H-M
Δραστήριο μέλος
Ο H-M αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Επαγγέλεται Μηχανικός και μας γράφει απο Ραφήνα (Αττική). Έχει γράψει 682 μηνύματα.
15-12-12
15:24
Τον γύρο του κόσμου κάνουν συνεχώς το τελευταίο χρονικό διάστημα υποθέσεις σκανδάλων με πρωταγωνίστρια τη μεγαλύτερη γερμανική τράπεζα -και εκ των ισχυρότερων στην Ευρώπη- την Deutsche Bank AG, μία τράπεζα που μόνο... μακριά κι αγαπημένη δεν είναι σε σχέση με την Ελλάδα. Η «Goldman Sachs» της Ευρώπης, ως γνήσιος παράγοντας διαχείρισης οικονομικής εξουσίας στο καπιταλιστικό σύστημα, επιλέγει διάφορους τρόπους για να φτάσει στον σκοπό της ύπαρξής της, το κέρδος, αδιαφορώντας για το αν είναι ηθικοί ή νόμιμοι.
Από σκάνδαλο σε σκάνδαλο
Το γερμανικό περιοδικό Spiegel έγραψε ότι «όποιος ασκεί καθήκοντα διευθύνοντος συμβούλου της Deutsche Bank θα πρέπει να ξέρει, ότι «δικηγόροι και εισαγγελείς γρήγορα θα του χτυπήσουν την πόρτα». Και αυτή η φράση απεικονίζει όλη την αλήθεια.
Το 2004 ο Γιόζεφ Άκερμαν είχε καθίσει στο εδώλιο του κατηγορουμένου για την υπόθεση Mannesmann που αφορούσε την έγκριση αμφισβητούμενων μπόνους σε στελέχη της (όταν ο ίδιος βρισκόταν στο Δ.Σ. της), ύψους 57 εκατ. ευρώ, μετά την εξαγορά της γερμανικής εταιρείας κινητής τηλεφωνίας από την Vodafone Group το 2000. Ο ελβετός τραπεζίτης, μάλιστα, επιτέθηκε στο δικαστήριο λέγοντας ότι «αυτή είναι η μοναδική χώρα στην οποία, αυτοί που επιτυγχάνουν μια καλή τιμή για μια εταιρεία σύρονται στο δικαστήριο». Τελικά «ξεμπέρδεψε» με ένα πρόστιμο 3,2 εκατ. ευρώ.
Ο ίδιος μάλιστα είχε ελεγχθεί ξανά το 2011 αφού κατηγορήθηκε για ανακριβείς μαρτυρίες στη δίκη του προκατόχου του στην DB, Ρολφ Μπρόιερ. Ο Μπρόιερ λογοδότησε στη γερμανική δικαιοσύνη για την υπόθεση της χρεοκοπίας της Kirch Group, εταιρείας που σχετιζόταν με τα ΜΜΕ. Ο πρόεδρος της εταιρείας, Λέο Κιρχ κατηγόρησε τον Μπρόιερ ότι εξέφρασε αμφιβολίες για την πιστοληπτική ικανότητα της εταιρείας, με αποτέλεσμα αυτή να πτωχεύσει. Απόφαση δικαστηρίου του Μονάχου που εκδόθηκε, χθες, υποχρεώνει την τράπεζα να αποζημιώσει τους κληρονόμους του μεγιστάνα των μέσων ενημέρωσης, ο οποίος απεβίωσε το 2011, κρίνοντάς την υπεύθυνη για την χρεοκοπία της αυτοκρατορίας του το 2002.
Το 2006 η εισαγγελία της Στουτγκάρδης άρχισε έρευνα για τον προκάτοχο του Μπρόιερ, τον Χίλμαν Κόπερ, για εσωτερική πληροφόρηση (insider training). Συγκεκριμένα ο πρώην πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της Daimler-Chrysler κατηγορήθηκε ότι πληροφόρησε τον Άκερμαν για την επικείμενη αποχώρηση του αφεντικού της Daimler, Γιούργκεν Σρεμπ. Η έρευνα τελικά έλαβε τέλος χωρίς απόδοση ευθυνών.
Το καλοκαίρι του 2009 η Wall Street Journal προχώρησε σε μία αποκάλυψη-βόμβα για την τράπεζα, αφού έκανε λόγο για την απόλυση δύο κορυφαίων στελεχών της για... κατασκοπεία! Τα στελέχη κατηγορήθηκαν πως παρακολουθούσαν μετόχους, με την Deutsche Bank να πραγματοποιεί εσωτερική έρευνα και να αναθέτει σε ιδιωτικούς ντετέκτιβ να παρακολουθήσουν τους «κατασκόπους», μεταξύ των οποίων φέρονται να ήταν ο οικονομικός διευθυντής Χέρμαν-Γιόζεφ Λαμπέρτι καθώς και ο επικεφαλής του τμήματος εξυπηρέτησης πελατών.
Στα τέλη του περασμένου Ιουλίου, ο γερμανικός τραπεζικός κολοσσός βρέθηκε εμπλεκόμενος σε άλλο ένα σκάνδαλο. Η Deutsche Bank παραδέχθηκε τη συμμετοχή στελεχών της στο σκάνδαλο χειραγώγησης του βρετανικού επιτοκίου Libor, κάνοντας λόγο για εσωτερική έρευνα που «αθώωσε» τα υψηλά κλιμάκιά της -αλίμονο- και οδήγησε στην πόρτα της εξόδου μερικούς υπαλλήλους, που θεωρήθηκαν υπεύθυνοι.
Στις 6 Δεκεμβρίου, οι Financial Times αποκάλυψαν ότι η γερμανική τράπεζα είχε αποκρύψει ζημίες 12 δισ. δολαρίων, κατά τη διάρκεια του ξεσπάσματος της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, για να αποφύγει την κρατική στήριξη, όπως κατήγγειλαν τρεις πρώην εργαζόμενοί της στις ρυθμιστικές αρχές και συγκεκριμένα στην SEC των ΗΠΑ. Σύμφωνα με το δημοσίευμα, αν η τράπεζα είχε καταγράψει τα πραγματικά στοιχεία της για την περίοδο 2007-2009 θα χρειαζόταν κρατική χρηματοδότηση. Δύο από τους καταγγέλλοντες δήλωσαν ότι ωθήθηκαν εκτός τράπεζας, επειδή μίλησαν για το θέμα, με τον πρώην διαχειριστή κινδύνου της Deutsche Bank, Έρικ Μπεν–Άρτζι, να χάνει τη δουλειά του, τρεις μέρες αφότου κατέθεσε την καταγγελία του. Ο senior trader Μάθιου Σίμσον, επίσης αποχώρησε έπειτα από συμβιβασμό, λαμβάνοντας 900.000 δολάρια από την τράπεζα.
Tελευταίο σκάνδαλο που ταράσσει τη μεγαλύτερη τράπεζα της Γερμανίας είναι η υπόθεση φοροδιαφυγής-μαμούθ, ξεπλύματος χρήματος και παρεμπόδισης της δικαιοσύνης σχετικά με πώληση δικαιωμάτων εκπομπών αερίων ρύπων, στην οποία εμπλέκονται 25 στελέχη της. Η έφοδος 500 ατόμων της γερμανικής αστυνομίας και δικαιοσύνης στα γραφεία της τράπεζας στην Φρανκφούρτη, οδήγησε στην κράτηση τεσσάρων ατόμων. Στο μικροσκόπιο έχουν τεθεί οι ενέργειες του συνδιευθύνοντα συμβούλου της τράπεζας Γιούργκεν Φίτσεν και του οικονομικού διευθυντή της Στέφαν Κράουζε, που υπέγραψαν τη δήλωση φόρου για τον κύκλο εργασιών της τράπεζας για το 2009, έτος το οποίο «επηρεάστηκε» από τις παράνομες ενέργειες.
Οι καλοπληρωμένες συμβουλές και το παιχνίδι με τους υδρογονάνθρακες
Τα deals και οι «αναζητήσεις» του τραπεζικού κολοσσού, φυσικά, δεν θα μπορούσαν να μην περιλαμβάνουν και την περίπτωση της Ελλάδας, που ας μην ξεχνάμε έχει πέσει για τα καλά στα «δίχτυα» των τραπεζιτών της Φρανκφούρτης, ελέω μνημονίων και πακέτων «διάσωσης».
Η ελληνική κυβέρνηση, με υπογραφή του αναπληρωτή υπουργού Οικονομικών, Χρήστου Σταϊκούρα, ανέθεσε στην Deutsche Bank κυρίως, στην Morgan Stanley και στην London Branch να διαχειριστούν την επαναγορά των ομολόγων, πληρώνοντας συνολικά το διόλου ευκαταφρόνητο ποσό των 11,7 εκατ. ευρώ (δίνοντας και 700.000 ευρώ μηνιαίως στο δικηγορικό γραφείο Cleary Gottlieb Steen and Hamilton).
Φυσικά, η γερμανική τράπεζα, εκτός από τα ζητήματα επί των ελληνικών ομολόγων έχει άποψη και για τα ενεργειακά της Ελλάδας. Η μυστική έκθεση που συνέταξε η Deutsche Bank εδώ και κάποιους μήνες -για την οποία είναι ενήμερος από τον Ιούνιο ο πρωθυπουργός, Αντώνης Σαμαράς- αποτιμά ότι υπάρχουν πιθανώς κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου στην θαλάσσια περιοχή της νότιας Κρήτης αξίας 427 δισ. ευρώ. Η γερμανική τράπεζα μιλά για κέρδος 214 δισ. για τη χώρα μας, σε περίπτωσης που υλοποιηθεί η πρόβλεψη, κάνοντας για πρώτη φορά σύνδεση του δημοσιονομικού χρέους (εξέδωσε έκθεση για τη βιωσιμότητα το Νοέμβριο) με το κομμάτι του ορυκτού πλούτου, με ό,τι συνεπάγεται αυτό. Μία υπερχρεωμένη χώρα, η οποία, μέσω επιβαλλόμενων πολιτικών λιτότητας, είναι στο «χέρι» των πιστωτών της, αποτελεί θαυμάσια «επενδυτική» ευκαιρία εάν διαθέτει φυσικούς πόρους.
Μεγαλύτερη ειρωνεία, που προκύπτει από τη σχέση της χώρας μας με την «αμαρτωλή» τράπεζα, είναι η ατάκα του συνδιευθύνοντος συμβούλου της, Γιούργκεν Φίτσεν, τον περασμένο Μάιο, σε μια επίσκεψη-αστραπή στην Αθήνα για συναντήσεις με έλληνες συναδέλφους του, βιομηχάνους και εφοπλιστές: «Η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα για την οποία νιώθω ότι μπορώ να πω πως απέτυχε ως κράτος. Είναι μια διεφθαρμένη Πολιτεία τόσο όσο και οι πολιτικοί της και ξεκάθαρα θα να βοηθηθεί από άλλους ανθρώπους».
Πραγματικά είναι φαιδρό να μιλάει για διαφθορά ο επικεφαλής ενός οργανισμού που χρησιμοποιεί θεμιτά και αθέμιτα μέσα για να φτάσει στο κέρδος. Ιδιαίτερα αν προέρχεται από μία χώρα (αν και το Κεφάλαιο δεν έχει πατρίδα) που έχει κατηγορήσει πολλάκις τους Έλληνες ως διεφθαρμένους, παρά το γεγονός ότι έχει χάσει το μέτρημα των τραπεζικών σκανδάλων και των cd με φοροφυγάδες.
Βαγγέλης Βιτζηλαίος
Από σκάνδαλο σε σκάνδαλο
Το γερμανικό περιοδικό Spiegel έγραψε ότι «όποιος ασκεί καθήκοντα διευθύνοντος συμβούλου της Deutsche Bank θα πρέπει να ξέρει, ότι «δικηγόροι και εισαγγελείς γρήγορα θα του χτυπήσουν την πόρτα». Και αυτή η φράση απεικονίζει όλη την αλήθεια.
Το 2004 ο Γιόζεφ Άκερμαν είχε καθίσει στο εδώλιο του κατηγορουμένου για την υπόθεση Mannesmann που αφορούσε την έγκριση αμφισβητούμενων μπόνους σε στελέχη της (όταν ο ίδιος βρισκόταν στο Δ.Σ. της), ύψους 57 εκατ. ευρώ, μετά την εξαγορά της γερμανικής εταιρείας κινητής τηλεφωνίας από την Vodafone Group το 2000. Ο ελβετός τραπεζίτης, μάλιστα, επιτέθηκε στο δικαστήριο λέγοντας ότι «αυτή είναι η μοναδική χώρα στην οποία, αυτοί που επιτυγχάνουν μια καλή τιμή για μια εταιρεία σύρονται στο δικαστήριο». Τελικά «ξεμπέρδεψε» με ένα πρόστιμο 3,2 εκατ. ευρώ.
Ο ίδιος μάλιστα είχε ελεγχθεί ξανά το 2011 αφού κατηγορήθηκε για ανακριβείς μαρτυρίες στη δίκη του προκατόχου του στην DB, Ρολφ Μπρόιερ. Ο Μπρόιερ λογοδότησε στη γερμανική δικαιοσύνη για την υπόθεση της χρεοκοπίας της Kirch Group, εταιρείας που σχετιζόταν με τα ΜΜΕ. Ο πρόεδρος της εταιρείας, Λέο Κιρχ κατηγόρησε τον Μπρόιερ ότι εξέφρασε αμφιβολίες για την πιστοληπτική ικανότητα της εταιρείας, με αποτέλεσμα αυτή να πτωχεύσει. Απόφαση δικαστηρίου του Μονάχου που εκδόθηκε, χθες, υποχρεώνει την τράπεζα να αποζημιώσει τους κληρονόμους του μεγιστάνα των μέσων ενημέρωσης, ο οποίος απεβίωσε το 2011, κρίνοντάς την υπεύθυνη για την χρεοκοπία της αυτοκρατορίας του το 2002.
Το 2006 η εισαγγελία της Στουτγκάρδης άρχισε έρευνα για τον προκάτοχο του Μπρόιερ, τον Χίλμαν Κόπερ, για εσωτερική πληροφόρηση (insider training). Συγκεκριμένα ο πρώην πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της Daimler-Chrysler κατηγορήθηκε ότι πληροφόρησε τον Άκερμαν για την επικείμενη αποχώρηση του αφεντικού της Daimler, Γιούργκεν Σρεμπ. Η έρευνα τελικά έλαβε τέλος χωρίς απόδοση ευθυνών.
Το καλοκαίρι του 2009 η Wall Street Journal προχώρησε σε μία αποκάλυψη-βόμβα για την τράπεζα, αφού έκανε λόγο για την απόλυση δύο κορυφαίων στελεχών της για... κατασκοπεία! Τα στελέχη κατηγορήθηκαν πως παρακολουθούσαν μετόχους, με την Deutsche Bank να πραγματοποιεί εσωτερική έρευνα και να αναθέτει σε ιδιωτικούς ντετέκτιβ να παρακολουθήσουν τους «κατασκόπους», μεταξύ των οποίων φέρονται να ήταν ο οικονομικός διευθυντής Χέρμαν-Γιόζεφ Λαμπέρτι καθώς και ο επικεφαλής του τμήματος εξυπηρέτησης πελατών.
Στα τέλη του περασμένου Ιουλίου, ο γερμανικός τραπεζικός κολοσσός βρέθηκε εμπλεκόμενος σε άλλο ένα σκάνδαλο. Η Deutsche Bank παραδέχθηκε τη συμμετοχή στελεχών της στο σκάνδαλο χειραγώγησης του βρετανικού επιτοκίου Libor, κάνοντας λόγο για εσωτερική έρευνα που «αθώωσε» τα υψηλά κλιμάκιά της -αλίμονο- και οδήγησε στην πόρτα της εξόδου μερικούς υπαλλήλους, που θεωρήθηκαν υπεύθυνοι.
Στις 6 Δεκεμβρίου, οι Financial Times αποκάλυψαν ότι η γερμανική τράπεζα είχε αποκρύψει ζημίες 12 δισ. δολαρίων, κατά τη διάρκεια του ξεσπάσματος της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, για να αποφύγει την κρατική στήριξη, όπως κατήγγειλαν τρεις πρώην εργαζόμενοί της στις ρυθμιστικές αρχές και συγκεκριμένα στην SEC των ΗΠΑ. Σύμφωνα με το δημοσίευμα, αν η τράπεζα είχε καταγράψει τα πραγματικά στοιχεία της για την περίοδο 2007-2009 θα χρειαζόταν κρατική χρηματοδότηση. Δύο από τους καταγγέλλοντες δήλωσαν ότι ωθήθηκαν εκτός τράπεζας, επειδή μίλησαν για το θέμα, με τον πρώην διαχειριστή κινδύνου της Deutsche Bank, Έρικ Μπεν–Άρτζι, να χάνει τη δουλειά του, τρεις μέρες αφότου κατέθεσε την καταγγελία του. Ο senior trader Μάθιου Σίμσον, επίσης αποχώρησε έπειτα από συμβιβασμό, λαμβάνοντας 900.000 δολάρια από την τράπεζα.
Tελευταίο σκάνδαλο που ταράσσει τη μεγαλύτερη τράπεζα της Γερμανίας είναι η υπόθεση φοροδιαφυγής-μαμούθ, ξεπλύματος χρήματος και παρεμπόδισης της δικαιοσύνης σχετικά με πώληση δικαιωμάτων εκπομπών αερίων ρύπων, στην οποία εμπλέκονται 25 στελέχη της. Η έφοδος 500 ατόμων της γερμανικής αστυνομίας και δικαιοσύνης στα γραφεία της τράπεζας στην Φρανκφούρτη, οδήγησε στην κράτηση τεσσάρων ατόμων. Στο μικροσκόπιο έχουν τεθεί οι ενέργειες του συνδιευθύνοντα συμβούλου της τράπεζας Γιούργκεν Φίτσεν και του οικονομικού διευθυντή της Στέφαν Κράουζε, που υπέγραψαν τη δήλωση φόρου για τον κύκλο εργασιών της τράπεζας για το 2009, έτος το οποίο «επηρεάστηκε» από τις παράνομες ενέργειες.
Οι καλοπληρωμένες συμβουλές και το παιχνίδι με τους υδρογονάνθρακες
Τα deals και οι «αναζητήσεις» του τραπεζικού κολοσσού, φυσικά, δεν θα μπορούσαν να μην περιλαμβάνουν και την περίπτωση της Ελλάδας, που ας μην ξεχνάμε έχει πέσει για τα καλά στα «δίχτυα» των τραπεζιτών της Φρανκφούρτης, ελέω μνημονίων και πακέτων «διάσωσης».
Η ελληνική κυβέρνηση, με υπογραφή του αναπληρωτή υπουργού Οικονομικών, Χρήστου Σταϊκούρα, ανέθεσε στην Deutsche Bank κυρίως, στην Morgan Stanley και στην London Branch να διαχειριστούν την επαναγορά των ομολόγων, πληρώνοντας συνολικά το διόλου ευκαταφρόνητο ποσό των 11,7 εκατ. ευρώ (δίνοντας και 700.000 ευρώ μηνιαίως στο δικηγορικό γραφείο Cleary Gottlieb Steen and Hamilton).
Φυσικά, η γερμανική τράπεζα, εκτός από τα ζητήματα επί των ελληνικών ομολόγων έχει άποψη και για τα ενεργειακά της Ελλάδας. Η μυστική έκθεση που συνέταξε η Deutsche Bank εδώ και κάποιους μήνες -για την οποία είναι ενήμερος από τον Ιούνιο ο πρωθυπουργός, Αντώνης Σαμαράς- αποτιμά ότι υπάρχουν πιθανώς κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου στην θαλάσσια περιοχή της νότιας Κρήτης αξίας 427 δισ. ευρώ. Η γερμανική τράπεζα μιλά για κέρδος 214 δισ. για τη χώρα μας, σε περίπτωσης που υλοποιηθεί η πρόβλεψη, κάνοντας για πρώτη φορά σύνδεση του δημοσιονομικού χρέους (εξέδωσε έκθεση για τη βιωσιμότητα το Νοέμβριο) με το κομμάτι του ορυκτού πλούτου, με ό,τι συνεπάγεται αυτό. Μία υπερχρεωμένη χώρα, η οποία, μέσω επιβαλλόμενων πολιτικών λιτότητας, είναι στο «χέρι» των πιστωτών της, αποτελεί θαυμάσια «επενδυτική» ευκαιρία εάν διαθέτει φυσικούς πόρους.
Μεγαλύτερη ειρωνεία, που προκύπτει από τη σχέση της χώρας μας με την «αμαρτωλή» τράπεζα, είναι η ατάκα του συνδιευθύνοντος συμβούλου της, Γιούργκεν Φίτσεν, τον περασμένο Μάιο, σε μια επίσκεψη-αστραπή στην Αθήνα για συναντήσεις με έλληνες συναδέλφους του, βιομηχάνους και εφοπλιστές: «Η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα για την οποία νιώθω ότι μπορώ να πω πως απέτυχε ως κράτος. Είναι μια διεφθαρμένη Πολιτεία τόσο όσο και οι πολιτικοί της και ξεκάθαρα θα να βοηθηθεί από άλλους ανθρώπους».
