steve74
Νεοφερμένος
Ο steve74 αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Είναι 49 ετών. Έχει γράψει 32 μηνύματα.
29-12-08
20:32
Υπάρχουν πολλά αποδεικτικά στοιχεία που δείχνουν ότι η Αγία Γραφή είναι πράγματι ο Λόγος του Θεού. Κάθε στοιχείο είναι ισχυρό, αλλά όταν ενωθούν όλα μαζί, είναι αδιάσειστα. Η αλήθεια είναι πως αποτελεί πραγματικό θαύμα το ότι αυτό το αξιόλογο βιβλίο έχει επιζήσει μέχρι σήμερα. Εξετάστε μόνοι σας τα γεγονόταΗ ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ είναι κάτι περισσότερο από ένα απλό βιβλίο. Είναι μια πλούσια βιβλιοθήκη από 66 βιβλία, μερικά μικρά και μερικά αρκετά μεγάλα, τα οποία περιέχουν νόμους, προφητείες, ιστορία, ποίηση, συμβουλές και πολλά άλλα. Αιώνες πριν γεννηθεί ο Χριστός, πιστοί Ιουδαίοι, ή Ισραηλίτες όπως αλλιώς λέγονται, έγραψαν τα πρώτα 39 από αυτά τα βιβλία—κυρίως στην εβραϊκή γλώσσα. Το τμήμα αυτό συχνά ονομάζεται Παλαιά Διαθήκη. Τα υπόλοιπα 27 βιβλία γράφτηκαν στην ελληνική από Χριστιανούς και είναι ευρέως γνωστά ως Καινή Διαθήκη. Σύμφωνα με τις εσωτερικές αποδείξεις και τις αρχαιότερες παραδόσεις, τα 66 αυτά βιβλία γράφτηκαν σε μια περίοδο 1.600 περίπου χρόνων, η οποία άρχισε όταν δεσπόζουσα δύναμη ήταν η Αίγυπτος και τελείωσε όταν κυρίαρχος του κόσμου ήταν η Ρώμη. Μόνο η Αγία Γραφή Επέζησε
Πριν από 3.000 και πλέον χρόνια, όταν άρχισε η συγγραφή της Αγίας Γραφής, οι Ισραηλίτες δεν αποτελούσαν παρά ένα μικρό έθνος ανάμεσα στα πολλά έθνη που υπήρχαν στη Μέση Ανατολή. Θεός τους ήταν ο Ιεχωβά ενώ τα γύρω έθνη είχαν μια περίπλοκη ποικιλία από θεούς και θεές. Στη διάρκεια εκείνης της χρονικής περιόδου, οι Ισραηλίτες δεν ήταν οι μόνοι που παρήγαγαν θρησκευτικά συγγράμματα. Κι άλλα έθνη επίσης έφεραν σε ύπαρξη γραπτά έργα που αντανακλούσαν τη θρησκεία τους και τις εθνικές τους αξίες. Για παράδειγμα, ο ακκαδικός θρύλος για τον Γκιλγκαμές από τη Μεσοποταμία και τα έπη της Ρας Σάμρα, τα οποία γράφτηκαν στην ουγκαριτική (μια γλώσσα που τη μιλούσαν εκεί που είναι τώρα η βόρεια Συρία), χωρίς αμφιβολία ήταν πολύ δημοφιλή. Η εκτενής λογοτεχνία εκείνης της εποχής περιλάμβανε επίσης έργα όπως το The Admonitions of Ipu-wer (Οι Νουθεσίες του Ίπου‐ουέρ) και το The Prophecy of Nefer-rohu (Η Προφητεία του Νέφερ‐ρόχου) στην αιγυπτιακή γλώσσα, ύμνους σε διάφορες θεότητες στη σουμερική και προφητικά έργα στην ακκαδική.1
Ωστόσο, όλα αυτά τα έργα της Μέσης Ανατολής είχαν την ίδια κατάληξη. Ξεχάστηκαν, και ακόμη και οι γλώσσες στις οποίες γράφτηκαν έχουν εκλείψει. Μόνο στα πρόσφατα χρόνια έμαθαν οι αρχαιολόγοι και οι φιλόλογοι για την ύπαρξή τους και ανακάλυψαν πώς να τα διαβάζουν. Από την άλλη πλευρά, τα πρώτα βιβλία της Εβραϊκής Γραφής που γράφτηκαν έχουν επιζήσει μέχρι τη δική μας εποχή και εξακολουθούν να διαβάζονται πλατιά. Μερικές φορές οι λόγιοι ισχυρίζονται ότι τα εβραϊκά βιβλία της Αγίας Γραφής προήλθαν με κάποιο τρόπο από εκείνα τα αρχαία λογοτεχνικά έργα. Αλλά το γεγονός ότι τόσο μεγάλο μέρος εκείνης της λογοτεχνίας ξεχάστηκε ενώ η Εβραϊκή Γραφή επέζησε δείχνει ότι η Αγία Γραφή είναι πολύ διαφορετικήΟι Φύλακες του Λόγου
Χωρίς καμιά αμφιβολία, από ανθρώπινη άποψη η επιβίωση της Αγίας Γραφής δεν ήταν κάτι προεξοφλημένο. Οι κοινότητες που την παρήγαγαν υπέφεραν τόσο σκληρές δοκιμασίες και σφοδρή εναντίωση που είναι πραγματικά αξιόλογο το ότι επέζησε μέχρι τις μέρες μας. Στα χρόνια πριν από τον Χριστό, οι Ιουδαίοι, οι οποίοι παρήγαγαν τις Εβραϊκές Γραφές (την «Παλαιά Διαθήκη»), ήταν ένα σχετικά μικρό έθνος. Αυτοί κατοικούσαν κάτω από αβέβαιες περιστάσεις ανάμεσα σε ισχυρά πολιτικά κράτη, τα οποία ανταγωνίζονταν μεταξύ τους για υπεροχή. Για να επιβιώσουν οι Ισραηλίτες έπρεπε να πολεμήσουν ενάντια σε μια σειρά από έθνη, όπως οι Φιλισταίοι, οι Μωαβίτες, οι Αμμωνίτες και οι Εδωμίτες. Την περίοδο που οι Εβραίοι ήταν διαιρεμένοι σε δυο βασίλεια, η αμείλικτη Ασσυριακή Αυτοκρατορία αφάνισε σχεδόν το βόρειο βασίλειο, ενώ οι Βαβυλώνιοι κατέστρεψαν το νότιο βασίλειο, παίρνοντας το λαό στην εξορία από την οποία μόνο ένα υπόλοιπο επέστρεψε ύστερα από 70 χρόνια.
