νατ
Εκκολαπτόμενο μέλος
Η νατ αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Επαγγέλεται Μαθητής/τρια και μας γράφει απο Θεσσαλονίκη (Θεσσαλονίκη). Έχει γράψει 160 μηνύματα.
01-06-11
15:03
Βρέθηκα σε ένα κατάστημα, στο διάδρομο με τα παιχνίδια.
Με την άκρη του ματιού μου, παρατήρησα ένα αγοράκι γύρω στα πέντε, το οποίο κρατούσε μια κούκλα.
Δε σταματούσε να της χαϊδεύει τα μαλλιά και να τη σφίγγει προσεκτικά πάνω του.
Αναρωτήθηκα για ποιον προοριζόταν αυτή η κούκλα.
Το αγοράκι γύρισε κάποια στιγμή προς την κυρία που βρισκόταν πλάι του:
«Θεία μου, είσαι σίγουρη ότι δε μου φτάνουν τα λεφτά;»
Η γυναίκα του απάντησε χάνοντας κάπως την υπομονή της:
«Είπαμε ότι δεν έχεις αρκετά λεφτά για να την αγοράσεις.»
Έπειτα, η θεία του του ζήτησε να μείνει εκεί και να τον περιμένει για λίγο, κι εκείνη έφυγε βιαστικά. Το αγοράκι κρατούσε ακόμη στα χέρια του την κούκλα.
Τελικά, κατευθύνθηκα προς το παιδί και το ρώτησα σε ποιον ήθελε να δώσει την κούκλα.
«Αυτή την κούκλα την ήθελε η αδερφή μου περισσότερο από καθετί για τα Χριστούγεννα. Ήταν σίγουρη ότι θα της την έφερνε ο Άι-Βασίλης.»
Του είπα τότε ότι μπορεί και να της την έφερνε, κι εκείνο μου είπε θλιμμένο:
«Όχι, ο Άι-Βασίλης δεν μπορεί να πάει εκεί που είναι τώρα η αδερφή μου... Πρέπει να δώσω την κούκλα στη μαμά μου να της την πάει.»
Τα μάτια του ήταν πολύ θλιμμένα ενώ έλεγε αυτά τα λόγια.
«Πήγε να συναντήσει τον Χριστούλη. Ο μπαμπάς λέει ότι και η μαμά θα πάει να συναντήσει το Χριστούλη σε λιγάκι. Έτσι, σκέφτηκα ότι θα μπορούσε να πάρει την κούκλα μαζί της και να την πάει στην αδερφούλα μου.»
Η καρδιά μου πήγε να σταματήσει.
Το αγοράκι σήκωσε το βλέμμα προς εμένα και μου είπε:
«Είπα στον μπαμπά να πει στη μαμά να μη φύγει αμέσως. Ζήτησα να περιμένει μέχρι να γυρίσω από το μαγαζί.»
Μετά, μου έδειξε μία φωτογραφία που απεικόνιζε το ίδιο το αγοράκι μέσα στο κατάστημα να κρατάει την κούκλα, και μου είπε:
«Θέλω η μαμά να πάρει κι αυτή τη φωτογραφία μαζί της, για να μη με ξεχάσει. Την αγαπάω τη μαμά και δε θέλω να μʼαφήσει, αλλά ο μπαμπάς λέει ότι πρέπει να πάει μαζί με την αδερφούλα μου.»
Ύστερα, χαμήλωσε το κεφάλι του κι έμεινε σιωπηλό.
Έψαξα στην τσάντα μου κι έβγαλα από μέσα ένα μάτσο χαρτονομίσματα και ρώτησα το αγοράκι:
«Τι λες να μετρήσουμε τα λεφτά σου μια τελευταία φορά για να σιγουρευτούμε;»
Εκείνο απάντησε:
«Εντάξει, όμως πρέπει να βγουν αρκετά.»
Έριξα κρυφά κάποια χρήματα μαζί με τα δικά του και αρχίσαμε το μέτρημα. Έφταναν με το παραπάνω για την κούκλα. Περίσσευαν κιόλας αρκετά.
Το αγοράκι ψιθύρισε:
«Ευχαριστώ Χριστούλη που μου έδωσες αρκετά λεφτά.»
Έπειτα με κοίταξε και είπε:
«Είχα ζητήσει από το Χριστούλη να κάνει να έχω αρκετά λεφτά για νʼαγοράσω την κούκλα και η μαμά μου να μπορεί να την πάει στην αδερφούλα μου.
Εκείνος άκουσε την προσευχή μου.
Ήθελα να έχω αρκετά λεφτά για νʼαγοράσω και ένα λευκό τριαντάφυλλο για τη μαμά, όμως δεν τόλμησα να του το ζητήσω.
Εκείνος μου έδωσε αρκετά λεφτά για νʼαγοράσω την κούκλα και το λευκό τριαντάφυλλο.
Ξέρετε, αρέσουν πολύ τα λευκά τριαντάφυλλα στη μαμά...»
Λίγα λεπτά αργότερα, η θεία του ξαναγύρισε, κι εγώ απομακρύνθηκα σπρώχνοντας το καροτσάκι μου.
Τέλειωνα τα ψώνια μου με ένα συναίσθημα εντελώς διαφορετικό από ότι όταν τα άρχιζα.
Δεν μπορούσα να βγάλω απʼτο μυαλό μου το αγοράκι.
Μετά θυμήθηκα ένα άρθρο στην εφημερίδα, λίγες μέρες πριν, που μιλούσε για έναν οδηγό σε κατάσταση μέθης που είχε χτυπήσει ένα αυτοκίνητο στο οποίο επέβαινε μια νεαρή γυναίκα με την κόρη της.
