Βιβλία που διαβάσαμε, μας ταξίδεψαν & αποσπάσματα

EvanescenceQ

Επιφανές μέλος

Η EvanescenceQ αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 28 ετών. Έχει γράψει 14,181 μηνύματα.
Ανοίγω ένα πόστ να βαλουμε ο καθενας τα βιβλία που διαβασαμε ,που μας ταξιδεψαν,και μπορουμε να βάλουμε και αγαπημένα μας αποσπάσματα αν θελουμε . . .

Ξεκινώ με ενα αγαπημενο μου βιβλιο της Μάιρας Παπαθανασοπούλου, "Ο Ιούδας φιλούσε υπέροχα".

20210212_170437.jpg



“Ο άνδρας είναι πολυγαμικός από καταβολής του κόσμου. Μπορεί στη Παλαιά διαθήκη, ο Αδάμ να έμεινε πιστός στην Εύα, αλλά δεν είχε άλλες επιλογές.
Πάντως, αν δεν γινόταν το σκηνικό με το μήλο, σίγουρα θα την έπεφτε στο φίδι”.​

 

EvanescenceQ

Επιφανές μέλος

Η EvanescenceQ αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 28 ετών. Έχει γράψει 14,181 μηνύματα.
Επομενο βιβλιο συναρπαστικο ιστορικο μυθιστορημα που σε μεταφερει σα να εισαι στην εποχη που διαδραματίζονται ολα και να τα ζεις του Φρεντυ Γερμανου "Γυναικα απο βελουδο".

Απο το οπισθοφυλλο:
"Η ζωή της Σοφίας Τρικούπη, της «γυναίκας από βελούδο», μοιάζει με σενάριο -όπως άλλωστε συμβαίνει με τη ζωή κάθε μεγάλης ντίβας. Μεγαλωμένη στους ανθισμένους κήπους του Μπάκιγχαμ, κάτω απ' το στοργικό βλέμμα της βασίλισσας Βικτωρίας, γνώρισε πολύ νωρίς όλα τα διάσημα ονόματα του αιώνα της, τον Βίσμαρκ, τον Ντισραέλι, τον Τένισον, τον Κάιζερ, τον τσάρο Νικόλαο που ζούσε τότε στην Αγγλία. Αργότερα, στην Αθήνα του 1880, βρέθηκε ανάμεσα σε δύο αιχμηρές συμπληγάδες -την αφοσίωσή της για τον αδερφό της, τον Χαρίλαο Τρικούπη, και τον έρωτά της για τον ανελέητο αντίπαλό του, τον Θόδωρο Δεληγιάννη. Το βελούδο όμως δεν ξέφτισε. Ήταν πάντα η περήφανη ντίβα. Την πολιορκούσαν όλοι οι διάσημοι εραστές τής εποχής, από τον Γεώργιο Α' μέχρι τον Αχιλλέα Παράσχο και τον Εμμανουήλ Ροΐδη. Όμως, έμεινε πιστή ώς το τέλος της ζωής της στον μεγάλο έρωτα -«τον πικρό έρωτα» όπως συνήθιζε να λέει στα γεράματά της. "

20210213_163438.jpg


"Λές κι ή τρέλα δεν είναι καμιά φορά από τα πιο σοβαρά πράγματα που μας τυχαίνουν στη ζωή"

"Όλη η Αθήνα είναι ένα καζάνι που βράζει. Τη μέρα της ψηφοφορίας ο Δεληγιάννης φοβάται επεισόδια: «Μπορεί οι οπαδοί του Τρικούπη να αιματοκυλίσουν την πρωτεύουσα!» λέει στον Διευθυντή της Αστυνομίας.

Η Φρουρά της Αθήνας κινητοποιείται. Μια πυροβολαρχία παίρνει θέσεις στην Κηφισιά – εκατό μέτρα απ’ το εξοχικό σπίτι του Δεληγιάννη. Ακόμα κι ο Διάδοχος παίρνει διαταγή απ’ το Σύνταγμά του να ’ναι σ’ επιφυλακή, όση ώρα κρατάει, στη Βουλή, η ψηφοφορία. «Θα έλεγε κανένας ότι πάμε για πόλεμο με τους Τούρκους!» γράφει στο ημερολόγιό του ο πρίγκιπας Νικόλαος, με τη ζωηράδα των είκοσί του χρόνων. «Αυτός ο Δεληγιάννης είναι πολύ γελοίος!»

Πώς να κερδίσεις, μια μάχη, σε μια χώρα όπου Τρικουπίζουν, ακόμα, κι οι πρίγκιπες; Η ψηφοφορία γίνεται στις 10 Φεβρουαρίου του 1892. Ο Τρικούπης παίρνει 97 αθωωτικές ψήφους και 16 εναντίον.

Ο Δεληγιάννης χάνει τον πόλεμο και, λίγο αργότερα, θα χάσει και την Εξουσία."

"Φαίνεται πως κάποια μαγικά πλάσματα δίνουν ραντεβού όταν έρχονται στον κόσμο αυτό."

Λεει σε ενα σημειο η Σοφια Τρικουπη για τον μεγάλο έρωτα τον Δεληγιάννη: “Ίσως αν τον παντρευόμουν, η τύχη της Ελλάδας να ήταν διαφορετική”
 

EvanescenceQ

Επιφανές μέλος

Η EvanescenceQ αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 28 ετών. Έχει γράψει 14,181 μηνύματα.
Αλλο ενα υπεροχο αισθηματικο μυθιστορημα με μια αριστοφανικη γλωσσα που περιγραφει την καθημερινοτητα μιας τυπικης ελληνικης γειτονιας τη δεκαετια του 60 ειναι του Παυλου Ματεσι το "Πάντα Καλά",πολυ ομορφο κραταει το χιουμορ μεχρι την τελευταια σελιδα με ολες αυτες τις ανατροπες των ηρωων και τα γεγονοτα που τους συμβαινουν,ωραιο χρονογραφημα μιας εποχης αν θελετε και μιας κοινωνιας.

20210213_170359.jpg



Απο το οπισθοφυλλο:
"Πολλοί κάτοικοι αυτού εδώ του βιβλίου επιχείρησαν παλαιότερα έξοδο προς το Κοινό, με μια τηλεοπτική σειρά, την οποία έπνιξαν στο λίκνο της διάφορες Λερναίες Ύδρες. Τώρα, ενισχυμένοι, πιο πολλοί και χαρούμενοι, σχηματίζουν συμμορία και της δίνουν για όνομα μια ευχή (ή διαπίστωση): Πάντα καλά. Όλοι τους άοπλοι: χωρίς παιδεία, γοητεία, φιλοσοφία, κάλλος, όνομα, γνωριμίες, χωρίς άγκυρες. Όμως θέλουν, και ξέρουν, να ζήσουν. Κατέχουν το ευ ζην. Με τα έργα του «Η Μητέρα του Σκύλου», «Ύλη Δάσους», «Ο Παλαιός των Ημερών», «Προς Ελευσίνα», «Η βουή», ο συνένοχος και συγγραφέας τους είχε οδηγήσει, μέσα από δρόμους επίσημα σκοτεινούς, απειλητικούς, μαγικούς και αιχμηρούς, τους ήρωές του, που, εδώ, έχοντας προσλάβει για κομπάρσους τους παλαιότερους πρωταγωνιστές της πορείας αυτής, βγήκαν στον ήλιο και μας υποδέχονται με μια προσταγή-παρότρυνση: Ζήστε, ρε! "

Αποσπασματα:
"Όταν τα ρολόγια σήμαναν τη δέκατη ώρα της ημέρας, η είδηση που ακούστηκε από το μπαλκόνι, ναι μεν τάραξε όσους την άκουσαν, δεν τους έκανε ωστόσο να πέσουν κι από τα σύννεφα. Και αυτό γιατί, σε αυτή τη γειτονιά, οι αυτοκτονίες της Νάνσυς και δη, οι αποτυχημένες αυτοκτονίες της, ήταν φαινόμενο σύνηθες. Έτσι, η τσιρίδα της αδερφής της της Μελανίας όταν την είδε, πιο πολύ την περιέργεια των γειτόνων προκάλεσε, παρά την ανησυχία τους.

Το σπίτι λοιπόν που διεξαγόταν η απόπειρα της αυτοκτονίας, εκτός του ότι μάζεψε τη μισή και παραπάνω γειτονιά στο εσωτερικό του, βρισκόταν σε μια περιοχή της Αθήνας που, κατά τα λεγόμενα της Μελανίας «έβλεπε» Ακρόπολη, ανάμεσα σε άλλα, παρόμοια, προσφυγικά σπίτια."

- Τα λόγια του Βασίλη στην Αρσενία για το θάνατο:
"Όταν πας εκεί πάνω, θα χτυπήσεις την πόρτα, και δεν θα σου ανοίγουν. Θα χτυπάς, κανείς, ψυχή. Τότε σπρώχνεις την πόρτα. Και θα δεις πως είναι ξεκλείδωτη, άδικα χτύπαγες. Και <<μέσα>> δεν θα είναι κανείς. Δεν θα υπάρχει κανείς εκεί πάνω, Αρσενία. Ούτε εσύ. Και αν περιμένεις, θα περιμένεις άδικα. Ούτε εγώ θα έρθω. Όλοι εδώ στη γη θα μείνουμε. Ο,τι ζήσεις, ό,τι χαρείς, είναι εδώ κάτω. Μόνο."
 

EvanescenceQ

Επιφανές μέλος

Η EvanescenceQ αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 28 ετών. Έχει γράψει 14,181 μηνύματα.
Το επομενο ειναι ένα εξαιρετικό ερωτικό θρίλερ απο την Ευγενία Φακίνου την "Τυφλόμυγα" οπου οι ήρωες αλλάζουν συνεχώς ρόλους. Θύτες και θύματα ταυτόχρονα του πάθους τους, του έρωτα.

20210213_170550.jpg


Απο το οπισθόφυλλο :
"Ακραίες καταστάσεις πάθους, όπου δεν υπάρχουν νικητές και ηττημένοι και ο έρωτας, ιερός ή βέβηλος, διαβρώνει τα πάντα. Ένα μοιραίο ζευγάρι. Εκείνος ζωγράφος, ένας υπέροχος νάρκισσος, ένας ιδανικός άντρας, γενναιόδωρος, που έχει την ικανότητα να κάνει τις γυναίκες να αισθάνονται σημαντικές. Εκείνη ερωτευμένη και προσκολλημένη σ' αυτόν. Και δίπλα μια τρίτη γυναίκα, συνένοχος και φίλη, μάρτυρας των γεγονότων. Κι άλλες κοπέλες, νέες, ωραίες και πρόθυμες να δοθούν στον ακαταμάχητο άντρα, προκειμένου ν' αφυπνιστούν τα χρώματα, να ελευθερωθούν οι γραμμές και να ερεθιστεί η έμπνευσή του. Κοπέλες διαλεγμένες προσεκτικά απ' τη σύζυγο και τη φίλη της. Έρωτες προσχεδιασμένοι, με ημερομηνία λήξεως, σχεδόν ακίνδυνο.νάρκισσος και τον παρασύρει σ' ένα ανεξέλεγκτο πάθος; Πώς θ' αντιδράσουν οι δυο γυναίκες; Ηρωικές λύσεις δεν υπάρχουν. Θύτης και θύμα δεν ξεχωρίζουν και η δειλία είναι μια ιδιότητα πολύ ισχυρή για να επιτρέψει ανατροπές."

Αποσπασματα:
"Αλήθεια, γιατί το μπλε λείπει απ’ τα χρώματα
των καρπών; Κόκκινο στα κεράσια. Στα μήλα.
Στις φράουλες. Πορτοκαλί στα βερίκοκα.
Στους λωτούς. Στα ροδάκινα - μπα, όχι, εκείνο είναι
ροδακινί. Στα μανταρίνια ναι. Και στα πορτοκάλια. Κίτρινο στα πεπόνια. Στις μπανάνες. Στα λεμόνια που λέγαμε. Πράσινο στη φλούδα του καρπουζιού. Στα σύκα. Σε μερικά μήλα. Μοβ στα δαμάσκηνα. Στα βατόμουρα. Και σε ορισμένα σταφύλια. Μπλε όμως; Δε θυμάμαι πουθενά. Και δεν είναι γιατί λένε ότι δεν το βλέπουν οι μέλισσες, αυτωνών
η δουλειά τελειώνει στη διάρκεια της ανθοφορίας.
Γιατί λείπει το μπλε απ’ τους καρπούς; Γιατί διάλεξα το μπλε του κοβαλτίου; Τόσα χρώματα είχα μπροστά μου. Τόσα μπλε. Το ουλτραμέρ, το πρωσικό, το τιρκουάζ, το κερουλά-
νιαν, γιατί το μπλε του κοβαλτίου, γαμώ την κόλαση, γιατί δεν κρατήθηκα, γιατί έσκυψα να φιλήσω το κορίτσι, αφού το ‘ξερα που θα κατέληγα, γιατί αφού μόνο την Αντρέα αγάπησα σ’ όλη μου τη ζωή, γιατί είμαι τόσο επιπόλαιος και άστατος, γιατί να μην είμαι λίγο εγκρατής; Εγκράτεια, γίνε η δύναμη που θα με προστατεύεις από
δω και πέρα, γίνε η δύναμή μου,
η δική μου, και μη με ξαναφήσεις
απ’ τα χέρια σου, οδήγα με τον
ανάξιο. Πού να βρίσκεται τώρα;
Μήπως είναι ήδη νεκρή; Εγώ έπρε-
πε να έχω πεθάνει τότε - ναι, άθλιε,
και τώρα δεν είναι αργά, το δρό-
μο τον ξέρεις. Αλλά για μια φορά
φτύσε τη δειλία σου και πέθανε η-
ρωικά, όπως αξίζει σε άντρα κι όχι
σε φοβητσιάρικο θηλυκό. Όχι με
χάπια διαλυμένα στο ουίσκι, έτσι
είναι εύκολο. Όχι. "

"Τη
μόνη εμπειρία στον κόσμο που είναι αποκλειστικά προσωπική. Σου αξίζει να πεθάνεις, σκουλήκι, υποκριτή, νάρκισσε,
δούλε των παθών σου. Σου αξίζει, αλλά δεν έχεις το κουράγιο και το θάρρος να προχωρήσεις. Απόπειρες, θεατρινίστικες απόπειρες, με πέντε χαπάκια εκ του ασφαλούς, τέτοια
μπορείς να κάνεις. Τα άλλα είναι ωραίες φανταστικές εικόνες,
σπουδαίος σκηνοθέτης, γυρτό το σώμα, τα αίματα τα θες λίμνη ή ποτάμι; Τις γυναίκες να θρηνούν πάνω απ’ το άψυχο κορμί σου, τον γενναίο, τον απίθανο, τον υπέροχο άντρα.
Τον ύμνο θες, αγόρι μου, όχι το θάνατο, και μη μου λες εμένα ότι δεν μπορούσες να κάνεις διαφορετικά, ότι έτσι ήρθαν
τα πράγματα, τυχαία και συμπτωματικά, ότι δεν είχες πρόθεση και σκοπό κι ότι εκείνη σε προκάλεσε και τη φίλησες, ότι
δεν μπορούσες να δραπετεύσεις εκείνη τη στιγμή ακόμα κι αν το ήθελες, ηλίθιε, ήσουν ελεύθερος ν’ αποφασίσεις αν θα το ‘κανες ή όχι, κι αυτά τα περί υποταγής τ’ ακούω βερεσέ, τ’ ακούς; Βερεσέ. Ανώριμε, μαθημένε στη διαρκή επιείκεια των άλλων. Μείνε μόνος σου τώρα για να τρομάξεις στ’ αλήθεια.
Η Άννα κάθισε απέναντί του όταν πια ο ήλιος είχε δύσει. Δε μίλησαν κι άφησαν το σκοτάδι να πέφτει, χωρίς ν’ ανάψουν φως. Τη σιωπή του η Άννα την εξέλαβε, όπως και το πρωί,
ως απάθεια, γιατί το μεγαλύτερο μυστικό είναι αυτό που διαδραματίζεται μέσα μας και είναι χωρίς φωνές, εξωτερικά δράματα και μάρτυρες. "
 

EvanescenceQ

Επιφανές μέλος

Η EvanescenceQ αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 28 ετών. Έχει γράψει 14,181 μηνύματα.
Ενα αλλο υπεροχο ιστορικο μυθιστόρημα με την "Τερέζα"στο ομωνυμο βιβλιο του Φρεντυ Γερμανου, που ηταν ενα υπαρκτο προσωπο περιγράφοντας τους ερωτες και τις γνωριμιες που τη σημαδεψαν,την πολυταραχη ζωη της, με μια αφηγηση που σε παρασυρει μέχρι το τελος σε μια ροή μοναδικη! Εξαιρετικη βιογραφια επισης!

20210214_025259.jpg


Απο το οπισθοφυλλο:
"Αν με ρωτούσε κάποτε ο Θεός τι έκανα κάτω στη γη, θα του απαντούσα: Τόλμησα".
Έτσι λακωνικά φαντάζομαι ότι θα έδινε η Τερέζα Δαμαλά στον Ύψιστο την αυτοβιογραφία της - μιας και δεν ήθελε να μιλά για τις ευρωπαϊκές αμαρτίες της, που θα την έφερναν, πάντως, κάποια στιγμή στο κατώφλι της αγιότητας: "Τόλμησα".
Είχε ξεκινήσει τη ζωή της σαν ξεριζωμένο αγριολούλουδο της ανατολικής Θράκης, για να παντρευτεί το 1916 στην Αθήνα, να εξοριστεί το 1917 στην Κορσική και να παρατήσει τον άντρα της, το 1918, στο Μιλάνο. Ήταν η πρώτη φορά που τολμούσε. Στα επόμενα πέντε χρόνια η Τερέζα θα γνώριζε τον Πικάσσο, τον Ίωνα Δραγούμη, τον ντ' Αννούντσιο, τον Κοκτώ, τον Βενιζέλο, τον Μουσσολίνι, τον Κεμάλ - και βέβαια τον Έρνεστ Χέμινγουαιη. Αν ήταν πιο φλύαρη, θα μπορούσε να προσθέσει στη βιογραφία της: "Γνώρισα τους πιο σημαντικούς άντρες του καιρού μου. Και κοιμήθηκα με μερικούς από αυτούς".
"Είμαστε οι τελευταίοι εραστές του Βυζαντίου!" λένε ότι της είπε κάποια στιγμή ο Χέμινγουαιη στην Πόλη. Κι από την άποψη αυτή θα πρέπει να δεχτούμε ότι το Βυζάντιο ήταν τελικά πολύ τυχερό - έστω και πέντε αιώνες μετά την Άλωση..."

