Neraida
Επιφανές μέλος
Η Bitch... αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 13,073 μηνύματα.
28-08-09
23:09
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 14 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Neraida
Επιφανές μέλος
Η Bitch... αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 13,073 μηνύματα.
20-05-09
23:47
Νεράιδα του Δάσους
Περπατούσα μόνος ανάμεσα στα σιωπηλά δέντρα,νιώθοντας τις χλιαρές σταγόνες της βροχής να πέφτουν πάνω μου, να μουσκεύουν τα μαλλιά μου και να σχηματίζουν μικρά ρυάκια γλιστρώντας σιγά σιγά πάνω στα μάγουλά μου. Η βροχή μύριζε σα χορτάρι, ή ίσως η οσμή του υγρού φρέσκου χώματος μου θύμιζε τη βροχή. Όπως και να 'χει, δεν υπήρχε άλλος εκτός από μένα για να γευτεί τη μυρωδιά. Όλοι με είχαν εγκαταλείψει, όλοι εκτός από τις σκέψεις μου, που μ' ακολουθούσαν όπως κι εγώ ακολουθούσα το μονοπάτι, με σιγουριά και σεβασμό συγχρόνως. Κατά κάποιο τρόπο μάλιστα οι σκέψεις αυτές είχαν μια παρουσία εντονότερη από κάθε τι χειροπιαστό, και παραμέριζαν τα πάντα στην άκρη της συνείδησής μου. Το αδιάκοπο σφυροκόπημα της βροχής πάνω στα έλατα, τη γη και το δέρμα μου έμοιαζε απόκοσμο, σα να προερχόταν από κάπου πολύ μακριά. Αν ήμουν στεγνός, θα ορκιζόμουν πως ήταν ψεύτικο.
Παραμερίζοντας ανούσιες φαντασίες σαν κι αυτές, προσπάθησα γι άλλη μια φορά να ξεδιαλύνω το απεχθές αυτό κουβάρι σκέψεων που αντίκρυζα όποτε έκλεινα τα μάτια. Δεν ήξερα γιατί βρισκόμουν εκεί, όχι. Ούτε ήξερα γιατί συνέχιζα να περπατάω, ή πού θα με οδηγούσε το μονοπάτι. Με είχε κυριεύσει όμως μια ακαθόριστη αίσθηση προσμονής, και τα μουρμουρητά της ήταν που υπαγόρευαν τα βήματά μου. Ήταν η πλήρης βεβαιότητα πως κάτι σημαντικό θα συμβεί, πλήρης σαν τη μαγεία που ασκούν οι προβολείς του αυτοκινήτου στο ελάφι και σαν την έκσταση της πυγολαμπίδας όταν την αγκαλιάζουν οι φλόγες. Βέβαια κανείς δε μου υποσχόταν πως το επικείμενο γεγονός θα ήταν λιγότερο επικίνδυνο για μένα απ' ότι η φωτιά για την πυγολαμπίδα, αλλά πάλι κανείς δεν υποσχόταν τίποτα και στην πυγολαμπίδα.
Τότε ήταν που άκουσα για πρώτη φορά το τραγούδι της. Στην αρχή δεν το είχα προσέξει, συγχέοντάς το με τον ήχο του ανέμου που χαϊδεύει τα φύλλα. Όσο πλησίαζα όμως -- γιατί τώρα ήμουν σίγουρος ότι κάπου πλησίαζα -- αυτό κέρδιζε συνεχώς σε δύναμη και ομορφιά. Σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα είχε ξεπεράσει σε ένταση το υψίσυχνο σφύριγμα του αέρα, είχε πνίξει το μελωδικό πλατσούρισμα της βροχής... με είχε κυριεύσει. Όταν αργότερα με ρωτούσαν, το περιέγραφα σα μια μεικτή χορωδία αγγέλων και δαιμονικών να τραγουδά μόνο μιά νότα, μιά νότα που ήταν συγχρόνως θρήνος και έκσταση, που ο νους δε μπορούσε να τη συλλάβει αλλά μόνο να τη ζήσει· γιατί καθώς ένιωθα τα περάσματά της ν' αγγίζουν την ψυχή μου και τις κορώνες τις να διαπερνούν το μυαλό μου, ήξερα πως αυτό το τραγούδι δεν ήταν ανθρώπινο, μα κάτι παραπάνω...
