Αναρούσες, ένα βαλκανικό θρίλερ

Great Chaos

Περιβόητο μέλος

Ο Όττο αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Είναι 57 ετών, επαγγέλλεται Συγγραφέας και μας γράφει από Θεσσαλονίκη (Θεσσαλονίκη). Έχει γράψει 4.911 μηνύματα.
Anarouses cover 3.png




Φίλες και φίλοι, με χαρά και συγκίνηση σας παρουσιάζω το πρώτο μου μυθιστόρημα, τις Αναρούσες, ένα βαλκανικό θρίλερ με αναπάντεχες προεκτάσεις. Θρύλοι και παραδόσεις των Βλάχων μπλέκουν με μαγικές τελετές παλιότερες απ’ την Ιστορία. Ο ήρωας καταδύεται στο μυστηριακό παρελθόν για να ανακαλύψει ότι τα πιο τρομακτικά τέρατα ζουν μέσα μας. Και στο επίκεντρο της καταστροφής και της σωτηρίας βρίσκεται, όπως πάντα, μια γυναίκα.

Παρακάτω θα σας παρουσιάσω ένα αυτόνομο τμήμα του…



Ξύπνησα σωριασμένος στο πάτωμα, με τα πλευρά μου να με σουβλίζουν. Πανικός. Η καρδιά σφυροκοπούσε στο θώρακα, τα χέρια μου τινάζονταν σπασμωδικά, προσπαθούσανε να βρουν από κάπου να πιαστούν, τα πόδια μου έτρεχαν στον αέρα. Η γη ανεβοκατέβαινε όπως τα σκεπάσματα σε νυφική παστάδα. Τρίξιμο τζαμιών, βουητό καταχθόνιο, σειρήνες συναγερμών, αλυχτίσματα σκυλιών που πιλαλούσαν αλαφιασμένα, φτεροκοπήματα πουλιών που το ’σκαγαν απ’ τις φωλιές τους· βιβλία κι άλλα αντικείμενα έπεφταν με γδούπο από το τραπέζι και το γραφείο.

Μου φάνηκε πως κράτησε ώρες ο σεισμός, μα κάποτε σταμάτησε. Μηχανικά, έριξα μια ματιά στο ρολόι του τοίχου, που μόλις διακρινόταν μέσα στις σκιές, απάνω απ’ το γραφείο. Τρεις και δέκα μετά τα μεσάνυχτα.Πήγα στο παράθυρο, να δω τι γινόταν στο χωριό αποκάτω. Η πρώτη εντύπωση ήταν καθησυχαστική. Κόσμος είχε βγει στους δρόμους, τα παράθυρα φωτισμένα, μα δε φαίνονταν ζημιές κι οι χωριανοί είχαν ήδη πιάσει το κουβεντολόι, να συνέρθουν απ’ την τρομάρα. Άνοιξα το τζάμι να κοιτάξω καλύτερα.

Τότε ξέσπασε βρόντος, πέτρα να χτυπά πάνω σε πέτρα, που σκέπασε το σούσουρο της γειτονιάς. Έστρεψα τη ματιά μου στη λίμνη. Η βουνοπλαγιά πάνω απ’ την ανατολική ακτή κατέρρευσε. Βράχια τεράστια και χώματα γκρεμίστηκαν στο νερό μ’ έναν κούφιο παφλασμό, που έφτασε πεντακάθαρος στ’ αφτιά μου. Ξάφνου, τα νερά της λίμνης αναταράχτηκαν. Φούσκωσαν κι άρχισαν ν’ αφρομανούν. Ύστερα…

Ο Δαίμονας πυργώθηκε ουρλιάζοντας μέσα απ’ τη λίμνη, θεορατικός, αποφώλιος, απερίγραπτος. Το σώμα του έμοιαζε με τεράστιο γλοιερό ερπετό, ένα χαοτικό αεικίνητο ρευστό, μαύρο σα μαχαιριά στο χωροχρονικό σεντόνι. Το κεφάλι του άμορφο, τρύπες διάπυρες σαν ηφαιστειακοί κρατήρες έχασκαν στις κόρες των ματιών· μα έβλεπε τα πάντα, αναζητούσε θύματα για να χορτάσει την αβυσσαλέα του βουλιμία.