Πραγματικά είναι φαιδρό να μιλάει για διαφθορά ο επικεφαλής ενός οργανισμού που χρησιμοποιεί θεμιτά και αθέμιτα μέσα για να φτάσει στο κέρδος. Ιδιαίτερα αν προέρχεται από μία χώρα (αν και το Κεφάλαιο δεν έχει πατρίδα) που έχει κατηγορήσει πολλάκις τους Έλληνες ως διεφθαρμένους, παρά το γεγονός ότι έχει χάσει το μέτρημα των τραπεζικών σκανδάλων και των cd με φοροφυγάδες.
Βαγγέλης Βιτζηλαίος
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 11 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
H-M
Δραστήριο μέλος
Ο H-M αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Επαγγέλεται Μηχανικός και μας γράφει απο Ραφήνα (Αττική). Έχει γράψει 682 μηνύματα.
27-11-12
11:47
Αν φάνηκε κάτι από τη Σύνοδο Κορυφής και το Eurogroup της περασμένης εβδομάδας είναι ότι οι Γερμανοί είναι ικανοί με τη στενοκεφαλιά, την αλαζονεία και την αδιαλλαξία τους να διαλύσουν την Ευρώπη. Ασφαλώς και είναι αυτοί που πληρώνουν τα περισσότερα από όλους μέσω της συμμετοχής τους στον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό και όπου αλλού χρειάζεται. Είναι όμως και οι πιο ωφελημένοι από την Ευρωπαϊκή Ενωση. Ασφαλώς και η δική τους άποψη θα έχει μεγαλύτερη βαρύτητα μέσα στα ευρωπαϊκά όργανα. Από εκεί, όμως, μέχρι να φέρονται ως δικτάτορες, να μη συζητούν την άποψη κανενός άλλου, να επιβάλουν εξαντλητικά προγράμματα λιτότητας, αδιαφορώντας για τις κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιπτώσεις, και να απαιτούν την καθ’ ολοκληρίαν υποταγή όλων στη γερμανική «λουθηρανική λογική» δεν είναι πλέον ανεκτό.
Η Γερμανία κάνει λάθος σε δύο επίπεδα: στην επιλογή της οικονομικής πολιτικής και στον τρόπο άσκησης της ηγεσίας της. Γιατί;
Πρώτον, η οικονομική πολιτική σε όλα τα κράτη του κόσμου χρησιμοποιεί δύο «εργαλεία»: τη δημοσιονομική πολιτική, που ρυθμίζει τα ελλείμματα, τα έσοδα και τις δαπάνες του προϋπολογισμού, και τη νομισματική πολιτική, που παρεμβαίνει στην ισοτιμία του νομίσματος, στα επιτόκια και στην ποσότητα χρήματος που κυκλοφορεί. Με τη συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Ενωση και την υιοθέτηση του ευρώ όλα τα κράτη εκχωρήσαμε τη νομισματική μας πολιτική στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Με τον έλεγχο που ασκεί εμμέσως στην ΕΚΤ και τον ασφυκτικό έλεγχο που προσπαθεί να επιβάλει σε ολόκληρη την Ευρώπη, η Γερμανία έχει αφαιρέσει από την άσκηση της οικονομικής πολιτικής το εργαλείο της νομισματικής πολιτικής.
Πώς; Απαγορεύοντας φερ’ ειπείν το τύπωμα χρήματος. Αν η Ευρώπη τύπωνε χρήμα, όπως κάνει η Αμερική και όπως έχει ανακοινώσει ότι θα κάνει η Ελβετία, το πρόβλημα του ευρωπαϊκού χρέους θα αντιμετωπιζόταν άμεσα. Με την άρνησή της να τυπώσει χρήμα λόγω της ιδεοληψίας της, η Γερμανία μεταφέρει ολόκληρο το βάρος της οικονομικής πολιτικής στη δημοσιονομική πολιτική, δηλαδή στην πλάτη των πολιτών. Δεν είναι ανάγκη να συζητήσουμε εδώ αν είναι σωστή ή όχι η γερμανική επιλογή. Υπάρχουν τα υπέρ και τα κατά. Ο υπόλοιπος κόσμος θεωρεί ότι είναι λάθος αυτή η επιλογή. Τους το λένε οι Αμερικανοί με κάθε τρόπο. Τους το λένε εκατοντάδες οικονομολόγοι από όλο τον κόσμο.
Οι Γερμανοί είναι αδιάλλακτοι. Με την αδιαλλαξία τους, όμως, αυτή θα φτάσουν σε αδιέξοδο. Η Ευρώπη έχει εξαντλήσει τις εναλλακτικές επιλογές της. Σιγά-σιγά εξαντλεί και τον χρόνο της. Οι εξελίξεις μπορούν να πάρουν πολύ άσχημη τροπή όσο δεν βρίσκεται λύση. Και οι λύσεις είναι περιορισμένες. Ασφαλώς θα χρειαστούν πολιτικές μείωσης των ελλειμμάτων, αλλά αυτές πρέπει να υποβοηθηθούν και από τη χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής. Πρέπει να τυπωθεί μπόλικο χρήμα - και μάλιστα να ανακοινωθεί ότι θα γίνει αυτό για να πάρουν το μήνυμα οι αγορές. Πρέπει επίσης να εκδοθούν ευρωομόλογα και να υπάρξει συνεγγύηση του χρέους όλων των ευρωπαϊκών κρατών. Ολα αυτά μαζί θα ανακουφίσουν το βάρος της οικονομικής προσαρμογής για τους ευρωπαϊκούς λαούς και ταυτόχρονα θα ενισχύσουν τις οικονομίες τους και τη συνοχή της Ευρώπης. Και αν γίνουν αυτά, τότε η Γερμανία θα δικαιούται να απαιτεί σεβασμό στους δημοσιονομικούς κανόνες και εφαρμογή μιας πολιτικής λελογισμένης και όχι ανθρωποκτόνου λιτότητας.
Δεύτερον, η Γερμανία είναι κακός ηγέτης. Αθλιος για την ακρίβεια. Δεν φέρεται ως ηγέτης, αλλά ως δύναμη κατοχής μέσα στην Ευρώπη. Το ότι το απαιτεί τώρα από τις μισές ευρωπαϊκές χώρες -διαδίδοντας μάλιστα ότι οι Νότιοι είναι τεμπέληδες, χαραμοφάηδες, απατεώνες- να πεινάσουν, να της εκχωρήσουν τα έσοδα των προϋπολογισμών τους, να της εκχωρήσουν τις περιουσίες τους, να ξεχάσουν όλα τα εργασιακά και τα συνταξιοδοτικά δικαιώματά τους, είναι αυτό ακριβώς που δεν έπρεπε να κάνει. Η Γερμανία πρέπει να καταλάβει ότι είτε θα ηγηθεί της Ευρώπης (να ηγηθεί λέω και όχι να επιβληθεί) είτε θα φύγει από την Ευρώπη. Δεν θέλουμε (κανείς πιστεύω) μια γερμανική Ευρώπη. Η Ευρώπη είναι ένωση διαφορετικών κρατών, διαφορετικών λαών, διαφορετικών νοοτροπιών. Δεν είναι Γερμανία, δεν πρόκειται ποτέ να γίνει και, κυρίως, κανείς δεν θέλει να γίνει.
Τι δεν έχουν καταλάβει οι Γερμανοί; Οτι αν συνεχίσουν να πιέζουν τόσο πολύ στο τέλος θα προκαλέσουν όχι μόνο αντίδραση αλλά τελικά και πλήρη άρνηση. Ο αντιευρωπαϊσμός θα φουντώσει, οι λαοί δεν θα θέλουν την Ευρώπη που τους πτωχεύει, η Ευρώπη θα διαλυθεί. Η Γερμανία θα χάσει τον ηγετικό της ρόλο επειδή δεν τον ασκεί σωστά. Ξεχνά ότι καμία δύναμη κατοχής δεν γίνεται ποτέ ανεκτή. Αν ήταν ηγέτης η Γερμανία, θα κρατούσε ισορροπίες. Θα σεβόταν την άποψη των άλλων. Θα φρόντιζε για την ευημερία και των υπολοίπων. Δεν θα διέλυε την Ευρώπη, θα την ένωνε. Δεν θα απαιτούσε να υποχωρήσουν όλοι οι άλλοι στις δικές της απαιτήσεις, θα συνεκτιμούσε τις ανάγκες όλων των εταίρων της.
Προσωπικά πιστεύω ότι κάποια στιγμή, αργά ή γρήγορα, οι υπόλοιποι ευρωπαϊκοί λαοί θα αντιδράσουν στη γερμανική αδιαλλαξία. Οι ηγέτες τους οφείλουν να το κάνουν και θα αναγκαστούν να το κάνουν. Για τον απλούστατο λόγο ότι αυτά που ζητάει η Γερμανία είναι και λανθασμένα και απαράδεκτα σε ευρωπαϊκές δημοκρατίες.
[Του Γρ. Νικολόπουλου από protothema.gr]
Η Γερμανία κάνει λάθος σε δύο επίπεδα: στην επιλογή της οικονομικής πολιτικής και στον τρόπο άσκησης της ηγεσίας της. Γιατί;
Πρώτον, η οικονομική πολιτική σε όλα τα κράτη του κόσμου χρησιμοποιεί δύο «εργαλεία»: τη δημοσιονομική πολιτική, που ρυθμίζει τα ελλείμματα, τα έσοδα και τις δαπάνες του προϋπολογισμού, και τη νομισματική πολιτική, που παρεμβαίνει στην ισοτιμία του νομίσματος, στα επιτόκια και στην ποσότητα χρήματος που κυκλοφορεί. Με τη συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Ενωση και την υιοθέτηση του ευρώ όλα τα κράτη εκχωρήσαμε τη νομισματική μας πολιτική στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Με τον έλεγχο που ασκεί εμμέσως στην ΕΚΤ και τον ασφυκτικό έλεγχο που προσπαθεί να επιβάλει σε ολόκληρη την Ευρώπη, η Γερμανία έχει αφαιρέσει από την άσκηση της οικονομικής πολιτικής το εργαλείο της νομισματικής πολιτικής.
Πώς; Απαγορεύοντας φερ’ ειπείν το τύπωμα χρήματος. Αν η Ευρώπη τύπωνε χρήμα, όπως κάνει η Αμερική και όπως έχει ανακοινώσει ότι θα κάνει η Ελβετία, το πρόβλημα του ευρωπαϊκού χρέους θα αντιμετωπιζόταν άμεσα. Με την άρνησή της να τυπώσει χρήμα λόγω της ιδεοληψίας της, η Γερμανία μεταφέρει ολόκληρο το βάρος της οικονομικής πολιτικής στη δημοσιονομική πολιτική, δηλαδή στην πλάτη των πολιτών. Δεν είναι ανάγκη να συζητήσουμε εδώ αν είναι σωστή ή όχι η γερμανική επιλογή. Υπάρχουν τα υπέρ και τα κατά. Ο υπόλοιπος κόσμος θεωρεί ότι είναι λάθος αυτή η επιλογή. Τους το λένε οι Αμερικανοί με κάθε τρόπο. Τους το λένε εκατοντάδες οικονομολόγοι από όλο τον κόσμο.
Οι Γερμανοί είναι αδιάλλακτοι. Με την αδιαλλαξία τους, όμως, αυτή θα φτάσουν σε αδιέξοδο. Η Ευρώπη έχει εξαντλήσει τις εναλλακτικές επιλογές της. Σιγά-σιγά εξαντλεί και τον χρόνο της. Οι εξελίξεις μπορούν να πάρουν πολύ άσχημη τροπή όσο δεν βρίσκεται λύση. Και οι λύσεις είναι περιορισμένες. Ασφαλώς θα χρειαστούν πολιτικές μείωσης των ελλειμμάτων, αλλά αυτές πρέπει να υποβοηθηθούν και από τη χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής. Πρέπει να τυπωθεί μπόλικο χρήμα - και μάλιστα να ανακοινωθεί ότι θα γίνει αυτό για να πάρουν το μήνυμα οι αγορές. Πρέπει επίσης να εκδοθούν ευρωομόλογα και να υπάρξει συνεγγύηση του χρέους όλων των ευρωπαϊκών κρατών. Ολα αυτά μαζί θα ανακουφίσουν το βάρος της οικονομικής προσαρμογής για τους ευρωπαϊκούς λαούς και ταυτόχρονα θα ενισχύσουν τις οικονομίες τους και τη συνοχή της Ευρώπης. Και αν γίνουν αυτά, τότε η Γερμανία θα δικαιούται να απαιτεί σεβασμό στους δημοσιονομικούς κανόνες και εφαρμογή μιας πολιτικής λελογισμένης και όχι ανθρωποκτόνου λιτότητας.
Δεύτερον, η Γερμανία είναι κακός ηγέτης. Αθλιος για την ακρίβεια. Δεν φέρεται ως ηγέτης, αλλά ως δύναμη κατοχής μέσα στην Ευρώπη. Το ότι το απαιτεί τώρα από τις μισές ευρωπαϊκές χώρες -διαδίδοντας μάλιστα ότι οι Νότιοι είναι τεμπέληδες, χαραμοφάηδες, απατεώνες- να πεινάσουν, να της εκχωρήσουν τα έσοδα των προϋπολογισμών τους, να της εκχωρήσουν τις περιουσίες τους, να ξεχάσουν όλα τα εργασιακά και τα συνταξιοδοτικά δικαιώματά τους, είναι αυτό ακριβώς που δεν έπρεπε να κάνει. Η Γερμανία πρέπει να καταλάβει ότι είτε θα ηγηθεί της Ευρώπης (να ηγηθεί λέω και όχι να επιβληθεί) είτε θα φύγει από την Ευρώπη. Δεν θέλουμε (κανείς πιστεύω) μια γερμανική Ευρώπη. Η Ευρώπη είναι ένωση διαφορετικών κρατών, διαφορετικών λαών, διαφορετικών νοοτροπιών. Δεν είναι Γερμανία, δεν πρόκειται ποτέ να γίνει και, κυρίως, κανείς δεν θέλει να γίνει.
Τι δεν έχουν καταλάβει οι Γερμανοί; Οτι αν συνεχίσουν να πιέζουν τόσο πολύ στο τέλος θα προκαλέσουν όχι μόνο αντίδραση αλλά τελικά και πλήρη άρνηση. Ο αντιευρωπαϊσμός θα φουντώσει, οι λαοί δεν θα θέλουν την Ευρώπη που τους πτωχεύει, η Ευρώπη θα διαλυθεί. Η Γερμανία θα χάσει τον ηγετικό της ρόλο επειδή δεν τον ασκεί σωστά. Ξεχνά ότι καμία δύναμη κατοχής δεν γίνεται ποτέ ανεκτή. Αν ήταν ηγέτης η Γερμανία, θα κρατούσε ισορροπίες. Θα σεβόταν την άποψη των άλλων. Θα φρόντιζε για την ευημερία και των υπολοίπων. Δεν θα διέλυε την Ευρώπη, θα την ένωνε. Δεν θα απαιτούσε να υποχωρήσουν όλοι οι άλλοι στις δικές της απαιτήσεις, θα συνεκτιμούσε τις ανάγκες όλων των εταίρων της.
Προσωπικά πιστεύω ότι κάποια στιγμή, αργά ή γρήγορα, οι υπόλοιποι ευρωπαϊκοί λαοί θα αντιδράσουν στη γερμανική αδιαλλαξία. Οι ηγέτες τους οφείλουν να το κάνουν και θα αναγκαστούν να το κάνουν. Για τον απλούστατο λόγο ότι αυτά που ζητάει η Γερμανία είναι και λανθασμένα και απαράδεκτα σε ευρωπαϊκές δημοκρατίες.
[Του Γρ. Νικολόπουλου από protothema.gr]
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 11 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
H-M
Δραστήριο μέλος
Ο H-M αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Επαγγέλεται Μηχανικός και μας γράφει απο Ραφήνα (Αττική). Έχει γράψει 682 μηνύματα.
22-11-12
20:46
Όταν μιλάει η Pimco, η μεγαλύτερη εταιρεία διαχείρισης κεφαλαίων και ειδικά ο επικεφαλής της Μοχάμεντ Ελ Εριάν, καλό είναι οι πάντες να τον ακούν προσεκτικά και ειδικά στην περίπτωση της Ελλάδος, σπάνια πέφτει έξω: Ήταν οι πρωτοι που "ξεφορτώθηκαν" ελληνικά ομόλογα το 2007-2008, προβλέποντας την ελληνική οικονομική καταστροφή όταν τίποτα δεν προμήνυε αυτό που θα ερχόταν: Σε άρθρό του, λοιπόν, που δημοσιεύεται στους Financial Times, προειδοποιεί ότι η συμπεριφορά της ευρωζώνης και ειδικά της Γερμανίας έναντι της Ελλάδας, ότι έτσι όπως εξελίσσεται η κατάσταση στην χώρα "μπορεί να προκαλέσει μια κοινωνική έκρηξη που θα συμπαρασύρει τα πάντα".
Από την στιγμή σύμφωνα με τον επικεφαλής του μεγαλύτερου fund διαχείρισης ομολόγων παγκοσμίως, "Αν συνεχιστεί η έλλειψη αξιοπιστίας της ευρωζώνης προς την Ελλάδα και συνακόλουθρα της ελληνικής κυβέρνησης προς την Ελλάδα, τότε ελοχεύει ο κίνδυνος να υπονομευθεί και το δεύτερο πακέτο στήριξης για την Ελλάδα και η χώρα θα υποστεί νέο πλήγμα αξιοπιστίας, στα μάτια των πολιτών της και η ένεση ρευστότητας που επετεύχθη με τόσο πολύ κόπο, απέφερε μόνο λίγους μήνες για τον ελληνικό λαό.
Είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό ότι οι Έλληνες συνεχίζουν να διαμαρτύρονται χωρίς να δείχνουν κανένα σημάδι συσπείρωσης με την εκλεγμένη κυβέρνηση σε μία προσπάθεια ανάκαμψης. η Ελλάδα θα παραμείνει κολλημένη στην ύφεση και η ανεργία στους νέους, που έχει ήδη εκτιναχτεί πάνω από το 50%, θα ενισχυθεί περαιτέρω.
Προβλέπει, μάλιστα, ότι οι Ευρωπαίοι όταν βρεθούν αντιμέτωποι με μια ακόμη αποτυχία, θα ρίξουν τις ευθύνες στην ελληνική κυβέρνηση, κατηγορώντας την για μη εφαρμογή των μέτρων".
Ο επικεφαλής της Pimco χαρακτηρίζει "γενναία την στάση που τήρησε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο", και αποδίδει 100% την ευθύνη "στους Ευρωπαίους αξιωματούχοι που απέτυχαν για ακόμη μία φορά να καταλήξουν σε κάποια συμφωνία για το κρίσιμο θέμα της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους".
Ωστόσο, σύμφωνα με τον ίδιο, "η επιμονή του ΔΝΤ συνοδεύεται από σωστή θεωρία και εμπειρία. Χάρη στο θάρρος των εκπροσώπων του ΔΝΤ να μιλήσουν ανοικτά, έχει προστεθεί ένα νέο στοιχείο που είναι δύσκολο να αγνοηθεί".
"Το ΔΝΤ έχει δίκιο. Η Ελλάδα χρειάζεται επειγόντως νέα διαγραφή του χρέους του επίσημου τομέα", καταλήγει ο Ελ Εριάν.
Πηγή: defencenet.gr
Από την στιγμή σύμφωνα με τον επικεφαλής του μεγαλύτερου fund διαχείρισης ομολόγων παγκοσμίως, "Αν συνεχιστεί η έλλειψη αξιοπιστίας της ευρωζώνης προς την Ελλάδα και συνακόλουθρα της ελληνικής κυβέρνησης προς την Ελλάδα, τότε ελοχεύει ο κίνδυνος να υπονομευθεί και το δεύτερο πακέτο στήριξης για την Ελλάδα και η χώρα θα υποστεί νέο πλήγμα αξιοπιστίας, στα μάτια των πολιτών της και η ένεση ρευστότητας που επετεύχθη με τόσο πολύ κόπο, απέφερε μόνο λίγους μήνες για τον ελληνικό λαό.
Είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό ότι οι Έλληνες συνεχίζουν να διαμαρτύρονται χωρίς να δείχνουν κανένα σημάδι συσπείρωσης με την εκλεγμένη κυβέρνηση σε μία προσπάθεια ανάκαμψης. η Ελλάδα θα παραμείνει κολλημένη στην ύφεση και η ανεργία στους νέους, που έχει ήδη εκτιναχτεί πάνω από το 50%, θα ενισχυθεί περαιτέρω.
Προβλέπει, μάλιστα, ότι οι Ευρωπαίοι όταν βρεθούν αντιμέτωποι με μια ακόμη αποτυχία, θα ρίξουν τις ευθύνες στην ελληνική κυβέρνηση, κατηγορώντας την για μη εφαρμογή των μέτρων".
Ο επικεφαλής της Pimco χαρακτηρίζει "γενναία την στάση που τήρησε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο", και αποδίδει 100% την ευθύνη "στους Ευρωπαίους αξιωματούχοι που απέτυχαν για ακόμη μία φορά να καταλήξουν σε κάποια συμφωνία για το κρίσιμο θέμα της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους".
