Νωεύς
Τιμώμενο Μέλος
Ο Ιάσων αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Επαγγέλεται Μαθητής/τρια και μας γράφει απο Άγιο Πνεύμα (Σέρρες). Έχει γράψει 5,713 μηνύματα.
29-11-08
23:58
Μπουρραμπουριάς Β΄, ο μέγας μπαγαπόντης Βασιλιάς των Κοσσαίων
Από τα «γράμματα της Αμάρνα» μαθαίνουμε, ότι ο «Μπουρραμπουριάς Β΄, βασιλιάς του Καρυτουνιάς», έγραφε στον Αχνατόν (Αμένοφι Δ΄), Βασιλιά-Ιερέα των Αιγυπτίων(1412-1362 π.Χ.), μεταξύ άλλων: «…Από τότε που η μητέρα μου και ο πατέρας σου συνήψαν φιλικές σχέσεις, αντάλλαζαν μεταξύ τους πολύτιμα δώρα και ποτέ δεν αρνήθηκε ο ένας να ικανοποιήσει τις επιθυμίες του άλλου. Αλλά να που σήμερα ο αδελφός μου( εννοεί τον Αχνατόν τ.σ.) μου έστειλε ως δώρο δύο χρυσά μανέχ. Στείλε μου λοιπόν όσο χρυσάφι θα έστελνε ο πατέρας σου και εάν θέλεις να στείλεις λιγότερο από όσο αρμόζει σε σένα, στείλε μου τουλάχιστον τα μισά, από όσα θα έστελνε ο πατέρας σου. Γιατί μου έστειλες μόνον δύο χρυσά μανέχ;».
Κατά την ιστορική πραγματικότητα, ήταν η εποχή, που οι Κρονίδες και οι εκ των Αρίων Ατζέμ(κατοπινοί και ελληνιστί «Αχαιμενίδες») της Δυτικής Ασίας (σημερινή περίπου «Μ. Ανατολής»), υποκινούμενοι από τους Κοσσαίους κατακτητές της ιερής Βαβυλώνας, είχαν σπάσει τους δεσμούς τους με τους Αιγυπτίους και τον εκεί μεταφερθέντα Ναό( της Βαβυλώνας), διεκδικώντας την επικυριαρχία και χρήση των χρυσωρυχείων του Σινά . Ήταν δε γεγονός, ότι για τη μεταφορά και το (νέο) άνοιγμα του Ναού, από τη Βαβυλώνα στην Αίγυπτο, ο Μπουρραμπουριάς Α΄ είχε συνδιαλλαγή με τον Θούθμωση Γ΄, περί το 1461, έναντι του 50% της ετήσιας παραγωγής χρυσού και πετραδιών στο Σινά.. Συμβόλαιο, που στη συνέχεια είχε ανανεωθεί, χάρη και στις προσωπικές σχέσεις του Αμένοφι Γ΄ και της χήρας - μητέρας του Μπουρραμπουριά Β΄.
Ο Αχνατόν, άνθρωπος γεννημένος να χριστεί άξια, ως πρώτος Ιερέας-Βασιλιάς του νέου Ναού, μετά τη σύλησή του από τους Κοσσαίους και τους επίορκους Μάγους, είχε στείλει πράγματι το 1362 χρυσάφι, προς τον βασιλιά της Βαβυλώνας, μόνον «δύο μανέχ», ποσότητα μικρή, έστω και ως συμβολική χειρονομία. Γιατί, πράγματι, στερημένος από το Σινά και χάρη στις φιλειρηνικές του διαθέσεις προς όλη την ανθρωπότητα, δεν είχε πλέον καθόλου «ταμειακά διαθέσιμα». Απλά, με τα «δύο μανέχ» ήθελε να κάνει πράξη, εκείνο που ο ίδιος δίδασκε εκείνη τη χρονιά, συμπληρώνοντας τα 30 του χρόνια: « Εάν έχεις δύο ενδύματα και σου ζητήσει το ένα ο αδελφός σου, εσύ να του δώσεις και τα δύο». Διδασκαλία όμως που, όπως φάνηκε , δεν άρεσε, ούτε στους συνεπίκουρούς του ούτε στον αιγυπτιακό λαό, με συνέπεια να τον οδηγήσουν την ίδια χρονιά, σε θάνατο από «στενοχώρια και θλίψη». Ξεψύχησε, λίγη ώρα μετά, αφού ψιθύρισε προσευχόμενος: « Περίλυπος η ψυχή μου, ω Τατ(Θεέ μου), έως θανάτου!».[ Τέλη 19ου με αρχές 20ου μΧ αιώνα, όταν ανοίχθηκε το φέρετρό του, ανακαλύφθηκε κάτω από τα κόκαλα των ποδιών του ένα λεπτό φύλλο χρυσού, με την τελευταία του προσευχή : « Αναπνέω την εξαίρετη πνοή Σου, θαυμάζω κάθε ημέρα την ομορφιά Σου, θέλω με πάθος να ακούσω τη γλυκιά φωνή Σου, έστω και με τη μορφή του βόρειου ανέμου. Δώσε μου το χέρι και βοήθησέ με να δεχθώ το πνεύμα Σου και να ζω από αυτό. Φώναζε με αιώνια με το όνομά μου και δεν θα χαθεί ποτέ!»]..
