Great Chaos
Περιβόητο μέλος


Το τερατώδες πολυώροφο κτήριο ρίχνει την άχαρη βαριά σκιά του σε μια από τις πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές της πόλης, με τις παλιές πολυκαιρισμένες και κουρασμένες πολυκατοικίες από την εποχή του οργασμού της ανοικοδόμησης, κάνοντάς την, αν είναι κάτι τέτοιο δυνατό, να μοιάζει ακόμη πιο μουντή. Οι περαστικοί κατεβάζουν το κεφάλι, αποστρέφουν το βλέμμα και ταχύνουν το βήμα, να περάσουν βιαστικά χωρίς να δουν. Κάποιοι σταυροκοπιούνται στα κρυφά, «απελθέτω Κύριε απʼ εμού…». Όσους πηγαίνουν κατά ʼκεί, τους αναγνωρίζεις εύκολα από το σοβαρό και τρομαγμένο συνάμα βλέμμα τους, από το αποφασιστικό τους βάδισμα, σαν να μαζεύουν όλες τους τις δυνάμεις για να μη λιποψυχήσουν και λακίσουν κοιτώντας κι αυτοί αλλού. Σε άλλες εποχές, πιο ευτυχισμένες, στο μέλλον που ονειρεύονταν, που όμως σαν θα φτάσει, κάποιοι δεν θά ʼναι πια μαζί. «Κάποιος τη νύχτα θα χαθεί, κάποιοι θα μείνουν μόνοι, ο χρόνος τους τελειώνει…».
Νύχτα, στο μπαλκόνι του εβδόμου ορόφου. Η πόλη από κάτω μου σε μεταμεσονύχτια προβολή. Κρύο και η γνωστή μουχλιασμένη μα τόσο γοητευτική ατμόσφαιρα της Σαλλονίκης. Ανασαίνω λαίμαργα. Ο ουρανός έχει πάρει ένα κιτρινωπό χρώμα, σα να ετοιμάζεται να βρέξει ώχρα. Να ξυπνήσει αύριο η πόλη βαμμένη στο χρώμα της θλίψης μου. Τα φώτα θαμπά, δημιουργούν μες στην αχλή ένα απόκοσμο σκηνικό. Σα νά ʼμαι κάπου αλλού, σε κάποιον άλλο χρόνο, να κοιτάζω το χαμένο μου βασίλειο από ψηλά, όπως το φάντασμα του Άμλετ. Σαν πουλί θα πετάξω, πάνω απʼ τις στέγες των σπιτιών, να κλέψω με τα μαύρα μου φτερά τα όνειρα των ανθρώπων. Να κρατήσω στα νύχια μου σφιχτά τις χαρές που καρτερούν, να τις αγγίξω, να τις χαϊδέψω, να νιώσω κι εγώ φευγαλέα τη ζεστασιά τους. Πριν φτάσουν ψηλά στον ουρανό, πριν κάνουν να πέσουνε τʼ αστέρια. Προτού η βροχή τα κατεβάσει προς τη γη και κάνει να φυτρώσουνε λουλούδια. Νʼ αντηχήσει η φωνή μου σα βραχνό κρώξιμο πάνω απʼ τα καμπαναριά, νʼ ακούσουν οι Αδελφοί της Θλίψης, να άρουν λίγο βάρος απʼ τους ώμους μου. Αμετανόητοι καπνιστές, μαζί με μένα, γεμίζουν τʼ αυτοσχέδια τασάκια με απίστευτες ποσότητες αποτσίγαρων. Που να πάρει την άτιμη τη φύτρα μας, ακόμη και αυτός ο τόπος δεν μας πτοεί, ούτε μας συνετίζει. Ούτε φυσικά και η προειδοποίηση πως το κάπνισμα στο νοσοκομείο διώκεται ποινικά. Η παρανομία το κάνει πιο γλυκό και η κατάσταση σχεδόν το επιβάλει.
«Εδώ δεν πιάνουν οι κατάρες, δεν πιάνουν οι ευχές». Εδώ ο Θεός κι ο Διάβολος έχουν κηρύξει μυστική ανακωχή. No manʼs land. Στέκουν σιωπηλοί μες στις σκιές και μας κοιτούν εκστατικοί, χωρίς να παρεμβαίνουν. Παρατηρούν με βουβό πόθο κι ανομολόγητη λαχτάρα το μεγαλείο της ανθρώπινης ψυχής, σα να γυρεύουνε να βρουν τη βαθύτερη αιτία της αέναής τους διαμάχης. Κάθε που η Πανδαμάτωρ Εντροπία, τους φτάνει εξαντλημένοι να κοιτιόνται, έτοιμοι από κούραση να ενδώσουν, νʼ αγκαλιαστούν για πρώτη και στερνή φορά και να χαθούν για πάντα, μαζί με σύμπασα την πλάση, μέσα σε μια οργιαστική πολύχρωμη υπερκαινοφανή λάμψη, στρέφουν το βλέμμα κατά ʼδώ και μέσα τους ξυπνά η προαιώνια δίψα, να λατρευτούν βαθιά, να κάνουν τις ψυχές να τους δοξάσουν. Έτσι γλιτώνουν τη μοναξιά της ανυπαρξίας και το μηδέν του Κέλβιν. Έτσι εδώ ο καθένας είναι μονάχος, απέναντι στον εαυτό του. Τα κύτταρά που στασίασαν, που μέθυσαν μια νύχτα κι έχασαν τον έλεγχο, που κήρυξαν την επανάσταση μέσα σʼ ένα καταγώγιο της Μονμάρτης, που απαίτησαν τη μάταιη ελευθερία, να γκρεμίσουν τη σιδερόφραχτη Βαστίλλη του προορισμού. Τα κύτταρα που αποφάσισαν να γίνουν κάτι άλλο, αφού εσύ τʼ ονειρευόσουνα για χρόνια, όμως δεν το επιχείρησες ποτέ. Τον εαυτό που δεν αντέχεις πια να κοιτάζεις στον καθρέφτη, που όμως κι εκείνος δε σʼ αντέχει και θέλει τώρα να σε φάει ζωντανό. «Ελευθερία ή θάνατος, ο κόσμος είνʼ αδιάβατος». Σπάνια και φρούδα η ελευθερία, συνηθέστερος ο θάνατος.
Ένας γέροντας πνευματικός, είπε μια μέρα, πως όποιος παθαίνει καρκίνο πηγαίνει στον παράδεισο∙ γιατί λέει, έχει τον καιρό νʼ αντικρύσει το θάνατο νά ʼρχεται κι όλον το χρόνο να μετανοήσει. Ο πόνος εξαγνίζει και το μαρτύριο καθαγιάζει. Δεν ξέρω αν έχει δίκιο, ούτε κι αν πάνε όλοι στον παράδεισο, ούτε αν αυτός υπάρχει καν, δεν το ξέρω. Όμως στʼ αλήθεια μέσα εδώ, έχεις δικαίωμα να δεις αλλιώς τον εαυτό σου, απαλλαγμένος απʼ την ευθύνη της συμβατικότητας. Μπορείς για πρώτη σου φορά να είσαι όποιος θέλεις. Ακόμη κι αν σκοτώσεις κάποιον, κανείς δεν θα σε κλείσει φυλακή. Αν βρίσεις, αν φωνάξεις, αν τρελαθείς και τα σπάσεις, κανείς δεν θα σε κατηγορήσει, ούτε το κοινωνικό σύνολο, που για τη γνώμη του φάγαμε μέχρι τούδε τη ζωή μας, θα σε κοιτάξει επιτιμητικά. Όλοι θα κουνήσουν το κεφάλι με συγκατάβαση. «Τον καημένο…» θα πούνε εκείνοι θλιβερά. «Τους καημένους», λες κι εσύ με τη σειρά σου, «η ζωή τους καθορίζεται απʼ το ασήμαντο…».
Να είσαι αυτός που θέλεις. Να διαλέξεις ποιον ορίζοντα θα κοιτάς όταν το τέλος έρθει, να σκεφτείς προσεκτικά τα στερνά σου λόγια. Να φωνάξεις γύρω σου αυτούς που θά ʼθελες να δεις και νʼ αποχαιρετήσεις. Να επιλέξεις αν θʼ αγωνιστείς, έστω και μάταια, ή αν θα σκύψεις το κεφάλι να πεθάνεις. Να μετανοήσεις, ή να νιώσεις τύψεις κι ενοχές. Να κλάψεις για την ομορφιά της ζωής που ρέει ακόμη μέσα σου, ή από λύπη που τη χάνεις. Να θρηνήσεις για τον χαμό σου, ή για τον κόσμο που δεν έγινε καλύτερος στις μέρες σου. Εσύ, με τον εαυτό σου. Για μία και μοναδική φορά σε μια ολόκληρη ζωή, χαρίζεται στον άνθρωπο το Αυτεξούσιό του, για όποιον μπορεί να διακρίνει την αξία του μέσα στο μαύρο τείχος του κύματος που έρχεται να τον καταπιεί. Ίσως τελικά αυτό το σπάνιο προνόμιο να είναι ο παράδεισος του γέροντα…
(συνεχίζεται...)
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 17 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Subject to change
e-steki.gr Founder


Δεν ξέρω τι να σχολιάσω, θα σου πω απλά κουράγιο...