Ωστόσο, σύμφωνα με τον ίδιο, "η επιμονή του ΔΝΤ συνοδεύεται από σωστή θεωρία και εμπειρία. Χάρη στο θάρρος των εκπροσώπων του ΔΝΤ να μιλήσουν ανοικτά, έχει προστεθεί ένα νέο στοιχείο που είναι δύσκολο να αγνοηθεί".
"Το ΔΝΤ έχει δίκιο. Η Ελλάδα χρειάζεται επειγόντως νέα διαγραφή του χρέους του επίσημου τομέα", καταλήγει ο Ελ Εριάν.
Πηγή: defencenet.gr
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 11 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
H-M
Δραστήριο μέλος
Ο H-M αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Επαγγέλεται Μηχανικός και μας γράφει απο Ραφήνα (Αττική). Έχει γράψει 682 μηνύματα.
09-08-12
18:49
Η Γερμανία, το «οικονομικό θαύμα» της οποίας παρουσιάζεται συχνά ως υπόδειγμα για τις γειτονικές της χώρες, τις τελευταίες εβδομάδες δημοσιοποίησε μια σειρά από κακούς οικονομικούς δείκτες, γεγονός που υποδηλώνει ότι η χώρα δεν βρίσκεται πλέον στο απυρόβλητο της κρίσης στην ευρωζώνη.
Τον Ιούνιο η βιομηχανική παραγωγή σημείωσε μεγαλύτερη πτώση από το προβλεπόμενο, αγγίζοντας το 0,9%, σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε σήμερα στη δημοσιότητα το υπουργείο Οικονομικών.
Την Τρίτη το ίδιο υπουργείο είχε ανακοινώσει ότι οι παραγγελίες μειώθηκαν επίσης κατά 1,7% ενώ η ζήτηση από τις 17 χώρες της ευρωζώνης έπεσε κατά 4,9%, ποσοστά υψηλότερα απ' όσο υπολόγιζαν οι αναλυτές.
«Δεν χρειάζεται να πούμε ότι το αδύναμο οικονομικό περιβάλλον θα καταστήσει πραγματικά πολύ δύσκολη την περαιτέρω δημοσιονομική πρόοδο στις χρεωμένες περιφερειακές οικονομίες», υποστήριξε ο Τζόναθαν Λόινς, ο επικεφαλής οικονομολόγος του ομίλου Capital Economics.
Τα αρνητικά στοιχεία συσσωρεύονται, δείχνοντας ότι τα σύννεφα της κρίσης στην ευρωζώνη αρχίζουν να καλύπτουν τον οικονομικό ορίζοντα της χώρας.
Τον Ιούλιο, για τέταρτο συνεχόμενο μήνα ο αριθμός των ανέργων αυξήθηκε, ωστόσο το ποσοστό
ανεργίας παρέμεινε αμετάβλητο στο 6,8%, δηλαδή στο χαμηλότερο επίπεδο εδώ και δύο δεκαετίες.
Οι λιανικές πωλήσεις συνέχισαν να μειώνονται και τον Ιούνιο —όπως είχε ήδη γίνει τον Απρίλιο και τον Μάιο— ενώ οι πωλήσεις αυτοκινήτων μειώθηκαν κατά 5% μέσα σε ένα χρόνο.
Οι παραγγελίες εργαλειομηχανών, ενός βασικού τομέα της γερμανικής οικονομίας, μειώθηκαν στο ίδιο διάστημα κατά 1%.
«Η εξέλιξη των παραγγελιών και οι δείκτες δραστηριότητας προαναγγέλλουν μια υποχώρηση της δραστηριότητας τους επόμενους μήνες, εξαιτίας της κρίσης στην ευρωζώνη», εκτίμησε η Κατρίν Στεπάν, αναλύτρια στη γαλλική BNP Paribas ενώ ο Αντρέας Ρις, οικονομολόγος της UniCredit, είπε ότι «η ερώτηση του ενός εκατομμυρίου είναι εάν και για πόσο χρονικό διάστημα οι γερμανικές εταιρείες
και οι καταναλωτές θα αντέξουν απέναντι στις αναταράξεις της ευρωζώνης».
Πάντως μέχρι στιγμής η Γερμανία έχει αποδειχτεί πιο ανθεκτική στην κρίση σε σχέση με τους Ευρωπαίους εταίρους της. Ο οίκος αξιολόγησης Fitch ανανέωσε σήμερα την εμπιστοσύνη του προς τη χώρα διατηρώντας το αξιόχρεό της στο τριπλό Α —την καλύτερη δυνατή βαθμίδα— και χαρακτηρίζοντας «σταθερή» την προοπτική της οικονομίας της.
Αντιθέτως, η γαλλική οικονομία βαδίζει προς την ύφεση, σύμφωνα με την Τράπεζα της Γαλλίας που εκτιμά ότι το ΑΕΠ θα μειωθεί κατά 0,1% κατά το τρίτο τρίμηνο του έτους.
Συνολικά στην ευρωζώνη η ύφεση της ιδιωτικής δραστηριότητας συνεχίστηκε και τον Ιούνιο, γεγονός που περιορίζει τις ελπίδες για βελτίωση της κατάστασης κατά το τρίτο τρίμηνο.
Τον Ιούνιο η ανεργία έφτασε στο ποσοστό-ρεκόρ του 11,2% και αναμένεται ότι θα συνεχιστεί η ανοδική πορεία της.
Πηγή: ΑΜΠΕ
Τον Ιούνιο η βιομηχανική παραγωγή σημείωσε μεγαλύτερη πτώση από το προβλεπόμενο, αγγίζοντας το 0,9%, σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε σήμερα στη δημοσιότητα το υπουργείο Οικονομικών.
Την Τρίτη το ίδιο υπουργείο είχε ανακοινώσει ότι οι παραγγελίες μειώθηκαν επίσης κατά 1,7% ενώ η ζήτηση από τις 17 χώρες της ευρωζώνης έπεσε κατά 4,9%, ποσοστά υψηλότερα απ' όσο υπολόγιζαν οι αναλυτές.
«Δεν χρειάζεται να πούμε ότι το αδύναμο οικονομικό περιβάλλον θα καταστήσει πραγματικά πολύ δύσκολη την περαιτέρω δημοσιονομική πρόοδο στις χρεωμένες περιφερειακές οικονομίες», υποστήριξε ο Τζόναθαν Λόινς, ο επικεφαλής οικονομολόγος του ομίλου Capital Economics.
Τα αρνητικά στοιχεία συσσωρεύονται, δείχνοντας ότι τα σύννεφα της κρίσης στην ευρωζώνη αρχίζουν να καλύπτουν τον οικονομικό ορίζοντα της χώρας.
Τον Ιούλιο, για τέταρτο συνεχόμενο μήνα ο αριθμός των ανέργων αυξήθηκε, ωστόσο το ποσοστό
ανεργίας παρέμεινε αμετάβλητο στο 6,8%, δηλαδή στο χαμηλότερο επίπεδο εδώ και δύο δεκαετίες.
Οι λιανικές πωλήσεις συνέχισαν να μειώνονται και τον Ιούνιο —όπως είχε ήδη γίνει τον Απρίλιο και τον Μάιο— ενώ οι πωλήσεις αυτοκινήτων μειώθηκαν κατά 5% μέσα σε ένα χρόνο.
Οι παραγγελίες εργαλειομηχανών, ενός βασικού τομέα της γερμανικής οικονομίας, μειώθηκαν στο ίδιο διάστημα κατά 1%.
«Η εξέλιξη των παραγγελιών και οι δείκτες δραστηριότητας προαναγγέλλουν μια υποχώρηση της δραστηριότητας τους επόμενους μήνες, εξαιτίας της κρίσης στην ευρωζώνη», εκτίμησε η Κατρίν Στεπάν, αναλύτρια στη γαλλική BNP Paribas ενώ ο Αντρέας Ρις, οικονομολόγος της UniCredit, είπε ότι «η ερώτηση του ενός εκατομμυρίου είναι εάν και για πόσο χρονικό διάστημα οι γερμανικές εταιρείες
και οι καταναλωτές θα αντέξουν απέναντι στις αναταράξεις της ευρωζώνης».
Πάντως μέχρι στιγμής η Γερμανία έχει αποδειχτεί πιο ανθεκτική στην κρίση σε σχέση με τους Ευρωπαίους εταίρους της. Ο οίκος αξιολόγησης Fitch ανανέωσε σήμερα την εμπιστοσύνη του προς τη χώρα διατηρώντας το αξιόχρεό της στο τριπλό Α —την καλύτερη δυνατή βαθμίδα— και χαρακτηρίζοντας «σταθερή» την προοπτική της οικονομίας της.
Αντιθέτως, η γαλλική οικονομία βαδίζει προς την ύφεση, σύμφωνα με την Τράπεζα της Γαλλίας που εκτιμά ότι το ΑΕΠ θα μειωθεί κατά 0,1% κατά το τρίτο τρίμηνο του έτους.
Συνολικά στην ευρωζώνη η ύφεση της ιδιωτικής δραστηριότητας συνεχίστηκε και τον Ιούνιο, γεγονός που περιορίζει τις ελπίδες για βελτίωση της κατάστασης κατά το τρίτο τρίμηνο.
Τον Ιούνιο η ανεργία έφτασε στο ποσοστό-ρεκόρ του 11,2% και αναμένεται ότι θα συνεχιστεί η ανοδική πορεία της.
Πηγή: ΑΜΠΕ
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 11 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
H-M
Δραστήριο μέλος
Ο H-M αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Επαγγέλεται Μηχανικός και μας γράφει απο Ραφήνα (Αττική). Έχει γράψει 682 μηνύματα.
10-07-12
13:42
Η κρίση ξεκίνησε με τη διάσωση της Γερμανίας απ' το Νότο
Στις αρχές της δεκαετίας του '00 η Γερμανία βρέθηκε αντιμέτωπη με το σπάσιμο της φούσκας τεχνολογίας και τηλεπικοινωνιών που οδήγησε στην παρ' ολίγο κατάρρευση εταιριών κολοσσών των δύο αυτών κλάδων, προκαλώντας ένα γενικότερο χρηματοοικονομικό πανικό που αντέστρεψε τη ροή των επενδυτικών κεφαλαίων και έσπρωξε τη χώρα στην ύφεση. Αντί τα κεφάλαια να βρίσκουν το δρόμο τους προς τις γερμανικές τράπεζες και τα γερμανικά περιουσιακά στοιχεία, αποδημούσαν, με τους επενδυτές να πουλούν οτιδήποτε γερμανικό και μεταξύ άλλων και τα γερμανικά τραπεζικά και κρατικά ομόλογα. Η ρευστότητα άρχισε να εξαντλείται και τα επιτόκια των γερμανικών ομολόγων πήραν την ανιούσα κάνοντας δυσκολότερη τη χρηματοδότηση της οικονομίας σε μία περίοδο που το κόστος από την απορρόφηση της ανατολικής Γερμανίας εξακολουθούσε να δημιουργεί πολύ αυξημένες ανάγκες.
Το επιτόκιο του 10ετούς ομολόγου της χώρας σκαρφάλωσε γοργά από το 3,6% στο 5,6%. Το ευρώ βρέθηκε σε ελεύθερη πτώση και έχασε περισσότερο από το 20% της αξίας του έναντι του δολαρίου προκαλώντας ερωτηματικά για την ίδια τη βιωσιμότητα του. Η Γερμανία δεχόταν επίθεση απ' τις αγορές και έβλεπε τα περιουσιακά της στοιχεία να υποτιμούνται, συμπεριλαμβανομένου και του νέου νομίσματος της. Η μόλυνση της απ' τον ιό της νομισματικής κρίσης ήταν γεγονός.
Η χρονική στιγμή που χτυπήθηκε η Γερμανία ήταν ιδιαίτερης σημασίας: ο βασικός της εμπορικός εταίρος, οι ΗΠΑ, κυλούσαν σε μία βαθιά ύφεση. Ο αναδυόμενος οικονομικός γίγαντας, η Κίνα, βρισκόταν ακόμη στα πρώιμα στάδια εισαγωγής προϊόντων του δυτικού πολιτισμού και δε μπορούσε να τραβήξει την γερμανική οικονομία έξω απ' την ύφεση. Η Ευρώπη, δεν είχε ακόμη ενιαίο νόμισμα και οι περισσότερες χώρες έβρισκαν ακριβά τα γερμανικά προϊόντα όταν τα μετέτρεπαν στο εθνικό τους νόμισμα. Ποιος, λοιπόν, θα μπορούσε να έρθει προς διάσωση της;
Προκειμένου να αντιμετωπίσει την κρίση της, η Γερμανία χρειαζόταν άμεσα στο ευρώ όσο το δυνατόν περισσότερες χώρες. Παραβλέποντας την πραγματική τους ικανότητα να προσχωρήσουν στην ΕΕ, υποδέχτηκε σε αυτήν ανέτοιμα για την Ένωση κράτη, όπως την Ελλάδα, την Ισπανία και την Πορτογαλία και στη συνέχεια χρησιμοποίησε την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) ως αντλία που τα φούσκωνε με φθηνό ρευστό ώστε με την πλεονάζουσα ρευστότητα τους να μπορούν να αγοράζουν τα ακριβά γερμανικά προϊόντα.
Μέσα στα πλαίσια αυτής της πολιτικής η ΕΚΤ μείωσε τα επιτόκια του ευρώ από το 5% στο 2%, διατηρώντας τα σε αυτά τα επίπεδα κόντρα στις μακροοικονομικές ανάγκες της ευρωζώνης για περισσότερο από δυόμιση χρόνια, μεταξύ του 2003 και 2006. Στα τέλη του 2005, όταν τα αμερικανικά και τα βρετανικά επιτόκια ξεπερνούσαν το 4% και τα αυστραλιανά το 5% τα ευρωπαϊκά εξακολουθούσαν να κυμαίνονται στο ιστορικό χαμηλό τους, 2%.
Το φθηνό χρήμα δημιούργησε φούσκες περιουσιακών στοιχείων στα κράτη του ευρωπαϊκού Νότου που είχαν μόλις υιοθετήσει το ευρώ, προκαλώντας αυξήσεις ρεκόρ στον κλάδο κατοικίας, στην καταναλωτική πίστωση, στις χρηματιστηριακές αγορές και αλλού.
Χωρίς να έχουν, πλέον, τον έλεγχο της νομισματικής τους πολιτικής, οι κυβερνήσεις του Νότου ήταν πολύ πιο δύσκολο πολιτικά να σταματήσουν την υπερβολική ανάπτυξη της ρευστότητας για να προστατεύσουν τις οικονομίες τους και πολύ πιο εύκολο να 'πουλήσουν' στους ψηφοφόρους τους ως πραγματική, την πλασματική ανάπτυξη που δημιουργούνταν. Η ενίσχυση του πληθωρισμού που αναπόφευκτα ακολούθησε, έκανε τις χώρες του Νότου λιγότερο ανταγωνιστικές. Ρίχνοντας το βάρος τους περισσότερο στην αντιστάθμιση των κοινωνικών συνεπειών του πληθωρισμού παρά στην αντιμετώπιση του, οι κυβερνήσεις του ευρωπαϊκού Νότου προέβησαν σε αυξήσεις μισθών και συντάξεων, που σε συνδυασμό με την παράταση της πολιτικής χαμηλών επιτοκίων της ΕΚΤ προκάλεσε περαιτέρω ενίσχυση των πληθωριστικών πιέσεων.
Από το 2002 που η Ελλάδα μπήκε στην ευρωζώνη μέχρι το 2007 που οι φούσκες στην αγορά κατοικίας, στο χρηματιστήριο, στην πίστωση και στην κατανάλωση είχαν φτάσει στα όρια τους, η ΕΚΤ διατήρησε το μέσο επιτόκιο του ευρώ κοντά στο 2,7%, ρίχνοντας κηροζίνη σε μια φωτιά που έμελλε να κάψει την ευρωπαϊκή περιφέρεια αρχίζοντας απ' την Ελλάδα.
Το 2005 ο διευθυντής οικονομικών της επενδυτικής εταιρίας Nomura σε συζήτηση του με ανώτατο αξιωματούχο της ΕΚΤ παρατήρησε πως ήταν άδικο να εξωθούνται οι χώρες της ΕΕ εν αγνοία τους στη διάσωση της - υπεύθυνης για την κρίση της - Γερμανίας, με το να φουσκώνονται εσκεμμένα οι οικονομίες τους μέσω μίας παρατεταμένης πολιτικής νομισματικής χαλάρωσης απ' την ΕΚΤ ώστε να αγοράζουν γερμανικά προϊόντα. Ο αξιωματούχος της ΕΚΤ του έδωσε την εξής απάντηση: 'αυτή είναι η έννοια ενός ενιαίου νομίσματος: επειδή η Γερμανία δε μπορεί κατ' εξαίρεση να υιοθετήσει ένα πακέτο τόνωσης η μόνη άλλη επιλογή είναι να σηκώσει όλη την Ένωση μέσω της νομισματικής πολιτικής'.
Οι τράπεζες δανείζονταν απ' την ΕΚΤ με σχεδόν μηδενικό κόστος και στη συνέχεια κυριολεκτικά κυνηγούσαν τους πολίτες να δανειστούν χρήματα προκειμένου να αγοράσουν σπίτια, αυτοκίνητα, άλλα προϊόντα που ειδάλλως είτε δε θα μπορούσαν είτε θα το σκέφτονταν πολύ πριν δανειστούν για να τα αποκτήσουν. Η ΕΚΤ ήταν σα να είχε προμηθεύσει κάθε πολίτη της ΕΕ με μία πιστωτική κάρτα παροτρύνοντας τον να τη χρησιμοποιήσει. Αυτό έκανε τους πολίτες των κρατών του Νότου να μάθουν να ζουν πέρα απ' τις πραγματικές τους δυνατότητες όσο η Γερμανία απολάμβανε ένα μέγα πακέτο διάσωσης της οικονομίας της. Η Siemens και άλλοι γερμανικοί κολοσσοί κατέγραφαν κέρδη ρεκόρ εξαιτίας του εμπορίου τους με το Νότο και αυτά αντικατροπτίζονταν στις τιμές των μετοχών τους στα μεγαλύτερα χρηματιστήρια του κόσμου, πολλαπλασιάζοντας τον πλούτο τους.
Ενδεικτικά των αποτελεσμάτων της πολιτικής χαμηλών επιτοκίων της ΕΚΤ στην Ελλάδα είναι τα στοιχεία για την αγορά κατοικίας και την αγορά αυτοκινήτου. Οι άδειες για την ανέγερση κατοικίας το 2006, πέντε χρόνια απ' την υιοθέτηση του ευρώ, ήταν κατά 800% περισσότερες απ' ότι το 2001, τελευταία χρονιά προ ευρώ. Οι πωλήσεις αυτοκινήτων πολλαπλασιάστηκαν. Τα 'φθηνά' ιαπωνικά, ιταλικά, γαλλικά και άλλα αυτοκίνητα που ο Νότος επέλεγε κατά κόρον στη δεκαετία του '90 ανταλλάχτηκαν με ακριβά και πολυτελή γερμανικά. Μία συγκριτική ανάλυση των πωλήσεων καινούργιων και μεταχειρισμένων αυτοκινήτων μεταξύ του 1998 - έτος καλπάζουσας ανόδου του χρηματιστηρίου Αθηνών με εκρηκτική άνοδο στις πωλήσεις αυτοκινήτων στην Ελλάδα αλλά προ της υιοθέτησης του ευρώ – και του 2007 - έτους όπου η φούσκα πίστωσης έφθανε στην κορύφωση της - είναι αποκαλυπτική:
το 1998 πουλήθηκαν 60% περισσότερα ιταλικά αυτοκίνητα απ' ότι το 2007
το 1998 οι πωλήσεις καινούργιων γερμανικών αυτοκινήτων πολυτελείας ανήλθαν στις 7 χιλ. - το 2007 ανήλθαν στις 23 χιλ, παρουσιάζοντας αύξηση μεγαλύτερη του 300%
το 1998 πουλήθηκαν συνολικά 30 χιλ, νέα γερμανικά αυτοκίνητα ενώ το 2007 πουλήθηκαν 80 χιλ.
το 1998 πουλήθηκαν 17.5 χιλ μεταχειρισμένα γερμανικά αυτοκίνητα πολυτελείας, ενώ το 2007 πουλήθηκαν 65 χιλ.
το 1998 πουλήθηκαν συνολικά 46 χιλ. μεταχειρισμένα γερμανικά αυτοκίνητα ενώ το 2007 144 χιλ.
το 1998 οι πωλήσεις μεταχειρισμένων αυτοκινήτων για τις πρώτες 20 μάρκες έφτασαν τις 197 χιλ. και το 2007 τις 500 χιλ.