Άξαφνα, φτάνοντας στην κορυφή ενός λασπωμένου υψώματος, είδα και την ίδια. Αν και καθόταν πάνω στον πεσμένο κορμό μιας βελανιδιάς, το παράστημά της παρέπεμπε σε βασίλισσα που κάθεται στο θρόνο της. Τ' ολόλευκο φόρεμα που αγκάλιαζε το κορμί της αρχίζοντας από τους ώμους και φτάνοντας μέχρι τους λεπτοκαμωμένους αστραγάλους της μου θύμισε κύκνο· μόνο που καμιά βασίλισσα δε μπορούσε να έχει τόση χάρη, και κανένας κύκνος δεν ήταν τόσο όμορφος. Τα χρυσοκόκκινα σγουρά μαλλιά της χύνονταν ατίθασα πάνω στους ώμους της, περιβάλλοντας σα φωτοστέφανο αγγέλου ένα πρόσωπο τόσο τέλειο που έμοιαζε βγαλμένο από παραμύθι. Σταμάτησα παραπατώντας κι έμεινα άφωνος να την κοιτάω, μ' ένα παιδικό χαμόγελο ευχαρίστησης ζωγραφισμένο στο πρόσωπό μου.
Το σώμα μου είχε παραλύσει· η καρδιά μου χτυπούσε σα δαιμονισμένη, τόσο δυνατά που νόμιζα πως άκουγα εντονότερα τον ήχο της παρά τον αέρα που ολοένα και δυνάμωνε. Η οπτασία -- τι άλλο μπορεί να ήταν; -- συνέχιζε να τραγουδά με τα μάτια κλειστά, ενώ μέσα μου η ηδονή των αισθήσεων πάλευε με το φόβο του υπερφυσικού. Έκανα την αμυδρή σκέψη πως σίγουρα ονειρεύομαι, είμαι αναίσθητος σ' ένα λασπωμένο μονοπάτι κι όλα αυτά τα φαντάζομαι. Ή ακόμα ότι κάτι μου συνέβη κι αυτός είναι ο παράδεισος· μα ναι, η αψεγάδιαστη ομορφιά της μόνο σ' έναν άγγελο θα μπορούσε ν΄ανήκει. Γονάτισα· η βροχή είχε σταματήσει, μα τώρα το χώμα ποτιζόταν απ' τα σιωπηλά μου δάκρυα.
Νομίζω ότι εκείνη αισθάνθηκε την παρουσία μου τότε, ή ίσως απλά να με είχε ακούσει. Χωρίς καμιά προειδοποίηση είδα, η μάλλον ένιωσα, μια εκτυφλωτική λάμψη να με διαπερνά απ' άκρη σ' άκρη, σβήνοντας τη μορφή της από τα μάτια μου μα όχι κι απ' το μυαλό μου. Το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι είναι τα βλέφαρά της ν' ανασηκώνονται και τα μάτια της να μου χαρίζουν ένα ανεκτίμητο χαμόγελο...
Φαντάζομαι πως από καθαρή τύχη με βρήκαν στο δάσος το ίδιο βράδυ. Εγώ σίγουρα δε θα είχα καταφέρει να βγω απ' αυτό μόνος μου. Ανακουφίστηκαν όταν με είδαν, βέβαια, μα κανείς τους δεν πίστεψε την ιστορία μου· ούτε τότε, μα ούτε και μέχρι σήμερα. Μόνο μια φορά, μετά από πολλά χρόνια, ο εγγονός μου μου είπε ότι, όπως λέει το παραμύθι, η οπτασία που συνάντησα εκείνη τη μέρα ήταν η νεράιδα του δάσους, που η ομορφιά της τυφλώνει όποιον άτυχο ρίξει το βλέμμα του πάνω της. Χαϊδεύοντας τα σγουρά του μαλλιά, χαμογέλασα και του απάντησα πως έβλεπα μια χαρά. Κι αν τα πάντα γύρω μου φαινόντουσαν μαύρα, αυτό συνέβαινε γιατί δεν ήταν όμορφα. Τα πάντα, εκτός από κείνη...
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 14 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Neraida
Επιφανές μέλος
Η Bitch... αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 13,073 μηνύματα.
02-01-09
16:38
Ο ΜΙΚΡΟΥΛΗΣ ΑΪ-ΒΑΣΙΛΗΣ
Anu Stohner – Henrike Wilson
Μετάφραση: Βούλα Αυγουστίνου
Πολύ πολύ μακριά στο βορρά, εκεί όπου τα πρώτα χιόνια πέφτουν, όταν εμείς εδώ έχουμε ακόμη καλοκαίρι, βρίσκεται καλά κρυμμένο το χωριό των Αϊ-Βασίληδων. Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε εκεί ένας μικρούλης Αϊ-Βασίλης που δεν έβλεπε την ώρα να έρθουν τα Χριστούγεννα.
Ήταν πάντα ο πρώτος που έπαιρνε το χριστουγεννιάτικο δέντρο του από το μεγάλο δάσος. Και ήταν πάντα ο πρώτος που γυάλιζε το έλκηθρό του, λούστραρε τις μπότες του και αέριζε το παλτό του.
