''Η βασίλισσα του Γκράντο''(το κείμενο)

Πώς σας φαίνεται η ιστορία;
Η ψήφος σας θα προβάλεται δημόσια.

Αποτελέσματα της δημοσκόπησης (Ψήφισαν 9)

haroula1924

Νεοφερμένος

Η haroula1924 αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 54 μηνύματα.
1. Η Μορβανά

Κάτι κουνήθηκε ανάμεσα στα δέντρα .Τα ξερά, λόγω του φθινοπώρου φύλλα έτριξαν κάτω από τα πόδια της Μορβανά. Ήθελε, ωστόσο, να κάνει ησυχία για να προλάβει να μπει στην τάξη πριν καταλάβει κανείς πως άργησε.

Προχώρησε λίγο ακόμη μέχρι που έφτασε στον «προορισμό» της. Ήταν έτοιμη νʼ ανοίξει την δρύινη και σκαλιστή πόρτα του σχολείου, όταν άκουσε λίγο πιο πίσω της
το τρίξιμο των φύλλων που είχε και η ίδια προκαλέσει πριν από λίγο.
Γύρισε το κεφάλι της και αντίκρισε τη δασκάλα της! «Ωραία άρχισε η μέρα σήμερα!»σκέφτηκε. Η δασκάλα της, απʼ ότι έλεγαν οι φήμες, ήταν η χειρότερη του σχολείου. Τα παιδιά την φώναζαν «Μυγομούρα» αλλά το πραγματικό της όνομα ήταν
Σελίμα Έλυε. Στην αρχή την φώναζαν «εχινόδερμο», αλλά όταν αυτή τους είπε πως τα εχινόδερμα θεωρούνται τα υπέρτατα όντα, γιατί επιβιώνουν εκεί που ελάχιστα
πλάσματα μπορούν, το έκοψαν αμέσως.
H Μορβάνα την χαιρέτησε κι εκείνη της ανταπέδωσε τον χαιρετισμό. «Μα», σκέ-
φτηκε, «δεν μπορεί να μου κάνει τίποτα, αφού κι αυτή έχει αργήσει! Άμα μου πει τί-
ποτα, θα έχω την απάντηση έτοιμη.»
Κι όπως η Μορβάνα σκέφτηκε, η δασκάλα της έκανε παρατήρηση, μα συμπλήρωσε και κάτι που η Μορβάνα δεν περίμενε: «Άργησες, αλλά δεν θα σε τιμωρήσω γιατί κι εγώ έχω αργήσει.»
Ανέβηκαν μαζί τις σκάλες που οδηγούσαν στην κορυφή του δέντρου και στην τάξη
τους και μπήκαν μέσα.
Η Μορβανά κάθισε στο θρανίο της πλάι στην κολλητή της, και το μάθημα άρχισε.
Αυτές οι τέσσερις ώρες μαθήματος ήταν αφόρητες. Κάθε μέρα είχαν από ένα μάθημα
να κάνουν και τις τέσσερις ώρες που ήταν στο σχολείο-δεντρόσπιτο. Σήμερα είχαν ι-
στορία, το πιο βαρετό μάθημα του κόσμου. Η Μορβανά ήταν γενικά καλή μαθήτρια
και το μόνο μάθημα στο οποίο δεν ήταν καλή ήταν η ιστορία (και δικαιολογημένα, α-
φού κάθε φορά η δασκάλα τους έβαζε να μάθουν απʼ έξω τρεις σελίδες, πάνω κάτω).
Η πρώτη ώρα ήταν η ώρα της εξέτασης. Όλα τα παιδιά πρέπει να εξεταστούν σε αυτό το διάστημα (συνολικά, την τάξη της Μορβανά αποτελούσαν 25 παιδιά), αλλιώς συνέχιζαν την άλλη ώρα.Kι αυτό δεν άρεσε καθόλου στους μαθητές, έτσι ήταν όλοι διαβασμένοι και το επίπεδο του σχολείου τους ήταν πολύ υψηλό.
Το μάθημα άρχιζε στις οχτώ το πρωί και τέλειωνε στις δώδεκα και μισή. Έτσι, μετά το σχολείο οι περισσότεροι μαθητές πήγαιναν να παίξουν ή να ξεκουραστούν
στο «ξέφωτο».
Το ξέφωτο ήταν μια περιοχή ανάμεσα στα θεόρατα δεντρόσπιτα, τις κατοικίες της φυλής της Μορβανά, των Φάρε, εδώ και χρόνια. Εκεί πήγε και η Μορβανά μετά το
σχολείο.
Όταν έφτασε εκεί, εκτός από τις φίλες της, την περίμενε κι ένα νέο. Μια από τα κορίτσια την άρπαξε και την πήγε στην παρέα τους. Κάποια ρώτησε, «που είναι η Μάγια;», εννοώντας την καλύτερη φίλη της Μορβανά και η απάντηση ήρθε: «θα έρθει αργότερα, έχει δουλειά.».
«Πες Λήμηνα, αυτά που άκουσες χθες.»ακούστηκε προστακτική, η φωνή του κο-
ριτσιού, που ΄΄ άρπαξε ΄΄ τη Μορβανά, απευθυνόμενη, προς ένα ψηλόλιγνο κορίτσι που έδειχνε αρκετά σοβαρό.
Εκείνο άρχισε την αφήγησή :
«Χθες το βράδυ, ήρθαν στο σπίτι μας, πέντε άντρες και μία γυναίκα. Ήταν δηλαδή το Ανώτατο Συμβούλιο, γιατί, εκτός απʼ το ότι ήταν έξι, στα ρούχα τους είχαν το Δεντρόσπιτο κεντημένο. Ο πατέρας μου μού είπε, να φύγω. Εγώ, κάθισα πίσω από την σκάλα και κρυφάκουσα.
Έλεγαν κάτι για πόλεμο και παραπάνω εδάφη που ήταν παράνομα και για μια ανήλικη διάδοχο του θρόνου της διπλανής μας χώρας.