Δεν ήταν τυχαίο, που ο Αλέξανδρος Β΄ ο Μέγας, χίλια και κάτι χρόνια μετά, σε ηλικία 30 ετών, πρώτα επισκέφθηκε τον Ναό στην Αίγυπτο και στη συνέπεια πήγε και εγκαταστάθηκε στην ανίερη πια Βαβυλώνα. Στην Αίγυπτο, δεν είχε βρει εκείνο που αναζητούσε. Είχε όμως κατά νου, ότι ούτε ο Μπουρραμπουριάς Β΄ ούτε κανένας άλλος από τους ανίερους μάγους-ιερείς, σε Αίγυπτο και Βαβυλώνα, το είχαν πιάσει στα χέρια τους. Ο Αχνατόν, τελευταίος γνωστός( ιστορικά) κάτοχός του, το είχε εμπιστευθεί σε ένα δωδεκάχρονο αγόρι, γιο έμπιστου υπηρέτη του, προερχόμενο από τα φτωχά λαϊκά στρώματα. Αλλά έλπιζε, όχι αβάσιμα, ότι θα το εύρισκε πιο εύκολα, ξεκινώντας από τα παλαιοπωλεία κοσμημάτων της Βαβυλώνας, τους Ενεχυροδανειστές ή τους Αργυραμοιβούς που έβριθαν εκεί. Οι τελευταίοι ήταν, ό,τι είχε απομείνει από της εποχή του κοσσαιικού «βδελύγματος», αλλά και εκείνοι θα έδιναν όλο το χρυσάφι κι όλα τα πετράδια τους, για να το αποκτήσουν. Έτσι, δεν άντεξε περισσότερα από τρία χρόνια έρευνας, ώσπου τον βρήκε το φαρμάκι κι ο πυρετός και εγκατέλειψε τον «μάταιο τούτο κόσμο». Γιατί, χωρίς τη «Χρυσή Σμίλη», ακόμη και ένας Βασιλιάς-Ιερέας, δεν θα μπορούσε να «ξεκλειδώσει» τον κόσμο και να τον ελευθερώσει, από όση ματαιότητα τον βαραίνει!
Από τα «γράμματα της Αμάρνα» μαθαίνουμε, ότι ο «Μπουρραμπουριάς Β΄, βασιλιάς του Καρυτουνιάς», έγραφε στον Αχνατόν (Αμένοφι Δ΄), Βασιλιά-Ιερέα των Αιγυπτίων(1412-1362 π.Χ.), μεταξύ άλλων: «…Από τότε που η μητέρα μου και ο πατέρας σου συνήψαν φιλικές σχέσεις, αντάλλαζαν μεταξύ τους πολύτιμα δώρα και ποτέ δεν αρνήθηκε ο ένας να ικανοποιήσει τις επιθυμίες του άλλου. Αλλά να που σήμερα ο αδελφός μου( εννοεί τον Αχνατόν τ.σ.) μου έστειλε ως δώρο δύο χρυσά μανέχ. Στείλε μου λοιπόν όσο χρυσάφι θα έστελνε ο πατέρας σου και εάν θέλεις να στείλεις λιγότερο από όσο αρμόζει σε σένα, στείλε μου τουλάχιστον τα μισά, από όσα θα έστελνε ο πατέρας σου. Γιατί μου έστειλες μόνον δύο χρυσά μανέχ;».