Ακόμη πιο ενδεικτικό του τρόπου με τον οποίο το ευρώ λειτούργησε ως ένα πακέτο διάσωσης της γερμανικής οικονομίας απ' το Νότο, είναι το μέγεθος των εξαγωγών της Γερμανίας στην Ελλάδα, τα δέκα χρόνια που προηγήθηκαν της δημιουργίας του ευρώ και τα δέκα χρόνια που ακολούθησαν αυτής (στοιχεία: ΔΝΤ). Στην πρώτη περίοδο – προ ευρώ δεκαετία – η Γερμανία εξήγε στην Ελλάδα προϊόντα ύψους, περίπου, 35 δις δολαρίων. Στη δεύτερη περίοδο – μετά ευρώ δεκαετία – οι γερμανικές εξαγωγές στην Ελλάδα αυξήθηκαν στα 70 δις δολάρια, καταγράφοντας άνοδο της τάξης του 100%. Στα έτη 1997-1998 οι εισαγωγές γερμανικών προϊόντων είχαν ανέλθει στα 7,7 δις δολάρια. Δέκα χρόνια αργότερα, στα έτη 2007-2008 η Ελλάδα εισήγε γερμανικά προϊόντα ύψους, περίπου, 21,5 δις δολαρίων σε μία αύξηση κοντά στο 300%.
Οι αυξημένες εισαγωγές γερμανικών προϊόντων απ' την πολιτική φουσκώματος του Νότου ίσως να μη δημιουργούσε τόσο μεγάλο πρόβλημα αν η Γερμανία ανταπέδιδε τη χάρη αυξάνοντας τις εισαγωγές της απ' τους εταίρους της. Όμως έκανε το αντίθετο. Ενδεικτικά, οι εισαγωγές ελληνικών προϊόντων απ' τη Γερμανία το 1992 ήταν 2,2 δις δολάρια και το 2002, έτος υιοθέτησης του ευρώ ανήλθαν στο 1,7 δις δολάρια.
Μέσα σε λίγα χρόνια απ΄ την υιοθέτηση του ευρώ το εμπορικό πλεόνασμα της Γερμανίας ξεπέρασε αυτό της Ιαπωνίας και της Κίνας φέρνοντας τη στην πρώτη θέση στον κόσμο σε εξαγωγές χάρη στον ευρωπαϊκό Νότο και τα υπόλοιπα κράτη της ευρωζώνης, αφού σε αυτά στηρίχτηκε το μεγαλύτερο ποσοστό της ανάπτυξης των εξαγωγών της. Προκειμένου η ίδια να προφυλαχτεί από τη δημιουργία φουσκών στο 'σπίτι' της, έλαβε μέτρα μείωσης της ρευστότητας και ακολούθησε μία αντιπληθωριστική πολιτική η οποία όξυνε περισσότερο τις αποκλίσεις με τους εταίρους της κάνοντας το Νότο ακόμη λιγότερο ανταγωνιστικό.
Με τις γερμανικές τράπεζες γεμάτες, πια, με ρευστό αλλά χωρίς ευκαιρίες στη χώρα τους εξαιτίας της αντιπληθωριστικής πολιτικής που βάσει σχεδίου ακολουθούσε η Γερμανία, η νέα χρυσή επενδυτική ευκαιρία εντοπίστηκε στην αγορά ομολόγων των κρατών του ευρωπαϊκού Νότου, τα οποία ενώ θεωρούνταν μηδενικού ρίσκου εξακολουθούσαν να παρέχουν αξιόλογα επιτόκια. Τώρα ήταν οι ίδιες οι κυβερνήσεις του Νότου που μπορούσαν να δανειστούν με ολοένα χαμηλότερο κόστος και να χρηματοδοτήσουν τα ελλείμματα που στο μεταξύ δημιουργούνταν από την έκρηξη στην κατανάλωση.
Μέχρι το 2007 το σχέδιο διάσωσης της Γερμανίας είχε πετύχει: η χώρα είχε ξεπεράσει την ύφεση χωρίς να χρειαστεί να αυξήσει το χρέος και τα ελλείμματα της, είχε μετατραπεί σε πρώτη εξαγωγική δύναμη στον κόσμο έχοντας εκμεταλλευτεί την απογείωση της πίστωσης στην ευρωζώνη αλλά αποφεύγοντας, εντέχνως, τις συνέπειες για την ίδια και παράλληλα είχε αναστήσει τη χρηματοοικονομική της αγορά και είχε σώσει το τραπεζικό της σύστημα. Στο μεσοδιάστημα, όμως, είχε ζώσει το Νότο με ωρολογιακές οικονομικές βόμβες.
Ακολούθησε η αμερικανική κρίση, η οποία εξελίχτηκε σε ένα παγκόσμιο τσουνάμι. Οι ωρολογιακές βόμβες στην ευρωζώνη άρχισαν να πυροδοτούνται αλλά η βλάβη σε κάποιες απ' αυτές, όπως στην Ελλάδα, αποδεικνύονταν μικρότερη απ' την αναμενόμενη. Ο 'διεφθαρμένος', 'τεμπέλης' και 'σπάταλος' Έλληνας είχε την πρόνοια να αποταμιεύει τμήμα των χρημάτων του απ' τα χρόνια της πλασματικής ανάπτυξης με αποτέλεσμα οι καταθέσεις να αποτελούν μία ασπίδα στις όποιες χρηματοπιστωτικές πιέσεις, ενώ οι ελληνικές τράπεζες, είτε από έλλειψη τεχνογνωσίας είτε εξαιτίας μίας σύνεσης που αντανακλούσε το γενικότερο ελληνικό χρηματοοικονομικό συντηρητισμό, είχαν αποφύγει να επενδύσουν στα σύνθετα επενδυτικά στεγαστικά προϊόντα που κατέστρεφαν την αμερικανική αγορά κατοικίας και μόλυναν την ευρωζώνη. Ως αποτέλεσμα η ροή κεφαλαίων δεν αντιστράφηκε στην Ελλάδα, τα κεφάλαια παρέμειναν στη χώρα και το ελληνικό τραπεζικό σύστημα κρατήθηκε όρθιο και μετά το τσουνάμι, στηρίζοντας ταυτόχρονα και την πολύ εξαρτημένη, πλέον, απ' αυτό ελληνική οικονομία.
Το σκάσιμο της αμερικανικής φούσκας κατοικίας, η αμερικανική τραπεζική κρίση, η μετεξέλιξη της κρίσης σε διεθνή, η παγκόσμια και ιστορικών διαστάσεων οικονομική ύφεση, το διεθνές χρηματιστηριακό κραχ μετοχών και η εκτίναξη των τιμών πετρελαίου και τροφίμων σε ιστορικά υψηλά επίπεδα τιμών ήταν μερικά απ' αυτά με τα οποία είχε έρθει αντιμέτωπη η Ελλάδα μεταξύ 2006 και 2008 και κόντρα σε κάθε πρόβλεψη είχε αντέξει.
Η πτώχευση της Lehman Brothers το Σεπτέμβριο του 2008, όμως, μετέφερε την κρίση ρευστότητας σε ένα άλλο επίπεδο, κάνοντας τη χειρότερη απ' οτιδήποτε είχε δει η παγκόσμια οικονομία επί 80 χρόνια. Η Αμερικανική Κεντρική Τράπεζα παρείχε μυστικά δάνεια ύψους, σχεδόν, 10 τρις δολαρίων σε αμερικανικές και διεθνείς τράπεζες προκειμένου να αποτρέψει το απόλυτο χάος και μείωσε τα επιτόκια του δολαρίου σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, κοντά στο μηδέν. Οι ελληνικές τράπεζες, βέβαια, δεν έλαβαν κρυφά δάνεια απ' τις ΗΠΑ.
Αντί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να ακολουθήσει το παράδειγμα της Αμερικανικής μειώνοντας τα επιτόκια του ευρώ ανταποκρινόμενη στις πρωτοφανείς οικονομικές συνθήκες, προέβηκε σε αύξηση (!) τους κάνοντας την ήδη υπό εξαφάνιση ρευστότητα στην ευρωζώνη πανάκριβη και ακόμη πιο δύσκολο να αντληθεί. Στα τέλη του 2008 και ενώ τα επιτόκια του δολαρίου είχαν μειωθεί κοντά στο μηδέν, τα επιτόκια του ευρώ είχαν αυξηθεί πάνω απ' το 4% στο υψηλότερο επίπεδο ετών.
Ενώ στα χρόνια που η ρευστότητα ήταν πλεονάζουσα και προκαλούσε φούσκες και πληθωρισμό η ΕΚΤ διατηρούσε τα επιτόκια στο 2%, την ώρα της ιστορικής κρίσης που χρειαζόταν φθηνό χρήμα για να αποφευχθεί ο αντιπληθωρισμός και να αντιμετωπιστεί η ύφεση, η ΕΚΤ προχώρησε σε αύξηση των επιτοκίων προκαλώντας ένα ακόμη καταστροφικό χτύπημα στην ευρωζώνη και ειδικά στις χώρες του Νότου.
Πίσω από αυτήν τη φαινομενικά παράλογη και προφανώς καταστροφική νομισματική πολιτική της ΕΚΤ, κρυβόταν και πάλι τα συμφέροντα της Γερμανίας, η οποία είχε εμπλακεί σε έναν άνευ προηγουμένου νομισματικό πόλεμο με τις ΗΠΑ, προσπαθώντας να εκθρονίσει το δολάριο με το να αυξάνει τα επιτόκια του ευρώ προσελκύοντας έτσι κεφάλαια απ' όλο τον κόσμο στη Φρανκφούρτη, η οποία και διεκδικούσε, πλέον, με αξιώσεις απ' το Λονδίνο το ρόλο του νέου ευρωπαϊκού χρηματοοικονομικού κέντρου.
Η απάντηση των ΗΠΑ ήταν η κατακόρυφη άνοδος του δολαρίου και η επαναπροσέλκυση κεφαλαίων σ΄ αυτό, κάτι που προκάλεσε την κατάρρευση της αγοράς εμπορευμάτων. Καθώς οι επενδυτές έφευγαν απ' τα εμπορεύματα και αναζητούσαν ασφαλές καταφύγιο για τα κεφάλαια τους, άρχισαν να επιστρέφουν στις ΗΠΑ αποχωρώντας απ' την Ευρώπη, γεγονός που οδηγούσε στην πώληση περιουσιακών στοιχείων σε ευρώ και έτσι και τραπεζικών και κρατικών ομολόγων της ευρωπαϊκής περιφέρειας τα οποία και για πρώτη φορά απ' την υιοθέτηση του ενιαίου νομίσματος δοκιμάστηκαν σκληρά.
Στα τέλη του 2008 με αρχές 2009 τα CDS και τα επιτόκια των ελληνικών, ισπανικών, πορτογαλικών και ιταλικών ομολόγων μπήκαν σε ανοδική τροχιά αφού οι διεθνείς επενδυτές πουλούσαν κάθε τι συνδεδεμένο σε ευρώ εξαιτίας των πολιτικών επιλογών της Γερμανίας.
Ήταν εκείνη η χρονική στιγμή την οποία επέλεξε ο πρώην Πρωθυπουργός της χώρας, κ. Σημίτης, για να απευθυνθεί στην ελληνική Βουλή σχετικά με την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, αποφεύγοντας να βρει ευθύνες οπουδήποτε αλλού πέρα απ' την Ελλάδα και θέτοντας θέμα αποκλεισμού της απ' τις αγορές και προσφυγής της στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, σε μία ομιλία που αν δεν είχε αντιμετωπιστεί με ψυχραιμία από την τότε κυβέρνηση και αντιπολίτευση θα μπορούσε να έχει τινάξει τη χώρα στον αέρα ένα χρόνο νωρίτερα απ' ότι τελικά συνέβη.
Το πρόβλημα, ωστόσο, δεν ήταν ελληνικό αλλά πρωταρχικώς ευρωπαϊκό και έτσι οι χώρες της ΕΕ στράφηκαν για βοήθεια στην ΕΚΤ ζητώντας ένα πανευρωπαϊκό σχέδιο προστασίας των τραπεζών. Ο Γάλλος Πρόεδρος Σαρκοζί προώθησε αυτήν τη λύση αλλά η Γερμανίδα Καγκελάριος Μέρκελ ήταν κάθετα αντίθετη απορρίπτοντας την προστασία του τραπεζικού συστήματος από την ΕΚΤ και επιβάλλοντας τη στήριξη των τραπεζών με εθνικά κεφάλαια.
Ακόμη και μετά απ' αυτήν την καταστροφική απόφαση της Γερμανίας και ενώ η Ελλάδα αναγκάστηκε να στηρίξει τις τράπεζες της με κρατικές εγγυήσεις, κατάφερε να αποφύγει τα χειρότερα και να φτάσει στο Νοέμβριο του 2009 αποδυναμωμένη μεν αλλά έχοντας διατηρήσει την πιστοληπτική της βαθμολογία στο Α, έχοντας πετύχει να δανείζεται με επιτόκια κοντά στο ιστορικό χαμηλό της, έχοντας αποτρέψει την κατάρρευση της αγοράς κατοικίας, έχοντας προσελκύσει αρκετά διεθνή επενδυτικά κεφάλαια ώστε το χρηματιστήριο της να καταγράφει τη μεγαλύτερη άνοδο στον κόσμο σε ετήσια βάση, έχοντας έναν τραπεζικό κλάδο ισχυρό, και συνεχίζοντας συνεχίζει να εμπνέει εμπιστοσύνη στο εξωτερικό και το εσωτερικό της έτσι ώστε και να μπορεί να χρηματοδοτεί το χρέος της αλλά και να απολαμβάνει μεγάλες εισροές στις ελληνικές τράπεζες, μετρώντας αθροιστικά τις μεγαλύτερες καταθέσεις από ιδιώτες και επιχειρήσεις στην ιστορία της. Πράγματι, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα είχε προσελκύσει νέες καταθέσεις ύψους, περίπου, 22 δις ευρώ το 2007, οι οποίες ενισχύθηκαν κατά επιπλέον 30 δις ευρώ το 2008 ενώ ακόμη και στο 2009 οι ελληνικές τράπεζες είδαν τις καταθέσεις να αυξάνονται κατά 10 δις ευρώ.
Χρειάστηκαν, ωστόσο, μόλις μερικές εβδομάδες πανικού της κυβέρνησης Παπανδρέου για να αντιστραφεί αυτή η μακροπρόθεσμη τάση και να αρχίσει ένα καταστροφικό κύμα εκροής καταθέσεων. Μόνο τον Ιανουάριο του 2010 εγκατέλειψαν τις ελληνικές τράπεζες κεφάλαια ύψους 5 δις ευρώ, με το έτος να κλείνει με εκροές ύψους 29 δις ευρώ. Από το Δεκέμβριο του 2009 μέχρι τον Απρίλιο του 2012 οι ελληνικές τραπεζικές καταθέσεις είχαν μειωθεί από 238 δις ευρώ στα 166 δις ευρώ, καταγράφοντας πτώση κατά 43%. Περίπου το 85% των εκροών προήλθε από ιδιώτες αποτυπώνοντας τον πανικό που κατέβαλλε τους Έλληνες πολίτες.
Ακόμη χειρότερα, ο διεθνής πανικός μεταφράστηκε σε μαζικές πωλήσεις ελληνικών περιουσιακών στοιχείων, μεταξύ των οποίων και μετοχών, τραπεζικών και κρατικών ομολόγων, με τα κεφάλαια να μεταφέρονται απ' την Ελλάδα στη Γερμανία προς αναζήτηση ασφάλειας. Ιδιωτικός και κρατικός τομέας αποκλείστηκαν απ' τις αγορές κεφαλαίων και η χώρα δε μπορούσε πια να χρηματοδοτήσει το χρέος και τα ελλείμματα της.
Είχε έρθει η ώρα της Ελλάδας να χρειαστεί βοήθεια απ' τη Γερμανία. Η μεγαλύτερη οικονομική δύναμη της ΕΕ, όμως, είχε άλλα σχέδια καθώς είδε στην ελληνική και στην ευρωπαϊκή κρίση μια διπλή ευκαιρία:
α) να πετύχει την έξοδο της ίδιας απ΄ τη μεγαλύτερη ύφεση στην ιστορία της με το να μετατραπεί σε πόλο έλξης κεφαλαίων εξασφαλίζοντας ένα μέγα πακέτο τόνωσης βασιζόμενο στην αστείρευτη ρευστότητα και στο χαμηλό κόστος κρατικού δανεισμού της
β) να προωθήσει τη δημιουργία των Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης κάτω απ' την ηγεμονία της, σχέδιο που είχε εκπονηθεί αλλά είχε μείνει στάσιμο απ' τα τέλη της δεκαετίας του '80 και το οποίο αποτυπώνεται με μεγάλη σαφήνεια στα απόρρητα έγγραφα εκείνης της περιόδου που αποχαρακτηρίστηκαν μόλις προσφάτως.
Σήμερα, περισσότερο από δυόμιση χρόνια απ' το ξέσπασμα της ελληνικής κρίσης, η Γερμανία έχει προχωρήσει πολύ στην υλοποίηση των δύο αυτών στόχων. Όσον αφορά στον πρώτο, η οικονομία της αναπτύχθηκε με τους μεγαλύτερους ρυθμούς απ' την επανένωση της χώρας, καταγράφοντας παράλληλα μία σειρά θετικών ρεκόρ δεκαετιών. Καταλυτικό ρόλο σε αυτό έπαιξε το πακέτο τόνωσης που απόλαυσε η Γερμανία από τη μεταφορά κεφαλαίων απ' το Νότο στις τράπεζες της αλλά και από τη μετατροπή της σε καταφύγιο κεφαλαίων απ' όλο τον κόσμο, γεγονός που τη βοήθησε να δανείζεται με ιστορικά χαμηλά επιτόκια. Η μελέτη της ροής τραπεζικών καταθέσεων μεταξύ των κρατών του Νότου και της Γερμανίας αποκαλύπτει τη δημιουργία μίας αρνητικής συσχέτισης που ξεπέρασε το 0,8. Δηλαδή περίπου στο 80% των περιπτώσεων οι εκροές απ' το Νότο κατέληξαν σε εισροές στη Γερμανία (στοιχεία: Budensbank). .
Το ισοζύγιο στο Target 2, το Μάιο του 2012, έδειξε πλεόνασμα ύψους 660 δις ευρώ για τη Γερμανία, 146 δις ευρώ για την Ολλανδία και 45 δις ευρώ για τη Φινλανδία. Οι χώρες αυτές απολαμβάνουν χάρη στην κρίση πακέτα τόνωσης που αντιστοιχούν στο 23-25% του ΑΕΠ τους. Την ίδια στιγμή το αντίστοιχο έλλειμμα για τις χώρες του Νότου αντιστοιχεί στο 20-60% του ΑΕΠ τους (20% για Ιταλία, 23% για Ισπανία, 60% για Ιρλανδία, 50% για Ελλάδα).
Όσον αφορά στο δεύτερο στόχο της, η Γερμανία αναδείχτηκε ως ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης της ΕΕ, θέτοντας και επιβάλλοντας τους κανόνες της και προχωρώντας στην εμβάθυνση της ευρωζώνης με μεγαλύτερα βήματα από ποτέ. Η παράδοση εθνικής κυριαρχίας σε ευρωπαϊκά και υπό γερμανικό έλεγχο ιδρύματα είναι η νέα τάση που μετατρέπει τη Γερμανία σε ευρωπαϊκή αυτοκρατορία, χάρη στην ελληνική και την ευρωπαϊκή κρίση.
Αυτό που δεν έγινε ποτέ αντιληπτό απ' τις ελληνικές κυβερνήσεις, είναι ότι όπως κάθε άλλη ηγέτιδα δύναμη μίας νομισματικής ένωσης, η Γερμανία δε θα κάνει ποτέ τίποτε που να εξυπηρετεί το γενικό ευρωπαϊκό συμφέρον αν δεν εξυπηρετείται πρωτίστως το δικό της. Η εταιρική αλληλεγγύη ισχύει μόνο από τον πιο αδύναμο προς τον πιο δυνατό. Η Γερμανία θα αντιμετωπίζει πάντα τις πιο αδύναμες οικονομικά χώρες με αλαζονεία και θα επιδιώκει να ισχυροποιείται εις βάρος τους αφού αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να διατηρήσει τον ηγετικό της ρόλο. Δε χρειάζεται να κοιτάξει κανείς πολύ μακριά για να καταλάβει πώς λειτουργεί μία κυρίαρχος δύναμη σε ένα νομισματικό σύστημα και αρκεί να δει τις ΗΠΑ, που με το δολάριο εκμεταλλεύτηκαν ολόκληρο τον κόσμο από το 1945 και μετά.
Δεν είναι τυχαίο πως ήταν η Γερμανία που ηγήθηκε της αλλαγής του προηγούμενου νομισματικού συστήματος στις αρχές της δεκαετίας του '70, οργανώνοντας έναν κατά το ήμισυ επιτυχή νομισματικό πόλεμο εναντίον του δολαρίου, στην προσπάθεια της, τότε, να βάλει τέλος στην αμερικανική νομισματική κυριαρχία καθώς ήταν η ίδια που βρισκόταν στη θέση του αποδέκτη των συνεπειών του τρόπου λειτουργίας των ΗΠΑ μέσα στα πλαίσια της.
Ούτε είναι συμπτωματικό που απέτυχαν και οι τρεις προσπάθειας δημιουργίας μίας ευρωπαϊκής νομισματικής ένωσης με επίκεντρο το γερμανικό μάρκο, αφού η Γερμανία δρούσε πάντα με τον ίδιο τρόπο, εκμεταλλευόμενη τους εταίρους της τόσο σε καιρούς ηρεμίας, ώστε να προωθεί τη δική της ανάπτυξη όσο και περιόδους κρίσης, πιέζοντας για περισσότερο έλεγχο, δημοσιονομική και πολιτική ενοποίηση.