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 17 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
deadhead_pirate
Περιβόητο μέλος


Ομως, παραμένεις σε κάποια πράγματα υπερβολικός.
Αλήθεια, γιατί αφού είσαι τόσο αρνητικός στον τρόπο που αντιμετωπίζεται ο καρκίνος, δέχθηκες να υποβάλλεις ένα αγαπημένο σου και οικείο πρόσωπο σε τέτοια δοκιμασία;
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 17 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
iJohnnyCash
e-steki.gr Founder


Τι εννοείς; Μα κάνεις δεν έχει την επιλογή να μην δεχθεί μια τέτοια δοκιμασίαδέχθηκες να υποβάλλεις ένα αγαπημένο σου και οικείο πρόσωπο σε τέτοια δοκιμασία;

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 17 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Isiliel
Επιφανές μέλος


Καταλαβαίνω την άσχημη ψυχολογική σου κατάσταση.
Ομως, παραμένεις σε κάποια πράγματα υπερβολικός.
Αλήθεια, γιατί αφού είσαι τόσο αρνητικός στον τρόπο που αντιμετωπίζεται ο καρκίνος, δέχθηκες να υποβάλλεις ένα αγαπημένο σου και οικείο πρόσωπο σε τέτοια δοκιμασία;
Με μια προσεκτικότερη ματιά, αγαπητέ Καπετάνιε, θα δεις οτι το κείμενο βρίσκεται στην κατηγορία "Λογοτεχνία" και όχι στα Ιατρικά θέματα. Το προσωπικό βίωμα, έχει αξία μόνο ως κατάθεση ψυχής και αυτό κατά τη γνώμη μου δε σηκώνει κριτική. Το παραπάνω κείμενο προφανώς είναι το προσωπικό βίωμα του συγγραφέα του και μόνο ως λογοτεχικό κείμενο μπορεί να αξιολογηθεί, μια που δεν αποτελεί επιστημονική θέση.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 17 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Great Chaos
Περιβόητο μέλος