Το κοριτσάκι είχε πεθάνει ακαριαία και η μητέρα ήταν σοβαρά τραυματισμένη. Η οικογένεια έπρεπε να αποφασίσει εάν θα της διέκοπταν την αναπνευστική στήριξη...
Να ήταν άραγε η οικογένεια του μικρού αγοριού;
Δυο μέρες μετά, διάβασα στην εφημερίδα ότι η νεαρή γυναίκα ήταν νεκρή.
Δεν μπόρεσα να μην πάω νʼαγοράσω ένα μπουκέτο λευκά τριαντάφυλλα και να βρεθώ στην αίθουσα όπου εκθέταν τη σωρό της.
Ήταν εκεί και κρατούσε ένα όμορφο λευκό τριαντάφυλλο στο χέρι της, μαζί με μία κούκλα και τη φωτογραφία του μικρού αγοριού από στο κατάστημα.
Έφυγα από την αίθουσα κλαίγοντας και με την αίσθηση ότι η ζωή μου θα άλλαζε για πάντα.
Η αγάπη που είχε αυτό το αγοράκι για τη μαμά του και την αδερφή του ήταν τόσο μεγάλη, και μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου ένας μεθυσμένος οδηγός του τα πήρε όλα μακριά...
Με την άκρη του ματιού μου, παρατήρησα ένα αγοράκι γύρω στα πέντε, το οποίο κρατούσε μια κούκλα.
Δε σταματούσε να της χαϊδεύει τα μαλλιά και να τη σφίγγει προσεκτικά πάνω του.
Αναρωτήθηκα για ποιον προοριζόταν αυτή η κούκλα.
Το αγοράκι γύρισε κάποια στιγμή προς την κυρία που βρισκόταν πλάι του:
«Θεία μου, είσαι σίγουρη ότι δε μου φτάνουν τα λεφτά;»
Η γυναίκα του απάντησε χάνοντας κάπως την υπομονή της:
«Είπαμε ότι δεν έχεις αρκετά λεφτά για να την αγοράσεις.»
Έπειτα, η θεία του του ζήτησε να μείνει εκεί και να τον περιμένει για λίγο, κι εκείνη έφυγε βιαστικά. Το αγοράκι κρατούσε ακόμη στα χέρια του την κούκλα.
Τελικά, κατευθύνθηκα προς το παιδί και το ρώτησα σε ποιον ήθελε να δώσει την κούκλα.
«Αυτή την κούκλα την ήθελε η αδερφή μου περισσότερο από καθετί για τα Χριστούγεννα. Ήταν σίγουρη ότι θα της την έφερνε ο Άι-Βασίλης.»
Του είπα τότε ότι μπορεί και να της την έφερνε, κι εκείνο μου είπε θλιμμένο:
«Όχι, ο Άι-Βασίλης δεν μπορεί να πάει εκεί που είναι τώρα η αδερφή μου... Πρέπει να δώσω την κούκλα στη μαμά μου να της την πάει.»
Τα μάτια του ήταν πολύ θλιμμένα ενώ έλεγε αυτά τα λόγια.
«Πήγε να συναντήσει τον Χριστούλη. Ο μπαμπάς λέει ότι και η μαμά θα πάει να συναντήσει το Χριστούλη σε λιγάκι. Έτσι, σκέφτηκα ότι θα μπορούσε να πάρει την κούκλα μαζί της και να την πάει στην αδερφούλα μου.»
Η καρδιά μου πήγε να σταματήσει.
Το αγοράκι σήκωσε το βλέμμα προς εμένα και μου είπε:
«Είπα στον μπαμπά να πει στη μαμά να μη φύγει αμέσως. Ζήτησα να περιμένει μέχρι να γυρίσω από το μαγαζί.»
Μετά, μου έδειξε μία φωτογραφία που απεικόνιζε το ίδιο το αγοράκι μέσα στο κατάστημα να κρατάει την κούκλα, και μου είπε:
«Θέλω η μαμά να πάρει κι αυτή τη φωτογραφία μαζί της, για να μη με ξεχάσει. Την αγαπάω τη μαμά και δε θέλω να μʼαφήσει, αλλά ο μπαμπάς λέει ότι πρέπει να πάει μαζί με την αδερφούλα μου.»
Ύστερα, χαμήλωσε το κεφάλι του κι έμεινε σιωπηλό.
Έψαξα στην τσάντα μου κι έβγαλα από μέσα ένα μάτσο χαρτονομίσματα και ρώτησα το αγοράκι:
«Τι λες να μετρήσουμε τα λεφτά σου μια τελευταία φορά για να σιγουρευτούμε;»
Εκείνο απάντησε:
«Εντάξει, όμως πρέπει να βγουν αρκετά.»
Έριξα κρυφά κάποια χρήματα μαζί με τα δικά του και αρχίσαμε το μέτρημα. Έφταναν με το παραπάνω για την κούκλα. Περίσσευαν κιόλας αρκετά.
Το αγοράκι ψιθύρισε:
«Ευχαριστώ Χριστούλη που μου έδωσες αρκετά λεφτά.»
Έπειτα με κοίταξε και είπε:
«Είχα ζητήσει από το Χριστούλη να κάνει να έχω αρκετά λεφτά για νʼαγοράσω την κούκλα και η μαμά μου να μπορεί να την πάει στην αδερφούλα μου.
Εκείνος άκουσε την προσευχή μου.
Ήθελα να έχω αρκετά λεφτά για νʼαγοράσω και ένα λευκό τριαντάφυλλο για τη μαμά, όμως δεν τόλμησα να του το ζητήσω.
Εκείνος μου έδωσε αρκετά λεφτά για νʼαγοράσω την κούκλα και το λευκό τριαντάφυλλο.
Ξέρετε, αρέσουν πολύ τα λευκά τριαντάφυλλα στη μαμά...»