Υπάρχουν μάλιστα εκθέσεις οι οποίες αφορούν απόπειρες γενοκτονίας που έγιναν κατά των Ισραηλιτών. Στις μέρες του Μωυσή, ο Φαραώ διέταξε να φονευτούν όλα τα νεογέννητα αγόρια τους. Αν η διαταγή του είχε τηρηθεί, τότε ο εβραϊκός λαός θα είχε εξολοθρευτεί. (Έξοδος 1:15‐22) Πολύ αργότερα, όταν οι Ιουδαίοι περιήλθαν κάτω από περσική κυριαρχία, οι εχθροί τους συνομώτησαν για να ψηφιστεί ένας νόμος που είχε σκοπό την εξόντωσή τους. (Εσθήρ 3:1‐15) Η αποτυχία αυτής της μηχανορραφίας εξακολουθεί να γιορτάζεται στην εβραϊκή γιορτή των Φουρείμ.
Ακόμη αργότερα, όταν οι Ιουδαίοι ήταν υποτελείς στη Συρία, ο Βασιλιάς Αντίοχος Δ΄προσπάθησε πολύ σκληρά να εξελληνίσει το έθνος, αναγκάζοντάς το να τηρεί ελληνικά έθιμα και να λατρεύει θεούς της Ελλάδας. Κι αυτός επίσης απέτυχε. Αντί να εξαλειφτούν ή να αφομοιωθούν, οι Ιουδαίοι επέζησαν ενώ οι περισσότερες εθνικές ομάδες που τους περιέβαλλαν εξαφανίστηκαν, η μια μετά την άλλη, από την παγκόσμια σκηνή. Και το τμήμα της Αγίας Γραφής που ονομάζεται Εβραϊκές Γραφές επέζησε μαζί μʼ αυτούς.
Οι Χριστιανοί, που παρήγαγαν το δεύτερο τμήμα της Αγίας Γραφής (την «Καινή Διαθήκη»), αποτελούσαν κι αυτοί μια καταπιεσμένη ομάδα. Ο ηγέτης τους, ο Ιησούς, δολοφονήθηκε σαν κοινός εγκληματίας. Στις πρώτες μέρες μετά το θάνατό του, οι ιουδαϊκές αρχές της Παλαιστίνης προσπάθησαν να τους εξοντώσουν. Όταν η Χριστιανοσύνη διαδόθηκε και σε άλλες χώρες, οι Ιουδαίοι τους καταδίωξαν προσπαθώντας να παρεμποδίσουν το ιεραποστολικό τους έργο.—Πράξεις 5:27, 28· 7:58‐60· 11:19‐21· 13:45· 14:19· 18:5, 6.
Τον καιρό του Νέρωνα, η αρχικά ανεκτική στάση των ρωμαϊκών αρχών άλλαξε. Ο Τάκιτος καυχιόταν για τα «άριστα βασανιστήρια» που επιβάλλονταν στους Χριστιανούς από εκείνον το διεφθαρμένο αυτοκράτορα και από την εποχή του κι έπειτα, το να είναι κανείς Χριστιανός αποτελούσε έγκλημα που τιμωρούνταν με την ποινή του θανάτου.2 Το 303 Κ.Χ., ο Αυτοκράτορας Διοκλητιανός ενήργησε άμεσα κατά της Αγίας Γραφής. Σε μια προσπάθεια να συντρίψει τη Χριστιανοσύνη, διέταξε να καούν όλες οι Άγιες Γραφές των Χριστιανών.3
Αυτές οι εκστρατείες καταπίεσης και γενοκτονίας αποτελούσαν πραγματική απειλή για την επιβίωση της Αγίας Γραφής. Αν οι Ιουδαίοι είχαν ακολουθήσει την οδό των Φιλισταίων και των Μωαβιτών ή αν οι προσπάθειες που κατέβαλαν πρώτα οι ιουδαϊκές και κατόπιν οι ρωμαϊκές αρχές να συντρίψουν τη Χριστιανοσύνη πετύχαιναν, ποιοι θα είχαν γράψει και θα είχαν διαφυλάξει την Αγία Γραφή; Ευτυχώς, οι φύλακες της Αγίας Γραφής—πρώτα οι Ιουδαίοι και κατόπιν οι Χριστιανοί—δεν εξαλείφτηκαν, και η Αγία Γραφή επέζησε. Ωστόσο, υπήρχε άλλη μια σοβαρή απειλή, αν όχι για την επιβίωση της Αγίας Γραφής τουλάχιστον για την ακεραιότητά της.
Αντίγραφα που θα Μπορούσαν να Περιέχουν Λάθη
Πολλά από τα αρχαία έργα που προαναφέρθηκαν, και τα οποία στη συνέχεια ξεχάστηκαν, είχαν χαραχτεί σε πέτρα ή αποτυπωθεί σε ανθεκτικές πήλινες πλάκες. Δεν συνέβηκε το ίδιο με την Αγία Γραφή. Αυτή αρχικά γράφτηκε σε πάπυρους ή σε περγαμηνές—πολύ πιο φθαρτά υλικά. Έτσι, τα χειρόγραφα που είχαν κάνει οι αρχικοί συγγραφείς εξαφανίστηκαν πριν από πάρα πολύ καιρό. Πώς, λοιπόν, διαφυλάχτηκε η Αγία Γραφή; Αναρίθμητες χιλιάδες αντίγραφα γράφτηκαν κοπιαστικά με το χέρι. Αυτός ήταν ο συνήθης τρόπος για να γίνουν αντίτυπα ενός βιβλίου πριν να εμφανιστεί η τυπογραφία.