Αγγίζω το πρόσωπό μου με τʼ ακροδάχτυλα. Τριών ημερών γένια. Αναρωτιέμαι, άραγε πώς να μοιάζω. Κοιτάζω γύρω μου, όσους κοιμούνται κι όσους δεν βρήκαν χώρο στις καρέκλες να ξαπλώσουν κι αγρυπνούν. Τα σκοτεινιασμένα μάτια, σάμπως να κοίταξαν μέσα στην άβυσσο για ώρα πολλή κι η άβυσσος να κοίταξε κι εκείνη μέσα τους, τα βλέμματα γεμάτα απουσία, τα ρουφηγμένα μάγουλα, τα σφιγμένα χείλη σα να θέλουν να κρατήσουν την κραυγή, αφού ξέρουν πως κανείς δεν θα προστρέξει. Τους γερμένους απʼ το βάρος της έγνοιας ώμους, τα βαριά από την εξάντληση βήματα, τα τσακισμένα απʼ τʼ άβολα καθίσματα κορμιά. Δε θέλω να πιστεύω πως μοιάζω κι εγώ κάπως έτσι, αν κι όταν κοιταζόμαστε, νιώθω μέσα μου πως βλέπουνε σε μένα το ίδιο που βλέπω εγώ σʼ αυτούς. Βγαίνω στο μπαλκόνι κι ανάβω ένα τσιγάρο, να διώξω για λίγο αυτή τη σκέψη. «Είμαι ο Όττο και είμαι καλά, είμαι ο Όττο και είμαι καλά, είμαι καλά, καλά!!». Σχεδόν το πίστεψα, πήρα λίγο πάνω μου απʼ την αυθυποβολή και ξαναμπαίνω μέσα, το υγρό κρύο δεν αστειεύεται.
Η κυρούλα απέναντι, η κυρα Σοφία, ξυπνάει ξαφνικά, παραμιλώντας. Νόμισε πως ήταν στο χωριό της· για μια στιγμή είδε σε όνειρο πως η αδερφή της ήταν καλά, πως η ίδια κοιμόταν στην αγκαλιά του άντρα της, για μια στιγμή το πίστεψε, ήθελε πολύ να το πιστέψει. Μόλις συνειδητοποίησε πως εκείνο ήταν το όνειρο κι ο εφιάλτης ήταν ο αληθινός, έβγαλε ένα βαθύ βογκητό απογοήτευσης, «Πού είμαι; Εδώ; Ωωωχ Θεέ μου». Πόσο νʼ αντέξει ο νους του ανθρώπου. Σηκώθηκε κι άρχισε να μου μιλάει. Αν θέλω λέει κουβέρτα, να με σκεπάσει, να μην κρυώνω. Ακόμη και στη σαστιμάρα της, είχε μέσα στο μυαλό της να φροντίσει κάποιον, έστω εμένα, κάποιον ξένο. Πριν λίγες μέρες η Δήμητρα είχε έρθει να με δει, περάσαμε ένα ρομαντικό διήμερο στο νοσοκομείο. Η κυρα Σοφία μετά από λίγο, με την πρώτη ευκαιρία που σηκώθηκα να βάλω την πάπια στη μάνα μου, της έπιασε κουβέντα. Ήταν λέει σαράντα χρόνια παντρεμένη με τον άντρα της κι ήταν ακόμη ερωτευμένοι. Της χάιδευε ακόμη τα μαλλιά και την έλεγε «αγάπη μου». Κανείς δεν θα μπορούσε σήμερα, κοιτώντας την κυρα Σοφία, να της βρει κάτι το ερωτεύσιμο. Εκείνος όμως την κοιτά με τα μάτια της ψυχής, τη βλέπει νέα κι όμορφη, σαράντα χρόνια πίσω. Μου κάνει εντύπωση ότι αυτό βρήκε να μας πει τούτες τις ώρες. Αναρωτιόμουν από καιρό, αν ο έρωτας μπορεί να κρατήσει για πάντα. «Ζητήσατε και θα λάβετε…». Έλαβα την απάντηση: Ο έρωτας κρατά για πάντα, μόνο για όσους το αξίζουν. Μια αναπάντεχη αχτίδα αισιοδοξίας μέσα στη βαριά συννεφιά που μας πλακώνει. Εδώ μέσα φαίνεται πως, αργά ή γρήγορα, όλοι θα λάβουν τις απαντήσεις τους.
Ο Δημήτρης απʼ τη Φλώρινα. Τον βλέπω στο παραδιπλανό κάθισμα και τον χαιρετώ. Πολλές ημέρες συνόδευε τον πεθερό του. Καλός άνθρωπος, λέει, ο πεθερός του. Τον πήρε στη δουλεία του, έπιναν τσίπουρο μαζί, έπαιζαν και τάβλι τις καλές εποχές. Πάλι εδώ απόψε, είχα δυο μέρες να τον δω. «Ξεκίνησα απʼ τη Φλώρινα να πάρω τον πεθερό», μου είπε, «αλλά όταν είχα φτάσει στη Βέροια, με πήρε τηλέφωνο και μου είπε πως πάλι δεν θα τον βγάλουν. Ε, είπα, τι να γυρνάω τώρα πίσω, ας έρθω εδώ καλύτερα». Η Βέροια είναι περίπου στο μέσο της διαδρομής, όμως αυτός προτίμησε να έρθει εδώ να ξενυχτήσει.