Αποσπασματα:
Στο υστερόγραφο του ιστορικού αυτοβιογραφικού μυθιστορήματός του με τίτλο «Ένα τριαντάφυλλο για την Τερέζα» ο Φρέντυ Γερμανός γράφει:
«Η Τερέζα Δαμαλά είναι υπαρκτό πρόσωπο –βιάζομαι να κάνω αμέσως τη δήλωση αυτή, κυρίως για τον δύσπιστο αναγνώστη, που θ’ αναρωτιέται πως μια τέτοια ιστορία δεν γλίστρησε ποτέ στα επίσημα κατάστιχα της ελληνικής κοινωνίας.
»Δεν είναι η πρώτη φορά. Το ίδιο υπαρκτός ήταν κι ο έρωτας της Πηνελόπης Δέλτα για τον Ίωνα Δραγούμη – μια ιστορία σίγουρα ακόμα πιο συγκλονιστική, τουλάχιστον για την Αθήνα της εποχής. Ούτε κι αυτό όμως πέρασε στα επίσημα κατάστιχα. (‘Όπως κι ένα σωρό άλλα). Ευτυχώς οι συγγραφείς έχουν τα δικά τους καταστιχα"

"Και τότε ήταν που η Τερέζα το ’χε αποφασίσει. Ως εκείνη την ώρα ήταν σαν να ’βλεπε μια πολεμική ταινία, αλλά ξαφνικά, ακούγοντας τον Χέμινγουεϊ να μιλάει για τη Θράκη, ένιωσε πως έπαιζε κι εκείνη στο έργο.
«Θα έρθω κι εγώ!».
«Τερέζα, σκοτώνονται άνθρωποι εκεί πέρα».
Αλλά τώρα πια τίποτε δεν μπορούσε να τη σταματήσει. Τέλειωνε ο Σεπτέμβρης του 1922 και ίσως μαζί του να τελείωνε η Ελλάδα- τουλάχιστον εκείνη η Ελλάδα που είχε αγαπήσει.
«Θα έρθω κι εγώ … Γεννήθηκα στη Θράκη δεν το ’ξερες; Εκεί πέρα έχω αφήσει την ψυχή μου. Εσύ βέβαια με γνώρισες στο Μιλάνο σαν μια καθωσπρέπει Ελληνίδα … Που ύστερα βέβαια μπορεί να έγινε μια κολασμένη Ευρωπαία – αν υπολογίσουμε όσα έκανα μετά».
»… Δεν μετανιώνω ούτε για μία ώρα της ζωής μου. Έζησα όλα όσα ήθελα να ζήσω –ίσως και λιγότερα! Έζησα! Τώρα ήρθε η ώρα της Θράκης! "

«Ήταν κι αυτό ένα καπρίτσιο της. Προσπαθούσε πάντα να πάρει την εκδίκησή της από έναν άντρα νάρκισσο, άπιστο, τόσο ίδιο με κείνη... »
 

EvanescenceQ

Επιφανές μέλος

Η EvanescenceQ αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 28 ετών. Έχει γράψει 14,181 μηνύματα.
Επομενο,ενας αγαπημενος συγγραφεας απο τους κλασικους θα ελεγα με μια υπεροχη "ανοιχτη" και καθαρη σκεψη,πολυτιμος συμβουλος σε ολα τα υπαρξιακα του ανθρωπου,βιβλια με εμπειρια ζωης,ατοφια μεσα απο τα δικα του ματια,ποσες αληθειες κρυβουν τα βιβλια του,σε μια αναζητηση του πεπρωμενου ουσιαστικα και στην οριοθετηση μας,που αρχιζουμε και που τελειωνουμε.Εξαιρετικος Νικος Καζαντζακης,απολυτος εκφραστης των αγωνιων του ανθρωπου,των δυσκολιων της ζωης και της κατακτησης της πολυποθητης ελευθεριας "Δεν πιστευω τιποτα,Δεν φοβαμαι τιποτα,Ειμαι λευτερος",μνημειωδες.Οι ρησεις του παραμενουν οικουμενικες ακριβως γιατι θεμελιωνονται στον ανθρωπο στα ιδανικα του,στις κακουχιες τους,στην διαρκη παλη και τελος στην κατακτηση της ελευθεριας,τα ερωτηματα του πανανθρωπινα η ζωή, ο άνθρωπος, η κοινωνική ισότητα, και φυσικά η θρησκεία.
Θα ξεκινησω με την "Ασκητικη",βαθύτατα φιλοσοφικό που αποκρυσταλλωνει και την βιοθεωρια του ιδιου ,με τα ιδια λογια του συγγραφεα που την περιγραφει «Γράφω τώρα την Ασκητική, ένα βιβλίο mystique, όπου διαγράφω τη μέθοδο ν’ ανέβει η ψυχή από κύκλο σε κύκλο ωσότου φτάσει στην ανώτατη Επαφή."
20210214_101511.jpg


Αποσπασματα:

"Η καρδιά σμίγει ότι ο νους χωρίζει"

Δυο φωνές μέσα μου παλεύουν. O νους: "Γιατί να χανόμαστε κυνηγώντας το αδύνατο; Μέσα στον ιερό περίβολο των πέντε αιστήσεων χρέος μας ν΄ αναγνωρίσουμε τα σύνορα του ανθρώπου.
«Όχι! Όχι! Ποτέ μην αναγνωρίσεις τα σύνορα του ανθρώπου! Να σπας τα σύνορα! Ν’ αρνιέσαι ό,τι θωρούν τα μάτια σου! Να πεθαίνεις και να λες: Θάνατος δεν υπάρχει!»

"Ν΄ αγαπάς την ευθύνη. Να λες: Εγώ, εγώ μονάχος μου έχω χρέος να σώσω τη γης. Αν δε σωθεί, εγώ φταίω.
"Ν΄ αγαπάς τον καθένα ανάλογα με τη συνεισφορά του στον αγώνα. Μη ζητάς φίλους. να ζητάς συντρόφους!
"Να ΄σαι ανήσυχος, αφχαρίστητος, απροσάρμοστος πάντα. Όταν μια συνήθεια καταντήσει βολική, να τη συντρίβεις. Η μεγαλύτερη αμαρτία είναι η ευχαρίστηση.
"Που πάμε; Θα νικήσουμε ποτέ; Προς τι όλη τούτη η μάχη; Σώπα! Οι πολεμιστές ποτέ δε ρωτούνε!"

Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο· καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο· το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή.
Ευτύς ως γεννηθούμε, αρχίζει κι η επιστροφή· ταυτόχρονα το ξεκίνημα κι ο γυρισμός· κάθε στιγμή πεθαίνουμε. Γι’ αυτό πολλοί διαλάλησαν: Σκοπός της ζωής είναι ο θάνατος.


Μια Φλόγα είναι η ψυχή του ανθρώπου· ένα πύρινο πουλί, πηδάει από κλαρί σε κλαρί, από κεφάλι σε κεφάλι, και φωνάζει: «Δεν μπορώ να σταθώ, δεν μπορώ να καώ, κανένας δεν μπορεί να με σβήσει!»
Δέντρο φωτιά γίνεται ολομεμιάς το Σύμπαντο. Ανάμεσα από τους καπνούς κι από τις φλόγες, αναπαμένος στην κορυφή της πυρκαγιάς, κρατώ αμόλευτο, δροσερό, γαλήνιο, τον καρπό της φωτιάς, το Φως.

Το πρώτο σου χρέος, εχτελώντας τη θητεία σου στη ράτσα, είναι να νιώσεις μέσα σου όλους τους πρόγονους. Το δεύτερο, να φωτίσεις την ορμή τους και να συνεχίσεις το έργο τους. Το τρίτο σου χρέος, να παραδώσεις στο γιο τη μεγάλη εντολή να σε ξεπεράσει. [...]

Τι θα πει ευτυχία; Να ζεις όλες τις δυστυχίες. Τι θα πει φως; Να κοιτάς με αθόλωτο μάτι όλα τα σκοτάδια.
"Αγαπώ τους πεινασμένους, τους ανήσυχους, τους αλήτες. Αυτοί αιώνια συλλογιούνται την πείνα, την ανταρσία, το δρόμο τον ατέλειωτο. Έμενα!


Πώς μπορείς να φτάσεις στο σπλάχνο της άβυσσος και να την καρπίσεις; Αυτό δεν μπορεί να ειπωθεί, δεν μπορεί να στριμωχτεί σε λόγια, να υποταχτεί σε νόμους· καθένας έχει και τη λύτρωση τη δική του, απόλυτα ελεύτερος.
Διδασκαλία δεν υπάρχει, δεν υπάρχει Λυτρωτής που ν’ ανοίξει δρόμο. Δρόμος ν’ ανοιχτεί δεν υπάρχει.
Καθένας, ανεβαίνοντας απάνω από τη δική του κεφαλή, ξεφεύγει από το μικρό, όλο απορίες μυαλό του.
 

EvanescenceQ

Επιφανές μέλος

Η EvanescenceQ αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 28 ετών. Έχει γράψει 14,181 μηνύματα.
Αλλο ενα του Νικου Καζαντζακη, το "Συμποσιον" ,στο οποίο ο συγγραφέας μας παρουσιάζει δικά του βιώματα από την παιδική του ηλικία, σχέσεις με τον πατέρα του αλλά και από την ενήλικη ζωή του. Μέσα απ΄ αυτό το έργο εμείς μπορούμε ν΄ αναλύσουμε την προσωπικότητα του συγγραφέα και να τον γνωρίσουμε καλύτερα.
Στο Συμπόσιον του Καζαντζάκη πέρα από το Υπαρξιακό και το Θείο που διαπραγματεύεται, κυρίαρχη θέση κατέχει η προσπάθεια του συγγραφέα να ζωντανέψει μέσα του αλλά και να εκφράσει τις παιδικές μνήμες που έχει από τον πατέρα του και το περιβάλλον του.

20210214_101445.jpg


Αποσπασματα:
“ Η φυγή δεν είναι νίκη, τ’ όνειρο είναι τεμπελιά και μόνο το έργο μπορεί να χορτάσει την ψυχή και να σώσει τον κόσμο”.
“Οι τέσσερεις φίλοι, που ύστερα από χρόνια σήμερα σμίγανε, ένιωθαν απ’ το πρωί ταραχή και δυσφορία ανάμεσό τους: οι ορμές που, απρόσωπες κι αμέστωτες ακόμα, τους ένωναν, παιδιά, με τον καιρό κλαδεύτηκαν, καθένας κράτησε διαφορετικές και τραχύναν μεστώνοντας ‘’

Το ξέρω, καθένας μετουσιώνει με τον εδικό του ξέχωρο τρόπο την πρόσκαιρη ζωή˙ όμως καλό ‘ναι να εξομολογούμαστε τον αγώνα μας να φανερώνομε τη μέθοδο της εδικής μας ψυχής και να σημαδεύομε τη νέα μας ελπίδα. Έτσι οι όμοιες ψυχές θα συντομέψουν την αγωνία τους κ’ οι άλλες θα πολεμήσουν να βρουν με πιότερο πείσμα την εδική τους λύτρωση. Μα όλες μαζί, χωρίς όλες να το νιώθουν, με την άθληση, με τις εφήμερες κι ολοένα δυσκολότερες νίκες, με τις ανανεούμενες ελπίδες -θέλοντας και μη- ανεβαίνουν το Όρος του Θεού.

Αυτόματη ένωση συνεχόμενων μηνυμάτων:


----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Αλλο ενα του Ν.Καζαντζακη,το "Οφις και Κρινο",είναι το πρώτο βιβλίο του,το οποιο ειναι ενας ύμνος στο πάθος και τον έρωτα, που οδηγεί στην τρέλλα και τον θάνατο. . .

20210214_101438.jpg


Αποσπασματα:
"Μέσα στην ψυχή μου επρόβαλες και το ’ξερα πως θα ’λθεις. Και Σε περίμενα. Σε περίμενα όπως η γη τον χειμώνα παγωμένη κι έρημη πονεί και περιμένει. Είσαι Συ η άνοιξη κι έρχεσαι και προχωρείς αγάλια, αγάλια, μέσα στην ψυχή μου. Στο διάβα Σου ανοίγονται κι ανθούν κι ευωδιάζουν οι σκέψεις μου. Κάτω από τα πόδια Σου φυτρώνει και χαμογελά το χρώμα της ελπίδας. Η αναπνοή Σου θερμή και παρηγορήτρα διαβαίνει απάνω από την ψυχή μου και ξυπνούν από τη νάρκη των ανέρωτων χειμώνων τα όνειρά μου και Σε βλέπουν χωρίς έκπληξη και Σου χαμογελούν. Το ’ξεραν πως θα ’λθεις. Κάποια πουλιά ανοίγουν μέσα μου τα μάτια των και ξετινάσσουν τα φτερά. Κι Εσύ χαμογελάς και προχωρείς αγάλια, αγάλια, βασίλισσα μέσα στην ψυχή μου.

Αγάλια, αγάλια προχωρείς μές στην ψυχή μου με την περηφάνεια των ρόδων και τον ίμερο των μεγάλων κισσών και τη σιωπηλήν επίκληση των ντροπαλών μενεξέδων. Κι ένα φιλί απέραντο ανατριχιάζει κι απλώνεται και τρέμει στο κορμί μου. Το νοιώθω – είσαι η Άνοιξη Εσύ, ω Εκλεχτή κι Ευλογημένη, και είμαι εγώ η γη, η μεγάλη και ακόλαστη μητέρα – που ανοίγει τις λαγόνες της και περιμένει."


Εκείνος ήταν ο Όφις κι εκείνη το Κρίνο (– είχα ζωγραφίσει ένα πελώριο κρίνο κομένο και ριμένο άσπλαχνα σ’ ένα παράξενο με μύριους ελιγμούς ποτάμι. Και σήμερα βλέπω – δεν είναι ποτάμι, αλλά ένας όφις πελώριος που τρέχει κάπου εκεί πέρα, με μύριους ελιγμούς, και κρατεί στο στόμα του ένα ώμορφο, πελώριο κρίνο

…Ω Πολυαγαπημένη, γιορτάζει η αγάπη μου απόψε κι από τον Κεραμεικό, κύτταξε, ανεβαίνει κι έρχεται η ιερά πομπή, φαιδρά και θορυβώδης – σαν κύμα που ανεβαίνει τραγουδώντας και φιλεί ερωτεμένο τους ώμορφους βράχους.

Ω Αγαπημένη και ω Θεά, σήκω απάνω στα μάρμαρα και χαμογέλασε. Είναι τα μεγάλα Παναθήναια της αγάπης μου. Κ’ είνε τα όνειρά μου ντυμένα στα γιορτάσιμα που εξεκίνησαν από το νεκροταφείο κι εδιάβηκαν το Δίπυλο, κι ανεβαίνουν σιγά, σιγά, τον Βράχο τον Ιερό…

Ω μην κλεις τα μάτια Σου όταν Σε φιλώ. Θέλω να ιδώ τι λένε οι άγγελοι την ώρα που κατεβάζεις τα βλέφαρα φορτωμένα από φιλιά και πως ναυαγούν και σπούνε τα καράβια στην τρικυμιά την άγρια που σηκώνει στα μάτια Σου η καταιγίδα των επιθυμιών μου.

Μιά μεγάλη έρημος κι ο ήλιος εβασίλευεν ολοκόκκινος κι αιμάτωνε τον ουρανό. Κι ένας όφις πελώριος ξετυλισσόταν κι έτρεχεν απάνω στην άμμο. Και στο στόμα του που έτρεχεν φαρμάκι κρατούσε κι εχάϊδευε κι εδάγκωνε ένα μικρό, κάτασπρο και μαραμένο κρίνο.

Αυτόματη ένωση συνεχόμενων μηνυμάτων:


--------------------------------------------------------------
Αλλο ενα του Ν.Καζαντζακη,το "Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται",στο οποιο έδειχνε τις αμαρτωλές αδυναμίες των ιερέων….για το οποιο ειπωθηκε απο τον Τόμας Μανν "Ιδίως θαύμασα την ποιητική διακριτικότητα στη διατύπωση των, λεπτών αλλά αλάθευτων, νύξεων στην ιστορία του Χριστιανικού Πάθους. Δίνουν στο βιβλίο το μυθικό υπόβαθρό του, το οποίο αποτελεί ένα τόσο ζωτικό στοιχείο στη σημερινή επική φόρμα..." ,
συγκλονιστικο θα ελεγα με εναν τροπο μοναδικο της αναπαράστασης του θείου Πάθους.

20210214_101315.jpg


Αποσπασματα:

– Πώς πρέπει ν’ αγαπούμε τον Θεό, γέροντά μου; ρώτησε.
– Αγαπώντας τους ανθρώπους, παιδί μου.
– Και πώς πρέπει να αγαπούμε τους ανθρώπους;
– Μοχθώντας να τους φέρουμε στο σωστό δρόμο.
– Και ποιος είναι ο σωστός δρόμος;
– Ο ανήφορος»

Τι είναι η αγάπη; Δεν είναι συμπόνια μήτε καλοσύνη. Στη συμπόνια είναι δύο, αυτός που πονάει κι αυτός που συμπονάει. Στην καλοσύνη είναι δύο, αυτός που δίνει κι αυτός που δέχεται. Μα στην αγάπη είναι ένας.


Σμίγουν οι δύο και γίνονται ένα. Δεν ξεχωρίζουν. Το εγώ κι εσύ αφανίζονται. Αγαπώ θα πει χάνομαι...

Αυτό θα πει άνθρωπος: να πονάς, ν’ αδικιέσαι, να παλεύεις και να μην το βάνεις κάτω!

Αν ήταν να με ρωτούσαν ποιος δρόμος πάει στον ουρανό, θ’ απαντούσα: ο πιο δύσκολος.

Μεγάλη κολυμπήθρα τα δάκρυα, παιδί μου…

Θα βρούμε, εκεί που πάμε, το Θεό. Και θα τον βρούμε, όχι όπως τον παριστάνουν όσοι δεν τον είδαν ποτέ τους, ένα ροδομάγουλο γέρο, που κάθεται μακάρια σε πουπουλένια σύννεφα και προστάζει. Μα σα μικρή φωνή που τινάζεται από τα σωθικά μας και σηκώνει πόλεμο.

Χαίρουμαι, άνθρωπος είμαι, όταν μου τύχει ένα καλό, μα πιο πολύ χαίρουμαι όταν πλακώσει η δύσκολη ώρα! Γιατί λέω: τώρα θα δείξεις, παπα-Φώτη, αν είσαι άντρας αληθινός ή κουνέλι.

Και στο πιο μικρό πετραδάκι, και στο πιο ταπεινό λουλούδι, και στην πιο σκοτεινή ψυχή, βρίσκεται ολάκερος ο Θεός

Ο σωστός δρόμος είναι ο ανήφορος.

Δεν υπάρχουν ιδέες, υπάρχουν μονάχα άνθρωποι που κουβαλούν τις ιδέες, κι αυτές παίρνουν το μπόι του ανθρώπου που τις κουβαλάει.

Μια αστραπή η ζωή μας… μα προλαβαίνουμε


Ό,τι δεν συνέβη ποτέ, είναι ό,τι δεν ποθήσαμε αρκετά.

Η αιωνιότητα είναι ποιότητα, δεν είναι ποσότητα, αυτό είναι το μεγάλο, πολύ απλό μυστικό.

Αν μια γυναίκα κοιμηθεί μόνη, ντροπιάζει όλους τους άντρες.


Έχεις τα πινέλα, έχεις τα χρώματα, ζωγράφισε τον παράδεισο και μπες μέσα.

Αν μπορείς κοίταξε τον φόβο κατάματα και ο φόβος θα φοβηθεί και θα φύγει.

Τα τετραθέμελα του κόσμου τούτου: ψωμί, κρασί, φωτιά, γυναίκα.

Tι θα πει λεύτερος; Αυτός που δεν φοβάται το θάνατο.

Η φυγή δεν είναι νίκη, τ” όνειρο είναι τεμπελιά, και μόνο το έργο μπορεί να χορτάσει την ψυχή και να σώσει τον κόσμο.

Η ζωή όλη είναι μια φασαρία. Μόνο ο θάνατος δεν είναι. Η ζωή είναι όταν λύνεις το ζωνάρι σου και ζητάς φασαρίες.

Δεν τον φοβάμαι το Θεό, αυτός καταλαβαίνει και συχωρνάει. Τους ανθρώπους φοβάμαι. Αυτοί δεν καταλαβαίνουν και δε συχωρνούν.

Tίποτα γενναίο δεν μπορεί ο άνθρωπος να κάμει στον κόσμο, αν δεν υποτάξει τη ζωή του σ” έναν Αφέντη ανώτερό του.


Η πέτρα, το σίδερο, το ατσάλι δεν αντέχουν. Ο άνθρωπος αντέχει.

Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο· καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο· το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή.

Αγάπα τον άνθρωπο γιατί είσαι εσύ…

Η ευτυχία απάνω στη γης είναι κομμένη στο μπόι του ανθρώπου. Δεν είναι σπάνιο πουλί να το κυνηγούμε πότε στον ουρανό, πότε στο μυαλό μας. Η ευτυχία είναι ένα κατοικίδιο πουλί στην αυλή μας.

Η ευτυχία είναι πράγμα απλό και λιτοδίαιτο -ένα ποτήρι κρασί, ένα κάστανο, ένα φτωχικό μαγκαλάκι, η βουή της θάλασσας. Τίποτα άλλο.

Κάθε Έλληνας που δεν παίρνει, ας είναι και μια φορά στη ζωή του, μια γενναία απόφαση, προδίνει τη ράτσα του.


Μια γυναίκα πρέπει να την αγαπάς τόσο πολύ που δεν θα της περάσει καν η ιδέα πως κάποιος άλλος θα την αγαπήσει ποτέ περισσότερο.

Αν μια γυναίκα κοιμηθεί μόνη, ντροπιάζει όλους τους άντρες.
  • Εύκολο να θυσιάσεις στο Θεό το τίποτα, δύσκολο να θυσιάσεις τα πάντα.»
  • Ο Χριστός είναι παντού, τριγυρίζει απόξω από το χωριό μας, χτυπάει την πόρτα μας, στέκεται και ζητιανεύει απόξω από την καρδιά μας. Φτωχός, πεινασμένος, άστεγος είναι ο Χριστός..
    λόγια του Μανολιού
  • Σαν το κρασί ’ναι κι ο Χριστός. Όμοια ανοίγει κι αυτός την καρδιά των ανθρώπων και μπαίνει ο κόσμος όλος. Όμοια θ’ ανοίξει και τον Παράδεισο να μπουν οι αμαρτωλοί.

