Great Chaos
Περιβόητο μέλος
Ο Όττο αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Είναι 56 ετών, επαγγέλεται Συγγραφέας και μας γράφει απο Θεσσαλονίκη (Θεσσαλονίκη). Έχει γράψει 4,911 μηνύματα.
11-04-08
18:46
Ενώ κοιτάω στο κενό, ξαφνικά αρχίζω να θυμάμαι. Το γνώριμο σκηνικό σκάλιζε μέσα στο κεφάλι μου, σκάλιζε, σκάλιζε, ζητώντας να μου ανακαλέσει κάτι που προτιμούσα να ξεχάσω: Την τελευταία φορά που πάτησα το πόδι μου σε τούτο το νοσοκομείο. Σε ανύποπτο χρόνο, τότε που τίποτε απʼ όλα αυτά δεν είχε ακόμα συμβεί. Τελικά, είχε δεν είχε, το κατάφερε. Ήταν μια παράξενη ιστορία, απʼ αυτές που συμβαίνουν σπάνια, αφήνουν όμως χαραγμένο το σημάδι τους στη μνήμη. Ξαφνικά, αισθάνθηκα άβολα και άρχισα να σαλεύω απʼ τη θέση μου, τάχα για να βολευτώ καλύτερα.
Ήταν πριν τρία χρόνια, μέρα Καθαρή Δευτέρα. Ο πατέρας μου βρισκόταν στο νοσοκομείο, ύστερα από ένα καρδιακό επεισόδιο, που κατέληξε ευτυχώς θετικά, χωρίς να γλιτώσει βέβαια το αναγκαίο «μπαλονάκι». Είχαμε πάει στο νοσοκομείο να τον δούμε, ύστερα βγήκαμε και φάγαμε έξω. Φορούσα τα καλά μου, σακάκι, μαύρο παντελόνι, λεπτό πουκαμισάκι, μαύρο γυαλί και γύριζα στο σπίτι οδηγώντας, μαζί με τη γυναίκα και την κόρη μου, αφού ήμουν ακόμη παντρεμένος.
Ενώ φτάναμε στο σπίτι, ξαφνικά μέσα από κάποιο στενό ξεπετάχτηκε ένα αυτοκίνητο παραβιάζοντας το σήμα του STOP. Ξέφυγα ως εκ θαύματος από βέβαιη σύγκρουση. «Πού πας ρε ηλίθιε, θα μας σκοτώσεις!!!», ξέσπασα το φόβο και την αγανάκτησή μου, είχα βλέπεις μαζί και το παιδί. Έκανα να φύγω, όμως προτού κάνω λίγα μέτρα, τον άκουσα να μου φωνάζει ότι ήθελε κάτι να μου πει. Σταμάτησα το αυτοκίνητο και κατέβηκα, άνετος και χαλαρός, μάλιστα φορώντας ακόμη το γυαλί. Όπως γίνεται πάντα σʼ αυτές τις περιπτώσεις, μαλώνεις λίγο για την προτεραιότητα, ανταλλάσσονται μερικά «Γαλλικά», δίνονται αμοιβαίες εξηγήσεις, δίνεις τα χέρια και φεύγεις, έχοντας ξεδώσει απʼ την άθλια επανάληψη της καθημερινότητάς σου. Ο γνωστός ελληνικός χαβαλές δηλαδή. Κατέβηκε κι αυτός. Ήταν ένας μεσόκοπος ανθρωπάκος, πενηνταπεντάρης, περίπου μισός στο μπόι από μένα, οικογενειάρχης και τα ρέστα. Όταν τον είδα, χαλάρωσα περισσότερο. Δεν είχα κανένα σκοπό να πλακωθώ μαζί του, θα ήταν μάλλον άδικο μάλιστα. Ήταν και αργία, μέρα γιορτής.
Ο τύπος με πλησίασε αμίλητος και μόλις έφτασε κοντά, όρμησε ξαφνικά με όλο του το βάρος επάνω μου. Έχασα την ισορροπία μου και πέσαμε μαζί στο έδαφος, αυτός από πάνω. Μου άρπαξε το κεφάλι και άρχισε να το χτυπάει στην άσφαλτο με λύσσα. Ξαφνικά συνειδητοποίησα πως ήθελε να με σκοτώσει. Ευτυχώς ήμουν δυνατότερος και κατάφερα, μετά το πρώτο σοκ, να τον βγάλω από πάνω μου και να ελευθερωθώ. Το σκληρό μου κρανίο με έσωσε από τα χειρότερα, πέρα από λίγους μώλωπες. Καμιά φορά είναι ευτύχημα το να είσαι ξεροκέφαλος. Έγινα έξαλλος και προσπάθησα να τον πιάσω στα χέρια μου και να του εξηγήσω μερικά πράγματα. Εκείνη τη στιγμή, έβλεπα κόκκινα τα πάντα και δεν ήταν απʼ το χτύπημα. Τον γλίτωσαν οι περαστικοί, που μπήκαν ανάμεσα. Να πάρει ο διάολος, δεν πρόλαβα ούτε μία να του ρίξω του κερατά...