Λίγα λεπτά αργότερα, η θεία του ξαναγύρισε, κι εγώ απομακρύνθηκα σπρώχνοντας το καροτσάκι μου.
Τέλειωνα τα ψώνια μου με ένα συναίσθημα εντελώς διαφορετικό από ότι όταν τα άρχιζα.
Δεν μπορούσα να βγάλω απʼτο μυαλό μου το αγοράκι.
Μετά θυμήθηκα ένα άρθρο στην εφημερίδα, λίγες μέρες πριν, που μιλούσε για έναν οδηγό σε κατάσταση μέθης που είχε χτυπήσει ένα αυτοκίνητο στο οποίο επέβαινε μια νεαρή γυναίκα με την κόρη της.
Το κοριτσάκι είχε πεθάνει ακαριαία και η μητέρα ήταν σοβαρά τραυματισμένη. Η οικογένεια έπρεπε να αποφασίσει εάν θα της διέκοπταν την αναπνευστική στήριξη...
Να ήταν άραγε η οικογένεια του μικρού αγοριού;
Δυο μέρες μετά, διάβασα στην εφημερίδα ότι η νεαρή γυναίκα ήταν νεκρή.
Δεν μπόρεσα να μην πάω νʼαγοράσω ένα μπουκέτο λευκά τριαντάφυλλα και να βρεθώ στην αίθουσα όπου εκθέταν τη σωρό της.
Ήταν εκεί και κρατούσε ένα όμορφο λευκό τριαντάφυλλο στο χέρι της, μαζί με μία κούκλα και τη φωτογραφία του μικρού αγοριού από στο κατάστημα.
Έφυγα από την αίθουσα κλαίγοντας και με την αίσθηση ότι η ζωή μου θα άλλαζε για πάντα.
Η αγάπη που είχε αυτό το αγοράκι για τη μαμά του και την αδερφή του ήταν τόσο μεγάλη, και μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου ένας μεθυσμένος οδηγός του τα πήρε όλα μακριά...
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 12 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
νατ
Εκκολαπτόμενο μέλος
Η νατ αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Επαγγέλεται Μαθητής/τρια και μας γράφει απο Θεσσαλονίκη (Θεσσαλονίκη). Έχει γράψει 160 μηνύματα.
13-02-11
13:57
Ένας πατέρας γυρίζει σπίτι από την εργασία του αργά, κουρασμένος και εκνευρισμένος, για να βρει τον πέντε ετών γιο του να τον περιμένει στην πόρτα.
ΓΙΟΣ: “Μπαμπά, μπορώ να σε ρωτήσω κάτι;”
ΠΑΤΕΡΑΣ: “Ναι βεβαίως, τι είναι;”
ΓΙΟΣ: “Μπαμπά, πόσα χρήματα παίρνεις στη μια ώρα;”
ΠΑΤΕΡΑΣ: “Αυτό δεν είναι δική σου δουλειά. Γιατί ρωτάς ένα τέτοιο πράγμα;” ρώτησε θυμωμένα.
ΓΙΟΣ: “Θέλω να ξέρω ακριβώς. Σε παρακαλώ πες μου, πόσα παίρνεις στη μια ώρα;”
ΠΑΤΕΡΑΣ: “Εάν πρέπει να ξέρεις παίρνω $50 την ώρα”.
ΓΙΟΣ: “Ωχ”, απάντησε το παιδί, με το κεφάλι του κάτω.
ΓΙΟΣ: “Μπαμπά σε παρακαλώ μπορείς να μου δανείσεις $25;”
Ο πατέρας εξαγριωμένος λέει, «εάν ο μόνος λόγος που ρώτησες είναι για να δανειστείς κάποια χρήματα και να αγοράσεις ένα ανόητο παιχνίδι ή κάποιες άλλες αηδίες, τότε να πας κατ' ευθείαν στο δωμάτιό σου και στο κρεβάτι σου. Σκέψου, γιατί είσαι τόσο εγωιστής. Δεν εργάζομαι σκληρά καθημερινά για τέτοιες παιδαριώδεις επιπολαιότητες”.
Το μικρό παιδί πήγε ήσυχα στο δωμάτιό του και έκλεισε την πόρτα.
Ο μπαμπάς κάθισε σκεπτόμενος την ερώτηση του παιδιού και νευρίαζε περισσότερο. Πώς τόλμησε να υποβάλλει τέτοια ερώτηση για να πάρει μόνο κάποια χρήματα;
Μετά από μια περίπου ώρα, ο μπαμπάς είχε ηρεμήσει και είχε αρχίσει να σκέφτεται.
“Ίσως είναι κάτι που πρέπει πραγματικά να αγοράσει ο μικρός με τα $25 και επιπλέον δεν ζητάει χρήματα πολύ συχνά”.
Πήγε λοιπόν στο δωμάτιο του παιδιού και άνοιξε την πόρτα.
“Κοιμάσαι γιε μου;” ρώτησε.
“Δεν κοιμάμαι” απάντησε το αγόρι.
“Σκεφτόμουν, ότι ίσως ήμουν πάρα πολύ σκληρός μαζί σου νωρίτερα” είπε ο μπαμπάς. “Ήταν μια δύσκολη ημέρα και έβγαλα την κούραση μου σε σένα. Εδώ είναι τα $25 που μου ζήτησες”.
Το παιδί έτρεξε κατ' ευθείαν επάνω του χαμογελώντας. “Σε ευχαριστώ μπαμπά!” φώναξε. Κατόπιν, πάει στο μαξιλάρι του και βγάζει από κάτω κάποια τσαλακωμένα χρήματα.
Ο πατέρας μόλις βλέπει ότι το παιδί έχει ήδη κάποια χρήματα, αρχίζει να νευριάζει.