τα νέα

Πολλά κορίτσια θα ήθελαν να είναι βασσίλισσες στη θέση μου.Υποστηρίζουν πως δεν θα έκαναν τα τρομερά κατά τη γνώμη τους λάθη που έκανα εγώ.Δεν τις αδικώ.Κι εγώ ώρες ώρες θυμώνω με τον εαυτό μου.

Όλα ξεκίνησαν ένα φθινοπωρινό πρωινό.Με το που ξ.υπνησα με φ.ωναξαν στην κ.αμαρα του πατέρα μου.Απορημένη ντύθηκα και περπάτησα μέχρι το σκοτεινό δωμάτιο.
Άνοιξα σιγά σιγά την πόρτα και βρέθηκα αντιμέτωπη μ΄ένα θέαμα που δεν είχα ξαναντικρίσει.Ο πατέρας μου ήταν ξαπλωμένος και απ΄ότι κατάλαβα ήταν άρρωστος.
Την προυγούμενη μέρα είχε γυρίσει από ένα μακροχρόνιο ταξίδι και δεν ήθελε να δει κανέναν.
Μου έκανε ένα νεύμα.Πλησίασα.Με φίλησε και μου είπε πως μέχρι να γίνει καλά εγώ θα κυβερνούσα.
Εγώ!Η μητέρα μου, μου είπαν πως πέθανε στη γέννα...

Στην αρχή χάρηκα. Με παραξένεψε βέβαια το γεγονός ότι για πρώτη φορά από τότε που θυμόμουν τον εαυτό μου με φίλησε. Πήγα να ετοιμαστώ. Ποτέ δεν είχα βγει από το παλάτι, κυρίως για λόγους ασφάλειας. Φανταζόμουν πως θα έκανα καλή εντύπωση στον κόσμο κι ιδιαίτερα στη γερουσία.
Η γερουσία αποτελούταν από τους δώδεκα συμβούλους το πατέρα μου, οι οποίοι ήταν υπολογίσιμη δύναμη.

Προσφάτως, άρχισαν να διορθώνουν τη διοίκηση και να επεμβαίνουν στις πράξεις
του πατέρα μου.
Γενικά, ο πατέρας μου ήταν δυνατός και σκληρός άντρας. Ήταν ψηλός, ξανθός με γαλανά μάτια κι είχε μια αύρα που απόπνεε σοφία. Το καλογυμνασμένο σώμα ολοκλήρωνε την εικόνα του μυστήριου, γοητευτικού και επαναστατικού ατόμου. Ίσως τελικά γι’ αυτό ένιωθα πάντα αμηχανία μπροστά του.
Ο αρχηγός της γερουσίας με ενημέρωσε πως θα μου έκανε αυτός μαθήματα που είχαν σχέση με την κυβέρνηση. Δεν μου άρεσε σαν δάσκαλος έτσι όπως τον φανταζόμουν στο μάθημα. Ήταν πολύ γέρος, όπως και όλα τα μέλη της γερουσίας άλλωστε, με καμπούρα τόση, ώστε να φαίνομαι αρκετά ψηλότερη απ’ αυτόν, παρ’ όλο που στα νιάτα του πρέπει να ήταν ψηλός. Τα φρύδια του είχαν πάχος όσο και ο αντίχειρας ενός πιθήκου. Κοιτούσε πονηρά και η όψη του θύμιζε ξωτικό.
«Μια βασίλισσα πρέπει να είναι πολύ όμορφη» σκέφτηκα και άρχισα να ετοιμάζομαι. Όταν τελείωσα, δεν είχα πια τι να κάνω και βάλθηκα να παρατηρώ τα πάντα από το παράθυρό μου.
Οι κήποι του παλατιού ήταν απέραντοι, γεμάτοι πράσινο, αλλά και κάθε είδος φυτών. Πέρα από την Πόρτα, τη μεγάλη είσοδο του παλατιού, απλωνόταν λιβάδια, όλα ίδια και όμοια, που στο τέλος καταντούσαν βαρετά. Χωματόδρομοι έσπαγαν την
πράσινη μονοτονία. Πιο πέρα, αχνοφαίνοταν η διαχωριστική οροσειρά. Ήταν φυσικό
σύνορο των δύο αιωνίως αντίπαλων χωρών: της Πρώτης πολιτείας ή αλλιώς της πολιτείας του Βασιλιά, δηλαδή της δικιάς μου χώρας και της Τρίτης πολιτείας ή αλλιώς πολιτείας των Φάρε.
Όλες οι χώρες του νησιού, οι οποίες ήταν δώδεκα, ονομαζόταν πολιτείες. Ήμουν περήφανη για την καταγωγή μου. Οι πρόγονοι μου ήταν σαμάνοι, δηλαδή μάγοι και ιερείς. Χαρακτηριστικό τους το γαλάζιο χρώμα μαλλιών.
Έπαιξα με μια μπούκλα των μαλλιών μου μηχανικά. Είχαν γαλάζιο χρώμα. Γι’ αυτό
ήμουν γνωστή: ήμουν ο μόνος άνθρωπος στις δώδεκα πολιτείες που μπορούσα να είμαι μάγος! Το χαρακτηριστικό το πήρα από τη μητέρα μου. Παρ’ όλο που δεν την είχα δει ποτέ, ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλο μου. Ευχήθηκα να την είχα κοντά μου,
να ζούσα μια τρυφερή ζωή. Είχα βέβαια την Λίθα, την παραμάνα μου, αλλά δεν μπορούσε να αναπληρώσει την αγάπη της φυσικής μου μητέρας.
Ξάπλωσα στο τεράστιο κρεβάτι μου. Κοίταξα την οροφή. Αντίκρισα πανέμορφα πουλιά, από αυτά με τα πολύχρωμα φτερά. Η χαρά που είχα πριν από λίγο ένιωσα να πετάει…