Όταν οι άλλοι Αϊ-Βασίληδες δεν είχαν αποφασίσει ακόμη τι δώρα θα πήγαιναν στα παιδιά, ο μικρούλης Αϊ-Βασίλης είχε ήδη ετοιμάσει και τυλίξει τα δώρα.
Περισσότερο του άρεσε να δωρίζει πράγματα που είχε φτιάξει με τα ίδια του τα χέρια. Ήξερε να φτιάχνει όλα τα παιχνίδια: πολύχρωμα αυτοκινητάκια και σκυλάκια με βούλες, ξύλινα αλογάκια, κουκλόσπιτα…
Κι έψηνε υπέροχα γλυκά. Ήξερε να φτιάχνει κουλουράκια με κανέλα σε σχήμα αστεριών, μελόπιτες, χρωματιστά μπαστουνάκια… Και τα μελομακάρονά του ήταν τα καλύτερα του κόσμου. Όταν τελείωνε το τύλιγμα των δώρων και το ψήσιμο των γλυκών, περίμενε με περισσότερη λαχτάρα το ταξίδι στα παιδιά από οποιονδήποτε άλλο Αϊ-Βασίλη. Και κάθε χρόνο τα ίδια…
«Όχι, δεν μπορείς να έρθεις μαζί μας» είπε ο αρχηγός Αϊ-Βασίλης, που αποφάσιζε για τα πάντα στο χωριό των Αϊ-Βασίληδων. «Είσαι πολύ μικρός». «Τα παιδιά θα σκάσουν στα γέλια» φώναξε ένας αγενέστατος νεαρός Αϊ-Βασίλης. «Ιδιαίτερα όταν τον δούνε» είπε, γελώντας ένας άλλος. «Πάνω στο μικροσκοπικό του έλκηθρο» φώναξε ένας τρίτος. Ήταν πολύ άσχημο αυτό που έκαναν, και λίγο έλειψε ο αρχηγός να τους αφήσει κι αυτούς στο σπίτι.
Όμως φέτος είχαν να δώσουν τόσο πολλά δώρα, που δεν μπορούσε να αφήσει πίσω κανέναν από τους νεαρούς Αϊ-Βασίληδες. Γιʼ αυτό τους κοίταξε μονάχα πολύ αυστηρά και είπε: «Να φέρεστε καλύτερα!». Και στο μικρούλη Αϊ-Βασίλη είπε:«Του χρόνου ίσως». Αλλά ο μικρούλης Αϊ-Βασίλης δεν μπορούσε να το πιστέψει τόσο εύκολα πια.
Όταν έφυγαν οι υπόλοιποι Αϊ-Βασίληδες, ο μικρούλης Αϊ-Βασίλης δεν ήθελε ούτε να βλέπει ούτε να ακούει τίποτα. Έκλεισε τα παντζούρια κι έκατσε ολομόναχος στο δωμάτιό του. Δεν τον πείραζε που ήταν μικρότερος από τους άλλους. Αλλά τον στεναχωρούσε πολύ που δεν μπορούσε να πάει μαζί τους στο ταξίδι τους για τα παιδιά.
Μόνο όταν έπεσε η νύχτα, και τα πάντα είχαν πια ησυχάσει και ερημώσει, βγήκε από το σπίτι. Αφού δεν μπορούσε να ταξιδέψει, ήθελε τουλάχιστο να ξεμουδιάσει λιγάκι. Τα αστέρια έλαμπαν, ο μικρούλης Αϊ-Βασίλης όμως δε σήκωνε το βλέμμα να τα κοιτάξει. Κάπου εκεί ψηλά βρίσκονταν τώρα οι άλλοι με τα έλκηθρά τους που τα έσερναν τάρανδοι… Και τότε ξαφνικά ακούστηκαν φωνές από το μεγάλο δάσος. Στο μεγάλο δάσος ζούσαν τα ζώα. Τι να συζητούσαν άραγε τόσο αργά το βράδυ;
Τι καλά που ήταν τόσο μικρός! Έτσι μπορούσε να πλησιάσει στα κλεφτά χωρίς να τον δουν τα ζώα. Ήταν όλα τους εκεί: ο σκίουρος και ο λαγός,
η αρκούδα, το ζαρκάδι, τα ποντίκια… κι ήταν όλα τους πολύ κακόκεφα. «Είναι τρομερό» μούγκρισε η αρκούδα. «Οι Αϊ-Βασίληδες επισκέπτονται τους ανθρώπους, αλλά όχι τα ζώα». «Αν και δε θα χρειαζόταν να πάνε και πολύ μακριά» παραπονέθηκε ο λαγός. «Έτσι γινόταν πάντα» είπε η γριά κουκουβάγια. «Φοβάμαι ότι αυτό δε θα αλλάξει ποτέ».