Κάποια στιγμή, επάνω στην αντάρα μου, γύρισα και του είπα: «Θα δεις σύντομα πως υπάρχει Θεός κι αυτός είναι ο δικός μου ο Θεός ρε αλήτη». Έπεσε στιγμιαία μια παγωμάρα, στον ίδιο, αλλά και στους άλλους, όταν το εκστόμισα. Μερικές φορές, κάποια λόγια, με την κατάλληλη φόρτιση κι εκφορά, είναι ισχυρότερα από γροθιά. Όταν με τα πολλά γύρισα σπίτι, δεν μπορούσα να κοιμηθώ για μέρες από την οργή που ένιωθα όταν σκεφτόμουν πως δεν πρόλαβα να τον χτυπήσω. Το πρώτο μάθημα που πήρα απʼ αυτήν την περίπτωση ήταν: «Όταν κατεβαίνεις για μάχη, να είσαι έτοιμος για μάχη, αλλιώς μην κατεβαίνεις καθόλου. Το ότι εσύ θα λυπηθείς, δε σημαίνει πως θα σε λυπηθεί κι ο άλλος».
Λιγότερο από ένα μήνα μετά το περιστατικό, αρρώστησε από καρκίνο ένας θείος της γυναίκας μου. Ήταν στα τελευταία του. Ήρθαμε στο Θεαγένειο να τον επισκεφτούμε. Μόλις μπήκαμε στο θάλαμο, στο πρώτο κρεβάτι αριστερά απʼ την πόρτα, είδα τον άνθρωπο του καυγά. Άσπρισε όταν με αντίκρισε, σα να έβλεπε φάντασμα. Γύρισε πλευρό και κοιτούσε, για όση ώρα έμεινα εκεί, προς τον τοίχο. Γύρισα κι εγώ το κεφάλι κι έκανα πως δεν τον αναγνώρισα. Μέσα μου ένιωθα ένα σφίξιμο στο στομάχι, ταραχή, κάτι σαν δέος. Οι συγγενείς μας ήξεραν περισσότερα, αφού όλοι οι ασθενείς μέσα στο θάλαμο συζητάνε την περίπτωσή τους. Ο άνθρωπος είχε καρκίνο στον εγκέφαλο. Αυτός ήταν ο λόγος της επιθετικής και ανεξέλεγκτης συμπεριφοράς του. Πριν βρεθεί στο νοσοκομείο, τον είχε παρατήσει κι η γυναίκα του, γι' αυτήν τη συμπεριφορά του. Αμέσως μετά το δικό μας καυγά. Λύγισαν τα γόνατά μου στη σκέψη. Αν είχα χτυπήσει έναν άρρωστο άνθρωπο, δεν θα το συγχωρούσα ποτέ στον εαυτό μου. Ευχαρίστησα το Χάος, που δεν μου δόθηκε η δυνατότητα να το κάνω. Είμαι σίγουρος πως οι τύψεις θα πονούσαν πιο πολύ και για περισσότερο καιρό, από το χτύπημα στο ξεροκέφαλό μου. Ο πληγωμένος μου εγωισμός σώπασε ντροπιασμένος.
Ήταν στʼ αλήθεια «ο δικός μου ο Θεός» κι αφού τον επικαλέστηκα, μου έδωσε ένα δωρεάν μάθημα: «Ποτέ μη βιάζεσαι να κρίνεις, γιατί αυτό που φαίνεται κακό μπορεί στην πραγματικότητα να είναι το καλό κι αντίστροφα». Αυτή η μύηση μʼ έκανε πιο ήρεμο και καλύτερο σαν άνθρωπο, έκτοτε. Απόψε όμως που κάθομαι εδώ κι αναπολώ, θαρρώ πως πήρα ένα μάθημα ακόμη: «Μην επικαλείσαι το Θεό σου επί ματαίω. Γιατί είναι ταυτόχρονα και Θεός των άλλων κι ό,τι σκέφτεσαι γιʼ αυτούς, στο τέλος θα το λάβεις εσύ ως αντίδωρο»...
Ήταν πριν τρία χρόνια, μέρα Καθαρή Δευτέρα. Ο πατέρας μου βρισκόταν στο νοσοκομείο, ύστερα από ένα καρδιακό επεισόδιο, που κατέληξε ευτυχώς θετικά, χωρίς να γλιτώσει βέβαια το αναγκαίο «μπαλονάκι». Είχαμε πάει στο νοσοκομείο να τον δούμε, ύστερα βγήκαμε και φάγαμε έξω. Φορούσα τα καλά μου, σακάκι, μαύρο παντελόνι, λεπτό πουκαμισάκι, μαύρο γυαλί και γύριζα στο σπίτι οδηγώντας, μαζί με τη γυναίκα και την κόρη μου, αφού ήμουν ακόμη παντρεμένος.