Ένα χτύπημα στην πόρτα ακούστηκε και ο αντιπαθητικός αρχηγός της γερουσίας μπήκε στο δωμάτιό μου. « Έχετε έναν επισκέπτη» είπε με την ανατριχιαστική φωνή του.
Τον κοίταξα απορημένα. Ποτέ άλλοτε δεν είχε ξαναρθεί κανένας για εμένα. Όλοι ερχόταν για πολιτικούς λόγους και ζητούσαν να δουν τον πατέρα μου.
«Ποιος είναι;» τον ρώτησα. «Ένας ξένος από την Πέμπτη πολιτεία» ήρθε η αδιά-
φορη απάντηση.
Έδωσα εντολή να ετοιμαστεί ένα δωμάτιο. Δεν είχα όρεξη να δω κανέναν.
Εκτός κι αν ήταν η μητέρα μου…
Ξεντύθηκα. Έβαλα ένα πρόχειρο φόρεμα και έπεσα να κοιμηθώ. Το όνειρο μου ήταν πολύ όμορφο. Ονειρεύτηκα την μητέρα μου. Την είδα ψηλή και πανέμορφη. Αλλά δεν ήταν έτσι όπως μου την είχαν περιγράψει. Μου την περιέγραφαν με πράσινα σμαράγδια μάτια, όχι μοβ όπως την φαντάστηκα. Ήταν παχουλή, όχι λεπτή. Μου τραγούδαγε. Εγώ ήμουν μωρό. Η φωνή της μαγική. Με έκανε να ανατριχιάσω και ξύπνησα.
«Σήκω, τεμπέλα!» με ψευτομάλωσε η Λίθα. Χαμογέλασα αχνά. Καταλάβαινα την καλή της πρόθεση μα δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Γιατί λοιπόν προσπαθούσε άδικα; Μου χαλούσε ακόμη περισσότερο τη διάθεση.
«Καλά συγνώμη, αλλά τη μια κοιμάσαι, την άλλη είσαι ξύπνια;» συνέχισε με ένα ανόητο χαμόγελο στα χείλη. Έλεος!!!
Ένοιωσα κακιά. Μπορεί να μην ήταν κι η πιο έξυπνη της πολιτείας, είχε όμως καρδιά και αυτή η καρδιά μ’ αγαπούσε σαν παιδί της…
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 17 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

haroula1924

Νεοφερμένος

Η haroula1924 αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 54 μηνύματα.
Πήγα για μεσημεριανό. Όπως πάντα έφαγα μόνη μου. Λάθος! Την ώρα του γλυκού πήγα να φάω με την γερουσία σαν πραγματική βασίλισσα! Ένιωσα μεγάλη γυναίκα και σπουδαία! Ήμουν πια η βασίλισσα Έρικα!
Μετά το γεύμα,(όπου προσπαθούσα να φάω ευγενικά) με ακολούθησε ένα άλλο μέλος της γερουσίας, το οποίο φαινόταν πιο φιλικό. Με πλησίασε και με πρόσταξε να είμαι «στο κατόπι του».
Προχωρούσαμε για περίπου δέκα λεπτά, όταν φτάσαμε στην παλαιότερη πτέρυγα του παλατιού. Σταμάτησε μπροστά από μια μεγάλη δρύινη πόρτα, σκαλισμένη προσεκτικά και όμορφα, και την άνοιξε με ένα χρυσό κλειδί.
Καθώς την έσπρωχνε, ένα ανατριχιαστικό τρίξιμο φανέρωσε πως οι μεντεσέδες είχαν σκουριάσει. Ο γέρος αναθεμάτισε και μπήκε μέσα.
Τον ακολούθησα διστακτικά. Παρόλο που είχα αηδιάσει με τους ιστούς που αντίκριζα στην αίθουσα, πήρα το φανάρι που βρισκόταν δίπλα μου και του το έδωσα, όπως με πρόσταξε. Μα τι ήθελε να κάνει;
Όσο τα συλλογιζόμουν αυτά η μισή φοβισμένη, η άλλη μισή περίεργη,(σαν να είχα χωριστεί σε δυο μέρη) ο Μπερμίν,-όπως αργότερα έμαθα ότι ήταν το όνομά του-
έπαιρνε κάποια αρχαιοτάτων χρόνων βιβλία και ερχόταν προς το μέρος μου.
«Τα βιβλία από τα οποία θα διδαχτείς διοίκηση» με πληροφόρησε. Τα άφησε πάνω στα χέρια μου και έφυγε, έτσι απλά. Έτσι, κλείδωσα και άρχισα να τρέχω για να τον προλάβω. Αυτός όμως είχε εξαφανιστεί από προσώπου γης!
Λογικά, έπρεπε να περπατώ για περίπου δέκα λεπτά, όμως μου πήρε τον διπλάσιο χρόνο να επιστρέψω στην Μεγάλη Τραπεζαρία και από εκεί να πάρω τον δρόμο για το δωμάτιό μου.
Εκείνες οι ώρες ήταν οι ώρες κοινής ησυχίας, κατά τη διάρκεια των οποίων όλοι ξεκουράζονταν κι εγώ δεν είχα τι να κάνω. Μόνο οι υπηρέτες δούλευαν, όπως πάντα, άλλωστε. Τις λυπόμουν έτσι όπως δούλευαν από το πρωί ως το βράδυ, χωρίς να ξεκουράζονται. Όταν ήμουν μικρή, κάποτε ρώτησα τον πατέρα μου γιατί δεν ξεκουράζονται, αλλά η απάντηση δεν ήταν διόλου ικανοποιητική, «γιατί αυτό είναι το καθήκον τους, να μας ικανοποιούν κάθε επιθυμία οποιαδήποτε ώρα και να είναι όλα στην εντέλεια», ήταν όμως αρκετή να με κάνει να θέλω να έρθει η στιγμή της στέψης μου νωρίτερα, μόνο και μόνο για να τους δώσω περισσότερες ώρες ξεκούρασης.
Πάλι βαριόμουνα και εντελώς αυθόρμητα σκέφτηκα να σχεδιάσω την γιορτή που θα έκανα για τα γενέθλιά μου, σε μία εβδομάδα.
Γινόμουνα δεκαέξι χρονών. Ήταν έθιμο, κάθε φορά που ο ή η διάδοχος του θρόνου έκλεινε τα δεκάξι του χρόνια να γίνεται μια μεγάλη γιορτή προς τιμήν του. Άλλο ένα έθιμο, ήταν να προετοιμάζονται όλα την τελευταία στιγμή από το τιμώμενο πρόσωπο,
έτσι ώστε να φανούν οι οργανωτικές του ικανότητες!
Πρώτα κανόνισα τους καλεσμένους. Ο μέγιστος αριθμός ατόμων ήταν γύρω στα εκατό άτομα. Αποφάσισα να καλέσω τους επτά λόρδους, του Μορτών, του Άλγη, του νοτίου Βόρμεν, του Ταμ, του βορείου Νόρμπι, της Μεγάλης Λίμνης και των Νησιών της Θλίψης.
Ύστερα σχεδίασα το φόρεμα που θα φορούσα την μεγάλη βραδιά. Το έκανα μακρύ, μέχρι τον αστράγαλο, με χρυσές λεπτομέρειες και ένα υπέροχο σμαραγδί χρώμα, με ένα κόψιμο από το γόνατο και μετά που θα φοριόταν με ασημένια λαμέ παπούτσια.
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 17 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