Κι όμως άλλαξε! Γιατί, αμέσως μόλις το άκουσε ο μικρούλης Αϊ-Βασίλης, έφυγε από εκεί πολύ πολύ αθόρυβα, πατώντας στα νύχια των ποδιών του, κι έτρεξε στο σπίτι. Έριξε μια γρήγορη ματιά στον καθρέφτη, στοίβαξε τα δώρα στο έλκηθρο, και αμέσως ξαναπήρε το δρόμο της επιστροφής. Μόνο που δεν του είχαν μείνει καθόλου τάρανδοι, αφού όλοι είχαν φύγει. Αλλά και μόνος του μπορούσε να σύρει το έλκηθρο μέχρι το μεγάλο δάσος.
Εκείνο το βράδυ τα ζώα έστησαν τέτοια γιορτή, που όμοιά της δεν είχε ξαναδεί το μεγάλο δάσος. Ο μικρούλης Αϊ-Βασίλης έδωσε σε όλα τα ζώα από ένα δώρο, περισσότερο από όλα, όμως, χάρηκε η κατσούφα αρκούδα – ποτέ στη ζωή της δεν είχε πάρει δώρο. Και πιο περήφανη από όλα ήταν
η κουκουβάγια – πήρε ένα ολοκαίνουριο πουλόβερ και ήταν σίγουρα το πιο κομψό πουλί του δάσους.
Αμέσως μόλις επέστρεψαν οι υπόλοιποι Αϊ-Βασίληδες, ο μικρούλης Αϊ-Βασίλης παρουσιάστηκε μπροστά στον αρχηγό και του διηγήθηκε τι είχε γίνει στο μεγάλο δάσος. Ο αρχηγός έμεινε έκπληκτος και τον ανακήρυξε
Αϊ-Βασίλη των ζώων. «Μπράβο!» φώναξαν οι άλλοι Αϊ-Βασίληδες και τον ζητωκραύγασαν. Τρεις φορές μάλιστα! Από τότε ο μικρούλης Αϊ-Βασίλης είναι το ίδιο σημαντικός με τους μεγάλους…
Anu Stohner – Henrike Wilson
Μετάφραση: Βούλα Αυγουστίνου
Πολύ πολύ μακριά στο βορρά, εκεί όπου τα πρώτα χιόνια πέφτουν, όταν εμείς εδώ έχουμε ακόμη καλοκαίρι, βρίσκεται καλά κρυμμένο το χωριό των Αϊ-Βασίληδων. Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε εκεί ένας μικρούλης Αϊ-Βασίλης που δεν έβλεπε την ώρα να έρθουν τα Χριστούγεννα.
Ήταν πάντα ο πρώτος που έπαιρνε το χριστουγεννιάτικο δέντρο του από το μεγάλο δάσος. Και ήταν πάντα ο πρώτος που γυάλιζε το έλκηθρό του, λούστραρε τις μπότες του και αέριζε το παλτό του.
Όταν οι άλλοι Αϊ-Βασίληδες δεν είχαν αποφασίσει ακόμη τι δώρα θα πήγαιναν στα παιδιά, ο μικρούλης Αϊ-Βασίλης είχε ήδη ετοιμάσει και τυλίξει τα δώρα.
Περισσότερο του άρεσε να δωρίζει πράγματα που είχε φτιάξει με τα ίδια του τα χέρια. Ήξερε να φτιάχνει όλα τα παιχνίδια: πολύχρωμα αυτοκινητάκια και σκυλάκια με βούλες, ξύλινα αλογάκια, κουκλόσπιτα…
Κι έψηνε υπέροχα γλυκά. Ήξερε να φτιάχνει κουλουράκια με κανέλα σε σχήμα αστεριών, μελόπιτες, χρωματιστά μπαστουνάκια… Και τα μελομακάρονά του ήταν τα καλύτερα του κόσμου. Όταν τελείωνε το τύλιγμα των δώρων και το ψήσιμο των γλυκών, περίμενε με περισσότερη λαχτάρα το ταξίδι στα παιδιά από οποιονδήποτε άλλο Αϊ-Βασίλη. Και κάθε χρόνο τα ίδια…
«Όχι, δεν μπορείς να έρθεις μαζί μας» είπε ο αρχηγός Αϊ-Βασίλης, που αποφάσιζε για τα πάντα στο χωριό των Αϊ-Βασίληδων. «Είσαι πολύ μικρός». «Τα παιδιά θα σκάσουν στα γέλια» φώναξε ένας αγενέστατος νεαρός Αϊ-Βασίλης. «Ιδιαίτερα όταν τον δούνε» είπε, γελώντας ένας άλλος. «Πάνω στο μικροσκοπικό του έλκηθρο» φώναξε ένας τρίτος. Ήταν πολύ άσχημο αυτό που έκαναν, και λίγο έλειψε ο αρχηγός να τους αφήσει κι αυτούς στο σπίτι.