-------------------------------------------------------------------------------------------------------
Αλλο ενα του Ν.Καζαντζακη το "Ο φτωχουλης του Θεου", στο οποιο υπερβατικό πορτραίτο του φλογερού και φυσιολάτρη Αγίου Φραγκίσκου της Ασίζης με αληθειες του ιδιου του συγγραφεα

20210214_101330.jpg


Αποσπασματα:
"(…) Για μένα ο Άγιος Φραγκίσκος είναι το πρότυπο του στρατευόμενου ανθρώπου, που με ακατάπαυστο σκληρότατον αγώνα κατορθώνει κι επιτελεί το ανώτατο χρέος του ανθρώπου, ανώτερο κι από την ηθική κι από την αλήθεια κι από την ωραιότητα: να μετουσιώνει την ύλη που του εμπιστεύθηκε ο Θεός και να την κάνει πνέμα. (ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΡΟΛΟΓΟ ΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ)"
  • Είπα στη μυγδαλιά: "Αδερφή, μίλησέ μου για το Θεό". Κι η μυγδαλιά άνθισε.
Πολλές φορές, δοξάζω το Θεό, την είχα χαρεί την αρχόντισσα πολιτεία· μα απόψε ήταν άλλο πράμα η Ασίζη, αγνώριστη· τι ήταν το θάμα ετούτο, πού βρίσκουμουν; Τα σπίτια, οι εκκλησιές, οι πύργοι, το κάστρο έπλεχαν σ’ ένα κάτασπρο πέλαγο, κάτω από ένα μενεξεδένιον ουρανό, ανάερα. Την ώρα που έμπαινα, δειλινό, από την καινούρια καστρόπορτα του Άι-Πέτρου, το φεγγάρι καταστρόγγυλο, κατακόκκινο, πραγό σαν ήλιος αγαθός, ανάτελνε και χύνουνταν καταρράχτης γαληνός από το κάστρο αψηλά, από τη Ρόκα, στις στέγες των σπιτιών και στα καμπαναριά, πλημμύριζε τα στενορύμια κι έτρεχαν σα ρυάκια, ξεχείλιζε τους λάκκους με γάλα, και τα πρόσωπα των ανθρώπων έλαμπαν, σα να συλλογίζουνταν το Θεό. Στάθηκα συνεπαρμένος· ετούτη είναι η Ασίζη, έλεγα κι έκανα το σταυρό μου, σπίτια είναι ετούτα κι άνθρωποι και καμπαναριά, για μπας και μπήκα ζωντανός στην Παράδεισο; Άπλωσα τα χέρια μου και γέμισαν οι φούχτες μου φεγγάρι· ένα φεγγάρι πηχτό, γλυκό, σα μέλι· ένιωσα στα χείλια μου, στα μελίγγια μου, να τρέχει η χάρη του Θεού. Και τότε κατάλαβα· έσυρα φωνή· κάποιος άγιος θα πέρασε από δω χωρίς άλλο· νιώθω τη μυρωδιά του στον αέρα!
Αυτόματη ένωση συνεχόμενων μηνυμάτων:

-------------------------------------------------------------------------------------
Αλλο ενα του Ν.Καζαντζακη,ο "Τελευταιος Πειρασμος" στο οποιο ο συγγραφεας μιλαει για το Θεο,και συνιστα ενα φορο τιμης στο Χριστο και μια καταθεση ψυχης παραλληλα συγκλονιστικη,ενα απο τα κατεξοχην χαρακτηριστικα εργα του.

20210214_101338.jpg


Αποσπασματα:
Αποσπάσματα από τον πρόλογο του Νίκου Καζαντζάκη

“Η δυαδική υπόσταση του Χριστού στάθηκε για μένα πάντα βαθύ, ανεξερεύνητο μυστήριο· η λαχτάρα, η τόσο ανθρώπινη, η τόσο υπεράνθρωπη, να φτάσει ο άνθρωπος ως το Θεό – ή πιο σωστά: να επιστρέψει ο άνθρωπος στο Θεό και να ταυτισθεί μαζί του· η νοσταλγία αυτή, η τόσο μυστική και συνάμα τόσο πραγματική, άνοιγε μέσα μου πληγές και πηγές μεγάλες.

Από τη νεότητά μου η πρωταρχική αγωνία μου, από όπου πήγαζαν όλες μου οι χαρές κι όλες μου οι πίκρες, ήταν τούτη: η ακατάπαυτη, ανήλεη πάλη ανάμεσα στο πνέμα και στη σάρκα.

Μέσα μου παμπάλαιες ανθρώπινες και προανθρώπινες σκοτεινές δυνάμεις του Πονηρού· μέσα μου παμπάλαιες ανθρώπινες και προανθρώπινες φωτερές δυνάμεις τού Θεού· κι η ψυχή μου ήταν η παλαίστρα όπου οι δύο τούτοι στρατοί χτυπιούνταν κι έσμιγαν.

Αγωνία μεγάλη· αγαπούσα το σώμα μου, και δεν ήθελα να χαθεί· αγαπούσα την ψυχή μου, και δεν ήθελα να ξεπέσει· μάχουμουν να φιλιώσω τις δύο αυτές αντίδρομες κοσμογονικές δυνάμες, να νιώσουν πως δεν είναι οχτροί, είναι συνεργάτες, και να χαρούν, να χαρώ κι εγώ μαζί τους, την αρμονία.”

“Ποτέ δεν ακολούθησα με τόσο τρόμο την αιματωμένη πορεία του στο Γολγοθά, ποτέ δεν έζησα με τόση ένταση, με τόση κατανόηση αγάπη το Βίο και τα Πάθη τού Χριστού, όσο τις μέρες και τις νύχτες που έγραφα τον Τελευταίο Πειρασμό. Γράφοντας την εξομολόγηση ετούτη της αγωνίας και της μεγάλης ελπίδας του ανθρώπου ήμουν συγκινημένος τόσο που τα μάτια μου βούρκωναν· δεν είχα νιώσει ποτέ με τόση γλύκα, με τόσο πόνο να πέφτει στάλα στάλα το αίμα του Χριστού στην καρδιά μου.

Γιατί ο Χριστός, για ν' ανέβει στην κορυφή της θυσίας, στο Σταυρό, στην κορυφή της εξαϋλωσης, στο Θεό, πέρασε όλα τα στάδια του αγωνιζόμενου ανθρώπου. Όλα, και γι' αυτό κι ο πόνος του΄μας είναι τόσο γνώριμος και τον πονούμε, κι η τελική νίκη του μας φαίνεται τόσο και δικιά μας μελλούμενη νίκη. O,τι είχε βαθιά ανθρώπινο ο Χριστός, μας βοηθάει να τον καταλάβουμε και να τον αγαπήσουμε και να παρακολουθούμε τα Πάθη του σαν να' ταν δικά μας πάθη. Αν δεν είχε μέσα του το ζεστό ανθρώπινο στοιχείο, δε θα μπορούσε ποτέ με τόση σιγουράδα και τρυφερότητα να αγγίξει την καρδιά μας· και δε θα μπορούσε να γίνει πρότυπο στη ζωή μας. Αγωνιζόμαστε κι εμείς, τον βλέπουμε κι αυτόν να αγωνίζεται και παίρνουμε κουράγιο· βλέπουμε, δεν είμαστε ολομόναχοι στον κόσμο, αγωνίζεται κι αυτός μαζί μας.·”
Αυτόματη ένωση συνεχόμενων μηνυμάτων:

----------------------------------------------------------------------------
Αλλο ενα του Ν.Καζαντζακη, οι "Σπασμενες Ψυχες", το πρωτο του μυθιστορημα το οποιο είναι έργο τέλεια αρνητικό. Όλα τα πρόσωπά του είναι σπασμένα."Και τους σακάτηδες αυτούς η Ζωή, καλύτερη διοργανωμένη ανθρώπινη αστυνομία, τους σαρώνει ένα πρωί όλους κι αφήνει τη θέση αδειανή για άλλους οργανισμούς πιο δυνατούς (ας είναι και πιο παχύδερμοι) και πιο προσαρμοσμένους στην αληθινή τριγύρω τους ζωή. »Βλέπετε ήτανε αδύνατο παρά αρνητικά να γραφούνε οι Σπασμένες Ψυχές. [...]» (Απόσπασμα από Σημείωμα του Νίκου Καζαντζάκη για το μυθιστόρημά του Σπασμένες Ψυχές, στον Νουμά τής 27.9.1909."

20210214_101345.jpg


Αποσπασματα:
''Ο πολιτισμός δεν μπαίνει μέσα από τα κλειστά παράθυρα και δεν τρυπά τις κατεβασμένες κουρτίνες και δεν μπορεί ποτέ του να φτάσει και να μερώσει τα σώματα τα γυμνά.
Και μένει έτσι η ζωή αχαλίνωτη κ' ελεύτερη και ρίχνει κάτω και τσαλαπατά όλες τις χαρτένιες μάσκες της εξημέρωσης και του πολιτισμού κ' υψώνεται ως είναι: αμείλιχτη, σοβαρή και λαχανιασμένη.''
[...]" Αφηνέ με! Τα μπράτσα σου είναι πολύ μικρά και δε χωρεί μέσα τους η ψυχή μου. Άφηνέ με! Η ηρεμία σου κ' η υποταγή στενεύουν και πνίγουν τη ζωή μου. Και θέλω εγώ να φουρτουνιάσουνε τα νεύρα μου και να ορμήσει και να χυθεί σαν καταράχτης η ζωή μου εμένα".
"Εσύ με κοιμίζεις, εσύ με σέρνεις στην πνιχτικιάν ηρεμία του σπιτιού και ζώνεις μου το μέτωπο με το στενό σιδερένιο στεφάνι της φριχτής μετριότητας. Όχι! Όχι! Ό, τι κι αν λές, θα πνίγει με πάντα η αηδία των νοικοκυρίστικων κατωφλιών κ' οι πόρτες οι διπλομανταλωμένες που φυλακίζουν και σκλαβώνουνε τα όνειρα και γυροτραφίζουνε με αψηλούς τοίχους, με κληματαριές και με νούμερα, κοπάδια κοπάδια τις ζωές!... "

" Τι κρίμα να 'χουνε μάτια κ' οι τρεις και να μη βλέπουν! Ήτανε η ζωή. Κανένας τους δεν την είδε. Ήτανε η Ζωή. Η Ζωή που τα διαφεντεύει όλα και δεν είναι μήτε χαρά, μήτε πόνος, μήτε ηλικία μήτε ανήθικη, μήτε μέρα εργασίας, μήτε και μέρα γιορτής - μόνο είναι όλα μαζί, αρμονία από χιλιάδες, χιλιάδες φωνές! Κι ο αέρας όλος αντιλαλεί πάντα του σα λαμπριάτικη καμπάνα, μέσα στην πυρά του μεσημεριού, μέσα στο γάλα του φεγγαριού, από τις κορφές των βουνών ως τις ρίζες της θάλασσας:[...]"

"[...] Τι παράξενες κωμικές κινήσεις θα κάνομε και πως θα υψώνομε απελπισμένα τα χεράκια μας και θα χτυπούμε με αγανάκτηση τα καρτονένια ποδαράκια μας και πόσο μικροσκοπικοί θα κυκλοφορούμε με τ' αψηλά καπέλα μας και τις πελώριες φιλοδοξίες μας στην άκρη της θάλασσας και στα πόδια των βουνών! Ενώ αποπάνω μας τα άστρα σωπαίνουνε και τρέμουνε, λές και ξέρουνε αυτά από που έρχονται και που πηγαίνουν. "

'' Τα σοφά κεφαλάκια ξοδέψανε τη γλυκιά νιότη αλάκαιρη, ασκητέψανε τα ομορφότερα χρόνια της ζωής, και σκύφτανε και σκύφτανε, κατάμαυρα στην αρχή, κ' ύστερα κάτασπρα, σκύφτανε τα σοφά κεφαλάκια κ' επιτέλους βρήκανε πως δεν είναι δυνατό να βρούνε τίποτα.''

''Μ' αρέσεις γιατί μέσα στους τόσους κορεσμένους κ' εκφυλισμένους στο Παρίσι, εσύ μόνο έχεις το φεγγερό αγκάθινο στεφάνι ενός ιδανικού. Τα μάτια σου δε σβήσανε εσένα ακόμα, καίνε από την πίστη, από τα όνειρα και τις ορμές.''

'' Διαβαίνανε ήσυχοι[...]και δεν τρέχανε να πάνε γρήγορα στο σπίτι και να δαγκοφιλήσουν τα χείλια αυτά, που αύριο θα δίνουνται σε άλλον, που μεθαύριο θα δίνουνται στο χώμα και θα σαπίζουν.''

'' Α! Φοβούμαι θα τρελαθώ! Η λογική λέει: Bάλε φράχτες δεξά και ζερβά στα μάτια σου και σκύψε κάτω από το ζυγό και γύριζε μερονυχτίς κοντοδεμένος στο στενοσύνορο κύκλο της ζωής -σαν το άλογο στο μαγγανοπήγαδο. Μην υψώνεις το μέτωπο και μη ρωτάς! Α! Το ξέρω! Μα δεν μπορώ! Θα σηκώσω το μέτωπο και θα σηκώσω το χέρι, όχι ανοιχτό σα ζητιάνος μα σφιγμένο σαν εκδικητής, και θα ρωτήσω τη Μοίρα -τη Μοίρα που δε μιλεί, μόνο σκοτώνει: Πές μου, τι είμαστε; Tι 'ναι η ζωή και τι ΄ναι η αγάπη και τι ο θάνατος; Κ' εμείς γιατί τρέχομε έτσι; Kαι ποιoς μας σπρώχνει; Kαι που πάμε; Που πάμε;[...].''

'' Tώρα μόνο έβλεπε ο Ορέστης πως καμιά δεν είχε σχέση η Αγάπη με τη ζωή[...]Τα φυτά συρομαδιούνται και παλεύουνε για ν' αρπάσουνε πιότερο φως κι αέρα. Τα έντομα , τα ζώα, οι άνθρωποι κυνηγούνται και σκοτώνουνται -πότε φανερά, στήθος με στήθος, σαν εχτροί, πότε κρυφά κι αγκαλιασμένοι, μ' ένα φιλί γλυκό, τόσο γλυκό, που σκοτώνει.''

'' Έκλαιε και δεν ύψωσε το κεφάλι του να δεί αποπάνω του πόσο ήσυχα και τρομαχτικά αδιάφορα κυλιούνται τ' άστρα, σε μιαν αιώνια αμιλησιά. Πόσο τιποτένιοι και κουκλίστικοι οι πόθοι μας μπροστά σε μιαν αστροφεγγιά!''

''[...]όταν δεί κανείς έτσι κατάστηθα την αληθινή ζωή μέσα στο δάσος , στον ήλιο, στα βουνά, δεν μπορεί παρά ν' αηδιάσει τη ζωή των ανθρώπων και ανθρωπάκων, για τα ταπεινά τους όνειρα και τις φασουλίστικες φιλοδοξίες. Το να γενείς πλούσιος, υπουργός, μεγάλος, το να πεθάνεις δυο ώρες ή είκοσι χρόνια πρωτύτερα ή υστερότερα, όλα αυτά σπουδαιότατα για τους επιπόλαιους, τι σημασία έχουνε για ένα μέτωπο που εννοεί και σκίζεται;''

''[...] -ω! Τη φρικώδη αδιαφορία, την αβάσταχτη, που δείχνουνε στους πόνους μας ο ήλιος κ' η θάλασσα και το φεγγάρι και τα βουνά!-, απόξω από το παράθυρο, τη στιγμή εκείνη η μεσημεριάτικη ώρα του καλοκαιριού περνούσε κι οργίαζε. Τι αδιάφορη και τι σκληρή είναι η ζωή σ' εμάς -κ' εμείς πόσο την αγαπούμε!!!''

'' Tι πρόστυχες θα 'ναι οι ψυχές των ανθρώπων αφού μπορούν και συνηθίζουνε σε όλα!''

''Η δυστυχία που κάνει τους άλλους να κλαίνε δεν είναι τίποτα. Εκείνη που τους κάνει να γελούνε, αυτή 'ναι η δυστυχία.''

Αυτόματη ένωση συνεχόμενων μηνυμάτων:

------------------------------------------------------------------------------------------------
Αλλο ενα του Ν.Καζαντζακη,το "Βιος και Πολιτεια του Αλεξη Ζορμπα",ένα από τα πλέον γνωστά έργα του Νίκου Καζαντζάκη το οποίο έλαβε το 1954 το βραβείο του καλύτερου ξένου μυθιστορήματος, ενώ συγκαταλέγεται στα 100 Καλύτερα Βιβλία όλων των εποχών σύμφωνα με την έκθεση που συντάχθηκε το 2002 από τη Νορβηγική Λέσχη του Βιβλίου.Η πλοκή του έργου διαδραματίζεται στην Κρήτη. Η ιστορία ξεκινά τη στιγμή που συναντιούνται στον Πειραιά οι δύο βασικοί ήρωες του βιβλίου: ο Συγγραφέας και ο Ζορμπάς.

20210214_101431.jpg


Αποσπασματα:
Ο νους βολεύεται, έχει υπομονή,
του αρέσει να παίζει· μα η καρδιά αγριεύει,
δεν καταδέχεται αυτή να παίξει, πλαντάει
και χιμάει να ξεσκίσει το δίχτυ της ανάγκης.
Ρωτώ, ξαναρωτώ χτυπώντας το χάος:
Ποιος μας φυτεύει στη γης ετούτη
χωρίς να μας ζητήσει την άδεια;
Ποιος μας ξεριζώνει από τη γης ετούτη
χωρίς να μας ζητήσει την άδεια;
Είμαι ένα πλάσμα εφήμερο, αδύναμο,
καμωμένο από λάσπη κι ονείρατα.
Μα μέσα μου νογώ να στροβιλίζουνται
όλες οι δυνάμεις του Σύμπαντου.
Θέλω μια στιγμή, προτού με συντρίψουν,
ν΄ ανοίξω τα μάτια μου και να τις δω.
Αλλο σκοπό δε δίνω στη ζωή μου.

>Θέλω να βρω μια δικαιολογία για να ζήσω
και να βαστάξω το φοβερό
καθημερινό θέαμα της αρρώστιας,
της ασκήμιας, της αδικίας και του θανάτου.
Ξεκίνησα από ένα σκοτεινό σημείο, τη Μήτρα·
οδεύω σ΄ ένα άλλο σκοτεινό σημείο, το Μνήμα.
Μια δύναμη με σφεντονάει μέσα από το σκοτεινό
βάραθρο· μια άλλη δύναμη με συντραβάει
ακατάλυτα στο σκοτεινό βάραθρο.

Και μάχουμαι​

πως να γνέψω στους συντρόφους,​

προτού πεθάνω.​

Να τους δώσω το χέρι μου,​

να προφτάσω να συλλαβίσω​

και να τους ρίξω έναν ακέραιο λόγο.​

Να τους πω τι φαντάζουμαι πως είναι​

τούτη η πορεία·​

και κατά που ψυχανεμίζουμαι πως πάμε.​

Και πως ανάγκη να ρυθμίσουμε όλοι μαζί​

το περπάτημα και την καρδιά μας.​

Ένα σύνθημα, σα συνωμότες, ένα λόγο απλό​

να προφτάσω να πω στους συντρόφους!​

Ναι, σκοπός της Γης δεν είναι η ζωή,​

δεν είναι ο άνθρωπος. έζησε χωρίς αυτά,​

θα ζήσει χωρίς αυτά. Είναι σπίθες εφήμερες​

της βίαιης περιστροφής της.​

Ας ενωθούμε, ας πιαστούμε σφιχτά,​

ας σμίξουμε τις καρδιές μας,​

ας δημιουργήσουμε εμείς, όσο βαστάει​

ακόμα η θερμοκρασία τούτη της Γης,​

όσο δεν έρχουνται σεισμοί, κατακλυσμοί,​

πάγοι, κομήτες να μας εξαφανίσουν,​

ας δημιουργήσουμε έναν εγκέφαλο​

και μιαν καρδιά στη Γης, ας δώσουμε​

ένα νόημα ανθρώπινο​

στον υπερανθρώπινον αγώνα!​

Πολεμούμε γιατί έτσι μας αρέσει, τραγουδούμε​

κι ας μην υπάρχει αυτί να μας ακούσει.​

Δουλεύουμε, κι ας μην υπάρχει αφέντης,​

να μας πλερώσει το μεροκάματο μας.​

Δεν ξενοδουλεύουμε· εμείς είμαστε οι αφέντες·​

το αμπέλι τούτο της Γης είναι δικό μας,​

σάρκα μας κι αίμα μας.​

Το σκάβουμε, το κλαδεύουμε, το τρυγούμε,​

πατούμε τα σταφύλια του, πίνουμε το κρασί,​

τραγουδούμε και κλαίμε, οράματα κι Ιδέες​

ανηφορίζουν στην κεφαλή μας.​

Σε ποια εποχή του αμπελιού σου έλαχε​

ο κλήρος να δουλεύεις; Στα σκάμματα;​

Στον τρύγο; Στα ξεφαντώματα;​

Όλα είναι ένα.​

Σκάβω και χαίρουμαι​

όλον τον κύκλο του σταφυλιού,​

τραγουδώ μέσα στη δίψα και στο μόχτο μου,​

μεθυσμένος από το μελλούμενο κρασί.​

Κρατώ το γιομάτο ποτήρι και ξαναζώ το μόχτο​

του παππού και του προπάππου.​

Κι ο ιδρώτας της δουλειάς τρέχει κρουνός​

στο αψηλό καταμέθυστο κρανίο.​

Είμαι ένα σακί γιομάτο κρέας και κόκαλα, αίμα,​

ιδρώτα και δάκρυα, επιθυμίες και οράματα.​

Ν΄ αγαπάς την ευθύνη.​

Να λες: Εγώ, εγώ μονάχος μου​

έχω χρέος να σώσω τη γης.​

Αν δε σωθεί, εγώ φταίω.​

Ένας λάκκος αίμα είναι η κεφαλή σου,​

και μαζώνουνται κοπάδια κοπάδια οι γίσκιοι​

των πεθαμένων και σε πίνουν να ζωντανέψουν.​

«Μην πεθάνεις, για να μην πεθάνουμε!»​

φωνάζουν μέσα σου οι νεκροι.​

«Δεν προφτάσαμε να χαρούμε τις γυναίκες​

που πεθυμήσαμε· πρόφτασε εσύ,​

κοιμήσου μαζί τους!​

Δεν προφτάσαμε​

να κάμουμε έργα τις Ιδέες μας·​

κάμε τις έργα εσύ!​

Δεν προφτάσαμε να συλλάβουμε​

και να στερεώσουμε το πρόσωπο​

της ελπίδας μας· στερέωσε το εσύ!​

«Τέλεψε το έργο μας! Τέλεψε το έργο μας!​

Μέρα νύχτα μπαινοβγαίνουμε στο κορμί σου​

και φωνάζουμε: Όχι, δε φύγαμε,​

δεν ξεκορμίσαμε από σένα,​

δεν κατεβήκαμε στη γης.​

Μέσα από τα σωθικά σου​

ξακλουθουμε τον αγώνα.​

Λύτρωσε μας!»​

Μια Φλόγα είναι η ψυχή του ανθρώπου·​

ένα πύρινο πουλί, πηδάει από κλαρί σε κλαρί,​

από κεφάλι σε κεφάλι, και φωνάζει:​

«Δεν μπορώ να σταθώ, δεν μπορώ να καώ,​

κανένας δεν μπορεί να με σβήσει!»​

«Αφεντικό, έχεις τα πάντα αλλά παρ’όλα αυτά​

χάνεις τη ζωή γιατί σου λείπει λίγη τρέλα.​

Εάν αποκτήσεις λίγη τρέλα​

θα καταλάβεις τι σημαίνει ζωή.»​

Αλέξης Ζορμπάς​

 
Επεξεργάστηκε από συντονιστή:

EvanescenceQ

Επιφανές μέλος

Η EvanescenceQ αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 28 ετών. Έχει γράψει 14,181 μηνύματα.
Επομενο το αγαπημενο μυθιστορημα της Μαρως Δουκα. η "Πλωτη Πολη",με το οποιο πηρε το Β΄ Κρατικό Βραβείο (1983),περιγραφει το κοινωνικο γιγνεσθαι της εποχης της,οσο απλα την εζησε και την αποτυπωσε σε ολα τα εργα της,με μια υπεροχη ροη λογου και περιγραφων,στην Πλωτη Πολη μπαινει μεσα στον ψυχισμο της ηρωιδας για να περιγραψει τις οποιες μεταβασεις της μεχρι να βρει το "πλωτο της λιμανι".Τα τραυματα και τα απωθημενα της ειναι πολλα και θελει να σωθει με εναν ερωτα που δεν ξερει αν θα εχει ευτυχη καταληξη.Δυνατο κειμενο που σε κραταει μεχρι το τελος με την υπεροχη γραφη της Μαρως Δουκα.

