Nascentes morimur
Διάσημο μέλος
Η Nascentes morimur αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 2,521 μηνύματα.
23-12-21
15:52
Λίγο πριν το τέλος της ζωής του, ο Φραντς Κάφκα έζησε μια πρωτόγνωρη εμπειρία. Καθώς περπατούσε στο πάρκο Στέγκλιτζ στο Βερολίνο, συνάντησε ένα κοριτσάκι που έκλαιγε απαρηγόρητο γιατί είχε χάσει την κούκλα της.
Ο Κάφκα προσφέρθηκε να το βοηθήσει να βρει την κούκλα της, όμως μην μπορώντας να την βρει, σκέφτηκε ένα τέχνασμα για να πάρει την λύπη από το μικρό κοριτσάκι.
Έγραψε ένα γράμμα, δήθεν προερχόμενο από την κούκλα της μικρής και της το έδωσε:
«Σε παρακαλώ μην κλαις για εμένα, έφυγα σε ταξίδι για να γνωρίσω τον κόσμο. Θα σου ξαναγράψω σύντομα για να σου διηγηθώ τις εμπειρίες μου».
Κάθε φορά που εκείνος και το κοριτσάκι συναντιόντουσαν, της διάβαζε προσεκτικά τα γράμματα που περιέγραφαν τις φανταστικές ιστορίες της κούκλας. Το κοριτσάκι παρηγοριόταν και αδημονούσε κάθε φορά για νέα από την κούκλα.
Ο καιρός περνούσε και όταν ήρθε η στιγμή να αποχωριστούν, ο Κάφκα έκανε δώρο στο κοριτσάκι μια κούκλα, που ήταν όμως εντελώς διαφορετική από την αρχική.
Η καινούρια κούκλα, έφερε επάνω της ένα συνοδευτικό σημείωμα που έλεγε:
«Εγώ είμαι! Τα ταξίδια μου με άλλαξαν.»
Μετά από χρόνια, το κοριτσάκι που είχε γίνει πια μεγάλη γυναίκα, βρήκε ένα κρυμμένο σημείωμα μέσα στην κούκλα που της είχε δωρίσει ο Κάφκα:
«Κάθε τι που αγαπάς πολύ πιθανόν μια μέρα να το χάσεις, όμως στο τέλος, έστω με διαφορετική μορφή, η αγάπη θα επιστρέφει».
Ο Κάφκα προσφέρθηκε να το βοηθήσει να βρει την κούκλα της, όμως μην μπορώντας να την βρει, σκέφτηκε ένα τέχνασμα για να πάρει την λύπη από το μικρό κοριτσάκι.
Έγραψε ένα γράμμα, δήθεν προερχόμενο από την κούκλα της μικρής και της το έδωσε:
«Σε παρακαλώ μην κλαις για εμένα, έφυγα σε ταξίδι για να γνωρίσω τον κόσμο. Θα σου ξαναγράψω σύντομα για να σου διηγηθώ τις εμπειρίες μου».
Κάθε φορά που εκείνος και το κοριτσάκι συναντιόντουσαν, της διάβαζε προσεκτικά τα γράμματα που περιέγραφαν τις φανταστικές ιστορίες της κούκλας. Το κοριτσάκι παρηγοριόταν και αδημονούσε κάθε φορά για νέα από την κούκλα.
Ο καιρός περνούσε και όταν ήρθε η στιγμή να αποχωριστούν, ο Κάφκα έκανε δώρο στο κοριτσάκι μια κούκλα, που ήταν όμως εντελώς διαφορετική από την αρχική.
Η καινούρια κούκλα, έφερε επάνω της ένα συνοδευτικό σημείωμα που έλεγε:
«Εγώ είμαι! Τα ταξίδια μου με άλλαξαν.»
Μετά από χρόνια, το κοριτσάκι που είχε γίνει πια μεγάλη γυναίκα, βρήκε ένα κρυμμένο σημείωμα μέσα στην κούκλα που της είχε δωρίσει ο Κάφκα:
«Κάθε τι που αγαπάς πολύ πιθανόν μια μέρα να το χάσεις, όμως στο τέλος, έστω με διαφορετική μορφή, η αγάπη θα επιστρέφει».