Ωστόσο, υπάρχει κάποιος κίνδυνος όταν γίνεται αντιγραφή με το χέρι. Ο Σερ Φρέντερικ Κένιον, ο πασίγνωστος αρχαιολόγος και βιβλιοθηκονόμος του Βρετανικού Μουσείου, εξήγησε: «Δεν έχει ακόμη δημιουργηθεί το ανθρώπινο χέρι και ο εγκέφαλος που θα μπορούσαν να αντιγράψουν το πλήρες κείμενο ενός μεγάλου έργου χωρίς κανένα απολύτως λάθος. . . . Ήταν βέβαιο ότι θα υπεισέρχονταν λάθη».4 Όταν σʼ ένα χειρόγραφο υπεισερχόταν κάποιο λάθος, αυτό επαναλαμβανόταν όταν εκείνο το χειρόγραφο γινόταν η βάση για μελλοντικά αντίγραφα. Όταν γίνονταν πολλά αντίγραφα στη διάρκεια μεγάλης χρονικής περιόδου, υπεισέρχονταν πολυάριθμα ανθρώπινα λάθη.
Έχοντας υπόψη το γεγονός ότι έγιναν πολλές χιλιάδες αντίγραφα της Αγίας Γραφής, πώς γνωρίζουμε ότι αυτή η διαδικασία παραγωγής αντιτύπων δεν άλλαξε την Αγία Γραφή σε σημείο που να είναι τελείως αγνώριστη; Ας πάρουμε την περίπτωση της Εβραϊκής Γραφής, της «Παλαιάς Διαθήκης». Στο δεύτερο μέρος του έκτου αιώνα Π.Κ.Χ., όταν οι Ιουδαίοι επέστρεψαν από την εξορία τους στη Βαβυλώνα, μια ομάδα Εβραίων λόγιων οι οποίοι ήταν γνωστοί ως Σοφερείμ, «αντιγραφείς», έγιναν οι φύλακες του κειμένου της Εβραϊκής Γραφής και ήταν δική τους ευθύνη να αντιγράφουν αυτές τις Γραφές για χρήση στη δημόσια και στην ιδιωτική λατρεία. Αυτοί ήταν άντρες με ισχυρά κίνητρα, επαγγελματίες στο είδος τους, και το έργο τους ήταν πολύ υψηλής ποιότητας.
Από τον έβδομο αιώνα μέχρι το δέκατο αιώνα της Κοινής μας Χρονολογίας, οι διάδοχοι των Σοφερείμ ήταν οι Μασορίτες. Το όνομά τους προέρχεται από μια εβραϊκή λέξη που σημαίνει «παράδοση», κι αυτοί επίσης ήταν στην ουσία αντιγραφείς επιφορτισμένοι με το έργο της διαφύλαξης του παραδοσιακού εβραϊκού κειμένου. Οι Μασορίτες ήταν σχολαστικοί. Για παράδειγμα, ο αντιγραφέας έπρεπε να χρησιμοποιεί ένα κατάλληλα επικυρωμένο αντίγραφο ως το βασικό κείμενο για την αντιγραφή και δεν επιτρεπόταν να γράψει τίποτε από μνήμης. Έπρεπε να ελέγχει κάθε γράμμα πριν το γράψει.5 Ο καθηγητής Νόρμαν Κ. Γκότουαλντ αναφέρει: «Ως ένα βαθμό, η επιμέλεια με την οποία εκτελούσαν τα καθήκοντά τους φαίνεται από τη ραβινική απαίτηση που έλεγε ότι όλα τα καινούρια χειρόγραφα έπρεπε να τα ελέγχουν και τα ελαττωματικά αντίγραφα να τα πετάνε αμέσως».6
Πόσο ακριβής ήταν η μεταβίβαση του κειμένου από τους Σοφερείμ και τους Μασορίτες; Μέχρι το 1947 ήταν δύσκολο να απαντήσει κανείς σʼ αυτή την ερώτηση, επειδή τα αρχαιότερα πλήρη εβραϊκά χειρόγραφα που ήταν διαθέσιμα ανάγονταν στο δέκατο αιώνα της Κοινής μας Χρονολογίας. Ωστόσο, το 1947, βρέθηκαν σε σπηλιές κοντά στη Νεκρά Θάλασσα μερικά πολύ αρχαία αποσπάσματα από χειρόγραφα, τα οποία περιλαμβάνουν τμήματα βιβλίων της Εβραϊκής Γραφής. Πολλά από τα αποσπάσματα χρονολογούνται πριν από την εποχή του Χριστού. Οι λόγιοι τα σύγκριναν με τα εβραϊκά χειρόγραφα που ήδη υπήρχαν για να επαληθεύσουν την ακρίβεια της μεταβίβασης του κειμένου. Ποιο ήταν το αποτέλεσμα αυτής της σύγκρισης;
Ένα από τα πιο αρχαία έργα που ανακαλύφτηκαν ήταν το πλήρες βιβλίο του Ησαΐα, και η ακρίβεια του κειμένου του σε σύγκριση με το κείμενο της Μασοριτικής Αγίας Γραφής που έχουμε σήμερα είναι καταπληκτική. Ο καθηγητής Μίλαρ Μπάροους γράφει: «Πολλές από τις διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα στο ρόλο του Ησαΐα του Αγίου Μάρκου [που ανακαλύφτηκε πρόσφατα] και στο Μασοριτικό κείμενο μπορούν να εξηγηθούν ως λάθη στην αντιγραφή. Πέρα από αυτές, υπάρχει αξιόλογη αρμονία, σε γενικές γραμμές, με το κείμενο που βρέθηκε στα χειρόγραφα του μεσαίωνα. Αυτή η αρμονία που υπάρχει με ένα κατά πολύ αρχαιότερο χειρόγραφο παρέχει καθησυχαστική μαρτυρία για τη γενική ακρίβεια του παραδοσιακού κειμένου».7 Ο Μπάροους προσθέτει: «Είναι άξιο απορίας το γεγονός ότι μέσα σε χίλια περίπου χρόνια το κείμενο έχει υποστεί τόσο μικρή μεταβολή».
Στην περίπτωση του τμήματος της Αγίας Γραφής που γράφτηκε στην ελληνική από τους Χριστιανούς, τη λεγόμενη Καινή Διαθήκη, οι αντιγραφείς έμοιαζαν μάλλον με ταλαντούχους ερασιτέχνες παρά με τους πολύ εκπαιδευμένους επαγγελματίες, τους Σοφερείμ. Αλλά με το να εργάζονται όπως κι εκείνοι κάτω από την απειλή της τιμωρίας από τις αρχές, πήραν το έργο τους στα σοβαρά. Και δυο πράγματα είναι εκείνα που μας διαβεβαιώνουν ότι εμείς σήμερα έχουμε ουσιαστικά το ίδιο κείμενο μʼ αυτό που καταγράφτηκε από τους αρχικούς συγγραφείς. Πρώτον, έχουμε χειρόγραφα που χρονολογούνται πολύ πιο κοντά στο χρόνο συγγραφής απʼ ό,τι συμβαίνει με την περίπτωση του εβραϊκού τμήματος της Αγίας Γραφής. Πράγματι, ένα απόσπασμα από το Ευαγγέλιο του Ιωάννη χρονολογείται από το πρώτο μέρος του δεύτερου αιώνα, λιγότερο από 50 χρόνια από την ημερομηνία που πιθανόν να έγραψε το Ευαγγέλιό του ο Ιωάννης. Δεύτερον, ο αριθμός και μόνο των χειρογράφων που έχουν επιζήσει παρέχει καταπληκτική απόδειξη της αυθεντικότητας του κειμένου.