Κατά την ιστορική πραγματικότητα, ήταν η εποχή, που οι Κρονίδες και οι εκ των Αρίων Ατζέμ(κατοπινοί και ελληνιστί «Αχαιμενίδες») της Δυτικής Ασίας (σημερινή περίπου «Μ. Ανατολής»), υποκινούμενοι από τους Κοσσαίους κατακτητές της ιερής Βαβυλώνας, είχαν σπάσει τους δεσμούς τους με τους Αιγυπτίους και τον εκεί μεταφερθέντα Ναό( της Βαβυλώνας), διεκδικώντας την επικυριαρχία και χρήση των χρυσωρυχείων του Σινά . Ήταν δε γεγονός, ότι για τη μεταφορά και το (νέο) άνοιγμα του Ναού, από τη Βαβυλώνα στην Αίγυπτο, ο Μπουρραμπουριάς Α΄ είχε συνδιαλλαγή με τον Θούθμωση Γ΄, περί το 1461, έναντι του 50% της ετήσιας παραγωγής χρυσού και πετραδιών στο Σινά.. Συμβόλαιο, που στη συνέχεια είχε ανανεωθεί, χάρη και στις προσωπικές σχέσεις του Αμένοφι Γ΄ και της χήρας - μητέρας του Μπουρραμπουριά Β΄.
Ο Αχνατόν, άνθρωπος γεννημένος να χριστεί άξια, ως πρώτος Ιερέας-Βασιλιάς του νέου Ναού, μετά τη σύλησή του από τους Κοσσαίους και τους επίορκους Μάγους, είχε στείλει πράγματι το 1362 χρυσάφι, προς τον βασιλιά της Βαβυλώνας, μόνον «δύο μανέχ», ποσότητα μικρή, έστω και ως συμβολική χειρονομία. Γιατί, πράγματι, στερημένος από το Σινά και χάρη στις φιλειρηνικές του διαθέσεις προς όλη την ανθρωπότητα, δεν είχε πλέον καθόλου «ταμειακά διαθέσιμα». Απλά, με τα «δύο μανέχ» ήθελε να κάνει πράξη, εκείνο που ο ίδιος δίδασκε εκείνη τη χρονιά, συμπληρώνοντας τα 30 του χρόνια: « Εάν έχεις δύο ενδύματα και σου ζητήσει το ένα ο αδελφός σου, εσύ να του δώσεις και τα δύο». Διδασκαλία όμως που, όπως φάνηκε , δεν άρεσε, ούτε στους συνεπίκουρούς του ούτε στον αιγυπτιακό λαό, με συνέπεια να τον οδηγήσουν την ίδια χρονιά, σε θάνατο από «στενοχώρια και θλίψη». Ξεψύχησε, λίγη ώρα μετά, αφού ψιθύρισε προσευχόμενος: « Περίλυπος η ψυχή μου, ω Τατ(Θεέ μου), έως θανάτου!».[ Τέλη 19ου με αρχές 20ου μΧ αιώνα, όταν ανοίχθηκε το φέρετρό του, ανακαλύφθηκε κάτω από τα κόκαλα των ποδιών του ένα λεπτό φύλλο χρυσού, με την τελευταία του προσευχή : « Αναπνέω την εξαίρετη πνοή Σου, θαυμάζω κάθε ημέρα την ομορφιά Σου, θέλω με πάθος να ακούσω τη γλυκιά φωνή Σου, έστω και με τη μορφή του βόρειου ανέμου. Δώσε μου το χέρι και βοήθησέ με να δεχθώ το πνεύμα Σου και να ζω από αυτό. Φώναζε με αιώνια με το όνομά μου και δεν θα χαθεί ποτέ!»]..
