
Η Τρέλα αφού συστήθηκε 3 φορές στην Ανία της πρότεινε να παίξουν κρυφτό.
Το Ενδιαφέρον σήκωσε το φρύδι και περίμενε να ακούσει ενώ η Περιέργεια χωρίς να μπορεί να κρατηθεί ρώτησε: 'Τι είναι το κρυφτό?»
Ο ενθουσιασμός άρχισε να χορεύει παρέα με την Ευφορία και η Χαρά άρχισε να πηδάει πάνω κάτω για να καταφέρει να πείσει το Δίλημμα και την Απάθεια την οποία δεν την ενδιέφερε ποτέ τίποτα- να παίξουν κι αυτοί. Αλλά υπήρχαν πολλοί που δεν ήθελαν να παίξουν:
Η Αλήθεια δεν ήθελε να παίξει γιατί ήξερε ότι ούτως ή άλλως κάποια στιγμή θα την αποκάλυπταν, η Υπεροψία έβρισκε το παιχνίδι χαζό και η Δειλία δεν ήθελε να ρισκάρει.
Ένα, δύο, τρία, άρχισε να μετράει η Τρέλα. Η πρώτη που κρύφτηκε ήταν η Τεμπελιά. Μιας και βαριόταν κρύφτηκε στον πρώτο βράχο που συνάντησε.
Η Πίστη πέταξε στους ουρανούς και η Ζήλια κρύφτηκε στην σκιά του Θριάμβου ο oποίος με την δύναμη του κατάφερε να σκαρφαλώσει στο πιο ψηλό δέντρο.
Η Γενναιοδωρία δεν μπορούσε να κρυφτεί γιατί κάθε μέρος που έβρισκε της φαινόταν υπέροχο μέρος για να κρυφτεί κάποιος άλλος φίλος της οπότε την άφηνε ελεύθερη. Και έτσι η Γενναιοδωρία κρύφτηκε σε μια ηλιαχτίδα.
Ο Εγωισμός αντιθέτως βρήκε αμέσως κρυψώνα ένα καλά κρυμμένο και βολικό μέρος μόνο για αυτόν.
Το Ψέμα πήγε και κρύφτηκε στον πάτο του ωκεανού. Το Πάθος και ο Πόθος κρύφτηκαν μέσα σε ένα ηφαίστειο.
Ο Έρωτας δεν είχε βρει ακόμη κάπου να κρυφτεί. Έβρισκε όλες τις κρυψώνες πιασμένες, ώσπου βρήκε ένα θάμνο από τριαντάφυλλα και κρύφτηκε εκεί. ....1000, μέτρησε η Τρέλα και άρχισε να ψάχνει.
Την πρώτη που βρήκε ήταν η Τεμπελιά αφού δεν είχε κρυφτεί και πολύ μακριά. Μετά βρήκε την Πίστη που μίλαγε στον ουρανό με τον Θεό για θεολογία.
Ένιωσε τον ρυθμό του Πόθου και του Πάθους στο βάθος του ηφαιστείου και αφού βρήκε την Ζήλια δεν ήταν καθόλου δύσκολο να βρει και τον Θρίαμβο.
Βρήκε πολύ εύκολα το Δίλημμα που δεν είχε ακόμη αποφασίσει που να κρυφτεί. Σιγά-σιγά τους βρήκε όλους εκτός από τον Έρωτα.
Η Τρέλα έψαχνε παντού, πίσω από κάθε δένδρο, κάτω από κάθε πέτρα, σε κάθε κορφή βουνού, μα τίποτα. Όταν ήταν σχεδόν έτοιμη να τα παρατήσει βρήκε ένα θάμνο από τριαντάφυλλα και άρχισε να τον κουνάει νευρικά ώσπου άκουσε ένα βογκητό πόνου.
Ήταν ο Έρωτας που τα αγκάθια από τα τριαντάφυλλα του είχαν πληγώσει τα μάτια. Η Τρέλα δεν ήξερε πως να επανορθώσει, έκλαιγε, ζήταγε συγνώμη και στο τέλος υποσχέθηκε να γίνει ο οδηγός του Έρωτα.
Κι έτσι από τότε ο Έρωτας είναι πάντα τυφλός και η Τρέλα πάντα τον συνοδεύει.
(Αγνώστου - Υπάρχει σε πολλά site arround the web...)
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 16 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Isiliel
Επιφανές μέλος
Είναι μαγικό πως ένας τόσο γοητευτικός μύθος "κρύφτηκε" μέσα στο κείμενο που περιγράφεις και το τι υπονοεί αυτό για τη σχέση του Έρωτα και της Ψυχής.