Ο κυρ Αποστόλης και η κόρη του. Ένα χρόνο τώρα, που η γυναίκα του πάλευε, βρίσκονταν κι οι δυο δίπλα της, τρυφερά, βουβά, αγόγγυστα, ο ίδιος με μισό συκώτι. Έχουν μια αξιοπρέπεια, χαραγμένη στα πρόσωπά τους αυτοί οι άνθρωποι, που με κάνει να νιώθω σεβασμό, αν όχι θαυμασμό. Άνθρωποι απλοί, από χωριό, αμόρφωτοι. Σʼ αυτούς ανήκει η βασιλεία των ουρανών, γιατί η στάση τους λέει: «Δεν έχω κανένα βασίλειο». Κι όταν ήρθε η στιγμή που η μάχη πια χανόταν, είδα στα μάτια του κυρ Αποστόλη, μαζί με την απόγνωση, την ανακούφιση. Κατέβασα τα μάτια, δεν άντεξα να βλέπω. Απόψε δεν είναι εδώ. Στην κορυφή του Γολγοθά, είπαν «Τετέλεσθαι». Αυτό φοβάμαι πιο πολύ· τη στιγμή που η ελπίδα σβήνει κι ο θάνατος σε χτυπάει φιλικά στους ώμους και σου λέει χαμογελώντας: «Έχεις κι εσύ δικαίωμα να ζήσεις».
Ένας ασθενής που ξαγρυπνά, τριγυρνώντας αδιάκοπα στους διαδρόμους, σιωπηλός σαν φάντασμα, σέρνοντας το σταντ το ορού («Το πρωί περπατά με τα τέσσερα, το μεσημέρι με τα δύο και το βράδυ με τα τρία»), μʼ ένα σωληνάκι να βγαίνει απʼ τη μύτη του, καταλήγοντας σε μια σακούλα με άγνωστο περιεχόμενο, με χαιρετά αργοκουνώντας το κεφάλι, όπως κάθε φορά που διασταυρώνονται οι δρόμοι μας, χωρίς να έχουμε συστηθεί. Οι ασθενείς ξεχωρίζουν απʼ τους συνοδούς, απʼ τον ορό που τραβούν παντού μαζί τους, από το δύσκολο βήμα, από τον πόνο που αναδίδεται σε κάθε τους κίνηση, αλλά πάνω απʼ όλα από τα φαλακρά τους κεφάλια, σαν θύματα του Άουσβιτς ή σαν πολεμιστές που ετοιμάζονται για μάχη. Πάντα έχεις το δικαίωμα να δεις τον εαυτό σου με τουλάχιστον δύο τρόπους. Οι περισσότεροι δεν φορούν περούκες. Επιδεικνύουν περήφανα τα κρανία τους ή απλά δεν τους νοιάζει πια. Μαζί με τον πόνο, το φόβο και τη θλίψη, βλέπεις ελπίδα, βλέπεις θάρρος, βλέπεις αγωνιστικότητα που σε συναρπάζει σʼ αυτούς τους ανθρώπους, μα πάνω απʼ όλα βλέπεις στο βλέμμα τους μια παράδοξη κατανόηση των πραγμάτων και μια κάποια αποστασιοποίηση. Το πιο παράξενο είναι πως βλέπεις στα χείλη τους εκείνο το υπόγειο ανεπαίσθητο μειδίαμα που είχαν οι Δερβίσηδες κι όλοι οι μυημένοι, γιατί αυτοί γνώριζαν κάτι που οι άλλοι δεν μπορούν νʼ αντιληφθούν. Οι ευλογημένοι αυτού του κόσμου, όσοι έμαθαν την αξία του να ζεις άλλη μια μέρα, έστω και με το δύσκολο τρόπο.
Ο Κώστας Ταχτσής έλεγε πως κατά τον πόλεμο του ʼ40, οι Έλληνες έδειξαν τον καλύτερο εαυτό τους, όχι μόνο στο μέτωπο αλλά και στα μετόπισθεν. Ίσως έτσι να προέκυψε και ο μύθος της νοσοκόμας που λέγαμε. Μέσα σʼ αυτόν το πόλεμο, που διεξάγεται εδώ, μέρα με τη μέρα, μπορείς αν ανοίξεις τα μάτια σου, να δεις το ίδιο. Είδα γλυκύτητα, είδα σεβασμό, αυταπάρνηση, τρυφερότητα, αξιοπρέπεια, αλληλεγγύη, σε ύψος που μέχρι τώρα δεν ξανάδα. Είδα ασθενείς που θεραπεύτηκαν ή που ακόμη δίνουν τη μάχη, στα διαλείμματα ανάμεσα στις χημειοθεραπείες, να αφήνουν το τηλέφωνό τους, για όποιον ασθενή δεν έχει κανένα, να ʽρθουν να τον φροντίσουν. Είδα ελπίδα για τον άνθρωπο τον ίδιο, πριν καταντήσει τʼ όνομά μας χυδαιολογία. Δεν μπορούσαμε, σκέφτομαι, να ήμασταν έτσι χωρίς να μας βρει το κακό; Πόλεμος πατήρ πάντων και πάλι; Αυτή ήταν και η απάντηση στο ερώτημα της Σφίγγας: Ο Άνθρωπος, ο άνθρωπος. Το κεφάλι μου γέρνει, βαρύ από τις σκέψεις, τα μάτια μου κλείνουν γλυκά κι αν κοιμηθώ, μπορεί κι εγώ να ονειρευτώ…
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 17 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Rempeskes
Επιφανές μέλος