Δεν ήταν τυχαίο, που ο Αλέξανδρος Β΄ ο Μέγας, χίλια και κάτι χρόνια μετά, σε ηλικία 30 ετών, πρώτα επισκέφθηκε τον Ναό στην Αίγυπτο και στη συνέπεια πήγε και εγκαταστάθηκε στην ανίερη πια Βαβυλώνα. Στην Αίγυπτο, δεν είχε βρει εκείνο που αναζητούσε. Είχε όμως κατά νου, ότι ούτε ο Μπουρραμπουριάς Β΄ ούτε κανένας άλλος από τους ανίερους μάγους-ιερείς, σε Αίγυπτο και Βαβυλώνα, το είχαν πιάσει στα χέρια τους. Ο Αχνατόν, τελευταίος γνωστός( ιστορικά) κάτοχός του, το είχε εμπιστευθεί σε ένα δωδεκάχρονο αγόρι, γιο έμπιστου υπηρέτη του, προερχόμενο από τα φτωχά λαϊκά στρώματα. Αλλά έλπιζε, όχι αβάσιμα, ότι θα το εύρισκε πιο εύκολα, ξεκινώντας από τα παλαιοπωλεία κοσμημάτων της Βαβυλώνας, τους Ενεχυροδανειστές ή τους Αργυραμοιβούς που έβριθαν εκεί. Οι τελευταίοι ήταν, ό,τι είχε απομείνει από της εποχή του κοσσαιικού «βδελύγματος», αλλά και εκείνοι θα έδιναν όλο το χρυσάφι κι όλα τα πετράδια τους, για να το αποκτήσουν. Έτσι, δεν άντεξε περισσότερα από τρία χρόνια έρευνας, ώσπου τον βρήκε το φαρμάκι κι ο πυρετός και εγκατέλειψε τον «μάταιο τούτο κόσμο». Γιατί, χωρίς τη «Χρυσή Σμίλη», ακόμη και ένας Βασιλιάς-Ιερέας, δεν θα μπορούσε να «ξεκλειδώσει» τον κόσμο και να τον ελευθερώσει, από όση ματαιότητα τον βαραίνει!
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Νωεύς
Τιμώμενο Μέλος
Ο Ιάσων αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Επαγγέλεται Μαθητής/τρια και μας γράφει απο Άγιο Πνεύμα (Σέρρες). Έχει γράψει 5,713 μηνύματα.
29-11-08
13:05
Για να καταλάβω, οι Κοσσαίοι ήταν στο Ελάμ ; 'Εχω διαβάσει ότι αυτή ήταν η πατρίδα του Νώε. Είναι σωστό ;
Οι Κοσσαίοι κατέβηκαν στο Ελάμ από τα βορειοδυτικά(Βρετανία, Γιουτλάνδη και Βαλτική), εξαιτίας των μεγάλων καταστροφών και κινδύνων από το λιώσιμο των πολικών πάγων, κατά το διάστημα 2400-2100 π.Χ. Ανήκαν στις προάριες φυλές του Υπερβορρά και σχηματίστηκαν σαν ξεχωριστός λαός, χάρη στην καινοτομία τους, να βγάλουν από τη διατροφική τους αλυσίδα, τα ανθρώπινα πτώματα, αρχής γενομένης να μην τρώνε ζωντανούς ανθρώπους, όπως συνέχιζαν να κάνουν απομεινάρια άλλων πικτογενών φύλων μέχρι και τον 11 μ.Χ. αιώνα.
Όσο για τον Νώε (εννοείται της Βίβλου), το μόνο που θα μπορούσα να καταθέσω εδώ, είναι ότι υπήρξε προϊόν της μυθοπλασίας των ύστερων ελληνικών χρόνων(4ος π.Χ. αιώνα), ενώ το Ελάμ υπήρξε ιστορικά ως γεωγραφική πολιτιστική περιοχή(από Μοχέντζο Ντάρο και μέχρι τις δυτικά όρια της "Μεσοποταμίας".
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Νωεύς
Τιμώμενο Μέλος
Ο Ιάσων αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Επαγγέλεται Μαθητής/τρια και μας γράφει απο Άγιο Πνεύμα (Σέρρες). Έχει γράψει 5,713 μηνύματα.
29-11-08
05:06
Οι Μάγοι και οι Βασιλείς
Μέχρις ότου θυμόντουσαν στη Βαβυλώνα, εκείνα που είχαν κληρονομήσει από τη «Βασιλεία του Χαμουραμπί»(μεθερμηνευόμενο ως «ευτυχία του λαού»), ένας ήταν ο Ιερέας του Ναού κι όλοι οι υπόλοιποι άνδρες που τον επικουρούσαν στο έργο του, ήταν οι Μάγοι (του).
Ιερέας και Βασιλιάς ήταν το αυτό πρόσωπο, πρόσωπο που τον εξέλεγε η παραδεδεγμένη Σύναξη των Παρθενίδων του Ναού, δηλαδή της Βαβυλώνας. Εγγυητές δε της αποδεδειγμένης παρθενίας των εκλεκτόρων του εκάστοτε Βασιλιά ήταν πάντα, οι Μάγοι του προηγούμενου Ιερέα, οι οποίοι ήταν απαραίτητα ευνούχοι και (φυσικά) άγαμοι.