Δεν μπορεί να είναι τυχαίο ότι αυτό το έργο του, χαρακτήρισε αυτός ο συγγραφέας ως χρυσό.
Πάντως και μόνο που σε έκανα να γράψεις ένα τόσο "μεγάλο" ποστ, το θεωρώ τιμή μου!
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 16 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Isiliel
Επιφανές μέλος
Υπάρχει ένας μύθος, που λέει ο Απουλήιος, για την κόρη ενός βασιλιά, την Ψυχή, τόσο όμορφη, ώστε οι άνθρωποι άρχισαν να τη θαυμάζουν και να τη λατρεύουν, λησμονώντας ακόμη κι αυτήν την Αφροδίτη. Βλέποντας τα ιερά της να ερημώνονται, η θεά ζήτησε από το γιο της, τον Έρωτα, να τιμωρήσει αυτήν τη θνητή, κάνοντάς την να ερωτευτεί τον πιο αποκρουστικό άντρα του κόσμου. Πράγματι, ο Έρωτας πήγε στην κάμαρα της κόρης· εκτός από τα θανάσιμα βέλη του, είχε μαζί του και δύο κεχριμπαρένια δοχεία – το ένα με το πικρό νερό της λύπης και το άλλο με το γλυκό νερό της χαράς. Η Ψυχή κοιμόταν κι εκείνος έσταξε στα χείλη της μερικές σταγόνες πικρό νερό – όμως, η ομορφιά της άρχισε να τον αιχμαλωτίζει. Ίσα που την άγγιξε με την άκρη του βέλους του· εκείνη ξύπνησε· δεν μπορούσε να τον δει, όμως εκείνος είδε τα μάτια της και μαγεμένος από εκείνο το βλέμμα έστρεψε κατά λάθος το ίδιο του το βέλος στον εαυτό του. Έχοντας πέσει θύμα της δύναμής του, ο Έρωτας ράντισε με το γλυκό νερό τα μαλλιά της Ψυχής, θέλοντας να επανορθώσει το κακό που της είχε κάνει.
Καθώς περνούσε ο καιρός, η Ψυχή εξακολουθούσε να προκαλεί το θαυμασμό και τη λατρεία των ανθρώπων. Όμως, κανείς δεν την ερωτεύτηκε, κανείς δεν ζήτησε να την παντρευτεί. Απελπισμένοι οι γονείς της πήγανε στο Μαντείο των Δελφών· και ο Απόλλωνας, δασκαλεμένος από τον Έρωτα, έδωσε τον τρομερό χρησμό του: «η Ψυχή δεν προορίζεται για γυναίκα κανενός θνητού· ο άντρας της την περιμένει στην κορυφή ενός βουνού, και είναι ένα αποκρουστικό τέρας, που κανείς, ούτε θνητός ούτε αθάνατος, δεν μπορεί να του αντισταθεί».
Ο χρησμός προκάλεσε θλίψη, όμως ποιος θα μπορούσε να αγνοήσει τα λόγια του θεού; Ο γάμος ετοιμάστηκε μέσα σε ατμόσφαιρα πένθιμη, όλος ο λαός συνόδεψε με θρήνους τη νύφη στην κορυφή του βουνού και την άφησε εκεί μόνη της. Κι ενώ εκείνη περίμενε κλαίγοντας την εκπλήρωση του χρησμού, ο Ζέφυρος τη σήκωσε απαλά από τη γη και την έφερε σε μια ανθισμένη κοιλάδα. Η κόρη αποκοιμήθηκε αποκαμωμένη κι όταν ξύπνησε, περπάτησε τριγύρω και είδε μπροστά της ένα λαμπρό παλάτι, που φαινόταν πως δεν το είχαν φτιάξει χέρια θνητού. Γοητευμένη, μπήκε στις εξαίσιες αίθουσες κι άκουσε μια φωνή να της λέει πως ό,τι έβλεπε ήταν δικό της και πως αυτό θα ήταν το σπίτι της από δω και πέρα.
Αργά τη νύχτα, έφτασε και ο κύριος του παλατιού· η Ψυχή δεν μπορούσε να τον δει, όμως, καθώς έγειρε δίπλα της κι άρχισε να της μιλάει τρυφερά, όλοι της οι φόβοι εξαφανίστηκαν· ήξερε πως ο άντρας της δεν μπορεί να ήταν ένα αποκρουστικό τέρας, αλλά εκείνος που χρόνια περίμενε και ονειρευόταν.