Ενώ φτάναμε στο σπίτι, ξαφνικά μέσα από κάποιο στενό ξεπετάχτηκε ένα αυτοκίνητο παραβιάζοντας το σήμα του STOP. Ξέφυγα ως εκ θαύματος από βέβαιη σύγκρουση. «Πού πας ρε ηλίθιε, θα μας σκοτώσεις!!!», ξέσπασα το φόβο και την αγανάκτησή μου, είχα βλέπεις μαζί και το παιδί. Έκανα να φύγω, όμως προτού κάνω λίγα μέτρα, τον άκουσα να μου φωνάζει ότι ήθελε κάτι να μου πει. Σταμάτησα το αυτοκίνητο και κατέβηκα, άνετος και χαλαρός, μάλιστα φορώντας ακόμη το γυαλί. Όπως γίνεται πάντα σʼ αυτές τις περιπτώσεις, μαλώνεις λίγο για την προτεραιότητα, ανταλλάσσονται μερικά «Γαλλικά», δίνονται αμοιβαίες εξηγήσεις, δίνεις τα χέρια και φεύγεις, έχοντας ξεδώσει απʼ την άθλια επανάληψη της καθημερινότητάς σου. Ο γνωστός ελληνικός χαβαλές δηλαδή. Κατέβηκε κι αυτός. Ήταν ένας μεσόκοπος ανθρωπάκος, πενηνταπεντάρης, περίπου μισός στο μπόι από μένα, οικογενειάρχης και τα ρέστα. Όταν τον είδα, χαλάρωσα περισσότερο. Δεν είχα κανένα σκοπό να πλακωθώ μαζί του, θα ήταν μάλλον άδικο μάλιστα. Ήταν και αργία, μέρα γιορτής.
Ο τύπος με πλησίασε αμίλητος και μόλις έφτασε κοντά, όρμησε ξαφνικά με όλο του το βάρος επάνω μου. Έχασα την ισορροπία μου και πέσαμε μαζί στο έδαφος, αυτός από πάνω. Μου άρπαξε το κεφάλι και άρχισε να το χτυπάει στην άσφαλτο με λύσσα. Ξαφνικά συνειδητοποίησα πως ήθελε να με σκοτώσει. Ευτυχώς ήμουν δυνατότερος και κατάφερα, μετά το πρώτο σοκ, να τον βγάλω από πάνω μου και να ελευθερωθώ. Το σκληρό μου κρανίο με έσωσε από τα χειρότερα, πέρα από λίγους μώλωπες. Καμιά φορά είναι ευτύχημα το να είσαι ξεροκέφαλος. Έγινα έξαλλος και προσπάθησα να τον πιάσω στα χέρια μου και να του εξηγήσω μερικά πράγματα. Εκείνη τη στιγμή, έβλεπα κόκκινα τα πάντα και δεν ήταν απʼ το χτύπημα. Τον γλίτωσαν οι περαστικοί, που μπήκαν ανάμεσα. Να πάρει ο διάολος, δεν πρόλαβα ούτε μία να του ρίξω του κερατά...
Κάποια στιγμή, επάνω στην αντάρα μου, γύρισα και του είπα: «Θα δεις σύντομα πως υπάρχει Θεός κι αυτός είναι ο δικός μου ο Θεός ρε αλήτη». Έπεσε στιγμιαία μια παγωμάρα, στον ίδιο, αλλά και στους άλλους, όταν το εκστόμισα. Μερικές φορές, κάποια λόγια, με την κατάλληλη φόρτιση κι εκφορά, είναι ισχυρότερα από γροθιά. Όταν με τα πολλά γύρισα σπίτι, δεν μπορούσα να κοιμηθώ για μέρες από την οργή που ένιωθα όταν σκεφτόμουν πως δεν πρόλαβα να τον χτυπήσω. Το πρώτο μάθημα που πήρα απʼ αυτήν την περίπτωση ήταν: «Όταν κατεβαίνεις για μάχη, να είσαι έτοιμος για μάχη, αλλιώς μην κατεβαίνεις καθόλου. Το ότι εσύ θα λυπηθείς, δε σημαίνει πως θα σε λυπηθεί κι ο άλλος».