Οι Μάγοι, εκτός από τη διαχείριση της παρθενικότητας της εκλεκτορικής Σύναξης, ήταν ταυτόχρονα και διαχειριστές του συνόλου της γνώσης, που είχε συγκεντρωθεί από την ιστορία όλης της ανθρωπότητας ως παρακαταθήκη, εκεί στη Βαβυλώνα. Ήταν δηλαδή, οι «Θησαυροφύλακες του Βασιλιά».
Μία από τις ελάσσονος σημασίας γνώσεις ήταν και το «χρήμα» (ή «νόμισμα»), ως απλού μέσου δίκαιης διανομής της «ευτυχίας», που μπορούσε εκάστοτε ο Βασιλιάς να προσφέρει στο λαό της Βαβυλώνας. Το «χρήμα» ποτέ δεν μπορούσε να αποτελέσει, εκεί στη Βαβυλώνα, ως μέσο αποθησαυρισμού και αποταμίευσης εκτός Ναού. Τότε γινόταν «κρίμα, προς οδύνη του λαού». Γιʼ αυτό οι παραβάτες εξορίζονταν από τη Βαβυλώνα και για εφτά τουλάχιστον χρόνια. Το χρήμα έπρεπε να κυκλοφορεί στην Αγορά, ανεμπόδιστο από τους «παραχαράκτες» (της ευτυχίας του λαού), μέχρι να επιστρέψει τα μεσάνυχτα πάλι στο Ναό. Το καθήκον δε μεταφοράς του χρήματος, από την Αγορά στο Ναό, το είχαν πάντα οι Παρθένες της Βαβυλώνας.
Έτσι λίγο πολύ πρόκοβε η Βαβυλώνα, σε περαιτέρω γνώση, ευνομία, δικαιοσύνη και λαϊκή ευτυχία, μέχρι τα μέσα του 21ου π.Χ. αιώνα. Τότε ήταν που κατέβηκε από τον ξεπαγωμένο πρόσφατα (μάλλον εξαιτίας κάποιου «κατακλυσμού» )Βορρά λαός βάρβαρος, ύπουλος και μισάνθρωπος , οι Κοσσαίοι (ή Κασσίτες), ανήκοντες σε προηγμένο παρακλάδι των ανθρωποφάγων Πικτών, του σημερινού βρετανικού νησιωτικού συμπλέγματος.
Οι Βαβυλώνιοι, κέλτικης κυρίως προέλευσης και καταγωγής, αναγνωρίζοντας την ηθική και πολιτιστική εξέλιξη των Κοσσαίων και προκειμένου να τους αποσπάσουν παντελώς από τις επιρροές των άλλων πικτογενών φύλων, τους φιλοξένησαν και τους εγκατέστησαν στο χώρο μεταξύ Βαβυλώνας και Ουρ, παραχωρώντας τους ταυτόχρονα τη δυνατότητα να συναλλάσσονται στην Αγορά της πόλης τους, για την προμήθεια οικιακών αγαθών(τρόφιμα, ένδυση, φάρμακα κ.π.), έναντι τιμαριθμημένης αξίας χρυσού και «πολύτιμων πετραδιών». Κάθε δε επτά χρόνια, ο Ναός επέστρεφε όλο τον όγκο χρυσού και πετραδιών που συγκεντρωνόταν σʼ αυτόν, παρακρατώντας τη «Δεκάτη»(10%). Τούτο δε οι Άρχοντες των Κοσσαίων βρήκαν «φρόνιμο και δίκαιο», όχι τόσο για το δικαίωμα της Βαβυλώνας, αλλά μάλλον, για να μην περιπέσει σε οκνηρία ο λαός τους και πάψει να εργάζεται, τόσο στους αγρούς και τα εργαστήρια, όσο και στα ορυχεία.
Έτσι κυλούσαν ειρηνικά τα χρόνια, μεταξύ Κελτών και Κοσσαίων, ώσπου έφθασαν μάλιστα στο σημείο οι Βαβυλώνιοι, να αποδεχθούν στο Ναό τους, παρθένες και ευνούχους, από τους νέους των Κοσσαίων. Μόνον που την επιλογή των απεσταλμένων την έκαναν οι Άρχοντές τους, που φυσικά διάλεγαν κατά προτίμηση τα «δικά» τους παιδιά. Μέχρι το 1750 (πΧ) οι παρθένες και ευνούχοι του Ναού από τους Κοσσαίους είχαν φθάσει στο ένα τρίτο των σχετικών Συνάξεων.