haroula1924

Νεοφερμένος

Η haroula1924 αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 54 μηνύματα.
Ακολούθησαν οι προσκλήσεις. Είχα στη διάθεση μου περίπου στους δέκα αγγελιοφόρους και τριάντα καλλιγράφους. Αλλά… γιατί να μην έκανα τη γιορτή έξω από το παλάτι; Ήμουν πια σχεδόν δεκάξι χρονών.
Το παλάτι όσο τέλειο και μεγάλο και να ήταν, είχε καταντήσει πολύ βαρετό. Παντού στον αέρα πλανιόνταν το ίδιο άρωμα λεβάντας, οι ίδιοι άνθρωποι και οι ίδιες αυστηρές προσωπικότητες. Όλα έμοιαζαν στημένα. Δεν είχα ζήσει ποτέ κάποια πραγματική έκπληξη και τίποτα δεν ήταν αυθόρμητο.
Πήρα την πένα και με καρδιά χαρούμενου σπουργιτιού διέγραψα όλα όσα είχα γράψει. Θα έκανα δώρο στον εαυτό μου ένα πραγματικό ταξίδι. Όχι με την φαντασία μου όπως παλιά. Πριν από λίγα χρόνια οι ονειροπολήσεις κάλυπταν όλα τα κενά μέσα μου. Είχα την ελπίδα να επισκεφτώ όλα αυτά τα μέρη που μου περίγραφε η Λίθα. Να γίνω κι εγώ ανώνυμος ταξιδιώτης, με μια κουκούλα να καλύπτει πάντοτε το πρόσωπό μου, σαν κι αυτούς στους θρύλους, που ήτανε μάγοι κυνηγημένοι, τους προγόνους μου. Να κυνηγήσω την καταγωγή μου. Να πάω σαν μάγος στα Τάρταρα να βρω την μητέρα μου και τους όμοιούς μου. Και μετά να τους φέρω όλους πίσω και να γίνω βασίλισσα. Σαν βασίλισσα θα συνέθλιβα τον κοινωνικό ρατσισμό, θα έδινα ένα τέλος στις διαμάχες μεταξύ των πολιτειών…
Ήμουν πολύ φιλόδοξο παιδί. Αυτό το παιδί που ήταν το καλύτερο για πριγκίπισσα. Χωρίς να χάνω ποτέ τη λεπτότητα της έκφρασής μου, το «λακωνισμό» μου μπορούσα να διεκδικώ αυτά που μου άνηκαν και να σταματώ όποτε έπρεπε. Η χάρη στο μεγαλείο της. Γιατί και υπάκουη ήμουν και όμορφη αλλά και μάγισσα. Αυτό τους έκανε όλους να με φοβούνται και να με σέβονται. Το ότι ήμουν κορίτσι ήταν το μόνο που τους χάλαγε.
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 17 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

haroula1924

Νεοφερμένος

Η haroula1924 αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 54 μηνύματα.
Ύστερα, πήρα τη φλογέρα μου κι άρχισα να παίζω. Μάθαινα μικρότερη αλλά τα μαθήματα δεν είχαν πολύ ενδιαφέρον και σταμάτησα. Πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια θέλησα να πιάσω στα χέρια μου το όργανο. Σιγά σιγά παίζοντας στο μυαλό μου ήρθαν μελωδίες, άλλες παράξενες, άλλες διαφορετικές. Κι ύστερα… άρχισε να ζωντανεύει η εικόνα της δασκάλας μου! Τον τελευταίο καιρό των μαθημάτων ήταν έγκυος. Παρόλο που μου δίδασκε ένα όχι και τόσο ενδιαφέρον μάθημα την συμπαθούσα πολύ. Ήταν δυναμική γυναίκα. Εκείνη δεν πήγαινε πίσω. Ήμουν κι εγώ η αδυναμία της. Όταν διέκοψα τα μαθήματα ένοιωσα να την προδίδω.
Την παράτησα την φλογέρα. Ήταν όλα τόσο βαρετά και συνηθισμένα! Δεν μπορούσα να ασχοληθώ με τίποτε πάνω από πέντε λεπτά. Είχα πλέον εξαντλήσει κάθε σταγόνα του διαφορετικού σε όλα.


(ΤΕΛΟΣ ΠΡΩΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ)
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 17 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

haroula1924

Νεοφερμένος

Η haroula1924 αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 54 μηνύματα.
2.Ο Σεθ