Λιγότερο από ένα μήνα μετά το περιστατικό, αρρώστησε από καρκίνο ένας θείος της γυναίκας μου. Ήταν στα τελευταία του. Ήρθαμε στο Θεαγένειο να τον επισκεφτούμε. Μόλις μπήκαμε στο θάλαμο, στο πρώτο κρεβάτι αριστερά απʼ την πόρτα, είδα τον άνθρωπο του καυγά. Άσπρισε όταν με αντίκρισε, σα να έβλεπε φάντασμα. Γύρισε πλευρό και κοιτούσε, για όση ώρα έμεινα εκεί, προς τον τοίχο. Γύρισα κι εγώ το κεφάλι κι έκανα πως δεν τον αναγνώρισα. Μέσα μου ένιωθα ένα σφίξιμο στο στομάχι, ταραχή, κάτι σαν δέος. Οι συγγενείς μας ήξεραν περισσότερα, αφού όλοι οι ασθενείς μέσα στο θάλαμο συζητάνε την περίπτωσή τους. Ο άνθρωπος είχε καρκίνο στον εγκέφαλο. Αυτός ήταν ο λόγος της επιθετικής και ανεξέλεγκτης συμπεριφοράς του. Πριν βρεθεί στο νοσοκομείο, τον είχε παρατήσει κι η γυναίκα του, γι' αυτήν τη συμπεριφορά του. Αμέσως μετά το δικό μας καυγά. Λύγισαν τα γόνατά μου στη σκέψη. Αν είχα χτυπήσει έναν άρρωστο άνθρωπο, δεν θα το συγχωρούσα ποτέ στον εαυτό μου. Ευχαρίστησα το Χάος, που δεν μου δόθηκε η δυνατότητα να το κάνω. Είμαι σίγουρος πως οι τύψεις θα πονούσαν πιο πολύ και για περισσότερο καιρό, από το χτύπημα στο ξεροκέφαλό μου. Ο πληγωμένος μου εγωισμός σώπασε ντροπιασμένος.
Ήταν στʼ αλήθεια «ο δικός μου ο Θεός» κι αφού τον επικαλέστηκα, μου έδωσε ένα δωρεάν μάθημα: «Ποτέ μη βιάζεσαι να κρίνεις, γιατί αυτό που φαίνεται κακό μπορεί στην πραγματικότητα να είναι το καλό κι αντίστροφα». Αυτή η μύηση μʼ έκανε πιο ήρεμο και καλύτερο σαν άνθρωπο, έκτοτε. Απόψε όμως που κάθομαι εδώ κι αναπολώ, θαρρώ πως πήρα ένα μάθημα ακόμη: «Μην επικαλείσαι το Θεό σου επί ματαίω. Γιατί είναι ταυτόχρονα και Θεός των άλλων κι ό,τι σκέφτεσαι γιʼ αυτούς, στο τέλος θα το λάβεις εσύ ως αντίδωρο»...
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 16 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Great Chaos
Περιβόητο μέλος
Ο Όττο αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Είναι 56 ετών, επαγγέλεται Συγγραφέας και μας γράφει απο Θεσσαλονίκη (Θεσσαλονίκη). Έχει γράψει 4,911 μηνύματα.
06-04-08
02:10
Θα ήθελα να επιβεβαιώσω και να προσυπογράψω τα όσα μας λέει ο φίλος Ρεμπεσκές περί της χημειοθεραπείας. Είναι απόλυτα εμπεριστατωμένα. Εγώ μια κουβέντα μόνο έγραψα ("Χημειοθεραπεία, ο Θεός να την κάνει,...") και εγέρθησαν αντιδράσεις.
...
Όσο για την Παθολογική Μονάδα... Ούτε να το σκέφτομαι δε θέλω.
...
Όσο για την Παθολογική Μονάδα... Ούτε να το σκέφτομαι δε θέλω.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 16 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Great Chaos
Περιβόητο μέλος
Ο Όττο αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Είναι 56 ετών, επαγγέλεται Συγγραφέας και μας γράφει απο Θεσσαλονίκη (Θεσσαλονίκη). Έχει γράψει 4,911 μηνύματα.
06-04-08
01:34
Φίλε Ρεμπεσκέ, εγώ αυτά τα γράφω σε ζωντανή σύνδεση. Ο δρόμος φαίνεται πως είναι μακρύς ακόμα. Αν εσύ έχεις δει κάτι απ' το παρακάτω, θα χαρώ πολύ να το ακούσω.
Αναμένω με μεγάλο ενδιαφέρον το επόμενο ποστ σου.
Αναμένω με μεγάλο ενδιαφέρον το επόμενο ποστ σου.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 16 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Great Chaos
Περιβόητο μέλος
Ο Όττο αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Είναι 56 ετών, επαγγέλεται Συγγραφέας και μας γράφει απο Θεσσαλονίκη (Θεσσαλονίκη). Έχει γράψει 4,911 μηνύματα.