Με βάση αυτό, θα 'θελα να προσθέσω μια ακόμα θέαση των πραγμάτων - λυπάμαι που το θέμα αφορά τον Χ και συγγενικό του πρόσωπο, μα δεν είναι ο μόνος που είχε την ατυχία να δει συγγενή του στην Κλινική Μίας Ημέρας. Με αυτό υπ' όψιν, ας περιηγηθούμε λίγο και στην αναπόφευκτη συνέχειά της, την Παθολογική Μονάδα - εκεί όπου η λέξη "Θεραπεία" είναι ευφημισμός του "Παρηγοριά από τους πόνους".
Πρέπει επίσης να προειδοποιήσω τους αγαπητούς αναγνώστας πως δεν χαϊδεύω αυτιά.
Δεν πρόκειται να μιλήσω για αναλογίες με μυθολογικά σχήματα και διδάγματα από την υπενθύμιση της θνητότητας. Όχι πως δεν είναι καλό να μαθαίνουμε πως όλοι μια μέρα θα πεθάνετε, μα είναι επίσης παιδαριώδες να πιστεύουμε ότι θα γίνει σε μια στιγμή, ήρεμα, ήσυχα, απαλά σαν άγγιγμα από το σκελετωμένο χέρι. Οι άνθρωποι που γνωρίζουν τέτοιο τέλος είναι οι τυχεροί.
Εδώ κόβω για 5'.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 17 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Great Chaos
Περιβόητο μέλος


