Περί ευδαιμονίας:
«Ο σοφός δεν θα αναμειχθεί με το κακό λόγω της ανοησίας των άλλων, έστω και αν είναι συγγενείς του, ούτε θα εξαρτάται από την καλή ή κακή τύχη των άλλων.
Όσο για τα δικά του βάσανα, αν είναι πολύ μεγάλα, θα τα υπομένει όσο μπορεί. Όταν τον ξεπεράσουν, είναι αυτά που δεν θα τον υπομένουν πλέον. Δεν πρέπει να τον οικτίρει κανείς, ακόμη και στον πόνο του. Το φως εντός του είναι σαν το φως μέσα σε μία λάμπα, όταν φυσάει δυνατά έξω, και γύρω είναι άγριος άνεμος και χειμώνας. Αλλά αν ο πόνος οδηγήσει σε κρίση ή φτάσει σε τέτοιο αποκορύφωμα ώστε, αν και είναι υπέρτατος, δεν σκοτώνει; Αν παρατείνεται, θα σκεφτεί τι πρέπει να κάνει· ο πόνος δεν του αφαιρεί οπωσδήποτε το αυτεξούσιο. Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι τα πράγματα δεν φαίνονται στον σοφό όπως στους άλλους και καμία εμπειρία δεν μπαίνει βαθιά μέσα του, ούτε οι λύπες ούτε οτιδήποτε άλλο. Και όταν τα βάσανα χτυπούν τους άλλους; Θα ήταν αδυναμία ψυχής να τον συμπονέσουμε...
... Αν κάποιος πει ότι είναι στη φύση μας να πονούμε με τις συμφορές των οικείων μας, ας μάθει ότι δεν είναι τέτοιοι όλοι οι άνθρωποι και ότι είναι έργο της αρετής να οδηγεί τις κοινές φύσεις στο καλύτερο, στο πολύ καλύτερο σε σχέση με τους πολλούς· και καλύτερα να μην ενδίδουμε σε αυτά που οι κοινές φύσεις θεωρούν ως δεινά. Δεν πρέπει να κάνει κάποιος σαν άμαθος, αλλά να αντιμετωπίζει τα χτυπήματα της τύχης σαν πολυγυμνασμένος παλαιστής, γνωρίζοντας ότι, αν και σε μερικές φύσεις αυτά δεν είναι αρεστά, η δική του μπορεί να τα αντέξει, όχι σαν δεινά αλλά σαν φόβητρα για τα παιδιά. Τότε μήπως τα επιθυμεί τα δεινά; Όχι, αλλά, όταν παρουσιάζονται όσα δεν επιθυμεί, βάζει μπροστά την αρετή, η οποία κάνει ώστε η ψυχή του δύσκολα να πληγώνεται ή να ταράζεται.»
Πλωτίνος, Εννεάδες