Το 1746 όμως, ένα μέρος των Μάγων κι άλλο τόσο των παρθενίδων κέλτικης καταγωγής, και δοθείσης σχετικής ιστορικής ευκαιρίας, πρότειναν ως νέο Ιερέα (τους) έναν έφηβο εκ των Κοσσαίων, με παράστημα ανδρείο, όμορφο, αλλά και «ολιγόν τι θηλυπρεπή, κατά τους τρόπους». Αρκούσε όμως εκείνο το «ολίγον τι», ώστε ο συγκεκριμένος έφηβος να μην δικαιούται να φορέσει, και το στέμμα της Βασιλείας, κατά τα ήθη των Κελτών.
Δημιουργήθηκε σχετικός σάλος. Οι άρχοντες των Κοσσαίων διαμαρτυρήθηκαν και άρχισαν οι συνέπειες των πρώτων φανατισμών. Σποραδικές ταραχές και βίαιες εχθροπραξίες, με διάφορες αφορμές, είτε μέσα στη πόλη της Βαβυλώνας, είτε εκτός αυτής, γρήγορα πύκνωσαν τα μαύρα σύννεφα της ιστορίας, πάνω από την ιερή πόλη. Ώσπου το βράδυ της 24 Δεκεμβρίου 1976(μετρώντας πάντα το χρόνο με το γρηγοριανό ημερολόγιο!), ο νεοεκλεγείς Ιερέας, συνεπικουρούμενος από τη δική του μερίδα παρθενίδων και Μάγων, έσφαξε τους «ορθόδοξους» και κατέλαβε πραξικοπηματικά τον χηρεύοντα θρόνο της Βαβυλώνας.
Η «εκ του Ναού» εκείνη κατάληψη της ιερής πόλης από τους πικτογενείς Κοσσαίους, έφερε «παγκόσμιο σεισμό» στα ανθρώπινα πράγματα, εντεύθεν του σημερινού σινικού τείχους. Όλα τα κελτικογενή φύλα, από τις ακτές τη σημερινή Ελλάδα, τα Βαλκάνια, και την υπερκαυκασία ενδοχώρα, μαζί με τους Κρονίδες της Αιγύπτου και της ευρύτερης Αφρικής, ξεκίνησαν έναν παρατεταμένο πόλεμο, εναντίον των αχάριστων Κοσσαίων και των λοιπών πικτογενών «Υπερβόρειων», που θα διαρκούσε μέχρι το 1175 και θα οδηγούσε στον ιστορικό αφανισμό του «Άριου Οίκου», το διασκορπισμό και έκπτωση της κέλτικής φυλής, και προπάντων, στη διχοτόμηση και διανομή της Εξουσίας, μεταξύ «Ιερέως» και «Βασιλέα».
Έκτοτε, και μέχρι σήμερα, η Μονοκρατορία είναι εφικτή, μόνον «εν ουρανοίς». Επί γης, άλλους Μάγους έχει ο Ιερέας κι άλλους, ο Βασιλιάς. Όλοι μαζί βέβαια οι Μάγοι, αποτελούν το εκάστοτε «ιερατείο», αλλά πάντα «δικομματικά». Μία απόπειρα αναβίωσης της αρχαίας και ιερής βαβυλωνιακής παράδοσης ξεκίνησε χίλια χρόνια περίπου μετά, από τον Δηιόκη των Εκβατάνων(710 πΧ), αλλά έληξε άδοξα η προσπάθεια, μετά από συνεργασία των Μάγων της Περσίας και την πραξικοπηματική κατάληψη του θρόνου από τη μιλιταριστική οικογένεια του Δαρείου του Α΄. Το τελευταίο εγχείρημα «αποκατάστασης των πατρώων» θα γινόταν από τους Έλληνες, αλλά θα την πλήρωνε ακριβά ο Μεγαλέξανδρος, μόλις στα 33 του. Και η ιστορία πορεύεται προς «άγνωστη κατεύθυνση», ώσπου τα πράγματα να γίνουν «επί γης, ως εν ουρανώ»!
Μέχρις ότου θυμόντουσαν στη Βαβυλώνα, εκείνα που είχαν κληρονομήσει από τη «Βασιλεία του Χαμουραμπί»(μεθερμηνευόμενο ως «ευτυχία του λαού»), ένας ήταν ο Ιερέας του Ναού κι όλοι οι υπόλοιποι άνδρες που τον επικουρούσαν στο έργο του, ήταν οι Μάγοι (του).