Όμως φέτος είχαν να δώσουν τόσο πολλά δώρα, που δεν μπορούσε να αφήσει πίσω κανέναν από τους νεαρούς Αϊ-Βασίληδες. Γιʼ αυτό τους κοίταξε μονάχα πολύ αυστηρά και είπε: «Να φέρεστε καλύτερα!». Και στο μικρούλη Αϊ-Βασίλη είπε:«Του χρόνου ίσως». Αλλά ο μικρούλης Αϊ-Βασίλης δεν μπορούσε να το πιστέψει τόσο εύκολα πια.
Όταν έφυγαν οι υπόλοιποι Αϊ-Βασίληδες, ο μικρούλης Αϊ-Βασίλης δεν ήθελε ούτε να βλέπει ούτε να ακούει τίποτα. Έκλεισε τα παντζούρια κι έκατσε ολομόναχος στο δωμάτιό του. Δεν τον πείραζε που ήταν μικρότερος από τους άλλους. Αλλά τον στεναχωρούσε πολύ που δεν μπορούσε να πάει μαζί τους στο ταξίδι τους για τα παιδιά.
Μόνο όταν έπεσε η νύχτα, και τα πάντα είχαν πια ησυχάσει και ερημώσει, βγήκε από το σπίτι. Αφού δεν μπορούσε να ταξιδέψει, ήθελε τουλάχιστο να ξεμουδιάσει λιγάκι. Τα αστέρια έλαμπαν, ο μικρούλης Αϊ-Βασίλης όμως δε σήκωνε το βλέμμα να τα κοιτάξει. Κάπου εκεί ψηλά βρίσκονταν τώρα οι άλλοι με τα έλκηθρά τους που τα έσερναν τάρανδοι… Και τότε ξαφνικά ακούστηκαν φωνές από το μεγάλο δάσος. Στο μεγάλο δάσος ζούσαν τα ζώα. Τι να συζητούσαν άραγε τόσο αργά το βράδυ;
Τι καλά που ήταν τόσο μικρός! Έτσι μπορούσε να πλησιάσει στα κλεφτά χωρίς να τον δουν τα ζώα. Ήταν όλα τους εκεί: ο σκίουρος και ο λαγός,
η αρκούδα, το ζαρκάδι, τα ποντίκια… κι ήταν όλα τους πολύ κακόκεφα. «Είναι τρομερό» μούγκρισε η αρκούδα. «Οι Αϊ-Βασίληδες επισκέπτονται τους ανθρώπους, αλλά όχι τα ζώα». «Αν και δε θα χρειαζόταν να πάνε και πολύ μακριά» παραπονέθηκε ο λαγός. «Έτσι γινόταν πάντα» είπε η γριά κουκουβάγια. «Φοβάμαι ότι αυτό δε θα αλλάξει ποτέ».
Κι όμως άλλαξε! Γιατί, αμέσως μόλις το άκουσε ο μικρούλης Αϊ-Βασίλης, έφυγε από εκεί πολύ πολύ αθόρυβα, πατώντας στα νύχια των ποδιών του, κι έτρεξε στο σπίτι. Έριξε μια γρήγορη ματιά στον καθρέφτη, στοίβαξε τα δώρα στο έλκηθρο, και αμέσως ξαναπήρε το δρόμο της επιστροφής. Μόνο που δεν του είχαν μείνει καθόλου τάρανδοι, αφού όλοι είχαν φύγει. Αλλά και μόνος του μπορούσε να σύρει το έλκηθρο μέχρι το μεγάλο δάσος.
Εκείνο το βράδυ τα ζώα έστησαν τέτοια γιορτή, που όμοιά της δεν είχε ξαναδεί το μεγάλο δάσος. Ο μικρούλης Αϊ-Βασίλης έδωσε σε όλα τα ζώα από ένα δώρο, περισσότερο από όλα, όμως, χάρηκε η κατσούφα αρκούδα – ποτέ στη ζωή της δεν είχε πάρει δώρο. Και πιο περήφανη από όλα ήταν
η κουκουβάγια – πήρε ένα ολοκαίνουριο πουλόβερ και ήταν σίγουρα το πιο κομψό πουλί του δάσους.
Αμέσως μόλις επέστρεψαν οι υπόλοιποι Αϊ-Βασίληδες, ο μικρούλης Αϊ-Βασίλης παρουσιάστηκε μπροστά στον αρχηγό και του διηγήθηκε τι είχε γίνει στο μεγάλο δάσος. Ο αρχηγός έμεινε έκπληκτος και τον ανακήρυξε
Αϊ-Βασίλη των ζώων. «Μπράβο!» φώναξαν οι άλλοι Αϊ-Βασίληδες και τον ζητωκραύγασαν. Τρεις φορές μάλιστα! Από τότε ο μικρούλης Αϊ-Βασίλης είναι το ίδιο σημαντικός με τους μεγάλους…
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Neraida
Επιφανές μέλος
Η Bitch... αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 13,073 μηνύματα.