Δεν πέρασε καιρός και η Ψυχή άρχισε να νιώθει νοσταλγία για την οικογένειά της. Ζήτησε, λοιπόν, από τον άντρα της να της επιτρέψει να δεχτεί τις δυο της αδελφές και να τους δείξει πόσο ευτυχισμένα ζούσε. Εκείνος προσπάθησε να την αποτρέψει, προειδοποιώντας την για τις συμφορές που θα ακολουθούσαν. Όμως δεν μπόρεσε νʼ αντισταθεί για πολύ στα δάκρυα και στις ικεσίες της και τελικά υπέκυψε, αφού προηγουμένως την έβαλε να του υποσχεθεί πως, ό,τι κι αν γινόταν, δεν θα επιχειρούσε ποτέ να τον δει. Έτσι, την άλλη μέρα, ο Ζέφυρος μετέφερε στο παλάτι τις δύο αδελφές της Ψυχής. Η αρχική τους χαρά για την ευτυχία της δεν άργησε να μετατραπεί σε ζήλια· κι όταν την κατάφεραν να τους πει ότι δεν είχε δει ποτέ τον άντρα της, βρήκαν τον τρόπο να καταστρέψουν αυτήν την ευτυχία. Της υπενθύμισαν τον χρησμό και την έπεισαν ότι το αποκρουστικό τέρας που μοιραζόταν τις νύχτες το κρεβάτι της δεν θʼ αργούσε να την σκοτώσει: «Καλύτερα, λοιπόν, να τον σκοτώσεις πρώτη εσύ· πάρε αυτό το μαχαίρι, και όταν αποκοιμηθεί, κάρφωσέ το στην καρδιά του».
Έφυγαν, αφήνοντάς την να παλεύει με τους αναγεννημένους φόβους της και με την αίσθηση ότι δεν μπορεί να ήταν αληθινά τα λόγια τους. Ξεχνώντας τις προειδοποιήσεις του και τις υποσχέσεις της, τον περίμενε νʼ αποκοιμηθεί κι ύστερα πήρε ένα λυχνάρι και το μαχαίρι και έσκυψε από πάνω του, αποφασισμένη να τον σκοτώσει, αν η μορφή του ήταν τερατώδης. Αλλά, αντί για το αποκρουστικό τέρας, είδε τον ομορφότερο από τους θεούς· το μαχαίρι της έπεσε από τα χέρια και καθώς έγειρε για να τον δει καλύτερα, μια σταγόνα καυτό λάδι από το λυχνάρι έπεσε στον ώμο του. Άνοιξε τα μάτια του, την κοίταξε και χωρίς να πει λέξη πέταξε έξω από το παράθυρο. Εκείνη προσπάθησε να τον ακολουθήσει, αλλά έπεσε στο χώμα – εκεί πεσμένη τον άκουσε να της λέει «Έτσι λοιπόν ανταποδίδεις την αγάπη μου; Πήγαινε στις αδελφές σου, αφού προτίμησες τις συμβουλές τους από μένα. Η μοναδική σου τιμωρία είναι ότι ποτέ πια δεν θα με ξαναδείς: η αγάπη δεν μπορεί να ζήσει με την καχυποψία». Κι έφυγε.
Κανένας θρήνος, κανένας λόγος μετάνοιας, καμιά ικεσία δεν μπόρεσαν να τον λυγίσουν. Το παλάτι και η ανθισμένη κοιλάδα εξαφανίστηκαν σαν μην είχαν ποτέ υπάρξει και η Ψυχή απόμεινε μόνη της σʼ έναν ερημωμένο τόπο.
Τον είχε προδώσει. Τα είχε χάσει όλα. Έπρεπε να τιμωρηθεί, αλλά όχι έτσι, όχι με μια ζωή χωρίς τον Έρωτα. Αποφάσισε να γυρίσει όλον τον κόσμο, αναζητώντας τον. Περπατούσε μέρες και νύχτες, χωρίς τροφή και νερό, τα ρούχα της κουρελιάστηκαν, το σώμα της γέμισε πληγές· αλλά δεν την ένοιαζε – ήθελε μόνο να τον βρει, να του ζητήσει να τη συγχωρέσει, κι αν εκείνος δεν μπορούσε, να της χάριζε τουλάχιστον τον θάνατο. Κάποτε έφτασε σʼ έναν ναό και σκέφτηκε ότι ίσως εκεί να έβρισκε τον αγαπημένο της. Ο ναός ήταν αφιερωμένος στη θεά Δήμητρα, που συγκινήθηκε από τις προσευχές της δύστυχης κοπέλας και τη συμβούλεψε να πάει στην Αφροδίτη, να υποταχτεί στο θέλημά της και να της ζητήσει συγχώρεση.