Nascentes morimur
Διάσημο μέλος
Η Nascentes morimur αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 2,521 μηνύματα.
15-12-21
15:53
Ο άνθρωπος περπατούσε σ’ εκείνα τα σοκάκια της επαρχιακής πόλης. Είχε χρόνο, και γι’ αυτό κοντοστεκόταν για λίγο μπροστά σε κάθε βιτρίνα, σε κάθε κατάστημα, σε κάθε πλατεία.
Στρίβοντας σε μία γωνία βρέθηκε άξαφνα μπροστά σε ένα ταπεινό κατάστημα που η ταμπέλα του ήταν λευκή. Περίεργος, πλησίασε στη βιτρίνα και κόλλησε το πρόσωπο στο κρύσταλλο για να καταφέρει να δει μέσα στο σκοτάδι… Το μόνο που φαινόταν ήταν ένα αναλόγιο μ’ ένα χειρόγραφο καρτελάκι που έγραφε: Το μαγαζί της Αλήθειας.
Ο άνθρωπος έμεινε έκπληκτος. Σκέφτηκε ότι, αν και διέθετε ανεπτυγμένη φαντασία, του ήταν αδύνατον να φανταστεί τι μπορεί να πουλούσαν. Μπήκε.
Πλησίασε την κοπέλα που στεκόταν στον πρώτο πάγκο και τη ρώτησε:
«Συγνώμη. Είναι αυτό το μαγαζί της αλήθειας;»
«Μάλιστα κύριε. Τι λογής αλήθεια θέλετε; Αλήθεια μερική, αλήθεια σχετική, αλήθεια στατική, πλήρη αλήθεια;»
Ώστε, λοιπόν, πουλούσαν αλήθεια. Ποτέ δεν είχε φανταστεί ότι ήταν δυνατόν κάτι τέτοιο. Να πηγαίνεις σ’ ένα μέρος και να παίρνεις την αλήθεια, ήταν υπέροχο.
«Θέλω πλήρη αλήθεια» αποκρίθηκε ο άνθρωπος χωρίς ταλάντευση.
«Είμαι τόσο απηυδισμένος από τα ψέματα και τις πλαστογραφίες» σκέφτηκε. «Δε θέλω άλλες γενικεύσεις, ούτε δικαιολογίες, δεν θέλω απάτες ούτε κοροϊδίες».
«Απόλυτη αλήθεια!» διόρθωσε.
«Μάλιστα, κύριε. Ακολουθήστε με».
Η κοπέλα συνόδευσε τον πελάτη σ’ ένα άλλο μέρος του καταστήματος και, δείχνοντας ένα πωλητή με αυστηρό ύφος, είπε:
«Ο κύριος θα σας εξυπηρετήσει».
Ο πωλητής πλησίασε και περίμενε τον πελάτη να μιλήσει.
«Ήρθα ν’ αγοράσω την απόλυτη αλήθεια».
«Αχά. Συγνώμη, αλλά γνωρίζετε την τιμή;»
«Όχι. Πόσο κοστίζει;» αποκρίθηκε τυπικά. Στην πραγματικότητα, ήξερε ότι θα πλήρωνε όσο όσο για να έχει όλη την αλήθεια.
«Για όλη την αλήθεια» είπε ο πωλητής, «το αντίτιμο είναι ότι ποτέ πια δεν θα έχετε την ησυχία σας».
Ένα ρίγος διέτρεξε τη ράχη του ανθρώπου. Ποτέ δεν είχε φανταστεί ότι το κόστος θα ήταν τόσο υψηλό.
«Ευ-ευχαριστώ…Συγνώμη…» ψέλλισε.