22-11-08
16:24
Η Αναμελλα, Νεραιδα της ψυχης...
Το σπίτι της Αναμέλλας είναι σε ένα δάσος με αμέτρητα δέντρα, λουλούδια, θάμνους, ποτάμια, ρυάκια και λίμνες. Σε αυτό το δάσος ζουν και άλλες νεράιδες που η καθεμιά χρησιμοποιεί το μαγικό ραβδάκι της και για άλλο σκοπό. Ζουν πολλά πουλιά που κάθε μέρα, την ώρα που οι στάλες της πρωινής δροσιάς λαμπυρίζουν σαν διαμαντάκια όταν τις χτυπούν οι ακτίνες του ήλιου, το πλημμυρίζουν με το μελωδικό του τραγούδι. Ζουν ζωάκια που χαρούμενα παίζουν με τα κουκουνάρια που έχουν πέσει από τα πεύκα, πλατσουρίζουν στα ρυάκια, ψάχνουν το φαγητό τους. Ζουν όμως και κακιές μάγισσες και μάγοι που χρησιμοποιούν το δάσος για να κρύψουν τα υποχθόνια σχέδιά τους, που φτιάχνουν τα μαγικά τους φίλτρα. Ζουν και άγρια θηρία που είναι έτοιμα να κατασπαράξουν όποιο αθώο πλάσμα βρεθεί στο δρόμο τους μόνο και μόνο για να ικανοποιήσουν τη λαιμαργία τους. Σε κάθε δάσος ζει και ένας ξυλοκόπος. Ο ξυλοκόπος αυτού του δάσους είχε δυο παιδάκια. Ένα αγοράκι κι ένα κοριτσάκι. Ζούσαν οι τρεις τους, αφού η γυναίκα του ξυλοκόπου είχε πεθάνει, σε μια ξύλινη καλύβα στην άκρη του δάσους. Τα παιδάκια ήταν μικρά ακόμη για να πάνε σχολείο έτσι περνούσαν τη μέρα τους παίζοντας ξέγνοιαστα στο ξέφωτο που ήταν κοντά στην καλύβα τους ενώ ο πατέρας τους λίγο πιο βαθιά στο δάσος δούλευε σκληρά.
Μια μέρα τα δυο αδελφάκια ενώ έπαιζαν είδαν ένα λαγό και αποφάσισαν να τον κυνηγήσουν. Ο άμοιρος ο λαγός όμως τρόμαξε και έτρεξε να κρυφτεί. Τα παιδιά δεν το έβαλαν κάτω και συνέχισαν να τον κυνηγούν. Όχι πως είχαν κάποιο σκοπό. Απλά για παιγνίδι. Το παιγνίδι όμως αυτό έμελλε να τα οδηγήσει βαθιά στο δάσος. Κάποια στιγμή αποκαμωμένα από το τρέξιμο και απογοητευμένα που έχασαν το λαγό σταμάτησαν. Τότε κατάλαβαν πως είχαν απομακρυνθεί πάρα πολύ από το σπίτι τους. Δεν άκουγαν το τσεκούρι του πατέρα τους. Γύρω τους ήταν θεόρατα δέντρα, το ένα δίπλα στο άλλο σα να σχημάτιζαν έναν πανύψηλο φράχτη. Δεν ήξεραν ποια κατεύθυνση να πάρουν για να γυρίσουν στο σπίτι τους. Η κούραση και ο φόβος για το τι θα γίνει έκαναν τα παιδικά ματάκια να πλημμυρίσουν από δάκρυα. Οι λυγμοί τους ήταν ένα μελαγχολικό τραγούδι που όμως ξένισε τα πουλιά και τα έκανε να σταματήσουν το δικό τους χαρούμενο σκοπό.
Εκεί κοντά ήταν μια λιμνούλα που η νεράιδα μας η Αναμέλλα συνήθιζε να λούζει τα χρυσαφένια της μαλλιά. Η Αναμέλλα, άκουσε το τραγούδι των λυγμών και η ψυχή της σκίρτησε από αγωνία. Έτρεξε γρήγορα και όταν έφτασε στα δυο αδέλφια τα είδε αγκαλιασμένα και τρομαγμένα. Πλησίαζε αργά και με την κρυστάλλινη φωνή της τα ρώτησε πως βρέθηκαν εκεί. Όταν τα παιδιά της εξήγησαν τα αγκάλιασε τρυφερά, κατόπιν τους έδωσε να φάνε λίγους βολβούς από γλυκοπατάτα και να πιούνε νέκταρ λουλουδιών. Για να ηρεμήσει την ψυχούλα τους τους είπε παραμύθια και τραγούδησε το πιο όμορφο νανούρισμα...