Μετά από λίγα λεπτά θυμήθηκα τον «ξένο». Μπορούσα και σήμερα να ζητήσω ακρόαση. Έτσι θα έφευγε κι αυτή η υποχρέωση.
Άνοιξα την πόρτα του δωματίου και βγήκα έξω. Όλοι είχαν αρχίσει να επιστρέφουν στις δουλειές τους. Βρήκα τη Λίθα να υπαγορεύει σε έναν καλλιγράφο κάποιο γράμμα. Την πλησίασα. Εκείνη μόλις με είδε τινάχτηκε. Τη ρώτησα πως θα μπορούσα κι από ποιον να ζητήσω να δω τον ξένο. Φαινόταν πολύ νευρική στο άκουσμα του φιλοξενούμενου μας.
-Τρέχει τίποτα; τη ρώτησα. Εκείνη κούνησε το κεφάλι της αρνητικά, μα καθόλου πειστικά. Σκέφτηκα πως μάλλον θα ήταν καλύτερα να μην ασχοληθώ άλλο με αυτό.
Συνέχισα να την ακολουθώ στους διαδρόμους. Ξαφνικά σταμάτησε μπροστά από μια πόρτα. Χτύπησε τρεις φορές. Της άνοιξε ένας αρκετά νεαρός υπηρέτης, περίπου είκοσι χρονών. Η παραμάνα του ψιθύρισε κάτι και εκείνος έφυγε σχεδόν τρέχοντας. Ύστερα γύρισε προς εμένα κάνοντας μου νεύμα να φύγω.
Πήγα για πολλοστή φορά σήμερα στο δωμάτιό μου. Δεν χρειάστηκε όμως να περιμένω πολύ γιατί σε ένα τέταρτο περίπου όλα είχαν κανονιστεί. Αμέσως έφυγα για την αίθουσα του θρόνου.
Η αίθουσα ήταν πολύ μεγάλη. Τα έξοχα γυαλισμένα πατώματα αντανακλούσαν το φως που έμπαινε από τα τεράστια και επιχρυσωμένα παράθυρα. Το άρωμα των λουλουδιών μέσα στα δεκάδες βάζα ευωδίαζε ευχάριστα.
Κάθισα στον θρόνο ο οποίος ήταν τόσο μεγάλος που με έκανε να δείχνω γελοία καθισμένη σε αυτόν. Τι εντύπωση θα έκανα στον ξένο;
Αφού περίμενα για λίγα λεπτά κατέφθασε το «τιμώμενο πρόσωπο.» Μου έκανε εντύπωση η εμφάνιση του. Ήταν σοβαρός και νέος.
Γενικά ήταν όμορφος. Είχε καστανά μακριά μαλλιά και υπέροχα πράσινα μάτια. Τα ευγενικά χαρακτηριστικά του κάτι μου θύμιζαν. Δεν μπορούσα να θυμηθώ τι όμως.
Εκείνον δε φαινόταν να τον ενδιαφέρει ιδιαίτερα η δική μου εμφάνιση. Έπρεπε να αρχίσω τις ερωτήσεις.
-Πώς λέγεσαι και από πού κατάγεσαι ξένε; τον ρώτησα όπως είχα δει τον πατέρα μου να κάνει.
Εκείνος προσκύνησε και με κοίταξε με ένα χαμόγελο.
-Θα απαντήσω σε όλες τις ερωτήσεις σας. Επιτρέψτε μου να συστηθώ. Σίγουρα δεν θα με ξέρετε, ούτε εμένα, ούτε τον τόπο από τον οποίο κατάγομαι.


αυτό προς το παρόν!!!
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 17 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

haroula1924

Νεοφερμένος

Η haroula1924 αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 54 μηνύματα.
Ονομάζομαι Σεθ. Έρχομαι από την Πέμπτη Πολιτεία, όπως μάλλον θα ξέρετε. Το χωριό μου, το Ίλις βρίσκεται στα ανατολικά της χώρας. Είναι ένα μικρό χωριό μα πολύ γραφικό.
Με είχε γοητεύσει. Μετάνιωσα που τόσες ώρες που ήταν εδώ δεν είχα ζητήσει να τον δω. Ήταν πολύ συμπαθητικός. Μιλούσε πολύ όμορφα.
-Και ο σκοπός του ταξιδιού σου; Δεν μπορεί να έχεις έρθει για κάτι ασήμαντο. Το Ίλις δεν είναι δίπλα μας.
-Ελπίζω να σας χαροποιήσω με την απάντηση που σκοπεύω να δώσω. Είστε γνωστή ως η μόνη κοπέλα με μαγικές ιδιότητες. Σας θαυμάζουν σε όλες τις πολιτείες και ιδιαίτερα στη δικιά μου. Βέβαια οι κάτοικοι του χωριού μου δεν θα σας δουν ποτέ. Αυτό μπορεί να αλλάξει. Ίσως, τώρα που γίνεστε δεκάξι χρονών να θέλετε να έρθετε στο πρώτο σας ταξίδι με συνοδεία εμένα και όποιον άλλο θέλετε, πίσω στην πατρίδα μου.
Μου ερχόταν να τσιρίξω από χαρά. Σίγουρα θα είχε καταλάβει την επιρροή του πάνω μου. Την ευεργετική επιρροή, όπως λανθασμένα πίστευα.
Ο αρχηγός της γερουσίας που στεκόταν λίγο πιο πίσω από το θρόνο έκανε την εμφάνιση του.
-Δυστυχώς η πριγκίπισσα δεν θα μπορέσει να έρθει. του είπε εκ μέρους μου.
Αυτό που έκανε με πείραξε και τον αγριοκοίταξα. Μετά γύρισα στον Σεθ με ένα χαμόγελο στα χείλη :
- Ασφαλώς και θα έρθω. Δεν υπάρχει πρόβλημα. του είπα. Λύεται η ακρόαση!