20210214_183743.jpg


Απο το οπισθοφυλλο:
"Η κεντρική ιστορία είναι απλή: Ο Μάρκος, σαραντάρης κοινωνιολόγος με ακαδημαϊκή καριέρα και συγγραφική δράση, νυμφευμένος στο Παρίσι με δυο παιδιά, συναντά την 28χρονη Όλγα, ανερχόμενη ηθοποιό που, ύστερα από έναν αποτυχημένο γάμο, ζει μόνη στην Αθήνα και περνούν μαζί ένα αλησμόνητο δεκαήμερο. Έκτοτε, οι δυο ήρωες αρχίζουν να ακροβατούν επικίνδυνα στα σχοινιά της επιθυμίας που οι ίδιοι τεντώνουν: εκείνος πάντα με δίχτυ ασφαλείας, εκείνη αδιάκοπα φλερτάροντας με τη σκοτεινή γοητεία του κενού. Η επιλογή των δυο πόλεων, Αθήνα - Παρίσι, ως κέντρων βάρους της εύθραυστης ισορροπίας τους, δεν υπακούει απλώς στις επιταγές του κοσμοπολιτισμού. Η απόσταση αναδεικνύεται σε πρωταγωνιστή του έρωτα, αλλά και σε πολύτιμο άλλοθι για τη φθορά του. (. . .) "

Αποσπασματα:
<< Απ' την Αγιου Μελετιου μπηκαν στην Πατησιων.Η οδος Πατησιων,τα Ηλυσια Πεδια των Αθηνων,αναλογιστηκε συγκινημενη.Δαιδαλωδης ευθεια ρομαντικων περιπατων κι αλλων απελπισμενων,αναμεσα στις βιτρινες της μικροαστικης οδου Πατησιων με τις εκθεσεις επιπλων και με τους κινηματογραφους,τ' ανθοπωλια και τα εισαγομενα ειδη νεωτερισμων,τοσοι ερωτες αρχινημενοι κι επειτα πεζοπορια,φουσκες στις φτερνες και στα δαχτυλα,παρακαμψεις ασκοπες στα στενα ,αποστηθισμενες ρεκλαμες,στασεις,στεκια,υπουλες πλατειες,ναρκωτικα,αστυνομικα τμηματα,καφενεια ψηλοταβανα,ξηροι καρποι,καλλυντικα,θεατρα,φημισμενα κρεοπωλεια,ζαχαροπλαστεια,μαναβικα,παιχνιδια,ρουχα παιδικα,γουνες,βιβλια,ταπετσαριες τοιχων,η οδος Πατησιων με το μουσειο λιακαδα,με το Πολυτεχνειο καστρακι,η δικη της Ελλαδα,απαριθμουσε βουρκωμενη-κι αυτη με την κρυφη ανομολογητη εγνοια για το στηθος της που χαλαρωσε και με τις τοσες επιστρωσεις απο τις κρεμες κι απο τα φεμινιστικα μανιφεστα.Με βια κρατουσε τα δακρυα,θ αγορασει ολοκληρη σειρα απ' τα καλλυντικα της,κρεμα ημερας και κρεμα νυκτος,γαλακτωμα,λοσιον τονωτικη,θ' αγορασει μια γουνινη ζακετα ,θα κοψει και θα σγουρυνει τα μαλλια,θα μαδησει σ αλλο σχημα τα φρυδια της,θ αγορασει πρασινους φακους επαφης για τα ματια,θα βαψει μπλε τις βλεφαριδες και κοκκινα τα μπουκλωτα μαλλια της,ΘΑ ΓΙΝΕΙ ΑΛΛΗ.>>

"Καιρο τωρα απεφευγε να του λεει οτι τον αγαπα,προσπαθουσε να πεισει τον εαυτο της πως εφτασε η στιγμη να αφυπνιστει,να ανασανει επιτελους διχως το βαρος του.Δεν τα καταφερνε ομως.Αντιθετα,ολοενα και δενοταν περισσοτερο,οσο τον αδικουσε μεσα της,τοσο μετα τον αγαπουσε και τοσο οδυνηροτερες επακολουθουσαν οι κρισεις μεταμελειας.Οι μερες που μεσολαβουσαν απο τηλεφωνημα σε τηλεφωνημα ηταν αβασταχτες,τις νυχτες τη βασανιζαν αυπνιες,κι οταν καμια φορα αποκοιμιοταν κατακοπη,ξυπνουσε υστερα απο λιγο ταραγμενη και περνουσαν καμποσα λεπτα ωσπου να διακρινει τ αντικειμενα γυρω της και να νιωσει ξυπνητη.Φοβοταν μηπως συντομα της εστελνε φιρμανι και τουλαχιστον αν προλαβαινε αυτη,ακριβως ενοσω ακομη θ' αγαπιονταν,πιθανον να μην την πληγωνε τοσο ο χωρισμος τους.Επαιρνε χαρτι και μολυβι,αλλα σαν να χε στομωσει,δεν ηξερε τι να του γραψει.Κρατουσε σημειωσεις για ενα θεατρικο εργο που ισως θα την ανακουφιζε η γραφη του,υπολογιζε τους ηρωες,σχεδιαζε τον περιγυρο τους κι αμεσως πελαγωνε,δεν ηξερε πως να βολεψει τοσο υλικο,δεν ηξερε τι θελει."

Δειτε εδω απόσπασμα από το κείμενο που έγραψε η Μάρω Δούκα
για το αφιέρωμα "πώς να διαβάζουμε"
του περιοδικού διαβάζω, τχ. 359 - Ιανουάριος 1996:
"Σήμερα πώς διαβάζω; Πότε με μολύβι, με χαρτί και με λεξικό δίπλα μου, πότε περιφέροντας το βιβλίο από γωνιά σε γωνιά, σε όλο το σπίτι. Τυχαίνει επίσης να διαβάζω την ίδια περίοδο δύο και τρία βιβλία μαζί, ανάλογα με τη διάθεση μου και την εποχή. Πάντοτε όμως διαβάζω αργά. Συχνά χωρίς να το θέλω χάνω τον ειρμό, ξαναγυρίζω πίσω στις σελίδες, μπορεί να μείνω ώρες σε μια παράγραφο. Αφήνομαι στις καταστάσεις, προσπαθώ να διακρίνω κάτω από τις λέξεις. Όταν πια τελειώνω ένα βιβλίο, τοποθετώντας το στη βιβλιοθήκη, με εμφανή τα σημάδια της δοκιμασίας στη ράχη και στις σελίδες του, είναι σαν να δοκιμάστηκα κι εγώ μαζί του. Κι αυτή η αίσθηση ότι, διαβάζοντας ένα βιβλίο, διαπλέω με ποταμόπλοιο τον κόσμο, με ακολουθεί πάντα."
 

EvanescenceQ

Επιφανές μέλος

Η EvanescenceQ αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 28 ετών. Έχει γράψει 14,181 μηνύματα.
Επομενο αγαπημενο διηγημα του Α.Παπαδιαμαντη που περιγραφει την ζωη μιας γυναικας,και συνεπακολουθα και την εποχη της,τρομερο χρονογραφημα ανθρωπων και εποχης ,με τη χαρακτηριστικη γραφη του Παπαδιαμαντη.

20210214_183646.jpg



Απο το οπισθοφυλλο:
"«Η φόνισσα» (1903) κατέχει, κατά γενική ομολογία, ξεχωριστή θέση στο έργο του Παπαδιαμάντη (1851-1911). Ξεχωριστή και με τις δύο σημασίες της λέξης: ιδιαίτερη και εξέχουσα. Αν δεν υπήρχε «Η φόνισσα», το έργο αυτό θα έμενε λειψό, όσο τουλάχιστον αφορά το πρόβλημα του κακού, πρόβλημα που δεσπόζει στο παπαδιαμαντικό corpus. Το παπαδιαμαντικό κακό είναι, κατά κανόνα, το καθημερινό, το τρέχον κακό, πνιγηρά μίζερο συχνά, είναι το κακό του καθημερινού κανονικού ανθρώπου. Το κακό του Παπαδιαμάντη δεν είναι το έγκλημα, δεν είναι η ακραία παράβαση που θέτει σε κίνδυνο την ίδια την ύπαρξη της κοινότητας, δεν είναι εξαιρετικό είναι κοινότοπο. Εξαίρεση «Η φόνισσα», και μάλιστα διόλου αμελητέα, αφού πρόκειται για κορυφαίο κείμενο όχι μόνο του συγγραφέα του αλλά και όλης της νεοελληνικής πεζογραφίας. Χωρίς τη «Φόνισσα» το παπαδιαμαντικό έργο θα ήταν εντελώς διαφορετικό. Το κακό που διαπράττει η γραία Χαδούλα δεν είναι το καθημερινό κακό, το συνηθισμένο, το κοινωνικό, αλλά το μέγα κακό, το ριζικό, το ασυγχώρητο. Ποια είναι όμως αυτή η Φραγκογιαννού, τι σόι άνθρωπος είναι αυτή η γυναίκα που διαπράττει ένα τόσο ακραίο έγκλημα; Και τι είναι άραγε αυτό που την οδηγεί να το αποτολμήσει; "

Αποσπασματα:
"Εις τους λογισμούς της, συγκεφαλαιούσα όλην την ζωήν της, έβλεπεν ότι ποτέ δεν είχε κάμει άλλο τίποτε ειμή να υπηρετή τους άλλους. 'Οταν ήτο παιδίσκη, υπηρέτει τους γονείς της. Όταν υπανδρεύθη, έγινε σκλάβα του συζύγου της — και όμως, ως εκ του χαρακτήρος της και της αδυναμίας εκείνου, ήτο συγχρόνως και κηδεμών αυτού· όταν απέκτησε τέκνα, έγινε δούλα των τέκνων της· όταν τα τέκνα της απέκτησαν τέκνα, έγινε πάλιν δουλεύτρια των εγγόνων της."

Όλ' αυτά τα ενθυμείτο, και οιονεί* τα ανέζη η Φραγκογιαννού, κατά τας μακράς εκείνας αύπνους νύκτας του Ιανουαρίου, ενώ ο βορράς ηκούετο εκ διαλειμμάτων να συρίζη έξω, πλήττων τας κεράμους, και κάμνων να ηχώσι τα παράθυρα, οπότε ηγρύπνει παρά το λίκνον της μικράς εγγονής της. Ήτο ήδη τρίτη ώρα μετά τα μεσάνυκτα, και ο πετεινός ελάλησε και πάλιν. Το θυγάτριον, το οποίον μόλις είχεν ησυχάσει προ μικρού, άρχισε να βήχη εκ νέου οδυνηρώς. Είχεν έλθει ασθενικόν εις τον κόσμον, και προσέτι, φαίνεται ότι είχε κρυώσει την τρίτην ημέραν, εις τα «κολυμπίδια», όταν το είχαν λούσει εντός της σκάφης, και κακός βήχας το είχε κολλήσει. Η Φραγκογιαννού απλήστως από ημερών παρεμόνευε να ίδη συμπτώματα σπασμών εις το μικρόν ασθενές πλάσμα —επειδή τότε ήξευρεν ότι αυτό δεν θα εσώζετο— πλην ευτυχώς τοιούτον πράγμα δεν έβλεπε. «Είναι για να βασανίζεται και να μας βασανίζη», είχεν υποψιθυρίσει, χωρίς κανείς να την ακούση, μέσα της.

Η Φραγκογιαννού απείχεν ακόμη ως δέκα βήματα από τον Αϊ-Σώστην.
Δεν είχε πλέον έδαφος να πατήση· εγονάτισεν. Εις το στόμα της εισήρχετο το αλμυρόν και πικρόν ύδωρ.
Τα κύματα εφούσκωναν αγρίως, ως να είχον πάθος. Εκάλυψαν τους μυκτήρας* και τα ώτα της. Την στιγμήν εκείνην το βλέμμα της Φραγκογιαννούς αντίκρυσε το Μποστάνι, την έρημον βορειοδυτικήν ακτήν, όπου της είχον δώσει ως προίκα έναν αγρόν, όταν νεάνιδα την υπάνδρευσαν και την εκουκούλωσαν και την έκαμαν νύμφην οι γονείς της.
— Ω! να το προικιό μου! είπε.
Αυταί υπήρξαν αι τελευταίαι λέξεις της. Η γραία Χαδούλα εύρε τον θάνατον εις το πέρασμα του Αγίου Σώστη, εις τον λαιμόν τον ενώνοντα τον βράχον του ερημητηρίου με την ξηράν, εις το ήμισυ του δρόμου, μεταξύ της θείας και της ανθρωπίνης δικαιοσύνης.
 
Επεξεργάστηκε από συντονιστή:

EvanescenceQ

Επιφανές μέλος

Η EvanescenceQ αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 28 ετών. Έχει γράψει 14,181 μηνύματα.
Επομενο η αγαπημενη συλλογη διηγηματων του Δημητρη Χατζη οι "Ανυπερασπιστοι",με το οποιο εκφραζει προβληματισμους του καιρου του και κατα κυριο λογο περιγραφει ανισχυρους,φτωχους,συχνα περιθωριακους τυπους, τους κάθε λογής ανυπεράσπιστους, αναλαμβάνοντας κατά κάποιο τρόπο να γίνει η φωνή τους και να παρουσιάσει τα μικρά, σιωπηλά, αφανή δράματά τους.
20210214_183523.jpg


Απο το οπισθοφυλλο:
"Στο τέλος τούς το κλείσανε το μικρό τους "Χαρτοπωλείον ο πάπυρος", τούς το βγάλανε στο σφυρί, και το σπίτι το πήραν. Δεν έμεινε τίποτα. Τότε πια, υστέρα από την καταστροφή, συγγενείς και φίλοι πέσαν με τα μούτρα να του βρούνε μια θέση, κάποια δουλειά, να μην πεθάνουν της πείνας τα δύο γερόντια. Έτσι γίνηκε και σε λίγο ο Παντελής διορίστηκε φύλαξ των αρχαιοτήτων κ' επιστάτης του μουσείου της πόλης τους. Το μοναδικό τους παιδί, μια κόρη τους, παντρεμένη πια και φευγάτη από κει, βοήθησε λίγο τον καιρό της αγωνίας - όσο μπορούσε, δεν είχαν παράπονο. Τώρα ησύχασε κι αυτή πού βολεύτηκαν.
Βολεύτηκαν - στριμώχτηκαν οι δύο τους στη χαμοκέλα πού νοίκιασαν. Θα ζούσανε πια με το μικρό μιστό του επιστάτη και φύλακα του μουσείου. Όλα τα χρόνια της αγωνίας η Μαριάννα δεν είπε τίποτα, δεν παραπονιόταν, δεν έκλαιγε, δεν φαινότανε να την φοβάται την καταστροφή πού αναπόφευκτα ερχόταν. Είταν ήμερη, γαλήνια - έμεινε έτσι και τώρα. Αυτός - δεν το μπόρεσε να προσαρμοστεί μετά τον Πόλεμο, έδειξε ύστερα μεγάλη δραστηριότητα. Πάσκισε πάρα πολύ για το μαγαζί, για το σπίτι - κάτι να σώσει, να μην τούς πάρει ολότελα το ποτάμι. Τούς πήρε. Και μόνο τότε, σαν ήρθε το τέλος, το δέχτηκε πια με τη γαλήνη της Μαριάννας κι αυτός, σα να το 'θελε, να το περίμενε πια - μια γαλήνη πού πήγε μέσα για μέσα στα κουρασμένα του κόκαλα. [. . .] "

Αποσπασματα:

― Άιντε, Στέργιο…

Τίποτα. Κροτάλισε δυνατά το καμουτσίκι στον αέρα. Το πουλάρι δε σάλεψε. Το σήκωσε ψηλά μ’ όλη τη δύναμή του και το κατέβασε στ’ αναμμένα καπούλια. Μια φορά, δυο φορές. Το πουλάρι τινάχτηκε ξαφνιασμένο, έκανε μια να σηκωθεί στα πισινά του ποδάρια, φρούμαξε — σκοινιά, λουριά το πνίξαν — απόμεινε στο ζυγό κ’ έτρεμε ολόβολο. Το παιδί είδε το γυαλιστερό του τρίχωμα ν’ αυλακώνεται πάνω στο ιδρωμένο κορμί — δυο βαθιές χαρακίλες — κι απόμεινε με το χέρι υψωμένο. Πέταξε το καμουτσίκι στα στάχυα, έτρεξε και τ’ αγκάλιασε το στήθος. Το πουλάρι χαμήλωσε το κεφάλι του και το ‘τριψε πάνω στο δικό του. Και τότε το παιδί δε μπόρεσε να κρατήσει τα δάκρυα. Το ‘σφιγγε, σφιγγότανε πάνω στο στήθος του κ’ έκλαιγε με λυγμούς.

Ο ήλιος όλο κι ανέβαινε. Το κάμα δυνάμωνε. Το παιδί ξαναπήρε το καμουτσίκι στα χέρια και μπήκε πάλι από πίσω. Δεν έκλαιγε πια.

― Άιντε, Στέργιο.

Τ’ άλογο έσκυψε μια φορά τ’ ωραίο κεφάλι, ύστερα το τίναξε πίσω και κάλπασε πάνω στα στάχυα.

― Έι χω, φώναξε το παιδί κ’ η φωνή του είταν χαρούμενη κι άγρια.

Είχανε βαφτιστεί και τα δυο.
-------------------------------------------------------------------------------------------------
Δεν ξαναμίλησαν. Μερικοί κάνανε το σταυρό τους, μαζεύτηκαν όλοι, κολλήσαν ο ένας δίπλα στον άλλον, κουκουλωθήκανε με τις κουβέρτες τους. Σκοτείνιασε ολότελα μέσα. Μερικοί βγήκαν έξω, πολεμούσαν ν’ ανάψουν φωτιά — χαμένος κόπος και τα παράτησαν, ξαναγυρίσανε μέσα με δόντια που χτύπαγαν, γόνατα που πονούσαν, ξαναπέσανε δίπλα στους άλλους. Ο Κύρκας κάθε λίγο παραμιλούσε — το Δημάκη φώναζε. Οι άλλοι τρεις με τα κρυοπαγήματα βογκούσαν. Όλοι νιώθανε τους αρμούς του κορμιού τους, ξεκλειδωνόντανε και πονούσαν. Δε σαλεύανε πια. Λίγο αργότερα, την ίδια ώρα που οι αντάρτες χαροπαλεύανε πάνω σε κείνο το πλάτωμα, είτανε κι αυτοί πέρα για πέρα ανίκανοι ν’ αντισταθούν στο ξεπάγιασμα, να το πολεμήσουν. Η θανάσιμη νύστα του είχε αρχίσει και τους κυρίευε…

Οι αντάρτες περάσανε τ’ άσπρο πλάτωμα. Σε λίγο νιώσανε τα πόδια τους να κατηφορίζουν. Είτανε το πέρασμα, το μονοπάτι του γκρεμού. Περάσαν μπροστά στ’ αφημένα πολυβόλα — δεν τα ’δανε. Μ’ όση ζωή τούς απόμεινε αφεθήκαν και ροβολούσαν, κατρακυλώντας από την άλλη μεριά του βουνού, κυνηγημένοι ακόμα από κείνο το φόβο του χάους. Κατεβαίναν όπως τους πήγαινε αυτός ο κατήφορος. Η σκηνή των στρατιωτών βρισκόταν πιο κάτω, μέσα στο γούβωμα — δεν την είδαν, δε βλέπανε πια. Όταν φτάσανε μπρος της, τότε σταμάτησαν. Πέσανε πάνω της, πασπατεύοντας βρήκανε τ’ άνοιγμα, μπήκανε μέσα.