Το μικρό παιδί αρχίζει να μετράει σιγά τα χρήματά του και κοιτάζει τον μπαμπά του.
“Γιατί θέλεις περισσότερα χρήματα εφόσον έχεις ήδη μερικά;” γκρίνιαξε ο πατέρας του.
“Επειδή δεν είχα αρκετά… αλλά τώρα έχω!” απάντησε το μικρό παιδί. Και συνέχισε:
“Μπαμπά, έχω $50 τώρα. Μπορώ να αγοράσω μια ώρα του χρόνου σου; Σε παρακαλώ έλα νωρίς αύριο σπίτι. Θα ήθελα πολύ να φάμε μαζί.”
Ο πατέρας συντρίφθηκε. Αγκάλιασε τον μικρό γιο του και ικέτευσε για τη συγχώρεσή του.
Είναι ακριβώς μια σύντομη υπενθύμιση σε όλους όσους εργάζονται τόσο σκληρά στη ζωή. Δεν πρέπει να αφήσουμε το χρόνο να περνάει, χωρίς να διαθέτουμε τον απαραίτητο χρόνο σε εκείνους που πραγματικά σημαίνουν κάτι για εμάς, εκείνους που είναι μέσα στις καρδιές μας.
Θυμηθείτε να μοιραστείτε εκείνη την αξία $50 του χρόνου σας, με κάποιους που αγαπάτε.
“Εάν πεθάνουμε αύριο, η επιχείρηση για την οποία εργαζόμαστε θα μπορέσει εύκολα να μας αντικαταστήσει μέσα σε λίγες ώρες. Η οικογένεια όμως και οι φίλοι που αφήνουμε πίσω, θα αισθανθούν την απώλεια για το υπόλοιπο της ζωής τους”.
ΓΙΟΣ: “Μπαμπά, μπορώ να σε ρωτήσω κάτι;”
ΠΑΤΕΡΑΣ: “Ναι βεβαίως, τι είναι;”
ΓΙΟΣ: “Μπαμπά, πόσα χρήματα παίρνεις στη μια ώρα;”
ΠΑΤΕΡΑΣ: “Αυτό δεν είναι δική σου δουλειά. Γιατί ρωτάς ένα τέτοιο πράγμα;” ρώτησε θυμωμένα.
ΓΙΟΣ: “Θέλω να ξέρω ακριβώς. Σε παρακαλώ πες μου, πόσα παίρνεις στη μια ώρα;”
ΠΑΤΕΡΑΣ: “Εάν πρέπει να ξέρεις παίρνω $50 την ώρα”.
ΓΙΟΣ: “Ωχ”, απάντησε το παιδί, με το κεφάλι του κάτω.
ΓΙΟΣ: “Μπαμπά σε παρακαλώ μπορείς να μου δανείσεις $25;”
Ο πατέρας εξαγριωμένος λέει, «εάν ο μόνος λόγος που ρώτησες είναι για να δανειστείς κάποια χρήματα και να αγοράσεις ένα ανόητο παιχνίδι ή κάποιες άλλες αηδίες, τότε να πας κατ' ευθείαν στο δωμάτιό σου και στο κρεβάτι σου. Σκέψου, γιατί είσαι τόσο εγωιστής. Δεν εργάζομαι σκληρά καθημερινά για τέτοιες παιδαριώδεις επιπολαιότητες”.
Το μικρό παιδί πήγε ήσυχα στο δωμάτιό του και έκλεισε την πόρτα.
Ο μπαμπάς κάθισε σκεπτόμενος την ερώτηση του παιδιού και νευρίαζε περισσότερο. Πώς τόλμησε να υποβάλλει τέτοια ερώτηση για να πάρει μόνο κάποια χρήματα;
Μετά από μια περίπου ώρα, ο μπαμπάς είχε ηρεμήσει και είχε αρχίσει να σκέφτεται.
“Ίσως είναι κάτι που πρέπει πραγματικά να αγοράσει ο μικρός με τα $25 και επιπλέον δεν ζητάει χρήματα πολύ συχνά”.
Πήγε λοιπόν στο δωμάτιο του παιδιού και άνοιξε την πόρτα.
“Κοιμάσαι γιε μου;” ρώτησε.
“Δεν κοιμάμαι” απάντησε το αγόρι.
“Σκεφτόμουν, ότι ίσως ήμουν πάρα πολύ σκληρός μαζί σου νωρίτερα” είπε ο μπαμπάς. “Ήταν μια δύσκολη ημέρα και έβγαλα την κούραση μου σε σένα. Εδώ είναι τα $25 που μου ζήτησες”.
Το παιδί έτρεξε κατ' ευθείαν επάνω του χαμογελώντας. “Σε ευχαριστώ μπαμπά!” φώναξε. Κατόπιν, πάει στο μαξιλάρι του και βγάζει από κάτω κάποια τσαλακωμένα χρήματα.
Ο πατέρας μόλις βλέπει ότι το παιδί έχει ήδη κάποια χρήματα, αρχίζει να νευριάζει.
Το μικρό παιδί αρχίζει να μετράει σιγά τα χρήματά του και κοιτάζει τον μπαμπά του.
“Γιατί θέλεις περισσότερα χρήματα εφόσον έχεις ήδη μερικά;” γκρίνιαξε ο πατέρας του.
“Επειδή δεν είχα αρκετά… αλλά τώρα έχω!” απάντησε το μικρό παιδί. Και συνέχισε:
“Μπαμπά, έχω $50 τώρα. Μπορώ να αγοράσω μια ώρα του χρόνου σου; Σε παρακαλώ έλα νωρίς αύριο σπίτι. Θα ήθελα πολύ να φάμε μαζί.”