Γεμάτη αμφιβολίες για το αν θα μπορούσε να εξευμενίσει την τρομερή θεά, η Ψυχή ακολούθησε τη συμβουλή. Η Αφροδίτη τη δέχτηκε αλλά η όψη της δεν προμήνυε τίποτα καλό. Της μίλησε με περιφρόνηση και της είπε πως αν θέλει να κερδίσει τον Έρωτα, θα πρέπει να περάσει αρκετές δοκιμασίες. Ύστερα την οδήγησε στον αποθήκη, της έδειξε ένα τεράστιο σωρό από μικρούς σπόρους και τη διέταξε να τους έχει ξεχωρίσει μέχρι το βράδι. Όταν έμεινε μόνη, η Ψυχή άρχισε να θρηνεί με τέτοια απόγνωση, ώστε τα μυρμήγκια τη λυπήθηκαν και μαζεύτηκαν κατά εκατοντάδες γύρω από τους σπόρους· πριν βραδιάσει, η διαταγή της Αφροδίτης είχε εκτελεστεί.
Η δεύτερη δοκιμασία δεν ήταν λιγότερο δύσκολη. Η θεά έδειξε στην Ψυχή τις όχθες ενός ποταμού όπου έβοσκαν χρυσόμαλλα πρόβατα και διέταξε να της φέρει λίγο από το πολύτιμο μαλλί τους. Καθώς η κοπέλα πλησίαζε στον ποταμό, άκουσε τα καλάμια να της ψιθυρίζουν πως, αν περίμενε να έρθουν τα πρόβατα να πιουν νερό, θα μπορούσε έπειτα να μαζέψει το μαλλί που θʼ απέμενε στα κλαδιά των γύρω θάμνων.
Αλλά το χρυσό μαλλί δεν ήταν αρκετό για να κατευνάσει τη μανία της Αφροδίτης. Έδωσε, λοιπόν, στην Ψυχή ένα άδειο κουτί και τη διέταξε να πάει στον Άδη, να παρουσιαστεί στην Περσεφόνη και να της πει: «Η κυρά μου, η Αφροδίτη, σε παρακαλεί να της στείλεις λίγη από την ομορφιά σου, επειδή φροντίζοντας τον πληγωμένο γιο της έχασε ένα μέρος από τη δική της».
Σίγουρη πια για τη μοίρα της, η Ψυχή κίνησε για τον κόσμο του Ερέβους. Και πάλι, μια φωνή την καθοδήγησε πώς θα βρει το δρόμο για το βασίλειο του Πλούτωνα, πώς θα αποφύγει τους κινδύνους και πώς θα περάσει με ασφάλεια από τον Κέρβερο· και τη συμβούλεψε να μην ανοίξει για κανένα λόγο το κουτί που θα της έδινε η Περσεφόνη.
Η αρχόντισσα του Κάτω Κόσμου δεν αρνήθηκε το αίτημα της Αφροδίτης, κι έτσι η Ψυχή ολοκλήρωσε κι αυτή τη δοκιμασία. Αλλά, καθώς επέστρεφε, ξέχασε την τελευταία συμβουλή και άνοιξε το κουτί, με σκοπό να πάρει λίγη από την ομορφιά της θεάς, ώστε να μην εμφανιστεί άσχημη μπροστά τον αγαπημένο της Έρωτα.
Το κουτί ήταν άδειο – ή τουλάχιστον η Ψυχή δεν είδε τίποτα· όμως, σχεδόν αμέσως έπεσε στα μισά του δρόμου, βυθισμένη σʼ έναν περίεργο ύπνο – επειδή, η Περσεφόνη είχε βάλει μέσα στο κουτί τον Ύπνο της Στυγός.
Όλον αυτόν τον καιρό, ο Έρωτας ήταν σχεδόν φυλακισμένος στο παλάτι της μητέρας του, μέχρι να επουλωθεί πληγή του. Τη στιγμή που η Ψυχή υπέκυπτε στην περιέργειά της, εκείνος είχε πια ανακτήσει τις δυνάμεις του· βρίσκοντας ένα παράθυρο που είχε ξεχαστεί μισάνοιχτο, πέταξε έξω για να βρει την αγαπημένη του, αφού του ήταν αδύνατο να παρατείνει άλλο την τιμωρία της. Την είδε πεσμένη στο χώμα και την άγγιξε με την άκρη του αργυρού του βέλους: «Για άλλη μια φορά σε νίκησε η περιέργειά σου» της είπε· «ωστόσο, κάνε την παραγγελία της μητέρας μου και θα φροντίσω εγώ για τα υπόλοιπα».