Έκανε μεταβολή και βγήκε από το κατάστημα κοιτώντας το έδαφος
Χόρχε Μπουκάι
Στρίβοντας σε μία γωνία βρέθηκε άξαφνα μπροστά σε ένα ταπεινό κατάστημα που η ταμπέλα του ήταν λευκή. Περίεργος, πλησίασε στη βιτρίνα και κόλλησε το πρόσωπο στο κρύσταλλο για να καταφέρει να δει μέσα στο σκοτάδι… Το μόνο που φαινόταν ήταν ένα αναλόγιο μ’ ένα χειρόγραφο καρτελάκι που έγραφε: Το μαγαζί της Αλήθειας.
Ο άνθρωπος έμεινε έκπληκτος. Σκέφτηκε ότι, αν και διέθετε ανεπτυγμένη φαντασία, του ήταν αδύνατον να φανταστεί τι μπορεί να πουλούσαν. Μπήκε.
Πλησίασε την κοπέλα που στεκόταν στον πρώτο πάγκο και τη ρώτησε:
«Συγνώμη. Είναι αυτό το μαγαζί της αλήθειας;»
«Μάλιστα κύριε. Τι λογής αλήθεια θέλετε; Αλήθεια μερική, αλήθεια σχετική, αλήθεια στατική, πλήρη αλήθεια;»
Ώστε, λοιπόν, πουλούσαν αλήθεια. Ποτέ δεν είχε φανταστεί ότι ήταν δυνατόν κάτι τέτοιο. Να πηγαίνεις σ’ ένα μέρος και να παίρνεις την αλήθεια, ήταν υπέροχο.
«Θέλω πλήρη αλήθεια» αποκρίθηκε ο άνθρωπος χωρίς ταλάντευση.
«Είμαι τόσο απηυδισμένος από τα ψέματα και τις πλαστογραφίες» σκέφτηκε. «Δε θέλω άλλες γενικεύσεις, ούτε δικαιολογίες, δεν θέλω απάτες ούτε κοροϊδίες».
«Απόλυτη αλήθεια!» διόρθωσε.
«Μάλιστα, κύριε. Ακολουθήστε με».
Η κοπέλα συνόδευσε τον πελάτη σ’ ένα άλλο μέρος του καταστήματος και, δείχνοντας ένα πωλητή με αυστηρό ύφος, είπε:
«Ο κύριος θα σας εξυπηρετήσει».
Ο πωλητής πλησίασε και περίμενε τον πελάτη να μιλήσει.
«Ήρθα ν’ αγοράσω την απόλυτη αλήθεια».
«Αχά. Συγνώμη, αλλά γνωρίζετε την τιμή;»
«Όχι. Πόσο κοστίζει;» αποκρίθηκε τυπικά. Στην πραγματικότητα, ήξερε ότι θα πλήρωνε όσο όσο για να έχει όλη την αλήθεια.
«Για όλη την αλήθεια» είπε ο πωλητής, «το αντίτιμο είναι ότι ποτέ πια δεν θα έχετε την ησυχία σας».
Ένα ρίγος διέτρεξε τη ράχη του ανθρώπου. Ποτέ δεν είχε φανταστεί ότι το κόστος θα ήταν τόσο υψηλό.
«Ευ-ευχαριστώ…Συγνώμη…» ψέλλισε.
Έκανε μεταβολή και βγήκε από το κατάστημα κοιτώντας το έδαφος
Χόρχε Μπουκάι
Nascentes morimur
Διάσημο μέλος
Η Nascentes morimur αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 2,521 μηνύματα.
06-12-21
15:01
Ένας νεαρός προς τον διάβολο:
- Πώς κατάφερες να στείλεις στην κόλαση τόσες ψυχές;
Ο διάβολος:
– Μέσω του φόβου!
Ο νεαρός:
–Μπράβο ! Και τι φοβόντουσαν; Πολέμους; Πείνα;
Ο διάβολος:
– Όχι… Μια αρρώστια!
Ο νεαρός:
– Δεν αρρώστησαν; Δεν πέθαιναν; Δεν υπήρχε γιατρειά;
Ο διάβολος:
-….. αρρώστησαν. Πέθαναν. Υπήρχε γιατρειά…
Ο νεαρός:
– Δεν καταλαβαίνω…
Ο διάβολος:
– Πίστεψαν, καταλάθος, ότι το μοναδικό πράγμα που πρέπει να κρατήσουν με κάθε κόστος είναι η ΖΩΗ!!!