Αναμένω με μεγάλο ενδιαφέρον το επόμενο ποστ σου.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 17 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Rempeskes
Επιφανές μέλος


Όταν εμφανιζεται το πρόβλημα, όταν ο γιατρός προτείνει την εξέταση, όταν στέκεται κανείς έξω από ένα γραφείο και περιμένει τα αποτελέσματα, υπάρχει ελαφρότητα. Υπάρχει πίστη.
Πάντα.
Όταν τα αποτελέσματα δεν είναι τα ευελπιζόμενα, τότε αρχίζει η άρνηση. Η δυσπιστία, η ανησυχία, το σαράκι της ανησυχίας, του πεπερασμένου της ζωής. Μερικοί μάλιστα παραδίδονται στην άρνηση, ή παραιτούνται και μαραζώνουν. Οι περισσότεροι φτάνουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στην αποδοχή. Μερικοί με την πίστη ζωντανή, ακράδαντη.
Λένε πως η πίστη μπορεί να κινήσει βουνά.
Όταν στέκεσαι εκεί για δύο ώρες, με βελόνες στο μπράτσο, να παρατηρείς τις σταγόνες να πέφτουν αργά μέσα στο σωληνάκι και από εκεί στο αίμα σου, όλη η πίστη του κόσμου δεν αξίζει ένα άγγιγμα από κάποιον, ένα κράτημα του χεριού.
Η χημειοθεραπεία είναι ίσως το πιο τυπικό παράδειγμα της ανθρώπινης παρέμβασης στα πράγματα. Δεν είναι "θεραπεία" μα ωμή βία, που σκοπό έχει να σταματήσει τα κύτταρα του σώματος που πολλαπλασιάζονται γρήγορα - όπως τα καρκινικά κύτταρα. Και ως "παρενέργεια", σταματά και τον πολλαπλασιασμό των υγιών κυττάρων. Ο ασθενής μπορεί να ελπίζει πως η αρρώστεια θα μείνει στάσιμη - με κόστος την λειτουργία του οργανισμού του. Δεν είμαι γιατρός για να τα καλύψω αυτά με τεχνικότητες - αναφέρω τι έχω δει.
Σε περιπτώσεις, με τη βοήθεια ίσως ακτίνων, η ασθένεια υποχωρεί.
Πισω σε 5'.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 17 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Rempeskes
Επιφανές μέλος


Άνθρωποι με εκτεταμένη προσβολή μπορεί να ζήσουν χρόνια.
Άνθρωποι με ένα μικρό οζίδιο μπορεί να είναι νεκροί σε μήνες.
Και οτιδήποτε στο ενδιάμεσο.
Οι Παθολογικές Μονάδες, σε όσα νοσοκομεία έχω επισκεφτεί και υποψιάζομαι σε όλα σχεδόν, είναι πάντοτε απομακρυσμένες - καταλαμβάνουν κτήρια και ορόφους κατά αποκλειστικότητα. Ο σαφής λόγος είναι το μη προσδόκιμο της επιβίωσης. Εδώ δεν έρχεται κανείς που αναμένεται -από τους γιατρούς- να επιστρέψει στο σπίτι του χωρίς να ξαναδεί την μονάδα. Εδώ δεν κυριαρχεί η ανησυχία, η ετοιμότητα μιας Εντατικής μονάδας.
Μόνο μια έυθραυστη στασιμότητα.
5'
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 17 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Great Chaos
Περιβόητο μέλος


...
Όσο για την Παθολογική Μονάδα... Ούτε να το σκέφτομαι δε θέλω.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 17 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Rempeskes
Επιφανές μέλος