Τελικά, βέβαια, δεν έχει τόσο σημασία τί κάνουν οι άλλοι και αν αυτό μας βλάπτει ή μας βοηθά αλλά το τί κάνουμε εμείς για να αμυνθούμε ή να βοηθήσουμε τον εαυτό μας. Και κοιτώντας πίσω στο χρόνο θα διαπιστώσουμε εύκολα μερικά απ' τα δραματικά λάθη των τελευταίων κυβερνήσεων που πέρασαν απ' την Ελλάδα.
Η κυβέρνηση Σημίτη έκανε πολιτική της σημαία την είσοδο της Ελλάδας στο ευρώ αποτυγχάνοντας να προετοιμάσει τη χώρα σωστά γι' αυτό το ιστορικό γεγονός και αφήνοντας την, εν γνώση της και προκειμένου να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα της, εκτεθειμένη σε εξαιρετικά μεγάλους κινδύνους. Οι ευθύνες του κ. Σημίτη γι' αυτό είναι διαχρονικές και βαρύτατες.
Η κυβέρνηση Καραμανλή δεν έκανε αυτά που έπρεπε για να προστατέψει τη χώρα απ' τις αρνητικές συνέπειες της εισόδου της στην ευρωζώνη. Με ατολμία και χωρίς αίσθηση της ιστορικής του ευθύνης ο κ. Καραμανλής απόλαυσε πολιτικά τα θετικά της υιοθέτησης του ευρώ, αποτυγχάνοντας να εκμοντερνίσει και να ενδυναμώσει τη χώρα ώστε να αντιμετωπίσει τους δαίμονες του παρελθόντος και τις προκλήσεις του παρόντος και του μέλλοντος.
Η κυβέρνηση Παπανδρέου πανικοβλήθηκε και πανικόβαλε έναν ολόκληρο κόσμο για το άγνωστο ( δημοσιονομικό έλλειμμα, λειτουργώντας ως μεγεθυντής και πολλαπλασιαστής των προβλημάτων της οικονομίας και οδηγώντας, ουσιαστικά, τη χώρα στην πτώχευση απ' το Νοέμβριο του 2009 εφόσον ήταν δεδομένο πως η Γερμανία δεν υπήρχε περίπτωση να αναλάβει τις δικές της ευθύνες. Μελετώντας κανείς οικονομική ιστορία είναι μάλλον απίθανο να βρει πολλά αντίστοιχα παραδείγματα που ένας άνθρωπος πανικόβαλε τόσους πολλούς. Οι ηγέτες δεν πανικοβάλλονται και το κυριότερο δεν πανικοβάλλουν τους υπόλοιπους γύρω τους, πόσο μάλλον έναν ολόκληρο πλανήτη. Εκτός και αν ο κ. Παπανδρέου γνώριζε πως η ανθρωπότητα απειλούνταν με εξαφάνιση και ότι μόνο αυτός μπορούσε να την προστατέψει, δεν είχε κανένα πολιτικό έρεισμα και καμία νομιμοποίηση να θυσιάσει την Ελλάδα. Οτιδήποτε ακολούθησε του 'Πανικού Παπανδρέου', ήταν η συνέχεια μίας προδιαγεγραμμένης τραγωδίας.
Οι χώρες είναι υπεύθυνες για τις επιλογές και τα λάθη τους και η Ελλάδα έχει πολλά και διαφορετικής βαρύτητας δικά της λάθη να κατανοήσει, να αναγνωρίσει και να διορθώσει. Αλλά με το να αποδέχεται ευθύνες που δεν της ανήκουν, να αυτοδυσφημίζεται διεθνώς και το κυριότερο να αδυνατεί να αντιληφθεί και να αναδείξει τις ευθύνες και το ρόλο άλλων σε ιστορικής σημασίας γεγονότα και καταστάσεις, διαπράττει ένα αυτοκτονικό λάθος.
Σε τελική ανάλυση κάθε κράτος πρέπει να έχει τους δικούς του μακροπρόθεσμους, εθνικούς και υπερκομματικούς στόχους. Η Ελλάδα πρέπει να αναγνωρίσει και να κατανοήσει αυτούς των υπόλοιπων κρατών που την επηρεάζουν άμεσα και έμμεσα και επιτέλους να προσδιορίσει και να επιδιώξει τους δικούς της. Αν κάνει η ίδια αυτό που πρέπει θα μπορεί και να βοηθά τον εαυτό της και να προστατεύεται από εξωτερικούς κινδύνους αλλά και να νομιμοποιείται να αποδίδει ευθύνες στα κράτη που λειτουργούν με τρόπο βλαπτικό για το σύνολο. Και η Γερμανία, τουλάχιστον στα πλαίσια της ευρωζώνης, είναι σίγουρα ένα από αυτά.
Πάνος Παναγιώτου
Χρηματιστηριακός Τεχνικός Αναλυτής
Στις αρχές της δεκαετίας του '00 η Γερμανία βρέθηκε αντιμέτωπη με το σπάσιμο της φούσκας τεχνολογίας και τηλεπικοινωνιών που οδήγησε στην παρ' ολίγο κατάρρευση εταιριών κολοσσών των δύο αυτών κλάδων, προκαλώντας ένα γενικότερο χρηματοοικονομικό πανικό που αντέστρεψε τη ροή των επενδυτικών κεφαλαίων και έσπρωξε τη χώρα στην ύφεση. Αντί τα κεφάλαια να βρίσκουν το δρόμο τους προς τις γερμανικές τράπεζες και τα γερμανικά περιουσιακά στοιχεία, αποδημούσαν, με τους επενδυτές να πουλούν οτιδήποτε γερμανικό και μεταξύ άλλων και τα γερμανικά τραπεζικά και κρατικά ομόλογα. Η ρευστότητα άρχισε να εξαντλείται και τα επιτόκια των γερμανικών ομολόγων πήραν την ανιούσα κάνοντας δυσκολότερη τη χρηματοδότηση της οικονομίας σε μία περίοδο που το κόστος από την απορρόφηση της ανατολικής Γερμανίας εξακολουθούσε να δημιουργεί πολύ αυξημένες ανάγκες.
Το επιτόκιο του 10ετούς ομολόγου της χώρας σκαρφάλωσε γοργά από το 3,6% στο 5,6%. Το ευρώ βρέθηκε σε ελεύθερη πτώση και έχασε περισσότερο από το 20% της αξίας του έναντι του δολαρίου προκαλώντας ερωτηματικά για την ίδια τη βιωσιμότητα του. Η Γερμανία δεχόταν επίθεση απ' τις αγορές και έβλεπε τα περιουσιακά της στοιχεία να υποτιμούνται, συμπεριλαμβανομένου και του νέου νομίσματος της. Η μόλυνση της απ' τον ιό της νομισματικής κρίσης ήταν γεγονός.
Η χρονική στιγμή που χτυπήθηκε η Γερμανία ήταν ιδιαίτερης σημασίας: ο βασικός της εμπορικός εταίρος, οι ΗΠΑ, κυλούσαν σε μία βαθιά ύφεση. Ο αναδυόμενος οικονομικός γίγαντας, η Κίνα, βρισκόταν ακόμη στα πρώιμα στάδια εισαγωγής προϊόντων του δυτικού πολιτισμού και δε μπορούσε να τραβήξει την γερμανική οικονομία έξω απ' την ύφεση. Η Ευρώπη, δεν είχε ακόμη ενιαίο νόμισμα και οι περισσότερες χώρες έβρισκαν ακριβά τα γερμανικά προϊόντα όταν τα μετέτρεπαν στο εθνικό τους νόμισμα. Ποιος, λοιπόν, θα μπορούσε να έρθει προς διάσωση της;
Προκειμένου να αντιμετωπίσει την κρίση της, η Γερμανία χρειαζόταν άμεσα στο ευρώ όσο το δυνατόν περισσότερες χώρες. Παραβλέποντας την πραγματική τους ικανότητα να προσχωρήσουν στην ΕΕ, υποδέχτηκε σε αυτήν ανέτοιμα για την Ένωση κράτη, όπως την Ελλάδα, την Ισπανία και την Πορτογαλία και στη συνέχεια χρησιμοποίησε την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) ως αντλία που τα φούσκωνε με φθηνό ρευστό ώστε με την πλεονάζουσα ρευστότητα τους να μπορούν να αγοράζουν τα ακριβά γερμανικά προϊόντα.
Μέσα στα πλαίσια αυτής της πολιτικής η ΕΚΤ μείωσε τα επιτόκια του ευρώ από το 5% στο 2%, διατηρώντας τα σε αυτά τα επίπεδα κόντρα στις μακροοικονομικές ανάγκες της ευρωζώνης για περισσότερο από δυόμιση χρόνια, μεταξύ του 2003 και 2006. Στα τέλη του 2005, όταν τα αμερικανικά και τα βρετανικά επιτόκια ξεπερνούσαν το 4% και τα αυστραλιανά το 5% τα ευρωπαϊκά εξακολουθούσαν να κυμαίνονται στο ιστορικό χαμηλό τους, 2%.
Το φθηνό χρήμα δημιούργησε φούσκες περιουσιακών στοιχείων στα κράτη του ευρωπαϊκού Νότου που είχαν μόλις υιοθετήσει το ευρώ, προκαλώντας αυξήσεις ρεκόρ στον κλάδο κατοικίας, στην καταναλωτική πίστωση, στις χρηματιστηριακές αγορές και αλλού.
Χωρίς να έχουν, πλέον, τον έλεγχο της νομισματικής τους πολιτικής, οι κυβερνήσεις του Νότου ήταν πολύ πιο δύσκολο πολιτικά να σταματήσουν την υπερβολική ανάπτυξη της ρευστότητας για να προστατεύσουν τις οικονομίες τους και πολύ πιο εύκολο να 'πουλήσουν' στους ψηφοφόρους τους ως πραγματική, την πλασματική ανάπτυξη που δημιουργούνταν. Η ενίσχυση του πληθωρισμού που αναπόφευκτα ακολούθησε, έκανε τις χώρες του Νότου λιγότερο ανταγωνιστικές. Ρίχνοντας το βάρος τους περισσότερο στην αντιστάθμιση των κοινωνικών συνεπειών του πληθωρισμού παρά στην αντιμετώπιση του, οι κυβερνήσεις του ευρωπαϊκού Νότου προέβησαν σε αυξήσεις μισθών και συντάξεων, που σε συνδυασμό με την παράταση της πολιτικής χαμηλών επιτοκίων της ΕΚΤ προκάλεσε περαιτέρω ενίσχυση των πληθωριστικών πιέσεων.
Από το 2002 που η Ελλάδα μπήκε στην ευρωζώνη μέχρι το 2007 που οι φούσκες στην αγορά κατοικίας, στο χρηματιστήριο, στην πίστωση και στην κατανάλωση είχαν φτάσει στα όρια τους, η ΕΚΤ διατήρησε το μέσο επιτόκιο του ευρώ κοντά στο 2,7%, ρίχνοντας κηροζίνη σε μια φωτιά που έμελλε να κάψει την ευρωπαϊκή περιφέρεια αρχίζοντας απ' την Ελλάδα.
Το 2005 ο διευθυντής οικονομικών της επενδυτικής εταιρίας Nomura σε συζήτηση του με ανώτατο αξιωματούχο της ΕΚΤ παρατήρησε πως ήταν άδικο να εξωθούνται οι χώρες της ΕΕ εν αγνοία τους στη διάσωση της - υπεύθυνης για την κρίση της - Γερμανίας, με το να φουσκώνονται εσκεμμένα οι οικονομίες τους μέσω μίας παρατεταμένης πολιτικής νομισματικής χαλάρωσης απ' την ΕΚΤ ώστε να αγοράζουν γερμανικά προϊόντα. Ο αξιωματούχος της ΕΚΤ του έδωσε την εξής απάντηση: 'αυτή είναι η έννοια ενός ενιαίου νομίσματος: επειδή η Γερμανία δε μπορεί κατ' εξαίρεση να υιοθετήσει ένα πακέτο τόνωσης η μόνη άλλη επιλογή είναι να σηκώσει όλη την Ένωση μέσω της νομισματικής πολιτικής'.
Οι τράπεζες δανείζονταν απ' την ΕΚΤ με σχεδόν μηδενικό κόστος και στη συνέχεια κυριολεκτικά κυνηγούσαν τους πολίτες να δανειστούν χρήματα προκειμένου να αγοράσουν σπίτια, αυτοκίνητα, άλλα προϊόντα που ειδάλλως είτε δε θα μπορούσαν είτε θα το σκέφτονταν πολύ πριν δανειστούν για να τα αποκτήσουν. Η ΕΚΤ ήταν σα να είχε προμηθεύσει κάθε πολίτη της ΕΕ με μία πιστωτική κάρτα παροτρύνοντας τον να τη χρησιμοποιήσει. Αυτό έκανε τους πολίτες των κρατών του Νότου να μάθουν να ζουν πέρα απ' τις πραγματικές τους δυνατότητες όσο η Γερμανία απολάμβανε ένα μέγα πακέτο διάσωσης της οικονομίας της. Η Siemens και άλλοι γερμανικοί κολοσσοί κατέγραφαν κέρδη ρεκόρ εξαιτίας του εμπορίου τους με το Νότο και αυτά αντικατροπτίζονταν στις τιμές των μετοχών τους στα μεγαλύτερα χρηματιστήρια του κόσμου, πολλαπλασιάζοντας τον πλούτο τους.
Ενδεικτικά των αποτελεσμάτων της πολιτικής χαμηλών επιτοκίων της ΕΚΤ στην Ελλάδα είναι τα στοιχεία για την αγορά κατοικίας και την αγορά αυτοκινήτου. Οι άδειες για την ανέγερση κατοικίας το 2006, πέντε χρόνια απ' την υιοθέτηση του ευρώ, ήταν κατά 800% περισσότερες απ' ότι το 2001, τελευταία χρονιά προ ευρώ. Οι πωλήσεις αυτοκινήτων πολλαπλασιάστηκαν. Τα 'φθηνά' ιαπωνικά, ιταλικά, γαλλικά και άλλα αυτοκίνητα που ο Νότος επέλεγε κατά κόρον στη δεκαετία του '90 ανταλλάχτηκαν με ακριβά και πολυτελή γερμανικά. Μία συγκριτική ανάλυση των πωλήσεων καινούργιων και μεταχειρισμένων αυτοκινήτων μεταξύ του 1998 - έτος καλπάζουσας ανόδου του χρηματιστηρίου Αθηνών με εκρηκτική άνοδο στις πωλήσεις αυτοκινήτων στην Ελλάδα αλλά προ της υιοθέτησης του ευρώ – και του 2007 - έτους όπου η φούσκα πίστωσης έφθανε στην κορύφωση της - είναι αποκαλυπτική:
το 1998 πουλήθηκαν 60% περισσότερα ιταλικά αυτοκίνητα απ' ότι το 2007
το 1998 οι πωλήσεις καινούργιων γερμανικών αυτοκινήτων πολυτελείας ανήλθαν στις 7 χιλ. - το 2007 ανήλθαν στις 23 χιλ, παρουσιάζοντας αύξηση μεγαλύτερη του 300%
το 1998 πουλήθηκαν συνολικά 30 χιλ, νέα γερμανικά αυτοκίνητα ενώ το 2007 πουλήθηκαν 80 χιλ.
το 1998 πουλήθηκαν 17.5 χιλ μεταχειρισμένα γερμανικά αυτοκίνητα πολυτελείας, ενώ το 2007 πουλήθηκαν 65 χιλ.
το 1998 πουλήθηκαν συνολικά 46 χιλ. μεταχειρισμένα γερμανικά αυτοκίνητα ενώ το 2007 144 χιλ.
το 1998 οι πωλήσεις μεταχειρισμένων αυτοκινήτων για τις πρώτες 20 μάρκες έφτασαν τις 197 χιλ. και το 2007 τις 500 χιλ.
Ακόμη πιο ενδεικτικό του τρόπου με τον οποίο το ευρώ λειτούργησε ως ένα πακέτο διάσωσης της γερμανικής οικονομίας απ' το Νότο, είναι το μέγεθος των εξαγωγών της Γερμανίας στην Ελλάδα, τα δέκα χρόνια που προηγήθηκαν της δημιουργίας του ευρώ και τα δέκα χρόνια που ακολούθησαν αυτής (στοιχεία: ΔΝΤ). Στην πρώτη περίοδο – προ ευρώ δεκαετία – η Γερμανία εξήγε στην Ελλάδα προϊόντα ύψους, περίπου, 35 δις δολαρίων. Στη δεύτερη περίοδο – μετά ευρώ δεκαετία – οι γερμανικές εξαγωγές στην Ελλάδα αυξήθηκαν στα 70 δις δολάρια, καταγράφοντας άνοδο της τάξης του 100%. Στα έτη 1997-1998 οι εισαγωγές γερμανικών προϊόντων είχαν ανέλθει στα 7,7 δις δολάρια. Δέκα χρόνια αργότερα, στα έτη 2007-2008 η Ελλάδα εισήγε γερμανικά προϊόντα ύψους, περίπου, 21,5 δις δολαρίων σε μία αύξηση κοντά στο 300%.
Οι αυξημένες εισαγωγές γερμανικών προϊόντων απ' την πολιτική φουσκώματος του Νότου ίσως να μη δημιουργούσε τόσο μεγάλο πρόβλημα αν η Γερμανία ανταπέδιδε τη χάρη αυξάνοντας τις εισαγωγές της απ' τους εταίρους της. Όμως έκανε το αντίθετο. Ενδεικτικά, οι εισαγωγές ελληνικών προϊόντων απ' τη Γερμανία το 1992 ήταν 2,2 δις δολάρια και το 2002, έτος υιοθέτησης του ευρώ ανήλθαν στο 1,7 δις δολάρια.
Μέσα σε λίγα χρόνια απ΄ την υιοθέτηση του ευρώ το εμπορικό πλεόνασμα της Γερμανίας ξεπέρασε αυτό της Ιαπωνίας και της Κίνας φέρνοντας τη στην πρώτη θέση στον κόσμο σε εξαγωγές χάρη στον ευρωπαϊκό Νότο και τα υπόλοιπα κράτη της ευρωζώνης, αφού σε αυτά στηρίχτηκε το μεγαλύτερο ποσοστό της ανάπτυξης των εξαγωγών της. Προκειμένου η ίδια να προφυλαχτεί από τη δημιουργία φουσκών στο 'σπίτι' της, έλαβε μέτρα μείωσης της ρευστότητας και ακολούθησε μία αντιπληθωριστική πολιτική η οποία όξυνε περισσότερο τις αποκλίσεις με τους εταίρους της κάνοντας το Νότο ακόμη λιγότερο ανταγωνιστικό.
Με τις γερμανικές τράπεζες γεμάτες, πια, με ρευστό αλλά χωρίς ευκαιρίες στη χώρα τους εξαιτίας της αντιπληθωριστικής πολιτικής που βάσει σχεδίου ακολουθούσε η Γερμανία, η νέα χρυσή επενδυτική ευκαιρία εντοπίστηκε στην αγορά ομολόγων των κρατών του ευρωπαϊκού Νότου, τα οποία ενώ θεωρούνταν μηδενικού ρίσκου εξακολουθούσαν να παρέχουν αξιόλογα επιτόκια. Τώρα ήταν οι ίδιες οι κυβερνήσεις του Νότου που μπορούσαν να δανειστούν με ολοένα χαμηλότερο κόστος και να χρηματοδοτήσουν τα ελλείμματα που στο μεταξύ δημιουργούνταν από την έκρηξη στην κατανάλωση.
Μέχρι το 2007 το σχέδιο διάσωσης της Γερμανίας είχε πετύχει: η χώρα είχε ξεπεράσει την ύφεση χωρίς να χρειαστεί να αυξήσει το χρέος και τα ελλείμματα της, είχε μετατραπεί σε πρώτη εξαγωγική δύναμη στον κόσμο έχοντας εκμεταλλευτεί την απογείωση της πίστωσης στην ευρωζώνη αλλά αποφεύγοντας, εντέχνως, τις συνέπειες για την ίδια και παράλληλα είχε αναστήσει τη χρηματοοικονομική της αγορά και είχε σώσει το τραπεζικό της σύστημα. Στο μεσοδιάστημα, όμως, είχε ζώσει το Νότο με ωρολογιακές οικονομικές βόμβες.