Σταματήσαν να αγκαλιάζονται…
Σταματήσαν να χαιρετάει ο ένας τον άλλον!!!
Παράτησαν όλες της ανθρώπινες επαφές….
Αφήσαν οτιδήποτε ήταν ανθρώπινο!
Έμειναν χωρίς χρήματα.
Έχασαν την δουλειά τους.
Επέλεξαν όμως να φοβούνται για την ζωή τους ακόμα κι αν δεν είχαν ψωμί να φάνε.
Πίστεψαν ότι άκουσαν, διάβασαν εφημερίδες και πίστεψαν τυφλά ότι διάβασαν.
Παράτησαν την ελευθερία.
Δεν έφυγαν ξανά από το σπίτι.
Δεν πήγαν πουθενά.
Δεν επισκέφθηκαν ποτέ ξανά φίλους και συγγενείς.
Όλος ο κόσμος μετατράπηκε σε μια τεράστια φυλακή με εθελοντές κατάδικους.
Δέχτηκαν τα πάντα!!!
Όλα αυτά για να επιβιώσουν
μια ακόμα μίζερη ημέρα….
Δεν έζησαν, πέθαιναν κάθε μέρα!
Ήταν πολύ εύκολο να πάρω την μίζερη ψυχή τους...
από βιβλίο γραμμένο το 1941
Θεόκτιστος Δικταπανίδης, ΠΡΟΣΕΥΧΗΤΑΡΙΟΝ
- Πώς κατάφερες να στείλεις στην κόλαση τόσες ψυχές;
Ο διάβολος:
– Μέσω του φόβου!
Ο νεαρός:
–Μπράβο ! Και τι φοβόντουσαν; Πολέμους; Πείνα;
Ο διάβολος:
– Όχι… Μια αρρώστια!
Ο νεαρός:
– Δεν αρρώστησαν; Δεν πέθαιναν; Δεν υπήρχε γιατρειά;
Ο διάβολος:
-….. αρρώστησαν. Πέθαναν. Υπήρχε γιατρειά…
Ο νεαρός:
– Δεν καταλαβαίνω…
Ο διάβολος:
– Πίστεψαν, καταλάθος, ότι το μοναδικό πράγμα που πρέπει να κρατήσουν με κάθε κόστος είναι η ΖΩΗ!!!
Σταματήσαν να αγκαλιάζονται…
Σταματήσαν να χαιρετάει ο ένας τον άλλον!!!
Παράτησαν όλες της ανθρώπινες επαφές….
Αφήσαν οτιδήποτε ήταν ανθρώπινο!
Έμειναν χωρίς χρήματα.
Έχασαν την δουλειά τους.
Επέλεξαν όμως να φοβούνται για την ζωή τους ακόμα κι αν δεν είχαν ψωμί να φάνε.
Πίστεψαν ότι άκουσαν, διάβασαν εφημερίδες και πίστεψαν τυφλά ότι διάβασαν.
Παράτησαν την ελευθερία.
Δεν έφυγαν ξανά από το σπίτι.
Δεν πήγαν πουθενά.
Δεν επισκέφθηκαν ποτέ ξανά φίλους και συγγενείς.
Όλος ο κόσμος μετατράπηκε σε μια τεράστια φυλακή με εθελοντές κατάδικους.
Δέχτηκαν τα πάντα!!!
Όλα αυτά για να επιβιώσουν
μια ακόμα μίζερη ημέρα….
Δεν έζησαν, πέθαιναν κάθε μέρα!
Ήταν πολύ εύκολο να πάρω την μίζερη ψυχή τους...
από βιβλίο γραμμένο το 1941
Θεόκτιστος Δικταπανίδης, ΠΡΟΣΕΥΧΗΤΑΡΙΟΝ
Nascentes morimur
Διάσημο μέλος
Η Nascentes morimur αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 2,521 μηνύματα.
12-11-21
15:17
«Το βατραχάκι που δεν ήξερε ότι θα βραζόταν».
