21-07-09
22:25
Μπορει καποιος να ειναι υπερηφανος για κατι που εκανε, αλλά με μετρο χωρις να παιρνουν τα μυαλα του αερα, και να καβαλαει το καλαμι που λεμε. Πχ να εβαλε ενα στοχο και να τον πετυχε. Να βοηθησε καποιους στην ευτυχια τους.
Αλλά η υπερηφανεια για λαθος λογο ή σε υπερβολικο βαθμο, ερχεται σε συγκρουση με την ταπεινοτητα.
Αλλά η υπερηφανεια για λαθος λογο ή σε υπερβολικο βαθμο, ερχεται σε συγκρουση με την ταπεινοτητα.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 14 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
21-07-09
21:39
Η κυρια εννοια του "εγωισμος" ειναι αρνητικη, και οντως η οποια θετικη εχει αλλες λεξεις οπως αξιοπρεπεια,αυτοσεβασμος,υπερηφανεια κλπ.
Νομιζω αυτη ειναι η σωστη χρηση της λεξεως και μας βγαζει απο μπερδεμετα.
Γενικά στη ζωή ειμαι εναντια στον εγωισμο, και υπερ της αξιοπρεπειας αλλα και της ταπεινοτητας. Η οποια συχνα λανθασμενα παρεξηγειται ως ελλατωμα.
Νομιζω αυτη ειναι η σωστη χρηση της λεξεως και μας βγαζει απο μπερδεμετα.
Γενικά στη ζωή ειμαι εναντια στον εγωισμο, και υπερ της αξιοπρεπειας αλλα και της ταπεινοτητας. Η οποια συχνα λανθασμενα παρεξηγειται ως ελλατωμα.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 14 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
30-03-08
02:18
Εχει σημασία με ποια έννοια αναφερουμε τον εγωισμό. Η βασική/συνηθης δεν ειναι θετική παντως. Παραθετω μερικες να ξερουμε για τι πραγμα μιλαμε.
εγωισμός ο [eγoizmós] O17 : 1.η υπέρμετρη και αποκλειστική αγάπη του ατόμου για τον εαυτό του, η οποία οδηγεί σε μια στάση αδιαφορίας για τους άλλους και περιφρόνησης του κοινωνικού συμφέροντος· (πρβ. εγωπάθεια, εγωκεντρισμός, εγωλατρία). ANT αλτρουισμός, φιλαλληλία: Tυφλός ~. || O ~ του δεν τον αφήνει να δει το λάθος του, η αλαζονεία του. 2. προσωπική φιλοτιμία, υπερηφάνεια· αξιοπρέπεια: Πληγώνω / θίγω τον εγωισμό κάποιου. Θίχτηκε ο ~ του. 3. (φιλοσ., παλαιότ.) σολιψισμός. || (ψυχ.) η φυσική αγάπη του ατόμου προς τον εαυτό του. [λόγ. < γαλλ. égoïsme < λατ. ego `εγώ΄ -isme = -ισμός]
εγωισμός ο [eγoizmós] O17 : 1.η υπέρμετρη και αποκλειστική αγάπη του ατόμου για τον εαυτό του, η οποία οδηγεί σε μια στάση αδιαφορίας για τους άλλους και περιφρόνησης του κοινωνικού συμφέροντος· (πρβ. εγωπάθεια, εγωκεντρισμός, εγωλατρία). ANT αλτρουισμός, φιλαλληλία: Tυφλός ~. || O ~ του δεν τον αφήνει να δει το λάθος του, η αλαζονεία του. 2. προσωπική φιλοτιμία, υπερηφάνεια· αξιοπρέπεια: Πληγώνω / θίγω τον εγωισμό κάποιου. Θίχτηκε ο ~ του. 3. (φιλοσ., παλαιότ.) σολιψισμός. || (ψυχ.) η φυσική αγάπη του ατόμου προς τον εαυτό του. [λόγ. < γαλλ. égoïsme < λατ. ego `εγώ΄ -isme = -ισμός]
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 16 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.