Βράδυ. Ησυχία.
Μυρωδιά φαρμάκων και η δυσωδία της σάρκας που αργοσήπεται..
Σε σχεδόν κάθε θάλαμο υπάρχει ο βαρέως ασθενής. Μερικοί έχουν ακόμα αρκετή ζωή για να βγούν για ένα τσιγάρο. Περπατούν ωχροί, αδύναμοι, πρόσωπα σκελετωμένα, παραμορφωμένα, με στεγνά κίτρινα μάτια, σέρνουν το ένα πόδι μετά το άλλο, σπρώχνοντας τον "καλόγηρο" με τους ορούς. Μερικές φορές οι καθετήρες ακολουθούν, γεμάτοι κοκκινωπά υγρά.
Φωνές, ψίθυροι, μουρμουρητά.
Ασυναρτησίες.
Κουβέντες αρρώστων με φανταστικούς συνομιλητές.
Ντελίριο.
Ένα γυναικείο βογκητό. Νεανικό. Μια νοσοκόμα προχωρά κρατώντας ένα σακκουλάκι φαρμάκου με ένα μεγάλο κόκκινο χ επάνω.
Οπιοειδές.
"Παυσίπονο".
Οι Παθολογικές Μονάδες, έχουν παντού εικόνες.
Στους θαλάμους, στις γωνίες, στα γραφεία.
Εικονές παντού.
Ο Θεός πουθενά.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 17 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Great Chaos
Περιβόητο μέλος