Μια ενδιαφέρουσα ιστορία του γάλλου συγγραφέα και φιλόσοφου Olivier Clerc:
Φανταστείτε μια κατσαρόλα γεμάτη κρύο νερό, μέσα στο οποίο κολυμπά ανέμελα, ένα βατραχάκι.
Κάτω από την κατσαρόλα, ανάβεται μια μικρή φωτιά και το νερό, αρχίζει να ζεσταίνεται πολύ σιγά.
Το νερό, σιγά - σιγά γινεται χλιαρό και το βατραχάκι, βρίσκοντάς το μάλλον ευχάριστο, συνεχίζει να κολυμπά χαρούμενο.
Η θερμοκρασία του νερού, συνεχίζει να ανεβαίνει.
Το νερό γίνεται πιο ζεστό, από ότι το βατραχάκι θα θεωρούσε ευχάριστο, αισθανόταν λίγο κουρασμένο, αλλά παρ όλα ταύτα δεν αισθάνεται κανέναν φόβο.
Τέλος το νερό γίνεται πραγματικά πολύ ζεστό και το βατραχάκι αρχίζει να αισθάνεται δυσάρεστα, αλλά είναι εξουθενωμένο. Για αυτόν τον λόγο, υπέμενε και δεν αντιδρούσε.
Η θερμοκρασία συνεχίζει να ανεβαίνει, έως ότου, το βατραχάκι κατέληξε να βράσει και ως εκ τούτου, να πεθάνει.
Εάν έριχνες το ίδιο βατραχάκι κατ ’ ευθείαν σε νερό θερμοκρασίας 50 βαθμών, με μια εκτίναξη των ποδιών του, θα είχε πηδήξει αμέσως έξω από την κατσαρόλα.
Λοιπόν, αν δεν είστε σαν το βατραχάκι, μισοβρασμένοι, κάντε μια γερή εκτίναξη με τα πόδια, πριν είναι πολύ αργά.
Συνειδητοποίηση ή βράσιμο. Πρέπει να διαλέξουμε!
Μια ενδιαφέρουσα ιστορία του γάλλου συγγραφέα και φιλόσοφου Olivier Clerc:
Φανταστείτε μια κατσαρόλα γεμάτη κρύο νερό, μέσα στο οποίο κολυμπά ανέμελα, ένα βατραχάκι.
Κάτω από την κατσαρόλα, ανάβεται μια μικρή φωτιά και το νερό, αρχίζει να ζεσταίνεται πολύ σιγά.
Το νερό, σιγά - σιγά γινεται χλιαρό και το βατραχάκι, βρίσκοντάς το μάλλον ευχάριστο, συνεχίζει να κολυμπά χαρούμενο.
Η θερμοκρασία του νερού, συνεχίζει να ανεβαίνει.
Το νερό γίνεται πιο ζεστό, από ότι το βατραχάκι θα θεωρούσε ευχάριστο, αισθανόταν λίγο κουρασμένο, αλλά παρ όλα ταύτα δεν αισθάνεται κανέναν φόβο.
Τέλος το νερό γίνεται πραγματικά πολύ ζεστό και το βατραχάκι αρχίζει να αισθάνεται δυσάρεστα, αλλά είναι εξουθενωμένο. Για αυτόν τον λόγο, υπέμενε και δεν αντιδρούσε.
Η θερμοκρασία συνεχίζει να ανεβαίνει, έως ότου, το βατραχάκι κατέληξε να βράσει και ως εκ τούτου, να πεθάνει.
Εάν έριχνες το ίδιο βατραχάκι κατ ’ ευθείαν σε νερό θερμοκρασίας 50 βαθμών, με μια εκτίναξη των ποδιών του, θα είχε πηδήξει αμέσως έξω από την κατσαρόλα.
Λοιπόν, αν δεν είστε σαν το βατραχάκι, μισοβρασμένοι, κάντε μια γερή εκτίναξη με τα πόδια, πριν είναι πολύ αργά.
Συνειδητοποίηση ή βράσιμο. Πρέπει να διαλέξουμε!