Ο πατέρας συντρίφθηκε. Αγκάλιασε τον μικρό γιο του και ικέτευσε για τη συγχώρεσή του.
Είναι ακριβώς μια σύντομη υπενθύμιση σε όλους όσους εργάζονται τόσο σκληρά στη ζωή. Δεν πρέπει να αφήσουμε το χρόνο να περνάει, χωρίς να διαθέτουμε τον απαραίτητο χρόνο σε εκείνους που πραγματικά σημαίνουν κάτι για εμάς, εκείνους που είναι μέσα στις καρδιές μας.
Θυμηθείτε να μοιραστείτε εκείνη την αξία $50 του χρόνου σας, με κάποιους που αγαπάτε.
“Εάν πεθάνουμε αύριο, η επιχείρηση για την οποία εργαζόμαστε θα μπορέσει εύκολα να μας αντικαταστήσει μέσα σε λίγες ώρες. Η οικογένεια όμως και οι φίλοι που αφήνουμε πίσω, θα αισθανθούν την απώλεια για το υπόλοιπο της ζωής τους”.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 13 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
νατ
Εκκολαπτόμενο μέλος
Η νατ αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Επαγγέλεται Μαθητής/τρια και μας γράφει απο Θεσσαλονίκη (Θεσσαλονίκη). Έχει γράψει 160 μηνύματα.
28-01-11
23:46
Μια αλατένια κούκλα, ταξίδεψε χιλιάδες μίλια μέχρι που σταμάτησε στην άκρη της θάλασσας. Είχε μαγευτεί από την υγρή κινούμενη μάζα που δεν έμοιαζε με τίποτα από όλα όσα είχε δει ως τότε.
“Τι είσαι;” ρώτησε η αλατένια κούκλα.
“Έλα μέσα και δες μόνη σου” απάντησε η θάλασσα με ένα χαμόγελο.
Έτσι, η αλατένια κούκλα προχώρησε τσαλαπατώντας προς τα μέσα. Όσο πιο βαθιά προχωρούσε τόσο περισσότερο διαλυόταν μέχρι που έμεινε ένα μικρό κομματάκι από αυτή. Πριν διαλυθεί και το τελευταίο μέρος της η κούκλα αναφώνησε με θαυμασμό.
“Τώρα ξέρω τι είμαι εγώ “
“Συγνώμη”, είπε ένα πολύ μικρό ψάρι του Ωκεανού, “είσαι πιο μεγάλος από μένα, οπότε μπορείς να μου πεις πού μπορώ να βρώ αυτό το πράγμα που λέγεται Ωκεανός;”
“Ο Ωκεανός”, απάντησε το μεγαλύτερο ψάρι, “είναι εδώ που βρίσκεσαι τώρα”.
“Τι αυτό;;” Μα αυτό είναι νερό!! Αυτό που ψάχνω είναι ο Ωκεανός” είπε απογοητευμένο το μικρό ψάρι και απομακρύνθηκε κολυμπώντας για να ψάξει κάπου αλλού.
Σταμάτα να ψάχνεις μικρό ψαράκι. Δεν υπάρχει τίποτα να ψάξεις. Το μόνο που χρειάζεται να κάνεις είναι να κοιτάξεις!
“Τι είσαι;” ρώτησε η αλατένια κούκλα.
“Έλα μέσα και δες μόνη σου” απάντησε η θάλασσα με ένα χαμόγελο.
Έτσι, η αλατένια κούκλα προχώρησε τσαλαπατώντας προς τα μέσα. Όσο πιο βαθιά προχωρούσε τόσο περισσότερο διαλυόταν μέχρι που έμεινε ένα μικρό κομματάκι από αυτή. Πριν διαλυθεί και το τελευταίο μέρος της η κούκλα αναφώνησε με θαυμασμό.
“Τώρα ξέρω τι είμαι εγώ “
“Συγνώμη”, είπε ένα πολύ μικρό ψάρι του Ωκεανού, “είσαι πιο μεγάλος από μένα, οπότε μπορείς να μου πεις πού μπορώ να βρώ αυτό το πράγμα που λέγεται Ωκεανός;”
“Ο Ωκεανός”, απάντησε το μεγαλύτερο ψάρι, “είναι εδώ που βρίσκεσαι τώρα”.
“Τι αυτό;;” Μα αυτό είναι νερό!! Αυτό που ψάχνω είναι ο Ωκεανός” είπε απογοητευμένο το μικρό ψάρι και απομακρύνθηκε κολυμπώντας για να ψάξει κάπου αλλού.
Σταμάτα να ψάχνεις μικρό ψαράκι. Δεν υπάρχει τίποτα να ψάξεις. Το μόνο που χρειάζεται να κάνεις είναι να κοιτάξεις!
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 13 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
νατ
Εκκολαπτόμενο μέλος
Η νατ αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Επαγγέλεται Μαθητής/τρια και μας γράφει απο Θεσσαλονίκη (Θεσσαλονίκη). Έχει γράψει 160 μηνύματα.
22-01-11
00:51
Δεν ξερω μπορει να ξαναέχουν γραφτει......
Ο Cassan Said Amer λέει μια ιστορία για έναν λέκτορα που ξεκίνησε ένα σεμινάριο κρατώντας ψηλά ένα εικοσαδόλλαρο και ρωτώντας:
- Ποιος θέλει αυτό το εικοσαδόλλαρο;
Πολλά χέρια υψώθηκαν, αλλά ο λέκτορας είπε:
- Πριν το δώσω, υπάρχει κάτι που πρέπει να κάνω.
Λυσσασμένα το τσάκισε, και ρώτησε ξανά:
- Ποιος θέλει ακόμα αυτό το χαρτονόμισμα;
Τα χέρια συνέχισαν να είναι υψωμένα.