Πράγματι, η Ψυχή παρέδωσε το κουτί στην Αφροδίτη, ενώ ο Έρωτας παρουσιάστηκε στον Δία και ζήτησε τη μεσολάβησή του. Σε λίγο, ο Ερμής έφερε την Ψυχή στον Όλυμπο, ενώπιον των θεών, και της προσέφερε ένα ποτήρι αμβροσία, λέγοντας: «Πιες το, Ψυχή, και θα γίνεις αθάνατη· ο Έρωτας ποτέ δεν θα ξεφύγει από αυτόν τον δεσμό, και οι γάμοι σας θα είναι αιώνιοι».
Κι έτσι, μετά από λάθη και δοκιμασίες, η Ψυχή ενώθηκε για πάντα με τον Έρωτα, κερδίζοντας το δώρο της αθανασίας.
Ευχαριστώ την άγνωστή μου Resalto, που δημοσίευσε το μύθο στο blog της.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 16 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Isiliel
Επιφανές μέλος
Μια φορά, δεν πάει καιρός, ζούσε σʼ ένα μικρό χωριό, κάπου εδώ κοντά, ένας άνθρωπος πολύ σοφός και πολύ γέρος. Η πλάτη του ήταν σκυφτή, τόσο σκυφτή, που η άσπρη του γενειάδα άγγιζε τη γη. Είχε διαβάσει τα βιβλία όλου του κόσμου και είχε μάθει τις γλώσσες όλων των ανθρώπων. Ζούσε απόμερα, σʼ ένα μικρό σπιτάκι, ολομόναχος. Στον κήπο του φύτρωναν κι άνθιζαν όλων των λογιών τα λουλούδια: τριαντάφυλλα, τουλίπες, μαργαρίτες, κυκλάμινα, ζουμπούλια κι όμορφα κατακόκκινα γαρίφαλα.
Οι συχωριανοί του πολύ τον αγαπούσαν κι όλοι τον φώναζαν: ο κυρ Νικόλας ο Γαρίφαλος. Κάποιο δειλινό, όταν ο ήλιος καλησπέριζε τη νύχτα που σκαρφάλωνε πίσω από το βουνό, τρία κοριτσάκια πέρασαν μπροστά από τον κήπο του κυρ Νικόλα, τραγουδώντας τούτο το όμορφο τραγούδι:
Αν όλα τα παιδιά της γης
πιάναν γερά τα χέρια
κορίτσια αγόρια στη σειρά
και στήνανε χορό
ο κύκλος θα γινότανε
πολύ πολύ μεγάλος
κι ολόκληρη τη Γη μας
θʼ αγκάλιαζε θαρρώ.
Ο γερο-σοφός, κείνη την ώρα, πότιζε τα λουλούδια του. Σήκωσε το κεφάλι και χαμογέλασε στα παιδιά. Το γέρικο ρυτιδιασμένο χέρι του τους έγνεψε φιλικά.
– Καλησπέρα, κυρ Νικόλα, του φώναξαν τα κοριτσάκια, και χάθηκαν στη στροφή του δρόμου.
Όταν τέλειωσε το πότισμα, ο κυρ Νικόλας μπήκε στο σπίτι του και κάθισε στο γραφείο του. Μια στοίβα χοντρά βιβλία τον περίμενε. Έπρεπε να τα διαβάσει… Τι παράξενο όμως, εκείνο το βράδυ, όσο κι αν πάσχιζε να συγκεντρωθεί, δεν τα κατάφερνε. Ο λογισμός του έτρεχε αλλού: στα τρία κοριτσάκια, στο τραγούδι τους.
Χρόνια τώρα ζούσε ευτυχισμένος με τα βιβλία του, τα λουλούδια του, ολομόναχος, και ξάφνου η μοναξιά τού φάνηκε αβάσταχτη. Κατάλαβε πως η ζωή του έφτανε στο τέρμα της, νοστάλγησε τα νιάτα του.
Ήταν πολύ λυπημένος εκείνο το βράδυ ο καλός κυρ Νικόλας. Κουνούσε το χιονισμένο του κεφάλι και μιλούσε δυνατά: «Είμαι μόνος, κανένας δεν μπορεί να με βοηθήσει, κανέναν δεν μπορώ να βοηθήσω με τις χίλιες γνώσεις μου. Είμαι άχρηστος. Ας ήμουν τουλάχιστο νέος, ας είχα τη δύναμη να ξανάρχιζα τη ζωή μου, θα μπορούσα…»
Μονομιάς το πρόσωπο του κυρ Νικόλα φωτίστηκε. Σηκώθηκε από την πολυθρόνα κι άρχισε να χώνει βιαστικά κι ανάκατα μέσα σε μια βαλίτσα τα πράματά του. Λίγα ρούχα, το χτένι του, το σαπούνι, ένα ζευγάρι μάλλινες κάλτσες, τις παντόφλες του…
Την άλλη μέρα το πρωί, οι χωριανές, ανοίγοντας τα παραθυρόφυλλά τους, είδανε ξαφνιασμένες τον κυρ Νικόλα, που ποτέ δεν είχε βγει τόσο νωρίς, να κατευθύνεται προς το σταθμό του τρένου.