Θεριάκωσε και το μπόι του έφτασε ως τη Σελήνη, που ’χε γείρει κατά τη δύση. Κι αυτή προσχαμήλωσε και του φίλησε βλάσφημα το κακοφορμισμένο στόμα. Κείνος έβγαλε ένα ακόμα φρικαλέο ουρλιαχτό. Πλοκάμια ξεπρόβαλαν απ’ την καταπιόνα του, συστρέφονταν ολόγυρα και γεύονταν τον αέρα, έπιαναν τα νεροπούλια, που πάσκιζαν τρελαμένα να ξεφύγουν απ’ την αρπάγη τους, και τα καταβρόχθιζαν με μια χαψιά.

Μι’ αποφορά μούχλας και τάφου κι ανήλιαγης αβύσσου μ’ άρπαξε απ’ τα μούτρα. Σφάλισα αυτοματικά το παράθυρο, μα δε σταμάτησα να κοιτάζω. Νοσηρή περιέργεια με πρόσταζε ν’ ατενίζω τ’ άφραστο, το αδιήγητο, το ανίδωτο, τον ίδιο τον Εφιάλτη, πατέρα κάθε βραχνά, κάθε μιαρότητας και φρίκης.

Σηκώθηκε η λίμνη με χίλιες κεφαλές, με μύρια στόματα, ξεχείλισε λυσσαλέο τσουνάμι που σαβούρντιζε τα πλεούμενα στη στεριά, σκαρφάλωνε στα ριζοβούνια, σάρωνε ανθρώπους και ζώα, αυτοκίνητα και χτίρια. Ουρλιαχτά, ποδοβολητά, εκκλήσεις στον Θεό, που απόψε πρέπει να ’χε σχόλη, οιμωγές και θρήνοι πλημμύρισαν την ατμόσφαιρα· όσοι βρίσκονταν πιο ψηλά στην πλαγιά τρέχαν
φρενιασμένοι να σωθούν.

Τότε, απ’ το κακόμορφο σώμα ξεχύθηκαν συννεφόγλωσσες που αναφτεράκιζαν σα νυχτερίδες κι έπειτα ξεχύνονταν στο χωριό, άρπαζαν τους ανθρώπους απάνω στο φευγιό, τους γκρέμιζαν καταγής και τους πλάκωναν αμείλιχτα. Σάμπως να με αντιλήφτηκε τελευταίο, ο Δαίμονας έστρεψε τη μάζα του και με κάρφωσε με το αόμματο βλέμμα του. Άνοιξε ξανά την μπούκα του και ξέρασε κι άλλες λωρίδες καταχνιάς, που πέταξαν, αποφασιστικές, προς το μέρος μου. Όπως με πλησίαζαν, είδα πως είχαν γυναικεία μορφή. Πεντάμορφες, μαυρομαλλούσες, με όψη αρχοντική, δίχως ούτε φύλλο συκής να ντύνει τις ανάερες φιγούρες τους, έφτασαν μέχρι το παράθυρο κι έμειναν για λίγο να με κοιτούν απ’ το τζάμι, με μάτια τρισκότεινα σαν τον Τάρταρο.

Για μια στιγμή, πίστεψα πως δε θα κατάφερναν να μπουν στο δωμάτιο και χαμογέλασα σαν τουρίστας στο ενυδρείο με τους καρχαρίες, που δεν έχει αντιληφτεί τους γυάλινους τοίχους να ραγίζουν αποπίσω του. Τα αιθέρια κορμιά τους άρχισαν να γλιστράν μέσα απ’ τις χαραμάδες. Μου ξέφυγε μια γοερή κραυγή κι οπισθοχώρησα προς το κρεβάτι. Με ζύγωσαν κι άρχισαν να στροβιλίζονται γύρω μου σαν παρανοϊκό γαϊτανάκι.