Για μια στιγμή οι στρατιώτες σα να ξυπνούσανε, κάνανε κάπως να σηκωθούνε. Οι άλλοι στέκαν ασάλευτοι, δε λέγαν, δεν κάνανε τίποτα, δεν προστάξανε τίποτα. Τότε το ’νιωσαν πως είταν αντάρτες, δεν είταν ο λόχος τους που τρομάξαν. Μια φωνή πνιγμένη, σαν μούγκρισμα ζώου, ακούστηκε μόνο και ξαναπέσαν εκεί που βρισκόνταν.

— Μη βαράτε εσείς, μπόρεσε κ’ είπε ο Βαλάκης.

Περιγραφη του ιδιου
[…] Η λέξη […] για μια τέτοια τεχνική σαν αυτή που ακολούθησα, δουλεύει με την αντίστροφη φορά. Δεν θέλει να είναι πλούσια, εύχυμη, ηχηρή, αλλά πρέπει να είναι η απόλυτα, η γυμνά συγκεκριμένη λέξη — όσο κι’ αν είναι «φτωχή» από την καθημερινή χρήση. Δουλεύει δηλαδή και αυτή όχι για να δώσει αυτή τον δικό της νοηματικό και συναισθηματικό πλούτο στο νόημα — μα για να ενταχθεί μέσα σ’ αυτό και μέσα σ’ αυτό να λειτουργήσει υπηρετώντας το. Ο δάσκαλός μου εδώ ήταν ένας ποιητής: Ο Καβάφης. Και εγώ θεώρησα πάντοτε τον δικό μου τον τρόπο, μεταφορά της ποιητικής τεχνικής του Καβάφη στην πεζογραφία.
Δημήτρης Χατζής, «Περί του έργου μου, ομιλώ αυτός», περ. Αντί, τχ. 298 (30 Αυγ. 1985) 25.
 

EvanescenceQ

Επιφανές μέλος

Η EvanescenceQ αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 28 ετών. Έχει γράψει 14,181 μηνύματα.
Επομενο το καταπληκτικο ουτε βιογραφια ακριβως αλλα ουτε μυθιστορημα,κατι ενδιαμεσο ναι ,της Μαριας Ιορδανιδου, η "Λωξάντρα",στο οποιο καταγράφεται η ζωή της ηρωίδας και η καθημερινότητα των Ελλήνων της Πόλης στο δεύτερο μισό του 19ου αι. και ως τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τα ιστορικά γεγονότα παρουσιάζονται αδρά και βοηθούν την τοποθέτηση της μυθοπλασίας μέσα στον ιστορικό χρόνο.Με την υπεροχη γραφη της Ιορδανιδου ειναι και παραμενει σημειο αναφορας το εν λογω βιβλιο,μεταφερθηκε επισης σε θεατρο και τηλεοραση με μεγαλη επιτυχια.Ειναι η ζωη των Ελληνων της Πολης ιδωμενη μεσα απο τα ματια και την πραγματικοτητα της ηρωιδας,προσωπα οικεια προσωπα που καποιοι τα συναντησαμε αν ειχαμε την τυχη να μεγαλωσουμε σε παλιες ωραιες γειτονιες.Απολαυστικο μεχρι το τελος!

20210214_183540.jpg


Απο το οπισθοφυλλο:
"Η Λωξάντρα δεν είναι απλώς βιογραφία, ούτε απλώς μυθιστόρημα. Στο συναρπαστικό αυτό κείμενο, που έγινε ανάρπαστο από την ώρα που πρωτοκυκλοφόρησε από τις εκδόσεις της Εστίας, οι πραγματικοί και οι φανταστικοί χαρακτήρες συγχωνεύονται για να αναπλάσουν την εικόνα της Πόλης πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η Μαρία Ιορδανίδου έγραψε το βιβλίο το 1963, όταν ήταν ήδη εξήντα έξι χρόνων, επειδή - έλεγε - δεν ήθελε αυτά τα λίγα πράγματα που ήξερε να τα πάρει μαζί της. Η Λωξάντρα είναι η ιστορία της γιαγιάς της: μέσα από αυτήν, η Μαρία Ιορδανίδου ξαναζωντανεύει μια ολόκληρη εποχή, ακόμα και ''τώρα, που όλα αυτά πέρασαν και το χορτάρι της λησμονιάς αρχίζει κιόλας να φυτρώνει''."

Αποσπασματα:
"
Το σπιτικό της η Λωξάντρα το θεμέλιωσε στο Μακροχώρι – ένα προάστιο ανάμεσα στον Άι-Στέφανο και στο Επταπύργιο, πάνω στα γαλανά νερά της Προποντίδας.
Κάθε πρωί σαν άνοιγε το παράθυρό της και αντίκριζε το πέλαγος έλεγε: “Ωχ! Δόξα σοι ο Θεός!” και ρουφούσε με τα μεγάλα ρουθούνια της τη θαλασσινή αρμύρα ηδονικά, λες και ρουφούσε όλο τον πλούτο που κρύβει μέσα της εκείνη η ωραία θάλασσα: τα λαυράκια, τα μερτζάνια, τους στακούς, τα στρείδια...
“Ωχ! Δόξα σοι ο Θεός! Σήμερα τι να ψήσω!” Δηλαδή τι να πρωτοψήσει ήθελε να πει. Να πάρει μεγάλα μύδια να τα κάνει τσακιστά, ή να πάρει μικρότερα για να τα κάνει αχνιστά ή πλακί ή τηγανητά με σκορδαλιά ή καλύτερα να τα κάνει με το ρύζι – σαλμαδάκι...
Η μέρα της άρχιζε με τον καφέ του Δημητρού που τον έψηνε πάντα μόνη της, γιατί, σαν τις μαχαρανές, η Λωξάντρα πίστευε πως απ’ το χέρι της γυναίκας του ο άντρας πρέπει να τρώει και να πίνει. Ύστερα τον βοηθούσε να ντυθεί, τον φιλούσε, τον σταύρωνε και κατέβαινε μαζί του τη σκάλα την πλατιά, που ένωνε τα δυο της μπράτσα στο πλατύσκαλο για να σε κατεβάσει απαλά στη μεγάλη μαρμαροστρωμένη αυλή που είχε κατάντικρα την ξώπορτα. Δεξιά ήταν η τραπεζαρία. Αριστερά ήταν το σαλόνι και δίπλα ήταν το χαμηλό ονταδάκι της νοικοκυράς. Η “κόχη” της. Εκεί που ήταν ο πλατύς σοφάς, πέρα για πέρα απ’ τη μιαν άκρη της κάμαρας ως την άλλη, και τα μεγάλα γιούκια όπου η νοικοκυρά έκρυβε το καλαθάκι με τις νταντέλες που έπλεκε και το κουτί με τις καλτσοβελόνες, και το μπόγο με τα λουτρικά, και τον κουρελόμπογό της, και το μπόγο με τα κουβάρια και τα μαλλιά, και τον πλουμιστό το μπόγο, τον καναρί το μπόγο, και τους άλλους χίλιους και ένα μπόγους της καλής νοικοκυράς.
Κάτω από τη σκάλα ήταν η πόρτα που οδηγούσε στην υπόγεια κουζίνα. Στο καθαυτό βασίλειο της Λωξάντρας. Στο σκοτεινό μα πολυαγαπημένο αυτόν Άδη με τα μεγάλα φουρνέλα του και τις φουφούδες και τις μασιές και τα μυγιαστήρια και τους μπαλτάδες του κιμά.
Στην κουζίνα ο Ταρνανάς –ένα μικρό αρμενάκι που της το προξένεψε ο Αρμένης ο ψαράς– πότε τεντζερέδες τρίβει με αρένα και με λεμονόκουπα, πότε κιμά κοπανίζει πάνω στη σανίδα, πότε χαμένος μέσα σε σύννεφο πούπουλα κάθεται στη μέση της κουζίνας και μαδά πουλερικά. Και οι γάτες ένα γύρο οργιάζουν.
- Ψιστ! Κακόν – καιρό – να – μην – έχεις, αδικιωρισμένο, θα με πετάξει κάτω! Να! Φάε! Φάε, λάμια!
Όταν ακούς τη Λωξάντρα να βλαστημά τις γάτες, αυτό πάει να πει πως τις ταΐζει το κρέας και έχει τύψεις.
Τη γλεντά τη ζωή της η Λωξάντρα μέσα σ’ αυτή την κουζίνα. Μαγειρεύει για να τέρπει και να τέρπεται. Και όλη την ώρα δοκιμάζει το φαΐ στ’ αλάτι του. Τρώει εκείνη, δίνει και στον Ταρνανά.
- Διές και συ, πώς σε φαίνεται στ’ αλάτι του;
- Μμμμ... δυσκολεύεται να απαντήσει ο Ταρνανάς, πρέπει να ξαναδοκιμάσει. Η Σουλτάνα, η υπηρέτρια, πατάει τις φωνές:
- Καλέ κυρία, αύριο θα μεταλάβετε, κοτόπουλο τρώτε;
- Ποιος έφαε, μωρή κοτόπουλο;
Το φαΐ δοκίμασε η γυναίκα στ’ αλάτι του. Με τον καιρό πήρε πόδι η Σουλτάνα απ’ την κουζίνα. Προβιβάστηκε σε καμαριέρα και η κουζίνα κηρύχτηκε σε απαγορευμένη ζώνη. Εξακολουθούσαν όμως να νηστεύουν κανονικά.
Όταν η Λωξάντρα τελείωνε το μαγείρεμα, έβγαζε την ποδιά της κουζίνας, έτριβε τα χέρια της με λεμονόκουπα και ανέβαινε στην τραπεζαρία, σέρνοντας από πίσω όλες τις μοσκές της Δύσης και της Ανατολής. Σκορπώντας γύρω της χαρά και ευδαιμονία."

"«Σαν είδε ο Δημητρός μπροστά του τη Λωξάντρα, φαρδύπλατη μακρόσκελη λεβέντισσα, γεροδεμένη δωρικιά κολόνα, να μπαίνει στην κάμαρα κρατώντας το δίσκο με το γλυκό στα χέρια της, άνοιξε η καρδιά του. ….όμορφη δεν ήταν, γιατί η όμορφη κοπέλα έπρεπε να έχει μέση δαχτυλίδι… Και όμως γιατί ταράχτηκε έτσι ο Δημητρός; Γιατί είπε το ναι αμέσως χωρίς να βεβαιωθεί καν αν ήτανε κατάλληλη για τα παιδιά του, αφού για χατίρι των παιδιών παντρεύουνταν; Μ΄ αυτή την απορία έπεσε ο Δημητρός εκείνο το βράδυ να κοιμηθεί και όλη τη νύχτα έβλεπε στον ύπνο του τη Λωξάντρα…….»"

"
Της Αγίας Βαρβάρας ανήμερα, στις αρχές του Δεκέμβρη, την πιάσανε οι πόνοι την Κλειώ. Ήταν απόγεμα και η Λωξάντρα είχε λιμπιστεί αντσούγες και είχε στείλει τον Ταρνανά να της αγοράσει απ’ το μπακάλη. Κάθουνταν στο παράθυρο της τραπεζαρίας και τον περίμενε, όταν άξαφνα άκουσε το Γιωργάκη να τρέχει και να φωνάζει:
― Πάω να φέρω τη μαμή!
Ένα «κρακ» ένοιωσε μέσα της η Λωξάντρα και ύστερα τρεμούλα.
― Σπάσανε τα νερά; φώναξε.
Αλλά ο Γιωργάκης είχε φύγει.
Βγήκε τρεχάτη ν’ ανέβει πάνω, και αντίς απάνω βρέθηκε στην κουζίνα με τον κόπανο στο χέρι. Είχε μπροστά της το γουδί της σκορδαλιάς άδειο και το κοπανούσε και μουρμούριζε:
― Να μην ακούσω τις φωνές, Παναΐα μου, να μην τις ακούσω.
― Καλέ Λωξάντρα, τι κοπανάς εκεί; Τρελάθηκες; είπε η Ελεγκάκη μπαίνοντας στην κουζίνα βιαστικά. Καλέ το νερό βάλε να βράσει. Γέννα έχουμε!
Ντράπηκε η Λωξάντρα και καμώθηκε πως δεν ήξερε πως άρχισαν οι πόνοι.
Μπήκε το νερό στη φωτιά και έβρασε, και ξανάβρασε, και ξανάβρασε, και όλη τη νύχτα έβραζε ώσπου ξημέρωσε, και η Κλειώ ακόμα δεν είχε γεννήσει.
Η Κλειώ απάνω, φωνή στη γη, φωνή στον ουρανό.
Μπρούμυτα η Λωξάντρα στην κάμαρά της, μπροστά στο εικονοστάσι τάζει. Τάζει στην Μπαλουκλιώτισσα, χτυπά το κεφάλι της στο πάτωμα. Όλο της το αίμα έχει ανέβει στο κεφάλι της. Χτυπούνε τα μηλίγγια της, το πρόσωπό της είναι μελανό.
Και άξαφνα:
― Έλα πάμε.
Ανοίγει το εικονοστάσι και βγάζει από μέσα τη Μπαλουκλιώτισσα.
― Πάμε.
Σαν μπήκε η Λωξάντρα στο δωμάτιο βαστώντας την εικόνα, η Κλειώ είχε κλεισμένα τα μάτια της και ήτανε εξαντλημένη. Οι πόνοι είχαν σταματήσει.
― Βγάλ’ τους όλους έξω, λέει η Λωξάντρα στη μαμή, και κλείδωσε την πόρτα.
Ακουμπά την εικόνα πάνω απ’ το κεφάλι της λεχούσας:
― Κλειώ, Κλειώ, η Μπαλουκλιώτισσα είναι απάνω απ’ το κεφάλι σου. Τη νοιώθεις; Μπρος, τάξε.
Κούνησε η Κλειώ τα χείλια της και η Λωξάντρα κατάλαβε πως τάζει το μαργαριτάρι της. Τότες η Λωξάντρα έδεσε δυο φασκές του μωρού στα κάτω κάγκελα του κρεβατιού, έδωσε τις άκρες τους στα χέρια της Κλειώς, και της λέει «Τράβα».
― Ακούς τι σε λέω; Να, τώρα που θα ξανάρτει ο πόνος – γιατί θα ξανάρτει, δε γένεται,- τράβα και σφίξου. Περίμενέ τονα, γιατί χωρίς το μεγάλο πόνο δεν ελευτερώνεσαι. Μην τον αποφεύγεις. Παρακάλα νάρτει για να ελευτερωθείς. Και άμα έρτει μην ξεφωνίζεις σαν την τρελή, στα μπόσικα, μην τον σκορπάς στον αέρα, κατάπιε τον στα σωθικά σου και σπρώξ’ τονα και βγάλ’ τονα από κάτω, μαζί με το παιδί!»Έτσι μπράβο… άλλη μια. Μπράβο: Τράβα τις φασκές. Μούγκριζε, μη φωνάζεις. Άφεριμ. Τώρα ησύχασε.
Και σκουντώντας τη μαμή με τον αγκώνα της:
― Άντε μωρή εσύ από κάτω να πιάσεις το παιδί, έρχεται!
― Έρχεται! φωνάζει η Λωξάντρα. Μπράβο, Κλειώ, έρχεται.
Οι φωνές της Κλειώς τώρα πια δεν ακούονται, φωνάζει η Λωξάντρα.
― Άαααχ! Άαααχ!
Και σε λίγο ένα μεγάλο «Αχ», που θα ακούστηκε ως το Γαλατά Σεράι, και η Λωξάντρα σωριάστηκε στο πάτωμα.
― Κορίτσι! είπε η μαμή."

Δειτε εδω ,η Μαρία Ιορδανίδου περιγράφει πως έγραψε τη “Λωξάντρα”
“Λοιπόν εγώ ποτέ μου δεν αποφασίζω να γράψω βιβλίο και κάθε φορά που τελειώνω ένα βιβλίο, μάλλον αποφασίζω να μη γράψω ποτέ μου πια. Περνά κάμποσος καιρός… μαζεύονται κάμποσες αφορμές και το βιβλίο έρχεται μόνο του και γράφεται μόνο του. Και το γράφω συνήθως τη νύχτα… όταν εχω αυπνία, συλλογίζομαι. Τη χαίρομαι την αυπνία μου εγώ! Δε παίρνω ποτέ χάπια για να κοιμηθώ και μπορεί μια νύχτα ολόκρηρη να κάθομαι και να σκέπτομαι… Πρωί πρωί σηκώνομαι απάνω, κάθομαι και γράφω κατευθείαν! Άλλες φορές κεντώ. Να! Τούτο το τραπεζομάντηλο το κέντησα. Εδώ απάνω γράφτηκε η Λωξάντρα. Εγώ ποτέ δεν ήξερα να κεντώ, όταν κάθησα στο σπίτι-που γέρασα, πήρα καμπάδες και πράματα κι άρχισα να κεντώ. Ορίστε! Κεντούσα κι ο νους μου πήγαινε στα παλιά… Θυμήθηκα τη γιαγιά μου, τα ωραία χρόνια της Πόλης εκεί χάμου και κεντώντας τα, τα γλένταγα! Κι έτσι έζησα μια ολόκληρη εποχή. Αυτό βάσταξε πολύ καιρο κι όταν τέλειωσε το τραπεζομάντηλο, ‘κει κοντά ήτανε που τελείωσε η Λωξάντρα… δηλαδή έφτασε το 1914 που ήτανε το τέλος μιας ολόκληρης εποχής. Κι ύστερα απ’αυτό κάθησα κι έγραψα μια χαρά τη Λωξάντρα! Την είχα έτοιμη…”

Μαρία Ιορδανίδου (1897-1989) από το αρχείο της ΕΡΤ, Παρασκήνιο
 

EvanescenceQ

Επιφανές μέλος

Η EvanescenceQ αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 28 ετών. Έχει γράψει 14,181 μηνύματα.
Επομενο το αγαπημενο μυθιστορημα του Τασου Αθανασιαδη.η "Αιθουσα του Θρονου" ,που περιγραφει μια παρεα νεων στις καλοκαιρινες τους διακοπες σε ενα νησι,που μπλέκουν σε έρωτες, φιλοσοφούν ή νομίζουν πως φιλοσοφούν, και σίγουρα ενηλικιώνονται λιγάκι παραπάνω - αυτό είναι μια ιστορία με κάτι νοσταλγικό, με χαρακτήρες που ζωντανεύουν εμπρός σου και σε μεταφέρουν μαγικά στην Σύρο. Μεταφερθηκε με μεγαλη επιτυχια στην τηλεοραση στην ομωνυμη σειρα που προβλήθηκε από τον τηλεοπτικό σταθμό Mega,σε σκηνοθεσια Πηγής Δημητρακοπούλου με την υπεροχη μουσικη της Ευανθιας Ρεμπουτσικα.Ήταν η πρώτη φορά που οι ηθοποιοί Μίμης Κουγιουμτζής και Ρένη Πιττακή, εμβληματικές φιγούρες του Θέατρου Τέχνης, συμμετείχαν σε τηλεοπτική παραγωγή. Διαβαζεται ανετα,σε ταξιδευει και ναι σε απογειωνει σε εκεινα τα καλοκαιρια που ολοι μας ζησαμε σε ενα βαθμο ή θα θελαμε να ζησουμε μεσα σε ενα χειμαρρο φιλοσοφικων και ρεαλιστικων θεωρησεων της ζωης και των ανθρωπων της,που ‘’σκάβει’’ και ψάχνει βαθιά μέσα στις ψυχές των ηρώων.Εξαιρετικο.

20210214_183553.jpg


Απο το οπισθοφυλλο:
"Στο μυθιστόρημά του αυτό ο Τάσος Αθανασιάδης περιγράφει μια ομάδα από νέους και νέες, καθώς απολαμβάνουν τις μέρες του καλοκαιριού σε ένα φανταστικό νησί των Κυκλάδων. Πίσω, ωστόσο, από την φαινομενική τους μακαριότητα, κάτω από το θάμβος του αιγαιοπελαγίτικου ουρανού, ακούν τη βασανιστική φωνή που τους ψιθυρίζει μέσα τους πως είναι πια καιρός να πάρουν μια σοβαρή απόφαση για το μέλλον τους. Τις ψυχολογικές αντιδράσεις τους μπροστά στα γεγονότα, που αιφνιδιάζουν τα σχέδιά τους γι' αυτό το μέλλον, μας τις ζωντανεύει ο συγγραφέας των «Πανθέων» με σκηνές αλληλοδιάδοχες από αισθησιακή μέθη και δραματική αβεβαιότητα. Την «Αίθουσα του θρόνου», μεταφρασμένη στα γερμανικά, υποδέχτηκε με εγκωμιαστικά σχόλια η ξένη κριτική. Το βιβλίο χαρακτηρίστηκε «Ένα αριστούργημα από την Ελλάδα», «Ένα από τα σημαντικότερα ελληνικά μυθιστορήματα της εποχής μας», «Έπος συμφιλίωσης των λαών»..."