-Δηλαδή δεν πιστεύεις; ακούστηκε η φωνή του κοριτσιού που έπαιζε το ρόλο του αρχηγού.
Η Μορβανά κούνησε αρνητικά το κεφάλι της.
-Όχι. είπε. Αποκλείεται. Το Ανώτατο συμβούλιο δεν θα συζητούσε με ανοιχτές τις πόρτες για ένα τέτοιο θέμα. Και οπωσδήποτε όχι αν ήταν και κάποιος άλλος μέσα στον ίδιο χώρο. Εξ’ άλλου εμείς τι μπορούμε να κάνουμε; Εστίλλια, νομίζω ότι παραπήρες πάνω σου τον τίτλο της αρχηγού. Κι εσύ Λήμηνα, γιατί κρυφάκουσες; Τον τελευταίο καιρό, κορίτσια έχετε αλλάξει πολύ. Τι νομίζετε ότι είστε; Κατάσκοποι;
Αυτά τους είπε και τους συγκλόνισε. Όλες τους την κοίταζαν δύσπιστες. Η καλή τους φίλη είχε πάψει να ανήκει σε αυτές.
Το λόγο πήρε η Λήμηνα.
-Αν πιστεύεις πως δεν σου κάνουμε μπορείς να φύγεις. Εμείς όμως ήμασταν αυτές που σε φέραμε στην επιφάνεια, που σε κάναμε δημοφιλή. Όλοι σε ήξεραν σαν το υιοθετημένο κορίτσι γιατί αυτό είσαι. Οι γονείς σου δεν μπορούσαν να κάνουν παιδιά και η βιολογική σου μητέρα, η οποία δεν σε ήθελε σε έδωσε. Ο καθένας ήξερε την ιστορία σου γι’ αυτό όλοι σε έκαναν πέρα. Εμείς-το ξαναλέω-, σου φερθήκαμε σαν φίλες και μία από εμάς έγινε κολλητή σου. Αν δεν μας αντέχεις φύγε. Δεν νομίζω να βρεις άλλη παρέα όμως που να σε δεχτεί.
Το κορίτσι σταμάτησε να μιλάει χωρίς να πιστεύει αυτά που μόλις είχε πει. Καμία δεν πίστευε πως θα έλεγε την αλήθεια. Η Μορβανά είχε μείνει με ανοιχτό το στόμα. Στο τέλος ψέλλισε: « Αφού είναι έτσι θα φύγω. Να μη χάνετε το χρόνο σας με μια λασποαίματη, υιοθετημένη.»
Μάζεψε τα πραγματά της και έφυγε. Δεν ήθελε να δουν οι άλλες πως έκλαιγε.



 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 17 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

haroula1924

Νεοφερμένος

Η haroula1924 αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 54 μηνύματα.
3.Προετοιμασίες


Ανέβηκα στο δωμάτιο του πατέρα μου χαρούμενη, μην ξέροντας τι θα συναντούσα. Χτύπησα την πόρτα, μα δεν αποκρίθηκε κανένας. Τέλος, αποφάσισα να ανοίξω. Το τι αντίκρισα μέσα στο δωμάτιο με άφησε άφωνη.
Δεν υπήρχε κανένας στο δωμάτιο. Τα παράθυρα ήταν ανοιχτά και ο αέρας έξω που λυσσομανούσε είχε ρίξει τα πιο ελαφριά πράγματα στο δωμάτιο. Πλησίασα το παράθυρο και κοίταξα έξω. Δεν είδα τίποτα.
Λίγα λεπτά αργότερα το γεγονός είχε μαθευτεί σε όλο το παλάτι. Υπηρέτες και υπηρέτριες έτρεχαν ανήσυχες, αγγελιοφόροι έφευγαν με τα άλογα τους από την πύλη,
προστάτες βασιλικοί εξέταζαν το κάθε τι και η Λίθα προσπαθούσε να με συνεφέρει από τον πανικό. Όλων η τάξη είχε διαλυθεί μεμιάς.
Ξάφνου, μια μάγισσα έφτασε στον νου μου. Άρχισε να μου μιλά. Μόνο εγώ την έβλεπα και την άκουγα όταν είχα κλειστά τα μάτια μου. Είχε μια βροντερή φωνή που μου φώναζε:
« Έρικα, τίμα την φυλή σου. Από εδώ και πέρα έχεις ωριμάσει αρκετά για να το κάνεις. Ο πατέρας σου πια έφυγε, έγινε αναπόσπαστο κομμάτι της φύσης. Είναι ζωντανός, όμως έχει πεθάνει. Ασχολήσου με αυτό το θέμα αργότερα. Ανέλαβε τις ευθύνες σου και ακολούθησε την καρδιά σου. Ίσως έτσι να γίνεις αληθινή βασίλισσα.
Η μητέρα σου, καταπληκτική μάγισσα, δεν εκπλήρωσε ακόμη το καθήκον της. Ψάξε να τη βρεις στα όνειρά σου.»
Η μάγισσα σταμάτησε να μιλά και χάθηκε. Επανέλαβα ψυθιριστά τα όσα μου είπε. Τι αερολογίες ήταν αυτές; Κι ο πατέρας μου τι ήταν τελικά; Ζούσε ή πέθανε;
Προσπάθησα να την ανακαλέσω αλλά τίποτα. Πήρα κάμποσες βαθιές ανάσες για να ηρεμήσω. Ανέβηκα στην κάμαρα μου.




 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 17 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

haroula1924

Νεοφερμένος

Η haroula1924 αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 54 μηνύματα.
για να την ανακαλέσω. Η προσπάθειά μου ήταν μάταιη.