Ο ξυλοκόπος όταν πήγε στο ξέφωτο να δει αν είναι καλά τα παιδιά και αντιλήφθηκε πως τα παιδιά έλειπαν κόντεψε να τρελαθεί από την αγωνία του. Έψαξε έψαξε αλλά τίποτα. Συντετριμμένος, γύρισε στην καλύβα του όταν νύχτωσε και δε μπορούσε πια να δει και κάθησε στο τραπέζι. Στήριξε το κεφάλι με τα χέρια του και άρχισε να κλαίει ώσπου αποκοιμήθηκε.
Η καλή νεράιδα, μόλις άρχισε να χαράζει η νέα μέρα, πήρε τα δυο αδελφάκια, αποκοιμισμένα, στην αγκαλιά της και τα πήγε σε ένα μαλακό θάμνο λίγα μέτρα πιο πέρα από το σπίτι τους. Ήταν καλοκαίρι και δεν είχε κρύο έτσι δεν υπήρχε κίνδυνος να αρρωστήσουν. Όταν ο ήλιος άρχισε να ανεβαίνει το αγοράκι ξύπνησε. Είδε πως ήταν δίπλα από το σπίτι τους και γρήγορα γρήγορα φώναξε στην αδελφούλα του να ξυπνήσει. Τα δυο παιδιά δεν κατάλαβαν τι έγινε αλλά ήταν τόσο ευτυχισμένα που άρχισαν να τρέχουν, να χορεύουν και να τραγουδούν. Οι χαρούμενες φωνές ξύπνησαν τον αποκαμωμένο πατέρα τους. Πετάχτηκε ευθύς και έτρεξε να αγκαλιάσει τα παιδιά του...
Η Αναμέλλα πίσω από ένα δέντρο παρακολουθούσε την ευτυχισμένη οικογένεια και ικανοποιημένη επέστρεψε στη λιμνούλα της. Αυτή ήταν η πρώτη της επαφή με τους ανθρώπους και από τότε ανέλαβε να προστατεύει τα δυο αδελφάκια αλλά και όλα τα παιδιά που τύχαινε να βρεθούν στο δάσος. Άλλοτε εμφανιζόταν σαν χαρούμενο συννεφάκι, άλλοτε τα λόγια της γινόντουσαν τραγούδι των πουλιών όμως τα παιδιά πάντα την ένιωθαν κοντά τους και την αγαπούσαν παρόλο που δεν ήξεραν ούτε το όνομά της ούτε καν την ύπαρξή της....
Το σπίτι της Αναμέλλας είναι σε ένα δάσος με αμέτρητα δέντρα, λουλούδια, θάμνους, ποτάμια, ρυάκια και λίμνες. Σε αυτό το δάσος ζουν και άλλες νεράιδες που η καθεμιά χρησιμοποιεί το μαγικό ραβδάκι της και για άλλο σκοπό. Ζουν πολλά πουλιά που κάθε μέρα, την ώρα που οι στάλες της πρωινής δροσιάς λαμπυρίζουν σαν διαμαντάκια όταν τις χτυπούν οι ακτίνες του ήλιου, το πλημμυρίζουν με το μελωδικό του τραγούδι. Ζουν ζωάκια που χαρούμενα παίζουν με τα κουκουνάρια που έχουν πέσει από τα πεύκα, πλατσουρίζουν στα ρυάκια, ψάχνουν το φαγητό τους. Ζουν όμως και κακιές μάγισσες και μάγοι που χρησιμοποιούν το δάσος για να κρύψουν τα υποχθόνια σχέδιά τους, που φτιάχνουν τα μαγικά τους φίλτρα. Ζουν και άγρια θηρία που είναι έτοιμα να κατασπαράξουν όποιο αθώο πλάσμα βρεθεί στο δρόμο τους μόνο και μόνο για να ικανοποιήσουν τη λαιμαργία τους. Σε κάθε δάσος ζει και ένας ξυλοκόπος. Ο ξυλοκόπος αυτού του δάσους είχε δυο παιδάκια. Ένα αγοράκι κι ένα κοριτσάκι. Ζούσαν οι τρεις τους, αφού η γυναίκα του ξυλοκόπου είχε πεθάνει, σε μια ξύλινη καλύβα στην άκρη του δάσους. Τα παιδάκια ήταν μικρά ακόμη για να πάνε σχολείο έτσι περνούσαν τη μέρα τους παίζοντας ξέγνοιαστα στο ξέφωτο που ήταν κοντά στην καλύβα τους ενώ ο πατέρας τους λίγο πιο βαθιά στο δάσος δούλευε σκληρά.