Αποσπασματα:
Τούτη την ώρα που το νησί ξεκόβει σα γαλέρα απ' την
καταχνιά με λατίνια μύλους και τρούλους, μοιάζει να τα-
ξιδεύει σε καιρούς του Αιγαίου παλιούς, όταν οι κρινοδά-
χτυλες πριγκιπέσες της Παροναξίας τόπαιρναν προίκα μαζί
μ' ένα ρόδι για γούρι [...]


«Έρχεται μια μέρα, όπου η μεγαλειότητά μας, ο εαυτός μας, είναι ανάγκη να περάσει στην αίθουσα του θρόνου με τους αυλικούς του, το νου και την καρδιά για ν’ αποφασίσει πάνω στον καταστατικό χάρτη της ζωής του, δηλαδή ν’ ασχοληθεί με το μέλλον του…»

«Μπορείτε να μισήτε έναν άνθρωπο, που δεν τον γνωρίσατε;’» Ρωτάει ο Γκιούναρσον τη Γλαύκη,για να του αποκριθεί εκείνη: «Μα και βέβαια μπορώ να τον μισήσω. Νομίζω μάλιστα, πως το αίμα μου κυλά μονάχα από τη δύναμη του μίσους».

«Η πίστη μας στο αδύνατο είναι μια πρόφαση για να υπομείνουμε το δυνατό με εγκαρτέρηση και μελαγχολία.»

«Είναι βασικό για έναν άνθρωπο που πάει προς τη δράση, να κόβει τον ομφάλιο με τον εαυτό του.»

“Η ατέλειά μας είναι θείον δώρημα...Αν ο άνθρωπος δεν είχα ανάγκη κανένα, δε θ'αγαπούσε κανένα...”

“Ένας άξιος, είναι πάντα εμπόδιο για τους μέτριους...”

“Ένας άνθρωπος πλάι μας είναι κάποτε όλος ο κόσμος.”

“Ένας άνθρωπος ξαναβρίσκει το Θεό, ένα ακόμη βήμα κάνει η ανθρωπότητα προς την Αγάπη.”

“Γιατί, σίγουρα, ο καημός για όσα δεν μπορέσαμε να ζήσουμε και τα επιθυμούμε είναι μεγαλύτερος απ'τον πόνο για κείνα που απολαύσαμε κάποτε και τα νοσταλγούμε...Μήπως, το τραγικό με την ανθρώπινη φύση είναι, πως δεν μπορεί να ξεχωρίσει την ύπαρξη του Θεού απ'τη λαχτάρα της να πιστέψει στην ύπαρξή της;”

“Όταν πια φτάσεις στην κορυφή του εγωισμού, δεν σου απομένει παρά να κατηφορίσεις στον άλλο.”
 

EvanescenceQ

Επιφανές μέλος

Η EvanescenceQ αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 28 ετών. Έχει γράψει 14,181 μηνύματα.
Επομενο οι νουβέλες του Α.Καρκαβιτσα "Ο Ζητιανος" και "Παλιες Αγαπες",ενος εκπροσωπου του νατουραλισμού στη νεοελληνική λογοτεχνία, και ανήκει δε μαζί με τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη και το Γεώργιο Βιζυηνό στους τρεις μεγαλύτερους εκπροσώπους της ηθογραφίας στην ελληνική πεζογραφία.Το πρωτο αναφέρεται στις συνθήκες εξαθλίωσης που επικρατούν στη Θεσσαλική επαρχία της εποχής εκείνης και μεσα απο τις περιγραφες του συγγραφεα ειναι είναι η άθλια καθημερινότητα ενός λαού που επιβιώνει εξαπατώντας τα φιλεύσπλαχνα συναισθήματα συμπατριωτών του.Το δευτερο περισσότερο είναι συνδυασμός ανθρωποπαρατήρησης, εθίμων, ψυχολογικής σκιαγράφησης και αταβιστικών στοιχείων που αναδίδουν την ομοιογένεια του ανθρώπου με το βασίλειο της φύσης και των ζώων γύρω του.

20210214_183609.jpg


Απο το οπισθοφυλλο:
Ο Ζητιάνος είναι ένα συγκλονιστικό ψυχογράφημα γραμμένο με μαεστρία από τον σπουδαίο ποιητή και πεζογράφο μας Ανδρέα Καρκαβίτσα. Χάρη στη διεισδυτική πένα του συγγραφέα μετέχουμε από πολύ κοντά στη βασανισμένη ζωή των Ελλήνων χωρικών στο μεταίχμιο του 19ου και του 20ού αιώνα. Εξαίρετος ψυχολόγος, αποδίδει με ρεαλισμό αλλά και με απίστευτο λυρισμό τα πάθη, τις προλήψεις, την αγραμματοσύνη και τις δεισιδαιμονίες που κυριαρχούσαν εκείνη την εποχή λόγω του σκληρού αγώνα για την επιβίωση και αποτελούσαν το κυρίαρχο στοιχείο στην ελληνική ύπαιθρο. Ο κεντρικός ήρωας, ο Τζιριτόκωστας, είναι ο αντιπροσωπευτικός τύπος του παμπόνηρου ζητιάνου, που παίζει στα δάχτυλα την ψυχολογία των χωρικών για να κερδίσει αυτό που θέλει, με αποκορύφωμα το γεγονός ότι κατάφερε να ξεγελάσει ακόμα και τον ίδιο τον πατέρα του.

Στις "Παλιές αγάπες" ο Καρκαβίτσας εικονίζει τον ψυχισμό αγροτικών τύπων. Η ζωή του ξωμάχου, που μάχεται τραχιά με τη γης για να ζήσει και παραδέρνει ανυπεράσπιστος στου τοκογλύφου τη βουλιμία και στην αόμματη οργή των καιρών, δίνεται με πολύχρωμους πίνακες και αδρές πινελιές.
Αληθινός καλλιτέχνης, προκαλεί πλούσιες συναισθηματικές αντιδράσεις του αναγνώστη στα "δρώμενα" των διηγημάτων του. Και η συγκινησιακή αντίδραση του κοινού, σ' ένα έργο τέχνης αποτελεί την αισθητική του δικαίωση.
Με τις "Παλιές αγάπες" συναγείρει όλο τον κύκλο των συγκινησιακών αντιδράσεων στην ψυχή του αναγνώστη, από την όλο θέρμη συμπόνια, ως τη βοερή αγανάκτηση.
Και κάτω από τα δρώμενα των διηγημάτων δίχως να στο λέει, δίχως να το βλέπεις, το μαντεύεις, το αισθάνεσαι να σαλεύει, άφαντο, μα παρόν, το ηθικό παράγγελμα.
Στις "Παλιές αγάπες" περιέχονται διηγήματα με μύθο ρεαλιστικό που τα δρώμενα αναδείχνουν τους κοινωνικούς παράγοντες της οδύνης. Άλλα ζωγραφίζουν το υποστασιακό δέος και την απελπισμένη άποψη, ότι ο θάνατος λυτρώνει από της ζωής τους καημούς και τα βάσανα. Άλλα τον πατριωτισμό και την αφοσίωση στο χρέος. Άλλα μας δίνουν την αφέλεια και την άγνοια του λαού και τη φαυλοκρατική νοοτροπία των αρχόντων. Άλλα είναι θρύλοι του λαού μας, αποδοσμένοι λογοτεχνικά και γοητευτικά, θρύλοι που εικονίζουν την ασώπαστη λαχτάρα για το καλό, και την αφελή του πεποίθηση, ότι τελικά βγαίνει θριαμβικό από την πάλη του εναντίον του κακού.
Το σημαντικότερο διήγημα της συλλογής είναι τα "Δύο σκέλεθρα". Έξοχο ρεαλιστικό διήγημα. Ολοζώντανα εικονίζει με επιβλητικά χρώματα την τυραννισμένη ζωή του αγρότη. Λίγα διηγήματα παρουσιάζουν με τόση ενάργεια, ανάγλυφα την τύχη του αγρότη, συγκλονισμένη από την αποφασιστική σημασία των οικονομικών συντελεστών [...].

Αποσπασματα:
Ζητιανος
−Καὶ τί, μωρέ, κι ἄν ἔβγαλα παρᾶ! ἐφώναξεν ἀγαναχτισμένος. Μπὰς καὶ τὸν ἔβγαλα χάρισμα; Τὸ ξέρεις καλά· πεντακόσες δραμὲς ἔδωκα στὸν πατέρα σου γιὰ τὸ παλιοτόμαρό σου καὶ τσαμπουνᾷς ἀκόμη… Δὲν σὲ τρέφω, μωρέ· δὲν σὲ ποτίζω; Ἄν ἔχῃς παράπονο, φωτιὰ θὰ ρίξῃ ὁ Θεὸς νὰ σὲ κάψῃ!… Ἤθελα νὰ πέσῃς σ' ἄλλα χέρια καὶ τότε νὰ σὲ καμαρώσω!… Ἀντί, κακομοίρη, νὰ βλογᾷς τὴν τύχη ποὺ σ' ἔρριξε στὰ δικά μου, κάθεσαι καὶ τσαμπουνᾷς ἀκόμη!… Ἔλα, σήκω νὰ βγοῦμε σήμερα νὰ μάσουμε κάνα λεφτό, νὰ μὴ χάσουμε τὴν ἡμέρα.

Αλλά τόπος που έχει τέτοιους προστάτες, ευτυχισμένος και παμμακάριστος, επρόσθετεν ο γέροντας. O κάτοικός του δεν θα πεινάσει, ούτε θα διψάσει ποτέ στον αιώνα. Τα χέρια του δεν θα γνωρίσουν ποτέ το σταβάρι* του αλετριού το άγριο και το στειλιάρι* της αξίνας· δεν θα μαραθούν τα χρυσά του νιάτα ξεκολλώντας ριζιμιά* λιθάρια και δεν θ’ αυλακωθεί το μέτωπό του από τη σκέψη. Δεν θα λιποψυχήσει μήπως ο λίβας τού κάψει τα σπαρτά, μήπως η ξηρασία τού μαράνει τα σταφύλια, μήπως η βροχή τού χαλάσει τα μποστάνια*. Άλλοι θα τα σκεφθούν και άλλοι θα φυτέψουν το αμπέλι που θα πιει αυτός το κρασί· άλλοι θα σπείρουν και θα θερίσουν το σιτάρι που θα φάγει το ψωμί· άλλοι θα μαζέψουν τις ελιές και άλλοι το λάδι του. Αυτός ένα μόνον θα έχει σκοπό, να γυρίζει τον κόσμο απ’ Ανατολή σε Δύση και, με την έμπνευση του παντοδύναμου οδηγού του, ν’ απατά τον κουτόκοσμο και να γυρίζει πλουτοφορτωμένος στο σπίτι του.

Έτσι τους έλεγε κι έτσι τους ορμήνευεν ο γέροντας. Και ο παράδοξος χορός σε κάθε του τραγουδιού τμήμα, σε κάθε της λύρας του παύλα, ερχόταν κουτσοκουλοστραβοβηματίζοντας κι ετραγουδούσε με φωνή παραπονιάρικη και συγκρατητή και μονότονη.

Ὅλα τὰ σπιτάκια τοῦ χωριοῦ ἦταν κατάκλειστα. Χαμηλὰ καὶ συμμαζεμένα καὶ παραπονιάρικα, εἶχαν ἀπαράλλαχτη τὴν ἔκφραση τῶν εὐτελῶν ἐνοίκων τους. Κι ἐμπρός, ἀγέρωχο καὶ θρασὺ, ἐψήλωνε τὸ Κονάκι τοῦ Μπέη, μὲ τὴν αὐλὴ περιμαντρωμένη ἀπὸ μάντρα ψηλὴ καὶ ὀδοντωτή, δυναμωμένη ἀπὸ πύργους καὶ πολεμίστρες σὰν ὀχύρωμα· μὲ τὴν μεγάλη του πύλη θριαμβευτικὴ καὶ ἄξια ὅλες τὶς ἄλλες οἰκοδομὲς νὰ καταβροχθίσῃ· μὲ τὰ μεγάλα του παράθυρα ὀρθάνοιχτα καὶ μὲ τὶς πυργωτὲς γωνίες του, ὅπου οἱ πελαργοὶ εἶχαν πλέξη τὶς κοφωτὲς φωλιές τους κι ἐσάλπιζαν καθημερινὰ στοὺς ἀνάξιους δούλους ἐξεγερτήριο σάλπισμα.

Παλιες Αγαπες
οπιάστε στον οντά και γω ’τοιμάζω. Ανέβηκαν εκείνοι στον οντά. Η γυναίκα έσφαξε τα γαλιά, τα ’τοίμασε, έστρωσε το σοφρά και κάλεσε τους ξένους να καθίσουν. Εκεί που τρώγανε, γυρίζει ο έμπορος και λέει της γυναίκας:

- Ξέρεις τι σου ’φτιασε ο άντρας σου;

- Σαν τι;

- Πούλησε τη στάμπα διακόσια γρόσια.

- Τόσα του είπα.

- Μα τα ’δωκε όλα και πήρε άλογο.

- Πάλι καλά· πώς να ’ρθει πεζός απ’ τ’ Αμπελάκια;

- Μα δεν είν’ αυτό μονάχα. Έδωκε τ’ άλογο και πήρε γομάρι.

- Καλά κι άγια. Τι να κάμει, σου λέει, τ’ άλογο στο χωριό; Καλύτερα το γομάρι, που κάνει όλες τις δουλειές και ζει όπως κι όπως.

- Μα που έδωκε στο τέλος το γομάρι για να πάρει τρία γαλιά; λέει ο έμπορος αγαναχτισμένος από την καλοσύνη της.

- Τι να κάμει; Σαν είδε και του κολλήσατε να σας πάρει μουσαφιρέους, το γομάρι τι το ήθελε; Γομάρι θα τρώγατε!

- Άιντε μωρέ! λέει ο έμπορος τραβώντας τα γένια του.

Έτσι πήρε ο άγουρος το μαγαζί με την άξια τη γυναίκα, του κι έμεινε ο έμπορος γκαλντιρίμ τσελεπής.

Ένας ξαφνικός θόρυβος μ’ έβγαλε από τους στοχασμούς. Γυρίζω και βλέπω το λαό να σκορπάει με γέλια και με χάχανα. Ο χωριάτης πούλησε το παλιάλογο και πήγαινε να το παραδώσει στο θηριοτροφείο. Ο λαός συντρόφιαζε του ζώου τη νεκροπομπή με σφυρίγματα και χάχανα. Σηκώνω τα μάτια ψηλά και βλέπω ν’ ανοίγει βιαστικά το παραθύρι και να προβαίνει η κόρη με ματόφυλλα κόκκινα και φουσκωμένα. Στο στερνό της κίνημα δε μπόρεσα και γω να κρατηθώ άρχισαν να με τσούζουν τα μάτια. Απόρησα όμως γιατί η κόρη, αντί να βλέπει δεξιά που πήγαινε τ’ άλογο, έβλεπε αριστερά και σκύβοντας όσο μπορούσε, έδειχνε το θλιμμένο της πρόσωπο και κουνούσε το δακρυοποτισμένο μαντιλάκι της. Μήπως τάχα ζητεί αποκεί το σαράβαλο, σκέφτηκα. Έσμιξα τα βλέμματά μου με τα δικά της κι απόρησα, όταν έπεσαν πέρα σ’ ένα νέο καλοντυμένο, ψηλόν και σγουρομάλλη, που κατέβαινε στη βάρκα. Κατέβαινε και τα μάτια του έμεναν καρφωμένα στης κόρης το παράθυρο.

- Φεύγει· είπε ο φίλος μου.

Τόση ώρα η Σμυρνιά μου δεν έκλαιε για το παλιάλογο. Έκλαιε, που έφευγε ο αγαπητικός της!

Η μάνα μου ήταν καλή και αγαθή, όπως όλες οι γυναίκες του καιρού της. Γλυκιά ημέρα ωστόσο δεν είδε με τον πατέρα μου γιατί - λες κι έφταιγε η δόλια! - έκανε όλο κορίτσια. Ξέρεις τι θα ειπεί φτωχός και κορίτσια! Έξω απ’ αυτό ακόμη όριζαν Τούρκοι στα Μοριά κι ήταν καλύτερο να μην απόχταε κανείς παιδί παρά ν’ αποχτήσει θηλυκό. Κάθε νοικοκύρης που έβλεπε να πηγαίνει το σπίτι του μπροστά θλιβότανε περισσότερο από κείνον που δεν είχε τίποτα. Για τούτο κι ο πατέρας μου δεν έπαυε κάθε τόσο να της χτυπάει, κάπως στα χωρατά, μα πάντα πικραμένα:

- Μωρέ γυναίκα· δεν κάνεις και συ ένα σερνικό!

Μια βραδιά μπήκε στο σπίτι ολόχαρος.

- Τέλειωσε, Καλομοίρα· είπε μόλις πάτησε στην πόρτα. Ό,τι παιδί κάνεις - ήταν ετοιμόγεννη η μάνα μου - θέλω να είναι σερνικό.

Σε λίγο γεννήθηκα εγώ. Όταν πήγαν να του πάρουν τα συχαρίκια, στέναξε βαθιά. - Ο γέρο Βαρσάμης, σκέφτηκε, οχτώ ντουφέκια· ο Βασίλης πέντε· ο κουμπάρος μου ο Ανέστης τέσσερα - και τι; - ένα κι ένα! Εγώ τίποτα για το Γένος! Εμείς θέλουμε ανθρώπους για σπαθί κι η γυναίκα μου γεννάει για τη ρόκα!... Και με το γρόθο του έδωκε μια κι έσπασε το τραπέζι.

- Μα δεν πειράζει· είπε σε λίγο. Εγώ θα το κάμω σερνικό. Θα γένει καλύτερο από σερνικό.

Το είπε κι έγινε. Μόλις μεγάλωσα λίγο, μου φόρεσε αντρίκια και μ’ έλεγε Χρύσαντο από Χρυσή που ήταν τ’ όνομά μου. Στη μάνα μου, σε όλους έτσι έλεγε να με φωνάζουν. Από μικρή με έμαθε στ’ άρματα. Μέρα νύχτα με δασκάλευε να παίζω το σπαθί, να λυγίζω το κορμί, να ρίχνω στο σημάδι. Την καθεμερνή μ’ έπαιρνε στο χωράφι· τη γιορτή στο κυνήγι να κυνηγούμε τους λύκους και τ’ αγριογούρουνα στη Δροσελή.

- Θέλω... να περνάς το βόλι απ’ το δαχτυλίδι· μου έλεγε.
 

EvanescenceQ

Επιφανές μέλος

Η EvanescenceQ αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 28 ετών. Έχει γράψει 14,181 μηνύματα.
Επομενο το μυθιστορημα της σπουδαίας Ελληνίδας συγγραφέως και αγωνίστριας Διδώς Σωτηρίου, το "Κατεδαφιζομεθα".το οποιο φωτίζει με απαράμιλλο τρόπο μια από τις πιο σκοτεινές περιόδους της ελληνικής ιστορίας, τις μετεμφυλιακές δεκαετίες του ’50 και του ’60.Επάλληλοι ταξικοί «κόσμοι» στροβιλίζονται γύρω από τον ασχημάτιστο νέο, τον ορφανό Άρη, που, περνώντας ανάμεσα τους κι αφήνοντας κάθε τόσο κομμάτια απ’ τα φτερά της αθωότητας του, θα βιώσει όλη την κλίμακα της διαλεκτικής των αισθημάτων ως την ανθρώπινη -και πολιτική και κοινωνική- ωρίμανση.Μοναδικός δίαυλος αναμεσα στην παλια και στην νεα γενια, ο συνεχής, απερίσπαστος αγώνας του ανθρώπου σε κάθε εποχή για ολοκλήρωση, δικαιοσύνη και φως.
Εξαιρετικο με τη μοναδικη γραφη της Σωτηριου,που ισοπεδώνει και απογυμνώνει μια κοινωνία που λειτουργεί με συμφέροντα, με μισαλλοδοξία, που ψεύδεται και εγκληματεί. Δίνει την κοινωνική τοιχογραφία μιας εποχής, ενός λαού που βρίσκεται σε σύγχυση, που μεταβάλλεται, και το κάνει με αριστοτεχνικό τρόπο, προσδίδοντάς του διαχρονική αξία και πνοή.


20210214_183621.jpg


Απο το οπισθοφυλλο:
Ο κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος «Κατεδαφιζόμεθα» είναι ένας νέος με πνευματικές ανησυχίες, όνειρα και φιλοδοξίες, που δε βρίσκουν έδαφος γι’ ανθοφορία μέσα στο ψυχροπολεμικό κλίμα της δεκαετίας του ’50 και έπειτα. Δύσπιστος και σκωπτικός, παλεύει μέσα και όξω από το περιβάλλον του, ανάμεσα στις συμπληγάδες μιας δοσίλογης ξενόδουλης δεξιάς και μιας βαριά τραυματισμένης μα πάντα δυναμικής αριστεράς. Αναζητάει με πάθος τον εαυτό του και το στίγμα της εποχής του. Οργίζεται, αμφισβητεί, παραπαίει, αρνείται να ξοδέψει τον ενθουσιασμό του για ό,τι θεωρεί ξεπερασμένο και αποτυχημένο. Μα, προσέχτε τον, δεν είναι πάντα αυτό που θέλει να λέει...
Η πένα της Διδώς Σωτηρίου μάς φέρνει κοντά στους προβληματισμούς και στις τραυματικές εμπειρίες της γενιάς της Κατοχής και της γενιάς του Εμφυλίου, για να μας ζεστάνει τελικά με τη θέρμη της ανθρωπιάς και της ελπίδας...