«Πού να πηγαίνει ο γερο-Γαρίφαλός μας;» αναρωτήθηκαν.
Ο σταθμάρχης τον χαιρέτησε με σεβασμό και τον βοήθησε νʼ ανέβει στο βαγόνι. Ακούστηκε ένα σφύριγμα, η ατμομηχανή ξεφύσηξε δυνατά, κι οι τεράστιες ρόδες άρχισαν να κυλάνε πάνω στις σιδερένιες ράγες. Ώρες πολλές, τσαφ-τσουφ-τσαφ-τσουφ, και το τρένο έφτασε στη μεγάλη πόλη με τους πολλούς ανθρώπους και τα πολλά αυτοκίνητα. Ο γερο-σοφός σάστισε, ζαλίστηκε από τη φασαρία και την κίνηση, αλλά δεν κοντοστάθηκε. Τράβηξε κατευθείαν για το σπίτι του ξακουσμένου γιατρού Ξανανιώνη. Καθόταν στο γραφείο του, φορώντας την κάτασπρη μπλούζα του. Ήτανε νέος και όμορφος.
– Γιατρέ, του είπε αμέσως ο κυρ Νικόλας, δεν είμαι άρρωστος. Είμαι γέρος, πολύ γέρος. Έρχομαι σε σας για να μου δώσετε τα χάπια «Νεοζίλ», που δίνουν ξανά νιάτα και δύναμη. Θέλω να εξαφανιστούν οι ρυτίδες μου, θέλω το κορμί μου να γίνει εικοσάχρονο.
Ο γιατρός έσμιξε τα φρύδια.
– Αυτά τα χάπια είναι σπάνια και κοστίζουν ακριβά. Έχετε τόσα πολλά χρήματα για να τʼ αγοράσετε;
– Γιατρέ μου, είμαι απένταρος, κι όμως τα θέλω. Θα σας εξηγήσω αμέσως γιατί τα θέλω. Χτες το βράδυ, έτσι ξαφνικά, μια θαυμαστή Ιδέα γεννήθηκε στο μυαλό μου. Η Γη μας είναι στρογγυλή με 40.000 χιλιόμετρα περιφέρεια. Κάπου τρία δισεκατομμύρια άνθρωποι την κατοικούν. Έκανα ένα μικρό, απλό υπολογισμό: Αν όλοι οι νέοι όλου του κόσμου, αγόρια και κορίτσια, δώσουν τα χέρια μιαν ορισμένη μέρα, σε μιαν ορισμένη στιγμή, μπορούν να φτιάξουν ένα γαϊτανάκι γύρω από τη Γη, κι όλοι μαζί, αγαπημένοι, να τραγουδήσουν και να χορέψουν. Πρέπει να γίνω νέος και δυνατός. Θα κάνω το γύρο του κόσμου και θα μιλήσω σʼ όλους για την Ιδέα μου και είμαι σίγουρος πως θα την καταλάβουν και θα τη δεχτούν.
Ο γιατρός άκουσε προσεχτικά το γερο-Νικόλα, ύστερα σηκώθηκε, άνοιξε μια μεγάλη ντουλάπα γεμάτη γιατρικά κι έβγαλε ένα μικρό κουτί.
– Ορίστε, του είπε, σας χαρίζω τα «Νεοζίλ». Η Ιδέα σας μου αρέσει. Πάει τόσος καιρός που δεν τραγούδησα, δε χόρεψα. Πολλοί οι άρρωστοι, πολλές οι έγνοιες. Την ημέρα που θα γίνει το γαϊτανάκι, ειδοποιήστε με, θα ʼθελα κι εγώ να μπω μες στο χορό.
Ο κυρ Νικόλας, κρατώντας σφιχτά το πολύτιμο κουτί, ευχαρίστησε τον καλό γιατρό και βγήκε στους δρόμους της πολύβουης πόλης. Ένιωθε χαρούμενος και του φαινόταν πως όλοι οι περαστικοί τού χαμογελούσαν καλοκάγαθα, λες και μάντευαν τις φωτεινές σκέψεις του.