Ακολούθησε η αμερικανική κρίση, η οποία εξελίχτηκε σε ένα παγκόσμιο τσουνάμι. Οι ωρολογιακές βόμβες στην ευρωζώνη άρχισαν να πυροδοτούνται αλλά η βλάβη σε κάποιες απ' αυτές, όπως στην Ελλάδα, αποδεικνύονταν μικρότερη απ' την αναμενόμενη. Ο 'διεφθαρμένος', 'τεμπέλης' και 'σπάταλος' Έλληνας είχε την πρόνοια να αποταμιεύει τμήμα των χρημάτων του απ' τα χρόνια της πλασματικής ανάπτυξης με αποτέλεσμα οι καταθέσεις να αποτελούν μία ασπίδα στις όποιες χρηματοπιστωτικές πιέσεις, ενώ οι ελληνικές τράπεζες, είτε από έλλειψη τεχνογνωσίας είτε εξαιτίας μίας σύνεσης που αντανακλούσε το γενικότερο ελληνικό χρηματοοικονομικό συντηρητισμό, είχαν αποφύγει να επενδύσουν στα σύνθετα επενδυτικά στεγαστικά προϊόντα που κατέστρεφαν την αμερικανική αγορά κατοικίας και μόλυναν την ευρωζώνη. Ως αποτέλεσμα η ροή κεφαλαίων δεν αντιστράφηκε στην Ελλάδα, τα κεφάλαια παρέμειναν στη χώρα και το ελληνικό τραπεζικό σύστημα κρατήθηκε όρθιο και μετά το τσουνάμι, στηρίζοντας ταυτόχρονα και την πολύ εξαρτημένη, πλέον, απ' αυτό ελληνική οικονομία.
Το σκάσιμο της αμερικανικής φούσκας κατοικίας, η αμερικανική τραπεζική κρίση, η μετεξέλιξη της κρίσης σε διεθνή, η παγκόσμια και ιστορικών διαστάσεων οικονομική ύφεση, το διεθνές χρηματιστηριακό κραχ μετοχών και η εκτίναξη των τιμών πετρελαίου και τροφίμων σε ιστορικά υψηλά επίπεδα τιμών ήταν μερικά απ' αυτά με τα οποία είχε έρθει αντιμέτωπη η Ελλάδα μεταξύ 2006 και 2008 και κόντρα σε κάθε πρόβλεψη είχε αντέξει.
Η πτώχευση της Lehman Brothers το Σεπτέμβριο του 2008, όμως, μετέφερε την κρίση ρευστότητας σε ένα άλλο επίπεδο, κάνοντας τη χειρότερη απ' οτιδήποτε είχε δει η παγκόσμια οικονομία επί 80 χρόνια. Η Αμερικανική Κεντρική Τράπεζα παρείχε μυστικά δάνεια ύψους, σχεδόν, 10 τρις δολαρίων σε αμερικανικές και διεθνείς τράπεζες προκειμένου να αποτρέψει το απόλυτο χάος και μείωσε τα επιτόκια του δολαρίου σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, κοντά στο μηδέν. Οι ελληνικές τράπεζες, βέβαια, δεν έλαβαν κρυφά δάνεια απ' τις ΗΠΑ.
Αντί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να ακολουθήσει το παράδειγμα της Αμερικανικής μειώνοντας τα επιτόκια του ευρώ ανταποκρινόμενη στις πρωτοφανείς οικονομικές συνθήκες, προέβηκε σε αύξηση (!) τους κάνοντας την ήδη υπό εξαφάνιση ρευστότητα στην ευρωζώνη πανάκριβη και ακόμη πιο δύσκολο να αντληθεί. Στα τέλη του 2008 και ενώ τα επιτόκια του δολαρίου είχαν μειωθεί κοντά στο μηδέν, τα επιτόκια του ευρώ είχαν αυξηθεί πάνω απ' το 4% στο υψηλότερο επίπεδο ετών.
Ενώ στα χρόνια που η ρευστότητα ήταν πλεονάζουσα και προκαλούσε φούσκες και πληθωρισμό η ΕΚΤ διατηρούσε τα επιτόκια στο 2%, την ώρα της ιστορικής κρίσης που χρειαζόταν φθηνό χρήμα για να αποφευχθεί ο αντιπληθωρισμός και να αντιμετωπιστεί η ύφεση, η ΕΚΤ προχώρησε σε αύξηση των επιτοκίων προκαλώντας ένα ακόμη καταστροφικό χτύπημα στην ευρωζώνη και ειδικά στις χώρες του Νότου.
Πίσω από αυτήν τη φαινομενικά παράλογη και προφανώς καταστροφική νομισματική πολιτική της ΕΚΤ, κρυβόταν και πάλι τα συμφέροντα της Γερμανίας, η οποία είχε εμπλακεί σε έναν άνευ προηγουμένου νομισματικό πόλεμο με τις ΗΠΑ, προσπαθώντας να εκθρονίσει το δολάριο με το να αυξάνει τα επιτόκια του ευρώ προσελκύοντας έτσι κεφάλαια απ' όλο τον κόσμο στη Φρανκφούρτη, η οποία και διεκδικούσε, πλέον, με αξιώσεις απ' το Λονδίνο το ρόλο του νέου ευρωπαϊκού χρηματοοικονομικού κέντρου.
Η απάντηση των ΗΠΑ ήταν η κατακόρυφη άνοδος του δολαρίου και η επαναπροσέλκυση κεφαλαίων σ΄ αυτό, κάτι που προκάλεσε την κατάρρευση της αγοράς εμπορευμάτων. Καθώς οι επενδυτές έφευγαν απ' τα εμπορεύματα και αναζητούσαν ασφαλές καταφύγιο για τα κεφάλαια τους, άρχισαν να επιστρέφουν στις ΗΠΑ αποχωρώντας απ' την Ευρώπη, γεγονός που οδηγούσε στην πώληση περιουσιακών στοιχείων σε ευρώ και έτσι και τραπεζικών και κρατικών ομολόγων της ευρωπαϊκής περιφέρειας τα οποία και για πρώτη φορά απ' την υιοθέτηση του ενιαίου νομίσματος δοκιμάστηκαν σκληρά.
Στα τέλη του 2008 με αρχές 2009 τα CDS και τα επιτόκια των ελληνικών, ισπανικών, πορτογαλικών και ιταλικών ομολόγων μπήκαν σε ανοδική τροχιά αφού οι διεθνείς επενδυτές πουλούσαν κάθε τι συνδεδεμένο σε ευρώ εξαιτίας των πολιτικών επιλογών της Γερμανίας.
Ήταν εκείνη η χρονική στιγμή την οποία επέλεξε ο πρώην Πρωθυπουργός της χώρας, κ. Σημίτης, για να απευθυνθεί στην ελληνική Βουλή σχετικά με την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, αποφεύγοντας να βρει ευθύνες οπουδήποτε αλλού πέρα απ' την Ελλάδα και θέτοντας θέμα αποκλεισμού της απ' τις αγορές και προσφυγής της στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, σε μία ομιλία που αν δεν είχε αντιμετωπιστεί με ψυχραιμία από την τότε κυβέρνηση και αντιπολίτευση θα μπορούσε να έχει τινάξει τη χώρα στον αέρα ένα χρόνο νωρίτερα απ' ότι τελικά συνέβη.
Το πρόβλημα, ωστόσο, δεν ήταν ελληνικό αλλά πρωταρχικώς ευρωπαϊκό και έτσι οι χώρες της ΕΕ στράφηκαν για βοήθεια στην ΕΚΤ ζητώντας ένα πανευρωπαϊκό σχέδιο προστασίας των τραπεζών. Ο Γάλλος Πρόεδρος Σαρκοζί προώθησε αυτήν τη λύση αλλά η Γερμανίδα Καγκελάριος Μέρκελ ήταν κάθετα αντίθετη απορρίπτοντας την προστασία του τραπεζικού συστήματος από την ΕΚΤ και επιβάλλοντας τη στήριξη των τραπεζών με εθνικά κεφάλαια.
Ακόμη και μετά απ' αυτήν την καταστροφική απόφαση της Γερμανίας και ενώ η Ελλάδα αναγκάστηκε να στηρίξει τις τράπεζες της με κρατικές εγγυήσεις, κατάφερε να αποφύγει τα χειρότερα και να φτάσει στο Νοέμβριο του 2009 αποδυναμωμένη μεν αλλά έχοντας διατηρήσει την πιστοληπτική της βαθμολογία στο Α, έχοντας πετύχει να δανείζεται με επιτόκια κοντά στο ιστορικό χαμηλό της, έχοντας αποτρέψει την κατάρρευση της αγοράς κατοικίας, έχοντας προσελκύσει αρκετά διεθνή επενδυτικά κεφάλαια ώστε το χρηματιστήριο της να καταγράφει τη μεγαλύτερη άνοδο στον κόσμο σε ετήσια βάση, έχοντας έναν τραπεζικό κλάδο ισχυρό, και συνεχίζοντας συνεχίζει να εμπνέει εμπιστοσύνη στο εξωτερικό και το εσωτερικό της έτσι ώστε και να μπορεί να χρηματοδοτεί το χρέος της αλλά και να απολαμβάνει μεγάλες εισροές στις ελληνικές τράπεζες, μετρώντας αθροιστικά τις μεγαλύτερες καταθέσεις από ιδιώτες και επιχειρήσεις στην ιστορία της. Πράγματι, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα είχε προσελκύσει νέες καταθέσεις ύψους, περίπου, 22 δις ευρώ το 2007, οι οποίες ενισχύθηκαν κατά επιπλέον 30 δις ευρώ το 2008 ενώ ακόμη και στο 2009 οι ελληνικές τράπεζες είδαν τις καταθέσεις να αυξάνονται κατά 10 δις ευρώ.
Χρειάστηκαν, ωστόσο, μόλις μερικές εβδομάδες πανικού της κυβέρνησης Παπανδρέου για να αντιστραφεί αυτή η μακροπρόθεσμη τάση και να αρχίσει ένα καταστροφικό κύμα εκροής καταθέσεων. Μόνο τον Ιανουάριο του 2010 εγκατέλειψαν τις ελληνικές τράπεζες κεφάλαια ύψους 5 δις ευρώ, με το έτος να κλείνει με εκροές ύψους 29 δις ευρώ. Από το Δεκέμβριο του 2009 μέχρι τον Απρίλιο του 2012 οι ελληνικές τραπεζικές καταθέσεις είχαν μειωθεί από 238 δις ευρώ στα 166 δις ευρώ, καταγράφοντας πτώση κατά 43%. Περίπου το 85% των εκροών προήλθε από ιδιώτες αποτυπώνοντας τον πανικό που κατέβαλλε τους Έλληνες πολίτες.
Ακόμη χειρότερα, ο διεθνής πανικός μεταφράστηκε σε μαζικές πωλήσεις ελληνικών περιουσιακών στοιχείων, μεταξύ των οποίων και μετοχών, τραπεζικών και κρατικών ομολόγων, με τα κεφάλαια να μεταφέρονται απ' την Ελλάδα στη Γερμανία προς αναζήτηση ασφάλειας. Ιδιωτικός και κρατικός τομέας αποκλείστηκαν απ' τις αγορές κεφαλαίων και η χώρα δε μπορούσε πια να χρηματοδοτήσει το χρέος και τα ελλείμματα της.
Είχε έρθει η ώρα της Ελλάδας να χρειαστεί βοήθεια απ' τη Γερμανία. Η μεγαλύτερη οικονομική δύναμη της ΕΕ, όμως, είχε άλλα σχέδια καθώς είδε στην ελληνική και στην ευρωπαϊκή κρίση μια διπλή ευκαιρία:
α) να πετύχει την έξοδο της ίδιας απ΄ τη μεγαλύτερη ύφεση στην ιστορία της με το να μετατραπεί σε πόλο έλξης κεφαλαίων εξασφαλίζοντας ένα μέγα πακέτο τόνωσης βασιζόμενο στην αστείρευτη ρευστότητα και στο χαμηλό κόστος κρατικού δανεισμού της
β) να προωθήσει τη δημιουργία των Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης κάτω απ' την ηγεμονία της, σχέδιο που είχε εκπονηθεί αλλά είχε μείνει στάσιμο απ' τα τέλη της δεκαετίας του '80 και το οποίο αποτυπώνεται με μεγάλη σαφήνεια στα απόρρητα έγγραφα εκείνης της περιόδου που αποχαρακτηρίστηκαν μόλις προσφάτως.
Σήμερα, περισσότερο από δυόμιση χρόνια απ' το ξέσπασμα της ελληνικής κρίσης, η Γερμανία έχει προχωρήσει πολύ στην υλοποίηση των δύο αυτών στόχων. Όσον αφορά στον πρώτο, η οικονομία της αναπτύχθηκε με τους μεγαλύτερους ρυθμούς απ' την επανένωση της χώρας, καταγράφοντας παράλληλα μία σειρά θετικών ρεκόρ δεκαετιών. Καταλυτικό ρόλο σε αυτό έπαιξε το πακέτο τόνωσης που απόλαυσε η Γερμανία από τη μεταφορά κεφαλαίων απ' το Νότο στις τράπεζες της αλλά και από τη μετατροπή της σε καταφύγιο κεφαλαίων απ' όλο τον κόσμο, γεγονός που τη βοήθησε να δανείζεται με ιστορικά χαμηλά επιτόκια. Η μελέτη της ροής τραπεζικών καταθέσεων μεταξύ των κρατών του Νότου και της Γερμανίας αποκαλύπτει τη δημιουργία μίας αρνητικής συσχέτισης που ξεπέρασε το 0,8. Δηλαδή περίπου στο 80% των περιπτώσεων οι εκροές απ' το Νότο κατέληξαν σε εισροές στη Γερμανία (στοιχεία: Budensbank). .
Το ισοζύγιο στο Target 2, το Μάιο του 2012, έδειξε πλεόνασμα ύψους 660 δις ευρώ για τη Γερμανία, 146 δις ευρώ για την Ολλανδία και 45 δις ευρώ για τη Φινλανδία. Οι χώρες αυτές απολαμβάνουν χάρη στην κρίση πακέτα τόνωσης που αντιστοιχούν στο 23-25% του ΑΕΠ τους. Την ίδια στιγμή το αντίστοιχο έλλειμμα για τις χώρες του Νότου αντιστοιχεί στο 20-60% του ΑΕΠ τους (20% για Ιταλία, 23% για Ισπανία, 60% για Ιρλανδία, 50% για Ελλάδα).
Όσον αφορά στο δεύτερο στόχο της, η Γερμανία αναδείχτηκε ως ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης της ΕΕ, θέτοντας και επιβάλλοντας τους κανόνες της και προχωρώντας στην εμβάθυνση της ευρωζώνης με μεγαλύτερα βήματα από ποτέ. Η παράδοση εθνικής κυριαρχίας σε ευρωπαϊκά και υπό γερμανικό έλεγχο ιδρύματα είναι η νέα τάση που μετατρέπει τη Γερμανία σε ευρωπαϊκή αυτοκρατορία, χάρη στην ελληνική και την ευρωπαϊκή κρίση.
Αυτό που δεν έγινε ποτέ αντιληπτό απ' τις ελληνικές κυβερνήσεις, είναι ότι όπως κάθε άλλη ηγέτιδα δύναμη μίας νομισματικής ένωσης, η Γερμανία δε θα κάνει ποτέ τίποτε που να εξυπηρετεί το γενικό ευρωπαϊκό συμφέρον αν δεν εξυπηρετείται πρωτίστως το δικό της. Η εταιρική αλληλεγγύη ισχύει μόνο από τον πιο αδύναμο προς τον πιο δυνατό. Η Γερμανία θα αντιμετωπίζει πάντα τις πιο αδύναμες οικονομικά χώρες με αλαζονεία και θα επιδιώκει να ισχυροποιείται εις βάρος τους αφού αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να διατηρήσει τον ηγετικό της ρόλο. Δε χρειάζεται να κοιτάξει κανείς πολύ μακριά για να καταλάβει πώς λειτουργεί μία κυρίαρχος δύναμη σε ένα νομισματικό σύστημα και αρκεί να δει τις ΗΠΑ, που με το δολάριο εκμεταλλεύτηκαν ολόκληρο τον κόσμο από το 1945 και μετά.
Δεν είναι τυχαίο πως ήταν η Γερμανία που ηγήθηκε της αλλαγής του προηγούμενου νομισματικού συστήματος στις αρχές της δεκαετίας του '70, οργανώνοντας έναν κατά το ήμισυ επιτυχή νομισματικό πόλεμο εναντίον του δολαρίου, στην προσπάθεια της, τότε, να βάλει τέλος στην αμερικανική νομισματική κυριαρχία καθώς ήταν η ίδια που βρισκόταν στη θέση του αποδέκτη των συνεπειών του τρόπου λειτουργίας των ΗΠΑ μέσα στα πλαίσια της.
Ούτε είναι συμπτωματικό που απέτυχαν και οι τρεις προσπάθειας δημιουργίας μίας ευρωπαϊκής νομισματικής ένωσης με επίκεντρο το γερμανικό μάρκο, αφού η Γερμανία δρούσε πάντα με τον ίδιο τρόπο, εκμεταλλευόμενη τους εταίρους της τόσο σε καιρούς ηρεμίας, ώστε να προωθεί τη δική της ανάπτυξη όσο και περιόδους κρίσης, πιέζοντας για περισσότερο έλεγχο, δημοσιονομική και πολιτική ενοποίηση.
Τελικά, βέβαια, δεν έχει τόσο σημασία τί κάνουν οι άλλοι και αν αυτό μας βλάπτει ή μας βοηθά αλλά το τί κάνουμε εμείς για να αμυνθούμε ή να βοηθήσουμε τον εαυτό μας. Και κοιτώντας πίσω στο χρόνο θα διαπιστώσουμε εύκολα μερικά απ' τα δραματικά λάθη των τελευταίων κυβερνήσεων που πέρασαν απ' την Ελλάδα.
Η κυβέρνηση Σημίτη έκανε πολιτική της σημαία την είσοδο της Ελλάδας στο ευρώ αποτυγχάνοντας να προετοιμάσει τη χώρα σωστά γι' αυτό το ιστορικό γεγονός και αφήνοντας την, εν γνώση της και προκειμένου να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα της, εκτεθειμένη σε εξαιρετικά μεγάλους κινδύνους. Οι ευθύνες του κ. Σημίτη γι' αυτό είναι διαχρονικές και βαρύτατες.
Η κυβέρνηση Καραμανλή δεν έκανε αυτά που έπρεπε για να προστατέψει τη χώρα απ' τις αρνητικές συνέπειες της εισόδου της στην ευρωζώνη. Με ατολμία και χωρίς αίσθηση της ιστορικής του ευθύνης ο κ. Καραμανλής απόλαυσε πολιτικά τα θετικά της υιοθέτησης του ευρώ, αποτυγχάνοντας να εκμοντερνίσει και να ενδυναμώσει τη χώρα ώστε να αντιμετωπίσει τους δαίμονες του παρελθόντος και τις προκλήσεις του παρόντος και του μέλλοντος.
Η κυβέρνηση Παπανδρέου πανικοβλήθηκε και πανικόβαλε έναν ολόκληρο κόσμο για το άγνωστο ( δημοσιονομικό έλλειμμα, λειτουργώντας ως μεγεθυντής και πολλαπλασιαστής των προβλημάτων της οικονομίας και οδηγώντας, ουσιαστικά, τη χώρα στην πτώχευση απ' το Νοέμβριο του 2009 εφόσον ήταν δεδομένο πως η Γερμανία δεν υπήρχε περίπτωση να αναλάβει τις δικές της ευθύνες. Μελετώντας κανείς οικονομική ιστορία είναι μάλλον απίθανο να βρει πολλά αντίστοιχα παραδείγματα που ένας άνθρωπος πανικόβαλε τόσους πολλούς. Οι ηγέτες δεν πανικοβάλλονται και το κυριότερο δεν πανικοβάλλουν τους υπόλοιπους γύρω τους, πόσο μάλλον έναν ολόκληρο πλανήτη. Εκτός και αν ο κ. Παπανδρέου γνώριζε πως η ανθρωπότητα απειλούνταν με εξαφάνιση και ότι μόνο αυτός μπορούσε να την προστατέψει, δεν είχε κανένα πολιτικό έρεισμα και καμία νομιμοποίηση να θυσιάσει την Ελλάδα. Οτιδήποτε ακολούθησε του 'Πανικού Παπανδρέου', ήταν η συνέχεια μίας προδιαγεγραμμένης τραγωδίας.
Οι χώρες είναι υπεύθυνες για τις επιλογές και τα λάθη τους και η Ελλάδα έχει πολλά και διαφορετικής βαρύτητας δικά της λάθη να κατανοήσει, να αναγνωρίσει και να διορθώσει. Αλλά με το να αποδέχεται ευθύνες που δεν της ανήκουν, να αυτοδυσφημίζεται διεθνώς και το κυριότερο να αδυνατεί να αντιληφθεί και να αναδείξει τις ευθύνες και το ρόλο άλλων σε ιστορικής σημασίας γεγονότα και καταστάσεις, διαπράττει ένα αυτοκτονικό λάθος.
Σε τελική ανάλυση κάθε κράτος πρέπει να έχει τους δικούς του μακροπρόθεσμους, εθνικούς και υπερκομματικούς στόχους. Η Ελλάδα πρέπει να αναγνωρίσει και να κατανοήσει αυτούς των υπόλοιπων κρατών που την επηρεάζουν άμεσα και έμμεσα και επιτέλους να προσδιορίσει και να επιδιώξει τους δικούς της. Αν κάνει η ίδια αυτό που πρέπει θα μπορεί και να βοηθά τον εαυτό της και να προστατεύεται από εξωτερικούς κινδύνους αλλά και να νομιμοποιείται να αποδίδει ευθύνες στα κράτη που λειτουργούν με τρόπο βλαπτικό για το σύνολο. Και η Γερμανία, τουλάχιστον στα πλαίσια της ευρωζώνης, είναι σίγουρα ένα από αυτά.