17 Σχετικά μʼ αυτό, ο Σερ Φρέντερικ Κένιον βεβαίωσε: «Μπορεί να προβληθεί με απόλυτη σιγουριά ο ισχυρισμός ότι το κείμενο της Αγίας Γραφής είναι στην ουσία αξιόπιστο. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για την Καινή Διαθήκη. Υπάρχουν τόσο πολλά χειρόγραφα της Καινής Διαθήκης, των πρώτων μεταφράσεών της και των παραθέσεων που κάνουν από αυτή οι αρχαιότεροι συγγραφείς της Εκκλησίας, που είναι σχεδόν βέβαιο ότι το πραγματικό κείμενο κάθε αμφισβητήσιμης περικοπής διατηρήθηκε σε κάποια από όλες αυτές τις αρχαίες πηγές. Αυτό δεν μπορεί να λεχτεί για κανένα άλλο αρχαίο βιβλίο του κόσμου».10
Οι Λαοί και οι Γλώσσες Τους
Οι αρχικές γλώσσες στις οποίες γράφτηκε η Αγία Γραφή αποτέλεσαν επίσης, μακροπρόθεσμα, εμπόδιο για την επιβίωσή της. Τα πρώτα 39 βιβλία γράφτηκαν κυρίως στην εβραϊκή, τη γλώσσα που μιλούσαν οι Ισραηλίτες. Αλλά η εβραϊκή δεν έγινε ποτέ γνωστή σε μεγάλη κλίμακα. Αν η Αγία Γραφή παρέμενε σʼ εκείνη τη γλώσσα, δεν θα είχε ποτέ κάποια επιρροή πέρα από το ιουδαϊκό έθνος και τους λίγους ξένους που θα μπορούσαν να τη διαβάσουν. Ωστόσο, τον τρίτο αιώνα Π.Κ.Χ., προς όφελος των Εβραίων που ζούσαν στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, άρχισε η μετάφραση του εβραϊκού τμήματος της Αγίας Γραφής στην ελληνική. Η ελληνική ήταν τότε μια διεθνής γλώσσα. Έτσι, η Εβραϊκή Γραφή έγινε εύκολα προσιτή σε μη Ιουδαίους.
Όταν έφτασε ο καιρός για να γραφτεί το δεύτερο τμήμα της Αγίας Γραφής, η ελληνική εξακολουθούσε να μιλιέται γενικά, έτσι τα τελευταία 27 βιβλία της Αγίας Γραφής γράφτηκαν σʼ αυτή τη γλώσσα. Αλλά δεν μπορούσαν όλοι να καταλάβουν την ελληνική. Γιʼ αυτό σύντομα άρχισαν να εμφανίζονται μεταφράσεις τόσο του εβραϊκού όσο και του ελληνικού τμήματος της Αγίας Γραφής σε γλώσσες που μιλιούνταν καθημερινά στους αρχαίους εκείνους αιώνες, όπως λόγου χάρη η συριακή, η κοπτική, η αρμενική, η γεωργιανή, η γοτθική και η αιθιοπική. Η επίσημη γλώσσα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ήταν η λατινική και γίνονταν τόσο πολλές λατινικές μεταφράσεις που έπρεπε να δοθεί εντολή για μια «εξουσιοδοτημένη μετάφραση». Αυτή ολοκληρώθηκε γύρω στο 405 Κ.Χ. και έγινε γνωστή ως Βουλγάτα (που σημαίνει «λαϊκή» ή «κοινή»).
Έτσι, παρά τα πολλά εμπόδια, η Αγία Γραφή επέζησε μέχρι τους πρώτους αιώνες της Κοινής μας Χρονολογίας. Εκείνοι οι οποίοι την παρήγαγαν ήταν περιφρονημένες και διωκόμενες μειονότητες που ζούσαν μια δύσκολη ζωή σʼ έναν εχθρικό κόσμο. Θα μπορούσε εύκολα να γίνει σοβαρή διαστρέβλωση στη διαδικασία της αντιγραφής, αλλά δεν έγινε. Επιπλέον, παρότι υπήρχε ο κίνδυνος να γίνει διαθέσιμη μόνο σε λαούς που μιλούσαν ορισμένες γλώσσες, η Αγία Γραφή τον διέφυγε αυτόν τον κίνδυνο.
Γιατί ήταν τόσο δύσκολο να επιζήσει η Αγία Γραφή; Η ίδια η Αγία Γραφή λέει: «Ο κόσμος ολόκληρος βρίσκεται υπό την εξουσίαν του πονηρού». (1 Ιωάννου 5:19, ΚΔΤΚ) Μʼ αυτό υπόψη, θα αναμέναμε ότι ο κόσμος θα ήταν εχθρικός απέναντι στη δημοσίευση της αλήθειας, και πράγματι έτσι έχουν τα πράγματα. Γιατί, λοιπόν, επέζησε πράγματι η Αγία Γραφή ενώ ξεχάστηκαν τόσο πολλά άλλα λογοτεχνικά έργα που δεν αντιμετώπισαν τις ίδιες δυσκολίες; Η Αγία Γραφή απαντάει και σʼ αυτό επίσης. Λέει: ʽΟ λόγος όμως του Ιεχωβά μένει εις τον αιώναʼ. (1 Πέτρου 1:25) Αν η Αγία Γραφή είναι πράγματι ο Λόγος του Θεού, τότε καμιά ανθρώπινη δύναμη δεν μπορεί να την καταστρέψει. Μέχρι και αυτόν τον 20ό αιώνα, αυτό έχει αποδειχτεί αληθινό.