Μπήκε σʼ ένα ξενοδοχείο, ζήτησε να του δώσουν ένα δωμάτιο και, πριν ξαπλώσει, κατάπιε τρία χάπια, πίνοντας ένα μεγάλο ποτήρι νερό, κι αποκοιμήθηκε…
Την άλλη μέρα ξύπνησε από τα χαράματα. Ένιωσε καλοδιάθετος, θέλησε να χαϊδέψει τα γένια του. Το χέρι του όμως άγγιξε ένα δροσερό μάγουλο.
Πήδηξε μεμιάς από το κρεβάτι και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Τι μεταμόρφωση! Ήταν νέος κι όμορφος. Του ήρθε να φωνάξει από χαρά.
Σήκωσε με το χέρι μια καρέκλα, πήδηξε πάνω στο τραπέζι, σβέλτα ξανακατέβηκε, έδωσε μερικές μπουνιές στον αέρα. Ήταν νέος και δυνατός, τι τον ένοιαζαν τα εκατό του χρόνια!
[ Ο κυρ Νικόλας ταξίδεψε σε πολλά μέρη και αντάμωσε ανθρώπους από όλες τις φυλές της γης. Οι πιο πολλοί τον δέχτηκαν με χαρά και υποσχέθηκαν να πάρουν μέρος στο χορό σα θά ʼρθει η ώρα. Βρήκε όμως και σκληρούς ανθρώπους, που του φέρθηκαν άσχημα. Ένας μάλιστα κακός αρχηγός μιας μεγάλης χώρας τον έκλεισε δεκαπέντε μέρες στη φυλακή, γιατί τον νόμισε επικίνδυνο για την ησυχία της χώρας του. ]
Όταν βγήκε ο κυρ Νικόλας από τη φυλακή, βιάστηκε να κερδίσει το χαμένο καιρό. Δούλεψε σκληρά για να βγάλει τα χρήματα που χρειάζονταν για όλα τα τηλεγραφήματα που έστειλε σε όλον τον κόσμο για να αναγγείλει τη μέρα και την ώρα που θα γινόταν το γαϊτανάκι.
Παντού έστειλε μηνύματα, στις άκριες της σφαίρας.
«Θα χορέψουμε και θα τραγουδήσουμε όλοι μαζί, στοπ. Την πρώτη μέρα της Άνοιξης, στοπ. Δώστε τα χέρια, στοπ.»
Δεν ξέχασε κανέναν, ούτε κι αυτούς που του είχαν πετάξει πέτρες. Ποιος ξέρει, ίσως την τελευταία στιγμή να μετάνιωναν και νά ʼδιναν κι αυτοί το χέρι.
Επιτέλους έφτασε η πρώτη μέρα της Άνοιξης! Η Γη στολισμένη την περίμενε. Τα λουλούδια είχανε ντυθεί με χίλια χρώματα και τα πουλιά τραγουδούσανε τα πιο όμορφα τραγούδια τους. Ο ουρανός ήταν ασυννέφιαστος κι ο ήλιος έλαμπε μʼ όλη τη δύναμή του, φωτίζοντας τις ομορφιές της πλάσης.
Με μια κίνηση, κορίτσια κι αγόρια απʼ όλες τις χώρες, απʼ όλες τις φυλές, δώσανε τα χέρια κι άρχισαν να χορεύουν τραγουδώντας:
Αν όλα τα παιδιά της γης
πιάναν γερά τα χέρια
κορίτσια αγόρια στη σειρά
και στήνανε χορό
ο κύκλος θα γινότανε
πολύ πολύ μεγάλος
κι ολόκληρη τη Γη μας
θʼ αγκάλιαζε θαρρώ.
Ο Νικόλας κοιτούσε με μάτια θαμπωμένα από τα δάκρυα. Χιλιάδες νέοι περνούσαν μπροστά του. Τους είχε συναντήσει στα ταξίδια του. Γαλανομάτηδες με ξανθά μαλλιά, μελαχρινοί με μαύρα μάτια, νέγροι με κάτασπρα δόντια, Κινεζούλες με τραβηγμένα μάτια, ερυθρόδερμοι με πολύχρωμα φτερά δίνανε τα χέρια σʼ αυτό το γαϊτανάκι που αγκάλιαζε τη Γη. Τους άκουγε να τραγουδάνε, να μιλάνε, να γελάνε και να φωνάζουν. Ο Γιόχαν έσφιγγε το χέρι του Γιάννη και έλεγε: «Πόσο κουτοί ήμασταν να μη μιλάμε ο ένας στον άλλον. Μοιάζεις του αδελφού μου». Ο Γιάννης έλεγε: «Δε θα είμαι πια μόνος τα βράδια του χειμώνα, θα κάνουμε παρέα και θα λέμε ιστορίες».