Πάνος Παναγιώτου
Χρηματιστηριακός Τεχνικός Αναλυτής
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 11 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
H-M
Δραστήριο μέλος
Ο H-M αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Επαγγέλεται Μηχανικός και μας γράφει απο Ραφήνα (Αττική). Έχει γράψει 682 μηνύματα.
02-07-12
19:09
Αν βασιστεί κανείς στις γερμανικές δηλώσεις τις τελευταία δύο εβδομάδες, ίσως καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το ευρώ είναι χαμένο από χέρι. Μιλώντας ενώπιον του Κοινοβουλίου, η καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ απέρριψε σε γενικές γραμμές τις ‘αντιπαραγωγικές’ προτάσεις για τη συγκέντρωση ευρωπαϊκών πόρων για τη βοήθεια των κρατών της Μεσογείου που δοκιμάζονται. «Η ισχύς της Γερμανίας δεν είναι απεριόριστη,» τόνισε.
Οι Γερμανοί ψηφοφόροι είναι ακόμη πιο επιφυλακτικοί από τους ηγέτες τους όσον αφορά τη χρηματοδότηση των «οκνηρών» και «απείθαρχων» εταίρων τους. Αν και οι περισσότερες δημοσκοπήσεις δείχνουν ακόμα ότι οι πολίτες θέλουν να διατηρήσουν το ενιαίο νόμισμα, σχεδόν τα τέσσερα πέμπτα δηλώνουν ότι η Ελλάδα θέλουν να φύγει - αγνοώντας την ενδεχόμενη αλυσιδωτή αντίδραση της ελληνικής αποχώρησης με θύματα την Πορτογαλία, την Ισπανία και ακόμη και την Ιταλία.
Ωστόσο, θα ήταν λάθος να αποχαιρετήσουμε το ευρώ από τώρα. Παρόλα τα nein του Βερολίνου,και την απόριψη κάθε σοβαρής πρότασης για την αντιμετώπιση των δεινών, η γερμανική κυβέρνηση γνωρίζει ότι πρέπει τελικά να υποχωρήσει και να ανοίξει το πορτοφόλι της για να σώσει το ενιαίο νόμισμα.
Το Τείχος εχθρότητας του Βερολίνου κατά των διασώσεων της νότιας Ευρώπης είναι στο επίκεντρο αυτή την εβδομάδα, καθώς οι Ευρωπαίοι ηγέτες προσπαθούν και πάλι να εκπονήσουν ένα σχέδιο για την αντιμετώπιση της κρίσης χρέους. Θα συζητήσουν το αίτημα της Ελλάδας για ελάφρυνση των όρων που συνοδεύουν το πακέτο διάσωσης, καθώς και προτάσεις για τη δημιουργία μιας τραπεζικής ένωσης όπως και το αίτημα της Ισπανίας για 125 δισ. δολάρια για να καλύψει τις αφερέγγυες πλέον τράπεζες της.
Το Βερολίνο θα μακρυγορήσει όσο μπορεί, πριν προσφέρει βοήθεια, όπως συνηθίζει καθόλη τη διάρκεια της κρίσης. Θα απαιτήσει επίσης ποικίλα ανταλλάγματα. Την περασμένη εβδομάδα, ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, προειδοποίησε την Ελλάδα να μην περιμένει πολύ κατανόηση και απαίτησε η Αθήνα συμμορφωθεί με τα μέτρα λιτότητας «γρήγορα και χωρίς καθυστέρηση.»
Αλλά η κα Μέρκελ γνωρίζει ότι η Γερμανία πρέπει να εγγυηθεί τελικά τη διάσωση του ευρώ, λίγο πολύ ανεξάρτητα από το αν ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις της. Υπάρχουν τρεις λόγοι. Πρώτον, το ευρώ έκανε πολύ καλό στη Γερμανία. Δεύτερον, το κόστος διάσωσης είναι πιθανό να είναι πολύ χαμηλότερο από ό τι πιστεύουν οι περισσότεροι Γερμανοί. Τρίτον, και ίσως το πιο σημαντικό, το κόστος διαμελισμού του ευρώ θα ήταν ανυπολόγιστα μεγάλο για τη Γερμανία - πολύ περισσότερο από αυτό της διατήρησης του νομίσματος.
Ας πάρουμε τους λόγους με τη σειρά. Η Γερμανία βιώνει μια αρκετά καλή ‘περίοδο κρίσης’ μέχρι στιγμής. Από το 2009, όταν έπεσε σε βαθιά ύφεση, έχει αναπτυχθεί γρηγορότερα και υπέστησε μικρότερη ανεργία από σχεδόν οποιαδήποτε άλλη βιομηχανική χώρα. Οι μισθοί αυξάνονται. Και οι εξαγωγές ανέκαμψαν σημαντικά από την κρίση ξεπερνώντας τα υψηλά επίπεδα του 2008.
Η Γερμανία οφείλει ένα μεγάλο μέρος της επιτυχίας της στο ευρώ - που έδεσε την υπερ-ανταγωνιστική παραγωγή της με τις μέτριες οικονομίες των γειτόνων της. Από την έλευση του ενιαίου νομίσματος, το εργατικό κόστος στη Γερμανία μειώθηκε περισσότερο από 15 τοις εκατό από το μέσο κόστος εργασίας όλων των χωρών που υιοθέτησαν το ευρώ, και περίπου 25 τοις εκατό έναντι των προβληματικών χωρών της περιφέρειας. Αν άλλαζε η χώρα το ευρώ για ένα νέο γερμανικό μάρκο, η συναλλαγματική ισοτιμία θα εκτιναζόταν στα ύψη για να αντισταθμίσει τη διαφορά, ενδεχομένως αποδυναμώνοντας τις εξαγωγές της, οι οποίες τροφοδοτούν την οικονομική της ανάπτυξη κατά την τελευταία δεκαετία.
Τι γίνεται όμως με το κόστος της διάσωσης; Γερμανοί οικονομολόγοι υποστηρίζουν ότι η Γερμανία έχει ήδη σπαταλήσει τεράστια ποσά για την επιβίωση του ευρώ, κάνοντας το καθήκον της με το παραπάνω. Ο Hans-Werner Sinn, ο οποίος ηγείται του Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών Ifo στο Μόναχο, υποστήριξε σε ένα άρθρο του στους The New York Times ότι η Γερμανία είχε δώσει στην Ελλάδα μέχρι σήμερα το ισοδύναμο 29 σχεδίων Μάρσαλ που χορηγήθηκαν στη Δυτική Γερμανία μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η ανάλυσή του παραλείπει να τονίσει, ωστόσο, ότι η χρηματική ενίσχυση ήταν μόνο ένα μικρό μέρος της βοήθειας του σχεδίου Μάρσαλ στη Γερμανία. Το πιο σημαντικό, ήταν ότι απόσβεσε το μεγαλύτερο μέρος του χρέους της Γερμανίας.
Ενώ η Γερμανία έχει δεσμεύσει μερικές εκατοντάδες δισ. ευρώ για να σώσει το νόμισμα, αν η διάσωση είναι επιτυχής, θα τα ανακτήσει όλα. Και εύκολα μπορεί να κάνει περισσότερα. Ο William R. Cline, οικονομολόγος του Peterson Institute for International Economics, δήλωσε ότι η κάλυψη του συνόλου των χρηματοδοτικών αναγκών της Ελλάδας, της Ιρλανδίας, της Πορτογαλίας, της Ισπανίας και της Ιταλίας μέχρι το 2015 θα κοστίσει περίπου $ 1,6 τρισ.
Αν το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο συνεισφέρει το ένα τρίτο, η Γερμανία και άλλες πλούσιες χώρες της ζώνης του ευρώ θα πρέπει να βάλουν τα υπόλοιπα. Αλλά ακόμα και αν το μερίδιο της Γερμανίας έφτανε τα 500 δισ. δολάρια, δεν θα έχανε τα χρήματα της. Ο στόχος της διάσωσης εξάλλου θα ήταν να απετραπούν οι στάσεις πληρωμών. Η Γερμανία θα μπορούσε ακόμα και κέρδος να αποκομίσει.
Οι περισσότεροι οικονομολόγοι και ιθύνοντες εκτός Γερμανίας συμφωνούν ότι η διατήρηση του κοινού νόμισματος της Ευρώπης μακροπρόθεσμα θα απαιτήσει ένα μόνιμο μηχανισμό για την αμοιβαιοποίηση του κινδύνου – τη μεταφορά πόρων από τον ισχυρό πυρήνα της ζώνης του ευρώ σε ασθενέστερα μέλη της. Η Γερμανία, όπως ήταν αναμενόμενο, έχει εμπόδισει αυτή την προοπτική, λόγω υπερβολικού κόστους. Ωστόσο οι γερμανικές εκτιμήσεις φαίνονται υπερβολικές.
Ένας τρόπος να γίνει κάτι τέτοιο θα ήταν να επιτραπεί σε χώρες να εκδώσουν «ομόλογα σε ευρώ» τα οποία θα εγγυόνταν από κοινού όλες οι χώρες της ζώνης του ευρώ και, επομένως, θα φέρουν ένα πολύ χαμηλότερο επιτόκιο από ότι οι αγορές χρεώνουν τώρα την Ιταλία και την Ισπανία.
Ο Kai Carstensen του Ινστιτούτου Ifo εκτιμά ότι τα ευρωομόλογα θα καταλήξουν να αυξήσουν το ετήσιο κόστος δανεισμού της Γερμανίας κατά 1,9 τοις εκατό του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος της χώρας - πάνω από 60 δις. δολάρια - λόγω υψηλότερων επιτοκίων έναντι των γερμανικών ομολόγων σήμερα.
Αλλά μια παρούσα ανάλυση των επιτοκίων που καταβάλλονται από χώρες διαφορετικών αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 δείχνει ένα πολύ χαμηλότερο τίμημα: το κόστος δανεισμού των τριπλών-Α χωρών όπως η Γερμανία και η Γαλλία θα αυξηθεί κατά 0,35 τοις εκατό του ΑΕΠ ανά έτος. Και τα οφέλη θα υπερτερούν σαφώς των δαπανών. Η Πορτογαλία, για παράδειγμα, θα εξοικονομούσε 1,9 τοις εκατό του ΑΕΠ της σε χαμηλότερο κόστος δανεισμού, δίνοντας της μια απαραίτητη ανάσα.
Αντί να ξοδεύει τόσο πολύ προσπάθεια συζητώντας το κόστος διάσωσης, η Γερμανία θα μπορούσε να ξεκινήσει ένα δημόσιο διάλογο σχετικά με το κόστος κατάρρευσης του ευρώ. Αυτό πιθανό να είναι πολύ λιγότερο διαχειρίσιμο.
Αν το πακέτο για τις ισπανικές τράπεζες είχε συμφωνηθεί, η Γερμανία θα είχε συμβάλει από το 2010 περισσότερα από 100 δις. δολάρια για την διάσωση της Ελλάδας, της Ιρλανδίας, της Πορτογαλίας και της Ισπανίας. Στη Bundesbank οφείλουν άλλες κεντρικές τράπεζες στη ζώνη του ευρώ σχεδόν 900 δις. δολάρια. Και οι τράπεζες της κρατούν ακόμα εκατοντάδες δισεκατομμύρια σε δάνεια προς τράπεζες σε χώρες της περιφέρειας. Είναι δύσκολο να πούμε τι θα συμβεί σε αυτό το χρέος, εάν το ευρώ επρόκειτο να διασπαστεί και οι αδύναμες χώρες χρεοκοπήσουν. Αλλά οι πιθανότητες είναι ότι μάλλον τα δάνεια αυτά δε θα εξυπηρετηθούν.
Η γερμανική κυβέρνηση φέρεται να εκτίμησε ότι η γερμανική οικονομία θα συρρικνωθεί 10 τοις εκατό, εάν το ευρώ διασπαστεί, ποσοστό διπλάσιο δηλαδή της ύφεσης του 2009, κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης.
Έπειτα, υπάρχουν, και τα πιο δύσκολα μετρήσιμα στρατηγικά κόστη. Ήδη, σχολιαστές στην Ευρώπη καλούν τη Γαλλία, την Ισπανία και την Ιταλία να απομονώσουν το Βερολίνο, προσφέροντας ένα είδος τελεσίγραφου στη Γερμανία από αυτά που εκείνη συνήθως ανακοινώνει στους φτωχότερους γείτονές της: να αποδεχθεί ένα κοινό ευρωπαϊκό σχέδιο διάσωσης ή να αφήσει τη ζώνη του ευρώ.
Υπό το πρίσμα του κόστους και του οφέλους, είναι παράξενο γιατί η Γερμανία είναι τόσο ανένδοτη. Δεν έχει αποκλείσει μόνο τα ευρωομόλογα. Αντιτίθεται στην προοπτική η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να γίνει ένας δανειστής έσχατης ανάγκης για προβληματικές τράπεζες. Κλήσεις για αυξήσεις των γερμανικών μισθών σε ρυθμούς που να ταιριάζουν με την αύξηση της γερμανικής παραγωγικότητας, επιτρέποντας στις χώρες της περιφέρειας να κλείσουν το χάσμα με το γερμανικό κόστος εργασίας, θεωρούνται στο Βερολίνο ως παράλογη προσπάθεια να περιοριστεί η γερμανική ανταγωνιστικότητα.
Ο οικονομολόγος του Χάρβαρντ Jeffrey Frankel, ο οποίος ήταν Πρόεδρος του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων του Μπιλ Κλίντον κατά την εισαγωγή του ευρώ πάνω από μια δεκαετία νωρίτερα, τόνισε ότι οι δύσπιστοι Γερμανοί ψηφοφόροι συμφώνησαν να απαρνηθούν το γερμανικό μάρκο μόνο αφού οι πολιτικοί τους ηγέτες τους διαβεβαίωσαν ότι ποτέ δεν θα ήταν ανάγκη να διασώσουν μια άλλη χώρα. «Αποδεικνύεται ότι οι Γερμανοί φορολογούμενοι είχαν δίκιο και οι πολιτικοί ηγέτες τους λάθος», είπε ο κ. Frankel.
Η ολιγωρία της Καγκελάριου Μέρκελ, οι απίστευτα σκληροί όροι που συνοδεύουν τα αναποτελεσματικά πακέτα διάσωσης και οι γερμανικές απαιτήσεις για εποπτεία των Βρυξελλών κατά τη σύνταξη των προϋπολογισμών των αδύναμων χωρών μπορεί να νοηθεί ως μια προσπάθεια να πεισθούν οι Γερμανοί ψηφοφόροι ότι η νομισματική ένωση θα μπορούσε να ξαναγραφεί με γερμανικούς όρους. «Η Μέρκελ θα προσπαθήσει να εξασφαλίσει ανταλλάγματα », σημείωσε ο Barry Eichengreen, οικονομολόγος στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Μπέρκλεϊ. «Θα το καταφέρει καθυστερώντας, ζητώντας εκ των προτέρων δράσεις, και ελπίζοντας ότι η άλλη πλευρά θα κάνει την πρώτη κίνηση.»
Αλλά με δεδομένο το διακύβευμα, είναι δύσκολο να μην συμπεράνουμε ότι η Γερμανία θα πληρώσει τελικά ό,τι χρειάζεται. Δεν είναι τόσο δύσκολη απόφαση. Από τη μια πλευρά, υπάρχουν διαχειρίσιμα κόστη και σαφή οφέλη. Από την άλλη, υπάρχει η πιθανότητα για ολοκληρωτική καταστροφή.
newsbank.gr
Οι Γερμανοί ψηφοφόροι είναι ακόμη πιο επιφυλακτικοί από τους ηγέτες τους όσον αφορά τη χρηματοδότηση των «οκνηρών» και «απείθαρχων» εταίρων τους. Αν και οι περισσότερες δημοσκοπήσεις δείχνουν ακόμα ότι οι πολίτες θέλουν να διατηρήσουν το ενιαίο νόμισμα, σχεδόν τα τέσσερα πέμπτα δηλώνουν ότι η Ελλάδα θέλουν να φύγει - αγνοώντας την ενδεχόμενη αλυσιδωτή αντίδραση της ελληνικής αποχώρησης με θύματα την Πορτογαλία, την Ισπανία και ακόμη και την Ιταλία.
Ωστόσο, θα ήταν λάθος να αποχαιρετήσουμε το ευρώ από τώρα. Παρόλα τα nein του Βερολίνου,και την απόριψη κάθε σοβαρής πρότασης για την αντιμετώπιση των δεινών, η γερμανική κυβέρνηση γνωρίζει ότι πρέπει τελικά να υποχωρήσει και να ανοίξει το πορτοφόλι της για να σώσει το ενιαίο νόμισμα.
Το Τείχος εχθρότητας του Βερολίνου κατά των διασώσεων της νότιας Ευρώπης είναι στο επίκεντρο αυτή την εβδομάδα, καθώς οι Ευρωπαίοι ηγέτες προσπαθούν και πάλι να εκπονήσουν ένα σχέδιο για την αντιμετώπιση της κρίσης χρέους. Θα συζητήσουν το αίτημα της Ελλάδας για ελάφρυνση των όρων που συνοδεύουν το πακέτο διάσωσης, καθώς και προτάσεις για τη δημιουργία μιας τραπεζικής ένωσης όπως και το αίτημα της Ισπανίας για 125 δισ. δολάρια για να καλύψει τις αφερέγγυες πλέον τράπεζες της.
Το Βερολίνο θα μακρυγορήσει όσο μπορεί, πριν προσφέρει βοήθεια, όπως συνηθίζει καθόλη τη διάρκεια της κρίσης. Θα απαιτήσει επίσης ποικίλα ανταλλάγματα. Την περασμένη εβδομάδα, ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, προειδοποίησε την Ελλάδα να μην περιμένει πολύ κατανόηση και απαίτησε η Αθήνα συμμορφωθεί με τα μέτρα λιτότητας «γρήγορα και χωρίς καθυστέρηση.»
Αλλά η κα Μέρκελ γνωρίζει ότι η Γερμανία πρέπει να εγγυηθεί τελικά τη διάσωση του ευρώ, λίγο πολύ ανεξάρτητα από το αν ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις της. Υπάρχουν τρεις λόγοι. Πρώτον, το ευρώ έκανε πολύ καλό στη Γερμανία. Δεύτερον, το κόστος διάσωσης είναι πιθανό να είναι πολύ χαμηλότερο από ό τι πιστεύουν οι περισσότεροι Γερμανοί. Τρίτον, και ίσως το πιο σημαντικό, το κόστος διαμελισμού του ευρώ θα ήταν ανυπολόγιστα μεγάλο για τη Γερμανία - πολύ περισσότερο από αυτό της διατήρησης του νομίσματος.
Ας πάρουμε τους λόγους με τη σειρά. Η Γερμανία βιώνει μια αρκετά καλή ‘περίοδο κρίσης’ μέχρι στιγμής. Από το 2009, όταν έπεσε σε βαθιά ύφεση, έχει αναπτυχθεί γρηγορότερα και υπέστησε μικρότερη ανεργία από σχεδόν οποιαδήποτε άλλη βιομηχανική χώρα. Οι μισθοί αυξάνονται. Και οι εξαγωγές ανέκαμψαν σημαντικά από την κρίση ξεπερνώντας τα υψηλά επίπεδα του 2008.
Η Γερμανία οφείλει ένα μεγάλο μέρος της επιτυχίας της στο ευρώ - που έδεσε την υπερ-ανταγωνιστική παραγωγή της με τις μέτριες οικονομίες των γειτόνων της. Από την έλευση του ενιαίου νομίσματος, το εργατικό κόστος στη Γερμανία μειώθηκε περισσότερο από 15 τοις εκατό από το μέσο κόστος εργασίας όλων των χωρών που υιοθέτησαν το ευρώ, και περίπου 25 τοις εκατό έναντι των προβληματικών χωρών της περιφέρειας. Αν άλλαζε η χώρα το ευρώ για ένα νέο γερμανικό μάρκο, η συναλλαγματική ισοτιμία θα εκτιναζόταν στα ύψη για να αντισταθμίσει τη διαφορά, ενδεχομένως αποδυναμώνοντας τις εξαγωγές της, οι οποίες τροφοδοτούν την οικονομική της ανάπτυξη κατά την τελευταία δεκαετία.
Τι γίνεται όμως με το κόστος της διάσωσης; Γερμανοί οικονομολόγοι υποστηρίζουν ότι η Γερμανία έχει ήδη σπαταλήσει τεράστια ποσά για την επιβίωση του ευρώ, κάνοντας το καθήκον της με το παραπάνω. Ο Hans-Werner Sinn, ο οποίος ηγείται του Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών Ifo στο Μόναχο, υποστήριξε σε ένα άρθρο του στους The New York Times ότι η Γερμανία είχε δώσει στην Ελλάδα μέχρι σήμερα το ισοδύναμο 29 σχεδίων Μάρσαλ που χορηγήθηκαν στη Δυτική Γερμανία μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η ανάλυσή του παραλείπει να τονίσει, ωστόσο, ότι η χρηματική ενίσχυση ήταν μόνο ένα μικρό μέρος της βοήθειας του σχεδίου Μάρσαλ στη Γερμανία. Το πιο σημαντικό, ήταν ότι απόσβεσε το μεγαλύτερο μέρος του χρέους της Γερμανίας.