- Και αν κάνω αυτό;
Το πέταξε στον τοίχο, αφήνοντάς το να πέσει στο πάτωμα, το κλώτσησε, το πάτησε και πάλι σήκωσε το χαρτονόμισμα - βρώμικο και τσαλακωμένο.
Επανέλαβε την ερώτηση και τα χέρια παρέμειναν υψωμένα.
- Δεν πρέπει ποτέ να ξεχάσετε αυτήν την σκηνή - είπε ο λέκτορας.Ό,τι κι αν κάνω με αυτό το χαρτονόμισμα, θα συνεχίσει να είναι ένα εικοσαδόλλαρο.
Πολλές φορές στις ζωές μας μας τσακίζουν, μας πατάνε, μας κλωτσάνε, μας κακομεταχειρίζονται, μας προσβάλλουν: αλλά, παρόλα αυτά, εξακολουθούμε να αξίζουμε το ίδιο.
Ο Cassan Said Amer λέει μια ιστορία για έναν λέκτορα που ξεκίνησε ένα σεμινάριο κρατώντας ψηλά ένα εικοσαδόλλαρο και ρωτώντας:
- Ποιος θέλει αυτό το εικοσαδόλλαρο;
Πολλά χέρια υψώθηκαν, αλλά ο λέκτορας είπε:
- Πριν το δώσω, υπάρχει κάτι που πρέπει να κάνω.
Λυσσασμένα το τσάκισε, και ρώτησε ξανά:
- Ποιος θέλει ακόμα αυτό το χαρτονόμισμα;
Τα χέρια συνέχισαν να είναι υψωμένα.
- Και αν κάνω αυτό;
Το πέταξε στον τοίχο, αφήνοντάς το να πέσει στο πάτωμα, το κλώτσησε, το πάτησε και πάλι σήκωσε το χαρτονόμισμα - βρώμικο και τσαλακωμένο.
Επανέλαβε την ερώτηση και τα χέρια παρέμειναν υψωμένα.
- Δεν πρέπει ποτέ να ξεχάσετε αυτήν την σκηνή - είπε ο λέκτορας.Ό,τι κι αν κάνω με αυτό το χαρτονόμισμα, θα συνεχίσει να είναι ένα εικοσαδόλλαρο.
Πολλές φορές στις ζωές μας μας τσακίζουν, μας πατάνε, μας κλωτσάνε, μας κακομεταχειρίζονται, μας προσβάλλουν: αλλά, παρόλα αυτά, εξακολουθούμε να αξίζουμε το ίδιο.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 13 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
νατ
Εκκολαπτόμενο μέλος
Η νατ αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Επαγγέλεται Μαθητής/τρια και μας γράφει απο Θεσσαλονίκη (Θεσσαλονίκη). Έχει γράψει 160 μηνύματα.
22-01-11
00:40
Δύο άνδρες, και οι δύο σοβαρά άρρωστοι, έμεναν στο ίδιο δωμάτιο ενός νοσοκομείου. Ο ένας άνδρας αφηνόταν να σηκωθεί όρθιος στο κρεβάτι του για μία ώρα κάθε απόγευμα για να κατέβουνε υγρά από τα πνευμόνια του. Το κρεβάτι του βρισκόταν δίπλα στο μοναδικό παράθυρο του δωματίου. Ο άλλος άνδρας έπρεπε να περνάει όλη την ώρα του ξαπλωμένος. Οι άνδρες μιλούσαν για ώρες αδιάκοπα. Μιλούσαν για τις γυναίκες τους και τις οικογένειές τους, τα σπίτια τους, τις δουλειές τους, τη θητεία τους στο στρατό, πού πήγαν διακοπές. Κάθε απόγευμα, όταν ο άνδρας δίπλα στο παράθυρο μπορούσε να σηκωθεί, περνούσε την ώρα του περιγράφοντας στον «συγκάτοικό» του όλα όσα μπορούσε να δει έξω από το παράθυρο. Ο άνδρας στο άλλο κρεβάτι άρχιζε να ζει για αυτές τις περιόδους μίας ώρας όπου μπορούσε να ανοιχτεί και να ζωογονηθεί ο δικός του κόσμος από όλη τη δραστηριότητα και χρώμα από τον κόσμο εκεί έξω. Το παράθυρο έβλεπε ένα πάρκο με μια όμορφη λιμνούλα. Πάπιες και κύκνοι έπαιζαν στα νερά ενώ παιδιά αρμένιζαν τα καραβάκια τους. Ερωτευμένοι νέοι περπατούσαν χέρι-χέρι ανάμεσα σε κάθε χρώματος λουλούδια και μια ωραία θέα του ορίζοντα της πόλης μπορούσε να ειδωθεί στο βάθος. Καθώς ο άνδρας στο παράθυρο περιέγραφε όλο αυτό με θεσπέσια λεπτομέρεια, ο άνδρας στο άλλο μέρος του δωματίου έκλεινε τα μάτια του και φανταζόταν αυτό το γραφικό σκηνικό. Ένα ζεστό απόγευμα, ο άνδρας στο παράθυρο περιέγραφε μία παρέλαση που περνούσε. Αν και ο άλλος άνδρας δεν μπορούσε να ακούσει τη φιλαρμονική - μπορούσε να τη δει στο μάτι του μυαλού του καθώς ο κύριος δίπλα στο παράθυρο το απεικόνιζε με παραστατικές λέξεις.