Η υπόλοιπη μέρα ήταν πολύ βαρετή για να την περιγράψω. Οι πάντες, για να με κάνουν να ξεχάσω έκαναν ότι δεν θυμόνταν τίποτα. Έφεραν μάλιστα μια ιέρεια να με κάνει να ηρεμήσω. Αργότερα έμαθα πως μου έκανε κάποιο είδος μάγια για να μην θυμάμαι τον πατέρα μου.
Την άλλη μέρα, μετά το πρωινό ο Σεθ μου πρότεινε να κάνουμε έναν αγώνα ξιφομαχίας. Εγώ δέχτηκα. Με κέρδισε, αφού ποτέ δεν ήμουνα καλή στην ξιφομαχία.
Είχα αθληθεί όμως και αυτό ήταν που μετρούσε.
Μετά από τον αγώνα εξουθενωμένη και ιδρωμένη αποφάσισα να κάνω μια βόλτα στον κήπο. Ξάφνου εκείνος βρέθηκε δίπλα μου.
- Ήρθα να δω αν θέλετε παρέα. μου είπε.
Ανασήκωσα τους ώμους. Δεν με πείραζε η παρουσία του.
Κατά τη διάρκεια της βόλτας μιλούσαμε για τα πάντα: εκείνος μου έλεγε για το χωριό του, τη χώρα του, τις νοοτροπίες των ανθρώπων εκεί. Εγώ του μιλούσα για τα δικά μας ήθη και έθιμα αλλά και για την ιστορία των μάγων και τις δυνάμεις τους. Από τη συζήτηση κατάλαβα, πως πρέπει να ήταν πολύ μορφωμένος, παρ’ όλο που ζούσε σε χωριό.
Όταν γυρίσαμε στο παλάτι ακολούθησε ένα πλούσιο γεύμα. Ύστερα ήρθε στην κάμαρα μου. Εκεί, παρατηρούσε τα πάντα με ευγενικό ενδιαφέρον και με ρωτούσε που και που. Περισσότερο εντύπωση του έκαναν οι ζωγραφιές μου. Παίνεψε το ταλέντο μου. Σε κάποια από τις ζωγραφιές μάλιστα, εικονιζόταν μια μάγισσα που του άρεσε πολύ.
Μόλις την είδα τρύπωσε στο μυαλό μου το όνειρο που είχα δει με την μάγισσα το προηγούμενο βράδυ και τα θυμήθηκα όλα. Έπεσα στο κρεβάτι και άρχισα να κλαίω.
Ο Σεθ μόλις με είδε βγήκε από το δωμάτιο για να φωνάξει τη Λίθα. Το εκτίμησα τόσο πολύ αυτό που έκανε. Σε λίγα λεπτά είχε φτάσει. Μαζί με την παραμάνα μου άρχισαν να με παρηγορούν και να μου λένε πως όλα θα πάνε καλά.
Τον ρώτησα πότε θα φύγουμε. Κοίταξε τη Λίθα.
- Αυτό δεν εξαρτάται από εμένα. είπε.
- Παιδί μου, με χάιδεψε παρηγορητικά εκείνη, πήγαινε όποτε θες. Θα πω εγώ να σου ετοιμάσουν μια άμαξα και άλογα για να αρχίσει το ταξίδι όποτε προτάξεις.
Σκούπισα τα μάτια μου και τους κοίταξα. Χαμογέλασα βεβιασμένα και τους έκανα νεύμα να φύγουν. Ξάπλωσα και με πήρε γλυκά ο ύπνος.
Το απόγευμα όλα ήταν έτοιμα. Σκέφτηκα να αναχωρήσω την επόμενη μέρα, έτσι ώστε στα γενέθλια μου να έχω φτάσει στον προορισμό μου.
Επιτέλους θα ξέφευγα από αυτό το μίζερο παλάτι!
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 17 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

haroula1924

Νεοφερμένος

Η haroula1924 αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 54 μηνύματα.
ΠΕΡΙΛΗΨΗ 1 ( υπόλοιπο κεφάλαιο 3)

Το ταξίδι ξεκινά και βρίσκει την Έρικα να έχει ξεχάσει προς το παρόν τον πατέρα της. Με συντροφιά τον Σεθ και την Λίθα αρχίζει το ταξίδι. Κατά τη διάρκειά του η Έρικα μαθαίνει τον κόσμο. Πηγαίνοντας από το ένα χωριό στο άλλο ενθουσιάζεται ακόμη περισσότερο. Οι άνθρωποι θέλουν να την γνωρίσουν. Το κεφάλαιο τελειώνει με την αποχώρηση από το χωριό Βεέρ.
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 17 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

haroula1924

Νεοφερμένος

Η haroula1924 αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 54 μηνύματα.
Στην περίληψη μου έκανα ένα λάθος! Δεν ήταν σωστή. Γι΄αυτό σας βάζω το πρωτότυπο κείμενο και για το υπόλοιπο θα βάζω τη σωστή περίληψη! Συγνώμη!:redface:


Την άλλη μέρα όλοι ήταν συγκινημένοι από την αναχώρηση μου.
Κανένας βέβαια δεν ήταν τόσο χαρούμενος όσο εγώ.
Μαζί μας θα ερχότανε και ένας ιππότης για την προστασία μου.
Επίσης η Λίθα. Χαρούμενη την επόμενη μέρα παρακολουθούσα το πώς οι υπηρέτες ετοίμαζαν τα άλογα. Μας έδιναν φαγητό για τρεις χειμώνες. Ήταν πάρα πολύ μα, ήταν αληθινός άθλος να πείσεις για κάτι την φαγανή Λίθα.
Το μεσημέρι εκείνης της μέρας όλα ήταν έτοιμα. Μετά από ένα καλό γεύμα φύγαμε. Μια συνοδεία μας ακολούθησε μέχρι το πρώτο χιλιόμετρο της διαδρομής.
Το ταξίδι με τα άλογα ήταν κουραστικό όμως ήταν μια καινούργια εμπειρία και μου άρεσε. Παρατηρούσα τα πάντα γύρω μου. Πήραμε το χωματόδρομο μπροστά από την πύλη. Μετά από μισή ώρα χωρίς μιλιά το παλάτι κρύφτηκε από τον αρκετά ψηλό λόφο. Σ’ εκείνο το μέρος της διαδρομής κοιτούσα πάντα μπροστά. Βαριόμουνα να περιμένω να τα δω όλα από κοντά. Ταυτόχρονα, όμως, έριχνα ματιές γύρω μου για να χαρώ όσο το δυνατόν περισσότερο το μεγαλείο της φύσης.
Πρώτα μίλησε ο Σεθ:
«Πώς σου φαίνεται ο έξω κόσμος;» με ρώτησε. Του χαμογέλασα. Δεν χρειαζόταν να μιλήσω.
Σε λίγο φάνηκε το χωριό Βεέρ. Ήταν ένα χωριό πολύ μικρό. Πριν χτιστεί εκεί βρισκόταν η παλιά πρωτεύουσα του κράτους, η οποία όμως κάηκε ολοκληρωτικά σε κάποια μάχη για την κατάκτηση του παλατιού, άρα και της χώρας. Τελικά, δεν κατάφεραν οι στρατιώτες από την Τρίτη πολιτεία να κατακτήσουν και το παλάτι.
Σταματήσαμε. Ήθελα πάρα πολύ να γνωρίσω κόσμο. Έκανα μια βόλτα στην κεντρική πλατεία του χωριού. Ήταν σχεδόν μεσημέρι. Η πλατεία είχε γύρω γύρω δέντρα τα οποία έριχναν τον ίσκιο τους πάνω στο μάρμαρο από το οποίο ήταν χτισμένη. Μερικά παιδιά, άλλα πέντε χρονών, άλλα μεγαλύτερα, έπαιζαν σκαρφαλώνοντας στα δέντρα ή κρύβονταν πίσω τους. Τα πλησίασα. Είπα στον Σεθ και την Λίθα να κρυφτούν για να μην καταλάβουν ποια είμαι.
Ξαφνικά ένα παιδί από τα μεγαλύτερα ήρθε προς το μέρος μου.
- -Εσύ ποια είσαι πάλι; με ρώτησε γεμάτος αγένεια.
- -Δεν θες να μάθεις. Αλλά εσένα τι σε νοιάζει, μου λες; του απάντησα.
- -Δεν σε έχω ξαναδεί εδώ. Α! Και να το ξέρεις, όσα κορίτσια έχουν έρθει εδώ το μετάνιωσαν. Εδώ είναι μέρος μόνο για αγόρια.
Πράγματι, δεν έβλεπα πουθενά κανένα κορίτσι. Φαινόταν πως δεν υπήρχε ισότητα και απογοητεύτηκα. Ακόμη ένα αγόρι με πλησίασε.
Αυτός ήταν μικρός, όχι πάνω από πέντε χρονών.
-Φύγε. Η μεγάλη μου αδερφή ήρθε εδώ πέρυσι και τώρα δεν θέλει να βγει από το σπίτι. Αυτά τα αγόρια νομίζουν ότι μπορούν να κάνουν ό,τι θέλουν και ντροπιάζουν τον καθένα με το παραμικρό. Ακόμη κι εγώ εξ αιτίας της αδερφής μου δεν είμαι και πολύ δημοφιλής. μου είπε σιγανά.
- Ποια είναι αυτά τα αγόρια; Φερ’ τους εδώ! του είπα. Είχε έρθει η ώρα να αποκαλυφθώ.
- Όχι, θα έχεις κακά ξεμπερδέματα! Ξέρω τι σου λέω! αρνήθηκε.
-Κι εγώ ξέρω τι κάνω. Μην φοβάσαι. επέμεινα.
Ο μικρός έτρεξε και φώναξε τους μεγάλους. Εκείνοι με σοβαρό ύφος ήρθαν. Τότε φώναξα : «Σεθ, Λίθα, ελάτε!» Ο Σεθ εμφανίστηκε επάνω στο άλογο .Οι άλλοι τον είδαν και σάστισαν. « Εγώ είμαι η βασίλισσα του Γκράντο! Ακούγοντας αυτά που μου είπε ο μικρός μου φίλος απογοητεύτηκα πλήρως από εσάς. Στο χωριό αυτό θα υπάρχει ισότητα και κανένας δεν θα έίναι ανώτερος κανενός! Μονάχα εγώ και μέλη της οικογένειας μου και η γερουσία. Μίλησα!»
Τα είπα όλα πολύ γρήγορα και οι «μάγκες» έμειναν να με κοιτάζουν. Έβγαλα από την τσάντα μου το στέμα μου και το φόρεσα. Τα διαμάντια με τα οποία ήταν διακοσμημένα άστραψαν στο φως του ήλιου. Όλοι ήταν αμήχανοι.
«Θα επιστρέψω κι αν μάθω οτιδήποτε…» είπα καθώς ανέβαινα στο άλογό μου.
Ο Σεθ έβγαλε το σπαθί του από τη θήκη του και τους το έδειξε. Ύστερα η Λίθα τα κοίταξε και με ένα χαμόγελο είπε: «κι εγώ είμαι η παραμάνα που τη μεγάλωσε!»
«Απογοητευτήκατε;» με ρώτησε ο Σεθ όταν φεύγαμε. Κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά. Μπροστά μου απλωνόταν τόσος κόσμος να γνωρίσω και ούτε μια στο εκατομμύριο δεν θα απογοητευόμουν από ένα χωριό χωρίς τουλάχιστον ιστορία.







 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 16 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

haroula1924

Νεοφερμένος

Η haroula1924 αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 54 μηνύματα.
ΠΡΩΤΗ(ΣΩΣΤΗ) ΠΕΡΙΛΗΨΗ 1 (κεφ. 4)

Το ταξίδι συνεχίζεται και ο Σεθ , η Λίθα και η Έρικα κάνουν μια στάση στο ύπαιθρο. Εκεί, μένουν το απόγευμα εκείνης της ημέρας και συζητούν για το υπόλοιπο ταξίδι. Το βράδυ η Έρικα βλέπει ένα όνειρο και θυμάται τον πατέρα της και τη μάγισσα που της είχε μιλήσει. Ανήσυχη ξυπνά και παρακολουθεί για πρώτη της φορά την αυγή στην εξοχή. Αφού έχουν ξυπνήσει και οι άλλοι ετοιμάζονται και φεύγουν. Την ημέρα αυτή, το ταξίδι συνεχίζεται με πιο γρήγορους ρυθμούς γιατί οι ταξιδιώτες βιάζονται. Περνάνε από πολλά χωριά, έτσι ο κόσμος μαθαίνει τα νέα του παλατιού.Το βράδυ έρχεται και ένα μέρος της διαδρομής έχει τελειώσει. Κουρασμένοι, ξαποσταίνουν σε ένα πανδοχείο. Την επόμενη μέρα το ταξίδι συνεχίζεται μέσα από κάποιο δάσος. Η Έρικα μένει άναυδη από τη φύση που αφήνει αδιάφορους τους άλλους δύο. Ανακαλύπτει πως ζηλεύει τον Σεθ που έχει ζήσει τόσα πολλά. Κατά το απογευματάκι, έχουν βγει από το δάσος. Μπροστά τους φαίνονται τα σύνορα ανάμεσα στην Πρώτη και την Πέμπτη πολιτεία.(τέλος κεφαλαίου)
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 16 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Χρήστες Βρείτε παρόμοια

  • Τα παρακάτω 0 μέλη και 1 επισκέπτες διαβάζουν μαζί με εσάς αυτό το θέμα:
    Tα παρακάτω 0 μέλη διάβασαν αυτό το θέμα:
  • Φορτώνει...
Top