Ήταν πριν τρία χρόνια, μέρα Καθαρή Δευτέρα. Ο πατέρας μου βρισκόταν στο νοσοκομείο, ύστερα από ένα καρδιακό επεισόδιο, που κατέληξε ευτυχώς θετικά, χωρίς να γλιτώσει βέβαια το αναγκαίο «μπαλονάκι». Είχαμε πάει στο νοσοκομείο να τον δούμε, ύστερα βγήκαμε και φάγαμε έξω. Φορούσα τα καλά μου, σακάκι, μαύρο παντελόνι, λεπτό πουκαμισάκι, μαύρο γυαλί και γύριζα στο σπίτι οδηγώντας, μαζί με τη γυναίκα και την κόρη μου, αφού ήμουν ακόμη παντρεμένος.
Ενώ φτάναμε στο σπίτι, ξαφνικά μέσα από κάποιο στενό ξεπετάχτηκε ένα αυτοκίνητο παραβιάζοντας το σήμα του STOP. Ξέφυγα ως εκ θαύματος από βέβαιη σύγκρουση. «Πού πας ρε ηλίθιε, θα μας σκοτώσεις!!!», ξέσπασα το φόβο και την αγανάκτησή μου, είχα βλέπεις μαζί και το παιδί. Έκανα να φύγω, όμως προτού κάνω λίγα μέτρα, τον άκουσα να μου φωνάζει ότι ήθελε κάτι να μου πει. Σταμάτησα το αυτοκίνητο και κατέβηκα, άνετος και χαλαρός, μάλιστα φορώντας ακόμη το γυαλί. Όπως γίνεται πάντα σʼ αυτές τις περιπτώσεις, μαλώνεις λίγο για την προτεραιότητα, ανταλλάσσονται μερικά «Γαλλικά», δίνονται αμοιβαίες εξηγήσεις, δίνεις τα χέρια και φεύγεις, έχοντας ξεδώσει απʼ την άθλια επανάληψη της καθημερινότητάς σου. Ο γνωστός ελληνικός χαβαλές δηλαδή. Κατέβηκε κι αυτός. Ήταν ένας μεσόκοπος ανθρωπάκος, πενηνταπεντάρης, περίπου μισός στο μπόι από μένα, οικογενειάρχης και τα ρέστα. Όταν τον είδα, χαλάρωσα περισσότερο. Δεν είχα κανένα σκοπό να πλακωθώ μαζί του, θα ήταν μάλλον άδικο μάλιστα. Ήταν και αργία, μέρα γιορτής.
Ο τύπος με πλησίασε αμίλητος και μόλις έφτασε κοντά, όρμησε ξαφνικά με όλο του το βάρος επάνω μου. Έχασα την ισορροπία μου και πέσαμε μαζί στο έδαφος, αυτός από πάνω. Μου άρπαξε το κεφάλι και άρχισε να το χτυπάει στην άσφαλτο με λύσσα. Ξαφνικά συνειδητοποίησα πως ήθελε να με σκοτώσει. Ευτυχώς ήμουν δυνατότερος και κατάφερα, μετά το πρώτο σοκ, να τον βγάλω από πάνω μου και να ελευθερωθώ. Το σκληρό μου κρανίο με έσωσε από τα χειρότερα, πέρα από λίγους μώλωπες. Καμιά φορά είναι ευτύχημα το να είσαι ξεροκέφαλος. Έγινα έξαλλος και προσπάθησα να τον πιάσω στα χέρια μου και να του εξηγήσω μερικά πράγματα. Εκείνη τη στιγμή, έβλεπα κόκκινα τα πάντα και δεν ήταν απʼ το χτύπημα. Τον γλίτωσαν οι περαστικοί, που μπήκαν ανάμεσα. Να πάρει ο διάολος, δεν πρόλαβα ούτε μία να του ρίξω του κερατά...
Κάποια στιγμή, επάνω στην αντάρα μου, γύρισα και του είπα: «Θα δεις σύντομα πως υπάρχει Θεός κι αυτός είναι ο δικός μου ο Θεός ρε αλήτη». Έπεσε στιγμιαία μια παγωμάρα, στον ίδιο, αλλά και στους άλλους, όταν το εκστόμισα. Μερικές φορές, κάποια λόγια, με την κατάλληλη φόρτιση κι εκφορά, είναι ισχυρότερα από γροθιά. Όταν με τα πολλά γύρισα σπίτι, δεν μπορούσα να κοιμηθώ για μέρες από την οργή που ένιωθα όταν σκεφτόμουν πως δεν πρόλαβα να τον χτυπήσω. Το πρώτο μάθημα που πήρα απʼ αυτήν την περίπτωση ήταν: «Όταν κατεβαίνεις για μάχη, να είσαι έτοιμος για μάχη, αλλιώς μην κατεβαίνεις καθόλου. Το ότι εσύ θα λυπηθείς, δε σημαίνει πως θα σε λυπηθεί κι ο άλλος».
Λιγότερο από ένα μήνα μετά το περιστατικό, αρρώστησε από καρκίνο ένας θείος της γυναίκας μου. Ήταν στα τελευταία του. Ήρθαμε στο Θεαγένειο να τον επισκεφτούμε. Μόλις μπήκαμε στο θάλαμο, στο πρώτο κρεβάτι αριστερά απʼ την πόρτα, είδα τον άνθρωπο του καυγά. Άσπρισε όταν με αντίκρισε, σα να έβλεπε φάντασμα. Γύρισε πλευρό και κοιτούσε, για όση ώρα έμεινα εκεί, προς τον τοίχο. Γύρισα κι εγώ το κεφάλι κι έκανα πως δεν τον αναγνώρισα. Μέσα μου ένιωθα ένα σφίξιμο στο στομάχι, ταραχή, κάτι σαν δέος. Οι συγγενείς μας ήξεραν περισσότερα, αφού όλοι οι ασθενείς μέσα στο θάλαμο συζητάνε την περίπτωσή τους. Ο άνθρωπος είχε καρκίνο στον εγκέφαλο. Αυτός ήταν ο λόγος της επιθετικής και ανεξέλεγκτης συμπεριφοράς του. Πριν βρεθεί στο νοσοκομείο, τον είχε παρατήσει κι η γυναίκα του, γι' αυτήν τη συμπεριφορά του. Αμέσως μετά το δικό μας καυγά. Λύγισαν τα γόνατά μου στη σκέψη. Αν είχα χτυπήσει έναν άρρωστο άνθρωπο, δεν θα το συγχωρούσα ποτέ στον εαυτό μου. Ευχαρίστησα το Χάος, που δεν μου δόθηκε η δυνατότητα να το κάνω. Είμαι σίγουρος πως οι τύψεις θα πονούσαν πιο πολύ και για περισσότερο καιρό, από το χτύπημα στο ξεροκέφαλό μου. Ο πληγωμένος μου εγωισμός σώπασε ντροπιασμένος.
Ήταν στʼ αλήθεια «ο δικός μου ο Θεός» κι αφού τον επικαλέστηκα, μου έδωσε ένα δωρεάν μάθημα: «Ποτέ μη βιάζεσαι να κρίνεις, γιατί αυτό που φαίνεται κακό μπορεί στην πραγματικότητα να είναι το καλό κι αντίστροφα». Αυτή η μύηση μʼ έκανε πιο ήρεμο και καλύτερο σαν άνθρωπο, έκτοτε. Απόψε όμως που κάθομαι εδώ κι αναπολώ, θαρρώ πως πήρα ένα μάθημα ακόμη: «Μην επικαλείσαι το Θεό σου επί ματαίω. Γιατί είναι ταυτόχρονα και Θεός των άλλων κι ό,τι σκέφτεσαι γιʼ αυτούς, στο τέλος θα το λάβεις εσύ ως αντίδωρο»...
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 17 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Χρήστες Βρείτε παρόμοια
-
Τα παρακάτω 0 μέλη και 0 επισκέπτες διαβάζουν μαζί με εσάς αυτό το θέμα:Tα παρακάτω 3 μέλη διάβασαν αυτό το θέμα:
-
Φορτώνει...
-
Το forum μας χρησιμοποιεί cookies για να βελτιστοποιήσει την εμπειρία σας.
Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, συναινείτε στη χρήση cookies στον περιηγητή σας.