Μέρες, βδομάδες και μήνες πέρασαν. Ένα πρωί, η πρωινή νοσοκόμα ήρθε να τους φέρει νερά για το μπάνιο τους μόνο για να δει το άψυχο σώμα του άνδρα δίπλα στο παράθυρο, ο οποίος πέθανε ειρηνικά στον ύπνο του. Ξαφνιάστηκε και κάλεσε τους θεράποντες ιατρούς να πάρουν το νεκρό σώμα. Όταν θεωρήθηκε πρέπον, ο άλλος άνδρας ρώτησε αν θα μπορούσε να μεταφερθεί δίπλα στο παράθυρο. Η νοσοκόμα ευχαρίστως έκανε την αλλαγή, και εφ' όσον σιγουρεύτηκε ότι ο άνδρας αισθανόταν άνετα, τον άφησε μόνο. Σιγά, επώδυνα, στήριξε τον εαυτό του στον ένα του αγκώνα να δει για πρώτη φορά του τον έξω κόσμο. Πάσχισε να γείρει να δει έξω από το παράθυρο δίπλα στο κρεβάτι.
Αντίκρισε ένα λευκό τοίχο.
Ο άνδρας ρώτησε τη νοσοκόμα τι θα μπορούσε να ανάγκασε το συχωρεμένο συγκάτοικό του ο οποίος περιέγραφε τόσο έξοχα πράγματα έξω από το παράθυρο. Η νοσοκόμα αποκρίθηκε πως ο άνδρας ήταν τυφλός και δεν μπορούσε να δει ούτε τον τοίχο.
Πρόσθεσε, 'Ίσως ήθελε απλά να σου δώσει θάρρος.
Μέρες, βδομάδες και μήνες πέρασαν. Ένα πρωί, η πρωινή νοσοκόμα ήρθε να τους φέρει νερά για το μπάνιο τους μόνο για να δει το άψυχο σώμα του άνδρα δίπλα στο παράθυρο, ο οποίος πέθανε ειρηνικά στον ύπνο του. Ξαφνιάστηκε και κάλεσε τους θεράποντες ιατρούς να πάρουν το νεκρό σώμα. Όταν θεωρήθηκε πρέπον, ο άλλος άνδρας ρώτησε αν θα μπορούσε να μεταφερθεί δίπλα στο παράθυρο. Η νοσοκόμα ευχαρίστως έκανε την αλλαγή, και εφ' όσον σιγουρεύτηκε ότι ο άνδρας αισθανόταν άνετα, τον άφησε μόνο. Σιγά, επώδυνα, στήριξε τον εαυτό του στον ένα του αγκώνα να δει για πρώτη φορά του τον έξω κόσμο. Πάσχισε να γείρει να δει έξω από το παράθυρο δίπλα στο κρεβάτι.
Αντίκρισε ένα λευκό τοίχο.
Ο άνδρας ρώτησε τη νοσοκόμα τι θα μπορούσε να ανάγκασε το συχωρεμένο συγκάτοικό του ο οποίος περιέγραφε τόσο έξοχα πράγματα έξω από το παράθυρο. Η νοσοκόμα αποκρίθηκε πως ο άνδρας ήταν τυφλός και δεν μπορούσε να δει ούτε τον τοίχο.
Πρόσθεσε, 'Ίσως ήθελε απλά να σου δώσει θάρρος.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 13 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
νατ
Εκκολαπτόμενο μέλος
Η νατ αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Επαγγέλεται Μαθητής/τρια και μας γράφει απο Θεσσαλονίκη (Θεσσαλονίκη). Έχει γράψει 160 μηνύματα.
07-01-11
22:59
Ήταν Άνθρωπος
Με την πρώτη ματιά έβλεπε κανείς απλώς μια γριούλα. Έσερνε τα βήματά της στο χιόνι, μόνη, παρατημένη, με σκυμμένο κεφάλι. Όσοι περνούσαν από το πεζοδρόμιο της πόλης αποτραβούσαν το βλέμμα τους, για να μη θυμηθούν ότι τα βάσανα και οι πόνοι δεν σταματούν όταν γιορτάζουμε Χριστούγεννα.
Ένα νέο ζευγάρι μιλούσε και γελούσε με τα χέρια γεμάτα από ψώνια και δώρα και δεν πρόσεξαν τη γριούλα. Μια μητέρα με δυο παιδιά βιάζονταν να πάνε στο σπίτι της γιαγιάς. Δεν έδωσαν προσοχή. Ένας παπάς είχε το νου του σε ουράνια θέματα και δεν την πρόσεξε.
Αν πρόσεχαν όλοι αυτοί, θα έβλεπαν ότι η γριά δεν φορούσε παπούτσια. Περπατούσε ξυπόλητη στον πάγο και το χιόνι. Με τα δυο της χέρια η γριούλα μάζεψε το χωρίς κουμπιά παλτό της στο λαιμό. Φορούσε ένα χρωματιστό φουλάρι στο κεφάλι· σταμάτησε στη στάση σκυφτή και περίμενε το λεωφορείο. Ένας κύριος που κρατούσε μια σοβαρή τσάντα περίμενε κι αυτός στη στάση, αλλά κρατούσε μια απόσταση. Μια κοπέλα περίμενε κι αυτή, κοίταξε πολλές φορές τα πόδια τής γριούλας, δεν μίλησε.