11-02-08
00:33
Θεαγένειο Αντικαρκινικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης. Το νοσοκομείο που έχει κάθε χρόνο περισσότερα θύματα από την τελευταία εκστρατεία του Καίσαρα. Που όποιος πάει να προφέρει τʼ όνομά του, χαμηλώνει ενστικτωδώς τον τόνο της φωνής, μη και προκαλέσει την τύχη του. Με τους γιατρούς που συμβιβαστήκαν πια από καιρό με το θάνατο των ασθενών τους και μοναχά τον διεκπεραιώνουν, με τις απηυδισμένες νοσοκόμες, που δεν μπορούν πλέον να προσφέρουν ούτε ένα χαμόγελο, πόσο μάλλον φροντίδα. Το περιβάλλον τοξικό, κανείς δεν φέρνει τα μικρά παιδιά, ακόμη κι αν είναι να μην ξαναδούν κάποιους αγαπημένους τους, από φόβο μη δηλητηριαστούν. Η μάνα μου ένα ράκος απʼ τις χημειοθεραπείες, ο Θεός να τις κάνει. Εγώ πιο τυχερός, υγιής συνοδός, αλλά ταυτόχρονα και πιο άτυχος, αφού διατηρώ πλήρεις τις αισθήσεις μου. Δεν έχω δικαίωμα να πονάω, δεν έχω δικαίωμα να το εκφράζω, πρέπει να χαμογελάω, πρέπει να της δίνω κουράγιο, πρέπει νʼ αντέξω, πρέπει νʼ αντέξω, πρέπει νʼ αντέξω. «Χάνεσαι, χάνεσαι κι μόνη ευκαιρία για να ζήσεις, είναι να μιλήσεις…». Αρχίζω να γράφω. Χωρίς χαρτί και μολύβι, μέσα στο μυαλό μου να γράφω. Αύριο θα τά ʼχω ξεχάσει… ελπίζω.
Το τερατώδες πολυώροφο κτήριο ρίχνει την άχαρη βαριά σκιά του σε μια από τις πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές της πόλης, με τις παλιές πολυκαιρισμένες και κουρασμένες πολυκατοικίες από την εποχή του οργασμού της ανοικοδόμησης, κάνοντάς την, αν είναι κάτι τέτοιο δυνατό, να μοιάζει ακόμη πιο μουντή. Οι περαστικοί κατεβάζουν το κεφάλι, αποστρέφουν το βλέμμα και ταχύνουν το βήμα, να περάσουν βιαστικά χωρίς να δουν. Κάποιοι σταυροκοπιούνται στα κρυφά, «απελθέτω Κύριε απʼ εμού…». Όσους πηγαίνουν κατά ʼκεί, τους αναγνωρίζεις εύκολα από το σοβαρό και τρομαγμένο συνάμα βλέμμα τους, από το αποφασιστικό τους βάδισμα, σαν να μαζεύουν όλες τους τις δυνάμεις για να μη λιποψυχήσουν και λακίσουν κοιτώντας κι αυτοί αλλού. Σε άλλες εποχές, πιο ευτυχισμένες, στο μέλλον που ονειρεύονταν, που όμως σαν θα φτάσει, κάποιοι δεν θά ʼναι πια μαζί. «Κάποιος τη νύχτα θα χαθεί, κάποιοι θα μείνουν μόνοι, ο χρόνος τους τελειώνει…».
Νύχτα, στο μπαλκόνι του εβδόμου ορόφου. Η πόλη από κάτω μου σε μεταμεσονύχτια προβολή. Κρύο και η γνωστή μουχλιασμένη μα τόσο γοητευτική ατμόσφαιρα της Σαλλονίκης. Ανασαίνω λαίμαργα. Ο ουρανός έχει πάρει ένα κιτρινωπό χρώμα, σα να ετοιμάζεται να βρέξει ώχρα. Να ξυπνήσει αύριο η πόλη βαμμένη στο χρώμα της θλίψης μου. Τα φώτα θαμπά, δημιουργούν μες στην αχλή ένα απόκοσμο σκηνικό. Σα νά ʼμαι κάπου αλλού, σε κάποιον άλλο χρόνο, να κοιτάζω το χαμένο μου βασίλειο από ψηλά, όπως το φάντασμα του Άμλετ. Σαν πουλί θα πετάξω, πάνω απʼ τις στέγες των σπιτιών, να κλέψω με τα μαύρα μου φτερά τα όνειρα των ανθρώπων. Να κρατήσω στα νύχια μου σφιχτά τις χαρές που καρτερούν, να τις αγγίξω, να τις χαϊδέψω, να νιώσω κι εγώ φευγαλέα τη ζεστασιά τους. Πριν φτάσουν ψηλά στον ουρανό, πριν κάνουν να πέσουνε τʼ αστέρια. Προτού η βροχή τα κατεβάσει προς τη γη και κάνει να φυτρώσουνε λουλούδια. Νʼ αντηχήσει η φωνή μου σα βραχνό κρώξιμο πάνω απʼ τα καμπαναριά, νʼ ακούσουν οι Αδελφοί της Θλίψης, να άρουν λίγο βάρος απʼ τους ώμους μου. Αμετανόητοι καπνιστές, μαζί με μένα, γεμίζουν τʼ αυτοσχέδια τασάκια με απίστευτες ποσότητες αποτσίγαρων. Που να πάρει την άτιμη τη φύτρα μας, ακόμη και αυτός ο τόπος δεν μας πτοεί, ούτε μας συνετίζει. Ούτε φυσικά και η προειδοποίηση πως το κάπνισμα στο νοσοκομείο διώκεται ποινικά. Η παρανομία το κάνει πιο γλυκό και η κατάσταση σχεδόν το επιβάλει.