Ιερέας και Βασιλιάς ήταν το αυτό πρόσωπο, πρόσωπο που τον εξέλεγε η παραδεδεγμένη Σύναξη των Παρθενίδων του Ναού, δηλαδή της Βαβυλώνας. Εγγυητές δε της αποδεδειγμένης παρθενίας των εκλεκτόρων του εκάστοτε Βασιλιά ήταν πάντα, οι Μάγοι του προηγούμενου Ιερέα, οι οποίοι ήταν απαραίτητα ευνούχοι και (φυσικά) άγαμοι.
Οι Μάγοι, εκτός από τη διαχείριση της παρθενικότητας της εκλεκτορικής Σύναξης, ήταν ταυτόχρονα και διαχειριστές του συνόλου της γνώσης, που είχε συγκεντρωθεί από την ιστορία όλης της ανθρωπότητας ως παρακαταθήκη, εκεί στη Βαβυλώνα. Ήταν δηλαδή, οι «Θησαυροφύλακες του Βασιλιά».
Μία από τις ελάσσονος σημασίας γνώσεις ήταν και το «χρήμα» (ή «νόμισμα»), ως απλού μέσου δίκαιης διανομής της «ευτυχίας», που μπορούσε εκάστοτε ο Βασιλιάς να προσφέρει στο λαό της Βαβυλώνας. Το «χρήμα» ποτέ δεν μπορούσε να αποτελέσει, εκεί στη Βαβυλώνα, ως μέσο αποθησαυρισμού και αποταμίευσης εκτός Ναού. Τότε γινόταν «κρίμα, προς οδύνη του λαού». Γιʼ αυτό οι παραβάτες εξορίζονταν από τη Βαβυλώνα και για εφτά τουλάχιστον χρόνια. Το χρήμα έπρεπε να κυκλοφορεί στην Αγορά, ανεμπόδιστο από τους «παραχαράκτες» (της ευτυχίας του λαού), μέχρι να επιστρέψει τα μεσάνυχτα πάλι στο Ναό. Το καθήκον δε μεταφοράς του χρήματος, από την Αγορά στο Ναό, το είχαν πάντα οι Παρθένες της Βαβυλώνας.
Έτσι λίγο πολύ πρόκοβε η Βαβυλώνα, σε περαιτέρω γνώση, ευνομία, δικαιοσύνη και λαϊκή ευτυχία, μέχρι τα μέσα του 21ου π.Χ. αιώνα. Τότε ήταν που κατέβηκε από τον ξεπαγωμένο πρόσφατα (μάλλον εξαιτίας κάποιου «κατακλυσμού» )Βορρά λαός βάρβαρος, ύπουλος και μισάνθρωπος , οι Κοσσαίοι (ή Κασσίτες), ανήκοντες σε προηγμένο παρακλάδι των ανθρωποφάγων Πικτών, του σημερινού βρετανικού νησιωτικού συμπλέγματος.
Οι Βαβυλώνιοι, κέλτικης κυρίως προέλευσης και καταγωγής, αναγνωρίζοντας την ηθική και πολιτιστική εξέλιξη των Κοσσαίων και προκειμένου να τους αποσπάσουν παντελώς από τις επιρροές των άλλων πικτογενών φύλων, τους φιλοξένησαν και τους εγκατέστησαν στο χώρο μεταξύ Βαβυλώνας και Ουρ, παραχωρώντας τους ταυτόχρονα τη δυνατότητα να συναλλάσσονται στην Αγορά της πόλης τους, για την προμήθεια οικιακών αγαθών(τρόφιμα, ένδυση, φάρμακα κ.π.), έναντι τιμαριθμημένης αξίας χρυσού και «πολύτιμων πετραδιών». Κάθε δε επτά χρόνια, ο Ναός επέστρεφε όλο τον όγκο χρυσού και πετραδιών που συγκεντρωνόταν σʼ αυτόν, παρακρατώντας τη «Δεκάτη»(10%). Τούτο δε οι Άρχοντες των Κοσσαίων βρήκαν «φρόνιμο και δίκαιο», όχι τόσο για το δικαίωμα της Βαβυλώνας, αλλά μάλλον, για να μην περιπέσει σε οκνηρία ο λαός τους και πάψει να εργάζεται, τόσο στους αγρούς και τα εργαστήρια, όσο και στα ορυχεία.