Αποσπασματα:
Μια αγοραπωλησία κατάντησαν όλα. Πόσα για μια ώρα; Πόσα για μια νύχτα; Πόσα για μια ζωή;

“Πλύντε καλά τις λέξεις Τις πιάσαν χέρια βρώμικα Αν δεν αποκαταστήσουμε τις λέξεις Καρδιά με καρδιά δε σμίγουν Κι ούδ’ άνθρωπος θα καταλάβει Το συνάνθρωπο του…”

«Μέσα σε ένα τέτοιο χάος παραλάβαμε μεις βάρδια. Με Κορέες, Αλγερίες, με τη πιπίλα της υδρογονοβόμβας, με την απελπισία της ανεργίας, με την αφαίμαξη της μετανάστευσης. Με ανοιχτές τις πόρτες για τα σνακ μπαρ και τα σφαιριστήρια και κλειστές για τα σχολεία και τα πανεπιστήμια. Ποιος θα μας σώσει τώρα από τον ουδέτερο εαυτό μας και από τους λύκους που καραδοκούν; Γύρω μας πλήθυναν οι ατομιστές, οι μοιρολάτρες, οι αδιάφοροι, οι καχύποπτοι, οι μηδενιστές. Καταντήσαμε καιροσκόποι, συμφεροντολόγοι, υποκριτές, πολυμήχανοι, έτοιμοι για κάθε κατρακύλα. Οι περισσότεροι δε πιστεύουν πια σε τίποτα. Το μόνο που τους απασχολεί είναι να περνούν καλά αυτοί, να βαδίζουν σε ισώματα, να κυκλοφορούν δίχως ταυτότητα με κούρσες και με ξεφτισμένα ιδεολογικά εγχειρήματα στη κωλότσεπη του μπλουτζίν τους. Είμαστε μια γενιά αντιηρωική που δε γνώρισε την ευτυχία της έξαρσης.. Για ποια ιδανικά να αγωνιστούμε και να πεθάνουμε; »

«Στεγνές οι εκθέσεις σου, Γιαννούλη, στεγνές και ψυχρές, τους λείπει το χρώμα, το στολίδι, ο νεανικός ιδεαλισμός, ο ενθουσιασμός». Αυτή 'ταν η πρώτη κριτική για τα γραφτά του. Του την έγραψε ο καθηγητής του ο Μελισσαρόπουλος στο νυχτερινό γυμνάσιο. Δεν τον απογοήτευσε. Αντίθετα την υποδέχτηκε με ειρωνικό μειδίαμα, γιατί ο Μελισσαρόπουλος αγαπούσε τα κελαϊδίσματα των Χερουβείμ και των Σεραφείμ. Ήταν και καταπιεσμένος άνθρωπος, τρομοκρατημένος σαν τους περισσότερους καθηγητές της ταραγμένης και σκοταδικής εκείνης δεκαετίας του '50. Καταχώνιαζε ο δύστυχος ο Μελισσαρόπουλος τις παιδαγωγικές και ανθρωπιστικές του αντιλήψεις. Ο Άρης τη θυμάται πολύ αυτή την εποχή. Ήταν και για τον ίδιο βασανιστική, δεν ήξερε πού να ξεσπάσει και πιλάτευε τον καλό άνθρωπο, το Μελισσαρόπουλο, γιατί είχε μυριστεί το ενδιαφέρον και το θαυμασμό που του είχε. Σ' έναν πρόχειρο διαγωνισμό Νεοελληνικών τόλμησε να του γράψει: «Ο άνθρωπος είναι υποκριτής. Ο Θεός τον έπλασε κατ' εικόνα και ομοίωσίν του…». Ο Μελισσαρόπουλος καταθορυβήθηκε. Είχε κατηγορηθεί και απ' το θεολόγο, τον Αθανασίου, πως «ωθεί τους νέους προς την αθεΐαν και τον κομμουνισμόν». Κάλεσε τον Άρη στο γραφείο των καθηγητών. Ήταν έξαλλος. «Δεν είσαι μόνον στεγνός, Γιαννούλη, είσαι στυγνός, και κυνικός. Από ποίας ιδέας εμφορούνται οι οικείοι σου;» «Όχι από αυτάς που υποπτεύεσθε, Κύριε!» «Τότε πώς πιάνεις στο άθλιο στόμα σου τον Θεόν μετά τόσης ανευλαβείας;» «Δεν κρίνω το Θεό, Κύριε, μα την πλαστή και αποτυχημένη εικόνα που προσπαθεί να μας επιβάλλει ο δήθεν επίγειος τοποτηρητής του, καθηγητής των θρησκευτικών Αθανασίου, ο επιλεγόμενος…». Δεν τον άφησε να προφέρει το «σπιούνος». «Σκασμός!» ούρλιαξε. «Σου χρειάζεται μια πολυήμερος αποβολή και σε διαβεβαιώ ότι θα εισηγηθώ να την λάβεις. Ειδοποίησε τον πατέρα σου να περάσει αμέσως». «Δεν έχω πατέρα, κύριε». «Έστω την μητέρα σου». (Για κείνο το «έστω» έγιναν σχόλια ξεκαρδιστικά απ' τους μαθητές που κρυφάκουγαν.) Ο Άρης όμως δεν είχε πια κέφι για καζούρα. Η αναφορά στη μητέρα του τον τάραξε. Δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη. Δυσκολευόταν ακόμα και να καταπιεί, σα να είχε πάθει πονόλαιμο. «Εσένα μιλώ, Γιαννούλη! Καταλαβαίνεις ελληνικά; Είπα να φέρεις αύριο τη μητέρα σου» «Κυρίως ειπείν, δε … δεν έχω μητέρα!» «Γιαννούλη, πάψε να παριστάνεις τον ηλίθιο, θα μετανοήσεις. Τι κυρίως ειπείν, ανόητε! Έχεις ή δεν έχεις μάνα;». Ο Μελισσαρόπουλος ήταν βυσσινής απ' το κακό του, νόμιζε πως τον δούλευε. «Δεν την έχω γνωρίσει ποτέ, κύριε…». Το είπε πολύ σοβαρά, τόσο που η οργή του καθηγητή του έπεσε κατακόρυφα και τον πιάσανε τα νευρικά του τικ. Ρούφαγε τις μύτες του, ξερόβηχε, έκανε γκριμάτσες. Ήτανε φανερό πως γύρευε τρόπο να υποχωρήσει. «Για τελευταία φορά, Γιαννούλη - μ' εννοείς; - για τελευταία φορά θα φερθώ επιεικώς. Σου αποδίδω το ελαφρυντικό της βλακείας!». Έσκισε για καλό και για κακό την έκθεση. «Καμαρώστε σε τι χέρια παραδίδουμε την σκυτάλην του μεγάλου μας ελληνοχριστιανικού πολιτισμού. Ανόητα, άμυαλα παιδιά…».

Ποιος φταίει για την απελπισία μου; Για την καχυποψία μου ποιος φταίει;

Είμαστε λαός φλύαρος. Ξεθυμαίνουμε με λόγια, χορταίνουμε με λόγια.
 

EvanescenceQ

Επιφανές μέλος

Η EvanescenceQ αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 28 ετών. Έχει γράψει 14,181 μηνύματα.
Επομενο το διεθνές μπεστ σέλερ μυθιστορημα του Στιβεν Πρέσσφιλντ, οι "Πυλες της Φωτιας", στο οποιο μας παρουσιαζει τα γεγονότα που έλαβαν χώρα στις Θερμοπύλες, καθώς και κάποια πριν αλλά και μετά από αυτά,με γραφη σχεδον καταιγιστικα περιγραφικη,νιωθεις σαν εισαι μερος των γεγονοτων και να τα παρακολουθεις,με ένα ιδιοφυές τέχνασμα του συγγραφεα που μας παρουσιάζει τα γεγονότα ως μια αφήγηση που γίνεται προς και με εντολή του Βασιλιά Ξέρξη από τον μοναδικό Έλληνα επιζώντα της μάχης των Θερμοπυλών.Όλοι γνωρίζουμε για τους 300 Σπαρτιάτες που στάθηκαν σε ένα στενό απέναντι σε εκατοντάδες χιλιάδες Πέρσες. Αυτό το διαφορετικό που μας δείχνει το βιβλίο είναι το γιατί στάθηκαν. Γιατί ξεκίνησαν να πάνε σε αυτήν την, ουσιαστικά, αποστολή αυτοκτονίας και μάλιστα δεν δείλιασαν ούτε στιγμή, γιατί και οι ίδιες οι γυναίκες τους, πιο σκληρές και δυνατές ίσως από τους άνδρες Σπαρτιάτες, ήταν οι πρώτες που τους έδειχναν τον δρόμο και τους θύμιζαν το καθήκον τους, που δεν ήταν άλλο από τη σωτηρία και το καλύτερο για την πόλη τους. Ποτέ άλλωστε δεν έλεγαν οι Σπαρτιάτες ότι πρέπει να πεθάνεις στη μάχη, έλεγαν ότι δεν πρέπει να ηττηθείς σε μάχη και αν δεν μπορείς να το κάνεις αυτό, τότε να πεθάνεις προσπαθώντας.Εξαιρετικο.

IMG_20200318_212539-768x1024.jpg



Απο το οπισθοφυλλο:
Επτά μέρες πολέμου και ζωής... Σε ένα στενό πέρασμα του όρους Καλλιδρομίου με τη θάλασσα, που λέγεται Θερμοπύλες, μακριά από τη γενέτειρά τους, στα 480 π.Χ., τριακόσιοι επίλεκτοι Σπαρτιάτες πολεμιστές απώθησαν τους χιλιάδες πολεμιστές του Πέρση εισβολέα και έδωσαν με γενναιότητα τη ζωή τους, υπηρετώντας με ανιδιοτέλεια τη δημοκρατία και την ελευθερία. Μια απλή επιγραφή σε επιτύμβια στήλη δείχνει το μέρος όπου είναι θαμμένοι. Ο Πρέσσφιλντ, που εμπνεύστηκε από εκείνη την επιτύμβια στήλη, έχει συνδυάσει με υπέροχο τρόπο τη γνώση με τη φαντασία. «Οι πύλες της φωτιάς», όπου ο αφηγητής είναι ο μόνος επιζών της επικής εκείνης μάχης, ένας βοηθητικός του σπαρτιάτικου πεζικού που βρέθηκε ημιθανής κάτω από ένα άρμα και πιάστηκε αιχμάλωτος, είναι μια εξαίσια περιγραφή της μύησης ενός ανθρώπου και γυναικών που χάρισαν στον πολιτισμό αυτή την αθανασία. Με αποκορύφωμα την επική μάχη, «Οι πύλες της φωτιάς» υφαίνουν ιστορία, μυστήριο και τραγικό έρωτα σε ένα λογοτεχνικό έργο που φέρνει την ομηρική παράδοση στον εικοστό πρώτο αιώνα.

Αποσπασματα:
....Οι έφηβοι κατάλαβαν τι τους περίμενε μετά. Θα «πηδούσαν», το δέντρο, μία μεγάλη γερή βελανίδια. Εκεί θα τους διέταζε να πάρουν θέση και σπρώχνοντας με τις ασπίδες τους, θα έπρεπε να ξεριζώσουν το δέντρο, ρίχνοντας το κάτω, όπως θα έπρεπε να κάνουν ως μέρος της φάλαγγας, όταν θα ορμούσαν εναντίων του εχθρού στην μάχη.
Οι έφηβοι έμπαιναν σε σειρές, οχτώ βάθος, και η ασπίδα του κάθε παιδιού πίεζε το βαθούλωμα της πλάτης του αγοριού που ήταν μπροστά του. Με οδηγό την ασπίδα του πρώτου αγοριού έπεφταν με όλο το βάρος τους και με μεγάλη πίεση πάνω στην βελανιδιά. Έπειτα θα έκαναν άσκηση «ωθισμού». Θα έσπρωχναν, θα πίεζαν, θα «πηδούσαν» το δέντρο μέχρι να πέσει….Το δέντρο είναι ο εχθρός, «πηδήξτε» τον εχθρό…!!
Το «πήδημα» του δέντρου, ήταν μία προσομοίωση του τρόπου με τον οποίο λειτουργούσε η φάλαγγα, το μεγάλο όπλο των Ελλήνων (Ένα άλλο στοιχείο που συνέβαλλε στο θέατρο του τρόμου που παρουσίαζε η ελληνική φάλαγγα ήταν οι κενές, ανέκφραστες προσωπίδες των ελληνικών περικεφαλαιών, με τις ορειχάλκινες μύτες τους χοντρές όσο το μεγάλο δάχτυλο ενός χεριού, τα αστραφτερά σημεία όπου υποτίθεται ότι ήταν τα μάγουλα τους και τις ζοφερές τρύπες των ματιών τους. Κάλυπταν όλο το πρόσωπο και έδιναν στον εχθρό την αίσθηση ότι δεν αντιμετώπιζε πλάσματα με σάρκα και οστά όπως αυτός, αλλά κάποια στοιχειωμένη, άτρωτη μηχανή, άσπλαχνη και ακατανίκητη).
Οι πατούσες των γυμνών τους ποδιών όργωναν το χώμα, ανασηκώνονταν πίεζαν, τεντώνονταν , δημιουργώντας ένα βαθύ αυλάκι, ενώ συνέθλιβαν ο ένας την κοιλιά του άλλου, καμπουριάζοντας και ουρλιάζοντας, σπρώχνοντας ένα κορμό που δεν κουνιόταν με τίποτα. Όταν το πρώτο αγόρι δεν άντεχε, πήγαινε στο τέλος και την θέση του έπαιρνε το αμέσως επόμενο.


Ούτε να το σκεφθούν πως θα γύριζαν στην πόλη την στιγμή που το δέντρο θα ήταν ακόμη στην θέση του. Πως θα αποτύγχαναν εκεί που το πέτυχαν όλοι οι όμοιοι, και προκάτοχοι τους.. Μία τέτοια αποτυχία θα ατίμαζε τους πατέρες και τις μητέρες τους, αδέλφια αδελφές, όλους τους μεγάλους Έλληνες ήρωες, τους θεούς του ίδιους…

Άρματα και Πέρσες ιππείς άρχισαν να τρέχουν φύρδην μίγδην ανάμεσα στους Σπαρτιάτες. Μια στρατιωτική άμαξα που είχε πάρει φωτιά κύλησε πάνω από τα δυο μου πόδια. Μπροστά στους υπερασπιστές οι Αθάνατοι, που είχαν κυκλώσει τώρα το γήλοφο, παρέταξαν μια σειρά τοξότες. Τα βέλη τους βρόντησαν πάνω στους τελευταίους άοπλους και τσακισμένους πολεμιστές. Από πίσω κι άλλοι τοξότες έριχναν τις βολές τους πάνω από τα κεφάλια των συντρόφων τους στους τελευταίους ζωντανούς Έλληνες. Ράχες και κοιλιές ήταν γεμάτες φτερωτά βέλη. Οι κομματιασμένοι άντρες, έτσι όπως ήταν ξαπλωμένοι, έμοιαζαν με σωρούς από ορειχάλκινα και κόκκινα κουρέλια.
Το αυτί μου μπόρεσε ν΄ακούσει τις διαταγές της Μεγαλειότητάς Του, τόσο κοντά πέρασε το άρμα του. Φώναζε μήπως στην άγνωστη γλώσσα του στους άντρες του να σταματήσουν να ρίχνουν, να πιάσουν αιχμαλώτους τους τελευταίους ζωντανούς υπερασπιστές; Μήπως αυτοί στους οποίους φώναζε ήταν οι ναυτικοί της Αιγύπτου, που καπετάνιος τους ήταν ο Ψαμμίτιχος, οι οποίοι διέδωσαν τη διαταγή του μονάρχη τους και όρμησαν να χαρίσουν στους Σπαρτιάτες και στους Θεσπιείς που μπορούσαν να πλησιάσουν το ύστατο δώρο του θανάτου;
Σαν τη χαλαζοθύελλα που άκαιρα από τα όρη κατεβαίνει κι εκσφενδονίζει από τον ουρανό τις παγωμένες σφαίρες της στου γεωργού τα νιόβγαλτα γεννήματα, έτσι ακριβώς τα βέλη μυριάδων Περσών κεραυνοβόλησαν τους Σπαρτιάτες και τους Θεσπιείς. Τώρα ο γεωργός εκτιμά τη δεινή του θέση απ΄το κατώφλι της πόρτας, τη δυνατή βροχή στα κεραμίδια της στέγης, ακούγοντας και παρακολουθώντας τις παγωμένες σφαίρες να πέφτουν με θόρυβο και να αναπηδούν πάνω στις πέτρες του δρόμου. Πως ν΄αντέξουν τα βλαστάρια του κριθαριού; Εδώ κι εκεί επιβιώνει κάποιο σαν από θαύμα και κρατά ακόμα το κεφαλάκι του ορθό. Αλλά ο καλλιεργητής γνωρίζει ότι αυτή η καλοσύνη δεν μπορεί να βαστάξει. Γυρίζει αλλού το πρόσωπο από υπακοή στους νόμους των θεών, ενώ κάτω από την καταιγίδα το τελευταίο κοτσάνι τσακίζεται και πέφτει, νικημένο από την αξεπέραστη σφοδρή επίθεση του ουρανού.
 

EvanescenceQ

Επιφανές μέλος

Η EvanescenceQ αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 28 ετών. Έχει γράψει 14,181 μηνύματα.
Επομενο μια έκδοση που συγκεντρώνει τα χαρακτηριστικα ποιηματα της μεγάλης αυτής διάνοιας της ελληνικής ποίησης,του Οδυσσεα Ελυτη.ενος κλασικου με χαρακτηριστικα δειγματα γραφης και διανοησης.Υπεροχο.

20210216_022321.jpg


Αποσπασματα:

Σῶμα τοῦ καλοκαιριοῦ​

Ὢ σῶμα τοῦ καλοκαιριοῦ γυμνὸ καμένο
Φαγωμένο ἀπὸ τὸ λάδι κι ἀπὸ τὸ ἀλάτι
Σῶμα τοῦ βράχου καὶ ῥῖγος τῆς καρδιᾶς
Μεγάλο ἀνέμισμα τῆς κόμης λυγαριᾶς
Ἄχνα βασιλικοῦ πάνω ἀπὸ τὸ σγουρὸ ἐφηβαῖο
Γεμᾶτο ἀστράκια καὶ πευκοβελόνες
Σῶμα βαθὺ πλεούμενο τῆς μέρας!

Ἡλικία τῆς γλαυκῆς θύμησης​

Ἐλαιῶνες κι ἀμπέλια μακριὰ ὡς τὴ θάλασσα
Κόκκινες ψαρόβαρκες μακριὰ ὡς τὴ θύμηση
Ἔλυτρα χρυσὰ τοῦ Αὐγούστου στὸν μεσημεριάτικο ὕπνο
Μὲ φύκια ἢ ὄστρακα. Κι ἐκεῖνο τὸ σκάφος
Φρεσκοβγαλμένο, πράσινο, ποὺ διαβάζεις ἀκόμη
στὴν εἰρήνη τὸν κόλπου τῶν νερῶν ἔχει ὁ Θεός.

Περάσανε τὰ χρόνια φύλλα ἢ βότσαλα
Θυμᾶμαι τὰ παιδόπουλα τοὺς ναῦτες ποὺ ἔφευγαν
Βάφοντας τὰ πανιὰ σὰν τὴν καρδιά τους
Τραγουδοῦσαν τὰ τέσσερα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντα.
Κι εἶχαν ζωγραφιστοὺς βοριάδες μὲς στὰ στήθια.

Τί γύρευα ὅταν ἔφτασες βαμμένη ἀπ᾿ τὴν ἀνατολὴ τὸν ἥλιου
Μὲ τὴν ἡλικία τῆς θάλασσας στὰ μάτια
Καὶ μὲ τὴν ὑγεία τὸν ἥλιου στὸ κορμὶ - τί γύρευα
Βαθιὰ στὶς θαλασσοσπηλιὲς μὲς στὰ εὐρύχωρα ὄνειρα
Ὅπου ἄφριζε τὰ αἰσθήματά του ὁ ἄνεμος;
Ἄγνωστος καὶ γλαυκὸς χαράζοντας στὰ στήθια μου
τὸ πελαγίσιο του ἔμβλημα.
Μὲ τὴν ἄμμο στὰ δάχτυλα ἔκλεινα τὰ δάχτυλα
Μὲ τὴν ἄμμο στὰ μάτια ἔσφιγγα τὰ δάχτυλα
Ἦταν ἡ ὀδύνη

Θυμᾶμαι ἦταν Ἀπρίλης ὅταν ἔνιωθα πρώτη
φορᾶ τὸ ἀνθρώπινο βάρος σου.
Τὸ ἀνθρώπινο σῶμα σου πηλὸ κι ἁμαρτία
Ὅπως τὴν πρώτη μέρα μας στὴ γῆ.
Γιόρταζαν οἱ ἀμαρυλλίδες - Μὰ θυμᾶμαι πόνεσες
Ἤτανε μία βαθιὰ δαγκωματιὰ στὰ χείλια
Μία βαθιὰ νυχιὰ στὸ δέρμα κατὰ κεῖ ποὺ
χαράζεται παντοτινὰ ὁ χρόνος.