Οι φωνές των νέων ήταν τόσο δυνατές που γκρέμισαν τους τοίχους όλων των φυλακών και οι φυλακισμένοι ξεχύθηκαν λεύτεροι και πιάσαν το χορό και το τραγούδι με τους άλλους νέους της Γης.
Αν όλα τα παιδιά της γης
πιάναν γερά τα χέρια
κορίτσια αγόρια στη σειρά
και στήνανε χορό
ο κύκλος θα γινότανε
πολύ πολύ μεγάλος
κι ολόκληρη τη Γη μας
θʼ αγκάλιαζε θαρρώ.
Αν όλα τα παιδιά της γης
φωνάζαν τους μεγάλους
κι αφήναν τα γραφεία τους
και μπαίναν στο χορό
ο κύκλος θα γινότανε
ακόμα πιο μεγάλος
και δυο φορές τη Γη μας
θʼ αγκάλιαζε θαρρώ.
Θα ʼρχόνταν τότε τα πουλιά
θα ʼρχόνταν τα λουλούδια
θα ʼρχότανε κι η άνοιξη
να μπει μες στο χορό
κι ο κύκλος θα γινότανε
ακόμα πιο μεγάλος
και τρεις φορές τη Γη μας
θʼ αγκάλιαζε θαρρώ!
(από το βιβλίο: Aνθολόγιο για τα παιδιά του Δημοτικού, μέρος πρώτο, Oργανισμός Eκδόσεως Διδακτικών Bιβλίων, 1975) Το βρήκα εδώ
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 17 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Isiliel
Επιφανές μέλος
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 17 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Isiliel
Επιφανές μέλος
Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένας καλός πατέρας με τις δύο κόρες του που υπεραγαπούσε εξίσου.
Μεγάλωσαν γρήγορα με τη σωστή καθοδηγησή του και όταν ήρθε η ώρα να παντρευτούν, η μια διάλεξε ένα γεωργό και η άλλη έναν αγγειοπλάστη.
Πέρασαν μήνες, πέρασαν χρόνια και ο καλός πατέρας αποφάσισε να πάει να επισκεφτεί τις κόρες τους στα νοικοκυριά τους.
Δρόμο παίρνει δρόμο αφήνει, φτάνει στο σπίτι της γυναίκας του Γεωργού.
-Πως είναι κόρη μου η ζωή σου; Είσαι ευτυχισμένη;
-Απ' όλα τα καλά έχω πατέρα και ο άντρας μου με αγαπά. Το μόνο που θα 'θελα είναι να ρίξει μια βροχή να ποτίσει τα χωράφια που έχουμε φυτέψει τους σπόρους και περιμένουμε να μεγαλώσουν τα σπαρτά. Αν μ'αγαπάς πατέρα, βροχή να εύχεσαι για μένα!
Ο πατέρας έφυγε χαρούμενος και στο μυαλό του είχε μονάχα μια ευχή: Να βρέξει για το καλό της κόρης του και του γαμπρού του.
Δρόμο παίρνει δρόμο αφήνει, φτάνει στο σπίτι της γυναίκας του Αγγειοπλάστη.
-Πως είναι κόρη μου η ζωή σου; Είσαι ευτυχισμένη;
-Απ' όλα τα καλά έχω πατέρα και ο άντρας μου με αγαπά. Το μόνο που θα 'θελα είναι να έχει καλοκαιρία τις επόμενες μέρες γιατί έχουμε πλάσει ένα σωρό αγγεία και περιμένουμε να στεγνώσουν για να τα μοσχοπουλήσουμε. Αν μ'αγαπάς πατέρα, ήλιο να εύχεσαι για μένα!
Και τώρα;
Τι να ευχηθεί ο δύστυχος πατέρας...
Τα ηθικά διδάγματα της ιστορίας δικά σας!
ΥΓ. Νομίζω πως η ιστορία είναι το Αισώπου αλλά δεν είμαι απόλυτα σίγουρη. Όποιος ξέρει ας πει, για να αποδώσουμε τιμές εκεί που τους πρέπουν!
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 17 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Isiliel
Επιφανές μέλος
Τώρα που μεγάλωσα έχω τη χαρά να το μοιράζομαι με την κόρη μου, κάποια βράδια που ξαπλώνω μαζί της και διαβάζουμε.
Ο Ευτυχισμένος Πρίγκιπας του Oscar Wilde
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 18 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
-
Το forum μας χρησιμοποιεί cookies για να βελτιστοποιήσει την εμπειρία σας.
Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, συναινείτε στη χρήση cookies στον περιηγητή σας.