Έτσι κυλούσαν ειρηνικά τα χρόνια, μεταξύ Κελτών και Κοσσαίων, ώσπου έφθασαν μάλιστα στο σημείο οι Βαβυλώνιοι, να αποδεχθούν στο Ναό τους, παρθένες και ευνούχους, από τους νέους των Κοσσαίων. Μόνον που την επιλογή των απεσταλμένων την έκαναν οι Άρχοντές τους, που φυσικά διάλεγαν κατά προτίμηση τα «δικά» τους παιδιά. Μέχρι το 1750 (πΧ) οι παρθένες και ευνούχοι του Ναού από τους Κοσσαίους είχαν φθάσει στο ένα τρίτο των σχετικών Συνάξεων.
Το 1746 όμως, ένα μέρος των Μάγων κι άλλο τόσο των παρθενίδων κέλτικης καταγωγής, και δοθείσης σχετικής ιστορικής ευκαιρίας, πρότειναν ως νέο Ιερέα (τους) έναν έφηβο εκ των Κοσσαίων, με παράστημα ανδρείο, όμορφο, αλλά και «ολιγόν τι θηλυπρεπή, κατά τους τρόπους». Αρκούσε όμως εκείνο το «ολίγον τι», ώστε ο συγκεκριμένος έφηβος να μην δικαιούται να φορέσει, και το στέμμα της Βασιλείας, κατά τα ήθη των Κελτών.
Δημιουργήθηκε σχετικός σάλος. Οι άρχοντες των Κοσσαίων διαμαρτυρήθηκαν και άρχισαν οι συνέπειες των πρώτων φανατισμών. Σποραδικές ταραχές και βίαιες εχθροπραξίες, με διάφορες αφορμές, είτε μέσα στη πόλη της Βαβυλώνας, είτε εκτός αυτής, γρήγορα πύκνωσαν τα μαύρα σύννεφα της ιστορίας, πάνω από την ιερή πόλη. Ώσπου το βράδυ της 24 Δεκεμβρίου 1976(μετρώντας πάντα το χρόνο με το γρηγοριανό ημερολόγιο!), ο νεοεκλεγείς Ιερέας, συνεπικουρούμενος από τη δική του μερίδα παρθενίδων και Μάγων, έσφαξε τους «ορθόδοξους» και κατέλαβε πραξικοπηματικά τον χηρεύοντα θρόνο της Βαβυλώνας.
Η «εκ του Ναού» εκείνη κατάληψη της ιερής πόλης από τους πικτογενείς Κοσσαίους, έφερε «παγκόσμιο σεισμό» στα ανθρώπινα πράγματα, εντεύθεν του σημερινού σινικού τείχους. Όλα τα κελτικογενή φύλα, από τις ακτές τη σημερινή Ελλάδα, τα Βαλκάνια, και την υπερκαυκασία ενδοχώρα, μαζί με τους Κρονίδες της Αιγύπτου και της ευρύτερης Αφρικής, ξεκίνησαν έναν παρατεταμένο πόλεμο, εναντίον των αχάριστων Κοσσαίων και των λοιπών πικτογενών «Υπερβόρειων», που θα διαρκούσε μέχρι το 1175 και θα οδηγούσε στον ιστορικό αφανισμό του «Άριου Οίκου», το διασκορπισμό και έκπτωση της κέλτικής φυλής, και προπάντων, στη διχοτόμηση και διανομή της Εξουσίας, μεταξύ «Ιερέως» και «Βασιλέα».
Έκτοτε, και μέχρι σήμερα, η Μονοκρατορία είναι εφικτή, μόνον «εν ουρανοίς». Επί γης, άλλους Μάγους έχει ο Ιερέας κι άλλους, ο Βασιλιάς. Όλοι μαζί βέβαια οι Μάγοι, αποτελούν το εκάστοτε «ιερατείο», αλλά πάντα «δικομματικά». Μία απόπειρα αναβίωσης της αρχαίας και ιερής βαβυλωνιακής παράδοσης ξεκίνησε χίλια χρόνια περίπου μετά, από τον Δηιόκη των Εκβατάνων(710 πΧ), αλλά έληξε άδοξα η προσπάθεια, μετά από συνεργασία των Μάγων της Περσίας και την πραξικοπηματική κατάληψη του θρόνου από τη μιλιταριστική οικογένεια του Δαρείου του Α΄. Το τελευταίο εγχείρημα «αποκατάστασης των πατρώων» θα γινόταν από τους Έλληνες, αλλά θα την πλήρωνε ακριβά ο Μεγαλέξανδρος, μόλις στα 33 του. Και η ιστορία πορεύεται προς «άγνωστη κατεύθυνση», ώσπου τα πράγματα να γίνουν «επί γης, ως εν ουρανώ»!
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.