Σ᾿ ἄφησα τότες
Καὶ μία βουερὴ πνοὴ σήκωσε τ᾿ ἄσπρα σπίτια
Τ᾿ ἄσπρα αἰσθήματα φρεσκοπλυμένα ἐπάνω
Στὸν οὐρανὸ ποὺ φώτιζε μ᾿ ἕνα μειδίαμα.
Τώρα θά ῾χω σιμά μου ἕνα λαγήνι ἀθάνατο νερό
Θά ῾χω ἕνα σχῆμα λευτεριᾶς ἀνέμου ποὺ κλονίζει
Κι ἐκεῖνα τὰ χέρια σου ὅπου θὰ τυραννιέται ὁ ἔρωτας
Κι ἐκεῖνο τὸ κοχύλι σου ὅπου θ᾿ ἀντηχεῖ τὸ Αἰγαῖο.

Ὁ μικρὸς Ναυτίλος​

Ὅτι μπόρεσα ν᾿ ἀποχτήσω μία ζωὴ ἀπὸ πράξεις ὁρατὲς γιὰ ὅλους, ἑπομένως νὰ κερδίσω τὴν ἴδια μου διαφάνεια, τὸ χρωστῶ σ᾿ ἕνα εἶδος εἰδικοῦ θάρρους ποὺ μοῦ ῾δωκεν ἡ Ποίηση: νὰ γίνομαι ἄνεμος γιὰ τὸ χαρταετὸ καὶ χαρταετὸς γιὰ τὸν ἄνεμο, ἀκόμη καὶ ὅταν οὐρανὸς δὲν ὑπάρχει.

Δὲν παίζω μὲ τὰ λόγια. Μιλῶ γιὰ τὴν κίνηση ποὺ ἀνακαλύπτει κανεὶς νὰ σημειώνεται μέσα στὴ «στιγμή» ὅταν καταφέρει νὰ τὴν ἀνοίξει καὶ νὰ τῆς δώσει διάρκεια. Ὁπόταν, πραγματικά, καὶ ἡ Θλίψις γίνεται Χάρις καὶ ἡ Χάρις Ἄγγελος· ἡ Εὐτυχία Μοναχὴ καὶ ἡ Μοναχὴ Εὐτυχία.

μὲ λευκές, μακριὲς πτυχὲς πάνω ἀπὸ τὸ κενὸ ἕνα κενὸ γεμάτο σταγόνες πουλιῶν, αὖρες βασιλικοῦ καὶ συριγμοὺς ὑπόκωφου Παραδείσου.

Λακωνικόν​

O καημός του θανάτου τόσο με πυρπόλησε, που η λάμψη
μου επέστρεψε στον ήλιο.
Kείνος με πέμπει τώρα μέσα στην τέλεια σύνταξη της
πέτρας και του αιθέρος,
Λοιπόν, αυτός που γύρευα, ε ί μ α ι.
Ω λινό καλοκαίρι, συνετό φθινόπωρο,
Xειμώνα ελάχιστε,
H ζωή καταβάλλει τον οβολό του φύλλου της ελιάς
Kαι στη νύχτα μέσα των αφρόνων μ' ένα μικρό τριζόνι
κατακυρώνει πάλι το νόμιμο του Aνέλπιστου.

Η Τοιχογραφία​

Έχοντας ερωτευθεί και κατοικήσει αιώνες μέσ' στη
θάλασσα έμαθα γραφή και ανάγνωση

Ώστε τώρα να μπορώ σε μεγάλο βάθος πίσω τις
γενιές απανωτές όπως αρχίζει ένα βουνό προτού τε-
λειώσει το άλλο

Nα κοιτάζω Kαι μπροστά πάλι το ίδιο :
Tο βαθύ σκούρο μπουκάλι και η νέα στο μπράτσο
Eλένη με το πλάι επάνω στον ασβέστη

Nα γεμίζει κρασί της Παναγίας το μισό το σώμα
της φευγάτο κιόλας στην Aσία την αντικρυνή

Kαι το κέντημα όλο μετατοπισμένο μέσ' στον ου-
ρανό με τα διχαλωτά πουλιά τα κιτρινάκια και
τους ήλιους.

Γυμνός, Iούλιο Μήνα​

Γυμνός, Iούλιο μήνα, το καταμεσήμερο. Σ' ένα στενό κρεβάτι, ανάμεσα σε δυο σεντόνια χοντρά, ντρίλινα, με το μάγουλο πάνω στο μπράτσο μου που το γλείφω και γεύομαι την αρμύρα του.
Kοιτάζω τον ασβέστη αντικρύ στον τοίχο της μικρής μου κάμαρας. Λίγο πιο ψηλά το ταβάνι με τα δοκάρια. Πιο χαμηλά την κασέλα όπου έχω αποθέσει όλα μου τα υπάρχοντα: δυο παντελόνια, τέσσερα πουκάμισα, κάτι ασπρόρουχα. Δίπλα, η καρέκλα με την πελώρια ψάθα. Xάμου, στ' άσπρα και μαύρα πλακάκια, τα δυο μου σάνταλα. Έχω στο πλάι μου κι ένα βιβλίο.

Γεννήθηκα για να 'χω τόσα. Δεν μου λέει τίποτε να παραδοξολογώ. Aπό το ελάχιστο φτάνεις πιο σύντομα οπουδήποτε. Mόνο που 'ναι πιο δύσκολο. Kι από το κορίτσι που αγαπάς επίσης φτάνεις, αλλά θέλει να ξέρεις να τ' αγγίξεις οπόταν η φύση σού υπακούει. Kι από τη φύση - αλλά θέλει να ξέρεις να της αφαιρέσεις την αγκίδα της.
 

EvanescenceQ

Επιφανές μέλος

Η EvanescenceQ αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 28 ετών. Έχει γράψει 14,181 μηνύματα.
Επεξεργάστηκε από συντονιστή:

Ουριήλ

Πολύ δραστήριο μέλος

Ο Ουριήλ αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Είναι 23 ετών, επαγγέλεται Φοιτητής/τρια και μας γράφει απο Ρουμανία (Ευρώπη). Έχει γράψει 816 μηνύματα.
Τα βιβλία τα εχω, Τα εχω διαβασει και ανεβαζω εντυπωσεις, και αποσπασματα that's all😊ανεβασε κι εσυ καποια που διαβασες και σου αρεσαν. 😊
Όπως είχα αναφέρει, συγχαρητήρια για αυτή την πρωτοβουλία!

Τα βιβλία είναι ένας <<ξεχωριστός>> κόσμος όπου αρκετοί ονειροπόλοι (dreamers) ταξιδεύουν. Από το οποιοδήποτε βιβλίο μπορεί κάποιος να ανακαλύψει πράγματα που δεν ήξερε ή ακόμα και να δει με μια διαφορετική ματιά το κόσμο, κάτι που γίνεται στα λογοτεχνικά βιβλία.

Λόγω υποχρεώσεων διαβάζω μόνο ένα βιβλίο αυτή τη στιγμή. Το βιβλίο λέγεται πόλεμος και ειρήνη του Λέων Τολστόι.

Μέχρι στιγμής μου έχει κάνει εντύπωση αυτό το σημείο λόγω ειρωνείας και θα έλεγα παρουσιάζει προοικονομία διότι γνωρίζουμε τι θα συμβεί σε περίπου 150+ χρόνια μετά...

<< Ο Βοναπάρτης είναι τυχερός γιατί έχει σπουδαίους στρατιώτες, συνέχισε ο γερο-πρίγκιπας. Άλλωστε χτυπήθηκε πρώτα με τους Γερμανούς που μόνο τεμπέληδες δεν μπορούν να νικήσουν. Από δημιουργίας του κόσμου όλοι νικούν τους Γερμανούς, ενώ αυτοί δε νίκησαν κανέναν>>. Νομίζω η ειρωνεία βγάζει μάτι.
Αυτόματη ένωση συνεχόμενων μηνυμάτων:

image.jpg
 
Τελευταία επεξεργασία:

EvanescenceQ

Επιφανές μέλος

Η EvanescenceQ αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 28 ετών. Έχει γράψει 14,181 μηνύματα.
Όπως είχα αναφέρει, συγχαρητήρια για αυτή τη πρωτοβουλία!

Τα βιβλία είναι ένας <<ξεχωριστός>> κόσμος όπου αρκετοί ονειροπόλοι (dreamers) ταξιδεύουν. Από το οποιοδήποτε βιβλίο μπορεί κάποιος να ανακαλύψει πράγματα που δεν ήξερε ή ακόμα και να δει με μια διαφορετική ματιά το κόσμο, κάτι που γίνεται στα λογοτεχνικά βιβλία.

Λόγω υποχρεώσεων διαβάζω μόνο ένα βιβλίο αυτή τη στιγμή. Το βιβλίο λέγεται πόλεμος και ειρήνη του Λέων Τολστόι.

Μέχρι στιγμής μου έχει κάνει εντύπωση αυτό το σημείο λόγω ειρωνείας και θα έλεγα παρουσιάζει προοικονομία διότι γνωρίζουμε τι θα συμβεί σε περίπου 150+ χρόνια μετά...

<< Ο Βοναπάρτης είναι τυχερός γιατί έχει σπουδαίους στρατιώτες, συνέχισε ο γερο-πρίγκιπας. Άλλωστε χτυπήθηκε πρώτα με τους Γερμανούς που μόνο τεμπέληδες δεν μπορούν να νικήσουν. Από δημιουργίας του κόσμου όλοι νικούν τους Γερμανούς, ενώ αυτοί δε νίκησαν κανέναν>>. Νομίζω η ειρωνεία βγάζει μάτι.
Αυτόματη ένωση συνεχόμενων μηνυμάτων:
Ευχαριστω @Nick234 ! :thumbup: Ετσι ειναι το καθε βιβλιο ειναι και ενας μαγικος κοσμος,που μας ταξιδευει,το "Πολεμος και Ειρηνη" αριστουργημα οντως το ειχα διαβασει στη δανειστικη βιβλιοθηκη.
Ακριβως η ειρωνια περιγραφικη:) εγω καποια τα ειχα απο μαθητρια καποια τα αγορασα επειτα,γενικα διαβαζα και διαβαζω πολυ.
"Η ποιησις ειναι το καταφυγιο μας" οπως λεει και ο ποιητης.Εμενα συνολικα.
Καλοταξιδο το βιβλιο @Nick234 !:thumbup: και να περνας ομορφα!
Αυτόματη ένωση συνεχόμενων μηνυμάτων:

Επομενο η ομώνυμη συλλογή διηγημάτων του Αντωνη Σαμαρακη,το "Ζητειται Ελπις",που ο συγγραφεας παρατηρει και αποτυπωνει την ιδεολογικη κριση και το υπαρξιακο αγχος στην μεταπολεμικη εποχη,μαζι φυσικα με τον εντονο κοινωνικο προβληματισμο του.Γρηγορη γραφη,περιγραφικη ολοζωντανη αποτυπωση μιας εποχης και των ηθων της,των προβληματων και των προβληματισμων της και εκφραση πανανθρωπινων μηνυματων οπως η φιλια,η αγαπη,η οικογενεια,η ελπιδα ναι που ειναι κομβικο σημειο.Η ελευθερια επισης,η δικαιοσυνη,η αγωνία για την πορεία του σύγχρονου κόσμου, η κοινωνική συνείδηση.
Υπεροχο τόσο διαχρονικό!Αυτό το βιβλίο επιβάλλεται να το διαβάσει ο κάθε άνθρωπος.

20210216_021829.jpg


Απο το οπισθοφυλλο:
ΣΤΟΝ ΚΑΘΡΕΦΤΗ, ΔΙΠΛΑ ΤΟΥ, ΕΙΔΕ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΟΥ. ΕΝΑ ΠΟΛΥ ΣΥΝΗΘΙΣΜΕΝΟ ΠΡΟΣΩΠΟ. ΤΙΠΟΤΑ ΔΕ ΜΑΡΤΥΡΟΥΣΕ ΤΗΝ ΤΑΡΑΧΗ ΠΟΥ ΕΙΧΕ ΜΕΣΑ ΤΟΥ.
ΕΙΧΕ ΠΟΛΕΜΗΣΕΙ ΚΙ ΑΥΤΟΣ ΣΤΟΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΠΟΛΕΜΟ. ΚΑΙ ΕΙΧΕ ΕΛΠΙΣΕΙ. ΜΑ ΤΩΡΑ ΗΤΑΝΕ ΠΙΑ ΧΩΡΙΣ ΕΛΠΙΔΑ. ΝΑΙ, ΔΕ ΦΟΒΟΤΑΝΕ ΝΑ ΤΟ ΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙ ΣΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΟΥ ΠΩΣ ΗΤΑΝΕ ΧΩΡΙΣ ΕΛΠΙΔΑ.
ΜΙΑ ΣΕΙΡΑ ΑΠΟ ΔΙΑΨΕΥΣΕΙΣ ΕΛΠΙΔΩΝ ΗΤΑΝ Η ΖΩΗ ΤΟΥ. ΕΙΧΕ ΕΛΠΙΣΕΙ ΤΟΤΕ... ΕΙΧΕ ΕΛΠΙΣΕΙ ΥΣΤΕΡΑ...

Αποσπασματα:
Κοίταζε τα τρόλεϊ που περνάγανε ολοένα στη λεωφόρο, το πλήθος… Μπροστά του, η εφημερίδα ανοιχτή. Όλα αυτά που είχε δει και πρωτύτερα: η σκιά του καινούριου πολέμου, η Ινδοκίνα, οι δυο αυτοκτονίες για οικονομικούς λόγους, η «Κοσμική Κίνησις»…

– Τσιγάρα! ένας πλανόδιος μπήκε.

Πήρε ένα πακέτο.

Στις έξι σελίδες της εφημερίδας: η ζωή. Κι αυτός ήτανε τώρα ένας άνθρωπος που δεν έχει ελπίδα.

Θυμήθηκε, πριν από χρόνια, ήτανε παιδί ακόμα, είχε αρρωστήσει βαριά μια θεία του, ξαδέρφη της μητέρας του. Την είχανε σπίτι τους. Ήρθε ο γιατρός· βγαίνοντας από το δωμάτιο της άρρωστης, είπε με επίσημο ύφος:

– Δεν υπάρχει πλέον ελπίς!

Έτσι κι αυτός τώρα, είχε φτάσει στο σημείο να λέει:

– Δεν υπάρχει πλέον ελπίς!

Του φάνηκε φοβερό που ήτανε χωρίς ελπίδα. Είχε την αίσθηση πως οι άλλοι στο καφενείο τον κοιτάζανε κι άλλοι από το δρόμο σκέφτονταν και ψιθυρίζανε μεταξύ τους: «Αυτός εκεί δεν έχει ελπίδα!» Σαν να ήταν έγκλημα αυτό. Σαν να είχε ένα σημάδι πάνω του που το μαρτυρούσε. Σαν να ήτανε γυμνός ανάμεσα σε ντυμένους.

Σκέφτηκε τα διηγήματα που είχε γράψει, δίνοντας έτσι μια διέξοδο στην αγωνία του. Άγγιζε θέματα του καιρού μας: τον πόλεμο, την κοινωνική δυστυχία… Ωστόσο, δεν το αποφάσιζε να τα εκδώσει. Φοβότανε! Φοβότανε την ετικέτα που θα του δίνανε σίγουρα οι μεν και οι δε. Όχι, έπρεπε να τα βγάλει. Στο διάολο η ετικέτα! Αυτός ήταν ένας άνθρωπος, τίποτε άλλο. Oύτε αριστερός ούτε δεξιός. Ένας άνθρωπος που είχε ελπίσει άλλοτε, και τώρα δεν έχει ελπίδα, και που νιώθει χρέος του να το πει αυτό. Βέβαια, άλλοι θα 'χουν ελπίδα, σκέφτηκε. Δεν μπορεί παρά να 'χουν.

Ξανάριξε μια ματιά στην εφημερίδα: η Ινδοκίνα, η «Κοσμική Κίνησις», το ρεσιτάλ πιάνου, οι δυο αυτοκτονίες για οικονομικούς λογους, οι «Μικρές Αγγελίες»…

ΖΗΤΕΙΤΑΙ γραφομηχανή…

ΖΗΤΕΙΤΑΙ ραδιογραμμόφωνον…

ΖΗΤΕΙΤΑΙ τζιπ εν καλή καταστάσει…

ΖΗΤΕΙΤΑΙ τάπης γνήσιος περσικός…

Έβγαλε την ατζέντα του, έκοψε ένα φύλλο κι έγραψε με το μολύβι του:

ΖΗΤΕΙΤΑΙ ελπίς

Ύστερα πρόσθεσε το όνομά του και τη διεύθυνσή του. Φώναξε το γκαρσόνι. Ήθελε να πληρώσει, να πάει κατευθείαν στην εφημερίδα, να δώσει την αγγελία του, να παρακαλέσει, να επιμείνει να μπει οπωσδήποτε στο αυριανό φύλλο.

Ποτέ άλλοτε, σκέφτηκε, οι στέγες των σπιτιών μας δεν ήτανε τόσο κοντά η μία στην άλλη όσο σήμερα, κι όμως ποτέ άλλοτε οι καρδιές μας δεν ήτανε τόσο μακριά η μια από την άλλη όσο σήμερα. Η μοναξιά που ένιωθε δεν ήτανε ατομική περίπτωση. Ένιωθε πως είναι η μοίρα του σημερινού ανθρώπου. Ποτέ άλλοτε όσο σήμερα δεν ήτανε τόσο βαθιά η μοναξιά του ανθρώπου μπροστά στον άνθρωπο!

-Αν κουβαλήσω μαζί μου και τον εαυτό μου, αυτόν τον φθαρμένο εαυτό μου. Αν τον κουβαλήσω μαζί, εκεί, στην άλλη γη, τότε...α, τότε δεν θα υπάρχει πια ελπίδα. Ενώ τώρα, έχω τουλάχιστο την ελπίδα πως κάπου αλλού θα μπορούσα να μαι αλλιώτικος.


"Από το πρωί που η δακτυλογραφος του είχε πει "έννοια σας και ξερω εγω τι σας συμβαίνει, αγαπάτε τη μοναξιά " είχε μια ταραχή μεσα του. Η κοπέλα είχε αγγίξει το ευαίσθητο του σημείο.
Η μοναξιά ητανε στο βάθος του εαυτού του.

"Σκεφτοτανε το σκοτεινο προσωπο της ζωης. Την ειρήνη, τη βαθια τουτη λαχταρα που κρεμεται απο μια κλωστη. Σκεφτοτανε τη φτωχεια, την αθλιοτητα. Σκεφτοτανε τον φοβο που εχει μπει στις καρδιες."

Προσπάθησε να τά σταματήσει όλα αυτά που γυρίζανε στο νου του. Μα ήταν αδύνατο.
Δεν υπήρχε τίποτα καινούριο, η ανθρωπότητα είχε ξαναρχίσει τον ίδιο δρόμο, δεν υπήρχε τίποτα καινούριο σ' αυτόν το δρόμο, τίποτα, τίποτα ! Σκούπισε τον ιδρώτα του.

Το τελευταίο χειρόγραφο ήτανε τώρα. Να μπορούσε να βαστάξει ! ΄Εβαλε όλη του τη δύναμη να βαστάξει ως το τέλος. ΄Οχι, δεν μπορούσε να κάνει «φιλολογία» μπροστά σ' ένα παιδί, δεν μπορούσε να λέει ψέματα, δεν μπορούσε να μην είναι ο αληθινός εαυτός του μπροστά σ' ένα παιδί !

Μια φωνή μέσα του έλεγε : «Δεν μπορώ ! Δεν μπορώ !»

΄Ηπιε λίγο νερό. Προσπάθησε να την πνίξει τη φωνή. Μα τούτη εξακολούθησε: «Δεν μπορώ! Δεν μπορώ!»

Μιλούσε εντελώς μηχανικά. Κοίταξε ξανά το παιδί. Το είδε στο βάθος, το βλέμμα του ήτανε στυλωμένο πάνω του.

— Δεν μπορώ ! Δεν μπορώ ! φώναξε.

"Όχι, δεν τράβηξε τη σκανδάλη. Ο Άλλος ήταν εκεί, γυμνός όπως είχε έρθει στον κόσμο. Κι αυτός ήταν εδώ, γυμνός όπως είχε έρθει στον κόσμο.
Δεν μπορούσε να τραβήξει. Ήτανε και οι δύο γυμνοί. Δύο άνθρωποι γυμνοί. Γυμνοί από ρούχα. Γυμνοί από ονόματα.
Γυμνοί από εθνικότητα. Γυμνοί από τον χακί εαυτού τους."
 
Επεξεργάστηκε από συντονιστή:

Χρήστες Βρείτε παρόμοια

Top