Άνοιξαν φιλήδονα τα χείλια τους και φανέρωσαν δόντια ξυράφια. Ούρλιαξα με όλη μου τη δύναμη, μα φωνή δεν ήχησε. Όρμησαν απάνω μου και, έτσι όπως ήταν το κορμί μου ακόμα γυμνό, άρχισαν να με δαγκάνουν ηδονικά, απολαυστικά, μ’
έναν ανήκουστο σαδιστικό ερωτισμό που με συγκλόνισε. Έπεσα ανάσκελα κι έκλεισα τα μάτια, με μια αλγολαγνική παραίτηση να μ’ έχει διαποτίσει. Αίμα κύλαε καυτό απ’ τις πληγές. Πολεμούσα να πάρω ανάσα, λες κι ο αέρας είχε πήξει.

Προτού η σβημάρα καταπιεί το νου μου, ένιωσα το θάνατο γλυκό, τον καλοδέχτηκα με ανοιχτές αγκάλες. Έπειτα, η ζωή άρχισε να περνάει μπροστά απ’ τα μάτια μου, καθώς έπαιρνε τον ντορό του φευγιού μέσα απ’ τα ορθάνοιχτα σαγόνια μου.
«Έτσι θα σε θάψουν, με ανοιχτό το στόμα» ψιθύρισε μια φευγαλέα παλιά μου ανάμνηση…

Αυτόματη ένωση συνεχόμενων μηνυμάτων:

Αυτόματη ένωση συνεχόμενων μηνυμάτων:
 

Scandal

Διαχειριστής

Ο Πέτρος αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Είναι 36 ετών, επαγγέλλεται Web developer και μας γράφει από Περιστέρι (Αττική). Έχει γράψει 20.059 μηνύματα.
Κωστή, επιτέλους αποφάσισα να πάω σε βιβλιοπωλείο και το αγόρασα μαζί με άλλα βιβλία (+ τα άλλα δύο, τον Ευρυπίδη της ταφής και τη νύχτα των αδέσποτων ψυχών / καλοτάξιδο!!) <3

Λοιπόν, μου άρεσε πάρα πολύ η πλοκή, δεν ένιωσα να κουράζομαι σε κανένα σημείο. Σε πολλά σημεία έμεινα με ανοιχτό το στόμα.
Το λεξιλόγιο, αν και πολύ ανώτερο από αυτό που μπορώ να αντιληφθώ, το απόλαυσα και το συνδύαζα με το νόημα.
Τα βλάχικα πολύ ενδιαφέροντα και με επεξήγηση από κάτω!! Σε βάζουν στο κλίμα και την παράδοση της μικρής κοινότητας.

Μου άρεσε πολύ η αποδόμηση των "μεταφυσικών" φαινομένων από τον Σόλωνα τον αρχαιολόγο. Πάντα περίμενα να δω τι έχει να πει καθώς προχωρούσε η πλοκή.
Αν και με βάση το τέλος, είναι σαν το βιβλίο να καταλήγει ότι τελικά η μεταφυσική υπάρχει και είναι πέρα για πέρα αληθινή.
Δεν ξέρω μπερδεύτηκα λίγο εκεί, πχ
Προέκυψε ότι ο Δάμος ήταν ο εκλεκτός και ότι η Ντοάμνα τον άφησε να αντιμετωπίσει το δαίμονα. Ο ψυχίατρος είπε ότι από θαύμα επιβίωσε ο Δάμος από το διοξείδιο του άνθρακα. Ο Σόλωνας τι εξήγηση θα έδινε σε αυτό;

Δική μου άποψη που ταυτίζεται εν μέρη με τη στάση των χαρακτήρων, είναι ότι ο πνευματικός κόσμος υπάρχει και χρησιμοποιεί ως εργαλεία τους νόμους της φυσικής/ χημείας για να εκδηλωθεί (βλ. την εξήγηση του Σόλωνα μόλις ο δαίμονας βγήκε από τη λίμνη, τις ρουφήχτρες - Αναρούσες κτλ). Οπότε ο ορθολογιστής Σόλωνας θα σου πει "είναι φυσικό φαινόμενο", ενώ οι βλάχοι θα σου πουν "είναι ο Ντράκου". Ποιο είναι το σημείο τομής άραγε των δύο "αληθειών"; Δεν είναι μία η αλήθεια τελικά;
 

Χρήστες Βρείτε παρόμοια

Top