Ωστόσο, τον τέταρτο αιώνα της Κοινής μας Χρονολογίας, συνέβηκε κάτι που τελικά κατέληξε σε νέες επιθέσεις κατά της Αγίας Γραφής και επηρέασε βαθιά την πορεία της ιστορίας στην Ευρώπη. Μόλις δέκα χρόνια μετά τις προσπάθειες που κατέβαλε ο Διοκλητιανός προκειμένου να καταστρέψει όλα τα αντίγραφα της Αγίας Γραφής, η αυτοκρατορική πολιτική άλλαξε και η «Χριστιανοσύνη» νομιμοποιήθηκε. Δώδεκα χρόνια αργότερα, το 325 Κ.Χ., ένας Ρωμαίος αυτοκράτορας προέδρευσε στη «Χριστιανική» Σύνοδο της Νίκαιας. Γιατί θα ήταν επικίνδυνη για την Αγία Γραφή μια τέτοια φαινομενικά ευνοϊκή εξέλιξη; Την απάντηση θα τη δούμε στο επόμενο κεφάλαιο.
Πριν από 3.000 και πλέον χρόνια, όταν άρχισε η συγγραφή της Αγίας Γραφής, οι Ισραηλίτες δεν αποτελούσαν παρά ένα μικρό έθνος ανάμεσα στα πολλά έθνη που υπήρχαν στη Μέση Ανατολή. Θεός τους ήταν ο Ιεχωβά ενώ τα γύρω έθνη είχαν μια περίπλοκη ποικιλία από θεούς και θεές. Στη διάρκεια εκείνης της χρονικής περιόδου, οι Ισραηλίτες δεν ήταν οι μόνοι που παρήγαγαν θρησκευτικά συγγράμματα. Κι άλλα έθνη επίσης έφεραν σε ύπαρξη γραπτά έργα που αντανακλούσαν τη θρησκεία τους και τις εθνικές τους αξίες. Για παράδειγμα, ο ακκαδικός θρύλος για τον Γκιλγκαμές από τη Μεσοποταμία και τα έπη της Ρας Σάμρα, τα οποία γράφτηκαν στην ουγκαριτική (μια γλώσσα που τη μιλούσαν εκεί που είναι τώρα η βόρεια Συρία), χωρίς αμφιβολία ήταν πολύ δημοφιλή. Η εκτενής λογοτεχνία εκείνης της εποχής περιλάμβανε επίσης έργα όπως το The Admonitions of Ipu-wer (Οι Νουθεσίες του Ίπου‐ουέρ) και το The Prophecy of Nefer-rohu (Η Προφητεία του Νέφερ‐ρόχου) στην αιγυπτιακή γλώσσα, ύμνους σε διάφορες θεότητες στη σουμερική και προφητικά έργα στην ακκαδική.1
Ωστόσο, όλα αυτά τα έργα της Μέσης Ανατολής είχαν την ίδια κατάληξη. Ξεχάστηκαν, και ακόμη και οι γλώσσες στις οποίες γράφτηκαν έχουν εκλείψει. Μόνο στα πρόσφατα χρόνια έμαθαν οι αρχαιολόγοι και οι φιλόλογοι για την ύπαρξή τους και ανακάλυψαν πώς να τα διαβάζουν. Από την άλλη πλευρά, τα πρώτα βιβλία της Εβραϊκής Γραφής που γράφτηκαν έχουν επιζήσει μέχρι τη δική μας εποχή και εξακολουθούν να διαβάζονται πλατιά. Μερικές φορές οι λόγιοι ισχυρίζονται ότι τα εβραϊκά βιβλία της Αγίας Γραφής προήλθαν με κάποιο τρόπο από εκείνα τα αρχαία λογοτεχνικά έργα. Αλλά το γεγονός ότι τόσο μεγάλο μέρος εκείνης της λογοτεχνίας ξεχάστηκε ενώ η Εβραϊκή Γραφή επέζησε δείχνει ότι η Αγία Γραφή είναι πολύ διαφορετικήΟι Φύλακες του Λόγου
Χωρίς καμιά αμφιβολία, από ανθρώπινη άποψη η επιβίωση της Αγίας Γραφής δεν ήταν κάτι προεξοφλημένο. Οι κοινότητες που την παρήγαγαν υπέφεραν τόσο σκληρές δοκιμασίες και σφοδρή εναντίωση που είναι πραγματικά αξιόλογο το ότι επέζησε μέχρι τις μέρες μας. Στα χρόνια πριν από τον Χριστό, οι Ιουδαίοι, οι οποίοι παρήγαγαν τις Εβραϊκές Γραφές (την «Παλαιά Διαθήκη»), ήταν ένα σχετικά μικρό έθνος. Αυτοί κατοικούσαν κάτω από αβέβαιες περιστάσεις ανάμεσα σε ισχυρά πολιτικά κράτη, τα οποία ανταγωνίζονταν μεταξύ τους για υπεροχή. Για να επιβιώσουν οι Ισραηλίτες έπρεπε να πολεμήσουν ενάντια σε μια σειρά από έθνη, όπως οι Φιλισταίοι, οι Μωαβίτες, οι Αμμωνίτες και οι Εδωμίτες. Την περίοδο που οι Εβραίοι ήταν διαιρεμένοι σε δυο βασίλεια, η αμείλικτη Ασσυριακή Αυτοκρατορία αφάνισε σχεδόν το βόρειο βασίλειο, ενώ οι Βαβυλώνιοι κατέστρεψαν το νότιο βασίλειο, παίρνοντας το λαό στην εξορία από την οποία μόνο ένα υπόλοιπο επέστρεψε ύστερα από 70 χρόνια.
Υπάρχουν μάλιστα εκθέσεις οι οποίες αφορούν απόπειρες γενοκτονίας που έγιναν κατά των Ισραηλιτών. Στις μέρες του Μωυσή, ο Φαραώ διέταξε να φονευτούν όλα τα νεογέννητα αγόρια τους. Αν η διαταγή του είχε τηρηθεί, τότε ο εβραϊκός λαός θα είχε εξολοθρευτεί. (Έξοδος 1:15‐22) Πολύ αργότερα, όταν οι Ιουδαίοι περιήλθαν κάτω από περσική κυριαρχία, οι εχθροί τους συνομώτησαν για να ψηφιστεί ένας νόμος που είχε σκοπό την εξόντωσή τους. (Εσθήρ 3:1‐15) Η αποτυχία αυτής της μηχανορραφίας εξακολουθεί να γιορτάζεται στην εβραϊκή γιορτή των Φουρείμ.