«Εδώ δεν πιάνουν οι κατάρες, δεν πιάνουν οι ευχές». Εδώ ο Θεός κι ο Διάβολος έχουν κηρύξει μυστική ανακωχή. No manʼs land. Στέκουν σιωπηλοί μες στις σκιές και μας κοιτούν εκστατικοί, χωρίς να παρεμβαίνουν. Παρατηρούν με βουβό πόθο κι ανομολόγητη λαχτάρα το μεγαλείο της ανθρώπινης ψυχής, σα να γυρεύουνε να βρουν τη βαθύτερη αιτία της αέναής τους διαμάχης. Κάθε που η Πανδαμάτωρ Εντροπία, τους φτάνει εξαντλημένοι να κοιτιόνται, έτοιμοι από κούραση να ενδώσουν, νʼ αγκαλιαστούν για πρώτη και στερνή φορά και να χαθούν για πάντα, μαζί με σύμπασα την πλάση, μέσα σε μια οργιαστική πολύχρωμη υπερκαινοφανή λάμψη, στρέφουν το βλέμμα κατά ʼδώ και μέσα τους ξυπνά η προαιώνια δίψα, να λατρευτούν βαθιά, να κάνουν τις ψυχές να τους δοξάσουν. Έτσι γλιτώνουν τη μοναξιά της ανυπαρξίας και το μηδέν του Κέλβιν. Έτσι εδώ ο καθένας είναι μονάχος, απέναντι στον εαυτό του. Τα κύτταρά που στασίασαν, που μέθυσαν μια νύχτα κι έχασαν τον έλεγχο, που κήρυξαν την επανάσταση μέσα σʼ ένα καταγώγιο της Μονμάρτης, που απαίτησαν τη μάταιη ελευθερία, να γκρεμίσουν τη σιδερόφραχτη Βαστίλλη του προορισμού. Τα κύτταρα που αποφάσισαν να γίνουν κάτι άλλο, αφού εσύ τʼ ονειρευόσουνα για χρόνια, όμως δεν το επιχείρησες ποτέ. Τον εαυτό που δεν αντέχεις πια να κοιτάζεις στον καθρέφτη, που όμως κι εκείνος δε σʼ αντέχει και θέλει τώρα να σε φάει ζωντανό. «Ελευθερία ή θάνατος, ο κόσμος είνʼ αδιάβατος». Σπάνια και φρούδα η ελευθερία, συνηθέστερος ο θάνατος.
Ένας γέροντας πνευματικός, είπε μια μέρα, πως όποιος παθαίνει καρκίνο πηγαίνει στον παράδεισο∙ γιατί λέει, έχει τον καιρό νʼ αντικρύσει το θάνατο νά ʼρχεται κι όλον το χρόνο να μετανοήσει. Ο πόνος εξαγνίζει και το μαρτύριο καθαγιάζει. Δεν ξέρω αν έχει δίκιο, ούτε κι αν πάνε όλοι στον παράδεισο, ούτε αν αυτός υπάρχει καν, δεν το ξέρω. Όμως στʼ αλήθεια μέσα εδώ, έχεις δικαίωμα να δεις αλλιώς τον εαυτό σου, απαλλαγμένος απʼ την ευθύνη της συμβατικότητας. Μπορείς για πρώτη σου φορά να είσαι όποιος θέλεις. Ακόμη κι αν σκοτώσεις κάποιον, κανείς δεν θα σε κλείσει φυλακή. Αν βρίσεις, αν φωνάξεις, αν τρελαθείς και τα σπάσεις, κανείς δεν θα σε κατηγορήσει, ούτε το κοινωνικό σύνολο, που για τη γνώμη του φάγαμε μέχρι τούδε τη ζωή μας, θα σε κοιτάξει επιτιμητικά. Όλοι θα κουνήσουν το κεφάλι με συγκατάβαση. «Τον καημένο…» θα πούνε εκείνοι θλιβερά. «Τους καημένους», λες κι εσύ με τη σειρά σου, «η ζωή τους καθορίζεται απʼ το ασήμαντο…».
Να είσαι αυτός που θέλεις. Να διαλέξεις ποιον ορίζοντα θα κοιτάς όταν το τέλος έρθει, να σκεφτείς προσεκτικά τα στερνά σου λόγια. Να φωνάξεις γύρω σου αυτούς που θά ʼθελες να δεις και νʼ αποχαιρετήσεις. Να επιλέξεις αν θʼ αγωνιστείς, έστω και μάταια, ή αν θα σκύψεις το κεφάλι να πεθάνεις. Να μετανοήσεις, ή να νιώσεις τύψεις κι ενοχές. Να κλάψεις για την ομορφιά της ζωής που ρέει ακόμη μέσα σου, ή από λύπη που τη χάνεις. Να θρηνήσεις για τον χαμό σου, ή για τον κόσμο που δεν έγινε καλύτερος στις μέρες σου. Εσύ, με τον εαυτό σου. Για μία και μοναδική φορά σε μια ολόκληρη ζωή, χαρίζεται στον άνθρωπο το Αυτεξούσιό του, για όποιον μπορεί να διακρίνει την αξία του μέσα στο μαύρο τείχος του κύματος που έρχεται να τον καταπιεί. Ίσως τελικά αυτό το σπάνιο προνόμιο να είναι ο παράδεισος του γέροντα…
(συνεχίζεται...)