Μια μέρα τα δυο αδελφάκια ενώ έπαιζαν είδαν ένα λαγό και αποφάσισαν να τον κυνηγήσουν. Ο άμοιρος ο λαγός όμως τρόμαξε και έτρεξε να κρυφτεί. Τα παιδιά δεν το έβαλαν κάτω και συνέχισαν να τον κυνηγούν. Όχι πως είχαν κάποιο σκοπό. Απλά για παιγνίδι. Το παιγνίδι όμως αυτό έμελλε να τα οδηγήσει βαθιά στο δάσος. Κάποια στιγμή αποκαμωμένα από το τρέξιμο και απογοητευμένα που έχασαν το λαγό σταμάτησαν. Τότε κατάλαβαν πως είχαν απομακρυνθεί πάρα πολύ από το σπίτι τους. Δεν άκουγαν το τσεκούρι του πατέρα τους. Γύρω τους ήταν θεόρατα δέντρα, το ένα δίπλα στο άλλο σα να σχημάτιζαν έναν πανύψηλο φράχτη. Δεν ήξεραν ποια κατεύθυνση να πάρουν για να γυρίσουν στο σπίτι τους. Η κούραση και ο φόβος για το τι θα γίνει έκαναν τα παιδικά ματάκια να πλημμυρίσουν από δάκρυα. Οι λυγμοί τους ήταν ένα μελαγχολικό τραγούδι που όμως ξένισε τα πουλιά και τα έκανε να σταματήσουν το δικό τους χαρούμενο σκοπό.
Εκεί κοντά ήταν μια λιμνούλα που η νεράιδα μας η Αναμέλλα συνήθιζε να λούζει τα χρυσαφένια της μαλλιά. Η Αναμέλλα, άκουσε το τραγούδι των λυγμών και η ψυχή της σκίρτησε από αγωνία. Έτρεξε γρήγορα και όταν έφτασε στα δυο αδέλφια τα είδε αγκαλιασμένα και τρομαγμένα. Πλησίαζε αργά και με την κρυστάλλινη φωνή της τα ρώτησε πως βρέθηκαν εκεί. Όταν τα παιδιά της εξήγησαν τα αγκάλιασε τρυφερά, κατόπιν τους έδωσε να φάνε λίγους βολβούς από γλυκοπατάτα και να πιούνε νέκταρ λουλουδιών. Για να ηρεμήσει την ψυχούλα τους τους είπε παραμύθια και τραγούδησε το πιο όμορφο νανούρισμα...
Ο ξυλοκόπος όταν πήγε στο ξέφωτο να δει αν είναι καλά τα παιδιά και αντιλήφθηκε πως τα παιδιά έλειπαν κόντεψε να τρελαθεί από την αγωνία του. Έψαξε έψαξε αλλά τίποτα. Συντετριμμένος, γύρισε στην καλύβα του όταν νύχτωσε και δε μπορούσε πια να δει και κάθησε στο τραπέζι. Στήριξε το κεφάλι με τα χέρια του και άρχισε να κλαίει ώσπου αποκοιμήθηκε.
Η καλή νεράιδα, μόλις άρχισε να χαράζει η νέα μέρα, πήρε τα δυο αδελφάκια, αποκοιμισμένα, στην αγκαλιά της και τα πήγε σε ένα μαλακό θάμνο λίγα μέτρα πιο πέρα από το σπίτι τους. Ήταν καλοκαίρι και δεν είχε κρύο έτσι δεν υπήρχε κίνδυνος να αρρωστήσουν. Όταν ο ήλιος άρχισε να ανεβαίνει το αγοράκι ξύπνησε. Είδε πως ήταν δίπλα από το σπίτι τους και γρήγορα γρήγορα φώναξε στην αδελφούλα του να ξυπνήσει. Τα δυο παιδιά δεν κατάλαβαν τι έγινε αλλά ήταν τόσο ευτυχισμένα που άρχισαν να τρέχουν, να χορεύουν και να τραγουδούν. Οι χαρούμενες φωνές ξύπνησαν τον αποκαμωμένο πατέρα τους. Πετάχτηκε ευθύς και έτρεξε να αγκαλιάσει τα παιδιά του...
Η Αναμέλλα πίσω από ένα δέντρο παρακολουθούσε την ευτυχισμένη οικογένεια και ικανοποιημένη επέστρεψε στη λιμνούλα της. Αυτή ήταν η πρώτη της επαφή με τους ανθρώπους και από τότε ανέλαβε να προστατεύει τα δυο αδελφάκια αλλά και όλα τα παιδιά που τύχαινε να βρεθούν στο δάσος. Άλλοτε εμφανιζόταν σαν χαρούμενο συννεφάκι, άλλοτε τα λόγια της γινόντουσαν τραγούδι των πουλιών όμως τα παιδιά πάντα την ένιωθαν κοντά τους και την αγαπούσαν παρόλο που δεν ήξεραν ούτε το όνομά της ούτε καν την ύπαρξή της....
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.