Ήρθε το λεωφορείο και η γριούλα ανέβηκε αργά και με δυσκολία. Κάθησε στο πλαϊνό κάθισμα, αμέσως πίσω από τον οδηγό. Ο κύριος και η κοπέλα πήγαν βιαστικά προς τα πίσω καθίσματα. Ο άντρας που καθόταν δίπλα στη γριούλα στριφογύριζε στο κάθισμα κι έπαιζε με τα δάχτυλά του. «Γεροντική άνοια», σκέφτηκε. Ο οδηγός είδε τα γυμνά πόδια και σκέφτηκε: «Αυτή η γειτονιά βυθίζεται όλο και πιο πολύ στη φτώχεια. Καλύτερα να με βάλουν στην άλλη γραμμή, της λεωφόρου». Ένα αγοράκι έδειξε τη γριά. «Κοίταξε, μαμά, αυτή η γριούλα είναι ξυπόλυτη». Η μαμά ταράχτηκε και του χτύπησε το χέρι. «Μη δείχνεις τους ανθρώπους, Αντρέα! Δεν είναι ευγενικό να δείχνεις». «Αυτή θα έχει μεγάλα παιδιά», είπε μια κυρία που φορούσε γούνα. «Τα παιδιά της πρέπει να ντρέπονται». Αισθάνθηκε ανώτερη, αφού αυτή φρόντισε τη μητέρα της.
Μια δασκάλα στη μέση του λεωφορείου στερέωσε τα δώρα που είχε στα πόδια της. «Δεν πληρώνουμε αρκετούς φόρους, για να αντιμετωπίζονται καταστάσεις σαν αυτές;» είπε σε μια φίλη της που ήταν δίπλα της. «Φταίνε οι δεξιοί», απάντησε η φίλη της. «Παίρνουν από τους φτωχούς και δίνουν στους πλούσιους». «Όχι, φταίνε οι άλλοι», μπήκε στη συζήτηση ένας ασπρομάλλης. Με τα προγράμματα πρόνοιας κάνουν τους πολίτες τεμπέληδες και φτωχούς». «Οι άνθρωποι πρέπει να μάθουν να αποταμιεύουν», είπε ένας άλλος που έμοιαζε μορφωμένος. «Αν αυτή η γριά αποταμίευε όταν ήταν νέα, δεν θα υπέφερε σήμερα». Και όλοι αυτοί ήταν ικανοποιημένοι για την οξύνοιά τους που έβγαλε τέτοια βαθιά ανάλυση.
Αλλος ένας έμπορος αισθάνθηκε προσβολή από τις εξ αποστάσεως μουρμούρες των συμπολιτών του. Έβγαλε το πορτοφόλι του και τράβηξε ένα εικοσάρι. Περπάτησε στο διάδρομο και το έβαλε στο τρεμάμενο χέρι της γριούλας. «Πάρε, κυρία, να αγοράσεις παπούτσια». Η γριούλα τον ευχαρίστησε κι εκείνος γύρισε στη θέση του ευχαριστημένος, που ήταν άνθρωπος της δράσης.
Μια καλοντυμένη κυρία τα πρόσεξε όλα αυτά και άρχισε να προσεύχεται από μέσα της. «Κύριε, δεν έχω χρήματα. Αλλά μπορώ νΌ απευθυνθώ σε σένα. Εσύ έχεις μια λύση για όλα. Όπως κάποτε έριξες το μάννα εξ ουρανού, και τώρα μπορείς να δώσεις ό,τι χρειάζεται η κυρούλα αυτή για τα Χριστούγεννα».
Στην επόμενη στάση ένα παληκάρι μπήκε στο λεωφορείο. Φορούσε ένα χοντρό μπουφάν, είχε ένα καφέ φουλάρι και ένα μάλλινο καπέλο που κάλυπτε και τα αυτιά του. Ένα καλώδιο συνέδεε το αυτί του με μια συσκευή μουσική. Ο νέος κουνούσε το σώμα του με τη μουσική που άκουε. Πήγε και κάθισε απέναντι στη γριούλα. Όταν είδε τα ξυπόλυτα πόδια της, το κούνημα σταμάτησε. Πάγωσε. Τα μάτια του πήγαν από τα πόδια της γιαγιάς στα δικά του. Φορούσε ακριβά ολοκαίνουργια παπούτσια. Μάζευε λεφτά αρκετό καιρό για να τα αγοράσει και να κάνει εντύπωση στην παρέα. Το παληκάρι έσκυψε και άρχισε να λύνει τα παπούτσια του. Έβγαλε τα εντυπωσιακά παπούτσια και τις κάλτσες. Γονάτισε μπροστά στη γριούλα. «Γιαγιά, είπε, βλέπω ότι δεν έχεις παπούτσια. Εγώ έχω κι άλλα». Προσεκτικά κι απαλά σήκωσε τα παγωμένα πόδια και της φόρεσε πρώτα τις κάλτσες κι ύστερα τα παπούτσια του. Η γριούλα τον ευχαρίστησε συγκινημένη.
Τότε το λεωφορείο έκανε πάλι στάση. Ο νέος κατέβηκε και προχώρησε ξυπόλυτος στο χιόνι. Οι επιβάτες μαζεύτηκαν στα παράθυρα και τον έβλεπαν καθώς βάδιζε προς το σπίτι του. «Ποιος είναι;», ρώτησε ένας. «Πρέπει να είναι άγιος», είπε κάποιος. «Πρέπει να είναι άγγελος», είπε ένας άλλος. «Κοίτα! Έχει φωτοστέφανο στο κεφάλι!» φώναξε κάποιος. «Είναι ο Χριστός!» είπε η ευσεβής κυρία. Αλλά το αγοράκι, που είχε δείξει με το δάχτυλο τη γιαγιά, είπε: Όχι, μαμά τον είδα πολύ καλά. Ήταν ΑΝΘΡΩΠΟΣ».
(Από την Ξένια Σώντερς)
αυτη την ιστορια πραματικα την λατρευω!!.Την ακουσα στο φροντηστηριο απο τον καθηγητη των μαθηματικων στο τελευταιο μαθημα πριν κλεισουμε για Χριστουγεννα και εγω οπως και ολα τα αλλα παιδια ειχαμε συγκινηθει παρα πολυ ....μας εκανε να σκεφτουμε ποιο πραγματικα ειναι το νόημα των εορτων ...... το λατρευω
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 13 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.