Ακόμη αργότερα, όταν οι Ιουδαίοι ήταν υποτελείς στη Συρία, ο Βασιλιάς Αντίοχος Δ΄προσπάθησε πολύ σκληρά να εξελληνίσει το έθνος, αναγκάζοντάς το να τηρεί ελληνικά έθιμα και να λατρεύει θεούς της Ελλάδας. Κι αυτός επίσης απέτυχε. Αντί να εξαλειφτούν ή να αφομοιωθούν, οι Ιουδαίοι επέζησαν ενώ οι περισσότερες εθνικές ομάδες που τους περιέβαλλαν εξαφανίστηκαν, η μια μετά την άλλη, από την παγκόσμια σκηνή. Και το τμήμα της Αγίας Γραφής που ονομάζεται Εβραϊκές Γραφές επέζησε μαζί μʼ αυτούς.
Οι Χριστιανοί, που παρήγαγαν το δεύτερο τμήμα της Αγίας Γραφής (την «Καινή Διαθήκη»), αποτελούσαν κι αυτοί μια καταπιεσμένη ομάδα. Ο ηγέτης τους, ο Ιησούς, δολοφονήθηκε σαν κοινός εγκληματίας. Στις πρώτες μέρες μετά το θάνατό του, οι ιουδαϊκές αρχές της Παλαιστίνης προσπάθησαν να τους εξοντώσουν. Όταν η Χριστιανοσύνη διαδόθηκε και σε άλλες χώρες, οι Ιουδαίοι τους καταδίωξαν προσπαθώντας να παρεμποδίσουν το ιεραποστολικό τους έργο.—Πράξεις 5:27, 28· 7:58‐60· 11:19‐21· 13:45· 14:19· 18:5, 6.
Τον καιρό του Νέρωνα, η αρχικά ανεκτική στάση των ρωμαϊκών αρχών άλλαξε. Ο Τάκιτος καυχιόταν για τα «άριστα βασανιστήρια» που επιβάλλονταν στους Χριστιανούς από εκείνον το διεφθαρμένο αυτοκράτορα και από την εποχή του κι έπειτα, το να είναι κανείς Χριστιανός αποτελούσε έγκλημα που τιμωρούνταν με την ποινή του θανάτου.2 Το 303 Κ.Χ., ο Αυτοκράτορας Διοκλητιανός ενήργησε άμεσα κατά της Αγίας Γραφής. Σε μια προσπάθεια να συντρίψει τη Χριστιανοσύνη, διέταξε να καούν όλες οι Άγιες Γραφές των Χριστιανών.3
Αυτές οι εκστρατείες καταπίεσης και γενοκτονίας αποτελούσαν πραγματική απειλή για την επιβίωση της Αγίας Γραφής. Αν οι Ιουδαίοι είχαν ακολουθήσει την οδό των Φιλισταίων και των Μωαβιτών ή αν οι προσπάθειες που κατέβαλαν πρώτα οι ιουδαϊκές και κατόπιν οι ρωμαϊκές αρχές να συντρίψουν τη Χριστιανοσύνη πετύχαιναν, ποιοι θα είχαν γράψει και θα είχαν διαφυλάξει την Αγία Γραφή; Ευτυχώς, οι φύλακες της Αγίας Γραφής—πρώτα οι Ιουδαίοι και κατόπιν οι Χριστιανοί—δεν εξαλείφτηκαν, και η Αγία Γραφή επέζησε. Ωστόσο, υπήρχε άλλη μια σοβαρή απειλή, αν όχι για την επιβίωση της Αγίας Γραφής τουλάχιστον για την ακεραιότητά της.
Αντίγραφα που θα Μπορούσαν να Περιέχουν Λάθη
Πολλά από τα αρχαία έργα που προαναφέρθηκαν, και τα οποία στη συνέχεια ξεχάστηκαν, είχαν χαραχτεί σε πέτρα ή αποτυπωθεί σε ανθεκτικές πήλινες πλάκες. Δεν συνέβηκε το ίδιο με την Αγία Γραφή. Αυτή αρχικά γράφτηκε σε πάπυρους ή σε περγαμηνές—πολύ πιο φθαρτά υλικά. Έτσι, τα χειρόγραφα που είχαν κάνει οι αρχικοί συγγραφείς εξαφανίστηκαν πριν από πάρα πολύ καιρό. Πώς, λοιπόν, διαφυλάχτηκε η Αγία Γραφή; Αναρίθμητες χιλιάδες αντίγραφα γράφτηκαν κοπιαστικά με το χέρι. Αυτός ήταν ο συνήθης τρόπος για να γίνουν αντίτυπα ενός βιβλίου πριν να εμφανιστεί η τυπογραφία.
Ωστόσο, υπάρχει κάποιος κίνδυνος όταν γίνεται αντιγραφή με το χέρι. Ο Σερ Φρέντερικ Κένιον, ο πασίγνωστος αρχαιολόγος και βιβλιοθηκονόμος του Βρετανικού Μουσείου, εξήγησε: «Δεν έχει ακόμη δημιουργηθεί το ανθρώπινο χέρι και ο εγκέφαλος που θα μπορούσαν να αντιγράψουν το πλήρες κείμενο ενός μεγάλου έργου χωρίς κανένα απολύτως λάθος. . . . Ήταν βέβαιο ότι θα υπεισέρχονταν λάθη».4 Όταν σʼ ένα χειρόγραφο υπεισερχόταν κάποιο λάθος, αυτό επαναλαμβανόταν όταν εκείνο το χειρόγραφο γινόταν η βάση για μελλοντικά αντίγραφα. Όταν γίνονταν πολλά αντίγραφα στη διάρκεια μεγάλης χρονικής περιόδου, υπεισέρχονταν πολυάριθμα ανθρώπινα λάθη.