Το τερατώδες πολυώροφο κτήριο ρίχνει την άχαρη βαριά σκιά του σε μια από τις πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές της πόλης, με τις παλιές πολυκαιρισμένες και κουρασμένες πολυκατοικίες από την εποχή του οργασμού της ανοικοδόμησης, κάνοντάς την, αν είναι κάτι τέτοιο δυνατό, να μοιάζει ακόμη πιο μουντή. Οι περαστικοί κατεβάζουν το κεφάλι, αποστρέφουν το βλέμμα και ταχύνουν το βήμα, να περάσουν βιαστικά χωρίς να δουν. Κάποιοι σταυροκοπιούνται στα κρυφά, «απελθέτω Κύριε απʼ εμού…». Όσους πηγαίνουν κατά ʼκεί, τους αναγνωρίζεις εύκολα από το σοβαρό και τρομαγμένο συνάμα βλέμμα τους, από το αποφασιστικό τους βάδισμα, σαν να μαζεύουν όλες τους τις δυνάμεις για να μη λιποψυχήσουν και λακίσουν κοιτώντας κι αυτοί αλλού. Σε άλλες εποχές, πιο ευτυχισμένες, στο μέλλον που ονειρεύονταν, που όμως σαν θα φτάσει, κάποιοι δεν θά ʼναι πια μαζί. «Κάποιος τη νύχτα θα χαθεί, κάποιοι θα μείνουν μόνοι, ο χρόνος τους τελειώνει…».
Νύχτα, στο μπαλκόνι του εβδόμου ορόφου. Η πόλη από κάτω μου σε μεταμεσονύχτια προβολή. Κρύο και η γνωστή μουχλιασμένη μα τόσο γοητευτική ατμόσφαιρα της Σαλλονίκης. Ανασαίνω λαίμαργα. Ο ουρανός έχει πάρει ένα κιτρινωπό χρώμα, σα να ετοιμάζεται να βρέξει ώχρα. Να ξυπνήσει αύριο η πόλη βαμμένη στο χρώμα της θλίψης μου. Τα φώτα θαμπά, δημιουργούν μες στην αχλή ένα απόκοσμο σκηνικό. Σα νά ʼμαι κάπου αλλού, σε κάποιον άλλο χρόνο, να κοιτάζω το χαμένο μου βασίλειο από ψηλά, όπως το φάντασμα του Άμλετ. Σαν πουλί θα πετάξω, πάνω απʼ τις στέγες των σπιτιών, να κλέψω με τα μαύρα μου φτερά τα όνειρα των ανθρώπων. Να κρατήσω στα νύχια μου σφιχτά τις χαρές που καρτερούν, να τις αγγίξω, να τις χαϊδέψω, να νιώσω κι εγώ φευγαλέα τη ζεστασιά τους. Πριν φτάσουν ψηλά στον ουρανό, πριν κάνουν να πέσουνε τʼ αστέρια. Προτού η βροχή τα κατεβάσει προς τη γη και κάνει να φυτρώσουνε λουλούδια. Νʼ αντηχήσει η φωνή μου σα βραχνό κρώξιμο πάνω απʼ τα καμπαναριά, νʼ ακούσουν οι Αδελφοί της Θλίψης, να άρουν λίγο βάρος απʼ τους ώμους μου. Αμετανόητοι καπνιστές, μαζί με μένα, γεμίζουν τʼ αυτοσχέδια τασάκια με απίστευτες ποσότητες αποτσίγαρων. Που να πάρει την άτιμη τη φύτρα μας, ακόμη και αυτός ο τόπος δεν μας πτοεί, ούτε μας συνετίζει. Ούτε φυσικά και η προειδοποίηση πως το κάπνισμα στο νοσοκομείο διώκεται ποινικά. Η παρανομία το κάνει πιο γλυκό και η κατάσταση σχεδόν το επιβάλει.