Ενώ η Γερμανία έχει δεσμεύσει μερικές εκατοντάδες δισ. ευρώ για να σώσει το νόμισμα, αν η διάσωση είναι επιτυχής, θα τα ανακτήσει όλα. Και εύκολα μπορεί να κάνει περισσότερα. Ο William R. Cline, οικονομολόγος του Peterson Institute for International Economics, δήλωσε ότι η κάλυψη του συνόλου των χρηματοδοτικών αναγκών της Ελλάδας, της Ιρλανδίας, της Πορτογαλίας, της Ισπανίας και της Ιταλίας μέχρι το 2015 θα κοστίσει περίπου $ 1,6 τρισ.
Αν το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο συνεισφέρει το ένα τρίτο, η Γερμανία και άλλες πλούσιες χώρες της ζώνης του ευρώ θα πρέπει να βάλουν τα υπόλοιπα. Αλλά ακόμα και αν το μερίδιο της Γερμανίας έφτανε τα 500 δισ. δολάρια, δεν θα έχανε τα χρήματα της. Ο στόχος της διάσωσης εξάλλου θα ήταν να απετραπούν οι στάσεις πληρωμών. Η Γερμανία θα μπορούσε ακόμα και κέρδος να αποκομίσει.
Οι περισσότεροι οικονομολόγοι και ιθύνοντες εκτός Γερμανίας συμφωνούν ότι η διατήρηση του κοινού νόμισματος της Ευρώπης μακροπρόθεσμα θα απαιτήσει ένα μόνιμο μηχανισμό για την αμοιβαιοποίηση του κινδύνου – τη μεταφορά πόρων από τον ισχυρό πυρήνα της ζώνης του ευρώ σε ασθενέστερα μέλη της. Η Γερμανία, όπως ήταν αναμενόμενο, έχει εμπόδισει αυτή την προοπτική, λόγω υπερβολικού κόστους. Ωστόσο οι γερμανικές εκτιμήσεις φαίνονται υπερβολικές.
Ένας τρόπος να γίνει κάτι τέτοιο θα ήταν να επιτραπεί σε χώρες να εκδώσουν «ομόλογα σε ευρώ» τα οποία θα εγγυόνταν από κοινού όλες οι χώρες της ζώνης του ευρώ και, επομένως, θα φέρουν ένα πολύ χαμηλότερο επιτόκιο από ότι οι αγορές χρεώνουν τώρα την Ιταλία και την Ισπανία.
Ο Kai Carstensen του Ινστιτούτου Ifo εκτιμά ότι τα ευρωομόλογα θα καταλήξουν να αυξήσουν το ετήσιο κόστος δανεισμού της Γερμανίας κατά 1,9 τοις εκατό του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος της χώρας - πάνω από 60 δις. δολάρια - λόγω υψηλότερων επιτοκίων έναντι των γερμανικών ομολόγων σήμερα.
Αλλά μια παρούσα ανάλυση των επιτοκίων που καταβάλλονται από χώρες διαφορετικών αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 δείχνει ένα πολύ χαμηλότερο τίμημα: το κόστος δανεισμού των τριπλών-Α χωρών όπως η Γερμανία και η Γαλλία θα αυξηθεί κατά 0,35 τοις εκατό του ΑΕΠ ανά έτος. Και τα οφέλη θα υπερτερούν σαφώς των δαπανών. Η Πορτογαλία, για παράδειγμα, θα εξοικονομούσε 1,9 τοις εκατό του ΑΕΠ της σε χαμηλότερο κόστος δανεισμού, δίνοντας της μια απαραίτητη ανάσα.
Αντί να ξοδεύει τόσο πολύ προσπάθεια συζητώντας το κόστος διάσωσης, η Γερμανία θα μπορούσε να ξεκινήσει ένα δημόσιο διάλογο σχετικά με το κόστος κατάρρευσης του ευρώ. Αυτό πιθανό να είναι πολύ λιγότερο διαχειρίσιμο.
Αν το πακέτο για τις ισπανικές τράπεζες είχε συμφωνηθεί, η Γερμανία θα είχε συμβάλει από το 2010 περισσότερα από 100 δις. δολάρια για την διάσωση της Ελλάδας, της Ιρλανδίας, της Πορτογαλίας και της Ισπανίας. Στη Bundesbank οφείλουν άλλες κεντρικές τράπεζες στη ζώνη του ευρώ σχεδόν 900 δις. δολάρια. Και οι τράπεζες της κρατούν ακόμα εκατοντάδες δισεκατομμύρια σε δάνεια προς τράπεζες σε χώρες της περιφέρειας. Είναι δύσκολο να πούμε τι θα συμβεί σε αυτό το χρέος, εάν το ευρώ επρόκειτο να διασπαστεί και οι αδύναμες χώρες χρεοκοπήσουν. Αλλά οι πιθανότητες είναι ότι μάλλον τα δάνεια αυτά δε θα εξυπηρετηθούν.
Η γερμανική κυβέρνηση φέρεται να εκτίμησε ότι η γερμανική οικονομία θα συρρικνωθεί 10 τοις εκατό, εάν το ευρώ διασπαστεί, ποσοστό διπλάσιο δηλαδή της ύφεσης του 2009, κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης.
Έπειτα, υπάρχουν, και τα πιο δύσκολα μετρήσιμα στρατηγικά κόστη. Ήδη, σχολιαστές στην Ευρώπη καλούν τη Γαλλία, την Ισπανία και την Ιταλία να απομονώσουν το Βερολίνο, προσφέροντας ένα είδος τελεσίγραφου στη Γερμανία από αυτά που εκείνη συνήθως ανακοινώνει στους φτωχότερους γείτονές της: να αποδεχθεί ένα κοινό ευρωπαϊκό σχέδιο διάσωσης ή να αφήσει τη ζώνη του ευρώ.
Υπό το πρίσμα του κόστους και του οφέλους, είναι παράξενο γιατί η Γερμανία είναι τόσο ανένδοτη. Δεν έχει αποκλείσει μόνο τα ευρωομόλογα. Αντιτίθεται στην προοπτική η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να γίνει ένας δανειστής έσχατης ανάγκης για προβληματικές τράπεζες. Κλήσεις για αυξήσεις των γερμανικών μισθών σε ρυθμούς που να ταιριάζουν με την αύξηση της γερμανικής παραγωγικότητας, επιτρέποντας στις χώρες της περιφέρειας να κλείσουν το χάσμα με το γερμανικό κόστος εργασίας, θεωρούνται στο Βερολίνο ως παράλογη προσπάθεια να περιοριστεί η γερμανική ανταγωνιστικότητα.
Ο οικονομολόγος του Χάρβαρντ Jeffrey Frankel, ο οποίος ήταν Πρόεδρος του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων του Μπιλ Κλίντον κατά την εισαγωγή του ευρώ πάνω από μια δεκαετία νωρίτερα, τόνισε ότι οι δύσπιστοι Γερμανοί ψηφοφόροι συμφώνησαν να απαρνηθούν το γερμανικό μάρκο μόνο αφού οι πολιτικοί τους ηγέτες τους διαβεβαίωσαν ότι ποτέ δεν θα ήταν ανάγκη να διασώσουν μια άλλη χώρα. «Αποδεικνύεται ότι οι Γερμανοί φορολογούμενοι είχαν δίκιο και οι πολιτικοί ηγέτες τους λάθος», είπε ο κ. Frankel.
Η ολιγωρία της Καγκελάριου Μέρκελ, οι απίστευτα σκληροί όροι που συνοδεύουν τα αναποτελεσματικά πακέτα διάσωσης και οι γερμανικές απαιτήσεις για εποπτεία των Βρυξελλών κατά τη σύνταξη των προϋπολογισμών των αδύναμων χωρών μπορεί να νοηθεί ως μια προσπάθεια να πεισθούν οι Γερμανοί ψηφοφόροι ότι η νομισματική ένωση θα μπορούσε να ξαναγραφεί με γερμανικούς όρους. «Η Μέρκελ θα προσπαθήσει να εξασφαλίσει ανταλλάγματα », σημείωσε ο Barry Eichengreen, οικονομολόγος στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Μπέρκλεϊ. «Θα το καταφέρει καθυστερώντας, ζητώντας εκ των προτέρων δράσεις, και ελπίζοντας ότι η άλλη πλευρά θα κάνει την πρώτη κίνηση.»
Αλλά με δεδομένο το διακύβευμα, είναι δύσκολο να μην συμπεράνουμε ότι η Γερμανία θα πληρώσει τελικά ό,τι χρειάζεται. Δεν είναι τόσο δύσκολη απόφαση. Από τη μια πλευρά, υπάρχουν διαχειρίσιμα κόστη και σαφή οφέλη. Από την άλλη, υπάρχει η πιθανότητα για ολοκληρωτική καταστροφή.
newsbank.gr
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 11 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
H-M
Δραστήριο μέλος
Ο H-M αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Επαγγέλεται Μηχανικός και μας γράφει απο Ραφήνα (Αττική). Έχει γράψει 682 μηνύματα.
21-06-12
17:34
Αντί οι ευρωπαίοι ηγέτες να σπρώχνουν την Ελλάδα εκτός ευρωζώνης - μια κίνηση με καταστροφικές συνέπειες -, θα έπρεπε η Γερμανία να αποχωρήσει από το ευρώ οικειοθελώς και να επιστρέψει στο πολυαγαπημένο της γερμανικό μάρκο.
Αυτό υποστηρίζουν οι οικονομολόγοι Clyde Prestowitz και John Prout σε άρθρο τους στο CNN, στο οποίο τονίζουν ότι το πρόβλημα σήμερα δεν είναι η αδυναμία των χωρών της ευρωπαϊκής περιφέρειας αλλά η μεγάλη ανταγωνιστικότητα της Γερμανίας.
Όπως εξηγούν, η ανάλυση των προβλημάτων του ευρώ και της ΕΕ εστιάζει στο χρέος και τη χαμηλή ανταγωνιστικότητα των λεγόμενων περιφερειακών χωρών (Ελλάδα, Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία και Ιρλανδία) και κυρίως της Ελλάδας.
Ωστόσο, προβλήματα χρέους και ανταγωνιστικότητας υπήρχαν και λύνονταν σχετικά εύκολα και πριν το ευρώ, μέσω της προσωρινής υποτίμησης των νομισμάτων των λιγότερο ανταγωνιστικών χωρών έναντι των πιο ανταγωνιστικών και κυρίως έναντι του γερμανικού μάρκου.
Οι αρθρογράφοι, λοιπόν, επισημαίνουν ότι σήμερα πρέπει να προσεγγίσουμε διαφορετικά το πρόβλημα: Όχι μόνο η γερμανική οικονομία είναι εγγενώς ισχυρή λόγω της υψηλής παραγωγικότητας του εργατικού δυναμικού της, αλλά οι εξαγωγές ενίσχυσαν την ανταγωνιστικότητά της διότι το ευρώ είναι υποτιμημένο σε σχέση με τη Γερμανία.
Δεδομένου ότι το ευρώ είναι το κοινό νόμισμα των χωρών της ευρωζώνης, η αξία του αντανακλά τον μέσο όρο της ανταγωνιστικότητας όλων. Η ανταγωνιστικότητα της Γερμανίας όμως είναι πολύ μεγαλύτερη από τον μέσο όρο, επομένως για τη Γερμανία το ευρώ είναι πολύ αδύναμο.
Να γιατί η Γερμανία συσσώρευσε εμπορικά πλεονάσματα στο βαθμό της Κίνας.
Όσο οι υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης παραμένουν στο ευρώ, ο μόνος τρόπος να γίνουν πιο ανταγωνιστικές είναι να "γερμανοποιηθούν" μέσω της αυστηρής λιτότητας που προβλέπει περικοπές δαπανών, μισθών και συντάξεων, μείωση του προϋπολογισμού για κοινωνική πρόνοια, ενώ οδηγεί σε αύξηση της ανεργίας.
Αυτή την τακτική ακολούθησαν τα δύο τελευταία χρόνια, προκειμένου να πετύχουν ανάπτυξη στηριζόμενη στις εξαγωγές.
Επειδή όμως η Γερμανία είναι υπερ-ανταγωνιστική και παράλληλα απρόθυμη να τονώσει την οικονομία της για να επιτύχει μεγαλύτερη κατανάλωση, οι άλλες χώρες της ευρωζώνης δεν μπορούν να αυξήσουν τις εξαγωγές σε αυτήν και επομένως πρέπει να ανταγωνιστούν με τη Γερμανία εξάγοντας σε Κίνα και ΗΠΑ.
Αυτό δεν λειτούργησε και σήμερα οι συνέπειες της σκληρής λιτότητας διαλύουν τον πολιτικό και κοινωνικό ιστό ακόμα και στις χώρες - όπως η Ολλανδία - που μέχρι πρόσφατα είχαν δεθεί στο άρμα της Γερμανίας, υποστηρίζοντας τη λιτότητα και την ανάπτυξη από το εμπόριο με χώρες εκτός της ΕΕ.
Παραμένει άγνωστο ωστόσο για πόσο και σε τί βαθμό η ευρωζώνη μπορεί να αντέξει τις κοινωνικές και πολιτικές συνέπειες της λιτότητας προκειμένου να γίνει ανταγωνιστικά ισότιμη με τη Γερμανία.
Η εναλλακτική λύση είναι η Γερμανία να γυρίσει στο μάρκο. Αυτό θα οδηγήσει σε άμεση ανατίμηση του γερμανικού νομίσματος και σε ανταγωνιστική υποτίμηση του ευρώ για τις υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης.
Η Γερμανία θα αναγκαζόταν να αγοράζει περισσότερο και να πουλά λιγότερο. Η επιπλέον κατανάλωση που δεν θα δώσει η Γερμανία μέσω πολιτικών τόνωσης της οικονομίας θα δοθεί αυτόματα μέσω της αναπροσαρμογής του νομίσματος.
Επίσης, εάν η Γερμανία βγει από την ευρωζώνη θα ανοίξει ο δρόμος για το ευρωομόλογο.
Πολλοί λένε ότι η Γερμανία θα συνεχίσει να είναι απαραίτητη στην ευρωζώνη. Αυτό είναι αλήθεια, υποστηρίζουν οι αρθρογράφοι, τονίζοντας ότι η Γερμανία δεν θα κόψει τους δεσμούς της με την ευρωζώνη για αρκετούς λόγους: θα χρειάζεται την ευρωζώνη περισσότερο από ποτέ για τις ολοένα και πιο ακριβές εξαγωγές της.
Καταληκτικά, οι αρθρογράφοι αναφέρουν ότι για τη Γερμανία το κόστος διάσωσης της Ευρώπης θα επηρεάσει τις εξαγωγές της και ίσως οδηγήσει σε προσωρινή αύξηση της ανεργίας.
Εάν όμως επιστρέψει στο μάρκο, θα προσελκύσει μαζικά κεφάλαια και με αυτόν τον τρόπο θα δώσει ώθηση στις επενδύσεις, καθώς θα κρατήσει τα επιτόκια και τον πληθωρισμό σε χαμηλά επίπεδα.
Πηγή : Xrimanews.gr
Αυτό υποστηρίζουν οι οικονομολόγοι Clyde Prestowitz και John Prout σε άρθρο τους στο CNN, στο οποίο τονίζουν ότι το πρόβλημα σήμερα δεν είναι η αδυναμία των χωρών της ευρωπαϊκής περιφέρειας αλλά η μεγάλη ανταγωνιστικότητα της Γερμανίας.
Όπως εξηγούν, η ανάλυση των προβλημάτων του ευρώ και της ΕΕ εστιάζει στο χρέος και τη χαμηλή ανταγωνιστικότητα των λεγόμενων περιφερειακών χωρών (Ελλάδα, Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία και Ιρλανδία) και κυρίως της Ελλάδας.
Ωστόσο, προβλήματα χρέους και ανταγωνιστικότητας υπήρχαν και λύνονταν σχετικά εύκολα και πριν το ευρώ, μέσω της προσωρινής υποτίμησης των νομισμάτων των λιγότερο ανταγωνιστικών χωρών έναντι των πιο ανταγωνιστικών και κυρίως έναντι του γερμανικού μάρκου.
Οι αρθρογράφοι, λοιπόν, επισημαίνουν ότι σήμερα πρέπει να προσεγγίσουμε διαφορετικά το πρόβλημα: Όχι μόνο η γερμανική οικονομία είναι εγγενώς ισχυρή λόγω της υψηλής παραγωγικότητας του εργατικού δυναμικού της, αλλά οι εξαγωγές ενίσχυσαν την ανταγωνιστικότητά της διότι το ευρώ είναι υποτιμημένο σε σχέση με τη Γερμανία.
Δεδομένου ότι το ευρώ είναι το κοινό νόμισμα των χωρών της ευρωζώνης, η αξία του αντανακλά τον μέσο όρο της ανταγωνιστικότητας όλων. Η ανταγωνιστικότητα της Γερμανίας όμως είναι πολύ μεγαλύτερη από τον μέσο όρο, επομένως για τη Γερμανία το ευρώ είναι πολύ αδύναμο.
Να γιατί η Γερμανία συσσώρευσε εμπορικά πλεονάσματα στο βαθμό της Κίνας.
Όσο οι υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης παραμένουν στο ευρώ, ο μόνος τρόπος να γίνουν πιο ανταγωνιστικές είναι να "γερμανοποιηθούν" μέσω της αυστηρής λιτότητας που προβλέπει περικοπές δαπανών, μισθών και συντάξεων, μείωση του προϋπολογισμού για κοινωνική πρόνοια, ενώ οδηγεί σε αύξηση της ανεργίας.
Αυτή την τακτική ακολούθησαν τα δύο τελευταία χρόνια, προκειμένου να πετύχουν ανάπτυξη στηριζόμενη στις εξαγωγές.
Επειδή όμως η Γερμανία είναι υπερ-ανταγωνιστική και παράλληλα απρόθυμη να τονώσει την οικονομία της για να επιτύχει μεγαλύτερη κατανάλωση, οι άλλες χώρες της ευρωζώνης δεν μπορούν να αυξήσουν τις εξαγωγές σε αυτήν και επομένως πρέπει να ανταγωνιστούν με τη Γερμανία εξάγοντας σε Κίνα και ΗΠΑ.
Αυτό δεν λειτούργησε και σήμερα οι συνέπειες της σκληρής λιτότητας διαλύουν τον πολιτικό και κοινωνικό ιστό ακόμα και στις χώρες - όπως η Ολλανδία - που μέχρι πρόσφατα είχαν δεθεί στο άρμα της Γερμανίας, υποστηρίζοντας τη λιτότητα και την ανάπτυξη από το εμπόριο με χώρες εκτός της ΕΕ.
Παραμένει άγνωστο ωστόσο για πόσο και σε τί βαθμό η ευρωζώνη μπορεί να αντέξει τις κοινωνικές και πολιτικές συνέπειες της λιτότητας προκειμένου να γίνει ανταγωνιστικά ισότιμη με τη Γερμανία.
Η εναλλακτική λύση είναι η Γερμανία να γυρίσει στο μάρκο. Αυτό θα οδηγήσει σε άμεση ανατίμηση του γερμανικού νομίσματος και σε ανταγωνιστική υποτίμηση του ευρώ για τις υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης.
Η Γερμανία θα αναγκαζόταν να αγοράζει περισσότερο και να πουλά λιγότερο. Η επιπλέον κατανάλωση που δεν θα δώσει η Γερμανία μέσω πολιτικών τόνωσης της οικονομίας θα δοθεί αυτόματα μέσω της αναπροσαρμογής του νομίσματος.
Επίσης, εάν η Γερμανία βγει από την ευρωζώνη θα ανοίξει ο δρόμος για το ευρωομόλογο.
Πολλοί λένε ότι η Γερμανία θα συνεχίσει να είναι απαραίτητη στην ευρωζώνη. Αυτό είναι αλήθεια, υποστηρίζουν οι αρθρογράφοι, τονίζοντας ότι η Γερμανία δεν θα κόψει τους δεσμούς της με την ευρωζώνη για αρκετούς λόγους: θα χρειάζεται την ευρωζώνη περισσότερο από ποτέ για τις ολοένα και πιο ακριβές εξαγωγές της.
Καταληκτικά, οι αρθρογράφοι αναφέρουν ότι για τη Γερμανία το κόστος διάσωσης της Ευρώπης θα επηρεάσει τις εξαγωγές της και ίσως οδηγήσει σε προσωρινή αύξηση της ανεργίας.
Εάν όμως επιστρέψει στο μάρκο, θα προσελκύσει μαζικά κεφάλαια και με αυτόν τον τρόπο θα δώσει ώθηση στις επενδύσεις, καθώς θα κρατήσει τα επιτόκια και τον πληθωρισμό σε χαμηλά επίπεδα.
Πηγή : Xrimanews.gr
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 11 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
-
Το forum μας χρησιμοποιεί cookies για να βελτιστοποιήσει την εμπειρία σας.
Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, συναινείτε στη χρήση cookies στον περιηγητή σας.