Έχοντας υπόψη το γεγονός ότι έγιναν πολλές χιλιάδες αντίγραφα της Αγίας Γραφής, πώς γνωρίζουμε ότι αυτή η διαδικασία παραγωγής αντιτύπων δεν άλλαξε την Αγία Γραφή σε σημείο που να είναι τελείως αγνώριστη; Ας πάρουμε την περίπτωση της Εβραϊκής Γραφής, της «Παλαιάς Διαθήκης». Στο δεύτερο μέρος του έκτου αιώνα Π.Κ.Χ., όταν οι Ιουδαίοι επέστρεψαν από την εξορία τους στη Βαβυλώνα, μια ομάδα Εβραίων λόγιων οι οποίοι ήταν γνωστοί ως Σοφερείμ, «αντιγραφείς», έγιναν οι φύλακες του κειμένου της Εβραϊκής Γραφής και ήταν δική τους ευθύνη να αντιγράφουν αυτές τις Γραφές για χρήση στη δημόσια και στην ιδιωτική λατρεία. Αυτοί ήταν άντρες με ισχυρά κίνητρα, επαγγελματίες στο είδος τους, και το έργο τους ήταν πολύ υψηλής ποιότητας.
Από τον έβδομο αιώνα μέχρι το δέκατο αιώνα της Κοινής μας Χρονολογίας, οι διάδοχοι των Σοφερείμ ήταν οι Μασορίτες. Το όνομά τους προέρχεται από μια εβραϊκή λέξη που σημαίνει «παράδοση», κι αυτοί επίσης ήταν στην ουσία αντιγραφείς επιφορτισμένοι με το έργο της διαφύλαξης του παραδοσιακού εβραϊκού κειμένου. Οι Μασορίτες ήταν σχολαστικοί. Για παράδειγμα, ο αντιγραφέας έπρεπε να χρησιμοποιεί ένα κατάλληλα επικυρωμένο αντίγραφο ως το βασικό κείμενο για την αντιγραφή και δεν επιτρεπόταν να γράψει τίποτε από μνήμης. Έπρεπε να ελέγχει κάθε γράμμα πριν το γράψει.5 Ο καθηγητής Νόρμαν Κ. Γκότουαλντ αναφέρει: «Ως ένα βαθμό, η επιμέλεια με την οποία εκτελούσαν τα καθήκοντά τους φαίνεται από τη ραβινική απαίτηση που έλεγε ότι όλα τα καινούρια χειρόγραφα έπρεπε να τα ελέγχουν και τα ελαττωματικά αντίγραφα να τα πετάνε αμέσως».6
Πόσο ακριβής ήταν η μεταβίβαση του κειμένου από τους Σοφερείμ και τους Μασορίτες; Μέχρι το 1947 ήταν δύσκολο να απαντήσει κανείς σʼ αυτή την ερώτηση, επειδή τα αρχαιότερα πλήρη εβραϊκά χειρόγραφα που ήταν διαθέσιμα ανάγονταν στο δέκατο αιώνα της Κοινής μας Χρονολογίας. Ωστόσο, το 1947, βρέθηκαν σε σπηλιές κοντά στη Νεκρά Θάλασσα μερικά πολύ αρχαία αποσπάσματα από χειρόγραφα, τα οποία περιλαμβάνουν τμήματα βιβλίων της Εβραϊκής Γραφής. Πολλά από τα αποσπάσματα χρονολογούνται πριν από την εποχή του Χριστού. Οι λόγιοι τα σύγκριναν με τα εβραϊκά χειρόγραφα που ήδη υπήρχαν για να επαληθεύσουν την ακρίβεια της μεταβίβασης του κειμένου. Ποιο ήταν το αποτέλεσμα αυτής της σύγκρισης;
Ένα από τα πιο αρχαία έργα που ανακαλύφτηκαν ήταν το πλήρες βιβλίο του Ησαΐα, και η ακρίβεια του κειμένου του σε σύγκριση με το κείμενο της Μασοριτικής Αγίας Γραφής που έχουμε σήμερα είναι καταπληκτική. Ο καθηγητής Μίλαρ Μπάροους γράφει: «Πολλές από τις διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα στο ρόλο του Ησαΐα του Αγίου Μάρκου [που ανακαλύφτηκε πρόσφατα] και στο Μασοριτικό κείμενο μπορούν να εξηγηθούν ως λάθη στην αντιγραφή. Πέρα από αυτές, υπάρχει αξιόλογη αρμονία, σε γενικές γραμμές, με το κείμενο που βρέθηκε στα χειρόγραφα του μεσαίωνα. Αυτή η αρμονία που υπάρχει με ένα κατά πολύ αρχαιότερο χειρόγραφο παρέχει καθησυχαστική μαρτυρία για τη γενική ακρίβεια του παραδοσιακού κειμένου».7 Ο Μπάροους προσθέτει: «Είναι άξιο απορίας το γεγονός ότι μέσα σε χίλια περίπου χρόνια το κείμενο έχει υποστεί τόσο μικρή μεταβολή».
Στην περίπτωση του τμήματος της Αγίας Γραφής που γράφτηκε στην ελληνική από τους Χριστιανούς, τη λεγόμενη Καινή Διαθήκη, οι αντιγραφείς έμοιαζαν μάλλον με ταλαντούχους ερασιτέχνες παρά με τους πολύ εκπαιδευμένους επαγγελματίες, τους Σοφερείμ. Αλλά με το να εργάζονται όπως κι εκείνοι κάτω από την απειλή της τιμωρίας από τις αρχές, πήραν το έργο τους στα σοβαρά. Και δυο πράγματα είναι εκείνα που μας διαβεβαιώνουν ότι εμείς σήμερα έχουμε ουσιαστικά το ίδιο κείμενο μʼ αυτό που καταγράφτηκε από τους αρχικούς συγγραφείς. Πρώτον, έχουμε χειρόγραφα που χρονολογούνται πολύ πιο κοντά στο χρόνο συγγραφής απʼ ό,τι συμβαίνει με την περίπτωση του εβραϊκού τμήματος της Αγίας Γραφής. Πράγματι, ένα απόσπασμα από το Ευαγγέλιο του Ιωάννη χρονολογείται από το πρώτο μέρος του δεύτερου αιώνα, λιγότερο από 50 χρόνια από την ημερομηνία που πιθανόν να έγραψε το Ευαγγέλιό του ο Ιωάννης. Δεύτερον, ο αριθμός και μόνο των χειρογράφων που έχουν επιζήσει παρέχει καταπληκτική απόδειξη της αυθεντικότητας του κειμένου.