«Εδώ δεν πιάνουν οι κατάρες, δεν πιάνουν οι ευχές». Εδώ ο Θεός κι ο Διάβολος έχουν κηρύξει μυστική ανακωχή. No manʼs land. Στέκουν σιωπηλοί μες στις σκιές και μας κοιτούν εκστατικοί, χωρίς να παρεμβαίνουν. Παρατηρούν με βουβό πόθο κι ανομολόγητη λαχτάρα το μεγαλείο της ανθρώπινης ψυχής, σα να γυρεύουνε να βρουν τη βαθύτερη αιτία της αέναής τους διαμάχης. Κάθε που η Πανδαμάτωρ Εντροπία, τους φτάνει εξαντλημένοι να κοιτιόνται, έτοιμοι από κούραση να ενδώσουν, νʼ αγκαλιαστούν για πρώτη και στερνή φορά και να χαθούν για πάντα, μαζί με σύμπασα την πλάση, μέσα σε μια οργιαστική πολύχρωμη υπερκαινοφανή λάμψη, στρέφουν το βλέμμα κατά ʼδώ και μέσα τους ξυπνά η προαιώνια δίψα, να λατρευτούν βαθιά, να κάνουν τις ψυχές να τους δοξάσουν. Έτσι γλιτώνουν τη μοναξιά της ανυπαρξίας και το μηδέν του Κέλβιν. Έτσι εδώ ο καθένας είναι μονάχος, απέναντι στον εαυτό του. Τα κύτταρά που στασίασαν, που μέθυσαν μια νύχτα κι έχασαν τον έλεγχο, που κήρυξαν την επανάσταση μέσα σʼ ένα καταγώγιο της Μονμάρτης, που απαίτησαν τη μάταιη ελευθερία, να γκρεμίσουν τη σιδερόφραχτη Βαστίλλη του προορισμού. Τα κύτταρα που αποφάσισαν να γίνουν κάτι άλλο, αφού εσύ τʼ ονειρευόσουνα για χρόνια, όμως δεν το επιχείρησες ποτέ. Τον εαυτό που δεν αντέχεις πια να κοιτάζεις στον καθρέφτη, που όμως κι εκείνος δε σʼ αντέχει και θέλει τώρα να σε φάει ζωντανό. «Ελευθερία ή θάνατος, ο κόσμος είνʼ αδιάβατος». Σπάνια και φρούδα η ελευθερία, συνηθέστερος ο θάνατος.
Ένας γέροντας πνευματικός, είπε μια μέρα, πως όποιος παθαίνει καρκίνο πηγαίνει στον παράδεισο∙ γιατί λέει, έχει τον καιρό νʼ αντικρύσει το θάνατο νά ʼρχεται κι όλον το χρόνο να μετανοήσει. Ο πόνος εξαγνίζει και το μαρτύριο καθαγιάζει. Δεν ξέρω αν έχει δίκιο, ούτε κι αν πάνε όλοι στον παράδεισο, ούτε αν αυτός υπάρχει καν, δεν το ξέρω. Όμως στʼ αλήθεια μέσα εδώ, έχεις δικαίωμα να δεις αλλιώς τον εαυτό σου, απαλλαγμένος απʼ την ευθύνη της συμβατικότητας. Μπορείς για πρώτη σου φορά να είσαι όποιος θέλεις. Ακόμη κι αν σκοτώσεις κάποιον, κανείς δεν θα σε κλείσει φυλακή. Αν βρίσεις, αν φωνάξεις, αν τρελαθείς και τα σπάσεις, κανείς δεν θα σε κατηγορήσει, ούτε το κοινωνικό σύνολο, που για τη γνώμη του φάγαμε μέχρι τούδε τη ζωή μας, θα σε κοιτάξει επιτιμητικά. Όλοι θα κουνήσουν το κεφάλι με συγκατάβαση. «Τον καημένο…» θα πούνε εκείνοι θλιβερά. «Τους καημένους», λες κι εσύ με τη σειρά σου, «η ζωή τους καθορίζεται απʼ το ασήμαντο…».
Να είσαι αυτός που θέλεις. Να διαλέξεις ποιον ορίζοντα θα κοιτάς όταν το τέλος έρθει, να σκεφτείς προσεκτικά τα στερνά σου λόγια. Να φωνάξεις γύρω σου αυτούς που θά ʼθελες να δεις και νʼ αποχαιρετήσεις. Να επιλέξεις αν θʼ αγωνιστείς, έστω και μάταια, ή αν θα σκύψεις το κεφάλι να πεθάνεις. Να μετανοήσεις, ή να νιώσεις τύψεις κι ενοχές. Να κλάψεις για την ομορφιά της ζωής που ρέει ακόμη μέσα σου, ή από λύπη που τη χάνεις. Να θρηνήσεις για τον χαμό σου, ή για τον κόσμο που δεν έγινε καλύτερος στις μέρες σου. Εσύ, με τον εαυτό σου. Για μία και μοναδική φορά σε μια ολόκληρη ζωή, χαρίζεται στον άνθρωπο το Αυτεξούσιό του, για όποιον μπορεί να διακρίνει την αξία του μέσα στο μαύρο τείχος του κύματος που έρχεται να τον καταπιεί. Ίσως τελικά αυτό το σπάνιο προνόμιο να είναι ο παράδεισος του γέροντα…
(συνεχίζεται...)
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 16 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.