17 Σχετικά μʼ αυτό, ο Σερ Φρέντερικ Κένιον βεβαίωσε: «Μπορεί να προβληθεί με απόλυτη σιγουριά ο ισχυρισμός ότι το κείμενο της Αγίας Γραφής είναι στην ουσία αξιόπιστο. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για την Καινή Διαθήκη. Υπάρχουν τόσο πολλά χειρόγραφα της Καινής Διαθήκης, των πρώτων μεταφράσεών της και των παραθέσεων που κάνουν από αυτή οι αρχαιότεροι συγγραφείς της Εκκλησίας, που είναι σχεδόν βέβαιο ότι το πραγματικό κείμενο κάθε αμφισβητήσιμης περικοπής διατηρήθηκε σε κάποια από όλες αυτές τις αρχαίες πηγές. Αυτό δεν μπορεί να λεχτεί για κανένα άλλο αρχαίο βιβλίο του κόσμου».10
Οι Λαοί και οι Γλώσσες Τους
Οι αρχικές γλώσσες στις οποίες γράφτηκε η Αγία Γραφή αποτέλεσαν επίσης, μακροπρόθεσμα, εμπόδιο για την επιβίωσή της. Τα πρώτα 39 βιβλία γράφτηκαν κυρίως στην εβραϊκή, τη γλώσσα που μιλούσαν οι Ισραηλίτες. Αλλά η εβραϊκή δεν έγινε ποτέ γνωστή σε μεγάλη κλίμακα. Αν η Αγία Γραφή παρέμενε σʼ εκείνη τη γλώσσα, δεν θα είχε ποτέ κάποια επιρροή πέρα από το ιουδαϊκό έθνος και τους λίγους ξένους που θα μπορούσαν να τη διαβάσουν. Ωστόσο, τον τρίτο αιώνα Π.Κ.Χ., προς όφελος των Εβραίων που ζούσαν στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, άρχισε η μετάφραση του εβραϊκού τμήματος της Αγίας Γραφής στην ελληνική. Η ελληνική ήταν τότε μια διεθνής γλώσσα. Έτσι, η Εβραϊκή Γραφή έγινε εύκολα προσιτή σε μη Ιουδαίους.
Όταν έφτασε ο καιρός για να γραφτεί το δεύτερο τμήμα της Αγίας Γραφής, η ελληνική εξακολουθούσε να μιλιέται γενικά, έτσι τα τελευταία 27 βιβλία της Αγίας Γραφής γράφτηκαν σʼ αυτή τη γλώσσα. Αλλά δεν μπορούσαν όλοι να καταλάβουν την ελληνική. Γιʼ αυτό σύντομα άρχισαν να εμφανίζονται μεταφράσεις τόσο του εβραϊκού όσο και του ελληνικού τμήματος της Αγίας Γραφής σε γλώσσες που μιλιούνταν καθημερινά στους αρχαίους εκείνους αιώνες, όπως λόγου χάρη η συριακή, η κοπτική, η αρμενική, η γεωργιανή, η γοτθική και η αιθιοπική. Η επίσημη γλώσσα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ήταν η λατινική και γίνονταν τόσο πολλές λατινικές μεταφράσεις που έπρεπε να δοθεί εντολή για μια «εξουσιοδοτημένη μετάφραση». Αυτή ολοκληρώθηκε γύρω στο 405 Κ.Χ. και έγινε γνωστή ως Βουλγάτα (που σημαίνει «λαϊκή» ή «κοινή»).
Έτσι, παρά τα πολλά εμπόδια, η Αγία Γραφή επέζησε μέχρι τους πρώτους αιώνες της Κοινής μας Χρονολογίας. Εκείνοι οι οποίοι την παρήγαγαν ήταν περιφρονημένες και διωκόμενες μειονότητες που ζούσαν μια δύσκολη ζωή σʼ έναν εχθρικό κόσμο. Θα μπορούσε εύκολα να γίνει σοβαρή διαστρέβλωση στη διαδικασία της αντιγραφής, αλλά δεν έγινε. Επιπλέον, παρότι υπήρχε ο κίνδυνος να γίνει διαθέσιμη μόνο σε λαούς που μιλούσαν ορισμένες γλώσσες, η Αγία Γραφή τον διέφυγε αυτόν τον κίνδυνο.
Γιατί ήταν τόσο δύσκολο να επιζήσει η Αγία Γραφή; Η ίδια η Αγία Γραφή λέει: «Ο κόσμος ολόκληρος βρίσκεται υπό την εξουσίαν του πονηρού». (1 Ιωάννου 5:19, ΚΔΤΚ) Μʼ αυτό υπόψη, θα αναμέναμε ότι ο κόσμος θα ήταν εχθρικός απέναντι στη δημοσίευση της αλήθειας, και πράγματι έτσι έχουν τα πράγματα. Γιατί, λοιπόν, επέζησε πράγματι η Αγία Γραφή ενώ ξεχάστηκαν τόσο πολλά άλλα λογοτεχνικά έργα που δεν αντιμετώπισαν τις ίδιες δυσκολίες; Η Αγία Γραφή απαντάει και σʼ αυτό επίσης. Λέει: ʽΟ λόγος όμως του Ιεχωβά μένει εις τον αιώναʼ. (1 Πέτρου 1:25) Αν η Αγία Γραφή είναι πράγματι ο Λόγος του Θεού, τότε καμιά ανθρώπινη δύναμη δεν μπορεί να την καταστρέψει. Μέχρι και αυτόν τον 20ό αιώνα, αυτό έχει αποδειχτεί αληθινό.
Ωστόσο, τον τέταρτο αιώνα της Κοινής μας Χρονολογίας, συνέβηκε κάτι που τελικά κατέληξε σε νέες επιθέσεις κατά της Αγίας Γραφής και επηρέασε βαθιά την πορεία της ιστορίας στην Ευρώπη. Μόλις δέκα χρόνια μετά τις προσπάθειες που κατέβαλε ο Διοκλητιανός προκειμένου να καταστρέψει όλα τα αντίγραφα της Αγίας Γραφής, η αυτοκρατορική πολιτική άλλαξε και η «Χριστιανοσύνη» νομιμοποιήθηκε. Δώδεκα χρόνια αργότερα, το 325 Κ.Χ., ένας Ρωμαίος αυτοκράτορας προέδρευσε στη «Χριστιανική» Σύνοδο της Νίκαιας. Γιατί θα ήταν επικίνδυνη για την Αγία Γραφή μια τέτοια φαινομενικά ευνοϊκή εξέλιξη; Την απάντηση θα τη δούμε στο επόμενο κεφάλαιο.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.